Το εργοστάσιο οίνων (ταβέρνα) του Τζων Νικολαρεΐζη στο Μαλαγάρι (φωτογραφία του 1906)
____________
Οι «δέκα εντολές» [του μπαμπά]
Η εξοχή που πηγαίνουμε είναι απέναντι στη χώρα, στην άλλη μεριά της θάλασσας. Λέγεται Λαμαγάρι και δεν είναι ακριβώς χωριό. Εκεί μένουνε μονάχα όσοι δουλεύουνε σε κάτι στενόμακρα κτίρια, που τα λένε αποθήκες και φυλάνε εκεί μέσα τα βαρέλια με τα κρασιά. Μένουν σε κάτι μικρά χαμηλά σπιτάκια από πλίθες ή από πέτρα, που τα λένε τσαρδάκια.
Είναι και μερικά πέτρινα διώροφα σπίτια, με βεράντες και αυλές, που τα λένε «πύργους» , κι ας έχουν μόνο τρία δωμάτια, σαν το δικό μας. Εκεί παραθερίζουν όσοι έχουν δικές τους τις αποθήκες. Εκτός από εμάς, βέβαια, που δεν έχουμε ούτε ένα βαρέλι. Πριν από πολλά χρόνια ο μπαμπάς του παππού είχε αποθήκες, αλλά τις πούλησε, για να σπουδάσει ο παππούς και ν’ αγοράσει τους «Αρχαίους» του.
Κάθε χρόνο έρχεται ο κυρ-Αντώνης, ο βαρκάρης, με την «Κρυσταλλία» του. Έτσι λένε τη βάρκα του. Σαν τη γυναίκα του, που πνίγηκε στη θάλασσα. Πολλές φορές ο κυρ-Αντώνης φέρνει και την κόρη του, την Άρτεμη, που είναι η καλύτερη φιλενάδα μας στο Λαμαγάρι.
Φεύγουμε με τη θεία Δέσποινα και τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά έρχονται μόνο τα Σαββατοκύριακα. Την παραμονή το βράδυ, ο μπαμπάς μας φωνάζει να μας πει τις «δέκα εντολές». Κάθε χρόνο μας λέει τα ίδια και τα έχουμε μάθει πια απέξω.
Οι «δέκα εντολές» [του μπαμπά]
1) Να μην κολυμπάμε στα βαθιά.
2) Να μην περπατάμε ξυπόλυτες .
3) Να μην μένουμε πολλές ώρες μέσα στη θάλασσα.
4) Να μην ανεβαίνουμε στα δέντρα.
5) Να μην τρώμε άγουρα φρούτα.
6) Να μην τρώμε άπλυτα σταφύλια.
7) Να μην μπαίνουμε στις βάρκες χωρίς μεγάλους.
8) Να μην σκαρφαλώνουμε στα βράχια.
9) Να μην πηγαίνουμε πιο μακριά απ’ όσο ακούγεται η φωνή της θείας Δέσποινας.
10) Να μην τσακωνόμαστε.
Εμείς τις ακούγαμε και λέγαμε: Ναι μπαμπά.
Μα, σα φτάναμε στο Λαμαγάρι, τα ξεχνούσαμε όλα. Οι δέκα εντολές εφαρμόζονται μόνο τα Σαββατοκύριακα. Αυτές τις μέρες τις λέμε «η α π ε λ π ι σ ί α μας». [......]
Στο μουράγιο ήταν μαζεμένα τα παιδιά. Ο Νώλης, ο Οδυσσέας και η μικρούλα Αυγή. Ξεφώνιζαν όλα μαζί.
Στον «πύργο» μάς περίμενε η Σταματίνα. Είχε έρθει μία μέρα πριν, να καθαρίσει το σπίτι. Γρήγορα γρήγορα βγάλαμε τα πέδιλά μας. Η Μυρτώ μάλιστα έδωσε μια στο δικό της, που πήγε και στάθηκε σ’ ένα ράφι.
— Πάνε κι οι δέκα εντολές του μπαμπά, λέει.
Φωτογραφία αρχείου Μιχάλη Νέγρη
Πρόσκοποι παίρνουν μέρος στο διαγωνισμό «κτίσματα στην άμμο»
__________
«Σκούρα τα πράγματα»
Δεν ξέρω τι τους έχει πιάσει όλους τους μεγάλους, κι όλο λένε «σκούρα τα πράγματα». Κάθε βράδυ που γύριζε ο μπαμπάς από τη δουλειά, ο παππούς τον ρωτούσε:
— Τι νέα;
— Σκούρα τα πράγματα – έλεγε ο ο μπαμπάς.
— Δεν πιστεύω να πάνε για δικτατορία; - ξαναρωτούσε ο παππούς.
— Πολύ σκούρα σας λέω – απαντούσε ο μπαμπάς.
— Ο βασιλιάς δεν θα το επιτρέψει – έμπαινε στην κουβέντα η θεία Δέσποινα.
Τότε οι μεγάλοι αρχίζουν να τσακώνονται χειρότερα από μας, όταν μαλώνουμε για το ποιος θα πρωτομπεί στη βαρέλα. Όταν ρωτήσαμε τον παππού τι θα πει «σκούρα τα πράγματα», μας είπε πως θα πει ότι η Δημοκρατία πέθανε. Όχι εκείνη του χρυσού αιώνα του Περικλή, αλλά η σημερινή.
Έτσι, όταν η γάτα μας γέννησε δύο γατάκια, το ένα σκούρο σκούρο γκρίζο και το άλλο άσπρο, τα βγάλαμε με τη Μυρτώ Σκούρα και Δημοκρατία. Ο παππούς γέλασε πολύ, όταν του το είπαμε, η θεία Δέσποινα όμως θύμωσε.
— Εμείς φταίμε, που κάνουμε συζητήσεις μπροστά στα παιδιά!
Οι μεγάλοι μάς τα μπέρδευαν περισσότερο. Έτσι γίνεται σχεδόν πάντα. Ένα μονάχα καταλάβαμε, πως, αν δεν είναι σκούρα τα πράγματα, ο Νίκος θα πάρει τον Νώλη μαζί του. [...]
Η Άλκη Ζέη 3 χρονών στη Σάμο (από το προσωπικό της αρχείο)
______________
Έγινε δικτατορία...
— Κυρ Νίκο, έγινε δικτατορία.
Τον Αύγουστο, το καταμεσήμερο, τα τζιτζίκια χαλάνε τον κόσμο στο Λαμαγάρι. Ο μπαμπάς κάθε φορά που έρχεται στο Λαμαγάρι νευριάζει, που δεν τον αφήνουμε να κοιμηθεί το μεσημέρι. Εμείς, όμως, δεν μπορούμε να φανταστούμε Λαμαγάρι χωρίς τζιτζίκια. Είχαμε ξαπλώσει πάνω σε μια παλιά κουβέρτα, κάτω από ένα πεύκο, και τ' ακούγαμε. Έπιασα ένα, το 'κλεισα στη φούχτα μου και κείνο τρελάθηκε στο τζιτζίκιασμα.
— Έγινε δικτατορία, του μουρμούρισα και τ' άφησα να πετάξει να το πει σ' όλα τα τζιτζίκια.
— Άραγε τι θα γίνει τώρα, που έχουμε δικτατορία; ρωτάει η Μυρτώ.
— Ο Νίκος είπε πως όλα τώρα θ' αλλάξουνε, της λέω.
Στο σπίτι μας αλλάξανε κιόλας σχεδόν όλα, από την ώρα που έφερε το νέο ο κυρ Αντώνης. Πρώτ' απ' όλα μας αφήσανε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Φάγαμε με άπλυτα χέρια, κανείς δε μας έστειλε να κοιμηθούμε για μεσημέρι κι ούτε, όταν μας είδανε να τραβούμε την παλιά κουβέρτα και να βγαίνουμε από το σπίτι, μας μιλήσανε. Άλλαξε κι ο παππούς, που πρώτη φορά στη ζωή μας τον ακούσαμε να μιλάει άσχημα και σε ποιον; Στη θεία Δέσποινα!!
— Για να κάνει ο βασιλιάς δικτατορία, θα πει πως έτσι έπρεπε, είπε η θεία Δέσποινα.
— Λες ανοησίες και καλά θα κάνεις να μη μιλάς για τέτοια πράγματα! θύμωσε ο παππούς.
Η θεία Δέσποινα πάτησε τα κλάματα και, δεν ξέρω γιατί, τα 'βαλε με το Νίκο.
— Λες, τώρα που έγινε δικτατορία, ν' αφήσουνε εμάς τα παιδιά να κάνουμε ό,τι θέλουμε; ρωτάει η Μυρτώ.
— Δοκιμάζουμε; της λέω. Πάμε να βρούμε τα παιδιά κι ας είναι ντάλα μεσημέρι και ώρα «ανάπαυσης», που λέει κι η θεία Δέσποινα;
Δεν προλάβαμε να ξεκινήσουμε και ήρθε ο Νίκος κοντά μας. Ήτανε λυπημένος, πολύ λυπημένος, και τα σμιχτά φρύδια του είχανε τόσο σουρώσει, που φαίνονταν σαν μια μαύρη πυκνή γραμμή στο πρόσωπό του.
— Κοριτσάκια, λέει εκείνος, είστε πολύ μικρά για να καταλάβετε, μα τη σημερινή μέρα θα τη θυμάται για πάντα η Ελλάδα και θα κλαίει. Πόσες του μήνα έχουμε σήμερα;
— 4 Αυγούστου 1936, απάντησε η Μυρτώ.
Ύστερα, ο Νίκος έφυγε για τη χώρα, μα δεν μπορούσαμε πια να του κάνουμε αστεία και να τον ρωτήσουμε αν πάει ν' αποχαιρετίσει την αρραβωνιαστικιά του.
Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας, Κέδρος, Αθήνα 1989
Το απόσπασμα προέρχεται από την τηλεοπτική μεταφορά του έργου σε σειρά 10 επεισοδίων, που έγινε το 1990 από την ΕΡΤ σε σενάριο σκηνοθεσία του Πέτρου Λύκα.
______________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου