Παραμύθι είναι μια ΑΛΗΘΙΝΗ (με όλα τα γράμματα κεφαλαία και φωτάκια ν’ αναβοσβήνουν) ιστορία που δεν έχει συμβεί ποτέ.
Μια συμβολική ιστορία που μιλώντας για τις δοκιμασίες του ήρωα, μιλάει για το ανείπωτο: τη ζωή, τον θάνατο, την οδύνη της απώλειας ανθρώπων, σχέσεων, καταστάσεων, κάθε είδους βολέματος και προνομίων.Μια πορεία ενηλικίωσης μέσα από μια σειρά οδυνηρές απώλειες.
Τα «μαγικά» (μυθικά) παραμύθια έχουν - ακριβώς όπως και οι μύθοι - αυτό που ονομάζουμε «μυθική αγριότητα». Συχνά μιλάνε για την ακραία οδύνη μιας ενδοοικογενειακής σύγκρουσης που μπορεί να φτάσει ως την αιμομιξία και τον κανιβαλισμό..
Όμως ακριβώς επειδή η αγριότητα είναι μυθική, δεν μπορεί να τρομάξει κανέναν. Αντίθετα, ειδικά στο παραμύθι, ο φόβος προσωποποιείται και εξοντώνεται. Ακόμα και τα πιο άγρια μαγικά παραμύθια είναι ανακουφιστικά, γιατί ο ήρωας ή η ηρωίδα, παρόλες τις σκληρές δοκιμασίες, στο τέλος δικαιώνεται (πράγμα που σπάνια συμβαίνει στο μύθο). Χωρίς ίχνος μιζέριας, με γενναιότητα και εμπιστοσύνη στον άνθρωπο και σε όλα όσα τον περιβάλλουν σαν μια ολότητα (τα ορυκτά, τα φυτά, τα ζώα), ο ήρωας προχωράει ίσια εμπρός, παλεύει σώμα με σώμα με δράκους και στοιχειά, ακόμα και με τον ίδιο τον θάνατο και στο τέλος γίνεται βασιλιάς, δηλαδή άρχοντας του εαυτού του, μη υποτελής, αυτόνομος.
Θες δε θες, θα μεγαλώσεις ηλικιακά, γιατί το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω και η φθορά είναι αναπόφευκτη. Όμως, ΑΝ θες ν’ ακολουθήσεις τα χνάρια του ήρωα, θα μπορούσες, ίσως, να μεγαλώσεις ψυχικά, έστω λίγο, τόσο δα. Όχι αναγκαστικά με την έννοια της όποιας (χριστιανικής ή άλλης) ηθικής, δηλαδή να γίνεις «καλύτερος άνθρωπος», αλλά τουλάχιστον με την έννοια μιας πιο ανοιχτής, πιο ξεφοβισμένης ματιάς, στον εαυτό σου και στον κόσμο.
Με το συμβολικό του λόγο, συχνά το μαγικό παραμύθι μιλάει για μια πορεία προς το να γίνεις βασιλιάς (ή βασίλισσα). Όμως, αυτό που θέλει να πει είναι πως το να γίνεις βασιλιάς δεν έχει την έννοια της κατάκτησης μιας κοσμικής εξουσίας αλλά της κατάκτησης της αληθινής αρχοντιάς που είναι η γνώση του εαυτού, η γενναιοδωρία χωρίς αναμονή αντίδωρων, η επί της ουσίας (όχι τυπική) αξιοπρέπεια.
Η αλήθεια που κρύβει το παραμύθι είναι ότι το σημαντικό στον άνθρωπο είναι μια πορεία προς την ενσυνείδηση.
Μικροί και μεγάλοι έχουμε ανάγκη αυτές τις ιστορίες γιατί είναι ο πιο ανώδυνος τρόπος να μιλήσουμε για την οδύνη. Κι επειδή ο ήρωας (ή η ηρωίδα) καταφέρνει να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να γίνει κύριος του εαυτού του, είναι ένας τρόπος, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, να θεραπεύσουμε την οδύνη.
"Ωχ καημός"
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και δεν ήτανε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχανε δυο παιδιά, μια θυγατέρα κι ένα παλικάρι. Κι η κόρη - που λένε πως ήταν όμορφη σαν το φεγγάρι - είχε και μια παραμάνα που όλη μέρα αναστέναζε «ωχ καημός».
Ρωτάει λοιπόν η κόρη την παραμάνα «τι είναι αυτός ο καημός». Και εκείνη της απαντά:
«Α πα, πα παιδάκι μου να μη ρωτάς να μάθεις τι είναι καημός».
Εκείνη τη στιγμή περνάει απέξω από τα δώματα της βασιλοπούλας ένας πωλητής καημού που φωνάζει «καημό πουλώ».
Κατεβαίνει η βασιλοπούλα και ρωτάει :
«Πόσο τον έχεις τον καημό» ;
«Φτηνό τον έχω στην αντάμωση κι ακριβό στο χωρισμό. Κι άμα δεν τον ταΐζεις, σε τρώει.»
Κι η βασιλοπούλα τον αγόρασε τον καημό, ένα μικρό σκουλήκι σε ένα κουτί. Και τον έτρεφε και τον έτρεφε και ο καημός μεγάλωνε και έγινε θεριό και έφαγε τη μάνα της και έφαγε τον πατέρα της, έφαγε τον αδελφό της, έφαγε όλο το χωριό. Ρήμαξε η πολιτεία αλλά εκείνη δεν την έτρωγε.
Τότε πήρε τα μάτια της και περπάτησε μονάχη μέσα στην ερημιά. Περπάτησε, περπάτησε, ξάφνου βλέπει ένα δέντρο. Στις ρίζες του είχε πηγή. Η βασιλοπούλα ανέβηκε στα κλαριά του. Εκεί τότε βλέπει να έρχεται από μακριά κουρνιαχτός μεγάλος. Κι όσο ο κουρνιαχτός πλησίαζε, είδε πως ήταν ένας καβαλάρης, ένα βασιλόπουλο.
Το βασιλόπουλο ξεπέζεψε για να ποτίσει τ' άλογό του. Όμως το άλογο δεν έπινε. Σκιαζόταν. Κοιτάει μέσα στο νερό και βλέπει να καθρεφτίζεται η όμορφη βασιλοπούλα.
Γυρνάει, και τη ρωτά. «Είσαι φάντασμα;» και αυτή απαντά «άνθρωπος είμαι». Την αγάπησε με τη μια και αυτή κατέβηκε από το δέντρο ανέβηκε στα καπούλια του αλόγου και πήγε στο παλάτι του. Λέει στη μάνα του «Μάνα αυτή είναι η γυναίκα μου θα τη στεφανωθώ».
Την παντρεύεται και αυτή έμεινε έγκυος. Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, αυτός είναι στον πόλεμο. Τρεις φορές έχει παιδί και τις τρεις φορές αυτός λείπει και γεννά με την πεθερά της. Την πρώτη γεννά αγόρι. Όμορφο. Την πρώτη ημέρα το πλύνανε, το ταΐσανε. Τη δεύτερη το ταχταρίσανε. Την τρίτη το νανουρίσανε. Την τρίτη το βράδυ έκλαιγε το μωρό.
Ακούστηκε βουητό και ήταν το θεριό. Και είναι η πρώτη φορά που η κόρη λέει
«Ωχ καημός! Ήρθες πάλι;».
«Πείνασα»
Του λέει «φάε με».
Όμως αυτός ανοίγει το στόμα και τρώει το μωρό.
Μπαίνει μέσα η πεθερά λέει «Κόρη μου δεν το ακούω να κλαίει το μωρό» και της απαντά «Μάνα το έφαγα». Και εκείνη της λέει «πώς θα το πούμε στον άντρα σου;».
Γυρνάει το βασιλόπουλο ρωτάει τη μάνα. «Μάνα η γυναίκα μου γέννησε;». «Γέννησε αλλά το χάσαμε το παιδί» του απαντά. Και το βασιλόπουλο... «Δεν πειράζει, αυτή να είναι καλά».
Δεύτερη φορά τα ίδια. Τρίτη φορά γεννάει κορίτσι. Και αυτή τη φορά η μάνα αποφασίζει να τη μαρτυρήσει. Όταν γυρνά το βασιλόπουλο λέει «άκου παιδί μου. Τα παιδιά δεν πέθαναν μόνο, τα τρώει αυτή. Εκεί που τη βρήκες μέσα στην ερημιά θα είναι καμία άγρια. Πρέπει να τη διώξεις». Και τη διώχνει και δεύτερη φορά παίρνει τον δρόμο της ερημιάς.
Τώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα βουνό. Και όταν φτάνει στην κορφή, γυρνάει, κοιτάει και βλέπει το θεριό. Γυρνάει και του λέει.
«Ωχ καημός. Φάε με να γλιτώσω από τα βάσανα».
Και τότε το θεριό της λέει:
«Δε σε τρώω. Γιατί με τόσα που σου έκανα δεν με πρόδωσες. Αλλά θα σου δώσω πίσω τα τρία σου παιδιά να γυρίσεις στον άντρα σου.»
Ανοίγει το στόμα και ξερνάει τα τρία παιδιά μεγαλωμένα, γιατί τα είχε προσέξει.
Ύστερα σκίστηκε η γη στα δυο και το θεριό χώθηκε μέσα σαράντα οργιές και χάθηκε για πάντα.
Κι η βασιλοπούλα πήρε τα παιδιά από το χέρι, γύρισε στον άντρα της και του τα είπε όλα.
Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.....
Gaurdian Angel
Το "Παραμύθι του Καημού" είναι ένα απ' αυτά τα "τρομαχτικά" παραμύθια, στα οποία δεν υπάρχει τζάμπα αγριότητα. Καθετί κάτι συμβολίζει, κι όλα μιλάνε "για τα βαθιά και δύσκολα πράγματα με την αφέλεια της ματιάς ενός παιδιού":
- Η «παραμάνα» είναι η μητρική φιγούρα που μυεί την κόρη στην ενηλικίωση, κάτι που η μάνα της δεν μπορεί να κάνει.
- Η κόρη αγοράζει τον καημό, χωρίς κανείς να την εμποδίσει παρόλο που είναι βασιλοπούλα. Η οδύνη και ο πόνος είναι σύμφυτος με την ανθρώπινη ύπαρξη και διακρίσεις δεν κάνει.....
- Τον καημό - μικρό σκουλήκι στην αρχή - αν τον θρέφεις εντός, γίνεται θηρίο κι εξοντώνει τα πάντα... εκτός από σένα.
- Κάποτε όλος ο κόσμος της βασιλοπούλας καταρρέει - ο κόσμος της παιδικής ηλικίας - και βρίσκεται μόνη της, όπως όλοι μας άλλωστε.
- Η «ερημιά» στο παραμύθι είναι ο τόπος όπου όλα μπορούν να συμβούν, όλα είναι δυνατά, γιατί δεν υπάρχει τίποτα και μπορούν να τεθούν ερωτήματα.
- Όταν ο ήρωας ανεβαίνει στα κλαδιά ενός δέντρου, ανεβαίνει σε ένα άλλο επίπεδο συνείδησης.
- Στο παλάτι υπάρχει η μάνα του βασιλόπουλου. Άρα αυτός δεν είναι εντελώς αυτόνομος.
- Ο καημός επιστρέφει, σαν αίτημα αυτονομίας, ξανά και ξανά.. τρεις φορές!
- Όπως συμβαίνει πάντα εκεί που λες ότι τα κατάφερα, έκανα παιδιά -τα παιδιά είναι δημιουργία και δυνατότητες - έρχονται νέα βάσανα.
- Στο τέλος, όλα όσα πολύτιμα χάθηκαν - τα παιδιά, δηλαδή από συμβολική άποψη, τα δημιουργήματα της ηρωίδας - επιστρέφουν «μεγαλωμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου