Καταθέτω, καταθέτεις, καταθέτουμε...........
όχι χρήματα - πού να τα βρεις τέτοιους καιρούς - ούτε βέβαια τα όπλα.....μόνο δουλειά "εν τάξει" και "εν οίκω" για το "δήμο" των απανταχού εργατών φιλολόγων και όσων "φίλα προσκείμενων" μαθητών μας!!!!!
Ο σοφός Ασβάλα, που δίδασκε και μίλαγε όμορφα και με τα λόγια έλυνε τα πιο δύσκολα προβλήματα, όπως το συνηθίζουν όλοι οι φιλόσοφοι, είπε στο βασιλιά Ασόκα:
- Γιατί, βασιλιά, παρασύρεσαι από τον οποιονδήποτε και δέχεσαι συμβουλές από ανθρώπους που δεν ξέρουν, και δε ζητάς από τους σοφούς, που τόσα ξέρουν, να σε βοηθήσουν να διοικείς τη χώρα σου σωστά;
- Βρίσκεις, λοιπόν, Ασβάλα, ότι οι σοφοί μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο; - Φυσικά. Γιατί η φιλοσοφία αυτό κάνει, ερευνά για το σωστό. Ποιανού, λοιπόν, είναι έργο πιο πολύ, αν όχι του σοφού, που αυτό προσπαθεί σ’ όλη του τη ζωή;
- Τότε, σοφέ Ασβάλα, βρες μου έναν τρόπο να διοικείται δίκαια και να ’ναι ευτυχισμένη η χώρα μου.
Ο Ασβάλα κλείστηκε μέρες, σκέφτηκε, έψαξε, και τέλος βρίσκοντας, κατά τη γνώμη του, τι θα ’ταν αυτό που θα ’κανε ευτυχισμένη τη χώρα, παρουσιάστηκε στο βασιλιά.
- Βρήκα αυτό που θέλεις, μεγάλε Ασόκα.
- Να το ακούσω, σοφέ!
- Εκείνο, βασιλιά, που κάνει να μη λειτουργεί σωστά ένα κράτος, είναι τούτο: Η κακή συμπεριφορά των υπαλλήλων στο λαό. Αυτό γεννάει εχθρότητα και φέρνει μίσος. Γι' αυτό, βασιλιά Ασόκα, ετούτο βρίσκω ότι είναι το πρώτο που πρέπει να φροντίσουμε. Γιατί αν οι υπάλληλοι φέρνονται ευγενικά και εξυπηρετούν τους πολίτες, τότε οι πολίτες, βλέποντας στοργή κι ενδιαφέρον γι’ αυτούς, και καλύτεροι θα προσπαθήσουν να γίνουν, και θα αγαπήσουν μια κυβέρνηση που οι υπάλληλοί της φέρονται καλά!
Και για πολλή ώρα και με πολλά λόγια, όπως το ’χουν συνήθεια οι σοφοί, έλεγε όσα σκέφτηκε και με σωρό έξυπνα επιχειρήματα δυνάμωνε αυτό που υποστήριζε. Τότε ο Ασόκα του λέει:
- Τα όσα λες φαίνονται σωστά, όμως πώς θα το διαμορφώσουμε αυτό που λες σε νόμο; Γιατί, φυσικά, δεν είναι εύκολο να λέμε τόσα πολλά. Πρέπει να βρεις μια απλή διατύπωση που να λέμε αυτό που θέλουμε σύντομα και με σαφήνεια.
Τότε ο Ασβάλα απάντησε:
- Το μόνο εύκολο, βασιλιά. Μια φράση αρκεί. Οι υπάλληλοι να φέρονται στο λαό, όπως καθένας θα φέροταν στο παιδί του. Αυτό είναι αρκετό και τα λέει όλα.
- Καλά! είπε ο Ασόκα, κι έδωσε διαταγή να φροντίσουν να εφαρμοστεί αμέσως ο νέος νόμος.
Σαν πέρασαν λίγες μέρες, ο βασιλιάς Ασόκα είπε στον σοφό Ασβάλα:
- Δεν κάνουμε, λοιπόν, μια βόλτα στην πολιτεία, να δούμε τι αποτελέσματα έχει φέρει ο νέος νόμος;
Και ξεκίνησαν. Μα μόλις προχώρησαν δυο βήματα είδαν κατάπληκτοι έναν υπάλληλο να δέρνει μ’ ένα ραβδί κάποιον άνθρωπο του λαού.
Τότε θυμωμένος ο βασιλιάς Ασόκα τον σταμάτησε:
- Τι κάνεις, ανόητε; Δε διάβασες την νέα διαταγή ότι πρέπει να φέρεστε στο λαό όπως ένας πατέρας στο παιδί του;
Ο υπάλληλος γύρισε με απορία.
- Αυτό κάνω, βασιλιά μου, έτσι δέρνω το γιο μου! Τότε ο Ασόκα γύρισε στο σοφό:
- Όπως βλέπεις, σοφέ, άλλο πράγμα είναι η φιλοσοφία κι άλλο η ζωή.
Χαλκίδα, της ψυχής του το κέλυφος O Γιάννης Σκαρίμπας, μετά την πρώτη του γνωριμία με την πόλη όπου τον έφερε η στρατιωτική του θητεία, επέλεξε να ζήσει στη Χαλκίδα, την οποία αγάπησε, «τραγούδησε», «ύμνησε» και «απαθανάτισε» τόσο στο πεζογραφικό, όσο και στο ποιητικό του έργο.
Τα θέματα που αρδεύουν το λογοτεχνικό σύμπαν του Σκαρίμπα περνούν αναγκαστικά μέσα από την πόλη, αφού αυτή παρέχει στον συγγραφέα δυο από τα βασικότερα σύμβολα του έργου του ή δυο σημαντικές συνιστώσες του μεταφορικού του συστήματος: το λιμάνι και το σταθμό των τρένων. Κοντά σ' αυτά συλλειτουργούν προς την ίδια κατεύθυνση ξεκινώνοντας από κοινή αφετηρία διάφορα σχετικά μοτίβα: οι γλάροι, τα μουρλά νερά του Ευρίπου, το εισιτήριο, η αποβάθρα. Αυτός είναι ο ζωτικός χώρος του συγγραφέα.
Η επίμονη χρήση του τοπικού ιδιολέκτου και ο εγκιβωτισμός εγχώριων δημοτικών και λαϊκών τραγουδιών σε επτά από τα έντεκα διηγήματα της συλλογής «Καϋμοί στο Γριπονήσι» (1930), συνιστούν μια έντονη αλλά και συμβατική παρουσία της πόλης. Ωστόσο, ακόμη κι εδώ, στο μοναδικό έργο του Σκαρίμπα με ηθογραφικές αποχρώσεις, η πόλη έχει μια ιδιότυπη παρουσία. Δεν υπάρχει καμιά σκηνοθεσία της πόλης, καμιά παρατήρηση.
Μ' άλλα λόγια δεν υπάρχει περιγραφή,που συνεπάγεται αναγωγή του λογοτεχνικού υλικού στο χώρο. Αντίθετα, υπάρχει αφήγηση που σημαίνει οργάνωση του λογοτεχνικού υλικού στο χρόνο. H επιλογή της Χαλκίδας ως χώρου δράσης των περισσότερων διηγημάτων της συλλογής ισοδυναμεί με την επιλογή οποιουδήποτε άλλου χώρου, με την προϋπόθεση ότι αυτός ο χώρος με τη συγκεκριμένη φυσιογνωμία δικαιολογεί τη συμβολιστική διάσταση της γραφής. Αυτό που κυριαρχεί είναι η απόδοση του εσωτερικού τοπίου, η βυθομέτρηση της ανθρώπινης ψυχής σε καίριες εκδηλώσεις της, ενώ ο εξωτερικός χώρος θα 'λεγε κανείς ότι λειτουργεί προσχηματικά. Είναι το ιδιωτικό κέλυφος όπου εγκλωβίζεται η ανθρώπινη μοίρα.
Στο επόμενο έργο του, στο μυθιστόρημα «Μαριάμπας» (1935), ο χώρος έχει αφηρημένη διάσταση: ενώ ο αφηγητής αναφέρεται στη Χαλκίδα κατονομάζοντάς την, οι περιγραφές της πόλης είναι τόσο μεταφορικές ή αφηρημένες, ώστε να ανάγουν την πόλη σε σύμβολο. Ιδίως με την ενσωμάτωση στο μυθιστόρημα ενός γνωστού ποιήματος του Σκαρίμπα με τίτλο «Χαλκίδα», η πόλη γίνεται εσωτερικό τοπίο, ένας αδιέξοδος μοιραίος τόπος.
«Οι πόλεις της λογοτεχνίας δεν συμπίπτουν με τις πόλεις της ιστορίας», γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου. «Ακόμη και όταν δεν είναι “αόρατες”, φανταστικές, ακόμη δηλαδή και όταν παραπέμπουν σε κάποιον υπαρκτό χώρο, οι λογοτεχνικές πόλεις δεν αποτελούν ακριβή αντίγραφα της πραγματικότητας• μπορεί να φαίνονται επαληθεύσιμες, αλλά δεν είναι παρά αληθοφανείς».
H μόνη ιστορικοφανής παρουσία της πόλης γίνεται όταν με κάποιες ιδιαιτερότητές της συμβάλλει στη δημιουργία της ατμόσφαιρας που επιλέγει ο αφηγητής για να υπηρετήσει το εξωπραγματικό όραμά του:
Και τράβηξε γιαλό-γιαλό το δρομάκο. Ήταν αυτός ένας δρομάκος τεφρός, σερπετός που φειδοσέρνονταν - δεντρογαλιά- μεσ' τη νύχτα. Ροχάλιζε ο Ευβοϊκός στο σκοτάδι. Βουου! ένας αέρας φυσούσε. Τότε - μονάχο βουβό σιωπηλό - σκέφτηκε ένα καράβι να πηγαίνει. Ένα καράβι που να 'χει γυάλινα πανιά και να λικνίζεται όξ' από τα όρια του κόσμου...
Φαντασία
Γιάννης Σκαρίμπας, Μαρία Βουμβάκη
Το τερραίν του παραδείσου ( 2006 )
Kι όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός
για ένα με γυάλινα πανιά πλοίο που πάει
όλο βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός :
όξ απ’ τον κύκλο των νερών στα χάη.
Έξω απ’ τον κύκλο των νερών - στα χάη....
Hδη, από αυτό το έργο αρχίζει να διαφαίνεται ότι η χρήση της Χαλκίδας διαπλέκεται με την αφηγηματική τεχνική του Σκαρίμπα.
H τεχνική αυτή εξελίσσεται στο επόμενο έργο, στο μυθιστόρημα «Το Σόλο του Φίγκαρω» (1939). Εδώ οι περιγραφές της πόλης εκτός του ότι μετουσιώνουν τη Χαλκίδα σε εσωτερικό τοπίο, όπως στον Μαριάμπα, κάποτε την ανάγουν σε ουτοπικό χώρο. H περιγραφή της Χαλκίδας, όπου υπάρχει, αυτοαναιρείται ή λειτουργεί πιο σύνθετα εφόσον αποβαίνει αφηγηματικό τέχνασμα.
Τ' άστρα είναι στον ουρανό και τα λουλούδια στη γη, κι η Χαλκίδα κάτ' απ' τον ουρανό κι από τ' άστρα. Πάνω της λοιπόν ταξιδεύουν τα σύγνεφα. Κι εγώ είμαι από κάτω. Πορπατώ και στοχάζουμαι πως όλ' αυτά και τα πλοία - γίνονται, όσο πάει, παραμύθια.
H Χαλκίδα του Σκαρίμπα ελάχιστη σχέση έχει με τη Χαλκίδα του γεωγραφικού χάρτη. Το μόνο που διασώζεται απ' αυτήν είναι ό,τι έχει καταθέσει στη συμβολιστική διάσταση της γραφής του Σκαρίμπα και μια ατμόσφαιρα καταλυτική για την ψυχική του ιδιοσυγκρασία. Είναι φυσικό: ο Σκαρίμπας δεν περιγράφει αλλά αφηγείται, ταξιδεύει όχι στο χώρο αλλά στο χρόνο. Ταξιδεύει στο λόγο:
Από τη γέφυρα του Εύριπου, άμα ρωτήσεις για τα μεγάλα πουλιά, οι άνθρωποι υψώνουν το χέρι τους και σου δείχνουν το Νότο. Από εκεί έρχονται οι θερινοί υδρατμοί κι οι ορίζοντες, κι εκεί εωρίζονται -άσπιλοι- οι πέτρινοι κρίνοι των βράχων.
Πλαστές ή αληθοφανείς οι αναφορές σε χώρους της πόλης ή στην ίδια την πόλη, πρέπει να θεωρηθούν ως σημεία. Αυτό που επωμίζεται ο αναγνώστης είναι να αποκωδικοποιήσει τη σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου και όχι λέξης και πράγματος.
Στο έργο του Σκαρίμπα επανέρχονται φράσεις που αποκαλύπτουν έναν εραστή της γραμμής των οριζόντων, του κρύφιου δρόμου που οδηγεί έξω από τα όρια του κόσμου ή έξω απ’ τον κύκλο των νερών - στα χάη. H Χαλκίδα με τις ιδιαιτερότητές της και με την ταυτότητα της επαρχιακής πόλης του μεσοπολέμου, πιστοποιεί την υπερβατική γραφή του συγγραφέα.
Τη Xαλκίδα την είδες...
Αναζητώντας τη συνδρομή του ποιητικού έργου του Σκαρίμπα, για να εντοπίσουμε συνάφειες ή αποκλίσεις με τα παραπάνω, διαπιστώνουμε ότι η Χαλκίδα κάνει την εμφάνισή της σε εννιά από τα ογδόντα πέντε θησαυρισμένα ποιήματά του: τέσσερις φορές στην πρώτη συλλογή «Ουλαλούμ» (1936), τέσσερις φορές στη δεύτερη συλλογή «Εαυτούληδες» (1950), μια φορά στη συλλογή «Βοϊδάγγελοι» (1968) και καμιά φορά στα 12 νέα ποιήματα που προστίθενται στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του «Απα- ντες στίχοι» (1936-1970) (1970).
Καιρός;
—; Έλλειψις θυέλλης
—; Θάλασσα παροιμιώδης
—; H Χαλκίδα - Σελήνη- θάναι καθιστή στην ουρά της σαν γάτα
Τ’ αφιγκρατά του Βραχοκάβουρα
Ο Πιερότος, αυτός ο πρίγκιπας της πλανόδιας ζωής, δεν αντλεί από την πραγματικότητα του χώρου - από τον οποίο προέρχεται, στον οποίο ποτέ δεν ανήκει και που ο ρόλος του είναι καταλυτικός- αλλά από την πραγματικότητα της φαντασίας του. H πόλη μένει ευάλωτη στην γκροτέσκα παρουσία του. Νάν’ σπασμένοι οι δρόμοι, να φυσάει ο νότος κι εγώ καταμονάχος και να λέω: τι πόλη! να μην ξέρω αν είμαι –μέσα στην ασβόλη– ένας λυπημένος πιερότος!
Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα, ω Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) και φέτος
ήμουν – στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν – είδα…
Το μοτίβο της απατηλής παρουσίας σηματοδοτεί την ύπαρξη της πόλης και στη συλλογή «Εαυτούληδες»: Γιαλό – Γιαλό να φεύγουμε και –άντε- Να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια Κι εκεί – λες κομφετί μέσ’ στο λεβάντε-
Από τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού (Κέρκυρα 1981) ********************************************************************
Να 'ναι σαν να 'μουν έτοιμος. Και να 'ναι Σαν να 'χω χάσει το εισιτήριο. Οι κάβοι Ν’ αφροκοπάν, κι οι αφροί να το κουνάνε Μεσ’ στους καπνούς του – όρνιο - ένα καράβι.
Κι εγώ να ψάχνουμαι εδώ χάμω. Και όλο - όλο …το … ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ να λέω συντρόφοι ωραίοι!… και να μην έρχεται μια βάρκα έως το μώλο να μην φαίνωνται πουθενά οι βαρκαρέοι…
Οι βαρκαρέοι!… Το εισιτήριο!.. Να τρέμει - ζαγάρι εντός μου - η Χαλκίδα και τα όρη. Κι εκεί να το 'χουν συνεπάρει οι ανέμοι Μετέωρο – μες τστις αχλές του - το βαπόρι…
Το εισιτήριο
Αποκαλυπτικό είναι το ποίημα ποιητικής «Στάδιον δόξης», όπου η Χαλκίδα παραπέμπει σε μιαν αναντιστοιχία, εφόσον υπάρχει μόνον μέσα από τη στρεβλή οπτική του ποιητικού εγώ: Οι ήρωες και οι στίχοι του ποιητή τον απομακρύνουν βίαια από τη Χαλκίδα:
... Βλέπεις μαιτρ — μου φωνάξανε— τη Χαλκίδα την είδες
όπου συ μες στα φάλτσα - σου μόνον, ήξερες ν' άρχεις; Να τα έργα σου, οι πόθοι σου — όλοι εμείς — φασουλήδες, να και συ θιασάρχης!...
Τι ντεκόρ ανισόρροπο που με μύτη γελοία μαιτρ μπεκρής το σκεδίαζε στο 'να πόδι να στέκει. ήταν κει, λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία, όρθιο η πόλη λελέκι...
Κι ως στα πάλκα η φάτσα μου γελαστή θα προβαίνει (αχ, κι η πρόγκα — τι δόξα-μου!.,. — σ' ουρανούς θα με σύρει) η Χαλκίδα εκεί πίσω-μου θα φαντάζει χτισμένη σαν από —τεμπεσίρι...
Στάδιον δόξης
H τελευταία αναφορά στην πόλη γίνεται στο ποίημα «Ο Πιερότος» που συνδιαλέγεται με το ποίημα «Χαλκίδα» της πρώτης συλλογής. Εδώ επανέρχεται η εικόνα της πόλης-κλόουν, η οποία λειτουργεί ως αντίστιξη στο μοτίβο του θανάτου της πρώτης αναφοράς:
Σκέφτομαι πως θάμα έτσι ως είσαι με καπέλο κλόουν,
ω Χαλκίδα - ως τότε -
να μου λες κλαμένη;
Πιερότε ζήσε, ζήσε - μην πεθαίνεις, Πιερότε...
Ο Πιερότος
Πολυσήμαντη, αντισυμβατική και σύνθετη η παρουσία της Χαλκίδας στο έργο του Σκαρίμπα, είτε ως αφηγηματικό τέχνασμα της γραφής του είτε ως αυτοπροσδιορισμός του ποιητικού προσωπείου, τροφοδοτεί ποικιλοτρόπως τη φυγή, τη μεγάλη ουτοπία του μεσοπολέμου.
Κατερίνα Κωστίου, O Σκαρίμπας της Χαλκίδας ή η Χαλκίδα του Σκαρίμπα;
Αφιέρωμα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, Kυριακή 6 Απριλίου 1997
Ο τάφος του Γιάννη Σκαρίμπα έξω από το τείχος της πόλης, στο κάστρο του Καράμπαμπα, αγναντεύει όλη την περιφέρεια της Χαλκίδας
Στα χέρια σου μια πόλη ανάλαφρα χορεύει..... Για τον Σκαρίμπα σύνθεση, στίχοι, ερμηνεία: Γιώργος Μακρής, Α΄Αγώνες ελληνικού τραγουδιού Κέρκυρας 1981 Στα χέρια σου μια πόλη ανάλαφρα χορεύει, σπασμένοι της οι δρόμοι μόνο η Χαλκίδα ξέρει. Στο ζαβό παλμό της την αφήνεις κι από πρίσμα ανάποδο της κλείνεις το μάτι σου. Αλλήθωρες τριγκλίζουν στα μάτια σου οι κυρίες εκείνες που μας κλέβουν με βαλς και με καντρίλιες. Πως τα νύχια τους μας λες τα μπήγουν και μαχαίρια δίκοπα πως κρύβουν στον κόρφο τους. Από χαρτί φιγούρες γκριμάτσες, προφεσόροι κι εσύ να επιμένεις στο ξύλινό τους πόδι. Σε ψηλά καπέλα πώς να κρύψουν φθισικά μυαλά που όλο θα βήχουν στα λόγια σου; Σαν την πιο μαύρη νύχτα μοιάζει ο μπερντές που πέφτει και κάποιος σκάει μύτη καμπούρης, μακρυχέρης σκύβει και στ’ αυτί κάτι σου λέει. Αφουγκράζομαι. Κανείς δεν βλέπει το δάκρυ σου.
Kwaidan, Ghost Stories and Strange Tales of Old Japan, Lafcadio Hearn,
Fujita Yasumasa [Illustrator]
«Θα γυρίσω μόλις μπει το φθινόπωρο»
«Θα γυρίσω μόλις μπει το φθινόπωρο», είπε ο Ακανά Σογιέμον πριν από μερικές εκατοντάδες χρόνια, όταν αποχαιρετούσε τον εξ υιοθεσίας αδερφό του, τον νεαρό Χασεμπέ Σαμόν. Ήταν Άνοιξη και τόπος ήταν το χωριό Κάτο της επαρχίας Χαρίμα. Ο Ακανά ήταν ένας σαμουράι από το Ιζούμο και ήθελε να επισκεφθεί τον τόπο που γεννήθηκε.
Ο Χασεμπέ είπε:
«Το Ιζούμο σου, η χώρα των Οκτώ Νεφών που Υψώνονται είναι πολύ μακριά. Γι’ αυτό ίσως σου είναι δύσκολο να πεις ποια ακριβώς μέρα θα επιστρέφεις. Όμως, αν γνωρίζαμε την ακριβή ημέρα, θα νιώθαμε μεγαλύτερη χαρά. Θα μπορούσαμε να προετοιμάσουμε μια γιορτή καλωσορίσματος και θα κοιτούσαμε από την αυλόπορτα περιμένοντας την επιστροφή σου».
«Όσο γι’ αυτό», απάντησε ο Ακανά, «είμαι τόσο συνηθισμένος στα ταξίδια, ώστε μπορώ να πω από τα πριν πόσος χρόνος μου χρειάζεται για να φτάσω σε κάποιο μέρος. Και μπορώ να υποσχεθώ με σιγουριά ότι θα βρίσκομαι εδώ μια συγκεκριμένη ημέρα. Ας πούμε την ημέρα της γιορτής Τσογιό.»
«Είναι την ένατη μέρα του ένατου μήνα», είπε ο Χασεμπέ. «Τότε τα χρυσάνθεμα θα έχουν ανθίσει και θα πάμε μαζί να τα δούμε. Τι ευχάριστο! Λοιπόν, υπόσχεσαι ότι θα γυρίσεις την ένατη μέρα του ένατου μήνα;»
«Την ένατη μέρα του ένατου μήνα», επανέλαβε ο Ακανά αποχαιρετώντας χαμογελαστός. Και με μεγάλα βήματα έφυγε από το χωριό Κάτο της επαρχίας Χαρίμα. Ο Χασεμπέ και η μητέρα του Χασεμπέ τον παρακολουθούσαν με δάκρια στα μάτια.
«Ούτε ο ήλιος ούτε το φεγγάρι» λέει μια παλιά ιαπωνική παροιμία «σταματούν ποτέ το ταξίδι τους». Οι μήνες πέρασαν γρήγορα και ήρθε το φθινόπωρο -η εποχή των χρυσανθέμων. Νωρίς το πρωί της ένατης μέρας του ένατου μήνα ο Χασεμπέ ετοιμάστηκε να υποδεχτεί τον υιοθετημένο αδερφό του. Ετοίμασε ένα γιορτινό τραπέζι, αγόρασε κρασί, στόλισε το δωμάτιο υποδοχής και γέμισε τα ανθοδοχεία με χρυσάνθεμα.
Kwaidan, Ghost Stories and Strange Tales of Old Japan,
Lafcadio Hearn, Fujita, Yasumasa [Illustrator]
......δεν μπορεί να μην τηρήσει την υπόσχεσή του....
Tότε η μητέρα του που τον παρατηρούσε είπε:
«Η επαρχία του Ιζούμο, γιε μου, απέχει πάνω από εκατό ρι από δω και το ταξίδι μέσα από τα βουνά είναι δύσκολο και κουραστικό και δεν μπορείς είσαι σίγουρος ότι ο Ακανά θα καταφέρει να επιστρέψει σήμερα. Δεν θα ήταν καλύτερα να περιμένεις την επιστροφή του προτού κάνεις όλες αυτές τις ετοιμασίες;»
«Όχι, μητέρα!» απάντησε ο Χασεμπέ. «Ο Ακανά υποσχέθηκε ότι θα βρίσκεται εδώ σήμερα, δεν μπορεί να μην τηρήσει την υπόσχεσή του. Και αν μας έβλεπε να κάνουμε τις ετοιμασίες μετά την άφιξή του, θα καταλάβαινε ότι δεν πιστέψαμε στα λόγια του και αυτό θα ήταν ντροπή».
Η μέρα ήταν όμορφη, ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος και ο αέρας ήταν τόσο καθαρός, που ο κόσμος έμοιαζε χιλιάδες μίλια πιο πλατύς από το συνηθισμένο. Το πρωί πολλοί ταξιδιώτες πέρασαν από το χωριό, ανάμεσά τους και σαμουράι, και ο Χασεμπέ καθώς κοιτούσε τον καθένα που ερχόταν, πολλές φορές νόμισε ότι είδε τον Ακανά να φτάνει. Αλλά οι καμπάνες του ναού σήμαναν μεσημέρι και ο Ακανά δεν φάνηκε. Και όλο το απόγευμα ο Χασεμπέ κοιτούσε και περίμενε, αλλά μάταια. Ο ήλιος έγειρε και ακόμα κανένα σημάδι από τον Ακανά. Ωστόσο ο Χασεμπέ έμεινε στην αυλόπορτα αγναντεύοντας τον δρόμο. Αργότερα η μητέρα του πήγε κοντά του και είπε:
«Η γνώμη του ανθρώπου, γιε μου, όπως λέει μια παροιμία μας, αλλάζει τόσο γρήγορα όσο ο φθινοπωριάτικος ουρανός. Αλλά τα χρυσάνθεμά σου θα κρατήσουν και αύριο. Καλύτερα τώρα να πας να πλαγιάσεις και το πρωί μπορείς να περιμένεις και πάλι τον Ακανά. αν το επιθυμείς».
«Καλή ανάπαυση, μητέρα», απάντησε ο Χασεμπέ, «αλλά εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι θα έρθει».
Η μητέρα του πήγε στο δωμάτιό της και ο Χασεμπέ έμεινε στην αυλόπορτα.
Η νύχτα ήταν καθαρή, όπως ήταν και η μέρα. Ο ουρανός έσφυζε από αστέρια και το λευκό Ουράνιο Ποτάμι τρεμοφέγγιζε με ασυνήθιστη λαμπρότητα. Το χωριό κοιμόταν. Η ησυχία έσπαζε από τον ήχο του ρυακιού και από το μακρινό γάβγισμα των σκυλιών του χωριού. Ο Χασεμπέ περίμενε ακόμα. Περίμενε μέχρι που είδε το φεγγάρι να χάνεται πίσω από τους γειτονικούς λόφους. Τότε πια άρχισε να αμφιβάλλει και να φοβάται. Εκεί που ήταν έτοιμος να μπει στο σπίτι, πήρε το μάτι του από μακριά έναν ψηλό άντρα να πλησιάζει ανάλαφρα και γοργά και αμέσως αναγνώρισε τον Ακανά.
Kwaidan, Ghost Stories and Strange Tales of Old Japan,
Lafcadio Hearn, Fujita, Yasumasa [Illustrator]
«Ω!». φώναξε ο Χασεμπέ τρέχοντας να τον προϋπαντήσει. «Σε περίμενα από το πρωί μέχρι τώρα!Ώστε πραγματικά κράτησες την υπόσχεσή σου! Αλλά θα πρέπει να είσαι κουρασμένος, φτωχέ μου αδερφέ! Πάμε μέσα. Όλα είναι έτοιμα και σε περιμένουν».
Οδήγησε τον Ακανά στην τιμητική θέση στο δωμάτιο υποδοχής κι έτρεξε να δυναμώσει τα φώτα που σιγόκαιγαν.
«Η μητέρα», συνέχισε ο Χασεμπέ, «ήταν λίγο κουρασμένη απόψε και πήγε νωρίς για ύπνο, αλλά θα πάω να την ξυπνήσω».
Ο Ακανά κούνησε το κεφάλι του κι έκανε μία κίνηση αποδοκιμασίας.
«Όπως θέλεις, αδερφέ μου», είπε ο Χασεμπέ κι έβάλε ζεστό φαγητό και κρασί μπροστά στον ταξιδιώτη.
Ο Ακανά δεν άγγιξε ούτε το φαγητό ούτε το κρασί.
Ghost, Kawanabe Kyosai (1870)
«Η ψυχή του ανθρώπου μπορεί να ταξιδέψει εκατό ρι μέσα σε μια μέρα».
Έμεινε ακίνητος και σιωπηλός για λίγο. Ύστερα είπε ψιθυριστά σαν να φοβόταν μήπως ξυπνήσει τη μητέρα:
«Τώρα πρέπει να σου πω τι συνέβη κι έφτασα τόσο αργά. Όταν επέστρεψα στο Ιζούμο ανακάλυψα ότι οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει την καλοσύνη του προηγούμενου κυβερνήτη, του αγαθού άρχοντα Ένυα. και αποζητουσαν την εύνοια του σφετεριστή Τσουνέχισα, ο οποίος είχε ιδιοποιηθεί το κάστρο Τόντα.
Είχα υποχρέωση να επισκεφθώ τον εξάδελφό μου Ακανά Τάντζι, παρ’ όλο που είχε μπει στην υπηρεσία του Τσουνέχισα και ζούσε σαν υποτακτικός μέσα στο κάστρο. Επέμεινε να παρουσιαστώ μπροστά στον Τσουνέχισα. Υποχώρησα, κυρίως γιατί ήθελα να παρατηρήσω τον χαρακτήρα του νέου κυβερνήτη, τον οποίο δεν είχα γνωρίσει ποτέ. Είναι επιδέξιος και πολύ θαρραλέος πολεμιστής, αλλά είναι πανούργος και σκληρός. Θεώρησα απαραίτητο να του γνωρίσω ότι δεν θα έμπαινα ποτέ στην υπηρεσία του.
Όταν αποσύρθηκα, διέταξε τον εξάδελφό μου να με κρατήσει υπό περιορισμό μέσα στο σπίτι. Διαμαρτυρήθηκα λέγοντας ότι είχα υποσχεθεί να βρίσκομαι στο Χαρίμα την ένατη μέρα του ένατου μήνα, αλλά δεν μου έδωσαν άδεια να φύγω. Σκέφτηκα να δραπετεύσω νύχτα από το κάστρο, αλλά με παρακολουθούσαν διαρκώς και μέχρι σήμερα δεν μπόρεσα να βρω κανέναν τρόπο για να τηρήσω την υπόσχεσή μου».
Kwaidan, Ghost Stories and Strange Tales of Old Japan,
Lafcadio Hearn, Fujita, Yasumasa [Illustrator]
«Μέχρι σήμερα!», αναφώνησε ο Χασεμπέ σαστισμένος. «Το κάστρο είναι πάνω από εκατό ρι μακριά από δω!».
«Ναι», απάντησε ο Ακανά, «και κανένας θνητός δεν μπορεί να διανύσει με τα πόδια εκατό ρι σε μία μέρα. Αλλά ένιωσα πως αν δεν κρατούσα την υπόσχεσή μου, δεν θα είχες καλή γνώμη για μένα και θυμήθηκα την αρχαία παροιμία Τάμα γιόκου ιτσί νιτσί νι σεν ρι ουό γιούκου «Η ψυχή του ανθρώπου μπορεί να ταξιδέψει εκατό ρι μέσα σε μια μέρα». Ευτυχώς, μου είχαν επιτρέψει να κρατήσω το σπαθί μου. Μόνον έτσι μπορούσα να έρθω σ’ εσένα... Να είσαι καλός με τη μητέρα μας».
Και λέγοντας αυτά τα λόγια σηκώθηκε και χάθηκε την ίδια στιγμή. Τότε ο Χασεμπέ κατάλαβε ότι ο Ακανά είχε αφαιρέσει τη ζωή του για να τηρήσει την υπόσχεσή του.
Kwaidan, Ghost Stories and Strange Tales of Old Japan,
Lafcadio Hearn, Fujita, Yasumasa [Illustrator]
Μόλις χάραξε, ο Χασεμπέ Σαμόν ξεκίνησε για το κάστρο Τόντα της επαρχίας Ιζούμο. Φτάνοντας στο Ματσούε έμαθε ότι τη νύχτα της ένατης μέρας του ένατου μήνα ο Ακανά Σογιέμον έκανε χαρακίρι στον οίκο του Ακανά Τάντζι, υπήκοου του κάστρου.
Τότε ο Χασεμπέ πήγε στον οίκο του Ακανά Τάντζι, τον κατηγόρησε για την προδοσία του, τον έσφαξε μπροστά στην οικογένειά του και διέφυγε χωρίς να πάθει τίποτα. Όταν ο άρχοντας Τσουνέχισα έμαθε την ιστορία, διέταξε τους ανθρώπους του να μην καταδιώξουν τον Χασεμπέ. Γιατί παρ’ όλο που ο άρχοντας Τσουνέχισα ήταν ένας άνθρωπος σκληρός και χωρίς ηθικούς φραγμούς, ήξερε να σέβεται την ειλικρίνεια των άλλων και δεν μπόρεσε παρά να θαυμάσει τη φιλία και το θάρρος του Χασεμπέ Σαμόν.
Kwaidan, Ghost Stories and Strange Tales of Old Japan
Lafcadio Hearn, Fujita, Yasumasa [Illustrator]
Λευκάδιος Χερν, Μια υπόσχεση που τηρήθηκε,
Ιαπωνικό μωσαϊκό, μετάφραση- επιμέλεια Τέτη Σώλου
Ταμείο Παγκόσμιας Κυθηραϊκής κληρονομιάς
Σημειώσεις
Ένα ρι ισούται με δυόμισι αγγλικά μίλια ( τέσσερα χιλιόμετρα περίπου)
Η ιστορία αυτή περιέχεται στο «Ουγκέτσου Μονογκατάρι» (Ιστορίες του Φεγγαρόφωτου και της Βροχής). Γράφτηκε από τον Ακινάρι Ουγιέντα, ο οποίος πέθανε τον έκτο χρόνο του Μπουνκουά, δηλαδή το 1810.
Η επαρχία του Ιζούμο χαρακτηρίζεται ως η Γη των Αρχαίων θεών. Όταν ο Χερν πήρε την ιαπωνική υπηκοότητα, διάλεξε για προσωπικό του όνομα την ονομασία της επαρχίας του Ιζούμο, Γιακούμο, που σημαίνει «τα οκτώ σύννεφα που υψώνονται» ή «το μέρος απ’ όπου έρχονται τα σύννεφα».
Σύμφωνα με το ιαπωνικό σεληνιακό ημερολόγιο ο ένατος μήνας λέγεται Ναγκατσούκι, δηλαδή «μεγάλος μήνας» και αντιστοιχεί στον Οκτώβριο.
Ο Λευκάδιος Χερν σε ηλικία 39 ετών, όταν εγκαταστάθηκε στην Ιαπωνία
Λευκάδιος Χερν, «ένας συγγραφέας που γνωρίζει ρίζες αλλά όχι σύνορα»
Ο Λευκάδιος Χερν (Patricio Lafcadio Tessima Carlos Hearn ή Koizumi Yakumo) γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 27 Ιουνίου του 1850.
O Λευκάδιος Χερν δεν θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της Ιαπωνίας και κορυφαίος ερμηνευτής της στη Δύση μόνο χάρη στις αλλόκοτες ιστορίες που μετέγραψε. Είναι ένας ποιητής που αγωνιουσε για ομορφιά και ζωγράφιζε με τις λέξεις, όπως ο ζωγράφος με τα χρώματαˑ ένα ελεύθερο πνεύμα, ένας σύγχρονος Οδυσσέας κι ένας οικουμενικός συγγραφέας.
Η πολυπολιτισμικότητα που τον χαρακτηρίζει ξεκινούσε από την ίδια του την οικογένεια -
γεννήθηκε στη Λευκάδα από μητέρα Ελληνίδα και πατέρα Ιρλανδό – και σε ηλικία δύο χρόνων αφήνει την Ελλάδα, όπου δεν θα επιστρέψει πια, και κάνει το πρώτο μακρινό του ταξίδι στην Ιρλανδία. Αργότερα, θ’ ακολουθήσουν και άλλα. Γαλλία, Αγγλία, Αμερική, Καραϊβική, Νέα Ορλεάνη, Δυτικές Ινδίες, Νέα Υόρκη, Ιαπωνία. Ο Χερν θα φεύγει χωρίς να επιστρέφει και πάντα θα κουβαλάει, θα συναντάει και θ’ αντιμετωπίζει τα φαντάσματα που στοίχειωσαν την παιδική του ηλικία.
Το ανοιχτό μυαλό του, που «γνωρίζει ρίζες αλλά όχι σύνορα», δεν περιορίστηκε σε μία συγκεκριμένη εθνική ταυτότητα. Ωστόσο από τα δύο βαπτιστικά του εγκαταλείπει το ιρλανδικό όνομα Πατρίκιος, σημάδι ότι ο πικρός ιρλανδικός κύκλος έχει κλείσει. Είναι είκοσι χρόνων και με εφόδιο τη μεγάλη μόρφωση, την ελληνική παιδεία και το ανοιχτό μυαλό του γίνεται πολίτης του κόσμου. Είναι πλέον ο Λευκάδιος Χερν! Με το όνομά του δηλώνει την ελληνική καταγωγή του και την αγάπη του στο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα. Στη μακρινή Ιαπωνία βρίσκει κοινά σημεία ανάμεσα στους δύο πανάρχαιους πολιτισμούς.
Ο Λευκάδιος Χερν έχει τη σπάνια ικανότητα να παρατηρεί εισχωρώντας στον πολιτισμό και στον τρόπο ζωής των τόπων απ’ όπου πέρασε κι έζησε και ν’ αντιλαμβάνεται τη διαφορετικότητα με ιδιαίτερη ευαισθησία, χωρίς να έχει προκαταλήψεις και χωρίς να κάνει διακρίσεις.
Ο Γιάκουμο Κοϊζούμι (Λευκάδιος Χερν) με τη δεύτερη σύζυγό του, Σέτσου Κοϊζούμι.
Στην Ιαπωνία ο Χερν αλλάζει το όνομά του, όταν υιοθετείται από την οικογένεια της συζύγου του και παίρνει το όνομα Γιακουμο Κοϊζούμι, με το οποίο έγινε πολύ γνωστός, σεβαστός και αγαπητός στην Ιαπωνία. Ο λόγος που υπαγόρευσε αυτή την αλλαγή ήταν η αγάπη για την οικογένειά του. Ήταν ανάγκη να τακτοποιήσει τα νομικά ζητήματα σχετικά με τον γάμο και την περιουσία του.
«Έτσι, όταν πεθάνω. ο πρόξενος δεν θα μπορεί ν' αγγίξει αυτά που ανήκουν στους δικούς μου ανθρώπους. Τα υπόλοιπα είναι σιωπή».
Ο Γιακούμο Κοϊζούμι είναι σύζυγος και πατέρας. «Κανείς δεν ξέρει τι είναι ζωή μέχρι να αποκτήσει παιδί και να το αγαπήσει. Τότε όλο το σύμπαν αλλάζει και τίποτα δεν είναι πια όπως πριν».
Σχεδόν ταυτόχρονα με το καινούργιο όνομά του αρχίζει η πιο πιο λαμπρή και γόνιμη συγγραφική του περίοδος που σταματάει δέκα χρόνια αργότερα, με το θάνατό του.
Ο Λευκάδιος Χερν δεν γνώρισε παρακμή. Στα 54 χρόνια του «χωρίς κανέναν πόνο και μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη έπαψε να είναι άνθρωπος αυτού του κόσμου». [Πεθαίνει στις 26 Σεπτεμβρίου του 1904 από ανακοπή καρδιάς]
χρειάζεται αυτί για ν’ ακούσουμε τα ποιήματα..... ....χρειάζεται αυτί για ν’ ακούσουμε τα ποιήματα· τα άλλα είναι χριστουγεννιάτικες κουβέντες σαν αυτές που κάνω τώρα».
(Γ. Σεφέρης, Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη «Δοκιμές» II σελ. 53-54)
Υπάρχει μια μουσική παύση στο τέλος της «Κίχλης» που μετράει όσο μια ζωή. Είναι το ποιητικό ανάλογο του θανάτου — παύση - «μετάβαση» εις άλλο γένος. Το νόημα δεν δίνεται με λέξεις - παρά με κενό και αλλαγή ρυθμού.
Τα ανοιχτά παράθυρα και ο φοβερός χείμαρρος του φωτός
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε…
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη·
στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα·
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης·
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως·
και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού
να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά
και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά
και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.
Πόρος, «Γαλήνη», 31 του Οχτώβρη 1946
Γιώργος Σεφέρη, Το ναυάγιο της Κίχλης, Ποιήματα, Ίκαρος
Η ψυχρή ανάσα του θανάτου στο σβέρκο
Το «φινάλε» της «Κίχλης» μετά την πρώτη τομή. Από κει αρχίζει το τρέξιμο, το κυνηγητό.
Το κυνηγητό δε «λέγεται» - χορεύεται. Όλο το κομμάτι είναι χτισμένο «τρέχοντας» με ρυθμούς αντιστικτικούς. Η ζωή, το σπίτι με τα ανοιχτά παράθυρα και να μην προλαβαίνεις να δεις. Να στέκεσαι λαχανιασμένος στη μέση, αλαφιασμένος γιατί θα φύγουν ! (Υπέροχη ελληνική ανθρωποκεντρική σκέψη - εσύ βέβαια θα φύγεις, όχι αυτά. Αλλά ο κόσμος είναι όσο τον βλέπεις!).
Όλος ο ελληνικός πεσιμισμός - το μήνυμα του Σειληνού (α υμίν άριον μη γνώναι) εμπεριέχονται σ’ αυτούς τούς στίχους. Ο κόσμος είναι Καλός — αλλά λίγος. Εμείς, «εφήμερον σπέρμα». Ο χρόνος τιμωρός. Πεσιμισμός όχι από άρνηση της ζωής - αλλά από κατάφαση. Από έρωτα για το φως.
Τι κάνει ο άνθρωπος που ενώθηκε με το φως, που γνώρισε την κατάσταση αυτή «που άλλοι την ονομάζουν επιστροφή σ' ένα χαμένο παράδεισο και άλλοι ένωση με το θεό»;
Τι κάνει αυτός ο άνθρωπος; Προσπαθεί να εξαντλήσει το φως, να το γευθεί ως την τελευταία αχτίδα. «Τρέχοντας» είναι η λέξη - έναυσμα, που δίνει την πρώτη κίνηση.
«Δεν ξέροντας» είναι η λέξη-κλειδί πού δείχνει την αμηχανία και την ανεπάρκεια, την άσβεστη βουλιμία του ανθρώπου. Παράξενα χτυπάει, σαν ξένη αρμονική, αυτή η λεκτική δυσαρμονία: «δεν ξέροντας». Η σωστή - φάλτσα νότα στην καίρια θέση.
Édouard Boubat, Sans titre, 1972.
....από το αγγελικό στο μαύρο....
Η κρίσιμη τομή, η μεγάλη μουσική στιγμή του Σεφέρη είναι η δεύτερη.
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.
Τους στίχους αυτούς τους χωρίζει η απόσταση ζωής και μη - ζωής. Είναι αδύνατο (κι αν το θελήσεις) να τους διαβάσεις στον ίδιο τόνο — δεν βγαίνει νόημα. Αναγκαστικά θα γυρίσει η φωνή. Δοκιμάστε: μετά το «τρέχοντας» σπεύδει ο ρυθμός, επιταχύνεται η αναπνοή, ανεβαίνει συνέχεια η ένταση - και ξαφνικά κενό.
Πριν από το παρομοιαστικό "πως" μια άβυσσος. Παύση και αλλαγή βηματισμού. Η φωνή μένει ψηλά, αναποφάσιστη στην άκρη του προτελευταίου στίχου — ο στίχος αυτός δεν τελειώνει, ποτέ. Κρέμεται στον αέρα, διακόπτεται (όπως ο θάνατος διακόπτει μια ζωή). Το «πως σταματούν ξαφνικά» το σκέπτεται άλλος (από άλλο χώρο). Είναι η «αντικειμενική» διαπίστωση του τέλους.
Αν ακούσει κανείς την απαγγελία του Σεφέρη με τη φωνή του σαν βαθύ βιολοντσέλο, θα καταλάβει ακόμα καλύτερα την εσωτερική κίνηση. Παρ’ όλο που το μουσικό όργανο του ποιητή δεν έχει την ιδανική ευκαμψία, τον πλούτο και την άρθρωση της γυμνασμένης φωνής του ηθοποιού - νιώθει κανείς κυρίαρχη τη μουσική πρόθεση .
Το φινάλε της «Κίχλης»; Η ζωή (στην πιο εντατική, εκτατική της έκσταση) και ο θάνατος. Η μέθη και το κενό, η μετάβαση από το αγγελικό στο μαύρο. Όλα αυτά υλοποιούνται σε μία μουσική στιγμή. Μία παύση, μία αλλαγή ρυθμού, μία άρση.
Όπως αδειάζουν «τα μάτια από το φως της μέρας», έτσι ορμά το σκοτάδι από τη ρωγμή των στίχων. Το ποίημα του φωτός κλείνει με σκότος, αλλά η κάθαρση έχει επιτευχθεί και ο χορευτής (νοητικός) των στίχων έχει κερδίσει.
Ο ποιητής ως σκηνοθέτης- χορογράφος- μουσουργός
«Ο ποιητής ως χορογράφος». Χορογράφος των κινήσεων της ψυχής — των συν-κινήσεων. Όμως δεν είναι μόνο χορογράφος αλλά και μουσουργός.Η μουσική του υπαγορεύει τη συναισθηματική κίνηση. Ξέρει να μεταφράζει το αίσθημα σε τομές χρόνου. Κάνει αισθητή την εσωτερική αρμονία (ή δυσαρμονία) με ήχους και ρυθμούς λέξεων — όπως ο χορευτής κάνει ορατή τη μουσική με κινήσεις.
Η «Κίχλη» - αν και εσωστρεφής - θα μπορούσε να είναι όχι μόνο σενάριο, όχι μόνο «σκηνοθεσία» αλλά και χορογραφία. Να αποδοθεί χορευτικά.
Ακούγοντας τη φωνή του ποιητή, φαντάζομαι, βλέπω, τον χορευτή που αλαφιασμένος πετάγεται όλο και πιο γρήγορα από παράθυρο σε παράθυρο (σκηνικό: ψηλοτάβανη αίθουσα σε μεγάλο νεοκλασικό αρχοντικό, στον Πόρο).
Τον βλέπω να τεντώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, προσπαθώντας να προλάβει όλες τις όψεις, όλες τις στιγμές· κινείται γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα ώσπου σπάει, καταρρέει, λιώνει (σαν τον «Νιζίνσκι» την ώρα που «σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια».
Το ποίημα του ήχου τελειώνει με μία ομοίωση σιωπής.
Auguste Rodin, Nijinsky, The Metropolitan Museum of Art
Νίκος Δήμου, ... δεν ξέροντας, η λέξη, Γιώργος Σεφέρης, αφιέρωμα,