«Στολισμένες με ωραία κοσμήματα,
χωρίς δάκρυα, απαλλαγμένες από τη θλίψη,
να πηδήξουν μεσ' την πυρά όπου εκείνος κείται.»
(Ριγκ Βέδα Χ, 18: 7)
Αν αληθινή ιστορία είναι αυτή που κάνει τα μάτια σου να τρέχουν.....
Την ιστορία της Σαλιλά «τη βρήκα στη συλλογή με τα παραμύθια από τις όχθες του Γάγγη... Κι αυτή την ιστορία, που στις Ινδίες ορκίζονται ότι είναι ιστορία αληθινή, δεν την άκουσα από κανέναν παραμυθά, αλλά είναι η μόνη από τις εφτά που ούτε κι εγώ την αφηγήθηκα ποτέ μπροστά σε κοινό.... δοκίμασα τουλάχιστον τρεις φορές, αλλά κάθε φορά στο τέλος του παραμυθιού έτρεχαν τα μάτια μου σαν αυτή η ιστορία, που μιλάει για ένα μακρινό και ξένο με την Ελλάδα έθιμο, για έναν ανεξήγητο λόγο να με αφορούσε άμεσα και προσωπικά.
Κάθε φορά, ο δάσκαλός μου μού έλεγε ότι δεν ήρθε η ώρα να αφηγηθώ τη Σαλιλά. «Πρέπει πρώτα να πάρεις απόσταση» μου έλεγε «η ευσυγκινησία του παραμυθά καταστρέφει τη συγκίνηση του ακροατή. Πρέπει εσύ ν' αφηγείσαι με ελαφράδα κι αυτός που ακούει να κλαίει - όχι το αντίστροφο»
Λιλή Λαμπρέλλη, Η γυναίκα με τα χέρια από φως,
Εισαγωγή, εκδόσεις Πατάκη
Δεν έφυγε μαζί του, γιατί δεν τον αγαπούσε. Αλλά ο ξένος... εκείνος την κοίταξε κατάματα με τ’ ανοιχτόχρωμά του μάτια, της χαμογέλασε και τη χαιρέτησε σ’ άγνωστη γλώσσα, με τρόπο που έδειχνε σεβασμό......για πρώτη φορά, ένιωσε πλάσμα ανθρώπινο....κι έφυγε μαζί του:
«...μπήκε μες στα πυρωμένα ξύλα, ξάπλωσε πλάι του και τον αγκάλιασε. Και το ποτάμι τούς είδε να γίνονται ένα οι δυο, μέσα στο φως.»
Τη λέγαν Σαλιλά. Όταν γεννήθηκε, σ’ ένα μικρό χωριό στις όχθες του Γάγγη, ήταν το δέκατο παιδί φτωχών. Φτώχεια και των γονέων και των παιδιών - δεν περίσσευε γι’ αυτήν ούτε ψωμί ούτε χάδι. Στα δώδεκα, την πούλησαν σ’ έναν πλούσιο γέρο για κάμποσα φλουριά. Κι αυτός, την τίμησε με γάμο.
Στην τελετή, το κορίτσι ήταν ντυμένο στα κόκκινα και στα χρυσά. Όλοι γύρω γλεντούσαν, κι αυτή πάνω στον θρόνο, δίπλα στον γαμπρό που είχε τα χρόνια του παππού της, άφηνε να τρέχουνε τα δάκρυα. Η τιμωρία ήρθε σαν έφυγαν οι καλεσμένοι. Μώλωπες στα χέρια, στα πόδια, στο κεφάλι, στην καρδιά. Κι αυτό κράτησε δέκα χρόνια...
Παιδί δεν έπιασε - μπορεί γιατί ο άκαρδος την κλοτσούσε στην κοιλιά, μπορεί γιατί ήταν πάντα τόσο πικραμένη που καμιά ψυχή παιδιού δεν τη διάλεγε για μάνα. Ώσπου, τη δέκατη χρονιά, πέθανε ο γέρος.
Στην τελετή της πυράς, κόσμος πολύς. Κι όλοι, στραμμένοι σ’ αυτήν, την κοιτούν και περιμένουν αυτό που πρέπει να κάνει κάθε γυναίκα χωρίς μικρό παιδί, που αγαπάει και τιμάει τον άντρα της: το σάτι - που πάει να πει, να καεί ζωντανή μαζί του. Αυτή αρνιέται με σφιγμένα χείλη και τα μάτια χαμηλά.
Σαν σκόρπισαν οι στάχτες, σκόρπισε κι ο κόσμος, οι συγγενείς του γέρου την πέταξαν με τις κλοτσιές από το σπίτι, έτσι όπως ήταν στην κηδεία - μονάχα μετά ρούχα που φορούσε. Έτρεξε να κρυφτεί στο πατρικό της, μα αυτοί της κλείσανε κατάμουτρα την πόρτα.
— Χάσου, της είπαν από μέσα, μας ατίμασες.
Κι αυτή ξάπλωσε στο κατώφλι κι έκλαιγε όλη τη νύχτα. Ψιθύριζε:
— Δεν έφυγα μαζί του γιατί δεν τον αγαπούσα
Έτρωγε χόρτα κι άγριους καρπούς, ώσπου ένας παρίας την πήρε στη δούλεψή του να μαζεύει κοπριά. Ο παρίας ανακάτευε την κοπριά με άχυρα κι έφτιαχνε προσάναμμα που το πουλούσε με το κάρο του για των φτωχών τη φωτιά. Όμως, κι αυτός που ήταν ο τελευταίος των τελευταίων, ποτέ δεν την κοιτούσε. Όλη τη μέρα, ήταν σκυμμένη και μάζευε κοπριά. Σα χαμήλωνε ο ήλιος, είχε για αμοιβή λίγο ρύζι, πού και πού μια καρύδα,λίγο κάρι,λίγο αλάτι.
Μόλις τέλειωνε το μεροκάματο, πήγαινε στον ποταμό για να πλυθεί. Ύστερα, άναβε φωτιά και μαγείρευε το λιγοστό της δείπνο. Μετά, κοιμόταν μοναχή της σε μια χαμηλή καλύβα από ξερά κλαριά. Κι ο καιρός περνούσε...
Ένα σούρουπο, εκεί που πήγαινε να πλυθεί στον ποταμό, γεμάτη σκόνη, γεμάτη ιδρώτα, ζέχνοντας κοπριά, έξαφνα συνάντησε έναν ξένο. Κι αυτός, την κοίταξε κατάματα με τ’ ανοιχτόχρωμά του μάτια, της χαμογέλασε και τη χαιρέτησε σ’ άγνωστη γλώσσα, με τρόπο που έδειχνε σεβασμό. Ύστερα, χάθηκε στη στροφή του δρόμου, κι αυτή για πρώτη φορά, εδώ και χρόνια, ένιωσε πλάσμα ανθρώπινο.
«...μπήκε μες στα πυρωμένα ξύλα, ξάπλωσε πλάι του και τον αγκάλιασε. Και το ποτάμι τούς είδε να γίνονται ένα οι δυο, μέσα στο φως.»
John Fernandes
Δεν έφυγα μαζί του γιατί δεν τον αγαπούσα...
Τη λέγαν Σαλιλά. Όταν γεννήθηκε, σ’ ένα μικρό χωριό στις όχθες του Γάγγη, ήταν το δέκατο παιδί φτωχών. Φτώχεια και των γονέων και των παιδιών - δεν περίσσευε γι’ αυτήν ούτε ψωμί ούτε χάδι. Στα δώδεκα, την πούλησαν σ’ έναν πλούσιο γέρο για κάμποσα φλουριά. Κι αυτός, την τίμησε με γάμο.
Στην τελετή, το κορίτσι ήταν ντυμένο στα κόκκινα και στα χρυσά. Όλοι γύρω γλεντούσαν, κι αυτή πάνω στον θρόνο, δίπλα στον γαμπρό που είχε τα χρόνια του παππού της, άφηνε να τρέχουνε τα δάκρυα. Η τιμωρία ήρθε σαν έφυγαν οι καλεσμένοι. Μώλωπες στα χέρια, στα πόδια, στο κεφάλι, στην καρδιά. Κι αυτό κράτησε δέκα χρόνια...
Παιδί δεν έπιασε - μπορεί γιατί ο άκαρδος την κλοτσούσε στην κοιλιά, μπορεί γιατί ήταν πάντα τόσο πικραμένη που καμιά ψυχή παιδιού δεν τη διάλεγε για μάνα. Ώσπου, τη δέκατη χρονιά, πέθανε ο γέρος.
Στην τελετή της πυράς, κόσμος πολύς. Κι όλοι, στραμμένοι σ’ αυτήν, την κοιτούν και περιμένουν αυτό που πρέπει να κάνει κάθε γυναίκα χωρίς μικρό παιδί, που αγαπάει και τιμάει τον άντρα της: το σάτι - που πάει να πει, να καεί ζωντανή μαζί του. Αυτή αρνιέται με σφιγμένα χείλη και τα μάτια χαμηλά.
Σαν σκόρπισαν οι στάχτες, σκόρπισε κι ο κόσμος, οι συγγενείς του γέρου την πέταξαν με τις κλοτσιές από το σπίτι, έτσι όπως ήταν στην κηδεία - μονάχα μετά ρούχα που φορούσε. Έτρεξε να κρυφτεί στο πατρικό της, μα αυτοί της κλείσανε κατάμουτρα την πόρτα.
— Χάσου, της είπαν από μέσα, μας ατίμασες.
Κι αυτή ξάπλωσε στο κατώφλι κι έκλαιγε όλη τη νύχτα. Ψιθύριζε:
— Δεν έφυγα μαζί του γιατί δεν τον αγαπούσα
Sati, Nandalal Bose, 1943
Tην κοίταξε κατάματα .....με τρόπο που έδειχνε σεβασμό
Σαν χάραξε η μέρα, πήρε τα μάτια της και περπάτησε. Στον δρόμο, δεν την καλημέριζε κανείς. Τα λευκά πέπλα της χήρας που διάλεξε να είναι ακόμα ζωντανή τους τρόμαζαν.Έσκυβαν το κεφάλι για να μην την αντικρίζουν. Σιγά σιγά, έγινε αόρατη.
Έτρωγε χόρτα κι άγριους καρπούς, ώσπου ένας παρίας την πήρε στη δούλεψή του να μαζεύει κοπριά. Ο παρίας ανακάτευε την κοπριά με άχυρα κι έφτιαχνε προσάναμμα που το πουλούσε με το κάρο του για των φτωχών τη φωτιά. Όμως, κι αυτός που ήταν ο τελευταίος των τελευταίων, ποτέ δεν την κοιτούσε. Όλη τη μέρα, ήταν σκυμμένη και μάζευε κοπριά. Σα χαμήλωνε ο ήλιος, είχε για αμοιβή λίγο ρύζι, πού και πού μια καρύδα,λίγο κάρι,λίγο αλάτι.
Μόλις τέλειωνε το μεροκάματο, πήγαινε στον ποταμό για να πλυθεί. Ύστερα, άναβε φωτιά και μαγείρευε το λιγοστό της δείπνο. Μετά, κοιμόταν μοναχή της σε μια χαμηλή καλύβα από ξερά κλαριά. Κι ο καιρός περνούσε...
Ένα σούρουπο, εκεί που πήγαινε να πλυθεί στον ποταμό, γεμάτη σκόνη, γεμάτη ιδρώτα, ζέχνοντας κοπριά, έξαφνα συνάντησε έναν ξένο. Κι αυτός, την κοίταξε κατάματα με τ’ ανοιχτόχρωμά του μάτια, της χαμογέλασε και τη χαιρέτησε σ’ άγνωστη γλώσσα, με τρόπο που έδειχνε σεβασμό. Ύστερα, χάθηκε στη στροφή του δρόμου, κι αυτή για πρώτη φορά, εδώ και χρόνια, ένιωσε πλάσμα ανθρώπινο.
Την άλλη μέρα, σκυμμένη να μαζεύει κοπριά, σκεφτότανε τον ξένο. Σαν τέλειωσε το μεροκάματο, έτρεξε στο ποτάμι, όμως αυτός είχε φύγει. Από τότε, πήρε τη συνήθεια να πηγαίνει στο ποτάμι όποια ώρα της μέρας ή της νύχτας δε δούλευε κι είχε τα μάτια ανοιχτά, αχάραγα ή τα βαθιά μεσάνυχτα. Ποτέ δεν τον ξανάδε.
Μια μέρα, τ’ αποφάσισε. Θα σταματούσε να μαζεύει κοπριά και θα κινούσε για το Βρινταβάν, την πόλη με τις χήρες. Τουλάχιστον εκεί, θα είχε κάποιες ματιές να την κοιτούν. Περπάτησε δρόμο πολύ, καιρό πολύ, κατά μήκος του Γάγγη ποταμού. Σαν έφτανε σε πόλη ή σε χωριό, ζητιάνευε και ψευτοζούσε. Ώσπου, ένα πρωινό, την ώρα που έπλενε τα κουρέλια που είχε για πέπλα στο ποτάμι, τον είδε.
Ήταν ξαπλωμένος δίπλα στην όχθη και παραμιλούσε από τον πυρετό. Εκείνη έτρεξε κι έβαλε υγρά κουρέλια στο μέτωπό του. Όμως, ο πυρετός δεν έπεφτε. Ο ξένος τρανταζόταν από τους σπασμούς κι αυτή τον πήρε αγκαλιά. Εκείνος δεν ησύχαζε. Αυτή σηκώθηκε, άναψε φωτιά, έβρασε βοτάνια και του έδινε σε κύπελλο μικρές γουλιές να πιει.
Κι αυτός - άραγε να την είχε αναγνωρίσει ανήμπορος, την κοιτούσε μ’ ευγνωμοσύνη. Νύχτωσε. Η Σαλιλά σκέπασε τον ξένο με ό,τι είχε και τον κράτησε αγκαλιά όλη τη νύχτα, τραγουδώντας του νανουρίσματα από τα χρόνια που ήτανε παιδί. Με το χάραμα, έσβησε μέσα στην αγκαλιά της.
Τότε αυτή, αδάκρυτη, σηκώθηκε. Με τις λίγες δεκάρες που είχε, έτρεξε κι αγόρασε λάδι και θυμίαμα. Τον έπλυνε. Τον άλειψε με λάδι.'Ύστερα, όλη τη μέρα μάζευε ξερά ξύλα κι έκανε έναν μεγάλο σωρό σαν κλίνη, σαν φωλιά, και σαν έπεσε ο ήλιος, τον απόθεσε εκεί, απαλά, φτιάχνοντάς του προσκεφάλι από λουλούδια. Έπειτα, μπήκε στο ποτάμι και πλύθηκε κι αυτή, αλείφτηκε κι αυτή με λάδι και ντύθηκε με ρούχα καθαρά.
Τότε αυτή, αδάκρυτη, σηκώθηκε. Με τις λίγες δεκάρες που είχε, έτρεξε κι αγόρασε λάδι και θυμίαμα. Τον έπλυνε. Τον άλειψε με λάδι.'Ύστερα, όλη τη μέρα μάζευε ξερά ξύλα κι έκανε έναν μεγάλο σωρό σαν κλίνη, σαν φωλιά, και σαν έπεσε ο ήλιος, τον απόθεσε εκεί, απαλά, φτιάχνοντάς του προσκεφάλι από λουλούδια. Έπειτα, μπήκε στο ποτάμι και πλύθηκε κι αυτή, αλείφτηκε κι αυτή με λάδι και ντύθηκε με ρούχα καθαρά.
Woman Commits Sati, Nandalal Bose
Σαν ήταν έτοιμη, άναψε θυμίαμα, άναψε δαδί και τ’ απόθεσε στον σωρό τα ξύλα που άρχισαν να τσιτσιρίζουν. Γονάτισε και προσευχήθηκε σ’ όλους τους θεούς - τους δικούς της, που πάντα ήταν απόμακροι, όμως τώρα σα να νιώθε την ανάσα τους κοντά, τους δικούς του που δεν γνώριζε ούτε τ’ όνομά τους.
Σαν πήρε η φωτιά κι αντιφέγγισε μες στα νερά του ποταμού, σηκώθηκε και, αργά, μπήκε μες στα πυρωμένα ξύλα, ξάπλωσε πλάι του και τον αγκάλιασε. Και το ποτάμι τούς είδε να γίνονται ένα οι δυο, μέσα στο φως.
Λιλή Λαμπρέλλη, Σαλιλά, Η γυναίκα με τα χέρια από φως, εκδόσεις Πατάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου