Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

«Ένας σαμουράι δεσμεύεται από την υπόσχεσή του», Λευκάδιος Χερν, Ιαπωνικό Μωσαϊκό


Ένας σαμουράι νέος, δυνατός...θαρραλέος

Ο Ουμέτσου Τσούμπεϊ ήταν ένας σαμουράι νέος, πολύ δυνατός και θαρραλέος. Βρισκόταν στην υπη­ρεσία του άρχοντα Τομούρα Τζουνταγιού, του οποίου το κάστρο έστεκε αγέρωχο πάνω σ’ έναν λόφο στην περιοχή Γιοκοτέ της επαρχίας Ντέβα. Τα σπίτια των υπηρετών του άρχοντα σχημάτιζαν μια μικρή πόλη στους πρόποδες του λόφου.

Matsue Castle, Japan
_________


Ο Ουμέτσου ήταν ένας τους επιλεγμένους για τη νυχτερινή φρούρηση των πυλών του κάστρου. Υπήρχαν δύο νυχτερινές βάρδιες. Η πρώτη ξεκινούσε το ηλιοβασίλεμα και τελείωνε τα μεσάνυχτα και η δεύτερη άρχιζε τα μεσάνυχτα και τελείωνε με τ ανατολή του ήλιου. Μια φορά που ο Ουμέτσου έτυχε να είναι στη δεύτερη βάρδια, του συνέβη μια παράξενη περιπέτεια.

This gate leads to the graves of Matsudaira castle lords. Gesshō Temple.
_____________


Ανηφόριζε μεσάνυχτα τον λόφο, για να πάρει τη θέση του στη φρουρά, όταν το μάτι του πήρε μια γυναίκα, που στεκόταν ψηλά, στην τελευταία στροφή του φιδωτού δρόμου που οδηγούσε στο κάστρο. Κρατούσε ένα παιδί στην αγκαλιά της και έμοιαζε να περιμένει κάποιον.
Μόνο εξαιρετικές περιστάσεις μπορούσαν να δικαιολογήσoυν την παρουσία μιας γυναίκας σε αυτό το ερημικό μέρος τέτοια ώρα και ο Ουμέτσου θυμήθηκε ότι τα τελώνια είχαν τη συνήθεια να παίρνουν μορφή γυναίκας μετά το σούρουπο, για να εξαπατήσουν και να βλάψουν ανθρώπους. Έτσι δεν ήταν σίγουρος αν η γυναίκα που έβλεπε μπροστά του, ήταν στ’ αλήθεια ανθρώπινο πλάσμα.

Όταν είδε να τον πλησιάζει σαν να ήθελε να του μιλήσει, σκόπευε να την προσπεράσει χωρίς μιλιά. Αλλά ήταν πολύ έκπληκτος για να το κάνει, όταν άκουσε τη γυναίκα να τον φωνάζει με το όνομά του και να του λέει με γλυκύτατη φωνή:


Spring Evening 1924-1927, Takahashi Shotei (1870 - 1945)
______________


Μια ευγενική παράκληση

«Ευγενικέ κύριε Ουμέτσου, απόψε βρίσκομαι σε μεγάλη δυσκολία κι έχω να επιτελέσω ένα πολύ επίπονο καθήκον. Θα μπορούσες να με βοηθήσεις και να κρατήσεις για μια στιγμούλα αυτό το μωρό;».

Άπλωσε τα χέρια της και του έδωσε το παιδί.

Ο Ουμέτσου δεν αναγνώρισε τη γυναίκα, που φαι­νόταν πολύ νέα. Yποπτεύθηκε τη γοητεία της παρά­ξενης φωνής, υποπτεύθηκε κάποια απόκοσμη παγίδα, υποπτεύθηκε τα πάντα, αλλά ήταν εκ φύσεως καλός κι ένιωσε ότι θα ήταν άνανδρο να απωθήσει μια ευγε­νική παράκληση από τον φόβο των στοιχειών. Χωρίς να απαντήσει, πήρε το παιδί.

«Παρακαλώ, κράτησέ το μέχρι να επιστρέψω», είπε η γυναίκα. «Θα γυρίσω πολύ σύντομα».

«Θα το κρατήσω», της απάντησε και την ίδια στιγμή η γυναίκα στράφηκε και αφήνοντας τον δρόμο έτρεξε κάτω στο λόφο τόσο ανάλαφρα και τόσο γρήγορα, που δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Σε λίγα δευτερόλεπτα δεν την έβλεπε πια.

Ο Ουμέτσου τότε κοίταξε το παιδί. Ήταν πολύ μικρό κι έμοιαζε νεογέννητο. Καθόταν ακίνητο στα χέρια του και δεν έκλαιγε καθόλου.




Ένας σαμουράι δεσμεύεται από την υπόσχεσή του


Ξαφνικά του φάνηκε ότι μεγάλωσε. Το κοίταξε ξανά... Όχι, ήταν το ίδιο μικρό και δεν είχε κουνηθεί καθόλου. Γιατί φαντάστηκε ότι το μωρό μεγάλωνε;

Την επόμενη στιγμή κατάλαβε το γιατί κι αισθάνθηκε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Το παιδί δεν μεγά­λωνε, αλλά γινόταν πιο βαρύ. Στην αρχή φαινόταν ότι ζύγιζε τρία ή τέσσερα κιλά και μετά το βάρος του διπλασιάστηκε, τριπλασιάστηκε, τετραπλασιάστηκε... και τώρα ζύγιζε είκοσι κιλά και δεν σταματούσε να βαραίνει. Πενήντα κιλά! Εβδομήντα! Εκατό! 


Ο Ουμέτσου κατάλαβε ότι ξεγελάστηκε. Η γυναίκα με οποία είχε μιλήσει δεν ήταν θνητή και το παιδί δεν ήταν ανθρώπινο. Αλλά είχε δώσει μια υπόσχεση κι ένας σαμουράι δεσμεύεται από την υπόσχεσή του. Έτσι, κράτησε το μωρό στην αγκαλιά του κι εκείνο συνέχισε να γίνεται όλο και πιο βαρύ... Εκατόν είκοσι κιλά! Εκατόν πενήντα! Διακόσια!

Τι θα γινόταν, δεν μπορούσε να φανταστεί, αλλά αποφάσισε να μη φοβηθεί και να μην αφήσει το παιδί από τα χέρια του, όσο κρατούσαν οι δυνάμεις του..... Διακόσια πενήντα! Διακόσια εβδομήντα! Τριακόσια! Όλοι οι μύες του άρχισαν να τρέμουν από την ένταση και το βάρος συνεχώς μεγάλωνε...

«Νάμου Αμίντα Μπούτσου», βόγγηξε, «Νάμου Αμίντα Μπούτσου, Νάμου Αμίντα Μπούτσου».


Jizo statue in Koyto
Japan Jizo, protector of children who die before their parents, and of parents who lose a child.
____________________


Καθώς πρόφερε για τρίτη φορά την ιερή επίκληση, μ’ ένα τράνταγμα το βάρος έφυγε από πάνω του εκείνος βρέθηκε να στέκεται αποσβολωμένος με τα χέρια αδειανά, γιατί το παιδί εντελώς ανεξήγητα είχε εξαφανιστεί. Σχεδόν ταυτόχρονα είδε τη μυστηριώδη γυναίκα να επιστρέφει με την ίδια γρηγοράδα που είχε φύγει. Τον πλησίασε λαχανιασμένη και τότε εκείνος είδε για πρώτη φορά ότι η επιδερμίδα της ήταν ανοιχτόχρωμη. Από το πρόσωπό της έσταζε ο ιδρώτας και τα μανίκια της ήταν δεμένα στην πλάτη με κορδόνια τασούκι, σαν να είχε δουλέψει σκληρά.


Kichijoten, Goddess of Prosperity
Nara Period, 8th Century, Treasure of Yakushiji Temple
_________________

Θα ανταμειφθείς καθώς πρέπει

«Ευγενικέ κύριε Ουμέτσου», είπε, «δεν ξέρεις πόσο μεγάλη υπηρεσία μού προσέφερες! Είμαι η Ουτζιγκάμι * αυτού του τόπου. Απόψε κάποια ουτζίκο μου την έπιασαν οι πόνοι της γέννας και προσευχή­θηκε σ’ εμένα για βοήθεια. 

Αλλά το έργο ήταν πολύ δύσκολο και γρήγορα κατάλαβα ότι μόνο με τη δική μου δύναμη δεν θα μπορούσα να τη σώσω. Έτσι αναζήτησα τη βοήθεια της δικής σου δύναμης και θάρρους. Το παιδί, που άφησα στα χέρια σου, ήταν το παιδί που δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Τη στιγμή που ένιωσες ότι το παιδί άρχισε να βαραίνει, ο κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος, γιατί οι Πύλες της Γέννησης ήταν κλειστές. Και όταν ένιωσες ότι το παιδί έγινε τόσο βαρύ, που απελπίστηκες ότι θα μπορούσες να το βαστάξεις άλλο, την ίδια στιγμή νομίσαμε ότι η μητέρα είχε πεθάνει και η οικογένεια είχε αρχίσει να τη θρηνεί. 

Τότε είπες τρεις φορές την προσευχή Νάμου Αμίντα Μπούτσου και την τρίτη φορά φορά που την πρόφερες, η δύναμη του Βούδα ήρθε να μας βοηθήσει και οι Πύλες της Γέννησης άνοιξαν... 

Γι' αυτό που έκανες, θα ανταμειφθείς καθώς πρέπει. 

Σ’ έναν γενναίο σαμουράι κανένα δώρο δεν θα ήταν πιο ταιριαστό από τη δύναμη. Γι' αυτό όχι μόνο σ’εσένα, αλλά και στα παιδιά σου και στα παιδιά των παιδιών σου, θα δοθεί μεγάλη δύναμη».

Κ
αι μ’ αυτή την υπόσχεση η θεά εξαφανίστηκε.

Kichijoten, the goddess of happiness, fertility, luck, prosperity, merit and beauty
__________________

Τόση δύναμη που πρέπει να προσέχεις....

Ο Ουμέτσου Τσούμπεϊ αφάνταστα απορημένος συνέχισε τον δρόμο του για το κάστρο. Τα χαράματα, όταν τελείωσε την υπηρεσία του, πήγε, όπως συνήθιζε, να πλύνει το πρόσωπο και τα χέρια του προτού κάνει την πρωινή προσευχή του. 

Αλλά όταν άρχισε να στύβει το προσόψι που του είχαν δώσει έκπληκτος διαπίστωσε ότι το σκληρό υλικό σχίστηκε στα χέρια του. Προσπάθησε να στρίψει μαζί τα σχισμένα κομμάτια, και το υλικό χωρίστηκε, σαν βρεγμένο χαρτί. Προσπάθησε να στρίψει τα τέσσερα κομμάτια και το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. 


Σε λίγο αφού δοκίμασε διάφορα αντικείμενα από μπρούντζο και σίδερο, τα οποία στα χέρια του λύγιζαν λες και ήταν από ζυμάρι, κατάλαβε ότι κατείχε τη μεγάλη δύναμη που του υποσχέθηκε η θεότητα και ότι από δω και πέρα θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός όταν αγγίζει πράγματα, ώστε να μη γίνουν κομμάτια στα δάχτυλά του.

Miyamoto Musashi
_______________

Επιστρέφοντας στο σπίτι του ρώτησε να μάθει αν τη νύχτα είχε γεννηθεί κανένα παιδί στην περιοχή.! Έμαθε ότι πράγματι είχε συμβεί ένας τοκετός ακριβώς την ώρα της περιπέτειάς του και ότι οι συνθήκες ήταν έτσι ακριβώς όπως τις αφηγήθηκε η Ουτζιγκάμι.
Τα παιδιά του Ουμέτσου Τσούμπεϊ κληρονόμησαν τη δύναμη του πατέρα τους. Αρκετοί από τους απογό­νους του - όλοι ασυνήθιστα δυνατοί άνθρωποι - ζούσαν ακόμα στην επαρχία Ντέβα τον καιρό που γράφτηκε αυτή η ιστορία.

* Ουτζιγκάμι είναι τίτλος που δίνεται στην προστατευτική σιντοϊστική θεότητα μιας ενορίας ή μιας περιοχής. Όλα τα πρόσωπα που ζουν στην ενορία ή στην περιοχή και βοηθούν στη διατήρηση του ναού (μίγια) της θεότητας λέγονται ουτζίκο. (σχόλιο της μεταφράστριας)

Λευκάδιος Χερν, Η ιστορία του Ουμέτσου Τσούμπεϊ, Ιαπωνικό Μωσαϊκό
μετάφραση - επιμέλεια:Τέτη Σώλου, Ταμείο Παγκόσμιας Κυθηραϊκής Κληρονομιάς

Samurai With Cherry Blossoms, by Joe Watmough.
_______________



Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

«Κάθε σελίδα πληρωμένη μ' ένα εφιαλτικό όνειρο…. ο Δεκέμβρης του ’44», Άλκη Ζέη

Η επίθεση στη διαδήλωση της Κυριακής της 3ης του Δεκέμβρη, έγινε με εντολή της κυβέρνησης του Παπανδρέου και του αρχηγού της Ελληνικής αστυνομίας, Άγγελου Έβερτ. 54 νεκροί και 70 τραυματίες τα θύματα της. 
 (Σπύρος Λιναρδάτος: Πολιτική και Πολιτικοί)


Είχε ξεκινήσει μια μεγάλη διαδήλωση. Οι οπαδοί του ΕΑΜ διαμαρτύρονταν για τον αφοπλισμό των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. (Dmitri Kessel)

Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη..... 


Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη. 
Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ' τον άλλο.

Τον ένα χρόνο η Πάργα τον άλλο οι Συρακούσες·
κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία
γεμάτα ανθρώπους εξαντλημένους, σακάτηδες, χωρίς πνοή

και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο
και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα
και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά.
Αδειανοί δρόμοι, βλογιοκομμένα πρόσωπα σπιτιών
εικονολάτρες και εικονομάχοι σφάζουνταν όλη νύχτα.

Παραθυρόφυλλα μανταλωμένα. Στην κάμαρα
το λίγο φως χώνουνταν στις γωνιές
σαν το τυφλό περιστέρι.... 

Γιώργος Σεφέρης, Τυφλός, 
 [Α΄. Από τις «Μέρες του 1945 – 1951»] 
[ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄]

Η αστυνομία είχε διαταχθεί να σταματήσει τη διαδήλωση και είχε σχηματίσει ένα κλοιό στο δρόμο. (Dmitri Kessel)


Ο Δεκέμβρης του '44.......να μην είχε υπάρξει στη ζωή μου...

Αν με ρωτούσαν τι θα 'θελα να έχει εξαφανιστεί από τη ζωή μου, από τα τόσα που πέρασα, και δεν ήτανε και λίγα, θ' απαντούσα αμέσως χωρίς καν να σκεφτώ: Ο Δεκέμβρης του '44. Θα ήθελα να μην είχε υπάρξει στη ζωή μου. Να μην είχε υπάρξει στην Ιστορία.

Και τώρα που γράφω γι' αυτόν, δεν ψάχνω να βρω τις αιτίες, δεν με νοιάζουν πια. Ξέρω πως κάθε μου σελίδα θα την πληρώσω μ' ένα εφιαλτικό όνειρο. Ύστερα από τόσα χρόνια... εδώ στις Βρυξέλλες... περιτριγυρισμένη από παιδιά και εγγόνια, στο μεγάλο μου δωμάτιο με τα ψηλά ταβάνια και παράθυρα που φτάνουν ως πάνω, ζέστη μέσα, έξω κρύο, ο ήλιος όμως λάμπει και κάνει σαν καθρέφτες τα τζάμια των απέναντι σπιτιών. Μια σειρά σπίτια χτισμένα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όπου οι στέγες τους δεν ξεπερνούν η μια την άλλη. Όλες με κεραμίδια, άλλα βυσιννιά, άλλα μαύρα κι άλλα κεραμιδί χρώμα. Μικροί κήποι με τους φράχτες τους ασπασμένους με καταπράσινα φυτά - χειμωνιάτικα. Αυτοκίνητα αραιά και συμμετρικά παρκαρισμένα. Κάθε τόσο περνάει κανένα αθόρυβα από τον δρόμο και πού και πού βγάζει κανείς βόλτα τον σκύλο του.

Κι εγώ τώρα θα συνεχίσω να γράφω στον υπολογιστή για τον Δεκέμβρη που θέλω να σβήσω από τη μνήμη μου. Θα γράφω σκηνές σαν να είναι κινηματογραφική ταινία. Γιατί ο φακός της μνήμης μου τις κατέγραψε και βγαίνουν τώρα σαν τα αρχεία της ΕΡΤ, για να έρχονται μπροστά σου όσο και να θέλεις να τις ξεχάσεις.



Ένα τεράστιο πλήθος γέμιζε το δρόμο μπροστά από τον αστυνομικό κλοιό. (Dmitri Kessel)


«Χτυπάνε»

Η Διδώ κι εγώ στην πλατεία Συντάγματος. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα μαζί της. Ο Γιώργος θα πήγαινε με τους ηθοποιούς του. Γιατί δεν πήγα κι εγώ μαζί; Άγνωστο.

Κρατιόμαστε χέρι χέρι με τη Διδώ μην χαθούμε. Λαοθάλασσα. Ανεβαίνουμε τα σκαλιά της πλατείας ακριβώς απέναντι από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Τραγουδάμε. Η Διδώ με τη φωνή πριμαντόνας κι εγώ παράφωνα. «Λαοκρατία κι όχι βασιλιά...».

Ξαφνικά η Διδώ ξεφωνίζει: «Χτυπάνε». Μου δίνει μια σπρωξιά, πέφτουμε αριστερά, ανάμεσα σε κάτι αγκαθωτούς θάμνους. Η Διδώ δεν προσπαθεί να σηκωθεί. Μένουμε εκεί χάμω στ' αγκάθια. «Χτυπάνε από τη στέγη του παλατιού τον κόσμο» μουρμουρίζει εκείνη.

Ακούγονται φωνές, πολυβολισμοί, μα πάλι τραγούδι: «Το 'χουμε βάλει βαθιά μες στην καρδιά μας, λαοκρατία και όχι βασιλιά...».

Τραγούδι, πυροβολισμοί, πολλοί τώρα, κι ο κόσμος τρέχει, πέφτει μπρούμυτα...


«Πυροβολούν άοπλους»… Μερικά σώματα έμεναν ακίνητα στο δρόμο. (Dmitri Kessel)


Τι θα γίνει να ρωτάς.....


Βρεθήκαμε
 στο σπίτι. Δεν ανεβαίνουμε απάνω, καθόμαστε στα σκαλιά. Αμίλητες. Γρατζουνισμένες. Η Διδώ μου βγάζει τ' αγκάθια από τα μαλλιά κι εγώ από το παλτό της.

Ευπρεπιζόμαστε. Να μας δει ο μπαμπάς!

- Πάλι καλά που ματώσαμε από αγκάθια, λέει η Διδώ. Μπορούσανε να 'τανε και σφαίρες.

- Θείτσα, τι έγινε;

- Τι θα γίνει να ρωτάς, λέει κι αγκαλιαζόμαστε. Ένα αγκάθι μ' έχει τρυπήσει για τα καλά, το νιώθω στη χούφτα μου.

Εκείνη λέει ν' ανέβουμε στο σπίτι. Εγώ θέλω να πάω στο σπίτι του Γιώργου, να δω αν γύρισε. Δεν μ' αφήνει. «Θα 'ρθει εκείνος, σίγουρα». Ανεβαίνουμε. Η μαμά κι ο θείος Πλάτων στέκονται στην πόρτα. Μας ακούσανε κι απορούσαν τι κάνουμε τόση ώρα στις σκάλες. «Να φτιαχτούμε λίγο... φαίνεται, έχουμε το χάλι μας... μην μας δει έτσι ο μπαμπάς... πού πήγαμε; Στη Δέσποινα και τον Μπάστα. Είχε κάτι ξεχάσει η Διδώ σπίτι τους και πήγα μαζί της».

Η Διδώ νευρίασε.

- Εδώ σκοτώνουνε και...

Ο θείος Πλάτων κι η Διδώ αποφάσισαν να μείνουν σπίτι μας. Μετά, βγήκαν τα χωνιά το βράδυ κι έλεγαν: «Αύριο όλοι στην κηδεία των θυμάτων, μην λείψει κανείς». Βγήκε κι ο Θανασάκης μ' ένα χωνί. Είχε ψηλώσει, δεκατεσσάρων χρονών, η φωνή του δεν είναι πια παιδική, λίγο παράτονη ακούγεται μέσα από το χωνί.

«Όλοι αύριο στην...»
Βγήκε στο μπαλκόνι της η κυρία Μιράντα με τη ρόμπα της:

- Σκάσε, παλιόπαιδο. Θέλουμε να κοιμηθούμε.

Η κυρία Μιράντα... που έκανε καιρό να μιλήσει στη μαμά στον ενικό... που δεν ύψωνε ποτέ τη φωνή της κι όλο έλεγε «με συγχωρείτε», ενώ δεν είχε φταίξει σε τίποτα.

Ο Γιώργος πέρασε πολύ αργά. Ήταν καλά κι εμείς το ίδιο κι αυτό έφτανε. Αύριο όμως θα πηγαίναμε μαζί. Θα ερχότανε πρωί πρωί να με πάρει. Είδε τη Λενούλα με τα μάτια πρησμένα και τρόμαξε. Με ρώτησε τι έχει.

- Ο μπαμπάς, λέω, δεν την άφησε να βγει και θα την περίμενε ο Γκάτσος.

Ένα πανό που βρισκόταν στην κορυφή της πομπής, έγραφε: «όταν ο λαός είναι αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της τυραννίας πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στις αλυσίδες και τα όπλα». Ήταν πιτσιλισμένο με αίμα. (Dmitri Kessel)


Κι άρχισε ο Δεκέμβρης....

Από την Ομόνοια ως το Σύνταγμα ένας κόσμος γονατισμένος να τραγουδάει το «Επέσατε θύματα...». 

Κι άρχισε ο Δεκέμβρης. Τριάντα τρεις μέρες...

Νιώθω σαν να είμαι οπερατέρ και γυρίζω καρέ - καρέ τις σκηνές φρίκης.

Ανεβαίνουμε με τον Άδωνη Κύρου τη Λήμνου. Πάμε στην πλατεία Κυψέλης που έχει μια συγκέντρωση της ΕΠΟΝ. Έχουμε αργήσει γιατί πονούσε το πόδι του που είχε τραυματιστεί στην Κατοχή. Πάει σιγά σιγά κουτσαίνοντας. 

Ξάφνου, στη μέση της Λήμνου, ακούμε έναν τρομαχτικό θόρυβο, σαν να έπεσε βόμβα. Κοιταζόμαστε. Κραυγές κι ύστερα τρέχει κατεβαίνοντας τον δρόμο κόσμος τρομαγμένος, φωνάζοντας: «Μας σκοτώνουν». Τους πιο πολλούς τους ξέρουμε. Βλέπω τη φίλη μου την Αθηνά που τρέχει αλαφιασμένη. Τη σταματάω. Φοράει ένα χοντρό σκούρο πράσινο παλτό. Στην πλάτη της είναι καρφωμένο ένα κομμάτι σίδερο. Μιλάει μπερδεμένα. Κάνω να της βγάλω το σίδερο. «Μηηη» μου αρπάζει κάποιος το χέρι, «είναι πληγωμένη, μην τραβήξεις το σίδερο».

Η Αθηνά δεν το ξέρει πως είναι πληγωμένη. Σαν να παραμιλάει.

- Μας χτύπησαν... οι Άγγλοι άκουσαν τα χωνιά που φώναζαν πού θα μαζευτούμε... πέταξαν όλμο... στη μέση... πάνω στη στέγη... η Ζωρζ...

- Τι η Ζωρζ; Την ταρακουνάω.

- Το χέρι της, το πόδι της, κρεμότανε...

- Ζει; ξεφωνίζω.

- Φώναζε, ούρλιαζε.

Η Αθηνά τρέμει σύγκορμη. Ο Άδωνης τη συγκρατεί. Ξέχασε το πόδι του. Έρχεται κι ένα άλλο γνωστό παιδί. Θα την πάνε σπίτι της. Μένει κοντά.

Εγώ τρέχω να πάω στο σχολείο. Από την αντίθετη μεριά τρέχουν άλλοι, πέφτουν απάνω μου.

- Η Ζωρζ; τους ρωτάω.

Δεν ξέρουν, με προσπερνάνε.

Στο σχολείο, στην αυλή. Μπροστά μπροστά κάτω ξαπλωμένη η Αλίκη γεμάτη αίματα, το πόδι της κρέμεται, το κρατάει με τα δυο της χέρια. Ουρλιάζει. Στην αυλή κεραμίδια, σίδερα, άνθρωποι, όλα ανάκατα. Μέσα από το μισογκρεμισμένο κτίριο δυο νεαροί κρατάνε μια κοπέλα, άλλος από τους ώμους, άλλος από τα πόδια. Την έχουν σκεπάσει με ένα παλτό. Μέσα στα αίματα, το γνώρισα το παλτό της Ζωρζ. Βογκάει. Τα μάτια της διάπλατα. Δεν με βλέπει.

- Ήρθε γιατρός, φωνάζει κάποιος. Ποιος ξέρει αγγλικά;

- Γιατί αγγλικά; Πάω κοντά της. Ζουμ.

Ο φακός απάνω της.

- Ησύχασε, της λέει αυτός που ήξερε αγγλικά, βρέθηκε γιατρός, είναι Αμερικανός!

Ο γιατρός σκύβει από πάνω της και τότε εκείνη με το χέρι που δεν είχε πληγωθεί αρχίζει να τον χτυπάει και να φωνάζει: «Στάλιν... Στάλιν». Την κρατάνε δύο, της ξεσκεπάζουν το πόδι και το χέρι. Μέσα στα αίματα. Θαρρείς, κρέμονται.

Ύστερα δεν ξέρω, είχα λιποθυμήσει. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου τον Γιάννη, τον αδελφό του Γιώργου, με την άσπρη μπλούζα του• νόμιζα πως ονειρεύομαι. Φορούσε ένα περιβραχιόνιο κι έγραφε κάτι με κόκκινα γράμματα. Η αυλή έχει αδειάσει. Μόνο αίματα παντού και πέτρες και ξύλα.

- Η Ζωρζ, ξεφωνίζω τώρα.

Ο Γιάννης με παίρνει αγκαλιά.

- Την πήραν. Έλα, θα σε πάω σπίτι.

- Όχι, σε παρακαλώ, πάμε να τη βρούμε.

- Δεν ξέρω πού την πήγαν. Θα μάθω, σου δίνω τον λόγο μου.

«Στάλιν... Στάλιν...» ξεφώνιζε και μου έρχεται η στριγκλιά της στ' αυτιά μου. «Στάλιν...» και χτύπαγε τον αμερικανό γιατρό με το γερό της χέρι.

Σαν τατουάζ έχει κολλήσει αυτή η σκηνή απάνω μου για πάντα.


Άλκη Ζέη, Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, εκδόσεις Μεταίχμιο ( σελ. 328-334)


.. άφηναν πρόχειρους ξύλινους σταυρούς στα σημεία που είχε χυθεί το αίμα των θυμάτων. (Dmitri Kessel)


Τότε που πολλά όνειρα έγιναν εφιάλτες....

Οι φωτογραφίες ανήκουν στον Ουκρανό φωτογράφο Dmitri Kessel, που, ως πολεμικός ανταποκριτής για το περιοδικὸ Life, αποβιβάστηκε τον Οκτώβριο του 1944 στον Πειραιά, μαζί με τα Βρετανικά στρατεύματα.

Οι φωτογραφίες που μας έδωσε από την Ελλάδα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου Σπαραγμού ξαφνιάζουν με τη διεισδυτικότητά τους και την απλότητα που καταγράφουν μαινόμενες στιγμές της Ιστορίας μας. 

Ο Kessel ήταν παντού και κατέγραφε… Τον πόνο, τον θυμό, την αγωνία, την ταπείνωση, την περηφάνια, τον αγώνα και το πάθος ενός αγωνιζόμενου λαού…

Όταν ρωτήθηκε γιατί έβαλε τη ζωή του σε κίνδυνο κατά τη φωτογράφηση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, απάντησε πολύ απλά ότι "somebody had to".



Γράφει ο Πέτρος Γαϊτάνος, το Νοέμβρη του 1994, στην εισαγωγή του Λευκώματος "DMITRI KESSEL, ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ '44", Εκδόσεις ΑΜΜΟΣ 

Οι φωτογραφίες που ο Dmitri Kessel έβγαλε στην Ελλάδα του 1944 έμειναν περισσότερο ανέκδοτες και παρουσιάστηκαν τον Αύγουστο του 1994, πενήντα χρόνια μετά, όταν ένας άλλος μεγάλος φωτογράφος του αιώνα μας, ο Ντέηβιντ Ντάνκαν, έφερε στην Αθήνα αυτό το πολύτιμο υλικό και μας το έδωσε λέγοντας.
«Ο Ντμίτρ Κέσελ ήταν εδώ, κάτω από την Ακρόπολη, στις 3 Δεκεμβρίου 1944. Τότε που πολλά όνειρα έγιναν εφιάλτες και ο ηρωισμός, η αγωνία και το πάθος μάτωσαν αυτή την όμορφη χώρα. Σας στέλνει, μέσα απ’ την καρδιά του, όσα θραύσματα μάζεψε από εκείνα τα γεγονότα. Τη δική του φωτογραφική μαρτυρία».





Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Επιστροφές νοερές στα χρόνια της νεότητας, Ιάκωβος Καμπανέλλης


Αναμνήσεις και καταγωγές θεραπευτικές

Δεν ξέρω αν καταφέρω να διατυπώσω αυτό που θέλω να πω και που είναι η σκέψη, η αυτάρεσκη, έστω φαντασιοπληξία, ότι ψυχικά συγκατοικούμε με τους προγόνους μας. Ότι είμαστε φυσικά «γέννημα» των γονιών μας, «θρέμμα» του τρόπου ζωής της κοινωνίας που ζούμε, της εικόνας του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά, και μιας μνήμης χωρίς λήθη, που μας τη μετέδωσαν τα φυλετικά μας γονίδια φέρνοντάς την, ας πούμε, από τα χρόνια που ο Κούρος στο Φλεριό έσπασε το πόδι του πριν φτάσει στον προορισμό του.


Ο Κούρος στο Φλεριό των Μελάνων, Νάξος

Όταν ένας άνθρωπος χάνει τη μνήμη του, όταν παθαίνει αμνησία, θεωρείται και είναι ψυχοπαθής. Τα συμπτώματα είναι κρίσεις μελαγχολίας κι ένα οδυνηρό αίσθημα μοναξιάς. 

Όταν ένας τόπος αρνείται τις μνήμες του, κατασκευάζει την αμνησία του με το να αφαλοκόβεται από το παρελθόν και τις παραδόσεις του, είναι ένας υποψήφιος ψυχοπαθής. 

Ούτε μεμονωμένα κάποιο άτομο, ούτε ένας τόπος μπορούν να ζήσουν χωρίς αναμνήσεις, χωρίς καταγωγές, χωρίς νοερές επιστροφές σε πρόσωπα και γεγονότα της περασμένης ζωής. Αυτή την ανάγκη την είχε πάντα ο άνθρωπος.

Όλοι μας σε κάποιες δύσκολες ώρες έχουμε καταφύγει στις αναμνήσεις μας, κι αυτές συχνά μας έχουν σώσει από άλλες καταφυγές! Ίσως επικίνδυνες. Έχουν ευτυχώς αυτή τη θεραπευτική ιδιότητα οι αναμνήσεις, γιατί τι άλλο είναι από γεγονότα της καταγωγής μας, μυθοποιημένα μάλιστα από τις ενστικτώδεις λειτουργίες του χαρακτήρα μας.

Ιάκωβος Καμπανέλλης, Από σκηνής και από πλατείας Εκδόσεις Καστανιώτη 1990


Παρηγορητικοί οικογενειακοί μύθοι...

.. Αναφέρομαι κυρίως στις πρώτες δεκαετίες της ζωής μου και σε γεγονότα που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα μου, τον τρόπο σκέψης μου και δρομολόγησαν τις πιο σημαντικές αποφάσεις μου.

Γεννήθηκα στη Νάξο το Δεκέμβρη του 1921. Από το σόι του πατέρα μου τόπος καταγωγής μου είναι η Χίος και από το σόι της μητέρας μου η Κωνσταντινούπολη.

Ωστόσο ο τόπος που εγώ γεννήθηκα είναι η Χώρα της Νάξου, όπου κατέφυγε έναν αιώνα πριν από τη δική μου γέννηση ο προπάππους μου. Είχε έρθει στη Νάξο μ' ένα καΐκι που μετέφερε πρόσφυγες από τη Χίο τις ημέρες της μεγάλης σφαγής που διέπραξαν οι Τούρκοι το 1822. Ήταν ο μόνος που γλίτωσε από μια πολυμελή οικογένεια ψαράδων, και τη σωτηρία του συνόδευε ο μύθος πως μια μαυροφόρα γυναίκα -υπονοούσαν φυσικά την Παναγία- τον έκρυψε σε μια σπηλιά και ύστερα φρόντισε να τον παραλάβει ένα καΐκι που ξέφευγε προς τις Κυκλάδες.

Αναφέρω αυτόν τον «οικογενειακό μύθο» γιατί πιστεύω πως συντέλεσε στην ψυχοσύνθεση, τον τρόπο σκέψης, τη συμπεριφορά κάποιων απογόνων του μικρού χιώτη πρόσφυγα - και νομίζω κι εμένα. Ίσως να μην είναι τυχαίο ότι βασικοί χαρακτήρες σε έργα, όπως ο Κυρ Ιορδάνης και η Αστά στην "Αυλή των θαυμάτων", ή η Γυναίκα στο μεγάλο μονόπρακτο "Η Γυναίκα και το Λάθος" είναι πρόσφυγες από την Ιωνία με μια μυθοπλαστική φαντασία στις δύσκολες ώρες της ζωής τους.

Στη Νάξο του 1822 ο μικρός πρόσφυγας παρουσιάστηκε στη Μητρόπολη για περίθαλψη και έδωσε το όνομα Φώτης Θαλασσινός και Καμπανέλλης.


Ιάκωβος Ψαρράς (Ιορδάνης), Μαργαρίτα Λαμπρινού (Αστά).
Η αυλή των θαυμάτων (1983) Εθνικό Θέατρο: Νέα Σκηνή
Σκηνοθεσία: Κώστας Μπάκας

Παιχνίδια που δεν τελείωναν στο φτιάξιμό τους.....

Όταν γεννήθηκα εγώ, στις 2 Δεκεμβρίου του 1921, ο πατέρας μου Στέφανος Καμπανέλλης και η μητέρα μου Αικατερίνη, το γένος Λάσκαρη, είχαν ήδη πέντε παιδιά, και μετά από μένα γέννησαν άλλα τρία.

Το μέρος όπου μεγάλωσα, η Χώρα της Νάξου, είναι παραθαλάσσιο. Επειδή τότε δεν είχαμε ούτε καν μία μπάλα για ποδόσφαιρο, τα παιχνίδια μας ήταν πάντα με τη Φύση και πάντα τα φτιάχναμε μόνοι μας. Πηγαίναμε σε μια ακρογιαλιά – Ορώντα έλεγαν το μέρος. Ήταν η «αποθήκη» των υλικών μας εκεί. Χρησιμοποιούσαμε τα ξύλα που ξεβράζει η θάλασσα. Παίρναμε ένα κομμάτι σανίδι, το κόβαμε λίγο, το διορθώναμε. Ένα κομμάτι από τενεκεδοκούτι έμπαινε στην πρύμνη, για τιμόνι. Πανιά ήταν τα φτερά από τα κοράκια συνήθως, άλλες φορές από γλάρους. Έτοιμο το καραβάκι μας. Το ρίχναμε στη θάλασσα και, ανάλογα με τον καιρό, πιστεύαμε ότι το έβρισκαν παιδιά από τη Μύκονο ή την Πάρο απέναντι. Αυτή είναι μια εικόνα που μου έρχεται πάντα στο μυαλό.



Όπως και ένα άλλο παιχνίδι που κάναμε: πηγαίναμε σε ένα λόφο κοντά στη θάλασσα που ανέφερα πριν και σκάβαμε αυλάκια – κάτι λαγούμια, στενά μεν, αλλά με μεγάλο μήκος. Στη συνέχεια, τα σκεπάζαμε από πάνω με χώμα, φύλλα ή ό,τι άλλο βρίσκαμε. Ήταν για να κυκλοφορούν το χειμώνα, οι σαύρες και τα μυρμήγκια, χωρίς να βρέχονται. Αισθανόμασταν ότι κάνουμε κάτι σημαντικό έτσι – δεν ήταν μόνο για να περάσει η ώρα...

Τα συγκεκριμένα παιχνίδια δίνουν μια προέκταση σ' αυτό που γίνεται: το καραβάκι που δεν πλέει απλώς αλλά που το βλέπαμε να φεύγει, να πηγαίνει κάπου, που πιθανόν είχε κάποιον παραλήπτη. Ή τα αυλάκια για τα μυρμήγκια και τις σαύρες είχαν μια συνέχεια, μια χρήση. Ήταν, δηλαδή, παιχνίδια που δεν τελείωναν στο φτιάξιμό τους. 


«Εσύ θα γίνεις συγγραφέας»

Ήμουν στην τρίτη δημοτικού. Αγαπούσα πολύ τον δάσκαλό μου. Ηταν ένας ψηλός και εύρωστος άνδρας, ο οποίος όμως, είτε σου έλεγε μια καλή κουβέντα είτε σε μάλωνε, είχε τον ίδιο βαρύ τόνο στη φωνή του. Κι αν δεν καταλάβαινες ακριβώς τις λέξεις που χρησιμοποιούσε, παιδευόσουνα να δεις αν σε έχει επαινέσει ή αν σε έχει επιπλήξει. 

Έχοντας διακρίνει στις εκθέσεις μου κάποια πράγματα που του άρεσαν, μου είπε με τον κατηγορηματικό τρόπο που περιέγραψα:«Εσύ θα γίνεις συγγραφέας»
Εγώ δεν ήξερα τι σημαίνει αυτή η λέξη. Το μυαλό μου πήγε στο ότι θα γίνω «αχθοφόρος» ή «σκουπιδιάρης». Λέω «κάτι κακό» θα είναι κι έβαλα τα κλάματα...

Robert Doisneau

"..η μαγεία του διαβάσματος μου απεκαλύφθη χάρη σ' αυτό το δώρο την κατάλληλη ώρα."

Εκείνον τον καιρό ο πατέρας μου με άδεια ασκήσεως εμπειρικού φαρμακοποιού εργαζόταν σαν φαρμακοποιός και είχε κάποια οικονομική άνεση. Γι'αυτό και τα μεγαλύτερα από τ' αδέλφια μου μπόρεσαν να τελειώσουν το γυμνάσιο.

Το 1930 όμως ο πατέρας μου υποχρεώθηκε να παραδώσει το φαρμακείο που νοίκιαζε, έμεινε ουσιαστικά άνεργος και, μετά από μάταιες προσπάθειες να μας συντηρήσει κάνοντας άλλες δουλειές, αποφάσισε να μετακινηθούμε στην Αθήνα. Οι συνθήκες αυτής της μετακίνησης ήταν τόσο κακές, που μας έκαναν να νιώθουμε όπως οι μικρασιάτες πρόσφυγες που αποτελούσαν την αξιολύπητη φτωχολογιά στη Νάξο.

Ήμουν δεκατριών χρονών, είχα τελειώσει την Α' Γυμνασίου κι ήμουν ιδιαίτερα καλός στην Έκθεση, γενικά στα Ελληνικά, στην Ιστορία και τη Γεωγραφία. Αλλά στις προσωπικές μου «αποσκευές», φεύγοντας από τη Νάξο, κουβαλούσα κάποια σημαδιακά αποκτήματα και βιώματα. Δυο χρόνια πριν, κάποιο πλουσιόπαιδο από την Αθήνα που παραθέριζε με την οικογένειά του στη  Νάξο μού είχε χαρίσει έναν τόμο της Διάπλασης των Παίδων, το "Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα" του Ιουλίου Βερν και το "Παραμύθι χωρίς όνομα" της Πηνελόπης Δέλτα. Νομίζω πως, εκείνον τον καιρό, δεν αποκλείεται να ήμουν σε ολόκληρο το νησί το μοναδικό παιδί με εξωσχολικά βιβλία.

Πάντως  Το βιβλίο που ιδιαίτερα με συνεπήρε ήταν το "Παραμύθι" της Δέλτα. Ένα χρόνο μετά, ένας θίασος που πέρασε από το νησί έδωσε παραστάσεις με πατριωτικά και κωμικά σκετς. Ήταν η πρώτη φορά που εγώ και τα συνομήλικά μου παιδιά είδαμε θέατρο. Το εντάξαμε στα παιχνίδια μας αποστηθίζοντας διαλόγους και αφηγήσεις από το "Παραμύθι", παίζοντας το θάνατο του Πολύδωρου μέσα σε μια παλιά άχρηστη βάρκα τραβηγμένη στο γιαλό.


Το Παραμύθι χωρίς όνομα (1959) 
Θίασος Βασίλη Διαμαντόπουλου, Μαρίας Αλκαίου - Νέο Θέατρο 
Σκηνοθεσία: Βασ. Διαμαντόπουλος, Σκηνικά - Κοστούμια: Γιώργος Βακαλό, 
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Να μη χωράς στον εαυτό σου...

Σ
την Αθήνα η ζωή ήταν δύσκολη για την οικογένειά μας με συνέπεια να πρέπει κι εγώ να δουλέψω και να πηγαίνω σχολείο τη νύχτα. Η σκέψη να μάθω μια τέχνη φαίνεται πως ώθησε τον πατέρα μου να με γράψει στη νυχτερινή Βιοτεχνική Σχολή - ήταν παράρτημα της Σιβιτανιδείου Σχολής στην Αθήνα - για να σπουδάσω Τεχνικό Σχέδιο. Όταν τελείωσα αυτή τη σπουδή, που πρέπει να ομολογήσω ότι καθόλου δεν μ’ ενδιέφερε, έπιασα δουλειά σε μια τεχνική εταιρία. 

Αν έχουν κάποια σημασία οι παραπάνω λεπτομέρειες στο βιογραφικό ενός συγγραφέα, αυτή έγκειται στο ότι πέρασα την εφηβεία και τη νιότη μου με μια διαρκή τάση φυγής - και θα πρόσθετα και μελαγχολίας: μια ψυχική κατάσταση που επίσης μεταφυτεύτηκε σαν γνώρισμα σε βασικούς χαρακτήρες έργων μου, όπως ο Αλέξης στην "Έβδομη ημέρα της Δημιουργίας", ο Δημήτρης στην "Ηλικία της νύχτας" και η Στέλλα στο "Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια." Το δράμα αυτών των θεατρικών προσώπων που αναφέρω ενδεικτικά είναι ότι «δεν χωράνε στον εαυτό τους».

Η 'Εβδομη Ημέρα της Δημιουργίας. Εθνικό Θέατρο, Β' Σκηνή, 1955-56 
Σκηνοθεσία: Κωστής Μιχαηλίδης
Βύρων Πάλλης (Αλέξης), Τζένη Καρέζη (Χριστίνα) 

Η Ηλικία της νύχτας (1959) 
 Θέατρο Τέχνης - Κάρολος Κουν 
 Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν 
Σκηνικά - Κοστούμια: Γιάννης Στεφανέλλης


Τα υπαίθρια παλαιοβιβλιοπωλεία, ένας ιδανικός χώρος φυγής...... 

Ευτυχώς για μένα στα στενάχωρα εκείνα νεανικά χρόνια βρήκα έναν ιδανικό χώρο φυγής.Ήταν τα υπαίθρια παλαιοβιβλιοπωλεία στη γωνία των οδών Αθηνάς και Λυκούργου.Ήμουν τόσο τακτικός πελάτης και οι σχέσεις μου με τους μαγαζάτορες έγιναν τόσο φιλικές, που τελικά δεν χρειαζόταν ν' αγοράζω όλα τα βιβλία που ήθελα να διαβάζω. Εκείνα που ήταν σε πολλούς τόμους, ή για άλλους λόγους ακριβά, μπορούσα κατ' εξαίρεση να τα νοικιάζω μ' ένα δίφραγκο τις εκατό σελίδες. 

Μπορώ χωρίς υπερβολή να ισχυριστώ ότι στα δεκαοχτώ μου χρόνια είχα κιόλας διαβάσει ένα μέγα μέρος από την παγκόσμια πεζογραφία, ποίηση και ιστορία. Κι ακόμη είχα καταφέρει να μάθω μόνος μου γαλλικά και, βοηθούμενος από τα λεξικά μου, να διαβάζω στο πρωτότυπο Αλφόνς Ντωντέ, Ανατόλ Φρανς, Αντρέ Ζιντ. 

Αυτό το τελευταίο θα ήταν μόνο μια περιαυτολογία, αν στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν των Ες-Ες, όπου έμεινα κρατούμενος τα χρόνια 1943-45, τα γαλλικά μου δεν είχαν συντελέσει στο να βγω από κει ζωντανός.

Οι υπαίθριοι βιβλιοπώλες στην οδό Μασσαλίας.

Πηγές: 
  • http://www.kambanellis.gr
  • Αφιέρωμα στον Ιάκωβο Καμπανέλλη (www.lifo.gr)
  • Εθνικό θέατρο, Η αυλή των θαυμάτων, Πρόγραμμα της παράστασης 2011-12, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα