«Mother» by Margarita Sikorskaia
_________
«Αυτή που θα ήθελα για μητέρα, μια τόση δα μικρούλα κόρη του Αλβανικού θρύλου»
Το μετάξι είναι τεχνητό, οι τροφές, αηδιαστικά συνθετικές, μοιάζουν με τα υποκατάστατα των τροφίμων, αυτά με τα οποία παραγεμίζουν τις μούμιες και οι γυναίκες αποστειρωμένες ενάντια στη δυστυχία και τα γηρατειά σταμάτησαν να υπάρχουν. Μόνο στους θρύλους των ημιβάρβαρων λαών συναντάει κανένας ακόμα τα πλάσματα αυτά τα πλούσια σε γάλα και δάκρυα που θα περηφανευόμασταν να είμαστε τα παιδιά τους. . .
Κάπου άκουσα να μιλάνε για ένα ποιητή που δεν μπορούσε ν' αγαπήσει καμιά γυναίκα, γιατί σε κάποια άλλη ζωή είχε συναντήσει την Αντιγόνη. Ένας τύπος σαν και μένα. Μια σειρά μητέρες και ερωμένες από την Ανδρομάχη μέχρι την Γκρισέλντα μεγάλωσαν τις απαιτήσεις μου γι' αυτές τις άθραυστες κούκλες που θεωρούνται πραγματικές. «Την Ιζόλδη για ερωμένη και για αδελφή την ωραία Ωντ. . . Ναι, αλλά αυτή που θα ήθελα για μητέρα είναι μια τόση δα μικρούλα κόρη του Αλβανικού θρύλου, η γυναίκα ενός νεαρού άρχοντα από τα μέρη αυτά...
Pierre Paul Prud'hon, Andromache and Astyanax, 1813–17 or 1823–24,
The Metropolitan Museum of Art, New York
____________
Ήταν τρία αδέρφια και δούλευαν για να χτίσουν ένα κάστρο από όπου θα έστηναν καρτέρι στους Τούρκους ληστές. Ζεύτηκαν και οι ίδιοι στη δουλειά ή γιατί τα εργατικά χέρια ήταν λίγα και ακριβά, ή γιατί σαν καλοί χωρικοί εμπιστεύονταν μόνο τα δικά τους· οι γυναίκες τους έρχονταν καθεμιά με τη σειρά να τους φέρουν να φάνε. Μα κάθε φορά που κατόρθωναν να τελειώσουν τη δουλειά τους κι έφτανε η στιγμή να βάλουν το στεφάνι από λουλούδια στη σκεπή ο αγέρας της νύχτας και οι μάγισσες του βουνού χαλνούσαν το κάστρο τους, όπως ο θεός γκρέμισε τον πύργο της Βαβέλ.
Lucas van Valckenborch,Το χτίσιμο του πύργου της Βαβέλ
_____________
Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, κάστρο δε στεριώνει...
Πολλοί είναι οι λόγοι που ένα κάστρο δε στεριώνει· μπορεί να φταίει η αδεξιότητα των μαστόρων, η ακαταλληλότητα του εδάφους κι ακόμα η ανεπάρκεια της λάσπης που συνδέει τις πέτρες. Αλλά οι Σέρβοι χωρικοί, οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι δέχονται μια μόνο αιτία για την καταστροφή: ξέρουν πως ένα κτίσμα καταρρέει αν δε φροντίσουν να κλείσουν στα θεμέλιά του έναν άντρα ή μια γυναίκα, που ο σκελετός τους θα κρατήσει μέχρι τη Δεύτερη Παρουσία το βαρύ πέτρινο όγκο. Έτσι, στην Άρτα, δείχνουν ένα γιοφύρι με μια νέα κοπέλα χτισμένη στα θεμέλιά του - μια τούφα από τα μαλλιά της ξεφεύγει μέσα από μια ρωγμή και κρέμεται πάνω στο νερό σαν ένα φυτό χρυσαφένιο.
Οι τρεις αδερφοί άρχισαν να κοιτάζονται γεμάτοι υποψία και φρόντιζαν να μη προβάλλεται η σκιά τους στο μισοτελειωμένο τοίχο, γιατί μπορεί, άμα δε βρεθεί κάτι καλύτερο, να κλείσουν μέσα στο κτίριο που φτιάχνεται τη μαύρη συνέχεια του ανθρώπου που είναι ίσως η ψυχή του· και τότε, αυτός που βρίσκεται με τη σκιά του φυλακισμένη πεθαίνει σαν αυτούς τους δύσμοιρους που είναι λαβωμένοι από ερωτικό πόνο.
...ας αφήσουμε την Τύχη να διαλέξει.....
Τέλος, μια μέρα, ο πρώτος από τα αδέρφια μάζεψε γύρω του τα δυο μικρότερα και τους είπε:
— Μικραδελφοί μου, όμαιμοι, ομογάλακτοι κι ομόθρησκοι, αν το κάστρο μας δεν τελειώσει, οι Τούρκοι θα ξαναγλιστρήσουν στις όχθες της λίμνης, κρυμμένοι πίσω από τις καλαμιές. Θα βιάσουν τις χωριατοπούλες μας, θα κάψουν μέσα στα χωράφια μας την υπόσχεση για το αυριανό ψωμί, θα σταυρώσουν πάνω στα σκιάχτρα που έχουμε στα περιβόλια μας τους χωρικούς που θα καταντήσουν δόλωμα στα κοράκια.
Μικραδελφοί μου, ο ένας έχει ανάγκη τον άλλο και σε καμιά περίπτωση το τριφύλλι δε θυσιάζει το ένα από τα τρία φύλλα του. Έχουμε όλοι μια γυναίκα νέα και γερή που οι ώμοι της και ο ωραίος της αυχένας είναι συνηθισμένοι να κουβαλάνε βάρη. Αδέρφια μου, ας μην αποφασίσουμε τίποτε, ας αφήσουμε την Τύχη να διαλέξει, τον τιποτένιο άνθρωπο του Θεού. Αύριο τα χαράματα, θα πιάσουμε και θα χτίσουμε στα θεμέλια του κάστρου τη γυναίκα που θα 'ρθει να μας φέρει το φαγητό. Σας ζητάω να μη μιλήσετε μόνο μια νύχτα, δευτερότοκα αδέρφια μου, και ας μην αγκαλιάσουμε με δάκρυα πολλά και στεναγμούς αυτήν που στο κάτω κάτω έχει δυο πιθανότητες στις τρεις να αναπνέει ακόμη με το βασίλεμα του ήλιου.
Του ήταν εύκολο να μιλάει έτσι, γιατί στα κρυφά σιχαινόταν τη νέα του γυναίκα και ζητούσε να την ξεφορτωθεί για να πάρει μια ελληνοπούλα ωραία και κοκκινομάλλα. Ο δεύτερος αδερφός δεν έφερε αντιρρήσεις, γιατί λογάριαζε βέβαια να το προλάβει στη γυναίκα του μόλις γυρίσει - ο μόνος που διαμαρτυρήθηκε ήταν ο μικρότερος, γιατί συνήθιζε να κρατάει τους όρκους του. Συγκινήθηκε από τη μεγαλοψυχία των μεγάλων που απαρνιόντουσαν για το κοινό καλό ό,τι είχαν πιο πολύτιμο στον κόσμο και τελικά πείστηκε και υποσχέθηκε να μη μιλήσει όλη τη νύχτα.
Death Taking Hold, Fantastic headstone
______________
Γύρισαν στις σκηνές την ώρα του δειλινού, όταν το φάντασμα της νεκρής μέρας τριγυρίζει ακόμη μέσα στα χωράφια.Ο δεύτερος αδερφός έφτασε στη σκηνή σε πολύ κακή διάθεση - διάταξε με τρόπο άγριο τη γυναίκα του να τον βοηθήσει να βγάλει τις μπότες. Όταν εκείνη κάθισε ανακούρκουδα μπροστά του, της πέταξε τα παπούτσια στη μούρη και της δήλωσε:
— Εδώ και οχτώ μέρες φοράω το ίδιο πουκάμισο· έρχεται Κυριακή κι εγώ δε θα 'χω αλλαξιά να φορέσω. Καταραμένη τεμπέλα, αύριο μόλις φέξει θα πας στη λίμνη με την κόφα τα ρούχα και θα μείνεις μέχρι να νυχτώσει με τη βούρτσα και τον κόπανο. Έτσι και κάνεις ένα μόνο βήμα θα πεθάνεις.
Κι έτσι η νέα γυναίκα υποσχέθηκε τρέμοντας να ασχοληθεί την άλλη μέρα με τη μπουγάδα.
Ο πρώτος γύρισε σπίτι του αποφασισμένος να μη πει λέξη στη νοικοκυρά του, που τα φιλιά της τον κούραζαν και δεν εκτιμούσε πια τη βαριά της ομορφιά. Είχε όμως μια αδυναμία: μιλούσε στον ύπνο του. Η πλούσια Αλβανή κυρά δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα, γιατί αναρωτιόταν σαν τι να έκανε και κακοκάρδισε τον αφέντη της. Ξάφνου, άκουσε τον άντρα της να μουρμουρίζει, τραβώντας τα σκεπάσματα προς τη μεριά του:
— Καρδούλα μου, μικρή μου, δική μου καρδιά, γρήγορα θα είσαι χήρος...Τι ηρεμία, όταν θα μας χωρίζουν οι πέτρες, οι καλές πέτρες του κάστρου, από τη μαυριδερή γυναίκα...
Ο μικρός όμως γύρισε στη σκηνή του ωχρός και τσακισμένος, σαν τον άνθρωπο που απάντησε στο δρόμο του τον ίδιο το Θάνατο να πηγαίνει με το δρεπάνι στον ώμο για τη συγκομιδή. Φίλησε το παιδί του μέσα στην καλαμένια κούνια του, αγκάλιασε τρυφερά τη γυναίκα του και όλη τη νύχτα τον άκουγε να κλαίει πάνω στην αγκαλιά της. Αλλά η διακριτική νεαρή γυναίκα δε ρώτησε να μάθει το λόγο της μεγάλης θλίψης, γιατί δεν ήθελε να τον σπρώξει σε εκμυστηρεύσεις και εξάλλου δεν είχε ανάγκη να ξέρει τον πόνο του για να προσπαθήσει να τον παρηγορήσει.
Rozafa,the legend of Shkodra castle
___________
Την άλλη μέρα, οι τρεις αδερφοί πήραν τους κασμάδες και τα σφυριά τους κι έφυγαν για το κάστρο. Η γυναίκα του δεύτερου αδερφού ετοίμασε την κόφα με τα ρούχα και πήγε και γονάτισε μπροστά στη γυναίκα του πρωτότοκου:
— Αδερφή, είπε, αγαπημένη μου αδερφή, σήμερα είναι η μέρα μου να πάω το φαγητό στους άντρες, μα ο άντρας μου με διάταξε και μ' απείλησε να με σκοτώσει αν δεν του πλύνω τα άσπρα του πουκάμισα, και το καλάθι είναι γεμάτο.
— Αδερφή, αγαπημένη μου αδερφή, είπε η γυναίκα του πρωτότοκου, θα πήγαινα με όλη μου την καρδιά να φέρω το φαγητό στους άντρες μας, αλλά ένας δαίμονας γλίστρησε σήμερα το βράδυ μέσα στο δόντι μου... Ου, ου, ου, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ουρλιάζω από τον πόνο...
Κι αμέσως, χωρίς πολλή σκέψη, βάρεσε παλαμάκια καλώντας τη γυναίκα του μικρότερου αδερφού:
— Γυναίκα του μικρού μας αδερφού, είπε, αγαπημένη μικρή γυναίκα του μικρότερου, πήγαινε αντί για μας το φαγητό στους άντρες μας, γιατί ο δρόμος είναι μακρύς, τα πόδια μας είναι κουρασμένα κι είμαστε πιο μεγάλες από σένα και πιο βαριές. Πήγαινε, αγαπημένη μικρή, και θα γεμίσουμε το καλάθι σου με καλούδια για να δεχτούν με χαμόγελο οι άντρες μας τη Μηνύτρα που θα ανακουφίσει την πείνα τους.
Και το καλάθι γέμισε με ψάρια λιμνίσια βουτημένα στο μέλι και κορινθιακές σταφίδες, με ντολμάδες και κατσικίσιο τυρί και με αμυγδαλωτά αλατισμένα. Η νέα γυναίκα άφησε τρυφερά το παιδί της στα χέρια των δυο συννυφάδων της και ξεκίνησε για το δρόμο, μόνη, με το φορτίο στο κεφάλι και τη μοίρα της γύρω στο λαιμό σαν ένα αγιασμένο περιδέραιο, αόρατο σε όλους, που πάνω του ο ίδιος ο Θεός είχε γράψει το θάνατο που έμελλε να έχει και τη θέση που της έμελλε να πάρει στον ουρανό.
Σαν την διέκριναν από μακριά οι τρεις άντρες, μικρή φιγούρα, ακόμη αδιόρατη, έτρεξαν κοντά της, οι δυο πρώτοι ανήσυχοι για την επιτυχία του σχεδίου τους και ο νεώτερος παρακαλώντας το Θεό. Ο πρωτότοκος κατάπιε μια βλαστήμια, ανακαλύπτοντας πως δεν ήταν η μαυριδερή του γυναίκα και ο δεύτερος ευχαρίστησε μεγαλόφωνα το Θεό που του γλύτωσε την πλύστρα του. Αλλά ο μικρός γονάτισε αγκαλιάζοντας με τα χέρια του τους γοφούς τής νεαρής γυναίκας και στενάζοντας της ζήτησε συγνώμη. Μετά, σύρθηκε μέχρι τα πόδια των αδερφών του και τους ικέτεψε να τους σπλαχνιστούν. Τέλος, σηκώθηκε και στον ήλιο έλαμψε το ατσάλι του μαχαιριού του. Μια σφυριά στον αυχένα τον έριξε ασθμαίνοντας στην άκρη του δρόμου.
«Μη με σκοτώσετε: αγαπάω τόσο πολύ τη ζωή...»
Η νέα γυναίκα σκιαγμένη άφησε το καλάθι να της πέσει. Τα τρόφιμα σκορπισμένα κύλησαν προς μεγάλη αγαλλίαση των σκυλιών του κοπαδιού. Μόλις εκείνη κατάλαβε τι συνέβαινε, σήκωσε τα χέρια στον ουρανό:
— Αδέρφια, έκανα πάντα ό,τι μου λέγατε, αδέρφια μου απ' το δαχτυλίδι των γάμων και την ευλογία του παπά, μη με αφανίσετε· ειδοποιήστε καλύτερα τον πατέρα μου, που είναι φύλαρχος στο βουνό και εκείνος θα σας στείλει χίλιες δούλες να θυσιάσετε. Μη με σκοτώσετε: αγαπάω τόσο πολύ τη ζωή. Μη βάζετε ανάμεσα στον πολυαγαπημένο μου και μένα τον πέτρινο τοίχο.
— Αδέρφια, έκανα πάντα ό,τι μου λέγατε, αδέρφια μου απ' το δαχτυλίδι των γάμων και την ευλογία του παπά, μη με αφανίσετε· ειδοποιήστε καλύτερα τον πατέρα μου, που είναι φύλαρχος στο βουνό και εκείνος θα σας στείλει χίλιες δούλες να θυσιάσετε. Μη με σκοτώσετε: αγαπάω τόσο πολύ τη ζωή. Μη βάζετε ανάμεσα στον πολυαγαπημένο μου και μένα τον πέτρινο τοίχο.
Απότομα σώπασε, γιατί κατάλαβε πως ο νέος της άντρας, ξαπλωμένος στην άκρη του δρόμου δεν κουνούσε τα ματόκλαδα και τα μαύρα του μαλλιά ήταν λερωμένα από μυαλά και αίμα. Τότε, χωρίς φωνές και δάκρυα, αφέθηκε να την οδηγήσουν τα δυο αδέρφια ως την κόχη τη σκαμμένη στο στρογγυλό τοίχο του κάστρου: αφού και η ίδια θα πέθαινε τι χρειάζονταν τα κλάματα. Τη στιγμή όμως που έβαζαν το πρώτο τούβλο μπρος στα πόδια της με τα κόκκινα σαντάλια, θυμήθηκε το παιδί της που είχε το συνήθειο να της δαγκώνει τα παπούτσια σαν ένα μικρό τρελούτσικο σκυλί. Καυτά δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά της κι ενώθηκαν με τη λάσπη που έστρωνε το μυστρί πάνω στην πέτρα.
— Αλίμονο! μικρά μου πόδια, είπε. Δεν θα με ξαναφέρετε στην κορφή του λόφου, για να προσφέρω νωρίτερα το κορμί μου στο βλέμμα του πολυαγαπημένου μου. Δε θα γνωρίσετε πια τη δροσιά του τρεχούμενου νερού: μόνοι οι Άγγελοι θα σας πλύνουν, το πρωί της Ανάστασης.
Ο σωρός από τούβλα και πέτρες σηκώθηκε μέχρι τα γόνατά της, τα σκεπασμένα μ' ένα χρυσαφένιο μισοφόρι. Στητή στο βάθος της κόγχης της έμοιαζε σε Παναγιά όρθια πίσω από το βωμό της.
— Γεια σας, αγαπημένα μου γόνατα, είπε η νέα γυναίκα. Δε θα νανουρίσετε πια το παιδί μου· κι εγώ καθισμένη κάτω από το μεγάλο δέντρο του περιβολιού, που δίνει τροφή και σκιά, δε θα σας ξαναγεμίσω με καλοφάγωτα φρούτα.
Ο τοίχος υψώθηκε λίγο περισσότερο και η νέα γυναίκα συνέχισε:
— Γεια σας, αγαπημένα μικρά μου χέρια που κρέμεστε πάνω στο κορμί μου, χέρια που δε θα ξαναφτιάξετε φαγητό, χέρια που δε θα ξαναστρίψετε το μαλλί, χέρια που δε θα τυλιχτείτε πια στον πολυαγαπημένο. Γεια σας γοφοί μου και συ, κοιλιά μου, που δεν θα ξαναγνωρίσετε τη γέννα και τον έρωτα. Μικρά παιδιά που θα μπορούσα να φέρω στον κόσμο, μικρά αδέρφια που δεν είχα τον καιρό να δώσω στο μοναχογιό μου, θα μου κρατήσετε συντροφιά μέσα σ' αυτή τη φυλακή που είναι ο τάφος μου κι όπου θα μείνω όρθια, χωρίς ύπνο, ως τη μέρα της Τελικής Κρίσης.
Ο πέτρινος τοίχος έφτανε πια στο στήθος. Τότε, μια κρυάδα διαπέρασε το πάνω κορμί της νέας γυναίκας και τα μάτια της ικετευτικά πήραν μια έκφραση, ίδια με την κίνηση δυο τεντωμένων χεριών σε στάση ικεσίας.
«Τη μέρα που δε θα 'χω άλλο γάλα, θα πιει την ψυχή μου»
— Κουνιάδοι μου, είπε, όχι για χάρη μου αλλά για χάρη του νεκρού αδερφού σας, σκεφτείτε το παιδί μου και μη το αφήσετε να πεθάνει από την πείνα. Μη χτίσετε το στήθος μου, αδέρφια μου, αλλά αφήστε τα δυο μου βυζιά ελεύθερα κάτω από το κεντητό μου πουκάμισο· κι ας μου φέρνουν κάθε μέρα το παιδί μου, την αυγή, το μεσημέρι και το δειλινό. Όσο μου μένουν λίγες σταγόνες ζωής, θα κατεβαίνουν μέχρι τα δυο μου βυζιά για να ταΐζουν το παιδί που έφερα στον κόσμο· τη μέρα που δε θα 'χω άλλο γάλα, θα πιει την ψυχή μου. Κάντε μου αυτή τη χάρη, αδέρφια κακά, και τότε ο αγαπημένος μου άντρας κι εγώ δε θα σας κατηγορήσουμε τη μέρα που θα συναντηθούμε κοντά στο Θεό.
— Γεια σας, αγαπημένα μικρά μου χέρια που κρέμεστε πάνω στο κορμί μου, χέρια που δε θα ξαναφτιάξετε φαγητό, χέρια που δε θα ξαναστρίψετε το μαλλί, χέρια που δε θα τυλιχτείτε πια στον πολυαγαπημένο. Γεια σας γοφοί μου και συ, κοιλιά μου, που δεν θα ξαναγνωρίσετε τη γέννα και τον έρωτα. Μικρά παιδιά που θα μπορούσα να φέρω στον κόσμο, μικρά αδέρφια που δεν είχα τον καιρό να δώσω στο μοναχογιό μου, θα μου κρατήσετε συντροφιά μέσα σ' αυτή τη φυλακή που είναι ο τάφος μου κι όπου θα μείνω όρθια, χωρίς ύπνο, ως τη μέρα της Τελικής Κρίσης.
Ο πέτρινος τοίχος έφτανε πια στο στήθος. Τότε, μια κρυάδα διαπέρασε το πάνω κορμί της νέας γυναίκας και τα μάτια της ικετευτικά πήραν μια έκφραση, ίδια με την κίνηση δυο τεντωμένων χεριών σε στάση ικεσίας.
Rozafa legend about Skadar. Relief, 1906, Vienna, Ivan Mestrovic.
__________
— Κουνιάδοι μου, είπε, όχι για χάρη μου αλλά για χάρη του νεκρού αδερφού σας, σκεφτείτε το παιδί μου και μη το αφήσετε να πεθάνει από την πείνα. Μη χτίσετε το στήθος μου, αδέρφια μου, αλλά αφήστε τα δυο μου βυζιά ελεύθερα κάτω από το κεντητό μου πουκάμισο· κι ας μου φέρνουν κάθε μέρα το παιδί μου, την αυγή, το μεσημέρι και το δειλινό. Όσο μου μένουν λίγες σταγόνες ζωής, θα κατεβαίνουν μέχρι τα δυο μου βυζιά για να ταΐζουν το παιδί που έφερα στον κόσμο· τη μέρα που δε θα 'χω άλλο γάλα, θα πιει την ψυχή μου. Κάντε μου αυτή τη χάρη, αδέρφια κακά, και τότε ο αγαπημένος μου άντρας κι εγώ δε θα σας κατηγορήσουμε τη μέρα που θα συναντηθούμε κοντά στο Θεό.
Τα αδέρφια τρομαγμένα δέχτηκαν να ικανοποιήσουν τελευταίο αυτό θέλημα και άφησαν ένα κενό δυο τούβλων στο ύψος των βυζιών. Τότε, η νέα γυναίκα ψιθύρισε:
— Αγαπημένα αδέρφια, χτίστε το στόμα μου, γιατί τα φιλιά των νεκρών φοβίζουν τους ζωντανούς, μα αφήστε μια χαραμάδα μπρος στα μάτια μου για να μπορώ να βλέπω αν το γάλα μου ωφελεί το παιδί μου.
Ποτάμια γάλα κύλησαν από τα σφιχτά και χλιαρά βυζιά της - κι όταν το παιδί, κομμάτι από την καρδιά της, αποκοιμήθηκε πάνω στην αγκαλιά της, εκείνη τραγούδησε με μια φωνή που καταργούσε το πάχος του τοίχου από τούβλα. Μόλις της πήραν το μωρό, τους ζήτησε να το γυρίσουν πίσω στις σκηνές για να κοιμηθεί · Όλη όμως τη νύχτα, η τρυφερή μουσική ανέβαινε ως τ' αστέρια και έφτασε το απόμακρο αυτό νανούρισμα για να μην αφήσει το παιδί να κλαίει. Την άλλη μέρα, δεν τραγούδαγε πια, μα ρώτησε με μια αδύναμη φωνή πώς πέρασε τη νύχτα ο Βάνια. Και την παράλλη σώπασε, μα ανάσαινε ακόμη, γιατί τα βυζιά της, όπου κατοικούσε η αναπνοή της, ανεβοκατέβαιναν ανεπαίσθητα μέσα στο κλουβί τους.
Agim Zajmi, Rozafa
_________
Albania Shkoder, Rozafa castle
__________
Τέλος, και τα ίδια τα εύθραυστα κόκαλα σκορπίσανε - μόνο ένας γέρος Γάλλος μένει ακόμα, ψημένος από τη ζέστη αυτή της κόλασης, να λέει και να ξαναλέει στον πρώτο τυχόντα την ιστορία αυτή την άξια να εμπνεύσει στους ποιητές τόσα δάκρυα, όσα και η ιστορία της Ανδρομάχης».
An Egyptian Peasant Woman and Her Child,
Léon Bonnat (French, Bayonne 1833–1922 Monchy-Saint-Eloi)
_________
Υπάρχουν μητέρες και μητέρες...
Τη στιγμή αυτή μια γύφτισσα μέσα σε βρώμα φοβερή και μες στο χρυσάφι πλησίασε το τραπέζι όπου κάθονταν οι δυο άντρες. Κράταγε στην αγκαλιά της ένα παιδί που τα άρρωστα μάτια του χάνονταν κάτω από έναν κουρελιάρη επίδεσμο. Διπλώθηκε στα δυο, μ' αυτή την αυθάδικη δουλικότητα που ταιριάζει μόνο στις άθλιες και στις βασιλικές ράτσες και οι κίτρινες φούστες της σκούπισαν το χώμα.Ο μηχανικός την έδιωξε με τρόπο σκαιό, χωρίς να νοιαστεί για τη φωνή της που έπιανε όλους τους τόνους, από την παράκληση ως την κατάρα. Ο Άγγλος τη φώναξε για να της δώσει ένα δινάριο ελεημοσύνη.
— Τι σας έπιασε, παλιο-ονειροπόλη; είπε ανυπόμονα. Τα βυζιά και τα χρυσαφικά της αξίζουν όσο και της Αλβανής ηρωίδας σας. Και το παιδί που έχει μαζί της είναι τυφλό.
—Την ξέρω, απάντησε ο Ζύλ Μπουτρέν. Ένας γιατρός από τη Ραγούζα μου διηγήθηκε την ιστορία της. Εδώ και μήνες βάζει στα μάτια του παιδιού της αηδιαστικά έμπλαστρα που του ερεθίζουν την όραση και κάνουν τους περαστικούς συμπονετικούς. Ακόμη βλέπει, μα σε λίγο θα γίνει αυτό που επιθυμεί: τυφλό. Και τότε, η γυναίκα αυτή θα εξασφαλίσει το ψωμί της για όλη της τη ζωή, αφού η φροντίδα ενός ανάπηρου είναι επικερδές επάγγελμα. Υπάρχουν μητέρες και μητέρες.
Το διήγημα "Το γάλα του θανάτου" προέρχεται από βαλκανική μπαλάντα του μεσαίωνα (Post scriptum)
Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, Το γάλα του θανάτου, μτφρ. Γεωργία Παπαγεωργίου
από τα Διηγήματα της Ανατολής, εκδόσεις Χατζηνικολή
Rozafa Castle (Kalaja e Rozafës)
_________
Το χτίσιμο του κάστρου της Ροζάφα
«Το χτίσιμο του κάστρου της Ροζάφα»: Ένα έξοχο δείγμα από την ανθολογία δημοτικών τραγουδιών της Αλβανίας "Chansonnier épique albanais", έκδοση του Ινστιτούτου Λαϊκής Κουλτούρας της Ακαδημίας Επιστημών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας, Τίρανα 1983. Eπιμέλεια έκδοσης Ismail Kadaré. Απόδοση στη γαλλική γλώσσα Köle Lucas.
Η ελληνική απόδοση από τον Κώστα Νταντινάκη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην αθηναϊκή εφημερίδα ΑΥΓΗ τον Φεβρουάριο του 1990.
Η ελληνική παραλλαγή του τραγουδιού, που συναντάται σε όλη την βαλκανική είναι «Το γιοφύρι της Άρτας».
Το κάστρο της Ροζάφα
Σκέπασε τον Μπούνα ομίχλη
Σκέπασε τον Μπούνα ομίχλη
Πάνε τώρα τρεις ημέρες.
Σαν διάβηκε η τρίτη μέρα,
Φύσηξε ένας αγέρας
Και το πέπλο της αφήνει
Πάνω από το Βαλντενούζ
Όπου πάνε και δουλεύουν
Τρία αδέλφια, χριστιανοί.
Μα ό,τι χτίζουνε τη μέρα
Τους γκρεμίζεται τη νύχτα.
Κι ένας άγιος διαβατάρης,
Χαιρετά τα τρία αδέλφια:
«Άει, καλή δουλειά!» τους λέει.
«Ποια δουλειά;» του απαντάνε,
«Ό,τι χτίζουμε τη μέρα
Μας γκρεμίζεται τη νύχτα.
Δε μας λες καλέ μας άγιε,
Ποιο ΄ν΄το μυστικό του Κάστρου;»
«Ξέρω ποιο ‘ν’ το μυστικό του,
Μ΄αν το πείτε σε κανένα,
Θαν΄ βαρύ τ΄αμάρτημά σας.»
«Πάνω μας το κρίμα ας πέσει.»
Και ο άγιος τους ρωτάει:
«Παντρεμένοι είστε κι οι τρεις
Ζουν κι οι τρεις σας οι γυναίκες;»
«Παντρεμένοι και οι τρεις
Κι οι γυναίκες μας κοντά μας.
Πες μας όμως να χαρείς
Πως θα κρατηθούν τα τείχη;»
«Για να κρατηθούν τα τείχη
Βάλτε μπρος την Κυριακή.
Όμως μπέσα θα κρατήστε
Τίποτα σ΄ αυτές μην πείτε.
Αύριο κείνη που θα ΄ρθει,
Να σας φέρει το προσφάγι,
Πρέπει ευθύς να στοιχειωθεί,
Για να κρατηθεί το Κάστρο
Και ν΄ αντέξει στον καιρό,
Η δουλειά να ξετελέψει.»
Μα ο πρώτος αδερφός
Τον δοσμένο όρκο πατάει
Και μιλάει στην καλή του
Για όσα τ΄ αύριο θα φέρει.
Μα κι ο δεύτερος τα ίδια!
Ξέχασε τις συμβουλές
Και τον όρκο του πατάει
Σιωπή να κρατά δεν ξέρει
Και μιλάει στην κυρά του.
Μα ο πιο καλός ο τρίτος
Πιστός στην υπόσχεσή του,
Σπίτι του ούτε μια λέξη
Στη γυναίκα του δεν είπε.
Και την άλλη την ημέρα
Ξύπνησαν νωρίς τ΄αδέρφια
Κι ως τις πέτρες πελεκάνε
Οι καρδιές τους παν΄ να σπάσουν.
Πέρα, μακριά στο σπίτι
Καλεί η μάνα τις νυφάδες:
«Έι κορούλα μου, εκεί κάτω
Πρέπει οι χτίστες μας να φάνε,
Θεν το σταμνί με το κρασί
Και τις κούπες για να πιούνε.»
«Αχ, βρε μάνα, δεν μπορώ
Είμαι άρρωστη θαρρώ.»
«Έι, κει κάτω» λέει στην άλλη,
«Πρέπει οι χτίστες μας να φάνε,
Θεν το σταμνί με το κρασί
Και τις κούπες για να πιούνε.»
«Αχ, βρε μάνα, άφησέ με
Αλλιώς φεύγω στους δικούς μου.»
«Και συ, η νύφη μου η μικρή;»
«Εδώ ΄μαι μάνα, ό,τι μου πεις»
«Πρέπει οι χτίστες μας να φάνε,
Θέν το σταμνί με το κρασί
Και τις κούπες για να πιούνε»
«Φεύγω αμέσως δίχως άλλο,
Πρόσεχε όμως το μικρό μου»
«Πάρτα κόρη μου και φύγε
Και ΄γω βλέπω το μικρό σου»
Παίρνει το προσφάι μαζί της
Παίρνει το κρασί, τις κούπες
Κι αποφτάνει στην Καζένα.
Μόλις σίμωσε στα τείχη
Τα σφυριά με μιας σωπάσαν
Οι καρδιές πια δεν χτυπάνε
Και τα πρόσωπα χλωμιάσαν.
Ο άντρας της ως τη θωρεί
Βλαστημά και ρίχνει πέρα
Μες τα τείχη το σφυρί.
«Γιατί καλέ μου το πετάς;»
«Σένα διάλεξε η μοίρα
Να χαθείς στη λησμονιά!»
«Αδέρφια τ΄ άντρα μου καλά
Να πω τα στερνά μου λόγια:
Σαν με χτίσετε στο τείχος
Το ΄να χέρι αφήστε μου έξω
Έξω αφήστε μου ένα μάτι
Βγάλτε μου έξω το ΄να πόδι
Έξω αφήστε μου ένα στήθος
Γιατί αφήνω το παιδί μου
Κι αν αρχίσει να μου κλαίει
Το προσέχω με το μάτι,
Το χαϊδεύω με το χέρι,
Το βυζαίνω με το στήθος
Το κουνάω με το πόδι.
Κι ας γεννώ η άλλη πέτρα
Να στεριώσει αυτό το Κάστρο
Και να το χαρεί ο γιος μου,
Τρανός σαν γίνει βασιλιάς
Να΄ρχεται εδώ να πολεμά».
Γλωσσάρι:
- Μπούνα: ποτάμι που πηγάζει από τη λίμνη Σκόδρα και μετά από ροή 36 χλμ εκβάλλει στην Αδριατική.
- Βαλντενούζ: η κορυφή του λόφου όπου χτίστηκε το Κάστρο. Το όνομα δεν διασώζεται σήμερα.
- Καζένα: Όνομα τοποθεσίας κοντά στα Σκόδρα. Παλαιότερα δήλωνε όνομα χωριού που εξαφάνισε πυρκαγιά.
http://www.kedrisos.com
εξαιρετικό ανατρίχιασα υποκλίνομαι
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ μεγαλειώδης Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, πώς ξέρει να δίνει στο καθετί ουσία και αισθητική!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Μάνα και η Γυναίκα στυλοβάτης στον ίδιο θρύλο !
ΑπάντησηΔιαγραφή