Ένα βλέμμα που ανακαλύπτει και αποκαλύπτει
Ο Πάλομαρ είναι ένας άνθρωπος για τον οποίο δεν ξέρουμε τίποτα. Δεν διαθέτει σώμα, μόνο σκέψεις – σκέψεις άλλοτε γεμάτες έκπληξη με όσα συμβαίνουν στη ζωή, άλλοτε συγκαταβατικές κι άλλοτε αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες. Ένας διανοούμενος «κατ' εξοχήν», ένας ηδονιστής της σκέψης, είρωνας, λεπτολόγος, νευρωτικός. Δεν είναι ποτέ σίγουρος για τον εαυτό του, δεν κατέχει καμιά μοναδική αλήθεια, και δεν φοβάται να αλλάζει άποψη όταν αυτό του επιβάλλει η ζωή και ο κόσμος.
Η ομοιότητα του ονόματός του με του μεγάλου αστεροσκοπείου της Καλιφόρνιας «Mount Palomar» δεν είναι καθόλου τυχαία. Το ερευνητικό, όλο περιέργεια βλέμμα του, ίδιο με τεράστιο τηλεσκόπιο, ανιχνεύει ακατάπαυστα τον Κόσμο, προσπαθώντας ν' ανακαλύψει το κρυμμένο του είναι.
Ο Πάλομαρ είναι ολόκληρος ένα βλέμμα, ακούραστο και αδηφάγο, που ανακαλύπτει κι αποκαλύπτει τη Φύση, την Πόλη και... τη Σιωπή. Το βλέμμα του παρατηρεί αέναα· όχι μονάχα τον ουρανό· παρατηρεί και το γυμνό στήθος μιας γυναίκας, κι ένα σαμιαμίδι που καταβροχθίζει τα θύματά του, κι ένα κύμα που σκάει στην ακρογιαλιά, και μια βιτρίνα με τα καλύτερα γαλλικά τυριά: κοιτάζει όλα όσα συμβαίνουν γύρω του, άλλοτε με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού κι άλλοτε με την ηρεμία του σοφού ανθρώπου.
Ως alter ego του Ίταλο Καλβίνο, ο σιωπηρός Πάλομαρ, κοιτάζει, διαλογίζεται προσπαθώντας ν' αποκωδικοποιήσει το παμπάλαιο και πάντα ανεξιχνίαστο αλφάβητο της ζωής.
«Μονάχα αφού γνωρίσει κανείς την επιφάνεια των πραγμάτων μπορεί να ψάξει να βρει τι υπάρχει από κάτω. Η επιφάνεια των πραγμάτων όμως είναι ανεξάντλητη».
Ίταλο Καλβίνο, Πάλομαρ, εκδόσεις Αστάρτη
Tο γυμνό στήθος
Ο κύριος Πάλομαρ περπατά κατά μήκος μιας ερημικής παραλίας. Συναντά ελάχιστους κολυμβητές. Μια νέα γυναίκα είναι ξαπλωμένη στην άμμο και κάνει ηλιοθεραπεία με γυμνό το στήθος. Ο Πάλομαρ, άνθρωπος διακριτικός, στρέφει το βλέμμα του προς το θαλάσσιο ορίζοντα. Ξέρει ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις, όταν πλησιάζει κάποιος άγνωστος, οι γυναίκες συνήθως βιάζονται να καλύψουν τη γύμνια τους κι αυτό είναι κάτι που δεν του αρέσει: πρώτα γιατί είναι ενοχλητικό για την κολυμβήτρια που έκανε ήσυχα την ηλιοθεραπεία της· γιατί ο άντρας που περνά αισθάνεται ο ίδιος ενοχλητικός· γιατί το ταμπού της γύμνιας επιβεβαιώνεται καθαρά ακόμα μια φορά· γιατί οι συμβατικότητες που γίνονται σεβαστές κατά το ήμισυ αναπαράγουν αβεβαιότητα και ασυνέπεια στην ανθρώπινη συμπεριφορά αντί ελευθερία και ειλικρίνεια.
Γι' αυτό κι εκείνος, κάθε φορά που βλέπει από μακριά να κάνει την εμφάνιση του το μπρούντζινο-ροζ σύννεφο ενός γυμνού γυναικείου μπούστου, βιάζεται να γυρίσει το κεφάλι του, έτσι ώστε η τροχιά του βλέμματος του να μείνει μετέωρη στο κενό διασφαλίζοντας έτσι το σεβασμό του για τα αόρατα όρια που περιστοιχίζουν τους ανθρώπους.
Όμως —σκέφτεται προχωρώντας και, αφού ο ορίζοντας μπροστά του έχει αδειάσει, αφήνοντας τον οφθαλμικό του βολβό να κινείται πάλι ελεύθερα— εγώ, συμπεριφερόμενος με αυτό τον τρόπο δεν κάνω τίποτα άλλο από το να επιδεικνύω την άρνηση μου να δω, με άλλα λόγια ενισχύω απλώς τη σύμβαση που θεωρεί άνομη τη θέα ενός στήθους, δηλαδή βάζω ένα είδος διανοητικού στηθόδεσμου ανάμεσα στα μάτια μου και το γυμνό στήθος που, χάρη στο εκθαμβωτικό φως που φτάνει στα σύνορα του οπτικού μου πεδίου, μου φάνηκε δροσερό και ευχάριστο στη θωριά του. Το ότι δεν κοιτάζω, επομένως, σημαίνει πως σκέφτομαι αυτή τη γύμνια, πως με απασχολεί, κι αυτό κατά βάθος είναι επίσης μια στάση αδιάκριτη και οπισθοδρομική.
Γυρίζοντας από τον περίπατο του, ο Πάλομαρ περνάει πάλι μπροστά από την κολυμβήτρια, κι αυτή τη φορά κρατάει το βλέμμα του σταθερό μπροστά του έτσι ώστε αυτό ν' αγγίζει ομοιόμορφα τον αφρό των κυμάτων που υποχωρούν, τους σκελετούς των βαρκών που είναι τραβηγμένες στην ξηρά, το σεντόνι των σφουγγαριών που είναι απλωμένα στην άμμο, το ολόγιομο φεγγάρι του ανοιχτόχρωμου δέρματος με τη μελαχρινή άλω της ρόγας, την γκρίζα ακρογιαλιά μπροστά σ' έναν ουρανό γεμάτο ομίχλη.
Να, λοιπόν —αναλογίζεται, ικανοποιημένος από τον εαυτό του ενώ συνεχίζει το δρόμο του,— τα κατάφερα έτσι ώστε το στήθος ν' απορροφηθεί εντελώς από το τοπίο, και το βλέμμα μου να μη βαρύνει περισσότερο από το βλέμμα ενός γλάρου ή μιας μουρούνας.
Herb Ritts
_______________
Είναι όμως πραγματικά σωστό να φέρομαι έτσι; — σκέφτεται και πάλι,— ή μήπως αυτή η στάση μου υποβιβάζει ένα ανθρώπινο πλάσμα στο επίπεδο των άψυχων πραγμάτων, το αντιμετωπίζει σαν να πρόκειται για ένα αντικείμενο και — ακόμα χειρότερα — θεωρεί αντικείμενο ό,τι σ' αυτό το άτομο ανήκει ειδικότερα στο γυναικείο φύλο; Μήπως συνεχίζω έτσι την πανάρχαιη συνήθεια της υπεροχής του αρσενικού που με τα χρόνια ρίζωσε κι έγινε αυθάδεια;
Κάνει στροφή και επιστρέφει στα βήματά του. Τώρα, αφήνοντας το βλέμμα του ελεύθερο να ταξιδέψει στην ακτή με μια αμερόληπτη αντικειμενικότητα, φέρεται έτσι ώστε, μόλις το στήθος της γυναίκας μπει στο οπτικό του πεδίο, να νιώσει μια διακοπή, μια ξαφνική παρουσία, σχεδόν ένα σπαρτάρισμα. Το βλέμμα προχωρά μέχρι ν' αγκαλιάσει το τσιτωμένο δέρμα, υποχωρεί — λες και εκτιμά, μ' ένα ελαφρύ ανασκίρτημα, την ιδιαιτερότητα αυτής της εικόνας και την αξία που έχει ήδη αποκτήσει — και για μια στιγμή μένει μετέωρο διαγράφοντας μια καμπύλη που συνοδεύει τις ανάγλυφες προεξοχές του στήθους από μια κάποια απόσταση, σαν να ξεφεύγει από αυτό αλλά και σαν να το προστατεύει, για να ξαναπάρει στη συνέχεια το δρόμο του λες και δεν έχει συμβεί τίποτα.
Νομίζω πως με αυτόν τον τρόπο η στάση μου είναι ξεκάθαρη — σκέφτεται ο Πάλομαρ — και δεν επιτρέπει παρανοήσεις. Κι όμως αυτό το υπεράνω όλων πέταγμα του βλέμματός μου δε θα μπορούσε τελικά να παρεξηγηθεί σαν μια στάση αλαζονείας, μια υποτίμηση αυτού που είναι και σημαίνει ένα στήθος, μια πρόθεση να το κρατήσω κατά κάποιο τρόπο σε απόσταση, στο περιθώριο ή σε μια παρένθεση; Να λοιπόν, που κι εγώ με τη σειρά μου απομονώνω το γυναικείο στήθος σ' εκείνο το ίδιο σκοτάδι στο οποίο το είχαν εξορίσει αιώνες ολόκληροι σεξομανιακής αισχύνης και πόθου λες και ήταν αμάρτημα...
Herb Ritts
___________
Μια τέτοια ερμηνεία συγκρούεται με τις καλύτερες προθέσεις του Πάλομαρ, ο οποίος αν και ανήκει σε μια ώριμη γενιά που έμαθε να συνδέει τη γύμνια του γυναικείου στήθους με την ιδέα της ερωτικής οικειότητας, χαιρετίζει με χαρά την αλλαγή ηθών, τόσο για όσα αυτή η αλλαγή σημαίνει σαν απόρροια μιας πιο ανοιχτής νοοτροπίας στην κοινωνία, όσο και γιατί μια τέτοια εικόνα τού είναι ιδιαίτερα αρεστή. Αυτή, λοιπόν, την αθώα του ενθαρρυντική άποψη θα ήθελε να μπορέσει να εκφράσει με το βλέμμα του.
Κάνει μεταβολή. Με αποφασιστικά βήματα κινείται ακόμα μια φορά προς το μέρος της γυναίκας που είναι ξαπλωμένη στον ήλιο. Τώρα το βλέμμα του, αφού θ' αγκαλιάσει εύκολα το γύρω τοπίο, θα σταματήσει στο στήθος με μια ιδιαίτερη προσοχή αλλά ταυτόχρονα θα σπεύσει να το εντάξει σ' όλα εκείνα που του γεννούν μια ενθουσιώδη διάθεση καλοσύνης κι ευγνωμοσύνης: τον ήλιο και τον ουρανό, τα κυρτωμένα πεύκα και το γιαλό και την άμμο και τα βράχια και τα σύννεφα και τα φύκια, τον κόσμο που γυρίζει γύρω από τις δύο μικρές κορυφές με τα φωτοστέφανο.
Αυτό θα έπρεπε να είναι αρκετό για να καθησυχάσει εντελώς τη μοναχική κολυμβήτρια και να ξεκαθαρίσει το χώρο από παραπλανητικά συμπεράσματα. Μόλις όμως πλησιάζει και πάλι, εκείνη σηκώνεται ξαφνικά, καλύπτει τη γύμνια της, αναστενάζει, και απομακρύνεται με μια ενοχλημένη κίνηση της πλάτης σαν να δραπέτευε από την ενοχλητική επιμονή κάποιου σάτυρου.
Το νεκρό βάρος μιας παράδοσης κακοηθειών μάς εμποδίζει να εκτιμήσουμε σωστά τις πιο λαμπρές προθέσεις, καταλήγει με πίκρα ο Πάλομαρ.
Herb Ritts, Sand breasts - Hawaii, 1988
__________
Το σφύριγμα του κότσυφα
Ο κύριος Πάλομαρ έχει την τύχη να περνά τα καλοκαίρια σ' ένα μέρος όπου τραγουδάνε πολλά πουλιά. [...]
Απ' όλα τα κελαηδίσματα των πουλιών ξεχωρίζει το σφύριγμα του κότσυφα που δε συγχέεται με κανένα άλλο. Οι κότσυφες καταφτάνουν πάντα αργά το απόγευμα: είναι δύο, σίγουρα ζευγαρωμένοι, ίσως το ίδιο ζευγάρι του περασμένου χρόνου, όλων των προηγούμενων χρόνων της ίδιας εποχής.
Κάθε απόγευμα, ακούγοντας ένα σφύριγμα που έχει σαν βάση του δύο νότες να τον καλεί — λες και είναι κάποιος άνθρωπος που θέλει να κάνει γνωστό τον ερχομό του,— ο κύριος Πάλομαρ σηκώνει το κεφάλι του για να δει ποιος τον φωνάζει· ύστερα θυμάται πως είναι η ώρα των κοτσυφιών. Δεν αργεί να τα διακρίνει: περπατάνε στο λιβάδι λες και είναι δίποδα που πάντα περπατούσαν πάνω στη γη, λες και διασκεδάζουν ψάχνοντας να βρουν αναλογίες με τον άνθρωπο.
Το σφύριγμα του κότσυφα έχει κάτι το ιδιαίτερο: είναι ολόιδιο με το σφύριγμα του ανθρώπου, με το σφύριγμα κάποιου που δεν είναι ιδιαίτερα ικανός να σφυρίζει αλλά που νιώθει κάθε τόσο πως έχει κάποιο λόγο να σφυρίξει έστω για μια μόνο φορά χωρίς πρόθεση να συνεχίσει, και το κάνει μ' έναν αποφασιστικό αλλά σεμνό και γλυκό τόνο, ώστε να εξασφαλίσει την ευμένεια όποιου ακούει.
Μετά από λίγο το σφύριγμα επαναλαμβάνεται — από τον ίδιο κότσυφα ή από το ταίρι του— αλλά πάντα σαν να ήταν η πρώτη φορά που του έρχεται στο νου να σφυρίξει - αν πρόκειται για διάλογο, η κάθε κουβέντα εκστομίζεται μονάχα μετά από πολλή σκέψη. Είναι όμως άραγε διάλογος ή μήπως ο κάθε κότσυφας σφυρίζει για τον εαυτό του και όχι για τον άλλο; Και άραγε —είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση — να πρόκειται για ερωτήσεις και απαντήσεις (στον άλλο ή στον εαυτό του) ή μήπως για την επιβεβαίωση κάποιου — του ίδιου πάντα — πράγματος (όπως η γνωστοποίηση της παρουσίας του, η αναφορά στο γένος, στο σεξ, στο χώρο); Ίσως η αξία αυτής της μοναδικής κουβέντας να βρίσκεται στο γεγονός ότι επαναλαμβάνεται από κάποιο άλλο ράμφος που επίσης σφυρίζει για να μην ξεχαστεί κατά τη διάρκεια του διαλείμματος της σιωπής.
Ίσως πάλι όλος αυτός ο διάλογος να μην είναι τίποτα άλλο παρά μια αναφορά στο διπλανό ότι «εγώ είμαι εδώ», και το μέγεθος των παύσεων να προσθέτει στη φράση την έννοια ενός «ακόμα», όπως για παράδειγμα «εγώ είμαι ακόμα εδώ, είμαι πάντα εγώ».
Αν όμως βρίσκεται στην παύση και όχι στο σφύριγμα η έννοια του μηνύματος; Αν οι κότσυφες μιλάνε με τη σιωπή τους; (Σ' αυτή την περίπτωση το σφύριγμα θα ήταν μονάχα ένα είδος στίξης, κάτι σαν το «στοπ» των τηλεγραφημάτων). Μια σιωπή, φαινομενικά όμοια με μια άλλη σιωπή, θα μπορούσε να εκφράζει εκατό διαφορετικές προθέσεις- το ίδιο, άλλωστε, μπορεί να συμβαίνει και με ένα σφύριγμα - εύκολα κανείς μπορεί να μιλήσει με τη σιωπή ή το σφύριγμα: το μόνο πρόβλημα είναι να τον καταλάβουν.
Είναι όμως πιθανό κανένας να μην καταλαβαίνει κανέναν: ο κάθε κότσυφας πιστεύει πως στο σφύριγμά του έβαλε ένα σημαντικό κατά τη γνώμη του νόημα που μονάχα ο ίδιος καταλαβαίνει - ο άλλος του απαντά με κάτι που δεν έχει καμιά σχέση με όσα είπε ο πρώτος- είναι ένας διάλογος κουφών, μια συζήτηση χωρίς αρχή και τέλος.
Μήπως όμως οι ανθρώπινοι διάλογοι είναι διαφορετικοί; Στον κήπο βρίσκεται και η κυρία Πάλομαρ που ποτίζει τις βερονίκες. Λέει:
— Να τοι, μια διατύπωση που μπορεί να θεωρηθεί είτε πλεοναστική (αν υποτεθεί ότι ο σύζυγος κοιτάζει ήδη τους κότσυφες) είτε ακατανόητη (αν υποτεθεί ότι αυτός δεν τους είχε δει) αλλά που θέλει και στις δύο περιπτώσεις να τονίσει ότι η προτεραιότητα στην παρατήρηση των κοτσύφων ανήκει στην κυρία .Πάλομαρ (πράγματι, εκείνη πρώτη τους ανακάλυψε και αποκάλυψε στο σύζυγό της τις συνήθειές τους) και να υπογραμμίσει ότι όπως επίσης η ίδια τόσες φορές παρατήρησε οι κότσυφες εξακολουθούν και έρχονται κάθε χρόνο.
— Σσστ,— κάνει ο κύριος Πάλομαρ, φαινομενικά για να εμποδίσει τη γυναίκα του να τα διώξει με τη δυνατή φωνή της (σύσταση άχρηστη γιατί το ζεύγος των κοτσύφων έχει πια συνηθίσει την παρουσία και τις φωνές του ζεύγους Πάλομαρ) αλλά στην πραγματικότητα για ν' αμφισβητήσει την υπεροχή της συζύγου του δείχνοντας ο ίδιος ένα ενδιαφέρον για τα κοτσύφια πολύ μεγαλύτερο από το δικό της.
Τότε η κυρία Πάλομαρ λέει: —Χτες το πότισα, σήμερα είναι πάλι ξερό,— εννοώντας το χώμα της γλάστρας που ποτίζει, ανακοίνωση κι αυτή περιττή που όμως θέλει ν' αποδείξει —αφού έτσι συνεχίζει να μιλά και ν' αλλάζει συζήτηση — μια πολύ μεγαλύτερη άνεση και οικειότητα με τα κοτσύφια από εκείνη του συζύγου της.
Πάντως, αυτές οι κουβέντες δημιουργούν στον κύριο Πάλομαρ μια αίσθηση γαλήνης, και νιώθει γι' αυτό υποχρεωμένος στη σύζυγο, γιατί αν εκείνη επιβεβαιώνει ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τίποτα σοβαρότερο που να τους ανησυχεί, αυτός μπορεί να μείνει απορροφημένος στην εργασία του (ή ψευτοεργασία ή, σουπερεργασία του).
Αφήνει να περάσει ένα λεπτό κι ύστερα με τη σειρά του προσπαθεί να μεταδώσει κι αυτός ένα καθησυχαστικό μήνυμα, να πληροφορήσει τη σύζυγο ότι η εργασία του (ή υποεργασία ή υπερεργασία του) προχωρά κανονικά: γι' αυτό το λόγο αφήνει να του ξεφύγουν μια σειρά από ξεφυσήματα και μουγκρίσματα: —... λάθος... όλα αυτά... από την αρχή... αυτό μας έλειπε... — ξεσπάσματα που όλα μαζί μεταδίδουν το μήνυμα «είμαι πολύ απασχολημένος», για την περίπτωση που η τελευταία κουβέντα της γυναίκας του περιείχε και μια μασκαρεμένη παρατήρηση του τύπου: «Θα μπορούσες να σκεφτείς κι εσύ μια φορά να ποτίσεις τις γλάστρες».
Προϋπόθεση γι' αυτές τις προφορικές ανταλλαγές είναι η ιδέα ότι η τέλεια κατανόηση ανάμεσα σε δύο συζύγους τους επιτρέπει να καταλαβαίνονται χωρίς να κάθονται να ξεψειρίζουν το καθετί· αυτή η αρχή όμως μπαίνει σε εφαρμογή εντελώς διαφορετικά από τον έναν και τον άλλο: η κυρία Πάλομαρ εκφράζεται με ολοκληρωμένες αλλά συχνά σιβυλλικές ή υπαινικτικές φράσεις για να βάλει σε δοκιμασία την ετοιμότητα των νοητικών ειρμών του συζύγου και την ικανότητά του να συντονίζει τις σκέψεις του με τις δικές της (πράγμα, βέβαια, που δε λειτουργεί πάντα)· ο κύριος Πάλομαρ αντίθετα αφήνει ν' αναδυθούν από τις ομίχλες του εσωτερικού του μονολόγου σκόρπιοι έναρθροι ήχοι, πιστεύοντας ότι έτσι αφήνει να διαφανεί, αν όχι το θάμπος μιας ολοκληρωμένης αντίληψης, τουλάχιστον το ημίφως μιας ψυχικής κατάστασης.
Όμως η κυρία Πάλομαρ αρνείται να δεχτεί πως αυτά τα μουγκρίσματα συνιστούν μια συζήτηση, και για να υπογραμμίσει πως εκείνη δε συμμετέχει, λέει χαμηλόφωνα: —Σσστ! Θα τα τρομάξεις...— επιστρέφοντας στο σύζυγο τη σιωπή που εκείνος πίστεψε πως είχε το δικαίωμα να της επιβάλει, και επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα την πρωτοκαθεδρία της όσον αφορά το ενδιαφέρον για τους κότσυφες.
Blackbird's nest in the folded hands of a statue on a graveyard in Berlin, Germany, 1932.
_____________
Έχοντας σημειώσει ένα ρούμπο υπέρ της, η κυρία Πάλομαρ απομακρύνεται. Τα κοτσύφια τώρα τσιμπολογούν στο λιβάδι και σίγουρα θεωρούν τους διαλόγους του ζεύγους Πάλομαρ σαν το αντίστοιχο των δικών τους σφυριγμάτων. Τίποτα δε θα άλλαζε αν και εμείς απλώς σφυρίζαμε, σκέφτεται εκείνος. Στο σημείο αυτό αρχίζει να διαφαίνεται μια πολλά υποσχόμενη προοπτική για τον κύριο Πάλομαρ, ο οποίος πάντα ανησυχούσε με την απόσταση που χωρίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά από το υπόλοιπο σύμπαν. Το όμοιο σφύριγμα ανθρώπου και κότσυφα φαντάζει στα μάτια του σαν μια γέφυρα ριγμένη πάνω από την άβυσσο.
Αν ο άνθρωπος εμπιστευόταν στο σφύριγμα όσα συνήθως εμπιστεύεται στο λόγο, και αν ο κότσυφας μπορούσε να συγκεντρώσει στο σφύριγμα του όλα όσα δεν μπορεί να πει με λόγια για την ύπαρξη του, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί το πρώτο βήμα για να καλυφθεί η διαφορά ανάμεσα... ανάμεσα σε ποια πράγματα αλήθεια; Τη φύση και την κουλτούρα; Τη σιωπή και το λόγο;
Ο κύριος Πάλομαρ εξακολουθεί να ελπίζει ότι η σιωπή περιέχει κάτι περισσότερο απ' όσα η γλώσσα μπορεί να πει. Αν όμως η γλώσσα είναι πραγματικά ένα τέρμα στο οποίο τείνει να καταλήξει οτιδήποτε υπάρχει στον κόσμο; Ή αντίθετα, αν όλα γύρω μας είναι μονάχα γλώσσα, ήδη από τη γέννηση του κόσμου; Στο σημείο αυτό η αγωνία κυριεύει πάλι τον κύριο Πάλομαρ.
Αφού άκουσε προσεκτικά το σφύριγμα του κότσυφα, τώρα προσπαθεί να το επαναλάβει όσο πιο πιστά μπορεί. Ακολουθεί μια αμήχανη σιωπή, λες και το μήνυμα του εξετάζεται σοβαρά· ύστερα ακούγεται ένα όμοιο σφύριγμα, που ο κύριος Πάλομαρ δεν ξέρει αν είναι η απάντηση σ' αυτόν ή, αντίθετα, η απόδειξη ότι το σφύριγμα του είναι τόσο διαφορετικό ώστε δεν αναστάτωσε καθόλου τους κότσυφες οι οποίοι ξαναρχίζουν το μεταξύ τους διάλογο σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Συνεχίζουν να σφυρίζουν και ν' αναρωτιούνται αμήχανοι, αυτός και οι κότσυφες.
Το δάγκωμα της γλώσσας
Σε μια εποχή και σε μια χώρα όπου όλοι κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να διατυμπανίσουν κάποια γνώμη ή κρίση τους, ο κύριος Πάλομαρ απόκτησε τη συνήθεια να δαγκώνει τη γλώσσα του τρεις φορές πριν υποστηρίξει οτιδήποτε. Αν στο τρίτο δάγκωμα της γλώσσας είναι ακόμα πεισμένος για αυτό που ήθελε να πει, το λέει· αν όχι, μένει σιωπηλός. Πράγματι, περνά εβδομάδες ή και μήνες ολόκληρους στη σιωπή.
Δε λείπουν ποτέ οι κατάλληλες ευκαιρίες που τον βοηθάνε να σιωπά· συχνά όμως τυχαίνει να μετανιώνει γιατί δεν είπε κάτι που θα μπορούσε να πει την κατάλληλη στιγμή. Συνειδητοποιεί ότι τα γεγονότα επιβεβαίωσαν εκείνο που σκεφτόταν, και ότι αν τότε είχε εκφράσει τη σκέψη του, ίσως θα επηρέαζε θετικά —έστω και σ' ένα μικρό βαθμό— αυτά τα γεγονότα. Σ' αυτές τις περιπτώσεις μοιάζει διχασμένος ανάμεσα στην ικανοποίηση ότι είχε σκεφτεί σωστά και στην ενοχή που του δημιουργεί η υπερβολική επιφυλακτικότητά του. Κι είναι αυτά τα συναισθήματα τόσο δυνατά, ώστε προσπάθησε κάποια φορά να τα εκφράσει με λέξεις· αφού όμως δάγκωσε τη γλώσσα του τρεις φορές, ή μάλλον έξι, πείστηκε ότι δεν έχει κανένα απολύτως λόγο είτε να υπερηφανεύεται είτε να έχει ενοχές.
Το ότι είχε σκεφτεί σωστά δεν είναι κανενός είδους ανδραγάθημα: στατιστικά, μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτο ότι ανάμεσα στις πολλές λαθεμένες, συγκεχυμένες ή και κοινότοπες ιδέες που του έρχονται καθημερινά στο μυαλό, κάποια θα είναι ξεκάθαρη ή και ευφυής· όπως άλλωστε ήρθε στο δικό του μυαλό, θα μπορούσε σίγουρα να έρθει και στο μυαλό κάποιου άλλου.
Πιο πολύπλοκη είναι η αναζήτηση των λόγων που τον σπρώχνουν να μην εκφράζει τη σκέψη του. Σε καιρούς γενικής σιωπής, το να συμμορφώνεται με τη σιωπή των πολλών είναι αναμφισβήτητα μια πράξη ένοχη. Σε καιρούς, αντίθετα, όπου όλοι μιλάνε πολύ, το σημαντικότερο δεν είναι να πεις το σωστό πράγμα — έτσι κι αλλιώς θα χανόταν μέσα στην πλημμύρα των λέξεων — όσο το να το πεις ξεκινώντας από μερικές προκαταρκτικές βάσεις και εμπλέκοντας στη συνέχεια το παιχνίδι των συνεπειών που θα δώσει στα λεγόμενα σου τη μεγαλύτερη δυνατή αξία. Αν όμως η αξία μιας συγκεκριμένης κοινοποίησης βρίσκεται στη συνέχεια και στη συνέπεια της γενικότερης συζήτησης στην οποία η κοινοποίηση αυτή εντάσσεται, τότε η μόνη δυνατή επιλογή για κάποιον είναι να μιλά συνεχώς ή να μη μιλά καθόλου.
Στην πρώτη περίπτωση ο κύριος Πάλομαρ θα φανέρωνε ότι η σκέψη του δεν αναπτύσσεται ευθύγραμμα αλλά με ζικ-ζακ, με συνεχείς ταλαντεύσεις, αντιφάσεις, επανορθώσεις, μέσα στις οποίες θα χανόταν τελικά η ορθότητα εκείνης της κοινοποίησης του. Όσον αφορά τώρα τη δεύτερη εναλλακτική λύση, αυτή προϋποθέτει το ταλέντο της σιωπής, ταλέντο ακόμα πιο δύσκολο από το ταλέντο του λόγου.
Πράγματι, ακόμα και η σιωπή μπορεί να θεωρηθεί ομιλία, αφού δεν είναι παρά άρνηση της χρήσης του λόγου που κάνουν άλλοι· η έννοια όμως αυτής της σιωπής-ομιλίας βρίσκεται στις διακοπές της, δηλαδή σε όσα λέγονται κάθε τόσο και δίνουν μια βαρύτητα σε όσα δε λέγονται ποτέ.
Με άλλα λόγια, η σιωπή μπορεί να είναι χρήσιμη για ν' αποκλείει ορισμένες λέξεις ή για να τις φυλάει κάπου παράμερα ώστε να χρησιμοποιηθούν σε μια καλύτερη ευκαιρία. Το ίδιο, μια λέξη που λέγεται σήμερα μπορεί να σε γλυτώσει από εκατό αυριανές λέξεις ή να ανοίξει το δρόμο σε άλλες χίλιες.
«Κάθε φορά που δαγκώνω τη γλώσσα μου —καταλήγει νοερά ο κύριος Πάλομαρ— πρέπει να σκέφτομαι όχι μόνον όσα πρόκειται να πω ή να μην πω, αλλά και όσα θα ειπωθούν ή δε θα ειπωθούν από μένα ή τους άλλους, αν εγώ μιλήσω ή δε μιλήσω».
Έχοντας κάνει αυτή τη σκέψη, δαγκώνει τη γλώσσα του και παραμένει σιωπηλός.
Το να τα βάζεις με τους νέους
Σε μια εποχή όπου η έλλειψη ανοχής που δείχνουν οι ηλικιωμένοι για τους νέους και οι νέοι για τους ηλικιωμένους έχει φτάσει στο ακρότατο σημείο, όπου οι ηλικιωμένοι δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να συσσωρεύουν επιχειρήματα για να πουν τελικά στους νέους ό,τι τους αξίζει, και οι νέοι δεν περιμένουν παρά αυτές τις ευκαιρίες για ν' αποδείξουν ότι οι ηλικιωμένοι δεν καταλαβαίνουν στην πραγματικότητα τίποτα, ο κύριος Πάλομαρ δεν καταφέρνει να ψελλίσει ούτε μία κουβέντα. Όταν καμιά φορά επιχειρεί ν' ανοίξει συζήτηση, συνειδητοποιεί ότι όλοι τους είναι υπερβολικά προσκολλημένοι στις θέσεις που υποστηρίζουν, και δεν είναι ικανοί ν' ακούσουν όσα αυτός προσπαθεί να ξεκαθαρίσει στον εαυτό του.
Γεγονός είναι ότι εκείνος θα ήθελε, περισσότερο και από το να διατυπώσει μια δική του αλήθεια, να κάνει ερωτήσεις, αλλά καταλαβαίνει ότι κανένας δεν έχει τη διάθεση να ξεφύγει από τις σιδηροτροχιές της κουβέντας του για ν' απαντήσει σε ερωτήσεις που έχουν τις ρίζες τους σε κάποια άλλη κουβέντα και θα τον αναγκάζανε να ξανασκεφτεί τα ίδια πράγματα με άλλες λέξεις, με αποτέλεσμα να βρεθεί πιθανόν σε άγνωστους τόπους, μακριά από τις σίγουρες πεπατημένες διαδρομές.
Ίσως, πάλι, ο κύριος Πάλομαρ να θέλει τις ερωτήσεις να τις κάνουν οι άλλοι σ' αυτόν αλλά και ο ίδιος θα προτιμούσε κάποιες συγκεκριμένες ερωτήσεις και όχι άλλες· ερωτήσεις στις οποίες θα απαντούσε λέγοντας όσα αισθάνεται ότι μπορεί να πει αλλά και που θα μπορούσε να πει μονάχα αν κάποιος του ζητούσε να τα πει. Όπως όμως και να έχει το πράγμα, κανένας δε σκέφτεται να του ζητήσει τίποτα.
Αφού, λοιπόν, αυτή είναι η κατάσταση, ο κύριος Πάλομαρ περιορίζεται να σκέφτεται μόνος του το πόσο δύσκολο είναι να μιλά κανείς στους νέους.
Σκέφτεται: «Η δυσκολία προέρχεται από το γεγονός ότι ανάμεσα σ' εμάς και σ' αυτούς υπάρχει μια αδιαπέραστη τάφρος. Κάτι συνέβη ανάμεσα στη δική μας και τη δική τους γενιά, μια αλυσίδα εμπειριών έχει σπάσει: δεν έχουμε πια κοινά σημεία αναφοράς».
Ύστερα σκέφτεται: « Όχι, η δυσκολία προέρχεται από το γεγονός ότι κάθε φορά που ετοιμάζομαι να τους κάνω μια παρατήρηση ή μια κριτική ή μια υπόδειξη ή να τους δώσω μια συμβουλή, σκέφτομαι ότι κι εγώ όταν ήμουν νέος τραβούσα σαν μαγνήτης παρατηρήσεις, κριτικές, προτροπές, συμβουλές, και δεν τις άκουγα. Οι καιροί ήταν διαφορετικοί όπως πολλές ήταν και οι διαφορές στη συμπεριφορά, στη γλώσσα, στις συνήθειες - οι νοητικοί μου όμως μηχανισμοί του τότε δεν ήταν πολύ διαφορετικοί από τους δικούς τους σήμερα. Επομένως δεν έχω το δικαίωμα να μιλώ».
Ο κύριος Πάλομαρ ταλαντεύεται αρκετά ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος. Ύστερα αποφασίζει: «Δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στις δύο θέσεις. Η έλλειψη μιας συνέχειας ανάμεσα στις γενιές οφείλεται στην αδυναμία μας να μεταδώσουμε την εμπειρία μας, να εμποδίσουμε τους άλλους να κάνουν τα σφάλματα που κάναμε εμείς. Η πραγματική απόσταση ανάμεσα στις δυο γενιές δίνεται από τα κοινά στοιχεία τους, τα στοιχεία εκείνα που υποχρεώνουν σε μια κυκλική επανάληψη των ίδιων εμπειριών, όπως παρατηρείται με τη συμπεριφορά των ζώων που μεταδίδεται σαν βιολογική κληρονομιά· ενώ, τα στοιχεία που συγκροτούν την πραγματική διαφορά ανάμεσα σ' εμάς και σ' εκείνους είναι το αποτέλεσμα των αναπόφευκτων αλλαγών που η κάθε εποχή φέρνει μαζί της, δηλαδή εξαρτώνται από την ιστορική κληρονομιά που εμείς οι ίδιοι τους μεταβιβάσαμε, την αληθινή κληρονομιά για την οποία μονάχα εμείς είμαστε υπεύθυνοι, αν και πολλές φορές δεν το συνειδητοποιούμε.
Γι' αυτό το λόγο δεν έχουμε να διδάξουμε σε κανέναν τίποτα: σε ό,τι μοιάζει περισσότερο με τη δική μας εμπειρία, δεν μπορούμε να ασκήσουμε καμιά επιρροή· σε ό,τι φέρει τη δική μας σφραγίδα, δεν ξέρουμε ν' αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας».
Το σύμπαν σαν καθρέφτης
Η γνώση του πλησίον μας περνάει αναγκαστικά μέσα από τη γνώση του εαυτού μας: και είναι αυτό ακριβώς που λείπει από τον Πάλομαρ. Όχι μόνο χρειάζεται η γνώση αλλά και η κατανόηση, η συμφωνία με το εγώ μας, με τους στόχους και τους παλμούς του, η δυνατότητα δηλαδή να είμαστε αφέντες των κλίσεων και των πράξεων μας, η δυνατότητα να τις ελέγχουμε και να τις κατευθύνουμε και όχι να τις ζορίζουμε και να τις καταπνίγουμε.
Τα πρόσωπα που θαυμάζει ο Πάλομαρ για την ορθότητα και τη φυσικότητα της κάθε λέξης και κίνησής τους συμβιώνουν ειρηνικά όχι μόνο με το σύμπαν αλλά πρώτα πρώτα με τον εαυτό τους. Επειδή δεν αγάπησε ποτέ τον εαυτό του, ο Πάλομαρ προσπαθούσε πάντα να μη βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του· αυτός είναι ο λόγος που προτίμησε να καταφύγει στους γαλαξίες· τώρα καταλαβαίνει πως έπρεπε να ξεκινήσει κατακτώντας πρώτα μια εσωτερική γαλήνη. Το σύμπαν ίσως και να μπορεί να προχωρήσει κατά το κέφι του, αυτός σίγουρα όχι.
Ο δρόμος που απομένει ανοιχτός είναι ένας μονάχα: από εδώ και πέρα θα αφιερωθεί στη γνώση του εαυτού του, θα εξερευνήσει την εσωτερική του γεωγραφία, θα χαράξει το διάγραμμα των παρορμήσεών του, θα καταλήξει σε κανόνες και θεωρήματα, θα στρέψει το τηλεσκόπιο του στις τροχιές της δικής του ζωής, αντί σ' εκείνες των αστερισμών. «Δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα το ξένο σ' εμάς, παρακάπτοντας τον εαυτό μας —σκέφτεται τώρα,— το σύμπαν είναι ο καθρέφτης, μέσα στον οποίο μπορούμε να μελετήσουμε μονάχα όσα μάθαμε να γνωρίζουμε μέσα μας».
Ανοίγει τα μάτια του: εμφανίζεται μπροστά του ό,τι βλέπει ήδη καθημερινά: δρόμους γεμάτους από ανθρώπους που προχωρούν βιαστικά και αλληλοσπρώχνονται δίχως να κοιτάζονται κατά πρόσωπο, ανάμεσα στα ψηλά, γεμάτα γωνίες και γδαρσίματα τείχη. Στο βάθος, ο γεμάτος αστέρια ουρανός εκπέμπει περιοδικές λάμψεις σαν ξεχαρβαλωμένη μηχανή που ψιθυρίζει διαρκώς και τρίζει στους αλάδωτους αρμούς της, αρμούς που μοιάζουν με τις εμπροσθοφυλακές ενός ετοιμόρροπου, στρεβλού και — όπως αυτός — χωρίς γαλήνη σύμπαντος.
Reflections by Maja Topčagić
___________
Πώς μαθαίνει κανείς να είναι νεκρός
Ενώ ετοίμαζαν το κώνειο, ο Σωκράτης μάθαινε μια μελωδία στον πλαγίαυλο. «Σε τι θα σου χρησιμεύσει;» τον ρώτησαν. «Μα να μάθω αυτή τη μελωδία πριν πεθάνω».
Ο κύριος Πάλομαρ αποφασίζει ότι από δω και πέρα θα ζει σαν να είναι νεκρός, για να δει πώς πάει ο κόσμος χωρίς αυτόν.
Ο κόσμος μπορεί θαυμάσια να ζήσει και χωρίς την παρουσία του, και ο ίδιος μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του νεκρό με όλη του την άνεση και μάλιστα χωρίς ν' αλλάξει καμιά από τις συνήθειές του. Πριν, όταν έλεγε «κόσμος» εννοούσε τον κόσμο συν τον εαυτό του· τώρα πρόκειται για τον εαυτό του συν τον κόσμο μείον τον εαυτό του.
Μήπως όμως ο κόσμος μείον ο εαυτός του πάει να πει το τέλος της αγωνίας; Είναι, δηλαδή, ένας κόσμος στον οποίον τα πράγματα συμβαίνουν ανεξάρτητα από την παρουσία και τις αντιδράσεις του, ακολουθώντας ένα δικό τους νόμο ή ανάγκη ή λογική που δεν αφορά τον ίδιο;
Ένα κύμα χτυπά πάνω στο βράχο, τον σιγοτρώει, κι ύστερα έρχεται ένα άλλο κύμα και μετά ένα άλλο ακόμα - είτε εκείνος υπάρχει είτε όχι, όλα συνεχίζουν κανονικά την πορεία τους. Η ανακούφιση του να είσαι νεκρός θα πρέπει να σημαίνει και αυτό: αφού εκείνη η κηλίδα ανησυχίας που είναι η παρουσία μας έχει εξαλειφθεί, το μόνο πράγμα που μετράει είναι η εξέλιξη και η διαδοχή των πραγμάτων κάτω από τον ήλιο, στην απαθή τους γαλήνη. Τα πάντα είναι ηρεμία ή τείνουν προς την ηρεμία, ακόμα και οι τυφώνες, οι σεισμοί, οι εκρήξεις των ηφαιστείων. Αυτός όμως δεν ήταν ο κόσμος όταν κι εκείνος ήταν εκεί; Τότε που η κάθε καταιγίδα έφερνε μαζί της την ειρήνη του μετέπειτα και προετοίμαζε τη στιγμή που όλα τα κύματα θα χτυπούσαν στην ακτή και ο άνεμος θα εξαντλούσε τη δύναμή του; Ίσως το να είσαι νεκρός σημαίνει πως περνάς στον ωκεανό των κυμάτων που μένουν για πάντα κύματα, άρα δεν έχει νόημα να περιμένεις να καλμάρει η θάλασσα.
Το βλέμμα των νεκρών έχει πάντα την τάση να εξορκίζει. Τόποι, καταστάσεις, ευκαιρίες είναι συνήθως ίδια με αυτά που κάποιος ήδη γνώριζε, και πάντα νιώθεις ικανοποίηση όταν μπορείς και τα αναγνωρίζεις. Ταυτόχρονα όμως παρατηρούνται διάφορες μικρές ή μεγάλες παραλλαγές, οι οποίες αυτές καθεαυτές θα μπορούσαν και να γίνουν αποδεκτές αν είχαν μια συνεπή λογική εξέλιξη· όμως αποδεικνύονται αυθαίρετες και ανώμαλες κι αυτό είναι ήδη κάτι που ενοχλεί, ιδιαίτερα γιατί ο καθένας μας θέλει πάντα να παρέμβει και να κάνει τις διορθώσεις που του φαίνονται αναγκαίες, και δεν μπορεί να τις κάνει γιατί είναι νεκρός. Το αποτέλεσμα; Μια στάση απώθησης, σχεδόν ενόχλησης, αλλά ταυτόχρονα επάρκειας, σαν του ανθρώπου που ξέρει πως αυτό που μετράει είναι οι εμπειρίες του παρελθόντος του, και πως για όλα τα υπόλοιπα δεν αξίζει τον κόπο να δίνει μεγάλη σημασία.
Άλλωστε δεν αργεί να κάνει την εμφάνιση του και να επιβληθεί σε κάθε άλλη σκέψη ένα κυρίαρχο συναίσθημα: είναι η ανακούφιση να ξέρεις πως όλα τα προβλήματα είναι προβλήματα των άλλων, δική τους υπόθεση. Τους νεκρούς δε θα έπρεπε να τους ενδιαφέρει πια τίποτα άλλο, γιατί δεν έχουν την υποχρέωση να σκέφτονται - κι αν αυτό μοιάζει με κάτι ανεύθυνο, είναι σ' αυτή τους την ανευθυνότητα που οι νεκροί βρίσκουν τη διάθεση να ευθυμήσουν. [....]
Ο Πάλομαρ δεν υποτιμά τα πλεονεκτήματα που έχουν οι ζωντανοί σε σχέση με τους νεκρούς, όχι όσον αφορά το μέλλον, όπου οι κίνδυνοι είναι πάντα πολύ μεγάλοι και οι ωφέλειες βραχυπρόθεσμες, αλλά όσον αφορά τη δυνατότητα βελτίωσης της μορφής του παρελθόντος. (Εκτός πια κι αν κάποιος είναι εξαιρετικά ικανοποιημένος από το παρελθόν του, περίπτωση που δεν παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί δεν αξίζει πολύ τον κόπο ν' ασχοληθεί κανείς με αυτή).
Η ζωή ενός ατόμου συγκροτείται από ένα σύνολο γεγονότων, από τα οποία το τελευταίο θα μπορούσε και ν' αλλάξει την όλη εικόνα του συνόλου, κι αυτό όχι γιατί μετρά περισσότερο από τα προηγούμενα αλλά γιατί τα γεγονότα εισβάλλουν σε μια ζωή σύμφωνα με μια σειρά που δεν είναι χρονολογική αλλά ικανοποιεί τις απαιτήσεις μιας εσωτερικής αρχιτεκτονικής.
Κάποιος για παράδειγμα, διαβάζει σε ώριμη ηλικία ένα σημαντικό γι' αυτόν βιβλίο που τον κάνει να αναφωνήσει: «Πώς μπορούσα και ζούσα χωρίς να το έχω διαβάσει!» όπως επίσης: «Τι κρίμα που δεν το διάβασα όταν ήμουν νέος!» Αυτές οι δηλώσεις, όμως, δεν έχουν νόημα, ιδιαίτερα η δεύτερη, αφού από τη στιγμή που το ίδιο αυτό άτομο διάβασε εκείνο το βιβλίο, η ζωή του γίνεται η ζωή κάποιου που διάβασε εκείνο το βιβλίο, και δεν έχει καμιά σημασία αν το διάβασε νωρίς ή αργά, γιατί και η ζωή που προηγείται της ανάγνωσης τώρα αποκτά μια μορφή που σφραγίζεται από αυτή την ανάγνωση.
Αυτό είναι το πιο δύσκολο βήμα για όποιον θέλει να μάθει να είναι νεκρός: να πειστεί ότι η ζωή του είναι ένα κλειστό σύνολο, στραμμένο ολόκληρο προς το παρελθόν, στο οποίο κανείς δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα, ούτε να εισαγάγει αλλαγές προοπτικής στη σχέση των διαφόρων στοιχείων. Βέβαια, όσοι συνεχίζουν να ζουν, μπορούν —στη βάση αλλαγών που έζησαν οι ίδιοι— να εισαγάγουν αλλαγές και στη ζωή των νεκρών, δίνοντας μορφή σε ό,τι έμοιαζε άμορφο ή είχε μια διαφορετική μορφή: αναγνωρίζοντας για παράδειγμα ως αληθινό επαναστάτη αυτόν που είχε στιγματιστεί για τις πράξεις του ενάντια στο νόμο, εξυμνώντας ως ποιητή ή προφήτη αυτόν που είχε νιώσει τον εαυτό του καταδικασμένο στη νεύρωση ή στο παραλήρημα.
Αυτές όμως είναι αλλαγές που μετράνε ιδιαίτερα για τους ζωντανούς. Οι νεκροί, είναι δύσκολο να επωφεληθούν από αυτές. Ο καθένας μας είναι φτιαγμένος από όσα έζησε και από τον τρόπο με τον οποίο τα έζησε, κι αυτό κανένας δεν μπορεί να μας το αφαιρέσει. Όποιος έζησε υποφέροντας, παραμένει φτιαγμένος από τη δυστυχία του - αν κάποιος θελήσει να του την αφαιρέσει, δε θα είναι πια ο εαυτός του.
Γι' αυτό ο Πάλομαρ ετοιμάζεται να γίνει ένας τζαναμπέτης νεκρός, που δεν ανέχεται την καταδίκη να μείνει έτσι όπως είναι αλλά και που δεν είναι διατεθειμένος να απαρνηθεί τίποτα από τον εαυτό του, ακόμα και ό,τι του είναι βάρος. [...]
Αναλογιζόμενος το θάνατο του, ο Πάλομαρ σκέφτεται ήδη το θάνατο των τελευταίων επιζώντων του ανθρώπινου γένους ή των απογόνων ή κληρονόμων του: στην κατεστραμμένη και έρημη γήινη σφαίρα καταφτάνουν οι εξερευνητές ενός άλλου πλανήτη, αποκωδικοποιούν τα ίχνη που καταγράφηκαν στα ιερογλυφικά των πυραμίδων και των διάτρητων καταλόγων των ηλεκτρονικών υπολογιστών η μνήμη του ανθρώπινου γένους ξαναγεννιέται από τις στάχτες της και διαδίδεται σε όλες τις κατοικήσιμες περιοχές του σύμπαντος. Έτσι, από μετάθεση σε μετάθεση, φτάνουμε στη στιγμή εκείνη όπου ο χρόνος αρχίζει να φθείρεται και να διαλύεται σ' έναν άδειο ουρανό, τη στιγμή δηλαδή που και το τελευταίο υλικό έρεισμα της μνήμης της ζωής θα υποβαθμιστεί σε ρεύμα θερμότητας ή θα αποκρυσταλλώσει τα άτομα του στην παγωνιά μιας ακίνητης τάξης.
«Αν ο χρόνος πρέπει να τελειώσει, μπορούμε να τον περιγράψουμε στιγμή προς στιγμή —σκέφτεται ο Πάλομαρ—· την κάθε στιγμή όμως της περιγραφής του, ο χρόνος διαστέλλεται τόσο πολύ, ώστε δε βλέπουμε πια το τέλος του». Αποφασίζει ότι θ' αρχίσει να περιγράφει την κάθε στιγμή της ζωής του, και ότι όσο δε θα έχει τελειώσει την περιγραφή όλων των στιγμών του δε θα σκεφτεί ότι είναι νεκρός.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πεθαίνει.
Ίταλο Καλβίνο, Πάλομαρ, εκδόσεις Αστάρτη,
μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης