....χρειάζεται αυτί για ν’ ακούσουμε τα ποιήματα· τα άλλα είναι χριστουγεννιάτικες κουβέντες σαν αυτές που κάνω τώρα».
(Γ. Σεφέρης, Μια σκηνοθεσία για την Κίχλη «Δοκιμές» II σελ. 53-54)
Τα ανοιχτά παράθυρα και ο φοβερός χείμαρρος του φωτός
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε…
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη·
στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα·
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης·
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως·
και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού
να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά
και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά
και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.
Πόρος, «Γαλήνη», 31 του Οχτώβρη 1946
Η ψυχρή ανάσα του θανάτου στο σβέρκο
Το «φινάλε» της «Κίχλης» μετά την πρώτη τομή. Από κει αρχίζει το τρέξιμο, το κυνηγητό.
Το κυνηγητό δε «λέγεται» - χορεύεται. Όλο το κομμάτι είναι χτισμένο «τρέχοντας» με ρυθμούς αντιστικτικούς. Η ζωή, το σπίτι με τα ανοιχτά παράθυρα και να μην προλαβαίνεις να δεις. Να στέκεσαι λαχανιασμένος στη μέση, αλαφιασμένος γιατί θα φύγουν ! (Υπέροχη ελληνική ανθρωποκεντρική σκέψη - εσύ βέβαια θα φύγεις, όχι αυτά. Αλλά ο κόσμος είναι όσο τον βλέπεις!).
Όλος ο ελληνικός πεσιμισμός - το μήνυμα του Σειληνού (α υμίν άριον μη γνώναι) εμπεριέχονται σ’ αυτούς τούς στίχους. Ο κόσμος είναι Καλός — αλλά λίγος. Εμείς, «εφήμερον σπέρμα». Ο χρόνος τιμωρός. Πεσιμισμός όχι από άρνηση της ζωής - αλλά από κατάφαση. Από έρωτα για το φως.
Τι κάνει ο άνθρωπος που ενώθηκε με το φως, που γνώρισε την κατάσταση αυτή «που άλλοι την ονομάζουν επιστροφή σ' ένα χαμένο παράδεισο και άλλοι ένωση με το θεό»;
Τι κάνει αυτός ο άνθρωπος; Προσπαθεί να εξαντλήσει το φως, να το γευθεί ως την τελευταία αχτίδα. «Τρέχοντας» είναι η λέξη - έναυσμα, που δίνει την πρώτη κίνηση.
«Δεν ξέροντας» είναι η λέξη-κλειδί πού δείχνει την αμηχανία και την ανεπάρκεια, την άσβεστη βουλιμία του ανθρώπου. Παράξενα χτυπάει, σαν ξένη αρμονική, αυτή η λεκτική δυσαρμονία: «δεν ξέροντας». Η σωστή - φάλτσα νότα στην καίρια θέση.
Édouard Boubat, Sans titre, 1972.
....από το αγγελικό στο μαύρο....
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.
Τους στίχους αυτούς τους χωρίζει η απόσταση ζωής και μη - ζωής. Είναι αδύνατο (κι αν το θελήσεις) να τους διαβάσεις στον ίδιο τόνο — δεν βγαίνει νόημα. Αναγκαστικά θα γυρίσει η φωνή. Δοκιμάστε: μετά το «τρέχοντας» σπεύδει ο ρυθμός, επιταχύνεται η αναπνοή, ανεβαίνει συνέχεια η ένταση - και ξαφνικά κενό.
Πριν από το παρομοιαστικό "πως" μια άβυσσος. Παύση και αλλαγή βηματισμού. Η φωνή μένει ψηλά, αναποφάσιστη στην άκρη του προτελευταίου στίχου — ο στίχος αυτός δεν τελειώνει, ποτέ. Κρέμεται στον αέρα, διακόπτεται (όπως ο θάνατος διακόπτει μια ζωή). Το «πως σταματούν ξαφνικά» το σκέπτεται άλλος (από άλλο χώρο). Είναι η «αντικειμενική» διαπίστωση του τέλους.
Αν ακούσει κανείς την απαγγελία του Σεφέρη με τη φωνή του σαν βαθύ βιολοντσέλο, θα καταλάβει ακόμα καλύτερα την εσωτερική κίνηση. Παρ’ όλο που το μουσικό όργανο του ποιητή δεν έχει την ιδανική ευκαμψία, τον πλούτο και την άρθρωση της γυμνασμένης φωνής του ηθοποιού - νιώθει κανείς κυρίαρχη τη μουσική πρόθεση .
Το φινάλε της «Κίχλης»; Η ζωή (στην πιο εντατική, εκτατική της έκσταση) και ο θάνατος. Η μέθη και το κενό, η μετάβαση από το αγγελικό στο μαύρο. Όλα αυτά υλοποιούνται σε μία μουσική στιγμή. Μία παύση, μία αλλαγή ρυθμού, μία άρση.
Όπως αδειάζουν «τα μάτια από το φως της μέρας», έτσι ορμά το σκοτάδι από τη ρωγμή των στίχων. Το ποίημα του φωτός κλείνει με σκότος, αλλά η κάθαρση έχει επιτευχθεί και ο χορευτής (νοητικός) των στίχων έχει κερδίσει.
Ο ποιητής ως σκηνοθέτης- χορογράφος- μουσουργός
«Ο ποιητής ως χορογράφος». Χορογράφος των κινήσεων της ψυχής — των συν-κινήσεων. Όμως δεν είναι μόνο χορογράφος αλλά και μουσουργός.Η μουσική του υπαγορεύει τη συναισθηματική κίνηση. Ξέρει να μεταφράζει το αίσθημα σε τομές χρόνου. Κάνει αισθητή την εσωτερική αρμονία (ή δυσαρμονία) με ήχους και ρυθμούς λέξεων — όπως ο χορευτής κάνει ορατή τη μουσική με κινήσεις.
Η «Κίχλη» - αν και εσωστρεφής - θα μπορούσε να είναι όχι μόνο σενάριο, όχι μόνο «σκηνοθεσία» αλλά και χορογραφία. Να αποδοθεί χορευτικά.
Ακούγοντας τη φωνή του ποιητή, φαντάζομαι, βλέπω, τον χορευτή που αλαφιασμένος πετάγεται όλο και πιο γρήγορα από παράθυρο σε παράθυρο (σκηνικό: ψηλοτάβανη αίθουσα σε μεγάλο νεοκλασικό αρχοντικό, στον Πόρο).
Τον βλέπω να τεντώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, προσπαθώντας να προλάβει όλες τις όψεις, όλες τις στιγμές· κινείται γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα ώσπου σπάει, καταρρέει, λιώνει (σαν τον «Νιζίνσκι» την ώρα που «σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια».
Νίκος Δήμου, ... δεν ξέροντας, η λέξη, Γιώργος Σεφέρης, αφιέρωμα,
τεύχος 53, μάρτης – απρίλης ’86
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου