Η πόλη που σκιαγραφείται στα τρία αποσπάσματα από το βιβλίο του Κ. Χαρπαντίδη Μανία πόλεως (1993) είναι η Καβάλα, όπως τη διασώζουν από τη μια μεριά οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας του αφηγητή και από την άλλη μεριά η ιστορική μνήμη, στοιχεία της οποίας αξιοποιεί ο συγγραφέας.
Η Καβάλα, η αλλοτινή καπνούπολη έγινε πόλη αποστειρωμένη, πόλη δημοσίων υπαλλήλων, πόλη χωρίς πρόσωπο, αντίγραφο τόσων άλλων, που μέσα τους χάνεσαι άνετα. Χωρίς ρίζες, χωρίς προορισμούς.Σαρώθηκαν οι πάντες και τα πάντα απ’ την ανάπτυξη. Τη θάλασσα μόνο δεν τόλμησαν να αλλάξουν οι νέοι έποικοι της αστυφιλίας. Αυτήν την θεώρησαν υπεράνω πάσης εκδίκησης και υποψίας.
Μια πόλη χωρίς πρόσωπο...
Χαλασμένες γειτονιές. Το βουνό γύρω μια καμένη προσωπίδα, χωρίς ένδυμα και κόσμημα, κάνει το φως πιο κοφτερό και φωτίζει ανελέητα τις πολυκατοικίες που πληγώνουν τον ουρανό με την ευτέλειά τους, γιατί χτίστηκαν είτε βιαστικά είτε φθηνά και προπάντων για να προλάβει η πόλη την ανάπτυξη, αφού τη δεκαετία του πενήντα, εποχή που οι άλλες πόλεις γνώριζαν τις λέξεις «αντιπαροχή», «γκαρσονιέρα και μπανιέρα», «θερμοσίφωνο και κοινόχρηστα» αυτή άρχισε να παρακμάζει με την εξαφάνιση του καπνεμπορίου που τη στήριζε. Μέσα σε μια δεκαετία, αυτήν του εβδομήντα, ρήμαξε και κατεδάφισε οτιδήποτε παλιό και σοφό έχτισε σιγά σιγά ο χρόνος και οι άνθρωποι για να φορέσει αυτό το κοινό κι αδιάφορο πρόσωπο που δεν έχεις όρεξη ούτε να το κοιτάξεις, γιατί ξέρεις πως δεν κρύβει εκπλήξεις.
Όλα τώρα διαμορφωμένα στην τελική τους μορφή, χωρίς την άλμη του καπνού να γλείφει δρόμους και προσόψεις και με την εντύπωση πως σύντομα θα μας εκδικηθεί το παρελθόν.
Τουλάχιστον να βρεθεί ένας χώρος με λίγη δροσιά να κατοικήσουν εκείνοι οι άνθρωποι με το βουισμένο κεφάλι και τις πληγές στο πρόσωπο που άνοιξαν η νύχτα και ο έρωτας.
Τις νύχτες, πάνω στα ακανόνιστα πλακάκια του δρόμου, ακούγονται βήματα βαριά και μια αντρική φωνή ψιθυρίζει «δεν έχει πάρκο για σένα, δεν έχει οδό». |
Ο απωλεσθείς παράδεισος της παιδικής ηλικίας
Παιδί κυνηγούσα το παχνίδι και αυτό ολοένα γλιστρούσε.
Ζούσα με εικόνες κι αναμνήσεις παιχνιδιού, σχεδόν εξορισμένες εξαιτίας της τοποθεσίας της πόλης, της πυκνής δόμησης και των στενών δρόμων. Πουθενά μια αλάνα, ένας κήπος, ένα στάδιο.
Μόνο στο Φρούριο, όπου πηγαίναμε εκδρομές με το σχολείο και τρέχαμε ανάμεσα σε θρυμματισμένα κανόνια κι ερειπωμένα δεσμωτήρια, σκουριασμένες κρεμάλες κι ανήλιαγες κρυψώνες, προσπαθούσαμε να ξεδιπλώσουμε το μικρό πανωφόρι του παιχνιδιού. Γρήγορα ξεφεύγαμε από την επιτήρηση των δασκάλων, σκαρφαλώναμε στις τάπιες κι από κει παίζαμε με την πόλη, που χανόταν σε μια γλυκιά ομίχλη από φρέσκο ψωμί, λαδομπογιά και καρνάγιο, ιώδιο και κάρβουνο.
Το βράδυ πάλι γινόμασταν συμμορίες και τρέχαμε μ' ένα εεεεεε πίσω από σκυλιά που κουτσαίναν κι έναν τρελό που φορούσε φουρκέτες στο κεφάλι, ενώ οι μεγαλύτεροι μας τρόμαζαν με ιστορίες μακάβριες κάτω από τις σκοτεινιασμένες καμάρες.
Φυλακισμένα παιδιά που αγριεύουν στο παιχνίδι..
Στρέφοντας το βλέμμα στα διαζώματα των πολυκατοικιών, που στριμώχνονται και πνίγουν το καμπαναριό του Αϊ-Γιάννη, δεν απορώ που μας παρέδωσαν μια πόλη έρημη από πράσινο και πάρκα. Παντού αξιοποίηση.
Μια γωνιά άφησαν αδειανή για όλες τις ανάγκες κι εκεί στριμώχτηκαν το βόλεϊ, το μπάσκετ, το τένις κι οι κούνιες, λιγοστά παγκάκια, ίχνη καχεκτικής χλόης κι ένα παράθυρο στο ανοιχτό Αιγαίο. Τα πρωινά στο μοναδικό πάρκο συνωστίζονται τα φυλακισμένα παιδιά των γύρω πολυκατοικιών και αγριεύουν στο παιχνίδι (θυμάσαι, εμείς, κάποτε, ηρεμούσαμε παίζοντας), το μεσημέρι ο ήλιος και η αρμύρα το ξεραίνουν, για να παραδοθεί αργά το βράδυ στην ημιθανή ερημιά της επαρχίας.
Κ. Ι. Χαρπαντίδης, Μανία πόλεως, Επικαιρότητα
Η αφήγηση ακολουθεί κυκλική τροχιά:
• Το σημερινό πληγωμένο πρόσωπο της πόλης εξαιτίας της καταστροφικής αξιοποίησης.
• Η παλιά πόλη και η αθεράπευτη νοσταλγία του οριστικά χαμένου.
• Τα σημερινά παιδιά φυλακισμένα στην ασφυκτική - πνιγηρή τσιμεντούπολη.
Το σημερινό πρόσωπο της πόλης: τραυματισμένο, γυμνό, σκληρό, εφιαλτικό, κοινό, αδιάφορο, ευτελές. Πυκνή δόμηση, πολυκατοικίες κακόγουστες – αποξενωτικές, στενοί ανήλιαγοι δρόμοι, έλλειψη πρασίνου – χώρων αναψυχής, πολιτιστική αλλοτρίωση, έλλειψη ταυτότητας – μνήμης – σεβασμού στο ιστορικο – κοινωνικό παρελθόν, ισοπεδωτική ομοιομορφία.
Τα συναισθήματα του συγγραφέα: οδύνη, θλίψη, απογοήτευση, οργή, ρομαντική νοσταλγία.
Η στάση του συγγραφέα: καταδίκη σημερινού πολιτισμού, απόρριψη της προόδου με την έννοια της υποταγής του ανθρώπου στην τεχνολογία-καταναλωτισμό, απόρριψη ενός δήθεν μοντερνισμού που απαξιώνει το παρελθόν, την παράδοση, τις τοπικές ιδιαιτερότητες, ειρωνεία στον τρόπο που χρησιμοποιεί τις έννοιες «ανάπτυξη και «αξιοποίηση» ( = υποβάθμιση, κακοποίηση).
Αίτια υποβάθμισης:
Η ευκαιριακή –χωρίς σχεδιασμό, προοπτική, ευαισθησία και σεβασμό στο ιστορικο-κοινωνικό στίγμα της πόλης ανοικοδόμηση στη δεκαετία του 1970. Η λογική του γρήγορου και εύκολου κέρδους, της «αξιοποίησης» κάθε τετραγωνικού μέτρου που οδήγησε σε οικοδομική αναρχία.
Η εκδίκηση του παρελθόντος / συνέπειες :
Οικολογική καταστροφή, ανθυγιεινή διαβίωση, απομάκρυνση από το φυσικό περιβάλλον, μοναξιά, αποξένωση, απουσία προσωπικών σχέσεων, επιθετικότητα, αίσθημα εγκλωβισμού, μόνωση.
Ο αφηγητής:
Τριτοπρόσωπος παντογνώστης στην 1η και 3η ενοτ.(πληροφοριακός χαρακτήρας: αλλοιώσεις αστικού τοπίου, αίτια, απουσία πρασίνου)
Πρωτοπρόσωπος στη 2η ενοτ: α΄ενικό(αναδρομή στα παιδικά χρόνια, νοσταλγικές μνήμες που πληγώνουν). α΄πληθ (εκπρόσωπος – εκφραστής της γενιάς του)
Β΄πρόσωπο(«θυμάσαι, εμείς κάποτε...»). Ψευδαίσθηση διαλόγου, αμεσότητα, δραματικότητα.
Η γλώσσα – το ύφος:
Γλώσσα ποιητική, εκφραστική, πλαστική, μεταφορική . Ύφος συγκρατημένα λυρικό: Π.χ «μια καμένη προσωπίδα, χωρίς ένδυμα και κόσμημα, ....πολυκατοικίες που πληγώνουν τον ουρανό με την ευτέλειά τους, γλυκιά ομίχλη από φρέσκο ψωμί, λαδομπογιά και καρνάγιο, ιώδιο και κάρβουνο, ίχνη καχεκτικής χλόης κι ένα παράθυρο ανοιχτό στο Αιγαίο.
Σε ορισμένα σημεία το ύφος γίνεται ειρωνικό, αιχμηρό, σκληρό: Π.χ «ρήμαξε, κατεδάφισε, θα μας εκδικηθεί το παρελθόν, φυλακισμένα παιδιά, αγριεύουν, ανάπτυξη, αξιοποίηση.
Αποτέλεσμα:
Αναδεικνύεται έτσι εντονότερα το συγκινησιακό στοιχείο, η συναισθηματική φόρτιση και η πληγωμένη διάθεση του αφηγητή για την κακοποίηση του παραδοσιακού, ανθρώπινου χαρακτήρα της πόλης του. Αν χρησιμοποιούσε γλώσσα πεζή, καθημερινή και αδιακόσμητη, το αφήγημα θα έμοιαζε περισσότερο δοκιμιακό, τεχνοκρατικό και «αποξηραμένο».
1. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στην αφήγησή του και τα τρία πρόσωπα. Να βρείτε αντιπροσωπευτικά παραδείγματα σε κάθε ενότητα και να εξηγήσετε τι πετυχαίνει κάθε φορά με τη συγκεκριμένη επιλογή.
2. Η γλώσσα του κειμένου είναι ποιητική και το ύφος λυρικό, καθώς εκφράζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του συγγραφέα για τις αλλοιώσεις που έχει υποστεί η πόλη του. Να βρείτε χαρακτηριστικά παραδείγματα της ποιητικής γλώσσας και τα συναισθήματα που υποδηλώνονται κάθε φορά.
3. Ποια η σημασία για ένα παιδί του παιχνιδιού σε φυσικές συνθήκες/χώρους; Τι συνέπειες μπορεί να έχει η απουσία του παιχνιδιού στην ανάπτυξη και τη ζωή ενός παιδιού; Αναπτύξτε τις απόψεις σας σε 1-2 παραγράφους. Αξιοποιήστε και τις ακόλουθες έννοιες-φράσεις: ζωτική ανάγκη αυτοέκφρασης, απελευθέρωση φαντασίας, κοινωνικοποίηση, συναισθηματική/πνευματική ωρίμανση/ισορροπία, απομόνωση, εσωστρέφεια, αποχαύνωση, πνευματική νωθρότητα.
4. Να διατυπώσετε με λίγα λόγια τις ιδέες/σκέψεις που διατυπώνει άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα και υπαινικτικά ο συγγραφέας-αφηγητής στα παρακάτω σημεία:
- για να προλάβει η πόλη την ανάπτυξη
- οτιδήποτε παλιό και σοφό έχτισε σιγά σιγά ο χρόνος και οι άνθρωποι
- το κοινό και αδιάφορο πρόσωπο που δεν έχεις όρεξη ούτε να το κοιτάξεις, γιατί ξέρεις πως δεν κρύβει εκπλήξεις.
- σύντομα θα μας εκδικηθεί το παρελθόν
- Μας παρέδωσαν μια πόλη έρημη από πράσινο και πάρκα. Παντού αξιοποίηση.
5. Ποια προβλήματα της πόλης αναφέρει ο συγγραφέας στα παρακάτω σημεία; (Επιγραμματική αναφορά.)
- Το βουνό γύρω μια καμένη προσωπίδα
- κάνει το φως πιο κοφτερό
- να βρεθεί ένας χώρος με λίγη δροσιά
- πολυκατοικίες που πληγώνουν τον ουρανό με την ευτέλειά τους
- διαζώματα των πολυκατοικιών, που στριμώχνονται και πνίγουν το καμπαναριό του Αϊ-Γιάννη
- πόλη έρημη από πράσινο και πάρκα / μια γωνιά αδειανή για όλες τις ανάγκες / στο μοναδικό πάρκο
Pierre Jamet |
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ι
σαν φυλακισμένο αγριμάκι......
Όταν ήρθαμε σ' αυτό το σπίτι, το πρώτο πράμα που πήρε το μάτι μου, σαν βγήκα στο μπαλκόνι, ήταν το αντικρινό μπαλκονάκι, που το είχαν περιτριγυρισμένο με σύρμα ως απάνω και έμοιαζε με κοτέτσι ή κλουβί άγριου ζώου. Μέσα σ' αυτό το κλουβί τριγύριζε σαν φυλακισμένο αγριμάκι ένα παιδί κάπου τριών χρονών. Σε μια γωνιά του μπαλκονιού ήταν στοιβαγμένα καταγής παιχνίδια. Παναγιά μου και Χριστέ μου! Τι παιχνίδια και κακό είναι αυτό; Μεγάλα αυτοκίνητα από πλαστικό, κούκλες πελώριες, ελέφαντες, άλογα, όλα νεκρά και άψυχα. Το παιδί όμως δε γυρίζει να τα δει. Με τα δυο του χέρια κρατά το κάγκελο και χώνει το μουτράκι του ανάμεσα, προσπαθώντας να δει τις γάτες που τριγυρίζουν κάτω στην πρασιά. 'Η προσπαθεί να καντζαρώσει το κάγκελο, να γαντζωθεί από το σύρμα, να σκαρφαλώσει πιο ψηλά. Σίγουρα, αν βγάλουν το σύρμα απ' αυτό το μπαλκόνι, το παιδάκι θα σκαρφαλώσει στο κάγκελο και θα βρεθεί κάτω, γιατί του
έχουν αφαιρέσει την αίσθηση του κινδύνου. [.......]
Εκείνο το παιδάκι στο αντικρινό μπαλκόνι μου ματώνει την καρδιά. Δεν μπορώ να το βλέπω σαν ζωάκι πίσω από τα σύρματα. Όταν ήμουνα εγώ στην ηλικία του, ζούσαμε στην Πόλη σ' ένα τριώροφο σπίτι που είχε δυο σκάλες ολόρθες σαν καραβόσκαλες. Πολλές φορές τις ανεβοκατέβαινα μπουσουλώντας, και όμως δεν γκρεμοτσακίστηκα. Ούτε με κλείσανε ποτέ πίσω από τα σύρματα για να με προστατέψουνε.
Κυκλοφορούσα ελεύθερη στο σπίτι, κι όταν στενοχωριόμουνα, με κάθιζε η γιαγιά μου στο πάτωμα και άδειαζε μπροστά μου τη σακούλα με τα κουμπιά. Τα κουμπιά που μαζεύουνταν χρόνον-καιρό από παλιά ρούχα που ήτανε για πέταμα. Μ' εκείνα τα κουμπιά θα είχαν παίξει όλα τα παιδιά της οικογένειας. Ίσως και η ίδια η γιαγιά μου. Τι ωραία κουμπιά ήταν εκείνα! Κουμπιά από κόκαλο, κουμπιά από κέρατο ζώου, κουμπιά από σιντέφι και από φίλντισι. Το σιντέφι, μου είχε πει η γιαγιά μου, ήταν από όστρακα. Τα κουμπιά από φίλντισι ήταν από δόντι ελέφαντα —τούρκικα τον ελέφαντα τον λένε φιλ και το δόντι ντις. Ώρες ολόκληρες περνούσα παίζοντας, με τέτοια γλύκα που τρέχανε τα σάλια μου.
Άλλες φορές πάλι, με κάθιζε στη σκάφη, έδινε στα χέρια μου για κουπί το μεγάλο ξύλο που είχε για να κάνει γυριστό γλυκό, και με έστελνε να πάω να ψαρέψω.
Συχνά μου έδινε καμμένα σπίρτα που μάζευε, με κάθιζε στο τραπέζι να κάνω διάφορα σχέδια πάνω στο τραπεζομάντιλο, ή να κάνω σιδερόδρομο από άδεια σπιρτοκούτια.
Μου έδινε και τραπουλόχαρτα να κάνω πύργους.
Αν πεις από κούκλες; Άλλο τίποτα. Μου έφκιανε κούκλες πάνινες, μεγάλες μεγάλες, χορταστικές και μαλακούτσικες, που να τις παίρνεις στην αγκαλιά σου να τις ζεστάνεις, ακόμα και να κοιμηθείς μαζί. Τις έτοιμες κούκλες που μου φέρνανε τις έσπαζα να δω τι έχουνε μέσα, και η μητέρα μου, για να τις γλιτώσει, τις κάθιζε στον καναπέ του σαλονιού και κλείδωνε την πόρτα. Μμμμμ, σκοτούρα μου. Ανάγκη είχα εγώ εκείνες τις κρύες και νεκρές κούκλες, που τα μαλλιά τους βρωμούσανε ψαρόκολλα!
Μου έδινε και τραπουλόχαρτα να κάνω πύργους.
Αν πεις από κούκλες; Άλλο τίποτα. Μου έφκιανε κούκλες πάνινες, μεγάλες μεγάλες, χορταστικές και μαλακούτσικες, που να τις παίρνεις στην αγκαλιά σου να τις ζεστάνεις, ακόμα και να κοιμηθείς μαζί. Τις έτοιμες κούκλες που μου φέρνανε τις έσπαζα να δω τι έχουνε μέσα, και η μητέρα μου, για να τις γλιτώσει, τις κάθιζε στον καναπέ του σαλονιού και κλείδωνε την πόρτα. Μμμμμ, σκοτούρα μου. Ανάγκη είχα εγώ εκείνες τις κρύες και νεκρές κούκλες, που τα μαλλιά τους βρωμούσανε ψαρόκολλα!
Μπορεί τα παιδιά της εποχής μου να τους έλειπαν πολλά πράματα, αλλά είχανε χώρο να κινηθούν μέσα στο σπίτι. Και το πιο φτωχικό σπιτάκι εκείνης της εποχής είχε περισσότερο εσωτερικό χώρο από το δυάρι της σημερινής πολυκατοικίας. Έπειτα είχανε το δρόμο. Στην Πόλη, συμμορίες παιδιών, το πιο πολύ αγόρια, ξεπερνούσαν πολλές φορές τα σύνορα του μαχαλά τους και χάνουνταν με τις ώρες. Πολλές φορές, στα σύνορα δύο προαστίων μπερδεύουνταν οι εθνικότητες, και άκουες τα παιδιά να μιλούν μιαν απίθανη εσπεράντο από ρωμαίικα, τούρκικα, εβραίικα, αρμένικα. Το 1960, όταν είχαμε πάει με τη Νέλλη στην Πόλη, ανταμώσαμε έναν Τούρκο καπετάνιο μέσα στο βαποράκι που πήγαινε στην Πρίγκιπο και απορήσαμε με τα ωραία ελληνικά του. Τον ρωτήσαμε πού τα έμαθε. '. Εκείνος γέλασε.
— Τα έμαθα παίζοντας με ρωμιόπαιδα στο δρόμο, μας είπε. Το σπίτι μας συνόρευε με ρωμαίικο μαχαλά, και η πρώτη μου αγάπη ήταν ρωμιοπούλα. Εκείνη δεν με καταδέχτηκε, όμως εγώ ως τώρα την αγαπώ.
Οπωσδήποτε τα παιδιά εκείνης της εποχής στην Πόλη ήτανε πιο ευτυχισμένα από τα σημερινά
Μαρία Ιορδανίδου, Η αυλή μας,Βιβλιοπωλείον της Εστίας
ΙΙ
«Ει, πού πας; Δεν μου 'χες πει ότι στις πέντε θα με πας στα Δύσκολα;» φώναζε στ’ αυτί του Αριστείδη Ζαχμάνογλου ο μικρός Παυλάκης – με μια φωνή επιτακτική που θύμιζε εκπαιδευτή πεζοναυτών σε άσκηση – ενώ ταυτόχρονα τραβούσε με όση δύναμη διέθετε το παντελόνι του πατέρα του.
Κι είχε τα δίκια του πάνω σ' αυτό ο μικρός αφού την προηγούμενη μέρα, ο Αριστείδης —μέσα στα πλαίσια μιας προγραμματισμένης εβδομαδιαίας ψυχαγωγικής εκπαίδευσης— του είχε τάξει να τον πάει στην παιδική χαρά που βρίσκεται καμιά πεντακοσαριά μέτρα μακριά από το σπίτι τους, σε μια νησίδα πράσινου, ανάμεσα σε τρεις μεγάλες λεωφόρους. Της έχουν δώσει, δε, από κοινού αυτό το όνομα, όχι, όπως φαντάζεστε, λόγω του ότι είναι δύσκολη, έτσι κι αλλιώς, η προσπέλαση σ' αυτή, όσο γιατί ο Παυλάκης Ζαχμάνογλου —αλλά πολύ, δε, περισσότερο ο πατέρας του— βρίσκει απείρως δυσκολότερη την ενασχόληση με τα διάφορα παιχνίδια που έχουν στηθεί εκεί, προφανώς από κάποια ομάδα αρχιτεκτόνων, με εντελώς σύγχρονες αντιλήψεις επί του θέματος, αφού έχουν τοποθετήσει στο μέρος αυτό κάτι πολύζυγα αυστηρότατα, αντίστοιχες τσουλήθρες και γέφυρες ακαθορίστου σχήματος• δοκούς ισορροπίας και κάτι κούνιες βλοσυρές —ολ’ από ξύλο καμωμένα, άβαφο και από σίδερο αιχμηρό— συνθέτοντας, έτσι, ένα σύνολο, που παραπέμπει, πιο πολύ, σε μια εικόνα υπαίθριου χώρου βασανιστηρίων παρά σε εικόνα χώρου παιχνιδιού και χαράς [........]
Αφού πέρασε λοιπόν στην απέναντι πλευρά της λεωφόρου, ο Αριστείδης με το γιο του και απέκτησε οπτική επαφή με το χώρο των βασανιστηρίων —που του είχε ανατεθεί από τους αρμοδίους ο ρόλος της παιδικής χαράς— ξαφνικά, αντιστράφηκαν οι ρόλοι. Αντί, λοιπόν, να σέρνει ο ίδιος το μικρό Παυλάκη —όπως έκανε πιο πριν— απ’ το σημείο αυτό και ύστερα, άρχισε πια, να οδηγείται απ’ το γιο του με τον τρόπο, ακριβώς, που οδηγούνται οι ιδιοκτήτες των σκύλων από τα ζώα τους, προς το δέντρο της ανακούφισης, κατά τη διάρκεια των νυκτερινών τους εξόδων. Γι’αυτό και φτάσαν, πολύ γρήγορα, στο σημείο εκείνο όπου υψωνόταν η μεταλλική, απότομη τσουλήθρα, στην οποία και είχε ιδιαίτερη αδυναμία ο μικρός.
Ο χώρος, όμως, γύρω απ’αυτή, είχε καταληφθεί, ήδη, από μια ομάδα πιτσιρικάδων —με τους αντίστοιχους παιδοβοσκούς— που περίμεναν, ανυπόμονα, τη σειρά τους, σε κείνη την τσουλήθρα, σχηματίζοντας μια ουρά, μεγαλύτερη από κείνη της Εθνικής Τράπεζας όταν αποδίδει τις συντάξεις στο τέλος κάθε μήνα, γι’ αυτό κι ο Αριστείδης —επειδή δεν ήταν του χαρακτήρα του να μετέρχεται δολίων μέσων ώστε να παρακάμψει τη σειρά προς όφελός του— αναγκάστηκε να συμμορφωθεί, σαν πρόσκοπος σε εκπαιδευτική εκδρομή, και ν’ ανάψει το πρώτο τσιγάρο της επιχείρησης Τα δύσκολα. Με την ευκαιρία αυτή, αναλογίστηκε και τα παιχνίδια της δικής του παιδικής πανωλεθρίας κάνοντας, μάλιστα, και συγκρίσεις —μάλλον οδυνηρές— των παλαιότερων ψυχαγωγικών επιδόσεων με τις σημερινές.
Θυμήθηκε, λοιπόν —με καλπάζουσα νοσταλγία— τον εκτονωτικό πετροπόλεμο, τα ευεργετικά σκλαβάκια, τη βάρβαρη γουρούνα του απογεύματος, τη δεξιοτεχνική σκλέντζα, τον περιπετειώδη μούκα, τη φροϋδική αναδίπλωση του κρυφτού και τον αποδοτικότατο γιατρό και καταλήφθηκε, ξαφνικά, από ένα είδος μελαγχολίας [.....]
Στους γύρω δρόμους, βέβαια, που κλείνανε από παντού την παιδική χαρά, η σύγχρονη ζωή θορυβούσε, όπως πάντα, αυτή την ώρα, μ’ ανθρώπους βιαστικούς και πανικόβλητους, με μηχανάκια δραστήρια που κάναν ελιγμούς ανάμεσα απ’ αυτοκίνητα όλων των τύπων που κόρναραν δαιμονισμένα, αλλά ο Αριστείδης Ζαχμάνογλου, παρ’όλ’ αυτά, αφέθηκε και μεταφέρθηκε σταδιακά σε χώρο άλλο: σε μια εποχή αθωότητας και ηρεμίας, μια κοινωνία ευγένειας, άλλων ρυθμών και άλλου ήθους, πράγμα που χρειαζόταν το ζήλο και την αστοχία ενός Χριστόφορου Κολόμβου για να την ανακαλύψει κανείς, σ’αυτές τις πόλεις που είμαστε αναγκασμένοι πια να ζούμε και στους ρυθμούς που επιβάλλει στους ανθρώπους ο σύγχρονος τρόπος ζωής.
Ν. Χουλιαράς, Στο σπίτι του εχθρού μου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1995
Σημείωση:
- μούκας (ο), αυτός που δε μιλάει, ο σιωπηλός.
- σκλέτζας (ο), υπερβολικά αδύνατος
- σκλέντζα (η), είδος παιχνιδιού. Αποτελείται από δύο ξύλα: τη «σκλέτζα» (50) εκ. περίπου και το «σκλετζάρ» που είναι (30) εκ. περίπου
(ηπειρώτικοι γλωσσικοί ιδιωματισμοί)
Η πρώτη παιδική χαρά του κόσμου στο Wicksteed Park του Northamptonshire κατασκευάστηκε το 1923 από τον Charles Wicksteed, ο οποίος ήθελε να ενθαρρύνει τις οικογένειες να υιοθετήσουν το παιχνίδι στην παιδική χαρά ως μέρος της υγείας και της ευημερίας τους. |
ΙΙΙ
........απάνω στο φόρτε του αλήτικου ονείρου μας....
Η τάξη μας ήταν ένα γωνιακό δωμάτιο, πάντα γιομάτο ήλιο, όταν δεν ήταν συννεφιά. Η σόμπα στη γωνιά τραβούσε με θόρυβο, και κάπνιζε όλη την κάμαρα. Καθόμουν στο πρώτο θρανίο, και με υπομονή περίμενα. Οι σύντροφοί μου δίπλα κάναν ωραία σχέδια για την περίπτωση που δε θα 'ρχόταν η «κυρία».
Πρώτα θα βγαίναν στην αυλή να παίξουν «αμπάριζα». Ύστερα η «κυρία» διευθύντρια θα τους έδιωχνε γιατί θα κάναν θόρυβο, και θα ενοχλούσαν τις «μεγάλες». Αυτό ήταν η ύστατη ικανοποίηση του ορμέμφυτου της ελευθερίας, που βλάσταινε μέσα στις νέες ανθρώπινες ψυχούλες τους. Και ύστερα η εκδήλωση αυτού του ορμέμφυτου. Η άσκοπη πολυθόρυβη περιπλάνηση στον κάμπο. Και οι οπτασίες περνούσαν μπρος από τα μάτια μας.
Θα πηγαίναμε στο σταθμό. Ο δρόμος είναι γιομάτος λάσπη, μα αυτό δεν έχει σημασία. Είναι τόσο ωραίο να νιώθεις το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια σου, σα μια γλιστερή μαλακή μάζα. Αποκεί θα παίρναμε από το μηχανοστάσιο ασετυλίνη· - είχαμε σχέσεις με το προσωπικό- και με το πολύτιμο αυτό αντικείμενο στα χέρια, θα πηγαίναμε στη μεγάλη «Μαγούλα» την Ορμάν μαγούλα, όπου θα εκσφενδονίζαμε τον πρώτο τυχόντα τενεκέ γάλακτος Νεστλέ στο στερέωμα, με τη βοήθεια των αερίων της οργανικής αυτής ουσίας.
Ίσως παρατηρήσετε ότι μεταχειρίζομαι στην πιο απάνω περίοδο τη λέξη «θα» πολλές φορές εις βάρος κάθε σύνταξης και κάθε στιλ. Και όμως, αυτή η λέξη είναι όλη η περίοδος. Γιατί συνήθως απάνω στο φόρτε του αλήτικου ονείρου μας, άνοιγε η πόρτα, και έμπαινε, ωχρή, παγωμένη, τυλιγμένη στο φτωχικό δασκαλικό παλτό της, η κυρία Νίτσα.
Θα μου πείτε, πώς θυμάμαι ύστερα από τόσα χρόνια, τα γεγονότα της πρώτης παιδικής μου ζωής. Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Με λίγη καλή θέληση, θα βρείτε παλιές εικόνες γεμάτες δροσιά και αθωότητα. Τα μικρά μας χρόνια είναι τόσο λίγα, και τόσο χαρακτηριστικά, ώστε να μην μπορούν ν' ανακατευτούν, με τον άχαρο συρφετό της μεγάλης μας ζωής. Είναι ένα σύνολο σαφές και καθαρό, μια γραμμή ευθεία και προσδιορισμένη. Σαν περάσουν πια, αρχίζει ο λαβύρινθος και τα ζιγκ ζαγκ της αγωνιώδους και απαιτητικής υπόστασής μας. Είμαστε μεγάλοι. Θέλουμε, θέλουμε, χωρίς να ξέρουμε τι θέλουμε.
Το χαρακτηριστικό της ζωής είναι η αγωνιώδης προσμονή, όσο είμαστε παιδιά, κάποιου καλού, και όταν μεγαλώσουμε κάποιου κακού. Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Θα βρείτε έναν άλλο άνθρωπο, αλλιώτικο από σας, ξένο, ένα φίλο, ίσως και εχθρό. Σεις δεν είστε εκείνος. Ο Ανατόλ Φρανς δεν είναι ο «Μικρός Πέτρος». Είναι ο λεπτός νοσταλγός, ο πατρικός διάδοχος του παιδιού που είχε τ' όνομά του. Θυμηθείτε τα παλιά σας. Είναι σαν μια πνοή καθαρού αέρα.
Μ. Καραγάτσης, Ανέκδοτα νεανικά κείμενα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
«Παίρνω Αμπάριζα και βγαίνω… » |
IV
.....τόση παιδιάτικη αστοχασιάΤο ποδοβολητό και οι σκληριές φτάσαν στο κατακόρυφο — μεσημεριάτικο, την ώρα που ο κόσμος θέλει να ησυχάσει μετά το φαγητό.
Μια γυναίκα έβαλε τη φωνή απ' το κατώφλι της καγκελόπορτας:
- Έ! δεν πάτε να παίξετε και παρακάτω! Παληόπαιδα!
- Αλτ! πρόσταξε ο αρχηγός.
Σταματήσανε αμέσως, έτσι καθώς βρισκότανε μέσα στο σύννεφο της σκόνης, τα δυο που τρέχανε μπροστά κι αυτά που σέρναν την αντλία και τ' άλλα που συνόδευαν με κραυγές κι αλαλητό. Ο άνεμος παράσερνε τη σκόνη μαζί με ανακατωμένα κουρελόχαρτα.
Ο αρχηγός έσπρωξε λίγο προς τα πίσω τη χρυσαφιά τενεκεδένια περικεφαλαία κι ακούμπησε τις γροθιές του στο γοφό.
- Για να σου πω, της λέει. Βρωμοδουλικό! Ο δρόμος είναι δημόσιος, κανένας δεν ορίζει.
- Πάρε τα μούτρα σου και τράβα μη φωνάξω το γιατρό! στρίγγλισε η γυναίκα.
Τα παιδιά πιάσανε τα γιουχαΐσματα: — Ου, ου, Παπακοκός - Ου, ου Παπακοκός — ου, ου... — Βζζζτνταν! σφύριξε μια πέτρα και βρήκε στην άκρη τη μικρή ταμπέλλα με την επιγραφή: «Χ. Παπακωστόπουλος, Ιατρός».
- Τώρα θα δείτε, βρωμόπαιδα! τους φοβέρισε και μπήκε μέσα με ορμή δίνοντας μια της πόρτας.
- Βρε να πάρ' η ...Ο γιατρός ξέρει τον πατέρα μου. είπε κάποιος από την παρέα.
- Εμπρός, μαρς! διάταξε ο αρχηγός.
Ένας από τους μπροστινούς άρχισε να φυσάει στην τρουμπέττα — σαν αυτές του σκουπιδιάρη και του γαλατά — και ξεκίνησαν πάλι με τρεχάματα και βουητό. Μπροστά τους ένα κίτρινο γατί πάσχιζε να ξεφύγει με τσαλίμια, μα σαν είδε το παρακακό σκαρφάλωσε στό βόλτο και νιαούριζε από ψηλά.
—Αλτ!...Αντρέα, είπε αυτός με τη χρυσάφια περικεφαλαία, τρέχα ίσαμε τη γωνιά και κοίταξε μην έρχεται κανένας.
—Αν κάνει πως ξεμυτάει το Παπακοκάκι ο γιος του, θα τον συγυρίσω μια χαρά, μουρμούρισε φεύγοντας ο άλλος. [……]
Εκτός απ' τις μουριές, κάτι χοντροί αθάνατοι στολίζανε το ίσιωμα, σχεδιασμένοι γκριζοπράσινοι πάνω στον ουρανό, ολόρθοι, σπαθωτοί, κι άλλοι σακατεμένοι. Δείχνανε γκριζογάλαζοι από μακριά. Εκεί δίπλα παρατήσαν τα παιδιά το καρροτσάκι με τη μικρή αντλία και στήσανε κουβέντα περιμένοντας, λαχανιασμένοι ακόμα. Ο ιδρώτας λάσπωνε τη σκόνη πάνω στα πρόσωπά τους κι οι περικεφαλαίες αστράφτανε στον ήλιο. […..]
….. φυσάει νοτιάς, κρίμα που ο καιρός χαλνάει! Κι αύριο είναι Κυριακή!...Άλλο σημάδι πως θα βρέξει: ο ήλιος χτυπάει καυτερός για τέτοια εποχή — χθες μόλις μπήκε ο Φλεβάρης.
Μερικοί βγάλανε τις περικεφαλαίες ν' ανασάνουν. Εκτός από του αρχηγού, των αλλωνών είναι από κοινό γκαζοτενεκέ, φτιαγμένες όμως τεχνικά, έτσι που να’ ρχεται στη μέση, κατακούτελα το άστρο της μάρκας του πετρόλαδου.
- Κάνει νόημα πως όλα είναι ήσυχα, έκοψε κάποιος την ομιλία πάνω στον καιρό.
Από την άλλη άκρη χειρονομούσε ο Αντρέας. Ο αρχηγός του φώναξε να γυρίσει πίσω. Τον κοίταζε με κάποιο καμάρι — πάντα έτσι τον κοίταζε — καθώς ροβόλαε προς τα εδώ, ανάλαφρος κι αερικός. [……]
Εκεί στη μέση του δρόμου, στοιβάζανε ξερόθαμνους, κλωνιά, κομμάτια ξύλα, ό,τι βρέθηκε του χεριού. Ο αρχηγός τα στραβοκοίταξε: —Μιζέριες! Ελάτε δυο μαζί μου, εσύ Αλέκο κι ο Μιχάλης. Πάρτε και το σκοινί με το γάντζο. Εσείς οι άλλοι ανάφτε τη φωτιά. Αντρέα παλικάρι μου, το νου σου στην αντλία.
— Τι θα κάνομε; ρώτησε ο Μιχάλης.
Του έδειξε τα ξερά κλωνιά της περιπλοκάδας πάνω στο μαντρότοιχο. Αν δε γελιέμαι, πάνω απ' αυτό τον τοίχο κάθε άνοιξη μοσχοβολούσε το λεπτό της άρωμα η γκλυσίνα κι έγερνε από ψηλά, ειρηνική και λίγο ξέθωρη, σα ζωγραφιά ιαπωνέζικης βεντάλιας. […]
Ο Μιχάλης τα χρειάστηκε με τα σχέδια του αρχηγού.
— Βρε συ βρε, του λέει, είναι το σπίτι του πρόξενου! Θα βρούμε το μπελά μας!
Εκείνος του πήρε το σκοινί από τα χέρια, το ξετύλιξε, και φέρνοντάς το βόλτα στον αέρα το τίναξε ψηλά και αγκίστρωσε το γάντζο στο σαμάρι του μαντρότοιχου.— Σκουντάτε με από κάτω, τους λέει, και μια και δυο σκαρφάλωσε στον τοίχο.— Η σειρά σου, φώναξε του Αλέκου. Αυτός δεν τα κατάφερνε και τόσο εύκολα, όχι πολύ σίγουρος, λιγότερο ψηλός και πιο κρεατωμένος. Από τότε, μονάχα για κάτι ανούσιες φαντασίες ήτανε καλός. Ο άλλος έσκυψε, του άδραξε το χέρι και τον τράβηξε σιμά του.
Κόβανε βέργες και τις πετούσαν κάτω στη φωτιά. Η φλόγα έγλειφε τον αέρα μέσα σε σπίθες και τριξίματα, ο τόπος γέμισε καπνό. Τα μάτια του αρχηγού γυαλίσανε.
— Βίρα! τους φώναξε από ψηλά.
Το νερό ξεπήδησε απ' το σωλήνα και τσιτσίριζε πάνω στις φλόγες.
Τον βλέπω ακόμα το μεγαλουργό διοργανωτή τόσης παιδιάτικης αστοχασιάς. Καβάλα στο σαμάρι του μαντρότοιχου —σαν το παλιό εκείνο χάλκινο μιξοβάρβαρο παιδί πάνω στο κολοβό του άτι, στο μουσείο — χειρονομούσε με σφιγμένους γρόθους, αναδευότανε κι αγκομαχούσε — χαχ-χαχ-χαχ — και κάθε τόσο ξέσπαζε μια ιαχή παράτονη σα γέλιο ξωτικού. Ο Κλεόβουλος με τον Αντώνη αντί να βοηθούν χοροπηδάνε γύρω στη φωτιά. Χλιμίντρισε μέσα στην έξαψή του κι ανατινάχτηκε ορμητικά.
— Βρε σεις! έβαλε μια φωνή...Στην αναμπουμπούλα πάει η περικεφαλαία. Κάνει να την αρπάξει στον αέρα, γλιστράει από τα χέρια του, κυλάει στην περικοκλάδα – κι’ από κει, κλαρί – κλαρί, μ’ ένα τενεκεδένιο κρότο, σωριάστηκε στο περιβόλι χάμω, από την άλλη μεριά.
Μόνο ένα πράγμα γύριζε συνέχεια στο μυαλό μας: ο ηρωισμός!
Ο πετροπόλεμος, άγνωστος στους σημερινούς εφήβους, δεν ήταν απλά ένα παιχνίδι. Ήταν άσκηση επιβίωσης, προϋπέθετε σχέδιο, στρατηγική, γνώση της ψυχολογίας του αντιπάλου. Ταυτόχρονα είχε τους κανόνες και το τελετουργικό του, που τηρούνταν με ευλάβεια…
Πετροχώρι λεγόταν το χωριό μας. Πέτρινα ήσαν όλα τα σπίτια, πέτρινοι οι αυλόγυροι. Πέτρινα τα δρομάκια στις ανηφοριές. Πέτρινες οι πεζούλες στα χωράφια, ξερολιθιές. Εμείς τα παιδιά πάντως δεν είχαμε την παραμικρή αμφιβολία ότι είχε πάρει το όνομα του απ' τον πετροπόλεμο. Πιστεύαμε πως πετροπολεμιστές σαν κι εμάς δεν υπήρχαν πουθενά σ' ολόκληρη την οικουμένη. Οι φωνές μας αντηχούσαν στα γύρω λαγκάδια και στις ρεματιές.
«Παραδοθείτε! Είσαστε περικυκλωμένοι!» «Ο Γέρος του Μοριά και τα παλικάρια του δεν παραδίδονται, ρε!»
Ο πετροπόλεμος ήταν φρούτο του καλοκαιριού. Δεν ταίριαζε με τα χιόνια και τις βροχές, ούτε με τις σκοτούρες των βιβλίων. Ήθελε κλειστά σχολεία και ξεγνοιασιά, κοντομάνικα πουκάμισα και ξυπολυσιά. Ήθελε οι γονείς να λείπουν στα χωράφια ολημερίς και να έχουν αφήσει το χωριό να το κυβερνάει η παιδική μας φαντασία και αποκοτιά.
Είχαμε χωρίσει το χωριό στα δύο: Απάνω Ρούγα - Κάτω Ρούγα ή Απάνω Μαχαλάς -Κάτω Μαχαλάς. Μια τεράστια λυγαριά, που στον ίσκιο της υπήρχε ένα παλιό πηγάδι, το Παλιοπήγαδο όπως το λέγαμε, ήταν το σύνορο. Προτιμούσαμε να πεθάνουμε παρά ν' αφήσουμε παιδί της άλλης γειτονιάς να περάσει απ' τη δική μας. Δεν υπήρχε μέρα που να μη δώσουμε κάποια μάχη. Το ζουνάρι μας το είχαμε λυμένο για πετροπόλεμο.
Κουβαλάγαμε δύο διαφορετικούς κόσμους: τον μέσα μας, που ήταν τρυφερός, με κάποιες μικρές λύπες, μικρούς θυμούς, καρδιοχτύπια και παραπονάκια, και τον έξω μας, που προσπαθούσαμε να φαίνεται σκληρός.
Όταν κάποια παρέα παιδιών απ' την Απάνω Ρούγα πατούσε έστω και μία σπιθαμή δικού μας εδάφους, τρέχαμε και τους φράζαμε τον δρόμο:
«Πού πάτε, ρε; Εδώ είναι δικό μας βιλαέτι. Έφτυσα!».
Ώσπου να στεγνώσει το σάλιο, έπρεπε να έχουν οχυρωθεί, για να αποκρούσουν την επίθεση που θα εξαπολύαμε. Ήταν άγραφος νόμος του πετροπόλεμου: έπρεπε ο επιτιθέμενος να δώσει λίγο χρόνο στον αντίπαλό του να προφυλαχτεί. Πισώπλατο και απροειδοποίητο χτύπημα απαγορευόταν αυστηρά. Θεωρούνταν μπαμπεσιά και παραβίαση των κανόνων και προκαλούσε σκληρά αντίποινα.
Εκτός από τις «αψιμαχίες», που γίνονταν για εντελώς προσχηματικούς λόγους ή για κάποια μικροπαραβίαση των συνόρων και τις προκαλούσαμε απλώς για να διατηρούμε την πολεμική μας ετοιμότητα, κάθε τόσο δίναμε και μάχες προσυμφωνημένες. Τις λέγαμε «παραμαζώματα», επειδή σκοπός μας ήταν να αναγκάσουμε τους αντιπάλους να εγκα-ταλείψουν τις θέσεις τους και να υποχωρήσουν. Επιδιώκαμε δηλαδή να τους πάρουμε παραμάζωμα. Γι' αυτές τις μάχες κηρυσσόταν γενική επιστράτευση. Οι αρχηγοί των δύο στρατοπέδων έστελναν πρεσβείες, οι οποίες συναντιόντουσαν σε ουδέτερο έδαφος και καθόριζαν τον χρόνο, τον τόπο και όλες τις λεπτομέρειες.
Η κορυφαία κατηγορία των μαχών του πετροπόλεμου ήταν το «ξεμπουντούλωμα». Σε ελεύθερη απόδοση θα λέγαμε: μάχη μέχρι τελικής πτώσεως. Στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, η ακριβής έννοια της λέξης ξεμπουντούλωμα ήταν: το ξεπάστρεμα, η εξολόθρευση, η ολοκληρωτική εξαφάνιση από προσώπου γης.
Οι νικητές κάθε πετροπολεμικού ξεμπουντουλώματος γράφονταν στη χρυσή βίβλο! Για να φτάσουμε σε τέτοια μάχη, έπρεπε να έχει ξεπεραστεί η κόκκινη γραμμή. Να έχει προσβληθεί βάναυσα η τιμή και η υπόληψη αντιπάλου ή να έχει παραβιαστεί κάποιος θεμελιώδης κανόνας. Πριν το ξεμπουντούλωμα γινόταν συνάντηση των ίδιων των αρχηγών, για να διευθετήσουν μια σειρά σοβαρών ζητημάτων.
Το σημαντικότερο ήταν ο ορισμός έμπειρων φρουράρχων, ενός από κάθε μαχαλά, οι οποίοι θα ήσαν υπεύθυνοι ασφαλείας και θα κρατούσαν τα μικρά παιδιά - τον άμαχο πληθυσμό - σε μεγάλη απόσταση από τα σημεία διεξαγωγής της μάχης. Επειδή σ' αυτές τις συρράξεις χρησιμοποιούνταν όλος ο... βαρύς οπλισμός, η συμμετοχή παιδιών κάτω των δώδεκα ετών απαγορευόταν αυστηρά. Ορίζονταν και παρατηρητές σε υψώματα, όπως επίσης ορίζονταν και στα παραμαζώματα ώστε αν έβλεπαν να πλησιάζει στο πεδίο της μάχης κάποιος γονιός ή αν ερχόταν, ας πούμε, ο ταχυδρόμος με το άλογο του ή κάποιος ξένος, να δώσουν οπτικό και ηχητικό σινιάλο: με το σήκωμα ενός κόκκινου πανιού και το κουδούνισμα μιας τροκάλας. Τότε γινόταν προσωρινή ανακωχή, στη διάρκεια της οποίας όλα πάγωναν. Δεν επιτρεπόταν ανασύνταξη δυνάμεων ή ανεφοδιασμός με πολεμοφόδια. Όταν πια απομακρυνόταν ο ανεπιθύμητος επισκέπτης, όλα έπρεπε να ξαναρχίσουν ακριβώς από το σημείο που είχαν σταματήσει. Υπεύθυνος για την τήρηση του παγώματος ήταν ο επόπτης.
Ένα τεράστιας σημασίας ζήτημα ήταν η συμπεριφορά απέναντι στους αιχμαλώτους. Μπορούσαμε να τους υποβάλουμε σε βασανιστήρια, αλλά δεν επιτρεπόταν να τους προσβάλουμε, όπως να τους τρίψουμε το πρόσωπο σε ακαθαρσίες ή να τους πάρουμε τα ρούχα και να τους στείλουμε πίσω τσιτσίδι. Τις τιράντες τους βέβαια τις ξεσκίζαμε, τα κουμπιά τους τα ξηλώναμε και τους τα παίρναμε, αλλά τα ρούχα τους ποτέ. Οι όροι της συμφωνίας γράφονταν σε δύο αντίγραφα, υπογράφονταν από τους δύο αρχηγούς και κρατούσε από ένα ο καθένας.
Στις μάχες δίναμε ονόματα που μαθαίναμε στη σχολική ιστορία: Δερβενάκια, Χάνι της Γραβιάς, Μανιάκι. Ανάλογα με τη μάχη, δίναμε προσωρινό όνομα στον αρχηγό μας: Οδυσσέας Ανδρούτσος, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Αθανάσιος Διάκος. Τους εχθρούς μας τους λέγαμε Κιουταχήδες, Μπραΐμηδες, Κιοπρουλήδες. Αλλά κι αυτοί το ίδιο κάνανε. Δίνανε σ' εμάς τούρκικα ονόματα και κρατούσαν τα ονόματα των Ελλήνων ηρώων για την αφεντιά τους.
Μετά το τέλος της μάχης οι νικημένοι τρύπωναν στα σπίτια τους σαν βρεγμένες γάτες. Οι νικητές έκαναν επιβλητική παρέλαση στον κεντρικό δρόμο του χωριού και πανηγύριζαν φτιάχνοντας αυτοσχέδια σατιρικά στιχάκια:
Όταν πια σουρούπωνε, γινόταν ο απολογισμός. Οι νικητές επαίρονταν για τον ηρωισμό τους κι έγραφαν σε στρατσόχαρτα, που τα παίρνανε από τα καφενεία, την ημερομηνία, την τοποθεσία και την ονομασία της ιστορικής τους νίκης. Αυτά τα στρατσόχαρτα αποτελούσαν το ιστορικό μας αρχείο και φυλάγονταν από τον αρχηγό σε μέρος μυστικό, για να μην τα κλέψουν οι εχθροί. Μέσα σ' αυτά γραφόταν η ιστορία του πετροπόλεμου. Αν τολμούσαν οι «Κιουταχήδες» να πουν ότι έχουν περισσότερες νίκες από μας, τους τα τρίβαμε στη μούρη και τους βουλώναμε. Δεν μπορούσε ο καθένας να διαστρεβλώνει την ιστορία του πετροπόλεμου! Αντίγραφα από τέτοια στρατσόχαρτα ή από χαρτόνια επικόλλησης μπαχαρικών τα κρεμούσαμε στην Τρανή Λυγιά, όπως λέγαμε τη λυγαριά που στον ίσκιο της ήταν το Παλιοπήγαδο, για να τους πικάρουμε:
Οι νικημένοι ανέλυαν τα λάθη στα οποία υπέπεσαν και τους οδήγησαν στην ήττα. Κατόπιν άρχιζαν τα σχέδια για τον επόμενο πετροπόλεμο και έπαιρναν όρκο πως θα ξεπλύνουν την ντροπή.
Όταν δεν είχαμε πετροπόλεμο, γυρίζαμε μέσα στις ρεματιές σαν τα ξωτικά και μαζεύαμε καβούρια. Τα φυλάγαμε σε τενεκέδες, κι όταν πιάναμε κάποιον αιχμάλωτο, τον γυμνώναμε από τη μέση και πάνω και του βάζαμε τα καβούρια στο στήθος ή στην πλάτη του. Αυτά τότε άρχιζαν να παλεύουν μεταξύ τους και γρατσούναγαν το δέρμα του αιχμαλώτου με τα νύχια τους - που ήσαν αιχμηρά σαν ξυράφια - και τον δάγκωναν με τις τεράστιες δαγκάνες τους. Ήταν το αγαπημένο μας βασανιστήριο, γιατί και ο αντίπαλος υπέφερε κι εμείς διασκεδάζαμε με τις καβουρομαχίες.
Όσο για τα ξένα μποστάνια, τα αμπέλια και τα φρούτα, αυτά κυριολεκτικά τα ρημάζαμε. Κι ήταν να μη βρεθεί μπροστά μας φίδι. Το αρπάζαμε αμέσως απ' την ουρά και το χτυπάγαμε κάτω σαν χταπόδι. Μόνο ένα πράγμα γύριζε συνέχεια στο μυαλό μας: ο ηρωισμός! Οι δειλοί δεν είχαν θέση ανάμεσα μας. Τους περιφρονούσαμε...
Εκτός απ' τις μουριές, κάτι χοντροί αθάνατοι στολίζανε το ίσιωμα, σχεδιασμένοι γκριζοπράσινοι πάνω στον ουρανό, ολόρθοι, σπαθωτοί, κι άλλοι σακατεμένοι. Δείχνανε γκριζογάλαζοι από μακριά. Εκεί δίπλα παρατήσαν τα παιδιά το καρροτσάκι με τη μικρή αντλία και στήσανε κουβέντα περιμένοντας, λαχανιασμένοι ακόμα. Ο ιδρώτας λάσπωνε τη σκόνη πάνω στα πρόσωπά τους κι οι περικεφαλαίες αστράφτανε στον ήλιο. […..]
….. φυσάει νοτιάς, κρίμα που ο καιρός χαλνάει! Κι αύριο είναι Κυριακή!...Άλλο σημάδι πως θα βρέξει: ο ήλιος χτυπάει καυτερός για τέτοια εποχή — χθες μόλις μπήκε ο Φλεβάρης.
Μερικοί βγάλανε τις περικεφαλαίες ν' ανασάνουν. Εκτός από του αρχηγού, των αλλωνών είναι από κοινό γκαζοτενεκέ, φτιαγμένες όμως τεχνικά, έτσι που να’ ρχεται στη μέση, κατακούτελα το άστρο της μάρκας του πετρόλαδου.
- Κάνει νόημα πως όλα είναι ήσυχα, έκοψε κάποιος την ομιλία πάνω στον καιρό.
Από την άλλη άκρη χειρονομούσε ο Αντρέας. Ο αρχηγός του φώναξε να γυρίσει πίσω. Τον κοίταζε με κάποιο καμάρι — πάντα έτσι τον κοίταζε — καθώς ροβόλαε προς τα εδώ, ανάλαφρος κι αερικός. [……]
Εκεί στη μέση του δρόμου, στοιβάζανε ξερόθαμνους, κλωνιά, κομμάτια ξύλα, ό,τι βρέθηκε του χεριού. Ο αρχηγός τα στραβοκοίταξε: —Μιζέριες! Ελάτε δυο μαζί μου, εσύ Αλέκο κι ο Μιχάλης. Πάρτε και το σκοινί με το γάντζο. Εσείς οι άλλοι ανάφτε τη φωτιά. Αντρέα παλικάρι μου, το νου σου στην αντλία.
— Τι θα κάνομε; ρώτησε ο Μιχάλης.
Του έδειξε τα ξερά κλωνιά της περιπλοκάδας πάνω στο μαντρότοιχο. Αν δε γελιέμαι, πάνω απ' αυτό τον τοίχο κάθε άνοιξη μοσχοβολούσε το λεπτό της άρωμα η γκλυσίνα κι έγερνε από ψηλά, ειρηνική και λίγο ξέθωρη, σα ζωγραφιά ιαπωνέζικης βεντάλιας. […]
Ο Μιχάλης τα χρειάστηκε με τα σχέδια του αρχηγού.
— Βρε συ βρε, του λέει, είναι το σπίτι του πρόξενου! Θα βρούμε το μπελά μας!
Εκείνος του πήρε το σκοινί από τα χέρια, το ξετύλιξε, και φέρνοντάς το βόλτα στον αέρα το τίναξε ψηλά και αγκίστρωσε το γάντζο στο σαμάρι του μαντρότοιχου.— Σκουντάτε με από κάτω, τους λέει, και μια και δυο σκαρφάλωσε στον τοίχο.— Η σειρά σου, φώναξε του Αλέκου. Αυτός δεν τα κατάφερνε και τόσο εύκολα, όχι πολύ σίγουρος, λιγότερο ψηλός και πιο κρεατωμένος. Από τότε, μονάχα για κάτι ανούσιες φαντασίες ήτανε καλός. Ο άλλος έσκυψε, του άδραξε το χέρι και τον τράβηξε σιμά του.
Κόβανε βέργες και τις πετούσαν κάτω στη φωτιά. Η φλόγα έγλειφε τον αέρα μέσα σε σπίθες και τριξίματα, ο τόπος γέμισε καπνό. Τα μάτια του αρχηγού γυαλίσανε.
— Βίρα! τους φώναξε από ψηλά.
Το νερό ξεπήδησε απ' το σωλήνα και τσιτσίριζε πάνω στις φλόγες.
Ο "Jockey" με το άλογο του Αρτεμισίου, π. 150 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. |
Τον βλέπω ακόμα το μεγαλουργό διοργανωτή τόσης παιδιάτικης αστοχασιάς. Καβάλα στο σαμάρι του μαντρότοιχου —σαν το παλιό εκείνο χάλκινο μιξοβάρβαρο παιδί πάνω στο κολοβό του άτι, στο μουσείο — χειρονομούσε με σφιγμένους γρόθους, αναδευότανε κι αγκομαχούσε — χαχ-χαχ-χαχ — και κάθε τόσο ξέσπαζε μια ιαχή παράτονη σα γέλιο ξωτικού. Ο Κλεόβουλος με τον Αντώνη αντί να βοηθούν χοροπηδάνε γύρω στη φωτιά. Χλιμίντρισε μέσα στην έξαψή του κι ανατινάχτηκε ορμητικά.
— Βρε σεις! έβαλε μια φωνή...Στην αναμπουμπούλα πάει η περικεφαλαία. Κάνει να την αρπάξει στον αέρα, γλιστράει από τα χέρια του, κυλάει στην περικοκλάδα – κι’ από κει, κλαρί – κλαρί, μ’ ένα τενεκεδένιο κρότο, σωριάστηκε στο περιβόλι χάμω, από την άλλη μεριά.
Κοσμάς Πολίτης, Eroica, Επιμέλεια Peter Mackridge, Ερμής, Αθήνα 1991
Ερόικα, Μιχάλης Κακογιάννης (1960) |
V
Ο πετροπόλεμος, άγνωστος στους σημερινούς εφήβους, δεν ήταν απλά ένα παιχνίδι. Ήταν άσκηση επιβίωσης, προϋπέθετε σχέδιο, στρατηγική, γνώση της ψυχολογίας του αντιπάλου. Ταυτόχρονα είχε τους κανόνες και το τελετουργικό του, που τηρούνταν με ευλάβεια…
Πετροχώρι λεγόταν το χωριό μας. Πέτρινα ήσαν όλα τα σπίτια, πέτρινοι οι αυλόγυροι. Πέτρινα τα δρομάκια στις ανηφοριές. Πέτρινες οι πεζούλες στα χωράφια, ξερολιθιές. Εμείς τα παιδιά πάντως δεν είχαμε την παραμικρή αμφιβολία ότι είχε πάρει το όνομα του απ' τον πετροπόλεμο. Πιστεύαμε πως πετροπολεμιστές σαν κι εμάς δεν υπήρχαν πουθενά σ' ολόκληρη την οικουμένη. Οι φωνές μας αντηχούσαν στα γύρω λαγκάδια και στις ρεματιές.
«Παραδοθείτε! Είσαστε περικυκλωμένοι!» «Ο Γέρος του Μοριά και τα παλικάρια του δεν παραδίδονται, ρε!»
Ο πετροπόλεμος ήταν φρούτο του καλοκαιριού. Δεν ταίριαζε με τα χιόνια και τις βροχές, ούτε με τις σκοτούρες των βιβλίων. Ήθελε κλειστά σχολεία και ξεγνοιασιά, κοντομάνικα πουκάμισα και ξυπολυσιά. Ήθελε οι γονείς να λείπουν στα χωράφια ολημερίς και να έχουν αφήσει το χωριό να το κυβερνάει η παιδική μας φαντασία και αποκοτιά.
Είχαμε χωρίσει το χωριό στα δύο: Απάνω Ρούγα - Κάτω Ρούγα ή Απάνω Μαχαλάς -Κάτω Μαχαλάς. Μια τεράστια λυγαριά, που στον ίσκιο της υπήρχε ένα παλιό πηγάδι, το Παλιοπήγαδο όπως το λέγαμε, ήταν το σύνορο. Προτιμούσαμε να πεθάνουμε παρά ν' αφήσουμε παιδί της άλλης γειτονιάς να περάσει απ' τη δική μας. Δεν υπήρχε μέρα που να μη δώσουμε κάποια μάχη. Το ζουνάρι μας το είχαμε λυμένο για πετροπόλεμο.
Κουβαλάγαμε δύο διαφορετικούς κόσμους: τον μέσα μας, που ήταν τρυφερός, με κάποιες μικρές λύπες, μικρούς θυμούς, καρδιοχτύπια και παραπονάκια, και τον έξω μας, που προσπαθούσαμε να φαίνεται σκληρός.
Όταν κάποια παρέα παιδιών απ' την Απάνω Ρούγα πατούσε έστω και μία σπιθαμή δικού μας εδάφους, τρέχαμε και τους φράζαμε τον δρόμο:
«Πού πάτε, ρε; Εδώ είναι δικό μας βιλαέτι. Έφτυσα!».
Ώσπου να στεγνώσει το σάλιο, έπρεπε να έχουν οχυρωθεί, για να αποκρούσουν την επίθεση που θα εξαπολύαμε. Ήταν άγραφος νόμος του πετροπόλεμου: έπρεπε ο επιτιθέμενος να δώσει λίγο χρόνο στον αντίπαλό του να προφυλαχτεί. Πισώπλατο και απροειδοποίητο χτύπημα απαγορευόταν αυστηρά. Θεωρούνταν μπαμπεσιά και παραβίαση των κανόνων και προκαλούσε σκληρά αντίποινα.
Εκτός από τις «αψιμαχίες», που γίνονταν για εντελώς προσχηματικούς λόγους ή για κάποια μικροπαραβίαση των συνόρων και τις προκαλούσαμε απλώς για να διατηρούμε την πολεμική μας ετοιμότητα, κάθε τόσο δίναμε και μάχες προσυμφωνημένες. Τις λέγαμε «παραμαζώματα», επειδή σκοπός μας ήταν να αναγκάσουμε τους αντιπάλους να εγκα-ταλείψουν τις θέσεις τους και να υποχωρήσουν. Επιδιώκαμε δηλαδή να τους πάρουμε παραμάζωμα. Γι' αυτές τις μάχες κηρυσσόταν γενική επιστράτευση. Οι αρχηγοί των δύο στρατοπέδων έστελναν πρεσβείες, οι οποίες συναντιόντουσαν σε ουδέτερο έδαφος και καθόριζαν τον χρόνο, τον τόπο και όλες τις λεπτομέρειες.
Η κορυφαία κατηγορία των μαχών του πετροπόλεμου ήταν το «ξεμπουντούλωμα». Σε ελεύθερη απόδοση θα λέγαμε: μάχη μέχρι τελικής πτώσεως. Στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, η ακριβής έννοια της λέξης ξεμπουντούλωμα ήταν: το ξεπάστρεμα, η εξολόθρευση, η ολοκληρωτική εξαφάνιση από προσώπου γης.
Οι νικητές κάθε πετροπολεμικού ξεμπουντουλώματος γράφονταν στη χρυσή βίβλο! Για να φτάσουμε σε τέτοια μάχη, έπρεπε να έχει ξεπεραστεί η κόκκινη γραμμή. Να έχει προσβληθεί βάναυσα η τιμή και η υπόληψη αντιπάλου ή να έχει παραβιαστεί κάποιος θεμελιώδης κανόνας. Πριν το ξεμπουντούλωμα γινόταν συνάντηση των ίδιων των αρχηγών, για να διευθετήσουν μια σειρά σοβαρών ζητημάτων.
Το σημαντικότερο ήταν ο ορισμός έμπειρων φρουράρχων, ενός από κάθε μαχαλά, οι οποίοι θα ήσαν υπεύθυνοι ασφαλείας και θα κρατούσαν τα μικρά παιδιά - τον άμαχο πληθυσμό - σε μεγάλη απόσταση από τα σημεία διεξαγωγής της μάχης. Επειδή σ' αυτές τις συρράξεις χρησιμοποιούνταν όλος ο... βαρύς οπλισμός, η συμμετοχή παιδιών κάτω των δώδεκα ετών απαγορευόταν αυστηρά. Ορίζονταν και παρατηρητές σε υψώματα, όπως επίσης ορίζονταν και στα παραμαζώματα ώστε αν έβλεπαν να πλησιάζει στο πεδίο της μάχης κάποιος γονιός ή αν ερχόταν, ας πούμε, ο ταχυδρόμος με το άλογο του ή κάποιος ξένος, να δώσουν οπτικό και ηχητικό σινιάλο: με το σήκωμα ενός κόκκινου πανιού και το κουδούνισμα μιας τροκάλας. Τότε γινόταν προσωρινή ανακωχή, στη διάρκεια της οποίας όλα πάγωναν. Δεν επιτρεπόταν ανασύνταξη δυνάμεων ή ανεφοδιασμός με πολεμοφόδια. Όταν πια απομακρυνόταν ο ανεπιθύμητος επισκέπτης, όλα έπρεπε να ξαναρχίσουν ακριβώς από το σημείο που είχαν σταματήσει. Υπεύθυνος για την τήρηση του παγώματος ήταν ο επόπτης.
Ένα τεράστιας σημασίας ζήτημα ήταν η συμπεριφορά απέναντι στους αιχμαλώτους. Μπορούσαμε να τους υποβάλουμε σε βασανιστήρια, αλλά δεν επιτρεπόταν να τους προσβάλουμε, όπως να τους τρίψουμε το πρόσωπο σε ακαθαρσίες ή να τους πάρουμε τα ρούχα και να τους στείλουμε πίσω τσιτσίδι. Τις τιράντες τους βέβαια τις ξεσκίζαμε, τα κουμπιά τους τα ξηλώναμε και τους τα παίρναμε, αλλά τα ρούχα τους ποτέ. Οι όροι της συμφωνίας γράφονταν σε δύο αντίγραφα, υπογράφονταν από τους δύο αρχηγούς και κρατούσε από ένα ο καθένας.
Στις μάχες δίναμε ονόματα που μαθαίναμε στη σχολική ιστορία: Δερβενάκια, Χάνι της Γραβιάς, Μανιάκι. Ανάλογα με τη μάχη, δίναμε προσωρινό όνομα στον αρχηγό μας: Οδυσσέας Ανδρούτσος, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Αθανάσιος Διάκος. Τους εχθρούς μας τους λέγαμε Κιουταχήδες, Μπραΐμηδες, Κιοπρουλήδες. Αλλά κι αυτοί το ίδιο κάνανε. Δίνανε σ' εμάς τούρκικα ονόματα και κρατούσαν τα ονόματα των Ελλήνων ηρώων για την αφεντιά τους.
Μετά το τέλος της μάχης οι νικημένοι τρύπωναν στα σπίτια τους σαν βρεγμένες γάτες. Οι νικητές έκαναν επιβλητική παρέλαση στον κεντρικό δρόμο του χωριού και πανηγύριζαν φτιάχνοντας αυτοσχέδια σατιρικά στιχάκια:
Έχουμ' αρχηγό δερβίση,
σας λιανίσαμε στη βρύση.
Κρύψου, κρύψου, κρύ- στ' αμπάρι,
έχουμ' αρχηγό λιοντάρι.
ΣΙΜΕρα 13 ΙΟΥΛΙ196...
στι ΜΑΧΙ στο ΠΟΥΣΙ
ανιξαμε το ΚΙΒΟΥΡΙ
στους ΛΑΛεουσ ΤΟΥΡΚουσ
του Απανου μαχαλά.
ΕΚΛΑψε η μανα το πεδι
κε το πεδι τη μανα
Οι νικημένοι ανέλυαν τα λάθη στα οποία υπέπεσαν και τους οδήγησαν στην ήττα. Κατόπιν άρχιζαν τα σχέδια για τον επόμενο πετροπόλεμο και έπαιρναν όρκο πως θα ξεπλύνουν την ντροπή.
Όταν δεν είχαμε πετροπόλεμο, γυρίζαμε μέσα στις ρεματιές σαν τα ξωτικά και μαζεύαμε καβούρια. Τα φυλάγαμε σε τενεκέδες, κι όταν πιάναμε κάποιον αιχμάλωτο, τον γυμνώναμε από τη μέση και πάνω και του βάζαμε τα καβούρια στο στήθος ή στην πλάτη του. Αυτά τότε άρχιζαν να παλεύουν μεταξύ τους και γρατσούναγαν το δέρμα του αιχμαλώτου με τα νύχια τους - που ήσαν αιχμηρά σαν ξυράφια - και τον δάγκωναν με τις τεράστιες δαγκάνες τους. Ήταν το αγαπημένο μας βασανιστήριο, γιατί και ο αντίπαλος υπέφερε κι εμείς διασκεδάζαμε με τις καβουρομαχίες.
Όσο για τα ξένα μποστάνια, τα αμπέλια και τα φρούτα, αυτά κυριολεκτικά τα ρημάζαμε. Κι ήταν να μη βρεθεί μπροστά μας φίδι. Το αρπάζαμε αμέσως απ' την ουρά και το χτυπάγαμε κάτω σαν χταπόδι. Μόνο ένα πράγμα γύριζε συνέχεια στο μυαλό μας: ο ηρωισμός! Οι δειλοί δεν είχαν θέση ανάμεσα μας. Τους περιφρονούσαμε...
Δημήτρης Σπύρου, Η μουσική που σταμάτησε τον πετροπόλεμο, εκδόσεις Πατάκη
Θέλω να μου μιλήσεις
Στίχοι: Στέλλα Χρυσουλάκη
Μουσική, Ερμηνεία: Νένα Βενετσάνου
.
....Θέλω να μου μιλήσεις
Για 'κείνη τη μάντρα του μικρού μας σχολειού
Θέλω να μου μιλήσεις
Για τον πετροπόλεμο στην κάτω γειτονιά....
Οι Ακροβάτες του Κήπου
Καλοκαίρι του 1974 στην Ελευσίνα. Ο Ααρών, ο Στέλιος, ο Άκης, ο Γαλανός και ο Βέροιος είναι μια παρέα παιδιών γύρω στα 11. Είναι οι Ακροβάτες του Κήπου. Τα σχολεία είναι κλειστά. Τα παιδιά περνούν το χρόνο τους με παιχνίδια, μικροδουλειές, βόλτες με τα ποδήλατα. Το παιχνίδι είναι η ίδια τους η ζωή. Σ' αυτό διοχετεύουν τη σωματική τους ενέργεια και όλη τη φαντασία. Η παρέα παίζει και εξασκείται σε μια μεγάλη Δεξαμενή ύδρευσης. Σ' αυτή την πόλη, σ' αυτή τη γειτονιά, ο Ααρών ζει το σημαντικότερο καλοκαίρι της ζωής του. Το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία.
Στα μάτια των «Ακροβατών του Κήπου» τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία συγχέονται δραματικά αλλά και κωμικά. Οι αισθήσεις δεν έχουν χαλιναγωγηθεί από τη λογική. Τα παιδιά είναι παιδιά. Μεγαλώνουν, μαθαίνουν τη ζωή, προσπαθούν ν' ανακαλύψουν τον εαυτό τους λίγο πριν μπουν στον κόσμο των μεγάλων. Τον κόσμο με τις αρχαίες προκαταλήψεις, τα πάθη και τη μοίρα...
Σενάριο:Χρήστος Δήμας (2002)
Μουσική Νίκος Κυπουργός
Και ενώ τα παιδιά θα χάνονται στο βάθος της καταραμένης δεξαμενής, η μάνα θα σπαράζει διαβάζοντας τα δυσοίωνα μηνύματα στο σφαγμένο καρπούζι. Στιγμές τραγικής έντασης δοσμένες σε παράλληλα πλάνα. Οι μεγάλοι διορθώνουν τα λάθη τους μέσα από τις ατασθαλίες των μικρών, ενώ τα παιδιά θα ωριμάζουν, μόνα τους , στο σκληρό κόσμο της παιδικής μοναξιάς.
Η βουτιά του Δήμα στην παιδική μνήμη και περιπέτεια έχει το δικό της κόστος. Καμιά επιστροφή στο τόπο της μνήμης στο χώρο της ιστορίας και των αναμνήσεων δεν είναι χωρίς αντίτιμο. Το άδειασμα της στέρνας , στο υπερρεαλιστικό φινάλε, ίσως δηλώνει -αυτοσαρκαστικά - την λύτρωση του σκηνοθέτη από το φάντασμα της παιδικότητας."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου