Τούτο το παραμύθι που έρχεται από τις στέπες της Σιβηρίας, μιλάει για τη δύναμη της προδομένης, της βαθιά πληγωμένης γυναίκας: «Τον αγαπούσα... Όμως, αν δε με θέλει, εγώ για πάντα θα χαθώ... »
Και η γυναίκα χάνεται, γίνεται χίλιοι κόκκοι σκόνης λαμπερής. Ο άντρας θα την αναζητήσει, γιατί το σπίτι μυρίζει απουσία και παγώνει την καρδιά του, θα την βρει στον ουρανό, διάσπαρτη σε χίλια κομμάτια αστέρια και ξανά από την αρχή θα την κατακτήσει, για να τη φέρει πίσω εκεί που ανήκει: στο σπιτικό τους.
Μια φορά κι έναν καιρό, έναν παλιό καιρό, τόσο παλιό που τ’ όνομα της γυναίκας που θα σας πω την ιστορία της έχει πια ξεχαστεί - όμως, δεν έχει σημασία, γιατί ακόμα και τότε, όλοι στο μικρό χωριό στις παρυφές της τάιγκας, τη φώναζαν με τ’ όνομα του άντρα της. Την έλεγαν: η γυναίκα του Σοολυνλάν.
Και ποιος την είδε τη γυναίκα του Σοολυνλάν και δεν την ελιμπίστηκε! Όλοι, όλοι, όλοι, μικροί μεγάλοι, όλοι την καμαρώνανε! Γιατί ήτανε όμορφη σαν το φεγγάρι, κι άξια όσο καμιά, και καλόψυχη και γενναιόδωρη και περήφανη! Και ποιος δεν θα ’θελε να την έχει σπίτι του γυναίκα και κορόνα στο κεφάλι του; Όλοι στο χωριό θα το ’θελαν - όλοι... εκτός από τον Σοολυνλάν, τον άντρα της.
Η ομορφιά, η αξιοσύνη, η καλοσύνη της γυναίκας του δεν του αρκούσαν - κι ήθελε άλλη να πάρει για γυναίκα. Βλέπετε, πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν άντρες - και γυναίκες - σαν κι αυτόν. Μόλις σιγουρευτούν πως βρήκανε το ταίρι τους, ανοίγουνε πανιά γι’ αλλού - άλλα ζητώντας...
Όμως, σαν η γυναίκα του Σοολυνλάν έμαθε τη λαχτάρα του άντρα της, μια σκοτεινή σπηλιά σκάφτηκε στην καρδιά της. Βγήκε στη στέπα κι έτρεξε, έτρεξε, έτρεξε στην ερημιά. Το σούρουπο σταμάτησε να πάρει ανάσα. Μπροστά της, βρύα, λειχήνες, θάμνοι μικροί. Έσκυψε πάνω τους και τους ψιθύρισε:
— Ο Σοολυνλάν θέλει να μ’ αφήσει. Όμως, τι του ’κανα; Δεν του ’ραβα τα ρούχα από δέρμα αρκούδας; Δεν του κρατούσα αναμμένη στο σπίτι τη φωτιά, δεν του κρατούσα ζεστή τη χύτρα, ζεστό το κρεβάτι του; Όλα τούτα τα ’κανα - και κάτι ακόμα: Τον αγαπούσα... Όμως, αν δε με θέλει, εγώ για πάντα θα χαθώ και κανείς σας να μην του πει πού είμαι!
Αφού μίλησε έτσι στα πλάσματα της γης, η γυναίκα του Σοολυνλάν στράφηκε στον ουρανό και φώναξε:
— Μεγάλη αρκούδα και μικρή αρκούδα, πάρτε τα χέρια και τα πόδια και το στήθος μου. Πάρτε τα σπλάχνα και τους πνεύμονες. Πάρτε την καρδιά μου. Κι εσύ, Αποσπερίτη, πάρε την κεφαλή μου - τα χείλια μου, τα μάτια, τα μαλλιά μου...
Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει αυτά τα λόγια, κι η γυναίκα του Σοολυνλάν δεν ήταν πια γυναίκα! Έγινε χίλιοι κόκκοι σκόνης λαμπερής και πέταξε ψηλά στ’ αστέρια...
Σαν έπεσε η νύχτα κι ο Σοολυνλάν γύρισε σπίτι, βρήκε τη φωτιά σβηστή - όμως δεν ήταν αυτό που πάγωσε την καρδιά του. Ήταν που το σπίτι μύριζε απουσία - μια απουσία παντοτινή...
Βγήκε στη στέπα. Φώναξε τη γυναίκα του. Δεν πήρε απόκριση...
Όλη τη νύχτα έτρεχε πέρα δώθε σαν πληγωμένο ζώο και ούρλιαζε τ’ όνομα της γυναίκας του. Το χάραμα, κατάκοπος, έπεσε στα γόνατα. Μπροστά του, το λιγοστό χορτάρι. Το ρώτησε:
— Μην είδες τη γυναίκα μου;
Κι εκείνο του αποκρίθηκε:
— Την είδα. Αλίμονο σε σένα, χαμένε! Δεν σου άξιζε να ’χεις τέτοια γυναίκα! Μονάχος σου την έστειλες στα πέρατα της θλίψης. Την πάτησες χάμω, όπως με πατάς τρέχοντας στη στέπα με τ’ άλογό σου. Ποτέ μου δε θα σου πω πού είναι!
Τότε, ο Σοολυνλάν στράφηκε στον άνεμο και του είπε:
— Εσύ, ανάσα τ’ ουρανού, που πηγαίνεις κι έρχεσαι κι όλα τα γνωρίζεις, πες μου, αν το ξέρεις, πού είναι;
Κι ο άνεμος του αποκρίθηκε:
— Εγώ που πηγαίνω κι έρχομαι κι όλα τα γνωρίζω, δε θα σου πω. Γιατί είσαι σκληρόκαρδος, Σοολυνλάν. Κι είσαι κι αδιάφορος. Κάνεις το κακό κι ούτε που το καταλαβαίνεις...
Τότε, ο Σοολυνλάν πρόσεξε μέσα στα βρύα το μανιτάρι του σαμάνου, το κόκκινο. Έσκυψε πάνω του και του είπε:
— Ω, εσύ! Που ξέρεις όλα τα μυστικά του κόσμου τούτου κι άλλων κόσμων ακόμα, σε ικετεύω, πες μου, αν ξέρεις, πού είναι.
Και το μανιτάρι του αποκρίθηκε:
— Είδα και ξέρω. Θα σου πω... Η γυναίκα σου ήτανε για σένα δώρο τ’ ουρανού, Σοολυνλάν. Ξαναγύρισε στον ουρανό, διάσπαρτη σε χίλια κομμάτια αστέρια. Τώρα, άμα τη θέλεις, δεν αρκεί να τη φωνάζεις. Άμα τη θέλεις, πρέπει να πας εκεί που βρίσκεται και να την κατακτήσεις.
Έπειτα, τον ορμήνεψε...
Ο Σοολυνλάν άκουσε προσεκτικά πολύ όλα όσα του είπε το κόκκινο το μανιτάρι. Έτρεξε στην τάιγκα και με το τσεκούρι του έκοψε σημύδες. Είπε μια προσευχή. 'Ύστερα, σκάλισε τα ξύλα, τ’ αρμολόγησε και μαστόρεψε μια βάρκα που πετούσε. Και μπήκε μες στη βάρκα του μ’ ένα τρανό καμάκι και πέταξε ψηλά στ’ αστέρια...
Ο Σοολυνλάν άκουσε προσεκτικά πολύ όλα όσα του είπε το κόκκινο το μανιτάρι. Έτρεξε στην τάιγκα και με το τσεκούρι του έκοψε σημύδες. Είπε μια προσευχή. 'Ύστερα, σκάλισε τα ξύλα, τ’ αρμολόγησε και μαστόρεψε μια βάρκα που πετούσε. Και μπήκε μες στη βάρκα του μ’ ένα τρανό καμάκι και πέταξε ψηλά στ’ αστέρια...
Σαν έφτασε στη Μεγάλη και τη Μικρή Άρκτο, έριξε το καμάκι του - τρεις και τρεις φορές. Κι έφερε μες στη βάρκα που πετούσε τα χέρια, τα πόδια, το στήθος της γυναίκας του, τα σπλάχνα της, τους πνεύμονες. Έφερε την καρδιά της. Κι ύστερα πέταξε ως τον Αποσπερίτη. Και μ’ ένα καίριο χτύπημα, έφερε την κεφαλή της - τα χείλια της, τα μάτια, τα μαλλιά της...
Και να ’την, η γυναίκα του Σοολυνλάν! Ολοζώντανη, όμορφη σαν το σέλας, μέσα στη βάρκα που πετούσε. Και λένε, πως εκείνη τη νύχτα είχε μεγάλο άνεμο στ’ αστέρια. Κι η γυναίκα του Σοολυνλάν, του φώναζε μες στον άνεμο:
—Αν δε μ’ αγαπάς, άσε με εδώ πάνω που είμαι!
Κι ο Σοολυνλάν της αποκρίθηκε, μες στον άνεμο:
— Σ’ αγαπάω! Αν μπορείς να με δεχτείς, σε παίρνω εκεί που ανήκεις, γυναίκα: στο σπίτι σου, στο σπίτι μου, στο σπιτικό μας.
Και λένε πως απ’ τη νύχτα των αστεριών, κατεβήκανε στο σπιτικό τους, εκεί στις παρυφές της τάιγκας, δίπλα στο δάσος με τις σημύδες, πάνω στη γη που είναι γεμάτη φως. Κι η γυναίκα του Σοολυνλάν ήταν ευχαριστημένη μ’ όσα έγιναν.
Κι ο Σοολυνλάν;... Ε, λοιπόν, όλοι στο μικρό χωριό τ’ ορκίζονται: Κι αυτός!
Λιλή Λαμπρέλλη, Η γυναίκα του Σοολυνλάν, Η γυναίκα με τα χέρια από φως, εκδόσεις Πατάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου