Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

«Το Γυρί, στα όρια της πολιτείας— ή στα όρια του κόσμου», Κοσμάς Πολίτης



Οι πόλεις ζούνε πιο πολύ απ’ τους ανθρώπους τους...

Ανάγκη επιστροφής στον γενέθλιο τόπο, προσπάθεια να ψηλαφίσεις το απότυπωμά σου, να συλλαβίσεις την ιστορία σου μέσα από το λόγο και τις εικόνες, τώρα που οι απουσίες πληθαίνουν κι αραιώνουν οι παρουσίες. 

Ένα καλοκαίρι στο Γυρί, μια γειτονιά, «στα όρια της πολιτείας ή στα όρια του κόσμου», εκεί που οι άνθρωποι, τότε και πάντα, «αγαπούμε, υποφέρουμε, αγωνιζόμαστε».

Η οδός Ιεροθέου Αρχιεπισκόπου, άδηλη, φαρδιά και σκονισμένη, με τα κυπαρίσσια , τις μουριές και το χώμα πατημένο από βαριά ποδάρια εργατικά, αναγκεμένα.

Το Παναχαϊκό, το Κάστρο, οι εξοχές της Άνθειας και του Γηροκομειού, η Βαράσοβα να καθρεφτίζεται στο κρύσταλλο της θάλασσας.

Η Αγία Τριάδα, η Αγιά- Βαρβάρα, που κάνει θάματα, ο Παντοκράτορας κι οι σκαλωσιές σαν δεκανίκια γύρω στον τρούλο τ’  Άγιου Αντρέα.

Το Ορφανοτροφείο και τα παιδιά με τα ξυρισμένα τα κεφάλια να τριγυρνάνε απασχολημένα στο περιβόλι και τ’ άλλα παιδιά, κυλισμένα στη σκόνη, άλλοτε να κοιτάνε ψηλά και να δίνουν βιτσιές του αέρα με μακριά καλάμια κυνηγώντας νυχτερίδες κι άλλοτε να ξαμολιούνται στο Κάστρο για εξερευνήσεις και στη θάλασσα για ψάρεμα.

Τα Ψηλαλώνια με την εξέδρα μουσικής, η πλατεία Βουδ, το «Λυρικόν» και τα κορίτσια του μπαλέτου, ο μπερντές του Καραγκιόζη, η ποδοσφαιρική ομάδα του «Παναχαϊκού Συλλόγου», ριγωτές φανέλες και κόκκινα πανταλονάκια.

Ο Φάρος με το καφενείο καταμεσής της θάλασσας, τα εξοχικά μαγαζάκια - μισομπακάλικα, μισοταβέρνες, μισοκαφενεδάκια - με τις κουτσές καρέκλες και τα λιγδερά τραπέζια να μιλάνε στην καρδιά.

• Τα χαμόσπιτα, τα λιακωτά και οι βίλες, τ’ αμαξάκια, τα εργοστάσια της σταφίδας που έδιναν δουλειά για τρεις μήνες στους αδέκαρους χαραμοφάηδες.

Το Τρελοκομείο στις Ιτιές και τα μούτρα τα χλωμιασμένα με άπλανη τη ματιά πίσω από τις σιδεριές.

Το Πτωχοκομείο στην Ακτή Δυμαίων με τη μοναδική ανθισμένη μπαμπακούλα στην είσοδο του χτιρίου.

• Λαούτο και χοροί και φωτιές κι ο γύφτος απ’ τα Καντριάνικα να επιδεικνύει ως παράσημο τιμής μια ουλή κάτω απ' το δεξί πλευρό του – για την πατρίδα.

• Η δίκη για το «επ’ αυτοφώρω» και τα παιδιά να κάνουν χάζι, σκαρφαλωμένα στα κλωνιά του πλάτανου έξω από το «Μπουγιούκ Ντερέ».

• Κι η νέα που φαρμακώθηκε από έρωτα στην Απάνω Χώρα, τραγούδι στο στόμα του αοιδού - διακονιάρη και σκοπός κλαψιάρικος στη φυσαρμόνικα που τον συνοδεύει.

• Τρεις μήνες καλοκαίρι, μέχρι να φθινοπωριάσει, ν’ αρχίσει να λασπώνει από τις βροχές η Ιεροθέου - ν' απλώνεται η υγρασία, στο στοιχείο τους οι άνθρωποι της πολιτείας, βαριοί και πλαδαροί - , ν’ αρχίσει η γειτονιά να συμμαζεύεται σιγά σιγά ως του Αγίου Αντρέα που αντρειώνει το κρύο.

• Τι κι αν ο Σάββας δεν θα καταφέρει να ξεγλιστρήσει από του χάροντα το στόμα, όπως και το αδελφάκι του, δυο χρονών μωρό, όπως κι η Κούλα με τη γαλάζια ποδιά και τα κίτρινα καλτσάκια - ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται...

• Τι κι αν «στραβώνει η ζωή» και φεύγεις από έναν τόπο, ο τόπος ζει πάντα πιο πολύ απ’ τους ανθρώπους του…


«Οι πόλεις ζούνε πιο πολύ απ’ τους ανθρώπους τους.
Ζούνε ακόμη πιο πολύ από το όραμα που κάποτε τις γέννησε,
κι από το χέρι που τις έχτισε λαμπρές.
Η δύναμή τους είναι η αδιαφορία της ύλης για όσους τις ενοικούν.
Όπλο τους, ένας χρόνος μεγαλύτερου βεληνεκούς»
Ρέα Γαλανάκη


«Ο άνθρωπος ζει όσο μιλούν γι’ αυτόν»

Ο Κοσμάς Πολίτης (κατά κόσμον Παρασκευάς Ταβελούδης) εμφανίστηκε στα γράμματα 
με το μυθιστόρημα «Λεμονοδάσος», το 1930 σε ηλικία 42 ετών, ενώ ήδη είχε αξιόλογη επαγγελματική σταδιοδρομία ως ανώτερος τραπεζικός υπάλληλος. 

Το 1934 μετατέθηκε στην Πάτρα, όπου ανέλαβε τη διεύθυνση του υποκαταστήματος της Ιονικής Τράπεζας, ενώ εν τω μεταξύ είχε συνάψει σχέση με μια άλλη γυναίκα και είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του. 
Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην Πάτρα, αναζωογόνησε το εκεί υποκατάστημα και εισηγήθηκε την ίδρυση υποκαταστήματος στο Κιάτο, πράγμα το οποίο του έδωσε την ευκαιρία να επισκέπτεται συχνά και το Ξυλόκαστρο.

Είχε όμως συνεχή προβλήματα με την τράπεζα, ιδίως σχετικά με την πληρωμή του δανείου, που του είχε παραχωρήσει η τράπεζα για το σπίτι του, αλλά και λόγω συνεχών αιτήσεών του - από το 1937 και εμπρός - για αναρρωτική άδεια. Είναι φανερό ότι είχε ιατρικά, ψυχολογικά και οικονομικά προβλήματα εκείνη την εποχή.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Πάτρα έγραψε την «Eroica», που τιμήθηκε το 1939 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και έγινε κινηματογραφική ταινία το 1960 από τον Μιχάλη Κακογιάννη. Επίσης, το ίδιο διάστημα, δημοσιευτήκαν σε συνέχειες στα «Νέα Γράμματα» οι νουβέλες «Ελεονόρα» (1935) και «Μαρίνα» (1939).

Η διαμονή του στην Πάτρα έληξε - ταυτόχρονα με την διευθυντική του θητεία στην Ιονική Τράπεζα - όταν το 1942 πέθανε η κόρη του Φοίβη (Κνούλη το χαϊδευτικό της), κατά τη διάρκεια του τοκετού. Αυτό το γεγονός τον συγκλόνισε και θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο, καθώς πίστευε ότι αν δεν είχε εγκαταλείψει το σπίτι του, η κοπέλα θα ζούσε ακόμα. Επέστρεψε τότε στη γυναίκα του, με την οποία επανασυνδέθηκε. 

Από τότε ζούσε αποκλειστικά από τις μεταφράσεις του και από την πενιχρή σύνταξη που του πλήρωνε η Τράπεζα μέχρι το 1945. Επιπλέον πούλησε την κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό σε κάποιον μαυραγορίτη, στον οποίον πλήρωνε ενοίκιο για να παραμένει εκεί. (Αργότερα, το 1945 περίπου, το σπίτι του δημεύτηκε και πλήρωνε ενοίκιο στο Δημόσιο). 

Το 1944 έγινε μέλος του Κ.Κ.Ε. ίσως σε μια προσπάθεια να ζήσει έξω από το μύθο της αστικής του καταγωγής και να βρει αντιστάσεις μετά το καταλυτικό πλήγμα του θανάτου της κόρης του. Το 1945 δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Το Γυρί», που αντικατοπτρίζει τους κοινωνικούς προβληματισμούς του. Στο Γυρί, οι πρωταγωνιστές είναι παιδιά και εργάτες από τις φτωχότερες τάξεις με όνειρα, ελαττώματα και προσδοκίες. 

Το 1946 δημοσιεύτηκε «Η Κοροµηλιά»  και μετά από δεκάξι χρόνια µυθιστορηµατικής απραξίας, το 1962, το μυθιστόρημα «Στου Χατζηφράγκου», όπου ο Κοσμάς Πολίτης ανέστησε μνήμες από την παιδική κι εφηβική του Σμύρνη, χωρίς ποτέ να ονοματίζει την αγαπημένη και χαμένη ελληνική πόλη.

Ιδρυτικό μέλος της Ε.Δ.Α., κατήλθε στις εκλογές στην περιφέρεια Πατρών, χωρίς να εκλεγεί, το 1951. 

Το 1967, την ημέρα του πραξικοπήματος, πέθανε η σύζυγός του Κλάρα κι ο ίδιος συνελήφθη και ανακρίθηκε ως αριστερός. Αφέθηκε τελικά ελεύθερος μετά από παρέμβαση του Ροζέ Μιλιέξ, καθηγητή του γαλλικού Ινστιτούτου και της γυναίκας του Τατιάνας Γκρίτση - Μιλιέξ.

Το 1973 μπήκε στον Ευαγγελισμό λόγω αναπνευστικής και καρδιακής ανεπάρκειας, μεταφέρθηκε για λίγο στον οίκο ευγηρίας Relax Palace στο Μαρούσι και ένα χρόνο αργότερα ξαναμπήκε στον Ευαγγελισμό, όπου και πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου 1974, σε ηλικία ογδονταέξι χρονών. Άφησε ανολοκλήρωτο το τελευταίο του μυθιστόρημα «Τέρμα», που δημοσιεύτηκε το 1975. 

Ο Κοσμάς Πολίτης στο σπίτι του στο Ψυχικό.
______________________

Παρέες και αφιερώσεις στα χρόνια της Πάτρας

Στην Πάτρα, ο Κοσμάς Πολίτης - ως προστατευόμενος του διοικητή της Ιονικής Τράπεζας Διονυσίου Λοβέρδου και με τη μεσολάβηση της κόρης του Ιωάννας (Ζανέτ), έγινε μέλος μιας φιλολογικής παρέας, που την αποτελούσαν: ο Μεσολογγίτης αισθητικός και λόγιος Μίµης Λιµπεράκης, η κόρη του Δ. Λοβέρδου και ποιήτρια Ιωάννα, ο Πατρινός δικηγόρος, ιστορικός και συγγραφέας Κώστας Τριανταφύλλου, οι Ξηρομερίτες Θωμάς Λαλαπάνος και Φώτης Γεροθανάσης, ο Ναυπάκτιος Γιάννης Φαρμάκης. Η παρέα, σύμφωνα με τον Μεσολογγίτη ποιητή Θωµά Γκόρπαοργάνωνε κάθε τόσο εκδρομές στο Λούρο, στο Μεσολόγγι, στην ορεινή Τριχωνίδα, στον Προυσό, στη Ναύπακτο, στην Ερατεινή, στο Γαλαξίδι. 

Ο πολυταξιδεµένος Μεσολογγίτης εστέτ µε τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες, την ευρεία αισθητική καλλιέργεια, καθώς και τη βιωµατικότητα στη σχέση του µε τις καλές τέχνες, Μίμης (Δημήτρης) Λιμπεράκης επηρέασε τον Κοσμά Πολίτη, σε βαθμό να του αφιερώσει την «Eroica»: «Στον Κύριο Δ. Λ. αισθητικό από το Μεσολόγγι» Η σχέση των δυο ανδρών δεν ήταν µέχρι τέλους καλή, χωρίς να γνωρίζουµε το λόγο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Λιµπεράκης δεν ενθουσιάστηκε, ούτε αισθάνθηκε τιµή απ’ την αφιέρωση του μυθιστορήματος σ' αυτόν, όπως αναφέρει σε σχετικό της άρθρο η Ασπασία Γκιόκα.
 
Στοιχεία πάντως της προσωπικότητας και του έργου του Μ. Λιμπεράκη αναγνωρίζονται κάτω από το πρόσωπο του αρχαιολάτρη και ωραιολάτρη κυρίου Κλήμη στην «Eroica» και του Κύριλλου, του διανοούμενου φίλου του Φίλιππου Γορτύνη, στο «Γυρί». 

Στους ήρωες επίσης, που κινούνται γύρω από τον Φίλιππο, τον Κύριλλο και τη συντροφιά τους, προβάλλονται πολλά στοιχεία αυτής της παρέας των εστέτ διανοούμενων, οι οποίοι ερωτεύονται, ονειρεύονται, προβληματίζονται και εκφέρουν αισθητικές κρίσεις για την πορεία της τέχνης στην εποχή τους.

Μίµης Λιµπεράκης, Ξυλογραφία του Γιάννη Λουκά
__________

«Το Γυρί», με τη σειρά του, είναι αφιερωμένο στον Γιάννη Βασιλείου (1901 -1989), τον Πατρινό αρχιτέκτονα - αλλά και συγγραφέα, μελετητή, ζωγράφο - που χάρισε στη γενέτειρά του την αναστήλωση του Ρωμαϊκού Ωδείου (1958 - 1963), «ιδίοις αυτού χρώμασι και τέχνη και έργω». Ο Γ. Βασιλείου περιγράφει τον Κοσμά Πολίτη, στο αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω», ως έναν άνθρωπο ξεχωριστό, ικανό, γοητευτικό, με παράξενα φερσίματα και  αυτοσατιρική διάθεση, αλλά δυστυχή στο σύνολο της ζωής του. Αποκαλύπτει ακόμα πως δικό του ήταν το «ισόγειο σπιτάκι - δυο δωμάτια μ' έναν μικρό κήπο - στο Γυρί», που παραχωρήθηκε από κοινό τους φίλο στον Κοσμά Πολίτη, για να φύγει από τα ξενοδοχεία, όπου έμενε ως τότε.

«Γνώρισα τον Κοσμά Πολίτη γύρω στα 1934, όταν ήλθε στην Πάτρα ως διευθυντής της Ιονικής Τράπεζας. Πρέπει μεμιάς να πω ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο ξεχωριστό. Μια προσωπικότητα που δεν απαντάει κανείς συχνά.

Είχε μια έντονη γοητεία και μαζί κάποια ιδιοτροπία: ήθελει να παρουσιάζεται ότι είναι αλλιώτικος απ' όλους τους άλλους. Αλλά, παρ' ότι συχνά με παράξενα φερσίματα προσπαθούσε να επιδείξει πρωτοτυπία, παρέμενε πάντοτε γοητευτικός και αγαπητός. Ήταν ένας «αισθητικός» που αγαπούσε το ωραίο και καταλάβαινε από τέχνη.

Παράλληλα, ήταν εξαιρετικά ικανός άνθρωπος. Μέσα σε λίγον καιρό, αφότου ήλθε στην Πάτρα, ο Κ.Π. κατόρθωσε, να μεταβάλει την Ιονική Τράπεζα, που μέχρι τότε δεν είχε καμιά κίνηση, σε ένα ζωντανό υποκατάστημα με μεγάλη πελατεία. Θυμάμαι ότι επήγαινε στα καταστήματα και έπινε καφέ με τους εμπόρους. 

Ήμουν ένας από τους λίγους φίλους που είχε στην Πάτρα. Από μια εκδρομή που κάναμε μαζί το 1939 στα Λουτρά του Καϊάφα εμπνεύστηκε ένα διήγημα του οποίου μου χάρισε το χειρόγραφο και που το έδωσα και δημοσιεύτηκε στα «Κριτικά Φύλλα» το 1976. Εύκολα αναγνωρίζει κανείς σ' αυτό το διήγημα τον ίδιο τον Κ.Π. στο πρόσωπο του Ξένου, του οποίου τα επιδεικτικά καμώματα περιγράφει με αυτοσατιρική διάθεση.

Αγαπούσε πάντοτε τη γυναικεία συντροφιά. Δεν θυμάμαι, όμως, τουλάχιστον τα χρόνια που ήμαστε στην Πάτρα, να είχε ποτέ μια φίλη με αντάξιά του πνευματικότητα. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι διάλεγε τις φίλες του ανάμεσα στα κορίτσια ενός εργοστασίου την ώρα που σχολούσαν από τη βραδινή τους βάρδια. Πάντως ήταν ένας δυστυχής άνθρωπος στο σύνολο της ζωής του. Έχασε τη μοναχοκόρη του στα 23 της, έζησε χρόνια χωριστά απ' τη γυναίκα του, τσακώθηκε με την Τράπεζα κι έχασε τη δουλειά του. Με τη γυναίκα του συμφιλιώθηκε από την κοινή συμφορά του χαμού της κόρης τους.

Όταν έφυγα από την Πάτρα [το 1939 ο Γ. Βασιλείου εγκατέλειψε την Πάτρα και εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα], δεν τον έβλεπα πολύ συχνά. Έλαβα ένα γράμμα από έναν φίλο μου, που μου έγραφε ότι είχε παραχωρήσει στον κοινό μας φίλο Κοσμά Πολίτη - έμενε μέχρι τότε σε ξενοδοχεία - ένα σπίτι που είχα στην Πάτρα. Ήταν ένα ισόγειο σπιτάκι - δυο δωματια μ' έναν μικρό κήπο - στο Γυρί, κοντά στο αγροτικό ορφανοτροφείο, λίγο πιο κάτω απ' τα Ψηλά Αλώνια. Έβαλα κι έχτισαν έναν ψηλό τοίχο γύρω-γύρω, όπως μου ζήτησε ο Πολίτης, «για να βγαίνει στον κήπο και να μην τον βλέπει κανείς».

Κάπου γύρω στο '45 - '46 έλαβα ένα βιβλίο του με τίτλο «Το Γυρί» αφιερωμένο σε μένα. To σπιτάκι των δύο δωματίων είχε μεταβληθεί σε «παλιό αρχοντικό» με «πυργάκι» και «γυψένιες πολεμίστρες... Η ζωή, όμως, της Πάτρας αποδόθηκε πιστά με λιτότητα που εκπλήσσει.

Γιάννης Βασιλείου, «...Επρόκειτο για έναν άνθρωπο ξεχωριστό»,
Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 116, 10 Απριλίου 1985, Αφιέρωμα Κοσμάς Πολίτης


Στη μέση, ο Ιωάννης Βασιλείου, αριστερά ο Αναστάσιος Ορλάνδος και δεξιά ο έφορος αρχαιοτήτων Ζαφειρόπουλος, στο Ρωμαϊκό Ωδείο, 1958. 
 Πηγή: Ανδρέας Αύλιχος, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
______________________

Ένα βιβλίο όπου δε συμβαίνει τίποτε...

«Το Γυρί» αποτελεί ένα όριο, σημαδεύοντας την αρχή της επιστροφής ενός αμφισβητία κοσμοπολίτη συγγραφέα από το αστικό μυθιστόρημα σε λαϊκότερα πρότυπα. Συμπορευόμενος με τους ήρωές του και παλεύοντας με τα αδιέξοδα που τυραννούν και τον ίδιον, ο Κοσμάς Πολίτης, με τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του - Λεμονοδάσος (1930), Εκάτη 
(1933), Εroïca (1937) - κάνει επάλληλες προσπάθειες να εκφράσει τον κρυφό φόβο, την τραγικότητα του ανθρώπου, που ζει και δεν ξέρει τι ακριβώς τον περιμένει ύστερα. Η αναζήτηση του ιδανικού καταλήγει σε απανωτές διαψεύσεις, ενώ ο έρωτας ακτινοβολεί μόνο  μέσα από τον συγκερασμό του με το αμετάβλητο του θανάτου. 

«Προσπαθώ βλέπετε να φτιάσω το έργο μου απ΄την ίδια μου τη σάρκα και να το αναζωογονήσω με το αίμα μου και να του δώσω την ψυχή από τα όνειρά μου», εξομολογείται ο Κοσμάς Πολίτης στην περίφημη πλέον εκείνη συνέντευξή του στον Κώστα Θρακιώτη, δημοσιευμένη στα Νεοελληνικά Γράμματα στις 28.5.1938, μετά την έκδοση της Εroïca. Αν το τρίτο του μυθιστόρημα αποτελεί μια πρόοδο στην κατεύθυνση αυτή - ένα βιβλίο όπου «δε συμβαίνει τίποτε, ούτε υπόθεση, ούτε φόρμα, όπως όλα σχεδόν τα έργα που τα τρώει αυτός ο ακαταλόγιστος ρασιοναλισμός» - ο στόχος θα επιτευχθεί πληρέστερα στο Γυρί. 

Η μετατόπιση στη μεταπολεμική γραφή του Κοσμά Πολίτη προς μια αμεσότερη απόδοση της πραγματικότητας σε σχέση με τη μεσοπολεμική του παραγωγή, δεν αμφισβητείται από κανέναν κριτικό ή μελετητή του έργου του. Ο ίδιος, μάλιστα ο συγγραφέας είχε εκφραστεί αποδοκιμαστικά για την προηγούμενη, μεσοπολεμική του παραγωγή. Σύμφωνα με δηλώσεις του, «θεωρούσε ξεπερασμένη και άχρηστη όλη του τη λογοτεχνική εργασία πριν από το Γυρί». Σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Μεσημβρινή, απολογείται ανάλογα για την πολυσυζητημένη μεταπολεμική του στροφή προς το ρεαλισμό: 

« - Αν το χαρακτηριστικό ονειρικό ύφος των πρώτων σας έργων αποτελούσε αισθητική αντίληψη ωριμότητος, τότε γιατί έχετε προσγειωθεί στα τελευταία σας έργα; 

- Διότι ίσως ν' αποτελούσε ωριμότητα αισθητική και όχι πραγματική. Τα γεγονότα όμως της ζωής με έχουν προσγειώσει τώρα και σαν άνθρωπο. 

- Λυπάστε γι' αυτό, παρ' όλο που το βρίσκετε αναπόφευκτο; 

- Χαίρομαι γι' αυτό, διότι τώρα έπιασα την ουσία της ζωής. 

-Έστω κι αν γκρεμίζετε είδωλα, όπως στην περίπτωση του «Κωνσταντίνου του Μεγάλου;»

- Γιατί να υπάρχουν είδωλα, όταν είναι πιο ενδιαφέρον να μαθαίνεις την αλήθεια, έστω και τεχνικά υπό μορφήν τέχνης;» 

Μ[αρία Κοτσαμάνη], «Συνέντευξη - αστραπή με τον Κοσμά Πολίτη», 
εφημ. Μεσημβρινή, 3 Ιανουαρίου 1964, σ. 5.



«Η γη όπου αγαπάμε, όπου υποφέρουμε, όπου αγωνιζόμαστε»

«La terre où l’ on aime, où l’ on souffre, où l’ on lute»
(Η προμετωπίδα του μυθιστορήματος)

«Ο πόλεμος», όπως εύστοχα παρατηρεί ο Peter Mackridge, «έκανε τον Πολίτη λιγότερο ευρωπαϊκό και περισσότερο ελληνοκεντρικό, πλησιάζοντας τη ρωμιοσύνη με συμπάθεια και με την αίσθηση ότι ανήκει σ' αυτήν, αντί να την κοιτάζει, με περισσότερη ή λιγότερη ειρωνεία, αφ' υψηλού. Η μεταπολεμική στράτευσή του στην αριστερή παράταξη τον οδήγησε να ταυτιστεί με το λαό, να εγκαταλείψει τα μοντερνιστικά του πειράματα στη μορφή, τα οποία απευθύνονταν μάλλον στους λίγους, και να προωθήσει, με πιο άμεσο τρόπο, το περιεχόμενο των έργων του, εισάγοντας και πολλές κοινωνικοοικονομικές νύξεις, για να γίνει πιο προσιτός στους μη διανοουμένους».

Η περίπλοκη σχέση με τα πρόσωπα του έργου του, που ο Πολίτης είχε πραγματοποιήσει στην Eroica, εδώ απλώνεται κυρίαρχα και εκδηλώνεται μ' ένα διττό αίσθημα, ίσης απόστασης του συγγραφέα προς όλα τα πρόσωπα (εκείνο που οι ειδικοί ορίζουν σαν ειρωνεία), και μαζί τρυφερής συμπόνιας, που ποτέ δεν ξεφεύγει από τη σεμνότητα, προς όλα τα πρόσωπα, προς όλους τους ανθρώπους της γης. Το ιδανικό της ανθρωπιάς διαδέχεται στην ψυχή και στην πεζογραφία του το ιδανικό της απόλυτης ομορφιάς, χωρίς όμως αυτή η μετατόπιση να γίνεται με τρόπο απόλυτο. Ανιχνεύονται, ωστόσο, και στο «Γυρί» τα ίδια μοτίβα με εκείνα των προηγούμενων έργων του Κοσμά Πολίτη, θέματα που στοιχειοθετούν και διαμορφώνουν τον προσωπικό του χώρο και κόσμο: ο κόσμος των μεγάλων, ο κόσμος των παιδιών, το ιδανικό, η ομορφιά, η μοίρα, ο Θεός, ο έρωτας, ο θάνατος, η αιώνια γυναίκα, οι σκιές και το όνειρο, η μουσική, η φύση, οι αναμνήσεις.

Το «Γυρί» αποτελεί το δυνητικό όριο μεταξύ της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής συγγραφικής του παραγωγής και ταυτόχρονα μια πρόβα τζενεράλε σ' αυτό που αποσκοπούσε η τέχνη του συγγραφέα και το κατόρθωσε «Στου Χατζηφράγκου» και στο «Τέρμα». Ο συγγραφέας αποδίδει, με ένα ποιητικό ρεαλισμό, τη ζωή μιας μη προνομιούχας τάξης, μέσα από το βλέμμα και την κριτική ενός πρωταγωνιστή που θυμίζει τον ανικανοποίητο Παύλο Αποστόλου του «Λεμονοδάσους» και ακόμα πιο πολύ τον αντιφατικό Παύλο Καλάνη της «Εκάτης». Αστοί όλοι τους, τοποθετημένοι μέσα στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της καλής κοινωνίας του μεσοπολέμου, η οποία με πάθη, ανοησίες και συμβατικότητες, ζει μια πληκτική καθημερινότητα κι αναζητά την έξαρση σε περίπλοκες, παράφορες ερωτικές ιστορίες.

Πρόκειται για  μυθιστόρημα που συνδυάζει, σύμφωνα με τη Μαρία Παπαρούση, «την ψυχολογική διερεύνηση του αρσενικού πρωταγωνιστή με την ανάκληση του καθημερινού δράματος των ανθρώπων μιας λαϊκής γειτονιάς· καινούργιες φροντίδες προστίθενται στην επεξεργασία θεμάτων ήδη γνωστών: τα προβλήματα των κοινωνικών τάξεων, η πολιτική κατάσταση, οι σχέσεις ανάμεσα στο άτομο και στο κοινωνικό σύνολο»

Η σχεδόν γραμμική εξέλιξη των γεγονότων στο Γυρί, η σπανιότητα αναχρονιών, και η απλότητα της θεματικής, δίνουν μια εντύπωση στασιμότητας της δράσης. Σε αντιστάθμισμα, η πολυεστιακή προοπτική, ο ελεύθερος πλάγιος λόγος και ο εσωτερικός μονόλογος, αποβαίνουν στα χέρια του Πολίτη ένα επιδέξιο εργαλείο, που εκφράζει το νέο προσανατολισμό του συγγραφέα, από το άτομο στην ομάδα. 

Από τα πιο παρακινδυνευμένα πράγματα θα ήταν να εξιστορήσει κανείς την υπόθεση του βιβλίου. Ο ανώνυμος αφηγητής στο Γυρί, χωρίς διακεκριμένο ρόλο στη δράση του μυθιστορήματος, περιγράφει εικονικά το παρόν, δίνει κάποια φτωχά στοιχεία για το παρελθόν και στο τέλος, όταν πια μας μιλάει για τη φυγή του, αναφέρει «επί ποδός» το τι απέγινε σε δυο τρεις περιπτώσεις και πού τα έμαθε την τελευταία στιγμή. Ο αφηγητής αποκαλύπτεται με παρέμβαση του συγγραφέα, όπως και στον επίλογο του «Λεμονοδάσους», της «Εκάτης», της «Μαρίνας», αλλά και «Στου Χατζηφράγκου». Εδώ, φαίνεται ότι το υποκείμενο της αφήγησης γνωρίζει και τον πρωταγωνιστή Φίλιππο και τα μυθιστορηματικά πρόσωπα αλλά και αναγνωρίζεται από αυτά, πράγμα που σημαίνει ότι έχει βιώσει, τουλάχιστον ως αυτόπτης μάρτυρας, τα γεγονότα που αφηγείται.

Με τον τρόπο αυτό η αφήγηση αποδίδεται στις αναμνήσεις ενός ανώνυμου αφηγητή-μάρτυρα, ο οποίος εκτελεί αναδρομές στον παρελθόντα χώρο και χρόνο, από τους οποίους έχει προφανώς απομακρυνθεί, ανασυνθέτοντάς τους. Έτσι το σύνολο του μυθιστορήματος παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της μνημονικής λειτουργίας, η οποία μετατρέπεται σε αφήγηση, άρα της υποκειμενικής αναδημιουργίας και όχι της αποστασιοποιημένης και αντικειμενικής καταγραφής. 

Απευθυνόμενος σ' εναν εξωδιηγητικό δέκτη, τον ενημερώνει για την τύχη μερικών ηρώων, εξηγεί την απότομη εκ μέρους του διακοπή της αφήγησης, δηλώνοντας ότι εγκατέλειψε τη γειτονιά και την πόλη αναγκαστικά, επειδή «στράβωσε η ζωή του». Η φράση αυτή υπαινίσσεται ίσως και τις καταλυτικές αλλαγές στη ζωή του συγγραφέα, το θάνατο της κόρης του το 1942, την απόλυσή του από την Τράπεζα, τη φυγή του από την Πάτρα και την επιστροφή του στην οικογενειακή εστία. 

«Δεν ξέρω τι απογίνανε όλοι αυτοί στη γειτονιά. Στράβωσε η ζωή μου και αναγκάστηκα να φύγω από το Γυρί κι από την πολιτεία εκείνη. Φαντάζομαι, ωστόσο, πως δε θ' αργσε να φύγει και ο Φίλιππος... 

Κάτι ξέχασα. Την τελευταία μέρα, ο επιστάτης του ορφανοτροφείου με σταμάτησε στο δρόμο να μου ευχηθεί το κατευόδιο.

- Μάθατε τα νέα; μου λέει. Το ζήτημα εκείνο της μετονομασίας της οδού Κορίνθου σε οδό Τέταρτης Αυγούστου είχε και συνέχεια...»

Την υποκειμενική αφετηρία της αφήγησης υπογραμμίζουν οι περισσότεροι μελετητές του μυθιστορήματος, παλαιότεροι και σύγχρονοι.  Ο Άλκης Θρύλος σημειώνει: «η κύρια πηγή του είναι νομίζω η ανάμνηση μιας διαμονής σε μια επαρχιακή πόλη και ίσως ο σωστότερος χαραχτηρισμός του να είταν "απομνημονεύματα". [...] Χωρίς φυσικά να θέλω να κάνω καμιά σύγκριση του Γυριού με το A Ια recherche du temps perdu, γιατί το μυθιστόρημα του κ. Πολίτη αν τοποθετηθεί πλάι στο μνημειακό μεγαλούργημα του Proust φαίνεται αναγκαστικά πολύ πενιχρό, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι η πρόθεση του κ. Πολίτη είναι ανάλογη με κείνη του Proust. [...] ο κ. Πολίτης περιορίζεται να προσδώσει σε περιστατικά καθημερινά κι ουσιαστικά ασήμαντα την ωραιοφάνεια την οποία τώρα που δεν υπάρχουν πια άμεσα αλλά μόνο σαν αναπόληση αποχτήσανε γι’ αυτόν».

Η οδός Κορίνθου, γωνία με Κολοκοτρώνη προπολεμικά. Το καθεστώς του Μεταξά την είχε μετονομάσει προσωρινά σε οδό 4ης Αυγούστου. 
Πηγή: Spiros Angelopulo, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
________________________

Πραγματική δράση δεν υπάρχει μέσα σ' αυτό το σύμπλεγμα από ανθρώπινες καταστάσεις και αποσπασματικές ιστορίες, που αποκτούν συνοχή μόνο χάρη στον κοινό χώρο. Ο Κ. Πολίτης μεταχειρίζεται τα πρόσωπα για να δώσει τον μόνο άρτια δομημένο και καθολικό ήρωα του έργου - αυτή τη φτωχική συνοικία της Πάτρας, «στα όρια της πόλης ή στα όρια του κόσμου», το μικρό κομμάτι της ανθρωπότητας, που είναι μαζί και η ανθρωπότητα όλη». Όπως και «Στου Χατζηφράγκου», η περιγραφή του χώρου λειτουργεί περισσότερο ως ντοκουμέντο παρά ως σύμβολο. Η έμπνευσή του ήταν πρώτα απ' όλα τοπογραφική και η πηγή της τα προσωπικά του βιώματα. Υπάρχει μια συνέχεια στα έργα του Πολίτη: πρόσωπα και καταστάσεις επαναλαμβάνονται και αλληλοσυμπληρώνονται.

Ο Πολίτης αφηγείται την ιστορία θαμπά, ασύνδετα και σκόρπια, σα να μην ενδιαφέρεται για κανένα σκελετό, κάτι που υπαγορεύεται από την ανάδειξη σε πρώτο πλάνο του χώρου, αλλά δεν απέχει κιόλας από το ήδη γνωστό ελλειπτικό και υπαινικτικό του ύφος. Η συνηθισμένη μέθοδός του, με τις ακραίες αισθητικές περιγραφές και τα προσωπικά αδιέξοδα, εδώ υποχωρεί σε μια μουσική συνόλου, όπου άλλοτε εμπρεσιονιστικά, και άλλοτε ρεαλιστικά, φωτίζει την επαρχία. 

«Το Γυρί» ίσως χάνει σε μαγεία σε σχέση με την «Ερόικα», γιατί, παρότι ρεαλιστικό, πολλές φορές μάλιστα νατουραλιστικό, μας αφήνει με το ερώτημα πού τάχα αρχίζουν και πού τελειώνουν αυτές οι κομματιαστές ιστορίες των ανθρώπων της επαρχίας. Λέει πολύ σωστά ο Τσίρκας: «Ο κριτικός ρεαλισμός του Πολίτη, η απόφαση να δοθούν τα πράγματα όπως στ' αλήθεια είναι, πιέζει την ποιητική ματιά να κονταίνει το βεληνεκές της»

Είναι, όντως, σαν ένας τεχνίτης που συνειδητά παρατάει το ταλέντο της μυθοπλασίας του και ψάχνει με το μικροσκόπιο τους πόρους πάνω στο ανθρώπινο σώμα να τους φωτογραφίσει. Αλλά επειδή ο παλιός εαυτός του υπάρχει πάντα, μέσα στο βιβλίο αυτό, άλλοτε συγκρούονται και άλλοτε ενορχηστρώνονται όλα τα θέματα των προηγούμενων βιβλίων. Οι εφήμεροι έρωτες με τις γυναίκες, η παιδική ηλικία, η ειρωνική ματιά πάνω στα πράγματα.


Πάτρα 1935, Πηγή: tetartopress.gr
___________________

Ο Φίλιππος Γορτύνης στο Γυρί, «ακλιμάτιστος, παράταιρος, ξένος...»

Κυρίαρχο πρόσωπο στο Γυρί, μέσα από την προοπτική του οποίου ξετυλίγεται η μυθιστορηματική δράση, είναι ο Φίλιππος Γορτύνης, ξένος, φερμένος από την Αθήνα. Βρέθηκε σ’ αυτήν την πόλη μετά το χωρισμό του από τη Λιάνα, μετά «την αυτοεξορία, τη μετάθεση στην επαρχία».

«Εδώ χάμω», στο Γυρί, σ’ αυτήν την απόμερη γειτονιά κάθεται ήδη ένα χρόνο, «από το περασμένο καλοκαίρι», τότε που έπιασε τη «βιλίτσα – παράξενο απομεινάρι μες στην εξέλιξη της γειτονιάς». «Πρωτύτερα είχε μείνει πάνω από δύο χρόνια στο ξενοδοχείο» κι όταν μαθεύτηκε πως νοικιάζει σπίτι, «πολλοί από τους γνωστούς υποπτευθήκαν την αλήθεια, μια διαβάθμισή της» τουλάχιστον.  Μια γυναίκα, η Τέα – «τη φιλοξενούσε μια ή δυο φορές κάθε βδομάδα - χρησίμευε για κίνητρο, στη μαλθακή του απόφαση προς μια διαφυγή από το τέρας της ανίας».

Μόλο που πέρασε κοντά ένας χρόνος στο Γυρί, παραμένει «ακλιμάτιστος, παράταιρος» κι έτσι θα παραμείνει ως το τέλος, ένας ξένος, αφού δεν μπόρεσε να τους καταλάβει κι ούτε κατάφερε να βρει εκείνο που έψαχνε όταν επέλεξε το δρόμο της φυγής από το παρελθόν του» . 

«Κατέχει μια μεγάλη θέση, βίδωσε μάλιστα στην πόρτα το μπιλιέτο του με τ' όνομά του. Εδώ δεν είναι γκαρσονιέρα όπως την ξέρατε», πληροφορεί τις γειτόνισσες η κυρά Κατίνα, που έρχεται από τον Άι - Διονύση και καθαρίζει το γραφείο του στην πόλη και το σπίτι, τα πρωινά ως το μεσημέρι. 

«Αγαπάει να ρομαντσάρει!», σχολιάζει ειρωνικά η κυρία Βιχτωρία, «Ας μην ήταν η λεγάμενη...», συνεχίζει φωτογραφίζοντας την Τέα, «ξανθιά, μικροκαμωμένη, που βάφει τα μαλλιά της, χορεύει κιόλα και κάθεται πάνω από την Παντάνασσα».


Πατρινοί χαίρονται την απογευματινή λιακάδα στα Ψηλαλώνια, στο βάθος αριστερά η Παντάνασσα, περίπου 1930. 
Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
______________


Το Γυρί, στα όρια της πολιτείας — ή στα όρια του κόσμου. Ξένος αταίριαστος ακόμη εδώ πέρα. Η σκόνη απλώνει ένα πέπλο σαν ομίχλη, εφιαλτικό, διάμεσό του παραλλάζουνε τα πράματα, θαμπώνουν, τίποτα δεν ξεχωρίζει καθαρά. Κάποιες φορές ορθώνεται μουντή, αδιαπέραστη, μονότονη σαν την ανία. Κάτι χαλάρωσε και η σκέψη ανεμοδέρνει. Κάποια λόγια, κάποιες χειρονομίες παίρνουνε διαστάσεις αναπάνταχες. Μια τυχαία ομιλία που ακούει στο δρόμο, θαρρείς πως είναι ειπωμένη επίτηδες γι’ αυτόν, το Φίλιππο. Ίσως ακόμη κι ο αλήτης που τριγυρνάει τώρα τελευταία εδώ χάμω, ίσως κι αυτός νά ’ναι κάποια συμβολική προειδοποίηση της μοίρας. Παρουσιάστηκε μαζί με το φθινόπωρο. Δε ζητάει ελεημοσύνη. Κάθεται ανακούρκουδα πάνω στη γης και η γαλανή ματιά του παρακολουθάει τους περαστικούς με κάποια έκπληξη, που όμως θαρρείς τη μαλακώνει μια λάμψη από συμπόνια. Πού και πού περνάει το χέρι πάνω στα ξανθά του γένια. Έπειτα, μαζώνει το δισάκι του και τη μαγκούρα και τραβάει αλλού.

— Γιατί δεν του μιλάτε, κύριε Φίλιππα; ρώτησε ο Σάββας. Κοιτάζει σα να περιμένει κάτι από σας.

Μα ο Φίλιππος ένιωθε κάποια συστολή μπροστά στην έκπληχτη ματιά του αλήτη. Και σύγκαιρα μια τέτοια έλξη που χρειαζόταν όλη του τη δύναμη για να γυρίσει αλλού τη σκέψη του... Είναι κι αυτό μια λύση;... Μόνο που αυτός —αν τύχαινε— αντί να κάθεται κατάχαμα, θα ξαποστάζει ακουμπισμένος πάνω στο πέτρινο πεζούλι κάποιου πηγαδιού και όταν σιμώσει μια χωριάτισσα μοναχική να «αντλήσει ύδωρ», θα τη ρωτά με καλοσύνη από πού βαστά και πόσους άντρες γνώρισε ως τώρα — και τότ’ εκείνη θα τρέξει πίσω στο χωριό και θα φωνάξει: — Ελάτε, κάποιον αντάμωσα που λέει αλλόκοτες κουβέντες... Και όταν ανταμώσει τρεις χωριάτισσες μαζί στον ελαιώνα, θα τις πει: — Εγώ είμαι, μη φοβάστε, τώρ’ αναστήθηκα, μονάχα μη μ’ αγγίξετε ακόμη γιατί δεν τέλειωσα τον καθαρμό μου ανάμεσό σας...

Ένα καταφύγιο: καταμεσής μιας ερημιάς ένα μικρούτσικο σπιτάκι, όσο θα του αρκούσε για να προφυλαχτεί από την έχταση.

Και το μεγάλο εκείνο σπίτι στα παιδιάτικά του χρόνια; Σιωπηλό σαν εγκαταλειμμένος τόπος, κάποια πόρτα έκλεινε βουβά και μια γυναίκα ηλικιωμένη περίμενε χαμογελώντας με θλίψη μεσ’ από την παλαιϊκή της πολυθρόνα.

Paolo Veronese, Christ and the Woman of Samaria, circa 1585
________________

Λίγο πριν το τέλος, στον αποκαλυπτικό διάλογο του Φίλιππου με τον πατέρα Ιάκωβο —  έναν αιρετικό παπά, με αμφιβολίες, διατυπωμένες μάλιστα σ΄ ένα σύγγραμμα, που του στοίχισε τη δυσμενή τοποθέτηση στην φτωχή αυτή ενορία — διαγράφονται καθαρά, τόσο η αποξένωση του ήρωα από τον περίγυρο και τους ανθρώπους του, ο εγκλεισμός του σε σχήματα διανοητικά, οι αδιέξοδοι έρωτες, όσο και η σχέση του με τη φύση, τη μόνη πραγματικά κατακτημένη και μη προδοτική.

— Αγαπητέ, η ανία μας απομακρύνει από το Θεό... Στο στάδιό μου έτυχε να γνωρίσω τις δυστυχίες του πλησίον και θλίφτηκα γι’ αυτές.

— Νιώθω το ίδιο μια μεγάλη θλίψη να βλέπω έναν άντρα νέο, ακόμη ούτε στα σαράντα — πρόσθεσε κοιτάζοντας το Φίλιππο — μορφωμένο, αρκετά ελκυστικό, να μαραζιάζει κλεισμένος μέσα στη μόνωση της διανοητικής του φυλακής.

Η ακαρτέρευτη επίθεση του εφημέριου έκανε το Φίλιππο ν’ ανασηκώσει το κεφάλι. Κάποτε που αναδευόταν μέσα του μια πίκρα, είχε μεταχειριστεί κι ο ίδιος κάτι παρόμοιες λέξεις. Όπως και όταν συζητούσε με τον εαυτό του, θέλησε πάλι ν’ αραδιάσει επιχειρήματα, να μπλέξει ανάμεσό τους την ενδόμυχη φωνή που ανέβαζε τον τόνο. Μόνωση; Ανία; Φυλακ
ή;

— Έχω
 τη δουλειά μου, τα βιβλία μου. Είναι αλήθεια πως στον τόπο τούτο δεν έκανα φιλίες, οι γνωριμίες μου μείνανε άγονες, δε φταίνε ούτ’ εκείνοι ούτ’ εγώ. Η φιλία έχει ανάγκη από ισορροπία, μια όμοια κατανόηση, μια ταυτισμένη αντίληψη κάθε στιγμής. Από την άλλη, έχω τη φύση, εκεί βρίσκω τις μεγάλες μου φιλίες. Δεν είναι πολλή ώρα που γύρισ’ από τον περίπατό μου, στο μονοπάτι ευώδιαζε ο δυόσμος, αντάμωσα πιο πέρα μια γέρικη ελιά, κι ανάμεσ’ απ’ το ξάνοιγμα των δέντρων, στην άκρια του δάσους, τρεμούλιαζε ο ήλιος τα φωτερά του πέπλα. Ήμουν μονάχος, όμως δεν ένιωσα τη μοναξιά.

— Το νομίζετε, ίσως μια μέρα το μετανιώσετε που απομονωθήκατε τόσο πολύ.

— Δεν το πιστεύω.

— Θα το πιστέψετε σαν έρθ’ η ώρα. Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον.

— Πάτερ Ιάκωβε, δε ζω και τόσο μοναχός όσο φαντάζεστε. Αν διάλεξα την απόμερη τούτη γειτονιά, είναι ίσια ίσια που...

— Δε σας ζητώ, αγαπητέ, να μου εξηγήσετε το λόγο. Να ξέρετε όμως πως αργά ή γρήγορα η αγάπη εκδικιέται όσους την παραμελήσανε.

— Η αγάπη! Δηλαδή;

— Ο έρωτας, για να τον πούμε καθαρά με τ’ όνομά του.

— Ω, να μια περίεργη λέξη στο στόμα κληρικού! Με σπρώχνετε, αν δεν κάνω λάθος, προς την ακολασία.

— Θεέ και Κύριε! ανεφώνησε με τρόμο. Δε φανταζόμουν πως θα παρεξηγούσατε τα λόγια μου! Απ’ την ακολασία ίσια ίσια θέλησα να σας προφυλάξω. Είναι μια υπέρτατη μοναξιά η ακολασία, ο έρωτας δίχως αγάπη, το καταθλιπτικό του κατακάθι, τα παγωμένα πρωινά, οι θλιβερές του απογοητεύσεις... Γιατί χαμογελάτε; Ίσως να σκεφτείτε κάποτε τα λόγια μου.

— Σας βεβαιώνω πως δεν είμαι για να με λυπάστε.

— Αγαπητέ, όλοι μας έχομε ανάγκη από συμπόνια. Για να ξεχάσομε τον εαυτό μας δινόμαστε στα πάθη, στην απόλαψη, στον πυρετό της δουλειάς. Μα η ποθητή γαλήνη βρίσκεται στην αιωνιότητα — εδώ κάτω, μόνο η αγάπη μπορεί να δώσει μια παραίσθηση από ευτυχία.


Γυρί, Ιεροθέου Αρχ/σκόπου και Θεμιστοκλέους. Στο βάθος το Σκαγιοπούλειο, Κωστας Σπαγγουρος, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
___________

Ο Φίλιππος - αν και δεν είναι σαφές από την αρχή - δεν είναι ο αφηγητής της ιστορίας, είναι μια αφορμή κι ένα μέσο για να αναδειχτεί καλύτερα ο χαρακτήρας της γειτονιάς. Καθώς το Γυρί αντιπαρατίθεται σ' έναν «ξένο» προς αυτό, ο κόσμος των απλών ανθρώπων διαγράφεται πιο καθαρά μέσα από τη σύγκριση με την ανώτερη τάξη. Όλα αυτά, βέβαια, στα πλαίσια μιας ειρωνείας, που στέκεται κριτικά απέναντι και στις δυο πλευρές: τα ιδανικά του Φίλιππου προσκρούουν στην ανάγκη επιβίωσης των κατοίκων της γειτονιάς, η οποία όμως, ταυτόχρονα προβάλλει σαν ένας κόσμος πολύ σκληρός, μικρόψυχος κι εξαρτημένος από το χρήμα σε βαθμό διαφθοράς. 

Ο Κοσμάς Πολίτης αφήνει στον αναγνώστη ν' αποφασίσει σε κάθε περίπτωση ποιο είναι καλύτερο ή πιο αληθινό: η μικρόψυχη αντικειμενική αλήθεια ή το πνεύμα που συλλαμβάνει τις πιο τέλειες ιδέες, αληθινές κι αυτές σ' ένα επίπεδο εντελώς διαφορετικό  από την  πραγματικότητα;

Πίσω από τον Φίλιππο Γορτύνη κρύβεται ο συγγραφέας Κοσμάς Πολίτης ή καλύτερα το ιστορικό πρόσωπο Πάρις Ταβελούδης. Την άποψη αυτή ενισχύει τόσο η ιδιότητα του Φίλιππου Γορτύνη - ανώτερος τραπεζικός υπάλληλος στην Πάτρα - όσο και η εγκατάστασή του στο Γυρί, όπου σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γιάννη Βασιλείου μετακόμισε, μετά από μακρόχρονη διαμονή σε ξενοδοχείο, και ο ίδιος ο συγγραφέας. 

Ακόμα κι αν τα πράγματα στο πραγματικό Γυρί δεν ήταν ακριβώς έτσι, ηθελημένα ο  Πολίτης υπαινίσσεται την απομυθοποιημένη όψη του κόσμου αυτού και αφήνει τον Φίλιππο ως το τέλος έναν ξένο· οι δυο κόσμοι αυτοί δεν έχουν κανένα σημείο επαφής. Ο Φίλιππος ανήκει στον παλιό εαυτό του Κοσμά Πολίτη· ο ίδιος ανήκει πλέον, από το 1944,  στο αριστερό κίνημα. 

H περιοχή του Σκαγιοπουλείου πριν την δεκαετία του '50. Δεξιά το εκκλησάκι του Σωτήρος, στο βάθος το Σκαγιοπούλειο ορφανοτροφείο. 
 Πηγή: Aris Betchavas, Patras Memories - Αναμνήσεις απ' την παλιά Πάτρα
_________________________

Η βιλίτσα – παράξενο απομεινάρι μες στην εξέλιξη της γειτονιάς...

Το ισόγειο σπιτάκι των δύο δωματίων, με τον μικρό κήπο και τον ψηλό τοίχο γύρω-γύρω, που συνορεύει με το χτήμα του αγροτικού ορφανοτροφείου, στέγασε τον ίδιο τον Κοσμά Πολίτη, το Λεώνη, έναν από τους ήρωες της «Μαρίνας» (1939) και τον Φίλιππο Γορτύνη στο Γυρί. Εργένηδες και οι τρεις – βίο εργένη, μακριά από την οικογένειά του και σε διάσταση με τη γυναίκα του, διήγε άλλωστε και ο συγγραφέας – καταφεύγουν «στην άλλη άκρια του κόσμου, σ’ έναν εργατικό συνοικισμό, σχεδόν στην εξοχή».

Στη «Μαρίνα», ο Λεώνης - σε αντίθεση με τους άλλους της παρέας που μένουν δυο χρόνια σε ξενοδοχείο – «έχει νοικιάσει ένα σπιτάκι — στην άλλη άκρια του κόσμου, σ’ έναν εργατικό συνοικισμό, σχεδόν στην εξοχή. Το σπίτι, καθώς και κάτι παλιοπράματα που μάζωνε, τού τρώγανε όλο τον καιρό και τον απασχολούσαν αδιάκοπα: μια να διορθώνει τούτο, μια να παραγγέλνει τ’ άλλο. Έσκαβε και το περιβόλι μοναχός του, για να φυτέψει τι;—ρίγανη, δυόσμο και φλισκούνι!».

Παρόμοια κι ο Φίλιππος, έκανε κάποιες επιδιορθώσεις, επίπλωσε το σπίτι αναπαυτικά αλλά με κάποιο δισταγμό - όχι στα γούστα, μάλλον στην ιδέα, στον προορισμό - και μετά τη δουλειά ασχολιόταν κι αυτός, όπως ο Λεώνης, με τον κήπο, ίσως από μια ανάγκη να γειώσουν κι οι δυο τις ιδεαλιστικές τους τάσεις, που τους κρατούσαν μακριά από την πραγματικότητα.

Όπως ακριβώς ο Φίλιππος, ο Λεώνης δέχεται στο σπίτι τη Λίλυ, χορεύτρια κι αυτή σαν την Τέα, αλλά «ακροβατικών χορών», σε καμπαρέ στις Ιτιές. Το σπίτι στο «Γυρί», μεταμορφωμένο από την πένα του συγγραφέα σε «παλιό αρχοντικό» με «πυργάκι» και «γυψένιες πολεμίστρες», έτσι που να μεγεθύνεται η αντίθεση με τα φτωχόσπιτα της γειτονιάς, παρουσιάζει πολλές ομοιότητες στο εσωτερικό του με το σπίτι του Λεώνη στη «Μαρίνα»: το σαλόνι - ένα είδος στούντιο μεγάλο, μάλλον κοινόβιο μοναστηριού -, μια αποτρόπαιη μάσκα στον τοίχο, ένα μαστίγιο κρεμασμένο στην καπελιέρα, δυο κηροπήγια κι ένα μαρμάρινο χέρι, πάνω σ’ ένα είδος βιβλιοθήκης χαμηλής και βιβλία.

«Εδώ χάμω» καθόταν ο Φίλιππος από το περασμένο καλοκαίρι. Πρωτύτερα είχε μείνει πάνω από δυο χρόνια στο ξενοδοχείο, στην πόλη αυτή εδώ που βρέθηκε.

[...] Το σπίτι - ας πούμε η βιλίτσα – είναι κι αυτό παράξενο απομεινάρι μες στην εξέλιξη της γειτονιάς. Μια σύντομη αδιέξοδο χώριζε τον κήπο του από το χτήμα του ορφανοτροφείου. Στο βάθος, κλείνουν την αδιέξοδο κάτι ξυλένια κάγκελα κάποιου γειτονικού περιβολιού.

Απ' το παλιό αρχοντικό απόμεινε μονάχα το περίπτερο αυτό σε μια γωνιά του ανθόκηπου. Ένα πελώριο χολ-σαλόνι, μια κρεβατοκάμαρα, το μπάνιο... Από το χολ, μια σκάλα δρύινη ανέβαινε σ’ ένα πυργάκι που έδινε στο λιακωτό. Αυτό ήταν όλο όλο. Μα ωστόσο η διάταξή του, το πυργάκι με τις γυψένιες πολεμίστρες, ο ψηλός μαντρότοιχος που τριγυρνά τον κήπο, του έδιναν μια όψη που κράταγε σε απόσταση. Από το δρόμο φαινότανε μόνο το λιακωτό και το ψωροπερήφανο πυργάκι πάνω από τα δέντρα.

Είχε μείνει ακατοίκητο για χρόνια. Έπεφταν οι σουβάδες, ο κήπος γέμισε με αγριάδα εκεί όπου δεν έριξε ακόμα τις ρίζες του ο κισσός. Μα δεν θ’ αργούσε να τα ρουφήξει όλα, σπίτι και περιβόλι, μια δύναμη τυφλή και αναπόδραστη, που έκανε κατοχή στο μέρος, με σιγουριά, δίχως να βιάζεται, βέβαιη για τον εαυτό της. Ο κισσός κατέβηκε τον τοίχο, σύρθηκε χάμω, καβάλησε δρομάκια και παρτέρια, κάθε μάτι και μια ρίζα, μπηγότανε στο χώμα και ξεπέταγε άλλα κλωνιά και ρίζες παραπέρα, ύπουλα, συρτά, φιδίσια, λάγνα — έγλειφε, βύζαινε τη γης. Απ’ έξω τίποτα δεν έδειχνε τη σιγανή καταστροφή, μόνο που τα ποντίκια σκαρφαλώσανε τη μάντρα φοβισμένα και ξεχύθηκαν στη γειτονιά.

Το κακό σταμάτησε τότε που νοίκιασε το σπίτι ο κύριος Νίκος, ο γιος κάποιου εργοστασιάρχη. Δε λυπήθηκε το έξοδο, περιποιήθηκε τον κήπο, έφτιαξε τα κουφώματα, έχρισε το πυργάκι με τσιμέντο για να μη μαδούνε οι πολεμίστρες, του πρόσθεσε κι ένα κοντάρι για σημαία — το καλούσε η εποχή. Δεν κατοικούσε μόνιμα, το νοίκιασε για γκαρσονιέρα, ερχότανε κάθε Σαββατοκύριακο, το πολύ μια μέρ’ ακόμη μέσα στη βδομάδα, πάντα με κλειστό αυτοκίνητο και κάποια συντροφιά. [...]

Ο κύριος Νίκος έφερε κάποιο ζωγράφο να του τονώσει τους οριζόντιους έρωτές του στολίζοντας με σάτυρους και νύμφες το ψηλό ταβάνι. Μα είχε φαίνεται υγρασία, δεν έπιασε καλά η μπογιά και άρχισαν οι ζωγραφιές να ξεφλουδίζουν. Ντιβάνια, κόκκινα φώτα μισοκρυμμένα πίσω από βυσσινιές κουρτίνες, σε κάθε τοίχο της κρεβατοκάμαρας κρεμότανε κι ένας φαρδύς κατρέφτης. Οι γυναικούλες βάζανε στη φαντασία τους τέρατα και σημεία.[...]

Το μεγάλο τζάκι μες στο χολ χώραγε ολάκαιρους κορμούς και είχε κάτι σίδερα παλαιϊκά με γάντζους για τις χύτρες. Σίγουρα εκεί μέσα μπορούσαν να κουρνιάσουν η μαγείρισσα με όλους τους ξαδέρφους —γιατί δεν αποκλείεται, τον καιρό του μεγαλείου, να χρησίμευε το μέρος τούτο για κουζίνα και να το διαρρύθμισαν αργότερα σε κατοικία.

Ο Φίλιππος έβαλε κι έξυσαν τις ζωγραφιές απ’ το ταβάνι. Επίπλωσε το σπίτι αναπαυτικά, λίγο πιο σοβαρά παρά ό,τι έπρεπε — ίσως από αντίδραση. Προσπάθησε να δώσει μιαν εντύπωση απλότητας, όμως το απλό και το αληθινό — που ίσως να σημαίνουν την τελευταία λέξη — δεν είναι αποτέλεσμα προσπάθειας ή γνώσης μα ένα δώρο θεϊκό. Κυριαρχούσε κάποιος δισταγμός, ένα ψαχούλισμα — όχι στα γούστα, μάλλον στην ιδέα, στον προορισμό. Κάτι το ακατάληχτο. Από τον Καλόγερο του Böcklin περνούσε απότομα σ’ ένα τρικάταρτο καράβι με ορθάνοιχτα πανιά και από κει στο εκμαγείο μιας μάσκας που ο Φίλιππος την έλεγε πως είναι της αρχαίας κωμωδίας, μόλο που ο φίλος του ο Κύριλλος που γνώριζε από τέτοια (την είχε δει περαστικός, πηγαίνοντας στην Ολυμπία) επίμενε πως είναι της νεότερης. Πάνω στο τζάκι, πλάι στη φωτογραφία μιας γριούλας με φακιόλι ένα παλιό ροδίτικο κανάτι. Μα ήταν όλα ταύτα εσωτερικά.

[...] Α, όλα τούτα, ο βαθύς καναπές, οι πολυθρόνες με τα μαξιλάρια, το τραγικό χαρτί του τοίχου, τ' απαιτητικά βιβλία, οι σοφές χαλκογραφίες, εκείνο το ακεφαλο μαρμάρινο κορμί, τα βάζα όλα τούτα, όλα τούτα!... μονάχα μια εικόνα θα κρατήσει: τον Ερημίτη, τον καλόγερο που παίζει ευλαβικά βιολί κι από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάνε τ' αγγελάκια.

Έξω, η σιδερένια πόρτα του μαντρότοιχου, από μυστήρια και κλειστή που έμενε πρωτύτερα, βρισκόταν τώρα πολύ συχνά μισογυρτή. Καθένας μπορούσε να δει ελεύθερα έναν ηλιοκαμένο άντρα με γυμνό το πανωκόρμι και σάνταλα στα πόδια να σκύβει πάνω στα παρτέρια, να τα συγυρνά ή να στυλώνει τις περικοκλάδες.

Arnold Boecklin, Μοναχός, 1884, Alte Nationalgalerie, Berlin
___________________


Η συνοικία του Ορφανοτροφείου....

Τη γειτονιά την ίδια την έβλεπε πρώτη φορά. Σε καμιά γωνιά του δρόμου δεν υπάρχει πινακίδα. Κάποιος από τους γειτόνους έκανε τελευταία μια μεταγραφή στο υποθηκοφυλακείο και πληροφόρησε τους άλλους πως το δρόμο τους τον λένε οδός Ιεροθέου Αρχιεπισκόπου σε όλο του το μάκρος: από τη μικρή πλατεία Βούδη με το παλιό αρχοντικό - εκεί που βρίσκεται και η ταβέρνα του Κασάρη- ως κάτω στην παραλιακή οδό που πάει στις Ιτιές. Ωστόσο, αν ήθελε κανένας να βρει το μέρος τούτο, έπρεπε να ζητήσει τη συνοικία του Ορφανοτροφείου. Και πάλι θα ρωτούσαν: Ποιο ορφανοτροφείο, το αγροτικό;

Από τον κήπο της έπαυλης Βουδ. στο τετράγωνο των οδών Γ.Ολυμπίου, Ζαλόγγου, Σουλίου και Καποδιστρίου, 1915 
Πηγή: Τάσσος Σταθόπουλος, Patras Memories
___________________


Οδός Ιεροθέου Αρχιεπισκόπου, ένας δρόμος άδηλος, φαρδύς και σκονισμένος, σαν εξοχικός.

Η ονομασία συνοικία δεν ταιριάζει τόσο. Ούτε και προάστιο. Ένας δρόμος άδηλος, φαρδύς και σκονισμένος, σαν εξοχικός. Χωρίζει τη μεσημβρινή εσχατιά της πόλης από τα περιβόλια και από κάτι εχτάσεις που απλώνονται χορταριασμένες με δω κι εκεί ένα χαμόσπιτο ή κάποιο μαγαζάκι. Τις αυλακώνουν μονοπάτια χαραγμένα κατά το διάβα των περαστικών, έτσι, ακανόνιστα και φιδωτά, το χώμα πατημένο από βαριά ποδάρια εργατικά. Δεν είναι φρόνιμο ν' αψηφάς τα μονοπάτια τούτα και να τραβάς από τα χέρσα, γιατί λασπιάζει ο τόπος από τις βροχές και χώνεσαι στο βούρκο πάνω από τον αστράγαλο. Σαν έμπαινε η άνοιξη, θεριεύανε τα γαϊδουράγκαθα, οι τσικνίδες κι οι τριβόλοι. Σε κάθε πατημασιά κινδύνευες να ξεσκιστείς και να ματώσεις.

Την εποχή που ανθίζαν ήταν υπέροχα τα γαϊδουράγκαθα. Σαν ν' ακουμπίζαν πάνω κει πλήθος πεταλουδίτσες - λευκές, μενεξεδιές, γαλάζιες— και φτερουγίζανε μάταια να ξεφύγουν απ' τ' αγκάθια. Τα πυράχτωνε ο ήλιος, τα καμπύλωνε, μπλέκανε σχέδια — σχέδια το 'να με τ' άλλο σα φιλιγκράνι εργασμένο σε υλικό πολύτιμο που μόλις βγήκε από τη φωτιά του χρυσικού. Ένα θερμό αμάλγαμα, κοκκινωπό ακόμη σε πολλές μεριές, πυρό, με τόνους κίτρινους και ανοιχτό τριανταφυλλί εκεί που πάει να κρυώσει.

Ένα κομμάτι από το δρόμο τραβάει μέσ' από πρασινάδες γκριζωπές. Αρχίζοντας απ' τη μικρή πλατεία περνάει μπρος στα περιβόλια, συνέχεια το χτήμα του Αγροτικού Ορφανοτροφείου ώσπου να στρίψει προς το εκκλησάκι για τα ορφανά. Τα σπίτια είναι χτισμένα όπως όπως στην αντικρινή πλευρά, χαμόγια φτωχικά το περισσότερο, ασβεστωμένα παρδαλά, κεραμιδί, γαλάζιο ή ώχρα κι άλλα ίδια κατάλευκα εξωκλήσια, καθένα πλάι στο κηπάκι του.

Όπως κι αν είναι, η οδός Ιεροθέου —το μέρος τούτο μπρος στα περιβόλια - έχει μια σύσταση ξεχωριστή ολότελα. Ίσως να τη χρωστάει στο ρεύμα του ανέμου που κατεβαίνει από το βουνό — α, κάτι τρίβει ο άνεμος απ' το μυαλό του ανθρώπου, λεπταίνει ακόμη ως και τ' άψυχα.

Τις νύχτες του καλοκαιριού, όσο λουφάζ' η άλλη χώρα μέσα στην ασφυξία της μαλάτσας, εδώ φυσάει το αγέρι του βουνού και μαστιγώνει τα αίματα...

Ίσως το άλλο στοιχείο της, η σκόνη, να πρόσθετε την ξωτικιά του χάρη. Ο δρόμος τυλιγότανε μέσα σ' ένα κυματισμό από πέπλα, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις παίρνανε κάποιο περίγραμμα ρευστό, ακαθόριστο, ιδεατό —τρεμουλιαστό και ιριδισμένο καθώς οι πέτρες και τα φύκια κάτω από τη διαφάνεια της θάλασσας...


ΤΟ ΣΚΑΓΙΟΠΟΥΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΤΡΕΩΝ, δεκαετία 1960 
Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
______________________


Οι παραμέσα συνοικίες — ακόμα και οι κοντινές όπως τα Ψηλαλώνια και η οδός Τριών Ναυάρχων - διατηρούσαν μιαν ατμόσφαιρα πηχτή, χοντροκομμένη, κυβισμένη, αδρή.
Μόλις έβγαινες στο δρόμο τούτο, βρισκόσουν κιόλα σ' ένα καινούριο κλίμα ψυχικό - κάτι σαν κατανόηση, σαν άφεση αμαρτιών. Ένιωθες, προτού ακόμη τις κατατοπίσεις, να δημιουργιόνται σχέσεις αναπάντεχες, παράδοξες - και πως τα λόγια που θα μεταχειριστείς αργότερα να τις διατυπώσεις, δε θα μπορούν να ερμηνέψουν ατόφια την πραγματικότητα: κάτι σαν περιέργεια εσωτερική, σε ανισορροπία με τον τρόπο που εκφράζεται. Μιαν αρχική εντύπωση που της μαντεύεις ενδιαφέροντες εξελιγμούς - χαρούμενους ή θλιβερούς, δεν έχει σημασία. Ίσως η ποίηση να 'χει κάποιο ανάλογο ξεκίνημα.

Όλοι στη γειτονιά ζούσανε μεροδούλι μεροφάι. Εξαίρεση αποτελούσε ο κύριος Μαλιγκρόπουλος, ο τυπογράφος. Το σπίτι όπου έμενε ήταν ιδιοχτησία της γυναίκας του —παλιό και σαραβαλιασμένο, μόλις που έστεκε ορθό, μα ωστόσο ιδιοχτησία της κι έπαιρνε νοίκι από το πάνω πάτωμα.!

Την Κυριακή το απόγεμα, την ώρα που οι άλλοι καθόντανε στις πόρτες και τσάκιζαν πασατέμπο, ξεκινούσε αυτός με την γυναίκα του και με την κόρη της από ένα πρώτο γάμο —μια όμορφη ψηλή κοπέλα ως είκοσι χρονώ— και ανέβαιναν στα Ψηλαλώνια να πάρουν το γλυκό τους και ν' ακούσουν τα μεγάφωνα.


Η αρχική περίφημη σιδεριά της εξέδρας μουσικής στα Ψηλαλώνια. 
Αργότερα αντικαταστάθηκε με πρόχειρα κάγκελα.
Πηγή: Ν. Μολόχας, Οι πλατείες της Πάτρας, "συλλογές", Αργύρης Βουρνάς, Αθήνα 1998)
____________________


...μια παιδιάτικη φωνή που κάθε τόσο καλούσε...

Ωσότου βασιλέψει ο ήλιος, αντηχούσαν τα τσαπίσματα στο χτήμα του ορφανοτροφείου, μουντά, μ' επιμονή· θαρρείς το βάζαν πείσμα να μην τελειώσ' η μέρα. Στο βάθος ξεχώριζε το χτίριο, μια οικοδομή ψηλή, μακρόστενη. Τα παράθυρα χάσκαν σε τρεις σειρές πάνω στην παγωμένη εσωτερική του ερημιά. Κάτι παιδιά με ξυρισμένα τα κεφάλια τριγύριζαν απασχολημένα μέσα στο περιβόλι. Ένας άντρας χειρονομούσε σα να 'δινε διαταγές. Άλλα τέτοια κεφάλια σκύβανε πάνω στ' αυλάκια ψάχνοντας κάποιο θησαυρό. Οι αξίνες λαμπυρίζανε κοκκινωπές μέσα στη δύση, έτσι όπως σηκωνόντανε βαριές και ξανάπεφταν με ανακούφιση.
Μα ο ίσκιος μάκραινε σιγά σιγά. Όλα τούτα που έμοιαζαν εκεί, στο βάθος του περιβολιού, σαν τελευταία φωτισμένη προβολή, σκοτείνιασαν κι αφανίστηκαν. Μαζί τους πάψαν και οι θόρυβοι. Απόμεινε μονάχα μια παιδιάτικη φωνή που κάθε τόσο καλούσε από κει μέσα:

— Καλαντζόπουλόοος! Καλαντζόπουλόοος! 
 και μάκραινε όσο πήγαινε: Κα-λαν-τζό-που-λόοοος... Κα-λαν-τζό-που-λόοοος...

Ωσότου βασιλέψει ο ήλιος, αντηχούσαν τα τσαπίσματα στο χτήμα του ορφανοτροφείου... Πηγή: Εργασίες στον κήπο του ορφανοτροφείου.


[...] Κολλητά στο συρματόπλεγμα, πλάι στα κυπαρίσσια του ορφανοτροφείου, ο Σάββας λέει σε κάποιον που καθότανε κατάχαμα πίσω από κει:

— Ώχου, νυχτώνει, άργησα.

Γυρίζοντας το σούρουπο απ' της κυρίας Ελισάβετ, ξυστά στο συρματένιο φράχτη, ξαφνιάστηκε από μια φωνή πλάι στ' αυτί του:

— Βρε συ μικρέ!

Κάποιο ψηλό αγόρι στεκότανε κάτω από τα κυπαρίσσια, λίγο σκυφτό για να το παίρνει ο τόπος.

— Εσένα λέω, έλα δω.

— Τι με θες; ρώτησε ο Σάββας.

— Τίποτα, να, καμιά φορά σ' ακούω που περνάς και τραγουδάς.

— Πώς σε λένε;

— Καλαντζόπουλο.

— Α! έκανε ο Σάββας και θέλησε να φύγει. [.....]


 
«Σα γίνω ανθρακοπώλης θα γυρίζω με τη σούστα και θα τραγουδώ...»

Στα μισοσκότεινα ο Σάββας εξέταζε το μεγάλο αγόρι. Δίστασε μια στιγμή.

— Εσύ 'σαι που φωνάζουν κάθε βράδυ;

— Μίλα πιο σιγανά μην τύχει και μας πάρουν είδηση.

— Πώς είναι το μικρό σου όνομα;...

— Το μικρό μου όνομα;... Στάσου να δεις...

Θα το θυμηθεί, του λέει. Τόσα χρόνια έχει ν' ακούσει το μικρό του όνομα, του φάνηκε παράξενο τώρα που ρώτησε ο Σάββας. Είναι συνήθεια να τους φωνάζουν όλους με το παράνομα για να τους ξεχωρίζουν. Αλλιώς θα τους μπερδεύανε, γιατί όπως φαίνεται πολλά παιδιά έχουν το ίδιο όνομα.

— Το θυμήθηκα! Κωστάντζος.

Τόσα χρόνια τώρα έχει να τ' ακούσει, μα ωστόσο τ' όνομά του είναι Κωστάντζος. Είναι βέβαιος γι' αυτό.

— Πάτησα τα δεκάξι φέτος. Είμαι από τους πιο μεγάλους.


— Θα σε φωνάξουν πάλι απόψε;

Ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. Βαρέθηκε εδώ μέσα. Του χρόνου πια θα φύγει, ξεσκάλισε τα γράμματα και την κηπουρική.

— Καλά είν' εδώ δε λέω, μα ωστόσο πια βαρέθηκα.

— Θα πας στο σπίτι σου;

— Στο σπίτι μου; απόρησε ο άλλος.

— Εκεί που κάθουνται οι δικοί σου.

Μια προσπάθεια ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του αγοριού. Έξυσε το ξυρισμένο κρανίο του. Οι δικοί του;... Κάπου βέβαια θα πάει, κάπου θα τον στείλουν, το μόνο που θυμάται είναι πως βρίσκεται από μικρός εδώ, στο ορφανοτροφείο.

— Ίσως μου βρουν δουλειά σε κάποιο χτήμα. Δε λέω, είναι καλά, νά 'χει και ζωντανά το χτήμα να τα νοιάζομαι. 

— Είναι καλή δουλειά η πρεβολαροσύνη, δε σου λέω, μα θα προτιμούσα να γίνω ανθρακοπώλης.

— Καρβουνιάρης! έκανε ο Σάββας περιφρονητικά.

— Γιατί όχι; Ανθρακοπώλης. Θα γυρίζω με μια σούστα σ’ όλες τις γειτονιές.

— Από τα βαθιά του περιβολιού ακούστηκε η φωνή:

— Καλαντζόπουλόος!... Καλαντζόπουλόος!... Ο Σάββας τινάχτηκε.

— Μη σε μέλει, του κάνει ο Κωστάντζος, δε με βρίσκουν - και στάθηκε μπροστά σ' ένα κορμό κυπαρισσιού. — Δε χτύπησε ακόμα το κουδούνι για το βραδινό φαΐ. [......]

— Για δες! του λέει κι έδειξε αντίκρυ το χαμόσπιτο του Αργύρη πλάι στο περιβολάκι με τα ξυλένια κάγκελα.

Το παράθυρο είχε φωτιστεί. Μια κοπέλα έστρωνε το τραπέζι κάτω από τη λάμπα του πετρόλαδου.

— Εμείς καθόμαστε και τρώμε σ’ ένα μακρύ μακρύ τραπέζι μέσα στην αίθουσα του υπόστεγου. Τώρα είναι καλά, μα το χειμώνα κάνει κρύο. Αφού αποφάμε, τότε κρυώνομε ακόμα πιο πολύ... Πώς τη λένε; ρώτησε κοιτάζοντας το αντικρινό παράθυρο.

— Είναι η Μαρία του φιστικά.

— Το ξέρω, είναι φιστικοπώλης ο πατέρας της.

Κάθισε ακούρκουδα στο χώμα κι έγειρε το μάγουλο στην παλάμη. Μέσα στο φωτισμένο δωμάτιο πηγαινοερχότανε η Μαρία. Τα χέρια της απλωνόντανε λαμπερά πάνω απ’ το τραπέζι καθώς τό 'στρώνε και ακούμπαγε τα πιάτα. Στάθηκε μπροστά σ’ ένα κατρέφτη να διορθώσει τα μαλλιά της, έπειτα κάπου χάθηκε. Το δωμάτιο απόμεινε δίχως την παρουσία της. Μόνο η λάμπα φωτούσε πια το νταμωτό τραπεζομάντιλο.

— Είναι όμορφη, ψιθύρισε ο Κωστάντζος.

— Ναι, κούνησε το κεφάλι του ο Σάββας.

— Μιλάει με τον ανθρακοπώλη που περνάει το πρωί. Μα εκείνος δεν ξαναπερνάει πια το βραδινό. Έρχομαι τότ’ εδώ και κάθομαι.

— Είναι χλωμή. Γι’ αυτό δεν πάει πια στο εργοστάσιο να δουλέψει.

Ο Κωστάντζος έμεινε σκεφτικός. Έπειτα λέει: 

— Καλύτερα χλωμή. Τι όμορφη που θά ’ναι ξαπλωμένη μέσα στα λευκά, ίδια κερένια.

— Ναι, τότε που... Μα όχι δε θέλω να πεθάνει. Ας είναι άρρωστη, μα όχι να πεθάνει.

— Εμένα πέθανε το αδερφάκι μου, είπε ο Σάββας.

Σωπάσανε για λίγη ώρα. 

— Σα γίνω ανθρακοπώλης θα γυρίζω με τη σούστα και θα τραγουδώ. Τώρα ψέλνω στην εκκλησιά, δεν ξέρω άλλα τραγούδια. 


Ένας ορφανός μικρός στο Σκαγιοπούλειο, 1948 
 Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
_____________________


Χτύπησε το κουδούνι. Ο Κωστάντζος βγήκε από τον κρυψώνα του κι έφυγε τρέχοντας κατά κει.

Μέσα στο γυμνό υπόστεγο του ορφανοτροφείου, τα παιδιά με το ξυρισμένο κεφάλι στεκόντανε ορθά μπροστά στο πιάτο του καθένα, έξω από τους μπάγκους. Τέσσερα μακρόστενα τραπέζια πιάναν ολόκληρη την αίθουσα.

Τα παιδιά ρίχναν το βάρος του κορμιού τους πότε στο ένα πόδι, πότε στο άλλο. Στο κεφαλοτράπεζο ξεχώριζε μια θέση από τη μοναδική πετσέτα που ήτανε στρωμένη κάτω από το πιάτο αντί τραπεζομάντιλο.

— Σςςς..., έκανε κάποιο αγόρι απ' τα μεγάλα για να πάψει το μουρμουρητό καθώς κι ο κρότος από τα καρφιά των παπουτσιών πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα.

Ο επιστάτης μπήκε φουριαστός και τράβηξε κατά τη θέση όπου φάνταζε η πετσέτα.

— Καλαντζόπουλος!

— Παρών.

— Σε θέλει ο κύριος διευθυντής —τώρα, προτού καθίσεις στο τραπέζι.

Ο Κωστάντζος αργοκουνήθηκε λιγάκι έτσι ορθός στη θέση του κι έπειτα βγήκε από την αίθουσα. Ο επιστάτης μύρισε το γιασεμί που κράταγε στο χέρι.

— Μαρδώνης!

— Παρών!

— Προσευχή.

— Κύριε ημών, αξίωσον ημάς... [.....]

— ...και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν —τελείωσε την προσευχή ο Μαρδώνης.

Όλα μαζί τα χέρια σηκωθήκανε για το σταυρό. Τα παιδιά δρασκέλισαν τους μπάγκους με κάποια φασαρία και κάθισε στη θέση του καθένα.

Σε λίγο γύρισε κι ο Καλαντζόπουλος. Πριν πιάσει το πιρούνι, έριξε μια ματιά στις χούφτες του που ήτανε κόκκινες και φουσκωμένες. Τα παιδιά, τρόγυρα στο τραπέζι, αλληλοσκουντιόντανε με τους αγκώνες.


Από τα εγκαίνια του ιδρύματος (1928) Οι πρώτοι τρόφιμοι και το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του Ορφανοτροφείου 

Τη νύχτα που το'σκασε ο Καλαντζόπουλος...

Με τις δροσιές του Αυγούστου ερχόταν κάθε τόσο να κάνει τον πρωινό περίπατό του ένας ευεργέτης του ορφανοτροφείου, άνθρωπος καλοπροαίρετος, γερασμένος έμπορος και τώρα εισοδηματίας και πρόεδρος του αδελφάτου. Κουνούσε το κεφάλι σε όσα του εξηγούσε με χειρονομίες ο διευθυντής:

— Θα τσιμεντώσουμε και την ελιά, είναι ανάγκη να στερεωθεί το δέντρο γιατί με τους βοριάδες...

— Θα ’χει την ηλικία μου, ε;

— Κρατιέστε μια χαρά εσείς!... Καθώς σας έλεγα, δεν αποκλείεται να πέσει και μονάχη από το βάρος τότε που θα καρπίσει, κοιτάξτε, στο μέρος τούτο μόλις έχει τέσσερεις πόντους πάχος ο κορμός τριγύρω στην κουφάλα.

Τώρα πια παραγέρασε ο πρόεδρος, μα πέρσι ακόμα ερχόταν πιο συχνά και είχε τη μανία να παρακολουθεί το μάθημα της γυμναστικής. Καλούσε κοντά του κάποιο απ’ τα παιδιά, τό ’βαζε ανάμεσα στα σκέλια του όπως ήταν καθισμένος στην καρέκλα και το ρωτούσε πώς το λένε, αν είναι ευχαριστημένο και άλλα τέτοια. Έπειτα το χάδευε: —Μπράβο, να ’σαι καλό παιδί, και λίγο λίγο ξέσφιγγε τα σκέλια του από τα μπούτια του μικρού.

Τα παιδιά με το ξυρισμένο κεφάλι δώσ’ του και παιδεύανε τη γης και τα φυτά για ν’ αποδώσουν όσο πάει περισσότερο. Τα κρανία τους ήταν πασαλειμμένα με κάποια κίτρινη αλοιφή και γυάλιζαν στον ήλιο.

— Ναι, ναι, συμφώνησε κι ο πρόεδρος με το διευθυντή για την ελιά, βαραίνοντας το αρθριτικό του χέρι πάνω στο μπαστούνι.

Σε κάθε όμιλο που πλησιάζανε οι δυο τους, τα παιδιά σηκώνανε τη μέση από τη δουλειά και λέγανε όλα μαζί:

— Καλημέρα, κύριε.

Αποκρινόταν μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού, απορροφημένος από κάτι στον ορίζοντα, ένα σύννεφο λευκό σταματημένο πάνω στις μακρινές κορφές του Ωλένου.

— Γνωρίζετε το σύστημά μου: πειθαρχία και αυστηρότης, είπε ο διευθυντής καθώς προσπέρασαν με το αργό τους βάδισμα.

— Κάτι άλλαξε, ψιθύρισε ο γέρος. Μυρίζει κιόλα το φθινόπωρο, δε σας φαίνεται περίεργο;
Τα παιδιά ξανασκύψανε στ’ αυλάκια. Σε λίγο λέει το ένα:

— Ως φαίνεται μιλάνε για τον Καλαντζόπουλο.

Τ’ άλλα δεν το σχολίασαν. Όλα είχαν την ίδια έκφραση πάνω στο πρόσωπο, κάτι το κοπιαστικό και το συγκεντρωμένο. Το μυαλό τους δούλευε όπως αυτά που σπέρνανε ή φυτεύανε και αργούσαν ν’ αποδώσουν κι άλλα δεν έπιαναν καθόλου κι έπρεπε τότε να ξαναδουλέψουνε τη γης. Αν πήγαινε ο νούς τους, έτσι δυσκίνητος και αργός προς κάτι περασμένο, δεν βρίσκαν τίποτ’ άλλο από μια έχταση αόριστη και ισοπεδωμένη. Κάθε Κυριακή και σκόλη φορούσαν τη στολή και το πηλήκιο με το χρυσοκεντημένο Α. Ο. και όπως κατεβαίνανε δυο δυο γραμμή τη μαρμαρένια σκάλα νιώθανε την περηφάνια που νιώθουν όλοι όσοι φορούν στολή μ’ επίχρυσα κουμπιά, είτε υπηρέτες είναι είτε άλλο.

— Πόσος καιρός πάει που το ’σκασε; ρώτησε κάποιο απ’ τα παιδιά.

— Ήταν τη νύχτα εκείνη, αφού ο επιστάτης έκανε τον τελευταίο γύρο του, που ο Καλαντζόπουλος σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του. 

... Ο Καλαντζόπουλος βγήκε απ’ τον κοινό θάλαμο, έτσι ξιπόλητος, με τις χοντρομπιτζάμες από αλατζά. Πήγε να κατεβεί τη σκάλα — τη στριφτή ξυλένια σκάλα, όχι τη μαρμαρένια που χρησιμεύει για τους επισκέπτες.

— Καλαντζόπουλος! τον πρόφτασε η φωνή του επιστάτη πάνω στο σκαλί.

— Μου πονά η κοιλιά, του λέει κι εξακολούθησε να κατεβαίνει ο Καλαντζόπουλος.

Καθώς ήταν βέβαιος, η πορτούλα του υπόγειου απόμενε ξεκλείδωτη. Χώθηκε κάτω από την κληματαριά. Εδώ ήταν πληχτικά, η φουντωμένη φυλλωσιά σχημάτιζ’ ένα θόλο σκοτεινό. 'Εκανε λίγα βήματα, στενόχωρος, με ζαρωμένο κούτελο, κοίταζε χάμω και στα πλάγια, κάτι σα νά ’ψάχνε, κάτι που έλειπε και το αναζητούσε. Θυμήθηκε στο τέλος πως είχε φεγγαρόφωτο τη νύχτα εκείνη που ξανάρθε στα κρυφά όπως κι απόψε, η αχλή του φεγγαριού έγερνε από τη μια κι από την άλλη της κληματαριάς και χαμοπαίζαν αστρουλάκια μέσα στον ίσκιο που έριχνε η φυλλωσιά.

Βγήκε από κει μέσα. Ψηλά, τ’ αστέρια, είχαν τρίγυρα ένα θάμπος, έμοιαζε το καθένα με συννεφάκι φωτερό. Κάτι τους μάθαν για τ’ αστέρια μα πια δεν το θυμότανε.
Πιο κει βρισκότανε ο στάβλος. Πέρασε μπροστά του βιαστικός, γυρίζοντας το μούτρο από την άλλη.

Το φως από τα δυο φανάρια της οδού Ιεροθέου φέγγριζε ανάμεσ’ από τα κυπαρίσσια, κι αυτό συννεφιασμένο και θαμπό καθώς τ’ αστέρια.

[...] Στάθηκε κάτω από τα κυπαρίσσια και την αστροβολιά του ουρανού. Το παράθυρο του αντικρινού σπιτιού απόμενε κλειστό, δε χάραζε ούτε μιαν αχτίδα μέσ’ από τις γκρίλιες. Κι όλα τα σπίτια το ίδιο μένανε σκοτεινά. Κάποιο αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στη μπίρα του Γερόλυμου. Άνοιξε η πόρτα και ξαφνιαστήκαν μ’ ένα φως το πεζοδρόμιο και η μουριά εκεί μπροστά. Έπειτα σβήσαν τα φανάρια του αυτοκίνητου.

Πέρασαν δυο νυχτερινοί διαβάτες και κάτι λέγαν μεταξύ τους. Το παιδί κάθισε χάμω, αγκάλιασε τα γόνατα κι ακούμπησε την πλάτη του σ’ ένα κορμό. Το αντικρινό παράθυρο απόμενε κλειστό ακόμα, έτσι θ’ απόμενε ώς το πρωί. Τότε πια θ’ άνοιγε, την ώρα που κοντολογούσε να περάσει ο καρβουνιάρης.

Άρχισε να ψέλνει σιγανά, όπως εκείνος με το μαύρο ράσο που πάει πλάι στον παπά και μπρος λαμποκοπούνε τα εξαπτέρυγα στον ήλιο, που για να βγάλει τη φωνή από τα βάθια κλείνει τα μάτια του κι ανασηκώνει τα δασά του φρύδια. Και το κεφάλι τρεμουλιάζει όσο βγαίνει πιο βαθιά η φωνή...

[...] Μια πλαδαρή χλωμάδα είναι χυμένη, τ’ αστέρια πια νυστάξανε μέσα στο συννεφάκι του καθένα —κάτι τους είχε πει ο δάσκαλος γι’ αυτά μα δε θυμότανε τι ήταν. Πίσω από τα κυπαρίσσια, τα κίτρινα μεγάλα κρίνα της κολοκυθιάς ακόμη ονειρεύουνται... Το αγόρι σύρθηκε με τα γόνατα ως το μέρος που το συρματόπλεγμα είχε ξελασκάρει. Ξεγλίστρησε από κάτω. Μια τελευταία ματιά στο χτίριο, στα σπίτια, στις μουριές, και τράβηξε ολόισια προς τα χέρσα.

Γίνηκε κάποιο σούσουρο για τη φυγή του Καλαντζόπουλου. Ο διευθυντής έβγαλε λόγο στα παιδιά με θέμα την αχαριστία και είπε πως την Κυριακή στην εκκλησιά όταν θα μνημονέψει ο παπάς «και υπέρ των τροφίμων του ευαγούς τούτου ιδρύματος», ο Θεός θ’ αποστρέψει από ψηλά το πρόσωπό του από του προσώπου του αμαρτωλού. Ένα ρίγος από δέος ιερό έκανε την πέτσα των παιδιών ν’ ανατριχιάσει.


Vincent van Gogh, Orphans, 1882
___________________

Ποιος ξεπέφτει τώρα πια εδώ χάμω στο Γυρί;

Αυτό εδώ το μέρος που τ' ονόμαζαν το Γυρί, που τώρα γέμισ' εργατιά και το πλημμύρισε η προσφυγιά στα Γερανέικα και πάνω, ήταν ο περίπατος της αριστοκρατίας, η καλύτερη εξοχή. Άχτιστα όλα τούτα, δώθε από τα Ψηλαλώνια. Μόνο πέντ' έξι αρχοντικά μέσα στα περιβόλια.

— Θέλει να πει τις βίλες, εξήγησε η κυρία Βιχτωρία.

— Καταλαβαίνουν οι κύριοι... Το αρχοντικό του Βούδη στέκεται ακόμα πάνω στην πλατεία, το περιβόλι με τις μαγνόλιες και τα πεύκα. Ωχ, πώς μου θυμίζουν οι μαγνόλιες την Κεφαλλονιά.

Έμεινε σε συλλογή, κάθε τόσο ανασήκωνε τα φρύδια σα ν' απορούσε για τόσα που περάσανε και πάνε.— Μόνο το αρχοντικό του Βούδη κατοικιέται ακόμα, κι αυτό που νοίκιασες του λόγου σου, κύριε Φίλιππα.




Η βίλλα του Βουδ (1960). Μέχρι και την εποχή της επταετίας βρισκόταν στη γωνία όπου σήμερα δεσπόζει μια πολυκατοικία, ακριβώς απέναντι από την ομώνυμη πλατεία. (Πηγή:http://dete.gr)
______________________

Έπιασε πάλι τη διήγησή του. Το ορφανοτροφείο, τα χρόνια εκείνα ήταν άχτιστο ακόμα. Τ' αμάξια που ερχόντανε από την πόλη για περίπατο, φέρνανε το γύρο προς τα δω και στρίβαν κάτω δεξιά, εκεί που φτιάξαν τώρα κάτι εργοστάσια. Όχι της πιάτσας, αμάξια ιδιωτικά. Ε, σαν οδηγούσε ο κύριος Περόπουλος το εγγλέζικο αμαξάκι με τις ουγγαρέζικες φοράδες! — όλ' οι σταφιδεμπόροι τον θέλαν για γαμπρό. Μα εκείνος είχε το μάτι καρφωμένο στην Αθήνα.

— Βέβαια, έφαγε λεφτά, και ξένα και δικά του. Θα μου πεις, νά τώρα πώς κατάντησε. Λένε πως τον συντηρά ο κουνιάδος του με κάτι λίγα που του στέλνει. Τι τα θες, ήτανε αρχόντοι εκείνοι. Τον γνωρίζεις τον κύριο Περόπουλο;

— Τον κύριο πρόξενο; χαμογέλασε ο αστυνόμος με κάποια ειρωνεία. Έπειτα πήρε ύφος σοβαρό, ξερόβηξε και λέει: — Καθωσπρέπει κύριος.

Η κυρία Βιχτωρία έγνεψε του Γερόλυμου.

— Ναι, καθωσπρέπει κύριος, βεβαίωσε κι αυτός.

Λοιπόν, απ' τους παλιούς, άλλοι χάσαν τα λεφτά τους, άλλοι τα φάγαν, άλλοι φύγανε. Α, εκείνοι ξέραν να γλεντούνε με τις πριμαντόνες, πόσα και πόσ' αμπέλια πουληθήκανε! Άλλαξαν χέρια όλα τα χτήματα εδώ γύρω. Μα οι τωρινοί δεν είναι μερακλήδες, άνθρωποι χτεσινοί, τ' αφήσανε και ρέψανε. Να, μέσα στα περιβόλια φαίνουνται ακόμη κάτι ερειπωμένα αρχοντικά, ξέσκεπα, μισογκρεμισμένα, το ένα μάλιστα ίσια με τη γης, μονάχα οι μαρμαρένιες του κολόνες μείνανε από δαύτο.

— Ποιος ξεπέφτει τώρα πια εδώ χάμω στο Γυρί;


Στην εξοχή της Πάτρας γύρω στα 1920
Πηγή: Αθηνά Κακούρη, Με τα χέρια σταυρωμένα, εκδόσεις Πατάκη
____________________

Από το λιακωτό.....

Ανέβηκε στο λιακωτό. Η πολιτεία συμμαζευότανε κατσούφα και ασήμαντη μέσα στην έχταση του πρωινού. Γύρω στον τρούλο του Άγιου Αντρέα οι σκαλωσιές μοιάζουν με δεκανίκια. Πότε τον μαστορεύουν και πότε τον γκρεμίζουν κατάντησ' ένα μπετονένιο βάσανο κι αυτός κι η εκκλησιά.

—  Πάνε τριάντα χρόνια που άρχισαν να τη χτίζουν, του εξήγησε μια μέρα η κυρία Βιχτωρία. Μια χτίζουν, μια ξηλώνουν, ποτέ δε θα τελειώσει. Ας όψονται οι ντόπιοι για την κατάρα του Άγιου: πουλήσανε την κάρα του στους φράγκους.


Το 1908 θεμελιώθηκε ο ναός του Α. Ανδρέα από τον Βασιλιά Γεώργιο Α' 
Το 1934 ανυψώθηκε ο τρούλος.
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΣΟΦΤΙΑΓΜΕΝΟΣ - ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1950 - - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ WALTER SCHRODER 
 Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
________________


Η Βαράσοβα πρόφτασε να κατρεφτιστεί στο κρύσταλλο της θάλασσας ντυμένη κιόλα με τα μπλάβα της κάτω από μια γάζα τριανταφυλλιά. Σα μια παλιά φιλάρεσκη που είναι, θ' αλλάξει ακόμη ως το βράδυ ένα σωρό φορές τα πέτρινα φουστάνια της.

Μπροστά εδώ απλώνεται ο κάμπος, λιπαρός, πηχτός από αμπέλια και δεντροπερίβολα. Μια πράσινη σπατάλη. Κάποια καμπαναριά ρίχνουν ηλιοσταλάματα που οι φυλλωσιές τ' απορροφούνε και αναθρώσκει ένας φτωχικός καπνός πιο πέρα. Το χρώμα του προδίνει πως καίνε ξύλα μες στο τζάκι.

Μέσα στην τόση έχταση σκορπά η σκέψη ελεύθερη, περαστική, δίχως να επιμένει ενοχλητικά: τα τρογύρω βουνά, ηδονισμένα κάτω από τον πρωινό παρθένο ήλιο, χαμήλωσαν στην απόσταση τα διάσελα, δε φράζουνε το δρόμο να την ξαναστείλουν πίσω να πιπιλίσει το μυαλό. Μακριά, οι καρόδρομοι χύνουνται μες στον κάμπο σαν προέχταση από τα ξεροπόταμα που τυραννούνε τις πλαγιές του Παναχαϊκού. Ο κοντινός του όγκος βάραινε τη διαύγεια.

Οι πρωινοί διαβάτες λοξεύουνε πάνω στο δρόμο, ρίχνουνε μιαν υποψιασμένη ματιά στο λιακωτό και πάν' εκεί που πάνε, αναπόστρεφτοι, αναγκεμένοι, τελειωτικοί. Ακλιμάτιστος, παράταιρος ακόμη στο Γυρί μόλο που πέρασε κοντά ένας χρόνος.


Η παλαιά προβλήτα Αγ. Νικολάου, έργο του 1881. Στο άκρο ο Φάρος και ο κυματοθραύστης, έργα της ίδιας εποχής. Στο βάθος τα δυο βουνά της Αιτωλίας, η Χαλκίς (Βαράσοβα) αριστερά και ο Ταφιασσός (Παλιοβούνα) δεξιά. 
Πηγή: Λεύκωμα πόλεως Πατρών, Γεωργίου Στεφ. Τσονακίδη
________________________


Τέτοια ώρα, το βραδάκι, άρχιζε η κίνηση. Ο κοσμάκης κατέβαινε προς τα εδώ από τα Γερανέικα και την Αγία Τριάδα να κάνει τον περίπατό του γιατί ο δρόμος τούτος είναι
φαρδύς και δεντροφυτεμένος.

Από τη μια, τα κυπαρίσσια του ορφανοτροφείου, σε όλο το μάκρος του περιβολιού, πλάι το ένα στ' άλλο, άκρη άκρη, αμέσως πίσω από το συρματόπλεγμα που τα μαντρώνει. Τα «μαύρα» κυπαρίσσια, καθώς λένε. Μόνο που τούτα εδώ είναι σταχτιά και
οι χειμωνιάτικες βροχές ακόμη, που διαρκούνε μήνες, δεν καταφέρνανε ολότελα να τα ξεπλύνουν απ' τη σκόνη.

Τις μουριές, που ισκιάζουνε τα σπίτια στην αντικρινή πλευρά του δρόμου, τις ξεσκόνιζαν όπως όπως τα παιδιά ρίχνοντας πετονιές και πέτρες να κατεβάσουν μούρα.

Σκολνούσαν και τα εργοστάσια. Οι κοπέλες γύριζαν από τη δουλειά, δυο δυο, τρεις τρεις μαζί, φλυαρώντας μεταξύ τους, φτιασιδωμένες, με φουσκωμένα στήθια και ρέμπελους γοφούς.

Στις πόρτες των σπιτιών βγαίναν οι γειτόνισσες να πούνε τα δικά τους ανασαίνοντας την υγρασία που ξεθύμαινε το νοτισμένο χώμα των περιβολιών. Τα παιδιά κυλιόντανε στη σκόνη. Άλλα, παραπέρα, στήνανε καρτέρι καταμεσής του δρόμου κοιτάζοντας ψηλά και δίνανε βιτσιές του αέρα με μακριά καλάμια κυνηγώντας νυχτερίδες.



Τα χρόνια της αθωότητας


Επί φραγκοκρατίας

Κάποιο απόγεμα, τα παιδιά της γειτονιάς ξεκίνησαν απ' την πλατεία Βούδη και πήραν των ματιών τους να δουν πού θα τα βγάλει ο δρόμος ίσια που τραβάει κατά την Πάνω Χώρα. Το κάστρο δεν φαινόταν από δω, μόνο τα σπίτια που ανηφόριζαν αρκουδίζοντας. Μα το 'βλεπε καθένας από το λιακωτό του, ψηλά στο λόφο, πάνω από τα σπίτια - έτσι, τα παιδιά λογάριαζαν πως σίγουρα η ανηφοριά εκείνη θα τα 'φερνε στο κάστρο. Κάθε γιορτή επίσημη περίμεναν τις κανονιές. Άστραφτε πρώτα η λάμψη, μετρούσαν ως τα έξι - δίχως βιασύνη, όπως χτυπάει το ρολόι - κι έπεφτε η κανονιά: μπουούμ... Ο κύριος Νικολάκης τους είπε πως το κάστρο χτίστηκε πριν από πεντακόσια τόσα χρόνια.

—  Επί... επί... Στάσου να δεις πώς το 'λεγε...

—  Επί φραγκοκρατίας.


Το Φρούριο της Πάτρας - Δεκαετία 40 - Έκδοσις Κ. Σχίζας 
 Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
_________________


Τα παιδιά, σα φτάσανε στην Πάνω Χώρα, στη συνοικία του Παντοκράτορα, βγήκανε προς το πίσω μέρος, εκεί που αρχίζει πια η εξοχή και φαίνεται δεξιά ο κάμπος και ζερβά η θάλασσα κι αντίκρυ ένα δασάκι από πεύκα που οι κορφές τους ξεπροβάλλουν πίσω από ένα φρύδι χθαμαλό και το ακολουθάνε ώς κάτω μέσα στο ανακάτωμα της ρεματιάς.

Πάνω απ' το κεφάλι τους πύργωνε η γωνιά του κάστρου, το μετερίζι της μπασιάς, θεόρατη και κοφτερή σα νά 'σκιζε τον ουρανό. Κοκκίνιζε στη δύση του ήλιου, μέσ' από μιαν αψίδα φαινόταν κάποιο βάθος σκοτεινό κι από μια τρύπα πιο ψηλά πετάχτηκ' ένας ίσκιος φτερωτός και χάθηκε αθόρυβα. Το δυνατό μελτέμι σφύριζε μέσα στα χαλάσματα, δυο κυπαρίσσια γερνάνε τό 'να στο άλλο, κρυφομιλούσαν κι έπειτα χωριζόντανε γέρνοντας απ' την άλλη. Κάτι σύννεφα μαβιά σκοντάφτανε πάνω στις μολυβένιες κορυφές του Παναχαϊκού. —Ψηλά, εκεί που η γης τελειώνει κι αρχίζει ο ουρανός, κύριε Φίλιππα, του εξήγησε ο Σάββας για να καταλάβει.

Ο Θάνος, το μεγαλύτερο απ' τα παιδιά, πρότεινε τότε, έτσι, άκαρδα:

— Τι λέτε, μπαίνομε στο κάστρο;

— Ας μπούμε, είπανε κι οι άλλοι δίχως να κουνηθούν από τη θέση τους.

— Θα νυχτωθούμε, λέει τότε ο Θάνος. Νά 'ρθομε άλλη μέρα, με τον ήλιο.

Στάθηκαν για λίγο στην πλατεία του Παντοκράτορα, μπροστά στην εκκλησία. Είχαν ακούσει πως κάποτε ήταν τούρκικο τζαμί κι έπειτα που οι αρματολοί το κυρίεψαν λειτουργήθηκε στο όνομα του Παντοκράτορα. Έπιασαν τη συζήτηση. Βέβαια, ο Παντοκράτορας είναι μεγάλη εκκλησιά, ως τρεις φορές σαν τη δική τους την Αγιά-Βαρβάρα. Ναι, μα η Αγια-Βαρβάρα κάνει θάματα, ο Παντοκράτορας δεν λογαριάζεται μπροστά της.

— Τον βλέπω από το λιακωτό μας, είπε ο Σάββας. Θαρρείς πως γονατίζει ανάμεσα στα σπίτια, κάποιες φορές πως τρεμουλιάζει σα νερό, πως πάει να σαλέψει..



Ο ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ - 1931 - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ RAMILLIES 
Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
_____________________

Τα σίδερα της φυλακής είναι για...


Περισσότερο απ' όλα εκεί πάνω χαζέψανε κάποιο μεγάλο χτίριο που τα παράθυρά του ήτανε φραγμένα σταυρωτά με σίδερα. Ένας σκοπός βημάτιζε μπροστά στην πόρτα. Μέσ' από τα σίδερα κάτι χλωμές μορφές κοιτάζουνε το χρόνο χωρισμένο σε τετράγωνα.

Κάποιος τους έγνεψε στο Θάνο — στο Θάνο της κυρίας Ελένης, όχι στον άλλο, το μεγάλο Θάνο:

— Ε, παιδί, αγόρασέ μου ένα κουτί τσιγάρα — και πέρασε το χέρι του από τα κάγκελα για να του δώσει τα λεφτά. Ο Θάνος έκανε δυο βήματα να πάει πιο κοντά, μα έπειτα γύρισε απότομα και το 'βαλε στα πόδια σα να τον κυνηγούσαν. Τ' άλλα παιδιά τρέξανε το κατόπι του και τον προφτάσαν πια σαν πέρασαν και την πλατεία Βούδη, μέσα στη γειτονιά. Σταθήκανε λαχανιασμένα. Τότε ο μεγάλος Θάνος αποπήρε το μικρό:

— Τι τρόπος ήταν ο δικός σου! Μας ντρόπιασες!

Μπήκε στη μέση και ο Μάνθος:

— Βέβαια, τι ξέρεις από λεβεντιά; Έχομε κι εμείς μια ολόιδια φωτογραφία του πατέρα μου, έτσι, πίσω από ένα παράθυρο με κάγκελα, ήτανε τότε που τον πιάσανε λαθρέμπορα.

— Την είδα κι εγώ! πετάχτηκε η Αλεξάντρα που τριγύριζε κοντά τους καθώς τους βρήκε μαζεμένους. Την είδα στο καπνοπωλείο. Ξέρω κι αυτό που γράφει από κάτω: τα σίδερα της φυλακής είναι για...


Ο ψηλός πύργος του κάστρου που σώζεται Βορειοανατολικά και είναι γνωστός σαν ειρκτή λειτουργούσε ως εγκληματική φυλακή από το 1880 μέχρι το 1926. Όσο λειτουργούσαν οι φυλακές κάθε κατάδικος έφερνε από το σπίτι του τη στολή της αρεσκείας του και η εικόνα των φυλακισμένων κάθε άλλο παρά κρατούμενους θύμιζε. Η μόνη έννοια των αρχών ήταν μόνο να μην αποδράσουν οι φυλακισμένοι. 


Ο αθλητισμός, η ευγενής άμιλλα, ο στίβος ούτος....

Κάτω, τα παιδιά τρέχανε σα να θέλαν να προφτάσουν κάτι. Από τη γωνιά του ορφανοτροφείου, πάνω στο δρόμο που διασχίζει κάθετα την οδό Ιεροθέου, ξεπρόβαλε η ποδοσφαιρική ομάδα του «Παναχαϊκού Συλλόγου» επιστρέφοντας απ' την προπόνηση. Το γήπεδο βρισκότανε κάπου εκεί, ανάμεσα στα χέρσα.

Πηγαίνανε κουνώντας τα μαυριδερά τους μπράτσα, τεντωμένοι, τριχωτοί, επίφοβοι, το μούτρο τους γυαλιστερό από ιδρώτα. Οι ριγωτές φανέλες και τα κόκκινα πανταλονάκια φαντάζανε από μακριά. Περάσανε δίχως να ρίξουν ούτε μια ματιά στα κοριτσόπουλα που βγήκαν στα παράθυρα. Κάποιος με πανταλόνια γκολφ και σκούρα μπλούζα τους συνόδευε, κρατώντας το ποδόσφαιρο από το κορδόνι.

Τα παιδιά, όλα μαζί, άρχισαν να φωνάζουν χτυπώντας παλαμάκια πάνω στο ρυθμό:

— Πα-να-χαϊκός! όπως τις μέρες που παιζόταν επίσημο παιχνίδι με τον άλλο σύλλογο, τον Ολυμπιακό. Μα εκείνες ήταν οι μεγάλες δόξες και πρέπει να 'χουν τώρα υπομονή να περιμένουν την πρώτη φθινοπωρινή συνάντηση.

Τότε άδειαζε η πόλη μέσα στο Γυρί. Συρρέανε από κάθε συνοικία, πεζοί, με αμάξια, με αυτοκίνητα, πάνω σε κάρα, σε λεωφορεία, με ό,τι μέσο. Τα καφενεία, σε όλη τη διαδρομή, στολίζανε το πεζοδρόμιο με γλάστρες και στήνανε τα μεγάφωνα. Διάφορα τραγούδια και σκοποί τραβιόνταν από τα μαλλιά μέσ' από το χωνί, πάλευαν μεταξύ τους να βγάλει ο ένας τα μάτια του αλλουνού ή να τον πιάσει από το λαιμό και να τον πνίξει. Το ίδιο και οι φωνές των μικροπουλητάδων... Από το γήπεδο ερχόταν μια βουή ανάκατη.

Ξαφνικά, ξεσπούσε μια μυριόστομη κραυγή:

— Γκόολ! — και η μουσική του δήμου παιάνιζε κάποιο παλιό εμβατήριο.


ΠΓΕ-ΟΣΦΠ 2-0 (1931) 
Πηγή: http://www.paliapatra.gr/
______________________

Από νωρίς είχαν περάσει όλοι αυτοί με τα όργανά τους, δυο δυο γραμμή, σεινάμενοι κουνάμενοι, καμαρωμένοι μέσα στην κόκκινη στολή. Ένα σωρό κορδόνια και άλλα τέτοια μπιχλιμπίδια τους κρεμόντανε στο στήθος, από τη μια μασχάλη ως την άλλη. Πάνω στα πηλήκια γυάλιζαν τα χρυσά σιρίτια, τα τρομπόνια αστράφτανε στον ήλιο.

Δυο πιτσιρίκοι, το ίδιο κόκκινα ντυμένοι και χρυσά, κρατούσαν την γκρανκάσα ο ένας απ' τη μια ο άλλος απ' την άλλη, κι αυτός που πήγαινε από πίσω βάραγε κάθε τόσο για βηματισμό: μπρουμ-μπρουμ-μπρουμ, μπρουμ-μπρουμ-μπρουμ...
Μπροστά και πλάι έτρεχε η μαρίδα χοροπηδώντας με αλαλητό, πότε βαδίζανε πάνω στα χέρια, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια τους ψηλά και πότε κάναν τούμπες στον αέρα.

Στο γήπεδο γινόταν πάντα κάποιο καβγαδάκι. Σπάζανε μερικά κεφάλια, σταματούσε το παιχνίδι, σφυρίγματα, τρέχαν οι πολισμάνοι. Κάποιος απ' το συμβούλιο ανέβαινε σε μια καρέκλα:

— Ο αθλητισμός, η ευγενής άμιλλα, ο στίβος ούτος, κύριοι... Σε λίγο σφύριζε ο διαιτητής —ο ρεφερής καθώς τον λένε— και συνεχιζόταν το παιχνίδι.

Στο τέλος, όλο το πλήθος ξεχυνότανε για την επιστροφή. Τα καφενεία γεμίζανε με κόσμο. Η μουσική του δήμου έκανε πάλι την εμφάνιση της: μπρουμ-μπρουμ-μπρουμ, μπρουμ-μπρουμ-μπρουμ...

Οργίαζαν τα μεγάφωνα. Οι νικητές θριάμβευαν παρελαύνοντας με ανοιχτά αυτοκίνητα, κρεπαλιασμένοι, ρέμπελοι, αγκαλιασμένοι με παξιμάδες και φιλεναδούλες.


Γυμναστήριο Παναχαϊκού το 1904, χτισμένο σε οικόπεδο που αγοράστηκε το 1895 από τον Παναχαϊκό. Βρισκόταν στο οικόπεδο Γεωργίου Ολυμπίου, Μεσολογγίου, Καποδιστρίου και Παναχαϊκού. Πουλήθηκε το 1955 για να κατασκευάσει η Παναχαϊκή την κερκίδα στο γήπεδό της. 
 Πηγή: Σιν Πγε: Patras old photos-Πάτρα,φωτογραφίες από τα περασμένα χρόνια
______________________

«Καρβουνιάααααρήης!...»

Η Μαρία του φιστικά απόμενε ακόμα στο παράθυρο αγναντεύοντας το γυρισμό του Νεοκλή. Θα σταματούσε μια στιγμή το κάρο του και θ’ ανταλλάζανε δυο λόγια. Σήμερα τό ’χε πλύνει από την καρβουνόσκονη και κουβαλούσε κι αυτός κόσμο από τις συνοικίες με την ευκαιρία του ποδόσφαιρου. Τώρα τους πήγε πάλι πίσω μα θα γύριζε όπου να ’ναι. Από νωρίς που είχε περάσει πλατάγισε το καμουτσί του χαμογελαστός μπροστά στο σπίτι της Μαρίας. Όσο κι αν έπλυνε το μούτρο του για την περίσταση, απόμεινε ζωγραφισμένη μια μαύρη κοντυλιά μέσ’ από τα θρεμμένα ματοτσίνουρα. Το ίδιο θαρρείς η καρβουνόσκονη πως του πασπάλισε ανεξίτηλα τα χείλια και ήταν το αντρίκιο γέλιο του σαν ήλιος πάνω στο σκούρο πρόσωπο.

Περίμενε κάθε πρωί ν’ ακούσει την τραγουδιστή φωνή του: — Καρβουνιάααααρήης!... Ως είκοσι χρονώ μα τόσο άντρας, τόσο σίγουρος καθώς στεκότανε ορθός πάνω στο κάρο κρατώντας τεντωμένα τα λουριά με το ζερβί του χέρι. —Καρβουνιάααααρήης!... Ολόκληρη τη μέρα ζούσε με τη θύμησή του, μπαινόβγαινε χαρούμενη από δωμάτιο σε δωμάτιο και ούτε να βήξει μια φορά.

— Ε, γίνηκες πια καλά, της έλεγε ο πατέρας της. Οι ενέσεις ωφελήσαν, δυνάμωσε το στήθος σου.

— Πατέρα, του λέει, δε με νοιάζει να πεθάνω, θα πεθάνω ευτυχισμένη. Μόνο, μπαμπάκα μου, θα κάνεις μια τελευταία θυσία για μένα. Θα ξοδέψεις ένα πεντακοσάρικο να φέρεις και τη μουσική της δημαρχίας, να παίζει όπως παίζει πίσω από τον επιτάφιο τη μεγαλοβδομάδα. Και να με σηκώνουνε ψηλά, ξεσκέπαστη, όχι πάνω στην καρότσα...

Εκείνος γύριζε το μούτρο από την άλλη και κρυφοσκούπιζε τη μύτη του καθώς μουρμούριζε: —Ανοησίες, ανοησίες, τι λόγια είν’ αυτά!


Οι καραγωγείς του Ληξουρίου
Πηγή: Αρχείο Γεράσιμου Σωτ. Γαλανού, https://www.inkefalonia.gr/
___________

«Ασπριτζής αντί καρβουνιάρης...»

Ο Κοσμάς Πολίτης, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου και διά στόματος του ανώνυμου αφηγητή του, μας δίνει την εξέλιξη και το τέλος της ιστορίας του Νεοκλή, της Μαρίας του φιστικά, αλλά και του Καλαντζόπουλου, του τρόφιμου του Ορφανοτροφείου που το' σκασε, κατορθώνοντας να ξεφύγει από τη μοίρα που άλλοι είχαν ετοιμάσει γι΄αυτόν. 

Ο Καλαντζόπουλος αγαπούσε τη Μαρία, που ήταν άρρωστη και κινδύνευε να πεθάνει. Αυτή αγαπούσε τον Νεοκλή, τον μόνο που της ταίριαζε, καθώς γινόταν συνέχεια μαύρος από την καρβουνόσκονη. Ο έρωτας - το μόνο ισχυρό αντίδοτο στο θάνατο - σώζει τελικά τη Μαρία. Κι ίσως ο Καλαντζόπουλος, που ήθελε να γίνει καρβουνιάρης, για να μπει στη θέση του Νεοκλή, έγινε ασπριτζής, ασυνείδητα για να  κόψει κάθε δεσμό με το θάνατο.

Δεν παύει ωστόσο, ο νεαρός τρόφιμος του Ορφανοτροφείου να αποτελεί το μόνο από τα παιδιά, στο οποίο ο συγγραφέας χαρίζει την ενηλικίωση, συνυφασμένη έστω, με τον πόνο, το δάκρυ και τους συμβιβασμούς όλων των ανθρώπων του μόχθου. 

Έξω από το σπίτι του φιστικά στεκότανε ο καρβουνιάρης ξεπεζεμένος απ’ το κάρο του.

— Νεοκλή, του φώναξε ο κύριος Φαίδων, έξι τσουβάλια κάρβουνο. Και το λογαριασμό εξοφλημένο, καταλαβαίνεις, καθώς πάντα — θέλω να ειμ’ εντάξει με τη διαχείριση... Αλήθεια, να σου ευχηθώ με το καλό, και γρήγορα τα στέφανα.

— Τι, τον ρωτώ, αρραβωνιάστηκε;

— Με τη Μαρία του φιστικά, μου λέει μισοκλείνοντας το μάτι. Από τότε που... καταλαβαίνετε, αναστήθηκε η Μαρία εκεί που ήτανε του θανατά. Περίεργο πράμα η φύση!

Όπως μιλούσε, έφερνε όλη την ώρα ένα γαρίφαλο στη μύτη του.

— Το τελευταίο της εποχής, μου λέει. Σας το χαρίζω.

Το μάτι του έπαιξε για μια στιγμή κοιτάζοντας ζερβά.

— Καλαντζόπουλος!

Ένα περαστικό μεγάλο αγόρι κοντοστάθηκε.

— Εσύ ’σαι βρε! του κάνει ο κύριος Φαίδων. Τι μασκαρεύτηκες μεσημεριάτικο! Έλα δω κοντά.

Το αγόρι σίμωσε λίγο δισταχτικά.

— Τι ’ν’ αυτά, γίνηκες ασπριτζής;

Τα ρούχα του ήτανε πιτσιλισμένα με ασβέστη. Φορούσε στο κεφάλι ένα είδος χαμηλό καλπάκι φτιαγμένο από χαρτί. Πλάι στ’ αυτί μιαν άσπρη πιτσιλιά χαράκωνε το μάγουλό του.

— Καλημέρα σας, κύριε Φαίδων, χαιρέτησε το αγόρι.

— Και πώς τα πας με την καινούρια τέχνη; Πάρε παράδειγμα το Νεοκλή, έκανε παραδάκια και παντρεύεται. Τη θυμάσαι τη Μαρία; Την κόρη του φιστικά;

Ο Καλαντζόπουλος σήκωσε το χέρι με μια κίνηση αργή και σκούπιζε με το δάχτυλο την άκρια του ματιού του.

Μη! του φώναξε ο κύριος Φαίδων. Τα χέρια σου είν’ ασβεστωμένα και θα το πονέσεις. Μη! σου λέω. Να, δάκρυσε κιόλα! Πάντα ο ίδιος, ποτέ δεν άκουγες τις συμβουλές μου.

Δίχως ν’ αποκριθεί, πέρασε το χέρι του συλλογισμένος πάνω στο μάγουλό του, και όπως το κατέβαζε, το μισό του πρόσωπο παρουσιάστηκε άσπρο απ’ τον ασβέστη. Μας κοίταζε μελαγχολικά, μια τον κύριο Φαίδων μια εμένα.


«Στο πατρικό μου σπίτι, στην οδό Αράτου...»

Τράβηξε το δρόμο του δίχως ν’ αποκριθεί [ο Σάββας]. Σφιγγόταν η καρδιά του κάθε βράδυ όσο πλησίαζε η ώρα να μαζευτεί στο σπίτι. Στρώνανε μια πετσέτα στη γωνιά του τραπεζιού. Από το ανοιχτό παράθυρο μισοφωτούσε μες στην κάμαρα το ηλεχτρικό του δρόμου — στη γωνιά, δυο σπίτια παρακάτω — κι έτσι κάναν οικονομία το πετρόλαδο. Κάθε τέτοια ώρα έβλεπε τον πατέρα του. Πολλές φορές την άλλη μέρα το πρωί δεν ήτανε και τόσο βέβαιος αν τον είχε δει ψες βράδυ.

Τον έφερνε το φορτηγό αυτοκίνητο της εταιρείας και τον ξανάπαιρνε αυγή αυγή μαζί μ’ ένα μπουλούκι εργάτες. Πρωτύτερα ήταν μικροεργολάβος με καλές δουλειές μα έπειτα στραβώσανε και ζήμιωσε ο άνθρωπος. Αναγκαστήκανε τότε να πουλήσουν το σπίτι της οδού Αράτου, κοντά στο Βλατερό, και να μετακομίσουν σ’ αυτό εδώ το ανώγι με τα δυο δωματιάκια. Είχε θέα καλή, μόνο που τα παράθυρα πέφτανε βορινά, κι όπως απόμεινε ασουβάντιστο απ’ έξω κι από μέσα, ο τσατμάς ρουφούσε υγρασία.

Τώρα ο άντρας της κυρίας Θάλειας δουλεύει απλός εργάτης πάνω στο βουνό, στα υδραυλικά της εταιρείας «Γλαύκος» — μόλο που εκείνη άφηνε με τρόπο να πιστεύουν πως είν’ εργοδηγός. Μα όλοι εδώ στη γειτονιά κουνούσαν το κεφάλι και ανασηκώνανε τους ώμους.

Πριν να καθίσουν στο τραπέζι μπαινόβγαινε αμίλητος απ’ το χαγιάτι στο δωμάτιο, έτσι όπως ήρθε από τη δουλειά του λασπωμένος. Τριγύριζε αξύριστος κι αγριωπός. Ηρεμούσε μια στιγμή μπροστά στο κρεβατάκι του μωρού, σα να χαμογελούσανε τα μάτια του —το Στέλιο τον κοίμιζε η μητέρα του από νωρίς— έπειτα, έπεφτε μολυβένιος πάνω στην καρέκλα, μπροστά στο πιάτο με τη σούπα.

Κάποιες φορές, έτσι που έτρωγαν δίχως μιλιά, η κυρία Θάλεια έβγαζε ξαφνικά ένα βαθύ αναστεναγμό, απότομο σα βογκητό.

Εκείνος χτύπαγε τις κοκαλιάρικες γροθιές του πάνω στο τραπέζι:

— Τι έχεις επιτέλους!

— Τι θες να ’χω, πιάστηκε η ψυχή μου εδώ μέσα.

— Ε, που να πάρ’ η...!

Ένα βράδυ τους άκουσε να συζητούν. — Η προίκα μου, έλεγε η μητέρα του· απαιτώ μια εξασφάλιση... Και καθώς είδε πως ο Σάββας σήκωσε τα μάτια του, τον αποπήρε ζωηρά: 

— Πήγαινε γρήγορα να κοιμηθείς.


Από την επίσκεψη του βασιλιά Γεωργίου του Β’ στο υδροηλεκτρικό φράγμα Γλαύκου κατά το έτος 1937 (Δημοτική βιβλιοθήκη Πατρών) 
Πηγή: Dionissios Paschalis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
_____________________

Κάποιες φορές, ξεχώριζαν τα περασμένα μέσα στο μυαλό του Σάββα – μα τόσο αβεβαια και θαμπά που όσο τα συλλογιόταν είχε κι ο ίδιος την αμφιβολία μην ήταν όνειρο ή μήπως τα θυμάται από κάποιο παραμύθι.

– Μαμά, δεν είχαμ' ένα βάζο με ζωγραφισμένα πάνω κάτι κόκκινα πουλιά;

– Είχαμε, του αποκρίθηκε από μέσα.

– Εδώ ήταν ή στο άλλο σπίτι;

– Στο άλλο σπίτι.

Σε λίγο ξαναρώτησε:

– Και τι απόγινε, μαμά;

Εκείνη δίστασε για λίγο.

– Πήγε μαζί με τ' άλλα, του λέει στο τέλος.

Πού πήγε; Δεν κατάλαβε και ούτε τόλμησε να εξετάσει. Όχι μήπως τον μαλώσουν για την περιέργειά του, περισσότερο από ένα προαίσθημα για κάτι θλιβερό, για κάποια λύπη που ένστιχτα την ένιωθε να ξεπερνάει τα δικά του μέτρα, σα να μην ήτανε, φτιαγμένη στο ανάστημά του. Όμως, η απάντηση που έλαβε του ήταν αρκετή απόδειξη πως όλα τούτα που του ερχόντανε στο νου, κάποτε τα 'δε, κάποτε θα τα' ζησε.

Η μητέρα του λέει στις γειτόνισσες: – Στο πατρικό μου σπίτι, στην οδό Αράτου... και κουνάει το κεφάλι συγκρίνοντας το σπίτι εκείνο με το τωρινό, τις δυο καμαρούλες πάνω από το ισόγειο της κυρίας Αντρομάχης.


Αράτου και Καραϊσκάκη γωνία, με φόντο το κάστρο, 1942 (από ιταλικό περιοδικό της εποχής) Πηγή: Panagiotis Porfiropoulos, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
_____________

Ο κύριος Ντίνος «που έχει δικό του κορνιζάδικο στην οδό Ρήγα Φεραίου»

— Αδικιέσαι να ζεις έτσι αποτραβημένη, κατηχούσε [η κυρία Βιχτωρία] την κυρία Θάλεια.

Την έβιαζε να κατεβαίνει κάποτε στο μαγαζί για συντροφιά. Κάποια Κυριακή που έβγαιναν από τη λειτουργία, της γνώρισε τον κύριο Ντίνο «που έχει δικό του κορνιζάδικο στην οδό Ρήγα Φεραίου».

— Τι σύμπτωση! λέει σ’ εκείνον, και μιλημένοι να ’μαστε δε θ’ ανταμώναμε έτσι.

Ο κύριος Ντίνος είπε στην κυρία Θάλεια πως την πρόσεξε και μες στην εκκλησιά.

— Τι σύμπτωση! ξανάπε η κυρία Βιχτωρία. Βλέπεις, Θάλεια, σου μιλάει σαν αδερφός.

— Εδώ εκκλησιάζεστε; ρώτησ’ εκείνη για να μη στέκεται βουβή.

Η ενορία του, της αποκρίθηκε, είναι η Ευαγγελίστρα. —Εντούτοις, πρόσθεσε κοιτάζοντάς τη μες στα μάτια, κάτι με ώθησε να παρακολουθήσω τη θεία λειτουργία στην Αγία Βαρβάρα. Πιστεύετε τα προαισθήματα, κυρία μου;

— Όλα είναι από Θεού, παρατήρησε η κυρία Βιχτωρία, μισοκαταλαβαίνοντας τα λόγια του.

Απ’ το μυαλό της κυρίας Θάλειας πέρασε μόνο η σκέψη πως κανένας από τους δικούς της δεν την ένιωσε ποτέ. Ούτε ο άντρας της, ούτε κανένας.

— Να ’ρχεσαι να μας βλέπεις και στο μαγαζί, κύριε Ντίνο, είπε η κυρία Βιχτωρία καθώς τον αποχαιρετούσαν.

Άποψη της Ευαγγελίστριας, αρχές τού 20ου αι 
Πηγή: https://www.paliapatra.gr/
__________________


Ένα καφενείο καταμεσής της θάλασσας....

Θυμόταν ο Σάββας —πριν έρθει ακόμα το μωρό, στο άλλο σπίτι [το πατρικό της Θάλειας στην οδό Αράτου] — πως ο πατέρας του φορούσε μια χρυσή αλυσίδα στο γιλέκο, από τη μια του τσέπη ως την άλλη. Τις Κυριακές το απόγεμα κατέβαιναν οι τρεις μαζί, παίρνανε κάποιο δρόμο και φτάνανε στην παραλία. Ένα καφενείο καταμεσής της θάλασσας, μια στρογγυλή εξέδρα τρόγυρα σ' έναν πύργο. Αν δε γελιέται, είναι ο ίδιος πύργος που τον βλέπει τώρ' από μακριά, όποτε ανεβαίνει στην ταράτσα του σπιτιού.

Έτρωγαν γλυκά, έπαιζε η μουσική, περνούσαν βάρκες μες στη θάλασσα και καραβάκια με πανιά, κάτι θεόρατα βαπόρια βρισκόντανε αραγμένα εκεί πλάι. Μόνο που ώρες ώρες ερχότανε μια μπόχα σαν από ψοφίμι. — Φαίνεται πως έφτασε φορτίο με μπακαλάο, έλεγε ο πατέρας του.

Έφευγαν πια τη νύχτα, με τα ηλεκτρικά. Τέτοια ώρα περνούσε ταχτικά στην παραλία ο σιδερόδρομος, αργά αργά, μιαν ατέλειωτη γραμμή ξεσκέπαστα βαγκόνια γεμάτα με καρπούζια. Κάποιος μ' ένα φανάρι πήγαινε μπρος από τη μηχανή και παραμέριζε τον κόσμο... Θυμότανε ακόμη ο Σάββας πως μια φορά είδε το φεγγάρι να κατρακυλάει από τα σκαλιά πλάι στην εκκλησιά του Άι Νικόλα κι άλλη φορά το 'δε να μπλέκει, έτσι όπως ήτανε σα γάντζος, μες στα σκοινιά των καραβιών.


Ο παλιός Φάρος, Έκδοση ΦΩΤΟ ΣΤΟΛΙΔΗ 
Πηγή: Giannis Mylonas, Patras Memories - Αναμνήσεις απ' την παλιά Πάτρα
___________________

«Εμείς... δεν παίζομε με την τιμή μας»

Ωστόσο η κυρία Θάλεια έβαλε δικηγόρο. Αυτός ήτανε γνωστός του κύριου Μαλιγκρόπουλου. Τον έπιασε μια μέρα και του λέει, μια κι έχει επιρροή στη γειτονιά και ανακαυεύεται και στα πολιτικά, να συμβουλέψει τον άντρα της να την πάρει πίσω.

— Η υπόθεσή του είναι χαμένη, να του πεις. Δεν έχει την παραμικρή απόδειξη, πρόσθεσε κι αυτός – το ίδιο που επίμενε να κοπανά στη γειτονιά και η κυρία Βιχτωρία.[...]

Αποφασίστηκε να τον καλέσει τάχα για να πιουν ένα ποτήρι μπίρα στο μαγαζί της κυρίας Βιχτωρίας. Αυτή δεν έφερε αντίρρηση, θά ’κανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για την περίσταση. Έστειλε μάλιστα να τον φωνάξει.

Εκείνος ήρθε υποψιασμένος και κάθισε αμίλητος. Ο κύριος Μαλιγκρόπουλος δίσταζε από πού ν’ αρχίσει. Παράγγειλε τις μπίρες και όπως τις σερβίριζε η κυρία Βιχτωρία της είπε να φέρει και μία τρίτη και να καθίσει και η ίδια να τους κάνει συντροφιά.

Τότε, με την παρουσία της κυρίας Βιχτωρίας, πήρε θάρρος και μίλησε για την υπόθεση. Ο σύζυγος τον άκουσε με τη ματιά του καρφωμένη πάνω στο ποτήρι εκεί μπροστά. Μα στάθηκε αμετάπειστος. Χτύπησε τις κοκαλιάρικες γροθιές του πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού. Τι! Δεν έχει απόδειξη! Τους διηγήθηκε τις υποψίες του πάνω από δυο μήνες τώρα που σα γύριζε στο σπίτι του απ’ τη δουλειά δεν έβρισκε τη Θάλεια. Τη βραδιά εκείνη βγήκε στο δρόμο και παραφύλαγε κάθε γωνιά, πηγαινοερχότανε ώς τα Ψηλαλώνια και πάλι πίσω από τον άλλο δρόμο, την οδό Κουμανιώτη και την οδό Μεσολογγιού. Κατά τις δέκα παρά τέταρτο, την είδε νά ’ρχεται με το λεγάμενο, με το λιμοκοντόρο αυτόν που κάποτε θυμάται να τον αντάμωσ’ εδώ μέσα.

— Κυρία Βιχτωρία, είναι και φταίξιμο δικό σου να βάζεις τέτοιους τιποτένιους μέσα στο μαγαζί. Όπως κι αυτός ο κύριος Φίλιππος που όλο καλοπιάνει το μικρό. Απαγόρεψα στο Σάββα να ξαναπατήσει εκεί πέρα.

— Δεν ξέρω για τον κύριο Φίλιππο, είπε η κυρία Βιχτωρία. Είναι ξένος. Μα ο κύριος Ντίνος έχει δικό του κορνιζάδικο στην οδό Ρήγα Φεραίου. Τι λόγια είν’ αυτά που λες;

— Καλά, καλά, μπήκε στη μέση ο κύριος Μαλιγκρόπουλος, λέγε μας παρακάτω.

Κρύφτηκε πίσω από τον πλάτανο και τους είδε που σταθήκανε και γλυκοσαλιάζαν. Έπειτα χωριστήκανε και η γυναίκα του τράβηξε για το σπίτι. Απ’ το κακό του κάπνισε δυο τσιγάρα και άμα ξανάρθε πια στον εαυτό του ανέβηκε κι αυτός.

— Πού ήσουνα κι άργησες; του κάνει εκείνη. Σίγουρα σε καμιά ταβέρνα. Εκεί ξοδεύεις τα λεφτά σου!

Δεν έδωσε απόκριση. Μονάχα όπως καθίσανε οι δυο τους στο τραπέζι —ο Σάββας είχε πάει κιόλα να πλαγιάσει— τη ρώτησε αν βγήκε το απόγεμα. Πήγε ως της Τασίας, του λέει, και γύρισε νωρίς. —«Αντάμωσες κανένα;» —«Όχι, ποιον ν’ ανταμώσω;» — «Πόρνη!» της φώναξε κατάμουτρα και της ιστόρησε όσα είδε με τα μάτια του. Η Θάλεια γέλασε:

— Για τούτο κάνεις έτσι; Η Τασία ήτανε αδιάθετη, απόμεινα πιο αργά να τη γιατροπορέψω. Δε σου τό ’πα για να μην τρομάξεις. Καθώς γύριζα στο σπίτι αντάμωσα στην τύχη τον κύριο Ντίνο. Δέχτηκα να με συνοδέψει μια κι ήτανε αργά.

Τότε του ’ρθε σαν έξαψη. Την άδραξε απ’ τα μαλλιά και την γονάτισε κατάχαμα.

— Ορκίσου στην ψυχή του Στέλιου!

Η Θάλεια έβαλε τα κλάματα. Του ομολόγησε πως ο παλιάνθρωπος την κυνηγάει από καιρό, της έκανε προτάσεις κι ήθελε να της χαρίσει κι ένα ζευγάρι σκουλαρίκια. —«Πόρνη τα πήρες;» τη ρωτώ «πού τα ’χεις;» —«'Οχι, μου λέει, όχι, ψάξε με».

— Δεν είπε τίποτ’ άλλο; ρώτησε η κυρία Βιχτωρία σκουπίζοντας το κούτελο με το μαντίλι.

— Τι παραπάνω θες να πει; Σίγουρα πως κάπου τα ’κρυψε τα σκουλαρίκια. Μου ομολόγησε ακόμα πως της έκανε την παρατήρηση για τη δουλειά μου. Δεν της ταιριάζει, λέει, να ’χει άντρα ένα σκαφτιά, που πάει και ραβασάκια στον εργοδηγό...

— Το ’πε αυτό! έκανε ο κύριος Μαλιγκρόπουλος. Α, κυρία Βιχτωρία, τότε αλλάζει. Αν το ’πε αυτό...

— Τι μ’ ανακατεύεις, κύριε Αριστομένη; Βέβαια, δε λέω, ποια είναι η δουλειά του να κάνει τέτοια παρατήρηση. Ωστόσο...

— Αν το ’πε αυτό! επανέλαβε συλλογισμένος ο κύριος Μαλιγκρόπουλος.

— Αυτό με πείραξε, τι τον ενδιαφέρνουνε οι δουλειές μου;

— Βέβαια, η δουλειά του άντρα..., είπε ακόμα η κυρία Βιχτωρία.

— Ναι, μα ο δικηγόρος μιλάει για διατροφή. Το σκέφτηκες;

— Κύριε Αριστομένη, βαστώ από τη Ζάκυνθο. Αν αγαπάει τη ζωή του ο δικηγόρος...

Ο δικηγόρος, όταν ο κύριος Μαλιγκρόπουλος έδωσε λογαριασμό για το διάβημά του, χαμογέλασε:

— Θα την ξαναπάρει πίσω, κύριε Αριστομένη. Της μήνυσε προχτές πως αν γονατίσει μπρος του να του φιλήσει τα δυο χέρια και δεχτεί να πάει δούλα μες στο σπίτι, τότε... Μα εμείς, κύριε Αριστομένη, δεν τους δεχόμαστε τους όρους. Θα γυρίσομε στο σπίτι με το κεφάλι μας ψηλά. Εμείς, κύριε Αριστομένη, δεν παίζομε με την τιμή μας.


Camille Pissarro, Kneeling woman
__________

Ρεμβός μπροστά στο φυστικί σπίτι της οδού Παναχαϊκού...

Ο Φίλιππος άρχισε να σιγοσφυρίζει ένα πρελούντιο, το ίδιο που άκουγε κάθε πρωί περνώντας από την οδό Παναχαϊκού, πέρ’ από το Γυρί, λίγο πριν στρίψει για τα Ψηλαλώνια.

Ένα πρελούντιο του Chopin... Χασομερούσε, προσεχτικός ν’ ακούει, μπροστά στο σπίτι εκείνο, το βαμμένο φιστικί. Ψηλά, μέσα στην κόχη, στη μέση από τα δυο παράθυρα, το γύψινο άγαλμα κάποιου ολόγυμνου θεού. Μεριές μεριές, εκεί που είχε σπάσει ο γύψος, τ’ ακρωτηριασμένα μέλη του θεού χάσκανε κούφια, μαυρισμέν’ από τη σκόνη.

Κοντοστεκότανε πάνω στο πεζοδρόμιο, πως περιμένει τάχα το λεωφορείο. Άναβ’ ένα τσιγάρο. Από το ανοιχτό παράθυρο στάλαζαν οι νότες συλλαβίζοντας κάποιο παιδιάτικο αίσθημα. To andante... Κάποιο κοριτσόπουλο παίζει στο πιάνο — έτσι δείχνει από το μαλακό του παίξιμο, που ωστόσο τον τραβάει κρατώντας τον εκεί συγκινημένο. Κάποιο κοριτσόπουλο ασχημάτιστο ακόμη, αναπτυγμένο πρόωρα, που βασανίζει τα pedales με τα ψηλόλιγνα γαμπάκια του. Τα κόκαλα της ωμοπλάτης θα ξεπετάνε λίγο, τα στηθάκια του θ’ αρχίζουν να φουσκώνουν κάτω από το στενό φορεματάκι κι ενοχλούνε το παιδιάτικο κορμί. Το προσωπάκι του λίγο χλωμό και δίχως χαρακτήρα, καθώς συμβαίνει πάντα σε τέτοια ηλικία. Χείλια κλειστά, ματόφυλλα κατεβασμένα, μια συστολή που έχει δόση πονηριάς και υποκρισίας... Τα δάχτυλά της όλο και σκοντάφτουν πάνω στα dieses του presto — ποια ηλικία νά ’χει, δεκατριώ, δεκατεσσάρω, δεκαπέντε; Ποιος ξέρει, κάποιος νεαρός, ένα παλιόπαιδο με σπυριασμένο μούτρο, μπορεί να της ξεμυστηρεύτηκε ψες βράδυ πως την αγαπά, ίσως και να τη φίλησε — ποιος ξέρει, τα δάχτυλα που ανακατώνουν τις doubles-croches, διστάζουν μια στιγμή και πάλι ξαναρχίζουν...
Το τσιγάρο τού έκαψε τα δάχτυλα. Το πετάει κι εξακολουθεί το δρόμο του πεζός για το γραφείο, δίχως να πάρει το λεωφορείο που πέρασε στο μεταξύ.

Αν τον έβλεπε ο φίλος του ο Κύριλλος να κάθεται ν’ ακούει ένα πρελούντιο κακοπαιγμένο, ρεμβός μπροστά στο φιστικί ετούτο σπίτι!

[...] Αυτή που παίζει τα πρελούντια δεν ήτανε η κοπέλα που συνόδευε τον κύριο Νιόνιο το βραδινό εκείνο. Μα ωστόσο ήρθε στου Φίλιππου μαζί με τον πατέρα της.

— Το πιάνο που ακούτε; του λέει αυτός. Σπουδάζει πιάνο η Μπίλιω, η μικρότερή μου κόρη.

— Α, η μικρότερη σας κόρη..., και για να κρύψει την απογοήτεψη που πρόδινε ο τόνος της φωνής του, βιάστηκε να προσθέσει: 

— Έχετε και το θεό της μουσικής, το άγαλμα του Απόλλωνα.

— Του Ερμή, διόρθωσε η Κάτια. Κρατάει το κηρύκειο, δεν το προσέξατε; Αλήθεια, ξεχνάω πως τα παλιόπαιδα του σπάσανε το χέρι, τον βάλανε σημάδι με τις πέτρες.

Το μαύρισμα του γύψου πάνω στα σπασίματα μαρτυράει πως τούτο θα συνέβηκε πριν από την εποχή του Σάββα.

— Όχι το χέρι μόνο, και κάποιο άλλο μέλος του, της λέει χαμογελώντας.

— Αφού χάνετε τον καιρό σας να χαζεύετε τα άψυχα...


Άποψη της οικίας Βουρλούμη, γωνία με την οδό Αθανασίου Διάκου, 
στα Ψηλαλώνια, με το δωδεκάθεο στη στέγη. Κατεδαφίστηκε το 1969. 
Πηγή: paliapatra.gr
___________


«E, ναι , στο Ι-v-τεάλ, θα βρούμε τόσον κόσμο»

Προτείνεις ένα γύρο στην εξέδρα με την αστροφεγγιά. —  Τι κάθεσαι λες! Απόψε είναι πρεμιέρα στον κινηματογράφο. 

—  Στο Idéal;

—  E, ναι , στο Ι-v-τεάλ, θα βρούμε τόσον κόσμο. Αποφασίζεις να κλειστείς μαζί τους, να τρίψεις για δυο ώρες τους αγκώνες και τους ώμους πάνω στα ρούχα τους που κράτησαν τη μυρωδιά του μαγαζιού. Χαιρετισμοί από μακριά, γλυκοσαλιάσματα . Έπειτα, βγαίνοντας: 

—  Α, δε μπορείς να πεις, περάσαμε απόψε θαύμα!

Ο κινηματογράφος «Ιντεάλ» στην αρχική του μορφή, πριν την καταστροφική πυρκαγιά του 1932 και την ανακαίνισή του (Το τέταρτο κτίριο στο βάθος αριστερά)
Πηγή: https://www.paliapatra.gr/
_______________________

Ο κινηματογράφος «Ιντεάλ», επί της Αγίου Νικολάου 6, λειτούργησε για πρώτη φορά στις 9 Νοεμβρίου του 1914. Στο πέρασμα του χρόνου έμελλε να ανακατασκευαστεί πολλές φορές ενώ έχει καταστραφεί δύο φορές από φωτιά: Την πρώτη φορά το 1932 και την δεύτερη στην διάρκεια της κατοχής. Το 1939 ανακατασκευάστηκε σε σχέδια του Αρμένιου μηχανικού Νουμπάρ με βάση τα σχέδια που χτίζονταν εκείνη την εποχή οι κινηματογράφοι στη Γερμανία.

 Γιάννη Μουγγολιά, 100 χρόνια κινηματογράφος στην Πάτρα, 
Κινηματογραφική Λέσχη Πάτρας


Το πρόγραμμα των Θεαμάτων στις αίθουσες της Πάτρας, αρχές 1936
__________

Τα κορίτσια του μπαλέτου εδώ δίνανε τα ραντεβού τους..

Από το περιβόλι ακουγόντανε γέλια και ομιλίες. Τώρα και δυο μέρες είχε μεγάλη κίνηση, γιατί τα περισσότερα κορίτσια του μπαλέτου από το θίασο που έφερε το «Λυρικό» —το θερινό θέατρο πίσω από τα Ψηλαλώνια — είχαν νοικιάσει φτωχοκάμαρες εκεί τριγύρω.

Εδώ δινόντανε τα ραντεβού.

- Δε θα κρατήσει και πολύ, μουρμούριζε η κυρία Βιχτωρία. Η κάθε μια θα βρει και πέντε δέκα για να τη σπιτώσουν σε ξενοδοχείο.

Η Αντρομάχη διαμαρτυρήθηκε:

- Δεν έχεις δίκιο, Βιχτωρία μου. Οι θιασάρχες τους βάλανε κανονισμό: ένα μονάχα φίλο σε κάθε πολιτεία. Το πολύ δυο.


ΛΥΡΙΚΟΝ ΘΕΑΤΡΟΝ - Θερινό θέατρο που λειτούργησε από το 1930 μέχρι το 1978. Διαγωνίως του 3ου Γυμνασίου Πατρών στην οδό Βύρωνος (Τεμπονέρα) 
Πηγή: http://www.paliapatra.gr
_________________

Τώρα που μέσιαζε ο Αύγουστος.....

Τώρα που μέσιαζε ο Αύγουστος και όσο πάει ο ήλιος έρχεται κατά δω απ' το βοριά, όλο και κάτι αλλάζει και στις συνήθειες της γειτονιάς καθώς αλλάζει και στις συνήθειες του ουρανού.

Σαν πιο συμμαζεμένες οι φωνές τα βραδινά, το ίδιο τα μπράτσα και τα ξέστηθα λαιμά, η δροσερή φωνή του γιάτσου με το λινό σακάκι εξαφανίστηκε, ο άλλος με τις λεμονάδες παρουσιάστηκε μ' ένα καλάθι αραποσίτια. Καθώς τα καψαλίζει πάνω στη φουφού θαρρείς πως πέφτουνε τα πρώτα μαραμένα φύλλα...


Πωλητής καλαμποκιών (1935) 
 Πηγή: Φωτογραφίες Μνήμες Παράδοση
_________________


Η σαρδέλα φτήνυνε με τον καινούριο γόνο που μεγάλωσε, το πράμα είναι άφθονο, κάπου κάπου οι πουλητάδες ξεπέφτουν και στη γειτονιά ετούτη.


Πωλητής ψαριών( 1964) David Hurn 
Πηγή: Φωτογραφίες Μνήμες Παράδοση
___________


O βαρεκινάς απόμεινε πιστός —μα όλο ανεβάζει την τιμή:

— Τρία φράγκα η βαρεκίνα για τα ρούχα!

Περάσανε οι δρίμες και τα μερομήνια. Τα λιακωτά της γειτονιάς ανεμίζουν σημαιοστολισμένα με τα ρούχα της μπουγάδας, έτοιμα ν' αρμενίσουν μες στη γαλάζια έχταση.



«Ο Βαρκιναααάς», Πάτρα δεκαετία ΄60 
Panagiotis Porfiropoulos, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
____________


Μια νέα φαρμακώθηκε εις την Απάνω Χώρα...

Τα μελτέμια σηκώσανε τη σκόνη. Σαν ίσκιος μέσα στην ιριδισμένη καταχνιά της, ο διακονιάρης αργοσέρνει τη φωνή του ανοιγοκλείνοντας τη φυσαρμόνικα, πατημασιά πατημασιά, ψάχνοντας με το πόδι του συρτά πού να πατήσει. Κρατάει το κεφάλι γυρμένο προς τα πίσω σαν κάτι να οραματίζεται ή σα να περιμένει μια έμπνευση από τον ουρανό:

Ακούσετε να σας ειπώ
τη ρίμα που 'βγε τώρα,
μια νέα φαρμακώθηκε
εις την Απάνω Χώρα...

Η φυσαρμόνικα τον συνοδεύει μ' ένα σκοπό κλαψιάρικο. Την άνοιγε διάπλατα και όπως την ξανάκλεινε σιγά σιγά κουνώντας τα καπάκια μέσα κι έξω, βγαίνει από κει ένας λυγμός.

Η νέα αγαπά ένα νιο,
αγάπα την κι εκείνος,
η νέα ήταν έμπιστη
μα δίγνωμος εκείνος...

Οι γειτόνισσες προσέχανε το θρήνο με το κεφάλι τους γυρτό στο πλάι, μια έκφραση λυπητερή χυνότανε στα πρόσωπα σα να 'βλεπαν μπροστά τους τη φαρμακωμένη που τραγουδάει ο τυφλός.

Ένα ξυπόλητο παιδί πήγαινε πόρτα πόρτα με τεντωμένο χέρι μουρμουρίζοντας για ελεημοσύνη. Σαν ακουγότανε από μακριά ένα κάρο ή κάποιο αυτοκίνητο, έτρεχε στο ζητιάνο, τον έπιανε από το σακάκι και τον οδηγούσε να προφυλαχτεί.

— Ωχ, την άμοιρη κοπέλα, θρηνολογούσαν πίσω του οι γειτόνισσες.

Κάποια έμαθε πως τ' όνομα της φαρμακωμένης ήταν Ερωμφίλη και πως δούλευε στο μοδιστράδικο εκείνο της οδού Καραϊσκάκη που γράφει απ' έξω «Ιωάννα - Μόδες».

— Μα λέει στην Απάνω Χώρα.

— Εκεί καθότανε μα δούλευε στο μοδιστράδικο της Ιωάννας. Για να την τραγουδάει με τόσο πάθος πρέπει να 'ναι αλήθεια πως φαρμακώθηκε από έρωτα η κοπέλα.

ΠΑΤΡΑ - 1904 - Η ΚΑΤΩ ΠΟΛΙΣ , ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΔΟ ΓΡΑΒΙΑΣ ΣTHN ANΩ ΠΟΛΗ - Ο ΔΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ALEXANDER LAMONT HENDERSON / ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ.
Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
_____________________

«Κι ήρθαν οι γύφτοι οι λαλητάδες...κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι μουσικοί», Κωστής Παλαμάς


Τώρα το καλοκαίρι που οι γύφτοι σήκωσαν τα τσαντίρια τους να πάνε πιο ψηλά, πίσω από τα Καντρεάνικα, η Αλεξάντρα ξεκίνησε μια μέρα μαζί με την κατσίκα της να βρει τη γρια-Μαρούκα, τη γυφτομάνα, που είχε κρεμασμένο στο δεξί αυτί ένα χαλκά και κάπνιζε τσιμπούκι καθισμένη διπλοπόδι έξω από το τσαντίρι. Σαν έφτασαν μπροστά στις δυο συκιές, η Μπλίρα στάθηκε μεμιάς κι άρχισε να τρέμει, καθώς αντίκρισε μια πράσινη δεντρογαλιά πάνω στους κλώνους. 'Επειτα ξαναπήρε τον κατήφορο με τόση φούρια, που ξέσερνε την Αλεξάντρα και δε σταμάτησαν να ροβολάνε, μαζί με χώματα και πέτρες, παρά πιο δω απ’ τα εβραιομνήματα, κοντά στο υδραγωγείο. Έφτασε στο σπίτι αλαλιασμένη, το φουστάνι της κουρέλι απ’ τ’ αγκάθια. Ο θείος της την αποπήρε κι ετοιμάστηκε να την καταχερίσει. Μα η κυρία Ελισάβετ έπεσε μπροστά:

— Δε βλεπεις το καημένο; Του γυρίσανε τα αίματα!

Οι γειτόνισσες τρέξανε να δούνε τι συμβαίνει. Σαν κάποτε ξανάρθε η μικρή στον εαυτό της και μπόρεσε να τους μιλήσει, διηγήθηκε πως είδε πάνω στα κλωνιά το κουτσοδαιμονάκι να μετράει τα φύλλα της συκιάς.

— Το μούτρο του ήταν πράσινο, τους είπε, έβγαζε κόκκινες φωτιές από το στόμα και σφύριζε η ανάσα του σαν της οχιάς. Και είχε μαύρες βούλες πάνω στο κορμί.

Στη θύμηση αυτή, τα δόντια της χτυπούσανε κι έτρεμε το πηγούνι της.

— Χριστέ και Παναγιά, σταυροκοπήθηκε η Αντρομάχη.

Καθώς φεύγανε, λέει μιαν άλλη:

— Κατά την ιδέα μου, η Αλεξάντρα είδε τον οξαποδώ.

— Δεν μου φαίνεται παράξενο! Κρυφομιλάει στα χαλάσματα με τη γυφτολογιά. Προχτές μουρμούριζε πως μόνο η γρια-Μαρούκα μπορεί να γιάνει την τρελή.

Της έμαθαν ακόμα οι γύφτισσες να πλέκει στα μαλλιά της κόκκινα χτυπητά κουρέλια. Έβγαζε στα κρυφά ένα σπασμένο κατρεφτάκι, σάλιωνε τα δυο δάχτυλα και πάσχιζε να κατεβάσει ένα κατσαρό καταμεσής στο κούτελο.

Ungarn, Sinti und Roma beim Tanzen, 1928
__________


[...] Τώρα λοιπόν που μέσιαζε ο Αύγουστος, έκαναν και οι γύφτοι διαβήματα να στήσουν τα τσαντίρια τους κι εφέτος μέσα στο χτήμα του γιατρού. Η Αλεξάντρα θυμότανε πως πέρσι του Άι-Δημήτρη χορέψανε οι γύφτισσες κι ο γέρος έπαιζε λαούτο κι έπειτα πια, την ώρα που βασίλευε ο ήλιος, τραγούδησε η κόρη της Μαρούκας και όλα στάθηκαν τρόγυρα σα νά 'ταν ζωγραφιά. Τόσο χασομερούσε ο ήλιος που κοντά εφτά η ώρα έφεγγε ακόμα. Τότε οι γύφτισσες ανάψανε φωτιές καίγοντας τα ξερόχορτα κι έπεσε το βραδάκι μονομιάς.

Η γειτονιά έφερνε αντίδραση στην εγκατάσταση των γύφτων. Από τη δημαρχία όμως είπαν πως όλα είν' εντάξει, δεν υπάρχει λόγος, οι γύφτοι γραφτήκανε δημότες και απόχτησαν ψήφο. Αυτοί ωστόσο προτιμούσανε να καλοπιάσουν και τη γειτονιά. Κατέβηκε, λοιπόν, από τα Καντριάνικα ο ίδιος γέρος που έπαιζε λαούτο και παρουσιάστηκε στη μπίρα του Γερόλυμου. Βάζοντας το χέρι στην καρδιά —μάρτυρας του ο Θεός κι ο κύριος αστυνόμος που βριακότανε μπροστά— βεβαίωσε πως είναι ήσυχοι άνθρωποι και πως αυτός πολέμησε στο Δομοκό για την πατρίδα. Τράβηξε το πουκάμισό του μέσ' απ' το πανταλόνι κι έδειξε μια ουλή κάτω απ' το δεξί πλευρό.

Τα Καντριάνικα πήραν το όνομά τους από τα εργοστάσια μεταξιού που λειτουργούσαν εκεί κατά τη Βυζαντινή εποχή. Η λέξη είναι σύνθετη (καντρια+Ιωάννης) και σημαίνει τα εργοστάσια του Ιωάννη. Ο Ιωάννης ήταν ο γιος της ονομαστής Δανιηλίδας, αρχόντισσας των Πατρών, που έζησε τον 9ο αιώνα. 
Πηγή: http://www.thebest.gr/
___________________________

...βλέπω φαρδύ μπερντέ!

Στο μεταξύ, μεγάλοι και μικροί, βρήκαν καινούρια διασκέδαση τον Καραγκιόζη. Κάθε βραδινό γινότανε η κριτική στις πόρτες. Οι πιτσιρίκοι μάθαν το τραγούδι της αρχής, αυτό που τραγουδά ο βοηθός του καραγκιοζοπαίχτη κάνοντας τους ίσκιους να χορεύουνε πάνω στο μπερντέ ώσπου να μαζωχτεί ο κόσμος:

Οι γυναίκες βάζουνε
στα χείλια κοκκινάδι
και μ' αυτό γυρίζουνε
στο δρόμο μέρα βράδυ. — Βόλτα! Ωωχ...

— Ακούτε τα, για σας τα λέει, πειράζανε οι άντρες τις γυναίκες τους.

Θα μου βρεις και μένα μνια,
όμορφη κοπέλα νια...

Πέντε δραχμές για τους μεγάλους, δυο για τα παιδιά. Μα τούτα δεν πολυσκοτιζόντανε για είσοδο. Σκαρφάλωναν στις μουριές και από κει χαζεύανε τον Καραγκιόζη.. [...]

Το μπερντέ του Καραγκιόζη τον έστησε ο Σάμουρας. Παράτησε το καπνοπωλείο και άνοιξε τώρα τελευταία ένα καινούριο καφενείο λίγο πιο δω απ' του Χαλκωματά. Πάνω στο μπάγκο έστησε μια μικρή βιτρίνα και μέσ' από το τζάμι κόλλησε τη φωτογραφία εκείνη που τον έδειχνε πίσω από το καγκελόφραχτο παράθυρο της φυλακής. Για να ξέρουνε ποιος είναι. [....]

Πλάι εκεί βρισκότανε η μάντρα με τον Καραγκιόζη. Στην αρχή, πολλοί κουνούσαν το κεφάλι, μέσα του Αυγούστου, θ' αρχίζανε σε λίγο οι ψύχρες και τα πρωτοβρόχια. Κι έπειτα, όλος ο κόσμος μέσα στην πολιτεία είχε συνηθίσει να πηγαίνει στου Μαρούδα, εκεί που έπαιζε ολόκληρο καλοκαίρι ο φημισμένος Παναγής. Ποιος είν' αυτός ο Μπουσουλάκος από την Καλαμάτα που ρεκλαμάρει ο Σάμουρας;... Μα τούτος ήξερε διάφορα τερτίπια.

— Προχτές, τους λέει, περνούσε ο Παναγής με τη γυναίκα του από δω. Χμ —της κάνει — γυναίκα, έφτασε ο Μπουσουλάκος, δε μου πολαρέσει. Δε βαριέσαι! του λέει εκείνη... Άκου με, βρε γυναίκα, βλέπω φαρδύ μπερντέ!

Όπως κι αν είναι, πιάστηκε ο Μπουσουλάκος. Ο κόσμος έφτανε κοπαδιαστός από τις γειτονιές. Πάνω στο μπερντέ χορεύανε οι ίσκιοι.

Παντρεμένη μου μικρή,
γιατί φαίνεσαι ωχρή — Βόλτα! — Ωωχ!

— Χα-χα-χα-χα! Χι-χι-χι! ξεκαρδιζόντανε στις πόρτες οι κοπέλες.

Το θέατρο Ρεκόρ, παραστάσεις Καραγκιόζη, στην πλατεία Μαρούδα 
Πηγή: Panagiotis Porfiropoulos, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
_______________


Η τρελή της γειτονιάς...

Κάθε μέρα, την ίδια ώρα, μεσημεριάτικο, η τρελή της γειτονιάς αρχίζει το τραγούδι. Καθότανε στον άλλο δρόμο, πίσω από της κυρίας Βιχτωρίας: ένα σπιτάκι απόμερο, μοναχικό στην άκρη κάποιας μάντρας, πλάι σ’ ένα μεγάλο περιβόλι που έβγαινε ως την οδό Ιεροθέου. Είχε μετακομίσει εδώ πριν από λίγους μήνες και οι γειτόνισσες δεν πρόφτασαν καλά καλά να σχετιστούν μαζί της όταν το πήραν είδηση πως η γυναίκα υποφέρει. Την έβλεπαν συλλογισμένη, πότε πότε την ακούγανε να μιλάει μοναχή, μιαν αδιάκοπη πολυλογία που κράταγε ώρα κι αυτό συνέβαινε πολύ συχνά τις νύχτες που είχε φεγγάρι. ... Μα ωστόσο η γυναίκα φρόντιζε το σπιτικό κι έδειχνε μεγάλη αγάπη για ένα παιδάκι που έμενε μαζί της και που τη φώναζε κυρούλα.

Το πράγμα προχώρησε σιγά σιγά, ίδιο ένα ράγισμα που κάνει αθόρυβα το γύρο του δίχως ούτε καλά καλά να ξεχωρίζει. Ξάφνου, μόλις μπήκε ο Ιούνιος, άρχισε το μεσημεριάτικο τραγούδι. Ένας μονότονος σκοπός ανάκατος με λόγια κλωθογυρίζει με τη σκόνη, πάει κι έρχεται σα στοιχειωμένο ρόντο, πάντα ο ίδιος, μόνο που πότε κατακάθεται όπως εκείνη και πότε τον ξαναφουντώνει κάποιος άνεμος κρυφός. Τα λόγια της τρελής μοιάζουνε με υπερβολή αλήθειας ή με υπερβολή της φαντασίας —ίσως μια υπερβολή του λογικού. Οι άνθρωποι της γειτονιάς κουνούνε το κεφάλι: βέβαια δε μιλάει παράλογα, ωστόσο ένας με τα λογικά του δε θα μιλούσε το ίδιο. 

Με την τρελή έκαναν οι γείτονοι ό,τι περνούσε από το χέρι τους να βοηθήσουν την περίσταση. Κάποια κορφιάτισσα που ήξερε από τέτοια, έβγαλε την απόφαση πως θα ωφελούσαν οι ψυχρολουσίες. Κάθε απόγεμα, λοιπόν, φορούσαν στην τρελή μιαν άσπρη πουκαμίσα και την έφερναν κάτω από τη δημόσια βρύση. Το δέχουνταν πειθήνια και χαμογελαστή, δίχως καμιάν αντίσταση, μόνο που ανασήκωνε με τα δυο χέρια τα μαλλιά της για να μη βραχούν. Μέσα στο νερό που μαζευότανε στη γούρνα διαγραφότανε η ανάποδή της όψη, έτσι με ακαθόριστο περίγραμμα, ίδια τρεμουλιαστή ψυχή που αναριγάει.

[...] Αφού τέλειωνε η ψυχρολουσία, την ξαναπήγαιναν πομπή ως το σπίτι, μουσκεμένη καθώς ήταν, η πουκαμίσα κολλημένη πάνω στο κορμί και τα νερά να τρέχουν αυλάκια. Τα ξέπλεκα μαλλιά της ανεμίζανε γαλάζια μες στον ήλιο.

Οι γειτόνισσες έκαναν το σταυρό τους.

— Ολόιδια νεράιδα!

Τη στόλιζαν με τα καλά της και την κάθιζαν πάνω σε μια καρέκλα έξω από την πόρτα της αυλής. Το παιδί απόμενε μαζί της και της κρατούσε συντροφιά, πού και πού ανταλλάζανε δυο λόγια. Στο πρόσωπό της χυνόταν μια γαλήνη παγερή, όχι σα μια χλωμάδα, κάτι πιο παγερό ακόμη, σα να ’τανε το δέρμα της αποχρωματισμένο. Κάποτε γυάλιζαν τα μάτια της, έτσι όπως να περνούσε από το μυαλό της μια αίσθηση από πράματα παράδοξα. Ήταν πάλι στιγμές που έμοιαζε να σκύβει πάνω στον εαυτό της πασχίζοντας να καταλάβει τι είναι το παίδεμα, το ράγισμα που προχωρεί γύρω στην ύπαρξή της. 

Το δειλινό, έπαιρνε το παιδί από το χέρι να κάνουν ένα γύρο στην οδό Ιεροθέου. Όποιος την καλησπέριζε του αποκρινόταν — μόνο που είχαν τα χείλια της μια έκφραση αποκαμωμένη. Γύριζε κάθε τόσο πίσω το κεφάλι, κάπου κοίταζε με αυστηρή ματιά, θαρρείς επισκοπούσε τα πνέματα που την ακολουθάνε αθόρυβα, βήμα με βήμα, σέρνοντας μες στη σκόνη το θλιβερό μανδύα τους... Στο πέρασμα της αόρατης συνοδείας τα παιδιά παρατούσαν τις φωνές και τα τρεξίματα για μια στιγμή, την παρακολουθούσαν με το νου καθώς ξεμάκραινε. Κι έπειτα πάλι ξανάρχιζαν τα παιχνίδια.

Chaim Soutine, The Mad Woman, c.1919
_________
 
Το σπίτι εκείνο πάνω στο δρόμο των Ιτιών...

Μια Κυριακή απόγεμα η τρελή της γειτονιάς ήρθε και κάθισε στο πλάι τους, πάνω σε μια πελεκημένη πέτρα. Σα νύχτωσε ήρθε ο μικρός και την παράλαβε ήσυχα ήσυχα.

Τούτο επαναλαμβανότανε κάθε βραδινό. Πάνω στην πέτρα η τρελή δεν έβγαζε μιλιά. Τη συνηθισμένη ώρα ερχότανε και την έπαιρνε ο μικρός. Τα παιδιά τους ακολουθούσαν σε απόσταση, σα να τους χώριζε από την τρελή κάποιος επίσημος καρνάβαλος που σέρνει το μανδύα του μέσα στη σκόνη.

Το ανησυχαστικό σημάδι παρουσιάστηκε το βράδυ που σηκώθηκε η τρελή από την πέτρα που καθότανε και τράβηξε με ησυχία κατά το θέατρο του Καραγκιόζη. Την άφησαν να μπει δίχως να της ζητήσουν εισιτήριο. Είχε αρχίσει κιόλα η παράσταση, μονάχα ο μπερντές φωτούσε και πάνω στο μπερντέ ο καμπούρης ίσκιος τραγουδούσε παίζοντας κιθάρα.

Στα μισοσκότεινα, ο κόσμος δεν κατάλαβε καλά καλά τι γίνηκε, ξάφνου ακούστηκαν φωνές εκεί από πίσω, ανάκατες με το τραγούδι της τρελής... Έπειτα που συνεχίστηκε η παράσταση, σα να 'τανε ο λαιμός του Καραγκιόζη πιο λιγνός και το κεφάλι του σα να κουνούσε, σα να 'γερνε μπροστά. Είπαν πως η τρελή τον έπνιξε από ζήλεια.

Την άλλη μέρα συσκέφτηκαν οι επίτροποι της ενορίας. Αποφάσισαν να στείλουν το παιδί στο Αγροτικό, εκείνη θα την έκλειναν στο δημοτικό τρελοκομείο. Ρώτησαν κάποιο γιατρό. Ζήτησε αυτός να μάθει την περίπτωση, δε γίνηκε ανάγκη να εξετάσει την τρελή, του τα εξήγησε όλα ο κύριος Μαλιγκρόπουλος.

Για τρελοκομείο χρησίμευε κάποιο παλιό μεγάλο σπίτι πάνω στη παραλία, στο δρόμο των Ιτιών. Τα παράθυρα είχαν σιδεριές. Μα ήταν εύκολο να δεις πίσω από κει κάμποσα χλωμιασμένα μούτρα, ξεμαλλιασμένα, με απλανή ματιά. Μόνο σα μάνιαζε η θάλασσα μπροστά εκεί κι αφροκοπούσε, τότε θαρρείς το βάζαν πείσμα oι τρελοί να παραβγούν μαζί της. Ούρλιαζαν μέσα στο ζουρλομανδύα, οι φύλακες γυρνούσανε με τη μαγκούρα κι απόμεναν κλεισμένα τα παραθυρόφυλλα.


Το Άσυλο φρενοβλαβών στις Ιτιές 
Πηγή: http://lyrasi.blogspot.gr/2012/07/blog-post.html
____________

Τίποτ' άλλο δε συμβαίνει. Ευκάλυπτοι και ιτιές ξύνουνε τα ντουβάρια του σπιτιού, τα δέντρα ζούνε τ' όνειρο της τρέλας τους για ένα ξερίζωμα και μια φυγή. Ένα καμιόνι ξεφορτώνει κάρντιφ για το πλαϊνό εργοστάσιο χαρτοποιίας κι οι μαύροι άνθρωποι φτύνουνε μαύρο σάλιο, σκυφτοί, αράδα ένας ένας μέσα στο μαύρο κουρνιαχτό.

Ο μεγάλος οδυρμός, που σπάραζε η καρδιά του ανθρώπου, γίνηκε το πρωί που πήγε η κουστωδία να παραλάβει το μικρό. Ξεγελάσανε την τρελή με δόλο. Μόλις το πήρε είδηση ξέφυγε από τους δυο που την κρατούσαν κι έτρεξε να προφτάσει το παιδί. Μα είχε κλείσει πίσω του η καγκελένια πόρτα του περιβολιού και το ανέβαζαν κιόλα θριαμβευτικά τη μαρμαρένια σκάλα που πάει στα προπύλαια με τις κολόνες. Γαντζώθηκε η τρελή στα κάγκελα, έκανε τέτοιο θρήνο που ραγίσανε ως και οι πέτρες, μοιρολογούσε και σερνότανε στη γης ίδια η Παναγιά μπροστά στον επιτάφιο του γιου της...

Την αποσπάσανε με χίλια ζόρια, τη μπάσανε σ' ένα ταξί και τη μετάφεραν στο σπίτι εκείνο πάνω στο δρόμο των Ιτιών.


Το άσυλο φρενοβλαβών στις Ιτιές 
Πηγή: http://lyrasi.blogspot.gr/2012/07/blog-post.html
___________________

Πάμε περίπατο....

Μια που έλειπε, λοιπόν, η κυρία Ελισάβετ, ο Πιτσίκας βρήκε την ευκαιρία να ξεφύγει με το Σάββα.

— Πάμε περίπατο, του λέει.

Τον πήρε προς το κάτω μέρος που πάει κατά τη θάλασσα. Το κομμάτι τούτο της οδού Ιεροθέου έχει διαφορετική ατμόσφαιρα, δίχως την πρασινάδα των περιβολιών και τη μαγεία της σκόνης. Μικρομάγαζα, κρασοπουλιά, ο φούρνος, ο μπακάλης, ένα γαλατάδικο. Πιο κάτω ακόμη βαρελάδικα, μανάβικα και χασαπιά. Το χώμα είναι πατημένο και υγρό. Απ' τα τσιγκέλια κρέμουνται σφαχτάρια, τουρτουριασμένα, ολόγυμνα, μόνο μια τούφα τρίχες στην άκρη της ουράς, με την κοιλιά τους ανοιχτή και στυλωμένη μ' ένα καλαμάκι για να φαίνεται πιο μέσα η νεφραμιά. Έξω από ένα ταμπάκικο στέκουν αραδιασμένες τάβλες με καρφωμένες πάνω τις προβιές για να στεγνώνουνε στον ήλιο, τα σκέλια τεντωμένα να ζητούνε ακόμα έλεος. Κάτι νερά λιμνάζανε μπροστά εκεί. Μια ξινισμένη οσμή, στιφόπικρη, αψιά.



Εσωτερικό βυρσοδεψείου στον Άγιο Γεράσιμο, δεκαετία 1960
Πηγή: paliapatra.gr - Φωτογραφίες από την παλιά Πάτρα
_____________________

Ο Πιτσίκας με το Σάββα περάσανε τη σιδερογραμμή για να φτάσουνε στην παραλία. Εκεί κοντά φαινότανε μέσα στις φυλλωσιές η οπισθία είσοδος του σταθμού του 'Αγι-Αντρέα, μαυρισμένη από καρβουνόσκονη και λάδια.


Το αμαξοστάσιο του Αγ. Ανδρέα (Από το αρχείο του Niek Opdam στο Flickr, 1975 Πηγή: Alexios Katefidis, ‎Patras Memories - Αναμνήσεις απ' την παλιά Πάτρα
______________________

Το πρωινό είχε προχωρήσει κι η άσφαλτο της παραλίας ήτανε καφτερή κάτω απ' τις πατούσες.

— Έλα, του λέει ο Πιτσίκας. Από κει, πλάι στο γεφυράκι, περνάει το ρέμα που κατεβαίνει από την Εγλυκάδα και χύνεται στη θάλασσα. Κάτι θα καταφέρομε. [.....]

Η θάλασσα ήταν ασπριδερή, ακούνητη, μ' εδώ κι εκεί κάτι αχνάρια μπλάβα, σα να 'χανε απομείνει από ανάλαφρες πατημασιές και πλάι τους χρυσάφιζε ο ήλιος καθώς χρυσάφιζε και πάνω από τα βράχια, πάνω από το κεφάλι του ψαρά, πάνω από κάθε πλάσμα. Όλα είχαν αλαφρώσει, τριγύρω ένας αχνός, κι η γη ακόμη ανασηκωνότανε, δεν άγγιζε τη θάλασσα. Οι γλάροι σκορπίσανε ψηλά σα νά 'τανε χαρτάκια στον αέρα.

Στα ρηχά, σύρριζα στο βυθό, πέρασ' ένα ψαράκι γκριζοκίτρινο σέρνοντας πίσω ένα κοπάδι γόνο. [.......]

Από μακριά ένας γδούπος. Κάτι σα να 'πεφτε στη θάλασσα βαρύ και αντιλαλούσε. Ο Πιτσίκας αφουγκράστηκε.

—  Βολάζουνε, λέει στο Σάββα. Ρίξανε δίχτυ και βολάζουνε για να τρομάξουνε τα ψάρια να παν κατά το μέρος του διχτυού. Για τούτο δεν τσιμπάει σήμερα. Ε που να...

Μάζεψε το αρμίδι. Από μακριά ερχόταν μια γαΐτα κι αργοκαλάριζε προς τα εδώ. Κάποιος στεκόταν ορθός στην κουπαστή, τα σκέλια του ανοιχτά, σήκωνε πάνω απ' το κεφάλι του τη βολαχτήρα* , διάγραφ' ένα κύκλο με μια κίνηση πλατιά και χτύπαγε τη θάλασσα. Ίδιος αυτός που στέκεται στην πλώρη του ακάτιου πάνω στη λίμνη Αχερουσία.
Μπλουούμ..., αντιλαλούσε ο γδούπος απ' τα βαθιά.

* Η βολαχτήρα ήταν μια διάτρητη πέτρα κρεμασμένη από ένα σκοινί με την οποία χτυπούσαν οι ψαράδες την κουπαστή της βάρκας για να διώξουν τα ψάρια προς τα δίχτυα.


Σκούνες, τρεχαντήρια και βάρκες, δεμένα σε πυκνό σχηματισμό, στην ιχθυόσκαλα της Πάτρας και στο φόντο ο Άγιος Ανδρέας, στα καλούπια. (1959) 
Πηγή: Dimitris Papagiannakis‎, Patras Memories - Αναμνήσεις απ' την παλιά Πάτρα
________________________

Καρφιά πάνω στη σιδερογραμμή...

Η καινούρια διασκέδαση του Σάββα, που τη σοφίστηκε ο Πιτσίκας, ήτανε να τοποθετεί καρφιά πάνω στη σιδερογραμμή, πλαγιασμένα έτσι που η μύτη να βρίσκεται αντίθετα με τη φορά του τρένου. Έπειτα κατέβαιναν στο χαντάκι που χωρίζει τη γραμμή από τα περιβόλια και περίμεναν. Το τρένο έφτανε με βουητό, τράνταζε ο τόπος, ο μηχανοδηγός κι ο βοηθός του κατάμαυροι πάνω στη μηχανή, μιαν αστραπή από σπίθες και αχνό, έσκιζε τον αέρα σαν οριζόντια ρουκέτα και χανότανε μακριά...

Τα δυο παιδιά κρατιόντανε από το χέρι. Τρέμαν τα γόνατά τους. Αφού σκορπούσε πια ο καπνός, τότε ανάσαιναν πιο ελεύθερα. Οι μπρόκες καταντούσανε αγνώριστες πάνω στη σιδερογραμμή, λείες, πλατσουκωτές, ίδια μικρά σπαθάκια. Απόμεναν θερμές από την πίεση, γυαλιστερές, με κόκκινα σημάδια εδώ κι εκεί.



Θέλει πετονιά με αλογότριχα ο κωβιός...

Πήγανε ακόμη μια φορά στο ψάρεμα, πρωί πρωί, μόλις που έβγαινε ο ήλιος πάνω από τον Παναχαϊκό. Τους έτυχε όμως μια μεγάλη αναποδιά. Ο Πιτσίκας έβαλε στο αρμίδι πιο βαρύ μολύβι να βουλιάζει ως το βυθό, εκεί που κρύβουνται οι κωβιοί ανάμεσα στις πέτρες. Μόλις πάτωσε το δόλωμα τσιμπάει ένας κωβιός και τρέχει στο θολάμι του για να το φάει. Φαινότανε ολοκάθαρα ο πάτος, μια μια κουφάλα, οι κοκκινόμαυροι αχινιοί πάνω στις πέτρες, ένα ψάρι κόκκινο, αρματωμένο με αγκάθια σερνότανε στο βυθό κι έπειτ' απόμενε ακίνητο σα να παραμονεύει.

— Θα 'ναι σκορπίνα, είπε ο Πιτσίκας... Τράβηξε το αρμίδι να φέρει έξω τον κωβιό. Μα έμπλεξε αυτό ανάμεσα στις πέτρες και κόβεται σα να 'τανε κλωστή.

— Βρε συ, του λέει έπειτα ο πατέρας του, δε σου 'πα ένα σωρό φορές πως θέλει πετονιά με αλογότριχα ο κωβιός; Τι μου 'βαλες παράμαλλο;

Από τη μέρα εκείνη βρήκανε το μπελά τους το άλογο του μανάβη, το άλογο του Νεοκλή που δεν ξεχώριζε αν ήταν μαύρο ή άσπρο από την καρβουνόσκονη που έσερνε το αμαξάκι με τις νταμιτζάνες. Σιμώνανε με τρόπο οι δυο μικροί, τραβούσανε με δύναμη όπως τύχαινε, μια τρίχα ή πολλές μαζί απ' την ουρά, και κάναν πίσω μονομιάς για να ξεφύγουν την κλοτσιά.


Η δίκη για το «επ' αυτοφώρω»

Για κείνο το περιστατικό βούιξε η πολιτεία ολόκληρη ...Κατάφερε η αστυνομία επιτέλους κι έπιασε τη γυναίκα του έμπορου μέσα σε κάποια γκαρσονιέρα.

Ο δικηγόρος του έμπορου — λέγανε πως κι ο ίδιος ήταν σύμφωνος — φρόντισε να διαδοθεί σε ολόκληρη την πόλη πως τη μέρα εκείνη θα γινότανε η δίκη για το «επ' αυτοφώρω». Ξεσηκώθηκε λοιπόν και η γειτονιά να πάει στο δικαστήριο σέρνοντας πίσω της το παιδομάνι. Από την πόρτα της αυλής της η κυρία Ελισάβετ παρακολουθούσε με αγανάχτηση την έξοδο.

— Κανένας δε θα το κουνήσει από δω! φοβέρισε το τσούρμο της, ούτε ο Σάββας ούτε κανένας από σας!

Και όπως ο Πιτσίκας χτυπούσε χάμω τα πόδια του από το πείσμα, του άστραψ' ένα μπάτσο.

Μα όταν γυρίσανε πίσω τα παιδιά της γειτονιάς κατά το μεσημέρι, τίποτα δεν απόμεινε κρυφό. Βέβαια, δεν μπόρεσαν να τρυπώσουν μες στην αίθουσα, ούτε και στην αυλή του δικαστηρίου ή ν' ανεβούν στα σκαλοπάτια, τόσο ήτανε το πλήθος.

Μαύρισε ο δρόμος εκεί μπροστά κι ακόμη ως τα πεζοδρόμια της οδού Κορίνθου, αυτή που βγάλαν τώρα «Τετάρτης Αυγούστου». Τα παιδιά, ωστόσο, καταφέρνανε να σκαρφαλώσουν κάπου, στα κάγκελα μιας πόρτας, άλλα στα κλωνιά του πλάτανου έξω από το «Μπουγιούκ Ντερέ»* ή πάνω στις μουριές πλάι στο «Συντριβάνι».



Αρχές 20ου αιώνα: Αριστερά, Γούναρη και Κορίνθου, το «Μπουγιούκ Ντερέ» και πάνω η Οικία Χαϊδόπουλου, που στέγαζε την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. 
Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
______________


Με κόπο ανοίγανε δρόμο οι χωροφυλάκοι μέσ' από τη συρροή για να περάσουν τη γυναίκα.

Χάλαγε ο κόσμος από τα γιουχαίσματα.

— Δε ντρέπεσαι μωρή!

— Μωρή που βάζεις κοκκινάδι στο...

Φούντωσε η χλαλοή, τη φτύνανε κατάμουτρα, φώναζαν: 

— Πόρνη! Πόρνη!...

— Τι θα πει αυτό; ρώτησε ο Σάββας.

— Δεν ξέρω, φωνάζαμε κι εμείς μαζί τους: πόρνη, πόρνη!...

Πάνω σ' ένα δέντρο κάποιο παιδί από άλλη γειτονιά βάραγε μια ροκάνα, κρίμα που δε σκεφτήκαμε να πάρομε μαζί μας την τρουμπέτα του Θανάση.

'Επειτα διαδόθηκε πως θα την έβγαζαν από την πίσω πόρτα κι έτρεξε ο κόσμος κατά κει. Μα ήταν μοναχά τερτίπι, άδικα περιμένανε μια ώρα. Κάποιος φώναξε από την άκρη: — Να 'τη!

— Να 'τη! και είδαν να περνάει εν' αυτοκίνητο και μέσα μια γυναίκα με δυο χωροφυλάκους.

— Ήτανε όμορφη; ρώτησε ο μεγάλος Θάνος που δεν είχε προφτάσει να τη δει.

— Κρατούσε ένα μαντίλι μπρος στο μούτρο της.

— Τι έκανε και τη δικάσανε;

Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

— Λένε πως ήταν άτιμη και παλιοβρώμα.

*«Μπουγιούκ Ντερέ»(Το μεγάλο χαντάκι):Καφενείο που ιδρύθηκε το 1899 στο Νέο Δρόμο - όπως ονομάστηκε το 1856 η οδός Καλαβρύτων (Δ. Γούναρη από το 1934). Ήταν το μεγαλύτερο καφενείο της πόλης και στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του διέθετε στο πίσω μέρος κήπο με δέντρα. Το καφενείο ίδρυσε ο Μήτρος Παρνασσός, γνωστός παλικαράς της εποχής, "γοητευτικός αφηγητής και αστείρευτη πηγή ανεκδότων" (Πηγή: paliapatra.gr)

Η οδός Γούναρη από το ύψος της Καραϊσκάκη. Κάτω αριστερά διακρίνεται το Δικαστικό Μέγαρο, έργο του Πάνου Καραθανασόπουλου. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1926 και ολοκληρώθηκε το 1931.
Πηγή:Patras Memories - Αναμνήσεις απ' την παλιά Πάτρα
_________________________

Σ' ένα εμπορικάκι, στο πάνω μέρος της οδού Ερμού, αυτό που λένε το Μαρκάτο...

Ο κύριος Νικολάκης, ο ξερακιανός...δεν είναι και πολύ στα λογικά του ο άνθρωπος· έχει πάντα χωμένα μες στις τσέπες του βιβλία και όλο μιλάει με παροιμίες. Δεν ξέρουμε από πού βαστάει η σκούφια του· είπε της Ελισάβετ πως δουλεύει στην οδό Ερμού, ωστόσο δε μοιάζει μαγαζάτορας, φαίνεται πεινασμένος, τα πανταλόνια του κροσσιάζουνε πάνω απ' τα παπούτσια.

Η κυρία Ελισάβετ δεν το χώνευε ακόμη πως έτσι, στα καλά καθούμενα, σα με το ζόρι, της φορτώθηκε αυτός ο άνθρωπος. Αρχισε όμως να τον συμπαθά. Καθώς διηγότανε στη γειτονιά, της έκανε μεγάλη εντύπωση από την πρώτη μέρα ο ευγενικός του τρόπος. Αν ήταν η αυλή σφουγγαρισμένη, την περνούσε περπατώντας πάνω στα τακούνια, με τα μπράτσα του ανοιχτά για να κρατά ισορροπία.

–– Δεν πειράζει, κύριε Νικολάκη, πάτα γερά, θα γλιστρήσεις.

–– Παρακαλώ, με συγχωρείτε. Η καθαριότης είναι υψίστη αρετή.

Έδειχνε ως εξηντάρης. Της παρουσιάστηκε μια Κυριακή πρωί, μετά τη λειτουργία, κοντόλιγνος, χαμένος, το πετσί του κολλητό πάνω στα κόκαλα του προσώπου.

–– Επιθυμώ να ενοικιάσω ένα δωμάτιο.

Ένα δωμάτιο; Τι του 'ρθε; Ποιος τον κουβάλησ’ εδώ χάμω; ... Προτού την πάρ' η φούρια και τον ξαποστείλει, τον εξέτασε από ψηλά. Τα ρούχα του ήταν καθαρά, σιδερωμένα, μόνο που γυάλιζαν από την τριβή και φέρνανε στο πράσινο. Πάνω από τα στενά του χείλια ένα ψαλιδισμένο μουστακάκι, ξέθωρο κιτρινωπό.

–– Δε νοικιάζω δωμάτια, του αποκρίθηκε. Ποιος σας έστειλε;

Έφερε γύρω τα γέρικα ματάκια του, τ' ανασήκωσε παρακαλεστικά. Τρεμούλιαζε η φωνή του:

–– Μου αρέσει τόσο η περιοχή! Τα δύο πεύκα, η λέμβος –– κι έδειξε τη σκελετωμένη βάρκα παραπέρα.

–– Είναι κουκουναριές, του λέει.

–– Α, τόσον το καλύτερον.

Κι έπειτα, του λέει ακόμα η κυρία Ελισάβετ, αν υποθέσουμε πως τα εξοικονομά όπως όπως, τέτοιο δωμάτιο δεν κάνει για την αφεντιά του.

–– Ημπορώ να το επισκεφθώ;

Τα παιδιά τους είχαν τριγυρίσει και χαζεύανε τον αναπάντεχο επισκέπτη. Τα μέτρησε: τρία, και η Αλεξάντρα που κάπου ροβολά με την κατσίκα τέσσερα – χώρια το βυζανιάρικο στην καλαθούνα. Και η μηχανή της βάρκας –– μα πρώτα απ' όλα, βέβαια, τα παιδιά.

–– Περάστε να το δείτε.

Ήτανε στρωμένο χάμω μαλτεζόπλακες. Μια κουρελού μπρος στο κρεβάτι.

–– Λοιπόν;

–– Ευρίσκω το δωμάτιο κατάλληλον.

Συμφώνησαν την τιμή, διακόσιες δραχμές το μήνα κι ακόμη άλλες τριάντα για το σαπούνισμα κάθε φορά... Τ' αγόρια –– τ' αγόρια θα κοιμόντανε μες στην κουζίνα.

––Το όνομά σας, παρακαλώ;

–– Νικολάκης.

–– Και το επίθετο;

–– Λέγετέ με κύριο Νικολάκη, αποκρίθηκε κοφτά δίχως να επιτρέπει αντιλογία.

Ο κύριος Νικολάκης ξεκινούσε στις εφτάμιση κάθε πρωί, διακριτικός, πατώντας ακροπόδαρα ώσπου έβγαινε στο δρόμο. Από την οδό Καλαμογδάρτη, των Τριών Ναυάρχων και την οδό Υψηλάντη έφτανε κατά τις οχτώ μπροστά σ' ένα εμπορικάκι, στο πάνω μέρος της οδού Ερμού, αυτό που λένε το Μαρκάτο. Ένα μαγαζάκι με δυο μέτρα πρόσοψη και ως τέσσερα στο βάθος. Ντρίλια, σκούφοι, μπατανίες κι άλλες τέτοιες πραμάτειες.

Ήταν ο μοναδικός υπάλληλος. Κατάβρεχε το πάτωμα του μαγαζιού, το σάρωνε με τόση επιμέλεια που τον απόπαιρνε το αφεντικό ––Φτάνει πια, κύριε Νικολάκη! Να κοιτάξουμε και τη δουλειά μας!... Τον μεταχειριζόταν για θελήματα, να πάει ένα δέμα στο σταθμό, κάποιο γράμμα στο ταχυδρομείο, να κάνει κάποιο ψώνι στου μπακάλη. Τις άλλες ώρες, χειμώνα καλοκαίρι, ο κύριος Νικολάκης τις περνούσε καθισμένος πάνω σε μια καρέκλα έξω από το μαγαζί, κάτω από τα βόλτα της στοάς, κράχτης για πελατεία. Κάθε τόσο καλούσε η τρεμουλιαστή φωνή του:

–– Ορίστε, περάστε...

Τα μεσημέρια έτρωγε κάτι στο πόδι, εκεί, στο εμπορικάκι: ψωμί, καμιά σαρδέλα, λίγο τυρί. Έπειτα έβγαζε από την τσέπη του κάποιο βιβλίο και απορροφιότανε στο διάβασμα ώς τη στιγμή που ξαναγύριζε το αφεντικό. Φεύγοντας το βραδινό, περνούσε από κάποιο εστιατόριο χορτοφαγίας της οδού Κορίνθου. Ο καταστηματάρχης του έπιανε κουβέντα: 

–– Ευχαριστημένος από τις δουλειές, κύριε Νικολάκη;... Αυτός τον κοίταζε με υποψία –– μη μάντεψε το μυστικό του; –– σήκωνε το δάχτυλο σα να τον καταστούσε πιο προσεχτικό κι έκλεινε τα μάτια με το συνηθισμένο μορφασμό του:

–– Έργον ουδέν όνειδος, κύριε Θεολόγη... Έπαιρνε θέση απόμερα σε μια γωνιά. Μια σούπα, ή λίγα χόρτα, ένα ποτήρι γάλα.

Επιστρέφοντας έκανε τη στάση του μπροστά στην πόρτα του κυρίου Μαλιγκρόπουλου να παρακολουθήσει την πολιτική συζήτηση. Ποτέ δεν έλεγε δική του γνώμη. Τους μπέρδεψε όμως όταν μια φορά σηκώθηκε από την καρέκλα του και λέει: –– Res publica –– και πάλι ξανακάθισε.
Όποτε τύχαινε μαζεμένα τα παιδιά μες στην αυλή της κυρίας Ελισάβετ, τους διηγότανε την «ιστορία του γένους» ανακατώνοντας τον Μούρτζουφλο με τον Κοπρώνυμο και τους εικονοκλάστες με τον Πωγωνάτο.

Μα όταν χτυπούσε πια εννιά το ρολόι του Αι Δημήτρη (ο κατεβατός έφερνε ως εδώ τον ήχο από την Πάνω Χώρα), κλεινότανε στο δωμάτιό του ως την άλλη μέρα το πρωί.


Το Μαρκάτο σε φωτογραφία εποχής – Από την ΤΟΡ-FOTO B – περίπου 1930. 
Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
____________


Σε κάποια κλινική της οδού Αρείας...

Η κυρία Ελισάβετ απόμενε ανήσυχη, κάτι έπρεπε να γίνει με τον κύριο Νικολάκη —όχι βέβαια να τον διώξει, μόλο που είχε καταντήσει βάρος.

[...] Ωστόσο ήρθε μόνη της η λύση. Ένα πρωί ο κύριος Νικολάκης βγήκε από το σπίτι και τράβηξε να πάει στο μαγαζί, στητός καθώς και πρώτα.

— Για το Θεό! του φώναξε η κυρία Ελισάβετ κι έκανε να τον σταματήσει.

Την ησύχασε με μια χειρονομία:

— Μην ανησυχείτε, μικρός το δέμας αλλά μαχητής, και προχώρησε πάνω στο δρόμο τεντώνοντας το αδύναμο κορμί του.

Το ίδιο επαναλήφτηκε τις άλλες μέρες. Για τα θελήματα τον αντικαταστούσε τώρα κάποιος μικρανεψιός του αφεντικού του, ένα παιδί, που τον αγγάρεψε ο θείος του ωσότου ξαναρχίσουν τα μαθήματα. Έτσι ο κύριος Νικολάκης δεν έκανε άλλη δουλειά παρά να κάθεται ολημερίς κάτω από τα βόλτα και να κράζει πελατεία:

— Ορίστε, περάστε...

Είχε τελειώσει πια ο μεγάλος τρύγος. Οι χωριάτες πιάσανε λεφτά με τη σταφίδα, συρρέανε στην πολιτεία και όλο κάτι ψώνιζαν στο Μαρκάτο. Δεν απολείπαν καθημερινά τρεις τέσσερεις πελάτες μαζωχτοί στο μαγαζί. Το αφεντικό πνιγότανε στη δουλειά.

— Κύριε Νικολάκη, τον φώναξε από μέσα μια μέρα που έλειπε ο μικρός, κατέβασέ μου μια στιγμή το τρίτο τόπι, στο πάνω ράφι, εκείνο εκεί το μελτζανί. Έλα γεια σου, νεαρέ μου, του αστειεύτηκε με κέφι, χαμογελώντας στον πελάτη που περίμενε όσο καταγινότανε ο ίδιος να μπάσει το κεφάλι ενός παιδιού μέσα στο σκούφο που δοκίμαζε.

— Δε φταίει ο σκούφος, λέει στον πατέρα του παιδιού. Πρέπει να κόψει τα μαλλιά του ο μικρός, να δεις πως άμα κουρευτεί θα του πηγαίνει θαύμα.

Στο μεταξύ ο κύριος Νικολάκης ανέβαινε την ανεμόσκαλα με χέρια και με πόδια.

— Το μελτζανί, ξανάπε το αφεντικό στραβολυγγιάζοντας για να κοιτάξει στα ψηλά.

Ο κύριος Νικολάκης άπλωσε τα δυο του χέρια — σα νά ’θελε να βγάλει λόγο ή κάτι ν’ αγκαλιάσει— το κορμί του ταλαντεύτηκε για μια στιγμή δεξιά ζερβά, ολόρθο, έπειτα έγειρε μονοκόμματα κι έπεσε με το πλάι πάνω στο τραπέζι όπου ήτανε στοιβαγμένες οι πραμάτειες.

Μόνο την άλλη μέρα τον ανακάλυψε η κυρία Ελισάβετ σε κάποια κλινική της οδού Αρείας*. Δε γνώριζε και το επίθετό του. Μα κάποιος που φορούσε άσπρη μπλούζα κατάλαβε στο τέλος:

— Α, θα ’ναι ο... Ξέρεις, λέει στη νοσοκόμα, το δωμάτιο του...

— Από δω, κυρά, έκαν’ εκείνη κι έδειξε την πετρένια σκάλα που πάει στο μισοϋπόγειο. Έλα μαζί μου.

[...] η κυρία Ελισάβετ αποφάσισε να κατεβεί τη σκάλα. Κάτω, στο λίγο φως που έπεφτε από ψηλά, βρήκε μια πόρτα μισοανοιγμένη και την έσπρωξε. Στα μισοσκότεινα δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει και μεγάλα πράματα. Μα όπως μιλούσε κάποιος εκεί μέσα δε δίστασε ν’ αναγνωρίσει τη φωνή.

— Πώς πας κύριε Νικολάκη; ρώτησε σιγανά.

— Γνωρίζετε, ως βλέπω, και το όνομά μου, αποκρίθηκε η τρεμουλιαστή φωνή του.

— Γιατί σ’ έχουνε στα σκοτεινά;

— Πλειότερον φως; Όχι ακόμη, όχι ακόμη.

Μα εκείνη, ψηλαφώντας, βρήκε τον διακόπτη και τον γύρισε. Πάνω σ’ ένα στενό ντιβάνι κειτότανε ο κύριος Νικολάκης. Το μούτρο του έμοιαζε άυλο, μπορεί το φως να τό ’δείχνε τόσο αχνό, σα μετουσιωμένο. Το κορμί του διαγραφόταν σε γωνιές κάτω από τα σκεπάσματα.

— Μας διακόψατε την ομιλία, της λέει.

Έδειξε αντίκρυ του στον τοίχο ένα πίνακα μακρόστενο που εικόνιζε το σκελετό του ανθρώπου. Πιο πέρα ένας άλλος πίνακας αναπαράσταινε το ανθρώπινο κορμί γδαρμένο ζωντανό, κόκκινο σαν το κρέας του σφαχταριού.

— Τώρα που μου ομίλησε, είπε ο κύριος Νικολάκης με τα μάτια καρφωμένα πάνω στο σκελετό, είμαι πια βέβαιος πως πρόκειται περί εκείνης. Το υποψιαζόμουν και πρωτύτερα κρίνοντας από τις λαγγόνες.

Χάδεψε το χέρι της κυρίας Ελισάβετ.

—Ευχαριστώ, αγαπητή Ερσιλία, ψιθύρισε. 

Ένα δάκρυ κύλησε από το δεξί του μάτι. Έπειτα γύρισε το πρόσωπο κατά τον τοίχο και δεν της ξαναμίλησε.

Η κυρία Ελισάβετ κάθισε στο ντιβάνι, πλάι στα πόδια του κύριου Νικολάκη κι απόμεινε κοιτάζοντας το εικόνισμα πάνω απ’ το κεφάλι του.

[...] Ακουστήκανε πατήματα στη σκάλα και μια φωνή αντρίκια:

— Ποιος άναψε το φως; Δεν είπα να μην ανάβετε το φως;

Ένας γεμάτος άντρας παρουσιάστηκε στην πόρτα.

—Τι σας είναι; λέει στην κυρία Ελισάβετ δείχνοντας τον άρρωστο.

Εκείνη κόμπιασε. Είναι μόνο νοικάρης της του αποκρίθηκε στο τέλος.

— Ωραία. Δεν έχει συγγενείς;

— Δεν ξέρω να ’χει.

— Ωραία, της λέει πάλι. Οργανικά είναι σχεδόν άθικτος, καμιά θλάση δεν παρατηρήθηκε, ασήμαντες εκχυμώσεις στο δεξί ακρώμιο, στο υπερακάνθιο βοθρίο ελάχιστες αμυχές, έπεσε φαίνεται στα μαλακά. Κι έπειτα, είναι πολύ αλαφρύς ο κακομοίρης, πρόσθεσε μισοκλείνοντας το μάτι ο γιατρός — πολύ αλαφρύς, πολύ αλαφρύς. Κι έπειτα, πρόσθεσε βγαίνοντας μαζί της στο διάδρομο, πρόκειται να μεταφερθεί όπου να ’ναι από την κλινική.

— Θα μεταφερθεί! τρόμαξε η κυρία Ελισάβετ. Είναι λοιπόν του θανατά, γιατρέ μου;

Διαμαρτυρήθηκε. Φροντίζει μονάχα για το καλό του αρρώστου. Ο άνθρωπος που τον κουβάλησε με το ταξί στην κλινική πλήρωσε δυο μερών νοσήλεια και δήλωσε πως δεν ενδιαφέρνεται για παραπέρα. Κάποιο άσυλο θα τον δεχτεί, οργανικά είναι καλά, όσο μπορεί νά ’ναι καλά μετά ένα τέτοιο πέσιμο. Για το άλλο ζήτημα — κι ακούμπησε το δάχτυλό του στο κρανίο — είναι ακίνδυνος, μια ψύχωση απλή, μάλλον μια ιδεοληψία — και της γέμισε πάλι το κεφάλι με όρους επιστημονικούς, έτσι που η κυρία Ελισάβετ έφυγε μισοζαλισμένη.

Μετά απο δυο μέρες ξαναπέρασε από την κλινική, την πληροφορήσανε πως ο κύριος Νικολάκης βρίσκεται στο φτωχοκομείο.

* Οδός Αρείας είναι παλιά ονομασία της σημερινής οδού Ιωάννου Βλάχου, δηλ, η προέκταση της 25ης Μαρτίου από τη Γούναρη προς το «Γκαράζ του Δήμου» και την Τριών Ναυάρχων.

Kathe Kollwitz, Hospital Visit
__________

Στο φτωχοκομείο...

..... η κυρία Ελισάβετ πήρε μαζί της τον κύριο Κώστα να πάνε στο φτωχοκομείο. ...Βρήκανε τον κύριο Νικολάκη μέσα σε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη αδειανά κρεβάτια. Μόνο εκείνος κειτόταν στο δικό του. Μπαίνοντας στον αυλόγυρο, είδανε κάμποσα γεροντάκια, να λιάζουνται στο απάγκιο. Βασίλευε μια ησυχία εδώ πέρα, στις απάτητες παραμεριές πρασίνιζε το χορταράκι καθώς και μες στη στέρνα που απόμενε ξερή και είχε χορταριάσει. Κάπου απ' έξω ένα μακρύ κλωνί τριανταφυλλιάς καβάλησε τον τοίχο της αυλής, έπεφτε ως κάτω και σερνότανε σε μάκρος πάνω στην πατημένη γης.

— Είναι όμορφα, είπε ο κυρ-Κώστας κι έδειξε τη μοναδική ανθισμένη μπαμπακούλα πλάι στην είσοδο του χτιρίου.

— Κυρία Ελισάβετ, μου περνάει μια ιδέα, στην ηλικία μου ένας άνθρωπος... Το λέω έτσι, όχι πως θα το κάνω, γιατί θα τους κακοφανεί στην Τράπεζα να μάθουνε πως εγώ, ένας παλιός κλητήρας κατάντησα σ' ένα φτωχοκομείο... Μου δίνουνε τη σύνταξη για να κρατήσω αξιοπρέπεια, μου το 'πε ο κύριος διευθυντής. Ωστόσο θα ξενοιάζαμ' εδώ μέσα, κι εγώ και η κορούλα μου...

Μέσα στην αίθουσα με τ' αδειανά κρεβάτια ο κύριος Νικολάκης μιλούσε μοναχός του. Τα μάτια του απομένανε μισάνοιχτα, πάνω στο μούτρο του αναπαυότανε η γαλήνη. Μόνο τα χείλια του αναδευότανε ακατάπαυτα σ' ένα μουρμουρητό. Μα ούτε λέξη δεν ξεχώριζες.

Το μαξιλάρι βαθούλωνε κάτω από το κεφάλι του ανασηκωμένο από τη μια μεριά κι από την άλλη. Έξω από την κουβέρτα το ένα του μπράτσο απόμενε σαν κοιμισμένο κατά μάκρος του κορμιού.

Από τ' ανοιχτά παράθυρα έμπαινε ο ήλιος χασομερώντας πάνω στις καφετιές κουβέρτες υπογραμμίζοντας εδώ ένα λεκέ, αλλού μια τρύπα ή ένα ξέφτι. Οι ασβεστωμένοι τοίχοι παίρνανε μια κιτρινωπή γυαλάδα.[ ....... ]

Ο ήλιος όλο και λάξευε στενεύοντας πάνω στον ξεγδαρμένο τοίχο, κάνοντας ολοένα πίσω να ξεφύγει απ' το παράθυρο. Η κυρία Ελισάβετ αναστέναξε [...] κι απόμενε με τη ματιά της καρφωμένη έξω απ' το παράθυρο. Μια φοινικιά λιαζόταν στο απόμακρο τριγυρισμένη από λοξά γλιστρήματα χελιδονιών — αλήθεια, τούτα θα φύγουνε σε λίγο, θα 'ρθουνε όπου να 'ναι τα λελέκια να τα πάρουν στο ταξίδι για τα μέρη εκείνα, που χτίζουνε τις φωλιές τους το Γενάρη.

Το Πτωχοκομείο Πατρών "Ο Απόστολος Ανδρέας".Συστάθηκε το 1876. Το 1906 μεταστεγάστηκε στα κτίρια της Ακτής Δυμαίων. 
Πηγή:paliapatra.gr 
____________

Η κυρία Ελισάβετ θυμόταν πάλι τα σκυλιά του δρόμου. Κάτι αναδευότανε μες στο μυαλό της, κάτι δεν καταλάβαινε γιατί όλη την ώρα έκανε μια χειρονομία όπως ν' απορούσε. Στο τέλος αναστέναξε άλλη μια φορά κουνώντας το κεφάλι. Τι τριγυρνά μέσα στο νου του κύριου Νικολάκη όσο παραμιλάει;

Άγγιξε τον ώμο του κυρ-Κώστα που είχε αποκοιμηθεί κι αυτός.

— Πάμε, του λέει.

Στους διαδρόμους είχε κάποια κίνηση. Τα γεροντάκια παράτησαν την αυλή και μπαίναν μέσα ένα ένα. Κοιτάζονταν μεταξύ τους με ύπουλες ματιές, γεμάτες αμοιβαία υποψία. Στην είσοδο της μάντρας ο φύλακας τα 'χε με κάποιον ασπρομάλλη:

— Δε ντρέπεσαι να 'ρχεσαι τέτοια ώρα; Γουρσούζη! Αφιλότιμε! Παίρνεις άδεια για έξοδο και πας και ζητιανεύεις! Ριζίλεψες το ίδρυμα! Μωρέ αλλού αυτά, μην κλαψιαρίζεις άδικα —σήμερα το πρωί δεν ήσουν στην πλατεία Όλγας και άπλωνες το χέρι; Θα κάνω αναφορά να σε πετάξουν από δω!

— Κύριε φύλακα, με διαβάλανε, με διαβάλανε σου λέω, και αυλακώνανε τα δάκρυα τα μάγουλα του γέρου.



Francisco Goya, Beggar with a Staff in His Right Hand
____________________


Με το γριγρί, ανάμεσα ουρανό και θάλασσα...

Ως την ώρα που το γριγρί σταμάτησε στην Κάτω Αχαγιά, δεν είχαν ανταλλάξει πολλά λόγια. Στην αβάλη τους περιμένανε οι βάρκες με τις λάμπες, η μια δεμένη πίσω από την άλλη. Το χωριό με το καμπαναριό του επισκοπούσανε από ψηλά, μέσ' από τα πεύκα, τα ψαράδικα σπιτάκια σκόρπια πάνω στη σπανή ακρογιαλιά. Τα κεραμίδια τους ήτανε πετρωμένα για τον άνεμο. Πέντ' έξι ψαράδες τριγύριζαν. Κρεμασμέν' από μια μάντρα φτιαγμένη με παλούκια, στεγνώνανε τα δίχτυα. Πλάι εκεί άναβε η πυροστιά και μια κοπέλα κάτι ανακάτωνε, μ' ένα ραβδί μες στο καζάνι.

— Βράζουν πιτύκι για να βάφουνε τα δίχτυα, εξήγησε ο κύριος Σκλέμπος, ο διευθυντής της φάμπρικας.




Οι λαμπαδόροι μπαίνανε κιόλα μέσα στη γαΐτα ο καθένας. Το τσούρμο φόρτωσε τα δίχτυα. Η μηχανή κλοτσούσε ξεθυμαίνοντας πετρόλαδο. Κατά τις τρεις η ώρα σαλπάρησε το τρεχαντήρι σέρνοντας πίσω του ολάκερη νηοπομπή, τις πέντε βάρκες με τις λάμπες και το πισινό καΐκι. Τέλος Σεπτέμβρη, ο ήλιος της ισημερίας κρατούσε ακόμη δυνατός. Γυρμένος λίγο στη νοτιά, σκάλιζε τώρα τ' ακρογιάλια πιο βαθιά, τα χρώματα που είχαν ξεθωριάσει με το μεγάλο καλοκαίρι παίρνανε πάλι μια καινούρια ένταση, απλωνότανε ρευστά, κυλούσανε κι άλλαζαν τόνο κάθε τόσο.

Πλάι στα βραχάκια μαρμάριζε διάφανα ο βυθός στρωμένος με κοχλίδια. Το κύμα πασπάλισε την πέτρα με άσπρη αλισάχνη και στα σύρριζα, εκεί που όλο τη γλύφει, τη σκέπασε με χνούδι πράσινο γυαλιστερό.

Μακριά, οι γυναίκες χασομερούσανε ακόμη στην ακροθαλασσιά, κάτι καταπιανόντανε. Ο αχνός ανέβαινε λοξός απ' το καζάνι πάνω στην πυροστιά. [ .......]




Πλησιάζανε στον Άραξο. Το τρεχαντήρι, τραβώντας πίσω του τη συνοδεία, έκανε πιο δεξιά. Διαταγή απ' το λιμεναρχείο γιατί οχύρωναν το ακρωτήρι και ήταν απαγορεμένη ζώνη. Κάτι φαινότανε στο μάκρος, ο καπετάν Βελέντζας είπε κιόλα πως ξεχωρίζει τα κανόνια, προσπαθήσανε κι οι άλλοι να τα δουν μα δεν το καταφέρνανε. [......]

Το ντούκου ντούκου της μηχανής δεν ακουγόταν. Έτσι το πήραν είδηση πως είχαν σταματήσει καταμεσής της θάλασσας. Είχε πέσει ο άνεμος μα η ρεστία σκαμπανέβαζε το τρεχαντήρι και πίσω του χοροπηδούσανε οι δεμένες βάρκες. Λοξά στο βάθος, η μεγάλη σπιάντζα, κίτρινη και γυαλιστερή ανάμεσα Κυλλήνη και Άραξο, έκοβε τον ορίζοντα με μια σπαθιά.

Η μηχανή άρχισε πάλι να δουλεύει. Βολτάρισε το τρεχαντήρι και πήγε να σκορπίσει τις γαΐτες σ' ένα μισόκυκλο φαρδύ, τη μια σε απόσταση από την άλλη. Σε κάθε βάρκα ο λαμπαδόρος, αφού αμόλησε το σίδερο ν' αράξει, καταγινόταν τώρα με τη λάμπα του. Οι σημαδούρες πλέκανε πιο πέρα. Κάποιο άλλο γριγρί προσπέρασε με συνοδεία τις γαΐτες του και ανοίχτηκε σε πιο βαθιά νερά.

Ο ήλιος είχε δύσει κατά τη μακρινή Κεφαλλονιά. Πάνω από κει ένα συννεφάκι μακρουλό κι άλλα κοπαδιαστά πιο πίσω αστράφτανε ακόμα σαν καλογυαλισμένο χάλκωμα. Το νεαρό φεγγάρι μόλις πρόφτασε ν' ασημώσει από λευκό που ήτανε και κρύφτηκε ίδιο ρόδινο νυχάκι που αποτραβιέται πίσω απ' το βουνό.


Γαΐτα στο ηλιοβασίλεμα.

Ησύχαζε η ρεστία. Ο ουρανός είχε μια γλύκα, έπεφτε κιόλα η νύχτα, μάζωνε τις ισκιές αδειάζοντας τις σ' ένα μοναδικό, βαθύ, πελώριο ίσκιο. Η μηχανή της ξένης ψαροπούλας ακουγότανε μακριά. Έπειτα, σώπασε ολότελα η νύχτα. [.......]

Μια ευτυχία η νύχτα εκείνη, ανάμεσα ουρανό και θάλασσα, θαματουργή πηγή για ονειροπόληση και περισυλλογή. Τα πράματα του κόσμου καταντήσανε ίσκιοι αόριστοι, ανύπαρχτοι σχεδόν, μόλις που ανασαίνανε κάτω από το μερμήγκισμα των άστρων. Ένας κόσμος αόρατος άρχισε τότε να ταξινομιέται.

Είχε ξαπλώσει ανάσκελα πάνω στην κουβέρτα του τρεχαντηριού. Ξαφνικά, ένας διάττοντας αυλάκωσε τον ουρανό. Σαν έσβησε η φωτερή γραμμή άρχισε πάλι ν' αναδεύεται ο ουρανός από το τρεμούλιασμα των άστρων... [.....]




Με σβησμένη μηχανή, το τρεχαντήρι με τη φόρα που είχε αργοπλησίαζε την πρώτη βάρκα. Τα νερά, κάτω από το φως που έριχνε η λάμπα, ακινητούσανε ίδιο πηχτό αναλυμένο μέταλλο.

Ο καπετάνιος, ορθός στην πρύμη, έβαλε το χωνί στο στόμα:

— Βλέπεις τίποτα;

— Τίποτα! φώναξε με το χωνί κι ο λαμπαδόρος από τη γαΐτα.

Η μηχανή έβαλε πάλι μπρος.

— Βλέπεις τίποτα;

— Μικρό κοπάδι, σε τέσσερεις οργιές, φώναξε απ' το χωνί ο άνθρωπος της δεύτερης γαΐτας.

Δοθήκανε οι διαταγές. Το πισινό καΐκι ξαμόλησε τον κάβο κι απόμεινε στη θέση του. Το τρεχαντήρι ζύγωνε πιο κοντά, ήσυχα ήσυχα, κι άρχισε να καλάρει κυκλικά τη βάρκα ρίχνοντας το δίχτυ ώσπου την έζωσε κι έκλεισε ο κύκλος του διχτυού εκεί που είχε σταθεί το πισινό καΐκι. Η γαΐτα με τη λάμπα παράτησε το σίδερο στη σημαδούρα και ξέφυγε από μέσα.

Το τσούρμο είχε παραταχτεί μπροστά στην κουπαστή. Όπως φωτούσε η λάμπα της γαΐτας μέσ' από τη θάλασσα, τα κορμιά διαγραφόντανε κατάμαυρα ενάντια στη λάμψη. [.......]

Το βίντσι από το τρεχαντήρι, μ' ένα χειρισμό γοργό, τραβούσε από τις δυο άκριες το σκοινί που διαπερνάει τους χαλκάδες στο κάτω μέρος του διχτυού και το 'σερνε όλο μαζί προς τα εδώ, σα μια πελώρια σακούλα. Το ψάρι κόχλαζε καταμεσής. Το τσούρμο το μάζωνε από κει μέσα με μακριές απόχες και το 'ριχνε σπαρταριστό πάνω στο τρεχαντήρι. Ένας χείμαρρος από γυαλιστερό ασήμι. [....]




Η φαντασμαγορία εξακολουθούσε. Οι σκοτεινές κορμοστασιές βουτούσαν την απόχη στη φλογισμένη θάλασσα, τη σηκώνανε με δύναμη και με ρυθμό αδειάζοντας γαλαζοπράσινο ασήμι. Τρόγυρα στα κορμιά, ένα στεφάνι φωτερό. Στάζανε ολούθε λαμπερά πετράδια. Η νύχτα έπαιρνε απόκοσμη θωριά, μοναδική, έσβηνε όλες τις άλλες νύχτες, αυτές που πνίγουνται μες σε καπνούς ονειροπόλησης, τις άλλες γύρω σ' ένα πράσινο τραπέζι με πρόσωπα φτιασιδωμένα ή χλωμά, το ανοιχτό βιβλίο που παραδίνεται με υποκριτική ξετσιπωσιά, ένα κρεβάτι που το μαλθακώνουν πειρασμοί ανόρεχτοι, μια βίγλα που μάταια παραμονεύει κάποια αιωνιότητα. Εδώ φανερωνόταν η αιωνιότητα τελειωμένη: θάλασσα κάτω και ψηλά η αστροβολιά...[......]

Η πούλια χλώμιαζε καθώς τελείωνε και η τελευταία καλάδα. Πάνω στην κουβέρτα, ο σωρός από το ψάρι αναδευότανε ακόμα σ' ένα τελευταίο σπασμό. Πού και πού ξεπεταγότανε καμιά σαρδέλα κι έπεφτε παραπέρα. Οι βάρκες ξαναδεθήκανε πίσω από το τρεχαντήρι, το πισινό καΐκι τελευταίο. Η μηχανή άρχισε να δουλεύει για την επιστροφή.

Το τσούρμο φτυάριζε ασήμι, καταγινότανε να στρώσει τη σαρδέλα μέσα στις κάσες με τον πάγο.

Σύρριζα πάνω στο νερό πέρασε η αυγινή φρεσκάδα. Ένα ένα σβήσανε τ' αστέρια.




Στα εξοχικά μαγαζάκια: κάτι αυξάνει, κάτι αλλάζει, κάτι χάνεται.....

Πλάι στη σιδηροδρομική γραμμή, ανάμεσα στα περιβόλια, που την πλαισιώνουν από το ένα μέρος, υπάρχουν κάτι μαγαζάκια - μισομπακάλικα, μισοταβέρνες, μισοκαφενεδάκια- χαμένα πίσω από φράχτες με ξερά καλάμια κι από κληματαριές. Μιλούνε στην καρδιά τα μαγαζάκια τούτα με τις κουτσές καρέκλες και τα λιγδερά τραπέζια.

Εκεί μέσα κουτσοπίνουν δυο τρεις άνθρωποι, λένε κάπου κάπου ένα λόγο κι έπειτα πέφτουνε σε συλλογή δίχως να παίρνουν μιαν απόφαση. Πρέπει να συνηθίσεις τη μιλιά τους για να τους καταλάβεις, ίδια όπως συνηθίζεις τη μιλιά της γης και τα κρυφά μηνύματα που στέλνουνε όσα πλάσματα ζούνε μια μυστική ζωή — που ίσως να φαίνεται αθώα, που ίσως να 'ναι τέτοια και πραγματικά, που ίσως και να μην είναι. Γιατί κανένας δε το ξέρει τι βυσσοδομά ένα μαμούδι, ένας εγωπαθής υάκινθος ή ο συλλογισμένος άνθρωπος που κουτσοπίνει αγναντεύοντας την τύχη μέσα στο διψασμένο του ποτήρι.

Παραλιακό καφενείο κοντά στον Άγιο Ανδρέα, αρχές του 20ου αιώνα
Πηγή: paliapatra.gr 
__________________________

Κάτι αυξάνει, κάτι αλλάζει, κάτι χάνεται — μια τέτοια ιδέα φέρνουν τα εξοχικά ετούτα μαγαζάκια. Κι η μέρα που τελειώνει αμφίβολη, κι η νύχτα που αρχίζει αμφίβολη το ίδιο, το πώς θα ξημερώσει, κι αυτός που πάει πλάι σου τι σκέφτεται και λογαριάζει μέσα στον υπερτροφικό του εγκέφαλο...

Την ίδια ώρα, το σούρουπο, στα Ψηλαλώνια ή κάτω στην εξέδρα, συμβαίνουνε πράματα θετικά: παίζει το κουαρτέτο, ξεφωνίζουν τα μεγάφωνα, τα πάνε κι έλα των ιδρωμένων γκαρσονιών, τα μοιρολατρικά μωρά μέσα στα καροτσάκια παραδομένα στις ξελογιασμένες παχουλές νταντάδες.

Αν όμως βρίσκεσαι με μια κοπέλα σ' ένα τέτοιο μαγαζάκι, σκέφτεσαι μόνο - σαν δικαιολογία— πως εδώ είναι πολύ ρομαντικά και πως οι άλλοι δεν κλείνουν μέσα τους τίποτα το ποιητικό. Σύγκαιρα νιώθεις μια μικρή ντροπή και κάνεις υποθέσεις πάνω σ' αυτό που ο κάπελας φαντάζεται καθώς και το ξυπόλητο μεγάλο αγόρι που θα φέρει το κρασί, που άμα θελήσεις να του κουβεντιάσεις παραπειστικά και ξένοιαστα θα σου αποκριθεί με μονοσύλλαβα κοιτάζοντας σε υποψιασμένα και λοξά τρόγυρα στις λαγγόνες. Κι αν τύχει να 'σαι τύφλα ερωτεμένος, κάνεις μέσα στο νου σου σχέδια για μια καλύβα, ένα τζάκι, ένα κηπάκι φυτεμένο μολοχάνθη, μπαμπακούλες, ήλιους και γεράνια......


Ξυπόλυτος σερβιτοράκος 
Πηγή: sociologyalert.blogspot.gr
__________________

Μακριά, η μελαγχολική φωνή του τρένου μέσα στο βραδινό. Κάποια ρομβία έπαιζε στο παρακάτω μαγαζί και ακουγότανε τα κουδουνάκια 'πo το ντέφι.



Το εξοχικό κεντράκι μας κουρνιάζει μες στο δείλι
ματώνει ο ήλιος σαν πληγή το γαλανό μαντήλι...

Σε λίγο εδώ θα φτάσουνε τα πρώτα ζευγαράκια
αχ! τι πουκάμισα ριχτά ή κεντητά μπλουζάκια,
βροντές γκαζόζας θ’ ακουστούν κάτω απ’ τα δέντρα φως μου
μύρια ταμπούρλα του έρωτα στο πείσμα όλου του κόσμου...

Το εξοχικό κεντράκι (1966)
Γιάννης Ρίτσος, Σπήλιος Μεντής
Μπέττυ και Μιράντα Δήμα

... σανιδένιες παράγκες τραπεζάκια με σκούρα καρώ τραπεζομάντηλα...
όλη η υπηρεσία γίνεται από τον ίδιο τον καταστηματάρχη. 
Πηγή: Λόλα, να ένα άλλο
____________________


Περίπατος στην εξοχή...

Ο Φίλιππος και η Κάτια συμφωνήσανε να ξαναϊδωθούν. - Μα όχι εδώ, του λέει, να κάνομε περίπατο στην εξοχή.

Έτσι, βρισκότανε συχνά μαζί το βραδινό στις εξοχές της Άνθειας και προς το μέρος του Γηροκομειού. Το ίδιο και τ' απομεσήμερα της φθινοπωρινής λιακάδας. Συνηθίζανε να κάθουνται πλάι σ' ένα πηγάδι, πάνω στο δρόμο που συνόρευε με κάποιο χτήμα.

Η συγγραφέας Αθηνά Κακούρη γράφει στη λεζάντα της φωτογραφίας: " Η μητέρα μου με τις τρεις κόρες της, στην υπέροχη τότε εξοχή της Πάτρας. Περίπατος στο Βουνάκι μετά το σχολείο. Φοράμε ακόμα τις ποδιές μας. Είναι οι παραμονές του Β' παγκοσμίου Πολέμου.
 Πηγή: Αθηνά Κακούρη, Με τα χέρια σταυρωμένα, εκδόσεις Πατάκη
__________________


Μαραβέλας, εστιατόριο απέναντι από τη Μονή Γηροκομείου 
Πηγή: Patras Memories - Αναμνήσεις απ' την παλιά Πάτρα
___________


Άνθεια - Πρώται Ιτέαι
Πηγή: http://dete.gr
_______________

Οι τρεις μήνες που τρέφουνε τους δώδεκα...

Τώρα που τελειώσανε τα πρωτοβρόχια, η λιακάδα του Σεπτέμβρη χυνότανε ήπια, σα χάδι ολόθερμο, ταχτοποιούσε πάλι όλες τις λεπτομέρειες που είχε ανακατώσει μες στη φούρια του ο θυμωμένος ήλιος του καλοκαιριού. Ως πέρα, ως τις μακρινές κορφές του Ωλένου*, φαντάζανε ολοκάθαρες, μαβιές, πάνω σ'ένα φλοκάτο σύννεφο λευκό που είχε απομείνει ωστόσο ασάλευτο στην άκρη εκείνη του ουρανού.

Η οδός Ιεροθέου κι οι δρόμοι ως την Πάνω Χώρα γεμίζανε από κόσμο κυριακάτικα που το 'ριχνε στο γλέντι. Όλοι αυτοί που εννιά μήνες τριγύριζαν χασομέρηδες κι αδέκαροι, πιάσαν τώρα λεφτά δουλεύοντας στα εργοστάσια της σταφίδας, ο ένας καρφωτής, ο άλλος στοιβαδόρος ή στο μακινάρισμα. Οι τρεις μήνες που τρέφουνε τους δώδεκα.

Και οι κοπέλες φαντάζαν κουνιστές, το κοκκινάδι και η πούδρα σε στρώμα πιο παχύ πάνω στο πρόσωπο. Και τούτες παρατούσανε προσωρινά κάθε άλλη δουλειά για να δουλέψουνε στο διάλεγμα — εδώ το μεροκάματο ανέβαινε ως πενήντα τέσσερις δραχμές.

Πες τα λεφτά, πες το καθημερινό ανακάτωμα γυναίκες με άντρες, κατά το Νοέμβρη πια βρίσκανε δουλειά και οι παπάδες με τα στεφανώματα. Μα και δίχως τούτα, πολλά φουστάνια κρεμάζαν μύτη πίσω και σηκωνόντανε μπροστά.

* Ώλενος : ονομασία του όρους Σκόλλις που βρίσκεται στην περιοχή της αρχαίας πόλης Ωλένου, δίπλα στο χωριό Άνω Αλισσός. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα το αναφέρει ως "Ωλένια πέτρα"


Ταρσούλη Αθηνά (1884-1975), Το άπλωμα της σταφίδας
______________

Φθινοπώριασε...

Το φθινόπωρο προχωρούσε. Ο τσούτης με τ' αραποσίτια έψηνε τώρα κάστανα πάνω στη φουφού του. Κάποιες νύχτες ακουγότανε πάνω στο δρόμο οι φωνές των τσελιγκάδων μαζί με ανάρια κουδουνίσματα και το μουντό περπάτημα των κοπαδιών. Κατεβαίνανε απ' το βουνό τραβώντας για τα χειμαδιά κοντά στη θάλασσα. Η οδός Ιεροθέου Αρχιεπισκόπου άρχισε κιόλα να λασπώνει από τις βροχές.


"Ο καστανάς έτοιμος να γεμίσει το χωνάκι με τον χειμερινό καρπό και ο καρβουνιάρης προσπαθεί να ισορροπήσει τη ζυγαριά του με τα κάρβουνα, για τον αόρατο πελάτη!" 
Πηγή: sociologyalert.blogspot
_______________

Η γειτονιά συμμαζευότανε...

Η γειτονιά συμμαζευότανε. Σ' ένα μήνα ή τόσο — από του Άγι-Αντρέα κιόλα που αντρείωνε το κρύο ή τα Νικολοβάρβαρα — θα μαζευόντανε οι γειτόνισσες τα βραδινά στο μισοϋπόγειο της Καλλιρόης, τρόγυρα στο μαγκάλι.

Μπορεί να 'τανε δηλωμένη, τι μ' αυτό, φερνότανε όμως τίμια στη δουλειά της, δε δέχτηκε ποτέ κανέναν άντρα μέσ' απ' τη γειτονιά. Κι ο αγαπητικός της, το χασαπάκι που ερχότανε κάθε Κυριακή για να την πάρει στον κινηματογράφο κι έπειτα να περάσει τη νυχτιά μαζί της, ήτανε ήσυχο παιδί. Τα Σαββατόβραδα είχε πολλή δουλειά, τις άλλες μέρες όμως της βδομάδας τρυπώνανε οι γειτόνισσες το σούρουπο μια μια και στήνανε κουβέντα πλάι στο μαγκαλάκι. Αν τύχαινε να μπει πάνω στην ώρα ένας πελάτης, καλησπέριζε τη συντροφιά και η Καλλιρόη τον έμπαζε στην παραμέσα κάμαρα. Έπαιρνε μαζί και το μαγκάλι. Μα η ζεστασιά κρατούσε. Μετά μισή ωρούλα ξανάφευγε ο πελάτης, η Καλλιρόη έφερνε πίσω το μαγκάλι κι έπαιρνε τη θέση της.


"Το σούσουρο"
Πηγή: Λόλα να ένα άλλο
_________

Του Άγι-Αντρέα που αντρείωνε το κρύο...

Όλη την τελευταία βδομάδα φυσούσε ξεροβόρι, στεγνώσανε ως και τα χέρσα που είχανε λασπιάσει απ' τις βροχές, το χώμα πέτρωσε δίχως ακόμα να τριφτεί σε σκόνη. Μα καθώς έπεσε ο άνεμος από την προπαραμονή του Άγι-Αντρέα, οι άνθρωποι της πολιτείας κοιτάζανε τον ουρανό μήπως φανεί κανένα συννεφάκι από το μέρος της νοτιάς, και όπως συμβαίνει κάθε χρόνο ταχτικά, πιάσει καμιά νεροποντή πάνω στην ώρα που θα ξεκινούσε η λιτανεία.

Και τότε ο δεσπότης, όπως και πέρσι, θα σταματούσε στα μισά του δρόμου για να προφυλαχτεί κάτω από τα βόλτα και θά 'στελνε να πάνε πίσω στη μητρόπολη τα εξαπτέρυγα μαζί με τους παπάδες και την ουρανία...

Έπειτα φύσηξε μαΐστρος, που όλοι τον ξέρουνε για κολαούζο του νοτιά. Όμως ανήμερα του Άγι-Αντρέα έπεσε κι αυτός αυγή αυγή κι έτσι φαινότανε σταθερή για μια δυο μέρες η καλοσύνη του καιρού. Ωστόσο —εκτός από την τωρινή περίσταση— αντί το ξεροβόρι προτιμούσανε τη βροχή, την υγρασία, νιώθανε μέσα στο στοιχείο τους μ' αυτή, βαριοί και πλαδαροί όπως ήτανε οι άνθρωποι της πολιτείας, μαγαζάτορες κι έμποροι.

Λιτανεία του Αγ. Ανδρέου 30 Νοεμβρίου, οδός Μαιζώνος 
 Πηγή: Patras Memories - Αναμνήσεις απ' την παλιά Πάτρα
__________

«Όλα στον κόσμο θα ’ναι όμορφα...»

Ο Σάββας είναι, χωρίς αμφιβολία, το τρίτο πρωταγωνιστικό πρόσωπο στο «Γυρί», μετά την ίδια τη συνοικία και τον Φίλιππο, του οποίου η ιστορία καταλαμβάνει τον περισσότερο χώρο του μυθιστορήματος. Ο Σάββας είναι το πρώτο πρόσωπο από τη γειτονιά που συναντάει ο Φίλιππος και το μοναδικό παιδί με το οποίο έχει αναπτύξει σχέσεις – χαίρεται να μιλάει μαζί του, επειδή μιλάνε «σοβαρά».

Σοβαρός και νευρικός - όπως τον χαρακτηρίζουν οι γειτόνισσες – προτιμά να μένει μόνος, πράγμα για το οποίο τον μαλώνει η μητέρα του, γιατί «δεν κάνει να είναι σαν χαμένος». Αλλά είναι σαν χαμένος ο Σάββας και μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο και μέσα στη γειτονιά. Είναι το ίδιο ξένος όσο και ο Φίλιππος. Αλλωστε, συχνά έχει μνήμες από το παλιό τους σπίτι, έξω από τα όρια της γειτονιάς, τότε που δεν είχαν οικονομικά προβλήματα, κι αναρωτιέται αν όλα αυτά πραγματικά τα έζησε ή είναι ένα παραμύθι.

Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο Σάββας πεθαίνει, γεγονός που προοικονομείται από την αρχή, τόσο από την ιδιαίτερη σχέση του με την πεθαμένη Κούλα, με την οποία ο Σάββας διατηρεί ένα είδος διαρκούς επαφής, όσο και από τις άπειρες προληπτικές αναφορές και τα προαισθήματα του ίδιου. Ο Σάββας πεθαίνει, αφού δεν είναι σε θέση να επικοινωνήσει με το συγκεκριμένο περιβάλλον αλλά και γιατί γκρεμίστηκε το ιδανικό της μητέρας και του κόσμου της μνήμης, που αυτή εκπροσωπούσε.

Ούτε η κυρία Ελισάβετ μπόρεσε να καταφέρει το Σάββα να πάει με τα παιδιά στη λιτανεία κι έπειτα στην παρέλαση. Λογάριαζε να τον φιλέψει κι από τα γλυκά που έφτιαξε για τη γιορτή του Αντρέα.

Ο Σάββας είπε στην κυρία Ελισάβετ πως θα πάει μόνο πια το βραδινό για ν’ ανταμώσει τον Πιτσίκα.

— Ωραία, του λέει εκείνη, θα σου φυλάξω διπλές. Έλα θα σου δείξω και μια φωτογραφία της Κούλας, την εποχή που σε νανούριζε μωρό.

Έβαλε στην τσέπη του δυο μπρόκες και ξεκίνησε νωρίς το απομεσήμερο. Μ’ ένα μεγάλο γύρο βγήκε από άλλο δρόμο στη σιδερογραμμή. Από το μέρος της θάλασσας δεν ήταν καλλιεργημένα τα χωράφια, πουλιόντανε για οικόπεδα, είχαν κιόλα χτιστεί ανάρια μερικές οικοδομές, κάτι ταμπάκικα και αποθήκες καθώς και η φάμπρικα για τις παστές σαρδέλες. Τα χτίρια τούτα γυρίζανε την πλάτη τους στην εξοχή, βλέπανε προς τη θάλασσα.

Ένα γεφυράκι του έκοψε το δρόμο. Ποτέ δεν είχε φτάσει ο Σάββας ώς εδώ, είτε μονάχος είτε με τον Πιτσίκα. Το πέρασε πηδώντας από τραβέρσα σε τραβέρσα —πέντε τραβέρσες όλο όλο, σε κοντινά διαστήματα.[...]

Ο ήλιος, όχι ακόμη χειμωνιάτικος ολότελα, τύλιγε τα ζωντανά και τ’ άψυχα μέσα σε μια μακάρια θαλπωρή. Ένα μεγάλο αμπέλι πλάταινε πίσω απ’ τα ελιόδεντρα κι ανάμεσα στις κόκκινες κληματαριές άσπριζε κάποιος τοίχος.[...]

Τον ξελογιάσανε οι κότες καθώς τσιμπολογούσανε το χώμα έξω απ’ τα σπιτάκια του συνοικισμού. Πάνω στο δρόμο περάσανε δυο κάρα, το καθένα φορτωμένο μ’ ένα βαρέλι κοιλαράδικο, τη μπούκα προς τα πάνω, στουπωμένη με μυρτιές και πικροδάφνες. Οι καροτσιέρηδες είχανε παρατήσει τα χαλινάρια χαλαρά και τραγουδούσανε με κέφι. Σίγουρα ο Καραβοκυρός και η παρέα του θα πηγαίνανε απόψε στου Γερόλυμου και θα περνούσε ο κυρ-Αντρέας για να τους κεράσει. Μπορεί — μέρα που ήτανε — να ’μπαινε μια ματιά και η κυρία Ελισάβετ, στολισμένη με τις ασημένιες αλυσίδες τρόγυρα στο λαιμό. 

Μα τη φωτογραφία της Κούλας δεν ήθελε ο Σάββας να την αντικρίσει. Θα τα ξέρει όλα η Κούλα: και πως θα γίνει δικαστήριο και πως ο κόσμος θα φωνάζει τη λέξη εκείνη —την επαναλάβαινε μέσα στο νου του ο Σάββας— και πως η γειτονιά θα ρεζιλέψει τη μητέρα του. Δεν την ξανάδε από τη νύχτα εκείνη που άκουσε τις φωνές. Μόνο που ανοίγει κάθε τόσο τη ντουλάπα στην κρεβατοκάμαρα, την ώρα που λείπει ο πατέρας του, και ανασαίνει από κει μέσα κάποιο άρωμα που του λιγώνει την καρδιά...[...]

Ο Σάββας πήγαινε πάνω στ’ αυλάκι της ξεραμένης λάσπης που χαράξανε με τις βροχές οι ρόδες απ’ τα κάρα. Ο δρόμος έστριβε κατά την Άνθεια, γωνιάζοντας ένα μεγάλο σπίτι εξοχικό. Μία σκάλα πέτρινη ανέβαινε στο πρώτο πάτωμα. Οι σιδεροδεσιές απ’ τα παράθυρα ήτανε σκουριασμένες. Το ίδιο και η καγκελόπορτα που έδινε στο χτήμα, μόνο που ακουμπούσε από τη μια κι από την άλλη σε τετράγωνες κολόνες μαρμαρένιες, όλο γιρλάντες και όμορφα σκαλίσματα. Χωματιασμένες όμως, η βάση τους χωμένη μέσα στο χορτάρι. Κι οι πλίθες του χαμηλού μαντρότοιχου πρασινίζανε κι αυτές χορταριασμένες. Μεριές μεριές κειτότανε γκρεμισμένες και κλείσανε τις τρύπες με ξερά κλαδιά... 

Κάτω απ’ την πορτοκαλιά στεκότανε μια κοπέλα, κράταγε την ποδιά της ανοιχτή και κοίταζε ψηλά καθώς τα πορτοκάλια πέφτανε μέσα στην ποδιά της. Δυο παιδιάτικες γάμπες κρεμόντανε από έναν κλώνο.

— Και τ’ άλλο είναι γινομένο, στα ζερβά σου, α, μπράβο, είπε η κοπέλα στο παιδί.

Η αγριολεβάντα γύριζε στο μενεξεδί πλάι στο φράχτη κι οι πλίθες γαλαζώνανε. Πάνω από τις φυλλωσιές φωτούσανε ακόμη τα μακρινά εκείνα κυπαρίσσια πίσω από ’να τρούλο εκκλησιάς, λίγο τρεμουλιαστά τώρα που ο ήλιος έπιασε να χαμηλώνει ζερβά ’πό τη Βαράσοβα.

Ο Σάββας ξεκίνησε για κάτω ψαχουλεύοντας τις μπρόκες μες στην τσέπη του. Στο μέρος τούτο η σιδερογραμμή έκανε μια καμπύλη κρύβοντας το σταθμό του Άγι-Αντρέα. Μα τα σίδερα ήτανε οδηγός. Κι αν βραδιαζότανε ακόμα δεν είχε παρά να τ’ ακολουθάει για να φτάσει στου Χαλκωματά. Γνώριζε το δρόμο από κει και πέρα.

Τώρα που κάθισε πάνω σε μια τραβέρσα ένιωσε την κούραση, ένα βάρος που μούδιαζε τις γάμπες. Τοποθέτησε τις μπρόκες, όπως πάντα, κι έγειρε πάνω στον αγκώνα περιμένοντας ν’ ακούσει από μακριά το βουητό του τρένου.

Μια καλοσύνη παγερή χυνότανε από το βραδινό ουρανό. Η θάλασσα δε γυάλιζε ασπριδερή όπως εκείνο το πρωί που ψάρευε με τον Πιτσίκα. Μάκραινε σήμερα σταχτόμπλαβη ανάμεσ’ απ’ το ξάνοιγμα, το ίδιο ησυχασμένη, μόνο τα χνάρια πάνω της που φέρνανε στο κόκκινο. Η κυρία Ελισάβετ είχε πει πως ματώσανε τα πόδια του Ιησού καθώς ανέβαινε με το σταυρό στον ώμο κι ένας Απόστολος έβγαλε το μαχαίρι κι έκοψε το αυτί του δούλου κι έπειτα έτρεμε η γης κι ανοίξανε τα ουράνια. Θεέ μου, είναι στο χέρι σου ένα θάμα, να γυρίσει πίσω η μητέρα, να μην τη σέρνουνε στο δρόμο και να φωνάζουνε τη λέξη εκείνη. Τον έπνιγε η λέξη αυτή, δάγκωνε τα χείλια του με λύσσα, την κατάπινε, αδύνατο να τη βαστάξει: — Πόρνη, πόρνη...

Το παράπονο του φούσκωνε τα στήθια, τον έπιανε απ’ το λαιμό, τα μάτια του βουρκώσανε. Πάλεψε, θέλησε να σηκωθεί, μα ήτανε βαριά τα πόδια του. Ξέσπασε το κλάμα.

— Πόρνη... πόρνη...

Κυλίστηκε στο χώμα κι έπειτ’ απόμειν’ έτσι μπρούμυτα, το μούτρο του χωμένο μες στα μπράτσα πάνω στο ξύλο της τραβέρσας. Η πλάτη του αναδευότανε απ’ τ'αναφιλητά...

Μα να που είναι όλα ψέματα, όλα ψέματα εδώ κάτω. Στην άκρη του γαλάζιου δρόμου που ανηφορίζει, εκεί που η θάλασσα ματίζει με τον ουρανό, άνοιξε ο Θεός τη δόξα του ίδια μιαν άγια ζώνη και παίζουνε τριγύρω τ’ αγγελάκια. Στη μέση από τη χρωματιστή καμάρα στέκεται η Κούλα και χαμογελά. Γλιστράει σιγά προς τα εδώ, έτσι ανάλαφρα όπως βαδίζουνε οι άγγελοι, και πίσω της ο Ιησούς κρατάει το Στέλιο μες στην αγκαλιά του, μιλάει με λόγια όπως στην εκκλησιά. Μόλο που ο Σάββας δεν τα καταλαβαίνει, έχουνε τα λόγια του μια τέτοια γλύκα, είναι σα να του λέει πως θα κόβει όσα πορτοκάλια θέλει σκαρφαλωμένος σ’ ένα δέντρο και θα τα ρίχνει μες στην ποδιά της Κούλας, μες στη γαλάζια της ποδιά. Όλα στον κόσμο θα ’ναι όμορφα... Κούνησε και η Κούλα το χεράκι της, του κάνει νόημα να πάει: Σάββα, Σάββα...

Ανασηκώθηκε στα γόνατα. Πού βρίσκεται στα σκοτεινά; Τα πόδια του βαραίνουνε. Τι ώρα είναι; Πέρασε το τρένο;

Έτρεμε ο τόπος. Η γης τραντάζει και βροντά. Μπροστά του μάκρυνε ο ίσκιος του. Αχ, όλα να τελειώσουνε... όλα... η Κούλα περιμένει... φωτάει ο δρόμος που ματίζει με τον ουρανό... η άγια ζώνη... λαμποκοπάνε οι φυλλωσιές...

Μέσα σ’ ένα μπουμπουνητό, μια λάμψη κι έναν κόκκινο καπνό, τινάχτηκε ο κόσμος έξω από την αίσθηση του Σάββα.

Angelica Kauffmann, Angel and Child
___________

Πηγές

  • Κοσμάς Πολίτης, Το Γυρί, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990
  • Κοσμάς Πολίτης, Eroica, επιμέλεια Peter Mackridge, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Ερμής, Αθήνα 1991
  • Κοσμάς Πολίτης, Τρεις Γυναίκες, Μαρίνα, εκδόσεις: Ο Γλάρος, 1943
  • Νόρα Aναγνωστάκη, «Kοσμάς Πολίτης», H μεσοπολεμική πεζογραφία. Aπό τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Z', Aθήνα, Σοκόλης, 1993
  • Mario Vitti, Η Γενιά του Τριάντα, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1989
  • Απόστολος Σαχίνης, Πεζογράφοι του καιρού μας, εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1989
  • Γκιόκα Α., Η διακειμενικότητα στο πεζογραφικό έργο του Κοσμά Πολίτη: Λόγος – Εικόνα – Μουσική, Διδακτορική διατριβή, Ε.Κ.Π.Α, Αθήνα, 2012.
  • Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 116, 10 Απριλίου 1985, Αφιέρωμα Κοσμάς Πολίτης.
  • Δηµήτρης Λιµπεράκης, ο αισθητικός και λόγιος από το Μεσολόγγι και το εικαστικό του αποτύπωµα στο έργο του Κοσµά Πολίτη, https://www.academia.edu/
  • ΛΙΜΠΕΡΑΚΗΣ ΜΙΜΗΣ(1880-1967), Ο ποιητής και αισθητικός, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΟΣΟΥΛΑΣ, ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ, http://vivl-nafpakt.ait.sch.gr/
  • Δήμητρα Κυρίτση, Για το Γυρί του Κοσμά Πολίτη, περιοδικό Ελλωτία, τόμος 4, Χανιά 1995, σελ. 301-315
  • Μ[αρία Κοτσαμάνη], «Συνέντευξη - αστραπή με τον Κοσμά Πολίτη», εφημ. Μεσημβρινή, 3 Ιανουαρίου 1964, σ. 5.
  • Γιώργος Καλλίνης, Η συνάντηση δύο δρόμων μέσω μιας μετάφρασης: Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες του John Steinbeck και Το Γυρί του Κοσμά Πολίτη


2 σχόλια:

  1. Απαντήσεις
    1. Να είστε καλά! Σας ευχαριστώ πολύ! Κάτι η νοσταλγία για τον γενέθλιο τόπο, κάτι η αγάπη για τη λογοτεχνία και τον Κοσμά Πολίτη, κάτι το ερευνητικό δαιμόνιο...αν τα συνδυάζεις όλα αυτά, κάνεις όμορφα πράγματα!

      Διαγραφή