Paul Legrand as Pierrot circa 1855. Photograph by Nadar. |
Ο Πιερότο (Pedrolino) είναι υπηρέτης νόστιμος, αθώος, τίμιος, και αγαθός. Κάνει συνέχεια γκάφες και βρίσκεται συνέχεια σε δύσκολη θέση, γιατί δεν μπορεί να κρύψει την αλήθεια. Επιδίδεται σε καταπληκτικές ακροβασίες για να τον θαυμάζει η Κολομπίνα, η οποία όμως συνήθως τον αφήνει για τον Αρλεκίνο, υπηρέτη κι αυτόν αλλά πονηρό, κυνικό, αναιδή, χωρατατζή, λαίμαργο, ψεύτη και κλέφτη πουγγιών ή της "τιμής" των γυναικών.
Ο Πιερότος δε φοράει μάσκα, όπως πολλοί από τους άλλους τύπους, αλλά βάφεται άσπρος στο πρόσωπο, ντύνεται στα λευκά και φορά ένα στενό άσπρο σκουφί που του σφίγγει το κεφάλι. Από γκροτέσκα φιγούρα εξελίχθηκε σε ρομαντική μορφή.
Andre Derain, Harlequin and Pierrot (1924) |
Η μορφή του Πιερότου ξαναπλάστηκε από τον ονομαστό μίμο Ζαν Ντεμπιρό, (Jean-Gaspard Debureau ή Deburau, Κολίν, Βοημία 1796 – Παρίσι 1846), που του έδωσε μια νέα, ρομαντική, αλλά και λίγο μυστηριακή προσωπικότητα και τον κατέστησε ιδιαίτερα δημοφιλή σε πολυάριθμες παντομίμες. Η απλή αλλά πρωτότυπη δράση των μιμοδραμάτων του, η εκφραστική κίνησή του και η λεπτότατη μιμική της ηθοποιίας του ενθουσίασαν τους συγχρόνους του: ο Νοντιέ, ο Γκοτιέ, η Γεωργία Σάνδη, τον χαρακτήρισαν ως τον μεγαλύτερο καλλιτέχνη της εποχής του και ο Ζιλ Ζανέν του αφιέρωσε έναν τόμο, που συνέβαλε στην ανάδειξή του σε πρότυπο της παντομίμας. Ο Μαρσέλ Καρνέ χρησιμοποίησε τη ζωή, τους έρωτες και την τέχνη του Ντεμπιρό ως βάση για το αριστούργημά του Τα παιδιά του παραδείσου (Les enfants du paradis, 1945), με τον περίφημο μίμο και ηθοποιό Ζαν Λουί Μπαρό στον ρόλο του Ντεμπιρό.
Jean-Louis Barrault, (1910-1994)
Θρυλική μορφή του Γαλλικού θεάτρου. Λεπτοκαμωμένος, ευφράδης κι ικανός για τις πιο εκφραστικές χειρονομίες ως μίμος, βρήκε τον σπουδαιότερο ρόλο του στον Μπατίστ στα Παιδιά Του Παραδείσου.
Jean-Louis Barrault and Arletty in Marcel Carné's Children of Paradise (1945) |
"Jean-Louis Barrault" - by Paol Serret |
Ζαν Κοκτό, Ο πιερότος (μονόπρακτο)
Η Έλλη Λαμπέτη παρουσίασε το 1978 τρία μονόπρακτα του Ζαν Κοκτό: Η ψεύτρα, η ανθρώπινη φωνή, Την έχασα (Ο Πιερότος) σε μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη και σκηνοθεσία του Σωτήρη Μπασιάκου. Στην ψεύτρα ετοιμαζόταν επί σκηνής για την επόμενη ερμηνεία στο μονόπρακτο "Την έχασα" στο οποίο εμφανιζόταν ντυμένη πιερότος. Διαβάστε και ακούστε την ερμηνεία της εδώ
"Ο πιερότος" του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Το διήγημα δημοσιεύτηκε στις 9 Μαΐου 1929 στο περιοδικό Μπουκέτο, το λαϊκό ποιοτικό περιοδικό στο οποίο ο Λαπαθιώτης δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος των διηγημάτων του και με το οποίο συνεργαζόταν από το πρώτο του τεύχος, το 1924, ως το τέλος της ζωής του, το 1944, αν και με μεγάλα διαστήματα διακοπής της συνεργασίας.
Είχα καιρό να πάω να τη δω. Κι ένιωθα ένα είδος τύψεως γι’ αυτή μου την αμέλεια, επειδή ήξερα πως μ’ αγαπούσε εξαιρετικά, και πως ευχαριστείτο πραγματικά στη συντροφιά μου — αν κι εγώ δεν ήμουν απέναντί της, παρά ένα παιδί κάπως υπερβολικά ζωηρό, που αποτελούσε μια φανταχτερή αντίθεση με τη γεροντική της σοβαρότητα, με τη λεπτήν αξιοπρέπεια των τρόπων της, με το επίσημο και τυπικό της φέρσιμο. Μια ερωτική περιπέτεια, που βάσταξε δεν ξέρω πόσους μήνες, με είχε απομακρύνει. Για ένα τόσο μεγάλο διάστημα, δικαιολογίες δε χωρούσαν. Της είπα, ωστόσο, αρκετά ψέματα: ένα μικρό ταξίδι στην Ευρώπη, κάποιες ασχολίες ιδιαίτερες, έπειτα μιαν αρρώστια ξαφνική…
Με κοίταζε χαμογελώντας, με το λεπτό ειρωνικό εκείνο βλέμμα, το γεμάτο καλοσύνη κι επιείκεια, των ανθρώπων που μας αγαπούν, και που προσπαθούν να μας πιστέψουν. Κι έτσι στα τελευταία, αναγκάστηκα να της φανερώσω την αλήθεια. Της διηγήθηκα όλη μου την ιστορία, απ’ την αρχή ως το τέλος. Δεν παρέλειψα παρά μια μικρή λεπτομέρεια, που ήταν ολόκληρη εις βάρος μου, και που φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να της μειώσει κάπως την εκτίμησή της προς εμένα. Με άκουσε χωρίς διακοπή.
Έπειτα άλλαξα κουβέντα. Της είπα νέα που δεν ήξερε, μερικά κοινωνικά μικροσκανδαλάκια, που τη διασκέδαζαν πολύ.
Εκείνη, όμως, τώρα, δε μιλούσε. Είχε τα μάτια γυρισμένα στο παράθυρο, και κοίταζε τον ουρανό, με τα χλωμά, τα λυπημένα χρώματα. Ο ήλιος ήταν τώρα δίχως φως, ακουμπισμένος σ’ ένα κυπαρίσσι, σα μια μεγάλη σφαίρα πεθαμένη.
Έπειτα γύρισε τα μάτια, και με κοίταξε. Μου φάνηκε πως ήθελε κάτι να πει, και δίσταζε. Έπειτα πάλι κοίταξε τη μελαγχολικήν εικόνα του παραθυριού.
Έξαφνα με ρώτησε:
— Και γιατρευτήκατε τελείως απ’ το αίσθημα;…
Της είπα: ναι, χωρίς περιστροφές.
Κοίταξε πάλι το θλιμμένον ουρανό. Κι έπειτα, σα να νικούσε τον κρυφό της δισταγμό, είπε σιγά, σα να μονολογούσε:
— Κι όμως, εγώ, δεν έχω γιατρευτεί ακόμα…
Περίμενα να μου εξηγηθεί. Η φράση εκείνη, στα γεροντικά εκείνα χείλη —γιατί να το κρύψω;— μου φάνηκε λιγάκι κωμική… Αλλά ο σεβασμός μου προς τη γυναίκα, που αποτελούσε για μένα σαν ένα σύμβολο, σχεδόν ιερό, του Παρελθόντος, μου εξαφάνισε αμέσως από το μυαλό, το ιλαρό συναίσθημα, που πήγε μια στιγμή να γεννηθεί…
Και τότε πάλι, ξαφνικά, σα να της είχα γγίξει, δίχως να το θέλω, κάποια βαθειά και μυστική πληγή —ίσως σ’ αυτό να συντελούσε και η γοητεία, η λεπτή και ακουσία νοσταλγία της υποβλητικής εκείνης ώρας— άρχισε, με τη σειρά της, να μου διηγείται:
Pierrot with a mask, Pablo Picasso (1918) |
— Δεν είχα παντρευτεί ακόμα. Ο πατέρας ζούσε. Το σπίτι μας ήταν πάντα, καθώς ξέρετε, ανοιχτό• ο πατέρας, ακόμα και στα γερατειά του, αγαπούσε πολύ τις διασκεδάσεις. Η μητέρα, όχι και τόσο. Εντούτοις, για να μη χαλάσει το χατίρι του πατέρα, πήγαινε και κείνη μαζί του, στους χορούς. Η κοινωνική μας θέση, άλλως τε, ήταν τέτοια, που οι διασκεδάσεις αυτές έπαιρναν το χαρακτήρα καθημερινών υποχρεώσεων. Γι’ αυτό και το δικό μας σπίτι, καθώς σας είπα, ήταν πάντα ανοιχτό. Δεν υπήρχε ξένος, περαστικός στην πόλη, που να μην το θεωρούσε απαραίτητο, να ρθει να πάρει το τσάι σπίτι, και να μας επισκεφθεί. Η μητέρα μου είχε μια φανερή προτίμηση στον αδελφό μου. Και, όπως συμβαίνει πάντα —για να έρθει ίσως η ισορροπία— ο πατέρας είχε ρίξει όλη τη συμπάθειά του σε μένα. Μ’ έπαιρνε διαρκώς μαζί, και κάθε φορά που πηγαίναμε σε καμιά διασκέδαση, με κρατούσε επιδειχτικά στο πλευρό του. Ήμουν η αγαπημένη του. Κι όμως δεν ήμουν παρά μια κοπελίτσα δεκαεφτά χρονών, άμυαλη και ξένοιαστη για όλα — μια πεταλουδίτσα, έτοιμη να καεί στο πρώτο φως, που θα την τραβούσε με τη λάμψη του… Την ημέρα εκείνη, θυμάμαι, είχα ξυπνήσει δίχως κέφι. Και το βράδυ επρόκειτο να πάμε σ’ ένα χορό. Ήταν η προτελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Και παρ’ όλο τον ενθουσιασμό της ηλικίας, ένιωθα πως θα μου ήταν αδύνατο να πάω μαζί τους. Είχα έναν πονοκέφαλο ανυπόφορο — κι ένας πονοκέφαλος, στην ηλικία εκείνη, είναι ήδη μια μεγάλη τραγωδία. Κι έπειτα η μοδίστρα δεν είχ’ έτοιμη τη φορεσιά μου — αυτή που λογάριαζα να βάλω εκείνο το βράδυ. Κι αυτό ήταν η μεγάλη συμφορά. Αργότερα, έμαθα καλύτερα τι θα πει «μεγάλη συμφορά»… Ας είναι. Ο πατέρας ήθελε, σώνει και καλά, να με πάρει. Η μητέρα συμφωνούσε μαζί μου, επειδή και κείνη, όπως συνήθως, έτυχε να μην έχει και μεγάλη διάθεση. Ο Νίκος μόνο χαλούσε τον κόσμο• αυτός ήθελε να πάει στο χορό, οπωσδήποτε, και ήξερε ότι η δική μου αδιαθεσία ήταν ικανή να κάμει τον πατέρα ν’ αλλάξει απόφαση. Στο τέλος, όμως, ο πατέρας δεν επέμεινε. Όταν ήρθε η ώρα που θα πήγαιναν, για πρώτη φορά στη ζωή του πήγε χωρίς εμένα, μόνο με τη μητέρα και το Νίκο.
Portrait of Paulo as Pierrot, Pablo Picasso (1929) |
Η βραδιά ήταν αρκετά ζεστή• είχα μισανοιγμένο το παράθυρο (κοιμόμουν μαζί με τη μητέρα), και πλάγιασα νωρίτερα. Θα με είχε πάρει, υποθέτω, ο ύπνος όταν ξύπνησα λιγάκι τρομαγμένη. Ένιωσα μέσ’ στο σκοτάδι, σαν κάτι να ’πεσε στην κάμαρά μου, δίπλα στο κεφάλι μου… Τινάχτηκα, όπως ήμουν. Παρά λίγο να βάλω τις φωνές. Μου φάνηκε σα να ’πεσε, ξαφνικά, δίπλα μου, ένα μικρό πουλάκι πεθαμένο… Άναψα το φως. Ήταν ένα μπουκέτο μενεξέδες… Από πού να έπεσε στην κάμαρά μου; Ο νους μου πήγε αμέσως στο παράθυρο. Πήγα με περιέργεια και κοίταξα. Έξω ήταν ησυχία. Η ώρα ήταν περασμένη. Από μακριά, πολύ μακριά —ξέρετε το πατρικό μου σπίτι; ήταν πολύ μακριά απ’ την πόλη— ακουγόταν, μόλις, η φασαρία της τρελής Αποκριάς• ο ουρανός ήταν γεμάτος φως, από τη λάμψη των ηλεκτρικών. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δε φαινόταν τίποτε στον κήπο. Μια παρέα με μασκαράδες περνούσε με τ’ αμάξι —τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα— αλλ’ αυτή, τώρα μόλις έφτανε μπροστά στη σιδερένια πόρτα• κι εξ άλλου, η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη… Δεν ήξερα τι να βάλω με το νου μου. Ποιος να είχε ρίξει το μπουκετάκι αυτό; Κανένα ειδύλλιο νεανικό κάπως τολμηρότερο, δεν είχε πλεχτεί ακόμη γύρω στη ζωή μου. Ήμουν σε μεγάλη απορία. Επειδή όμως η ώρα ήταν περασμένη, κι από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να προβάλουν οι δικοί μου, ανέβαλα τη λύση του αινίγματος — αν και με είχε τρομερά βάλει σε πειρασμό… Πλάγιασα, πάλι, αλλά χωρίς να κλείσω μάτι, όλη νύχτα. Φαίνεται, όμως, να κοιμήθηκα στο τέλος. Οι δικοί μου ήρθαν τα χαράματα. Όλη εκείνη τη βδομάδα, δεν έφυγε απ’ το μυαλό μου αυτό το περιστατικό. Βρήκα μια λύση πρόχειρη — αλλά που δε με ικανοποιούσε εντελώς: είπα ότι κάποιος θα είδε το ανοιχτό παράθυρο, και πέταξε, απλούστατα, στην τύχη το μπουκέτο…
Arlequin, Pierrot and Scapin, Antoine Watteau (1716) |
Μετά μια βδομάδα, την άλλη Κυριακή, ήμαστε πάλι καλεσμένοι σ’ ένα σπίτι, που θα δεχόταν μασκαράδες. Εκείνο το βράδυ, τελείωναν οι Αποκριές. Δεν είχα πονοκέφαλο, και η τουαλέτα μου ήταν επιτέλους έτοιμη. Πήγα με το Νίκο. Ο πατέρας είχε λείψει λίγες μέρες, για μια επείγουσα δουλειά. Δε θέλησα να βάλω μάσκα. Φορούσα, θυμάμαι, την καινούρια φορεσιά μου — ένα φόρεμα σαξ μεταξωτό, με νταντέλες μαύρες γύρω γύρω: το φόρεμα αυτό υπάρχει ακόμα —καμιά μέρα θα σας το δείξω• το ’χω κλειδωμένο στην παλιά μου την κασέλα, μαζί με χίλια άλλα μπιχλιμπίδια του καιρού εκείνου• είναι φαγωμένο απ’ το σκόρο, οι δαντέλες έγιναν κουρέλι — αλλά δεν θέλησα ποτέ να το πετάξω…
Το βράδυ εκείνο είχα, ίσα ίσα, ένα κέφι εξαιρετικό. Και ήμουν, φαίνεται, εξαιρετικά όμορφη. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, μπορεί κανένας να έχει την ειλικρίνεια ν’ αναφέρει μερικά πράματα, χωρίς να έχει φόβο να παρεξηγηθεί —τι λέτε; Ήμουν τρομερά ευχαριστημένη από τον εαυτό μου. Η φορεσιά μου μού ταίριαζε περίφημα. Κάποιος, εκείνο το βράδυ, μου είχε πει πως έμοιαζα με «γαλανό λουλούδι του αγρού»… Ας είναι! Διασκέδαζα πολύ με τις παρέες που είχαν πλημμυρίσει τις δύο σάλες. Η μουσική έπαιζε τους πιο τρελούς χορούς της εποχής εκείνης — τρελούς, όχι σαν τους δικούς σας, βέβαια, τους τωρινούς, αλλ’ αρκετά, για κείνο τον καιρό… Λουλούδια, σερπαντίνες, κονφετί — σωστός πανζουρλισμός! Ο Νίκος χόρευε χωρίς διακοπή. Εγώ ήμουν ακουμπισμένη στο πιάνο. Είχα παίξει μάλιστα κι ένα κομμάτι —έπαιζα στα νιάτα μου καλούτσικα— και τα λουλούδια, και τα κομπλιμέντα, έπεφταν απάνω μου βροχή. Οι μάσκες με πειράζανε πολύ, κι είχα αρχίσει, πράγματι, να ντρέπομαι λιγάκι. Ήμουν ξαναμμένη απ’ το παίξιμο —ο χορός δε με τραβούσε και πολύ— κι έκανα αέρα, θυμάμαι, με μια βεντάλια —χρυσή και κόκκινη, κι αυτό το θυμάμαι— που βρήκα εκεί δίπλα, αφημένη.
The white pierrot (Jean Renoir), Pierre-Auguste Renoir (1902) |
Έξαφνα, μου παρουσιάστηκε ένας πιερότος, που δεν τον είχα δει ως τότε μέσ’ στη σάλα. Φορούσε μισή μαύρη μάσκα. Είχα πάντα φοβερή αδυναμία για τα ρούχα του πιερότου. Ήρθε κοντά μου, και με κοίταξε στα μάτια. Ένα χνούδι μαύρο, απαλό, έσκαζε μόλις απάνω από δυο χείλη λεπτά και ντροπαλά. Δε μου μιλούσε. Όταν το κοίταγμά του το επίμονο άρχισε να με στενοχωρεί, θέλησα να φύγω —αλλά μου έκαμ’ ένα κίνημα τόσο ικετευτικό— ένα μικρό κίνημα απλό και συμπαθητικό — κι αυτό το κίνημα με κάρφωσε στη θέση μου… Τον ρώτησα, με νόημα, τι θέλει. Τα δυο του χείλη, τα ένιωθα να τρέμουν ελαφρά. Δε μου ’δωσε απάντηση. Εξακολουθούσε μονάχα να με κοιτάζει. Έβλεπα δυο μάτια φλογερά, που έριχναν μεγάλες αστραπές. Μου θύμιζαν δεν ξέρω ποιες φωτιές —κάποιες πυρκαϊές που δεν υπάρχουν…
Η στάση του αυτή, η σιγηλή, με στενοχωρούσε πιο πολύ. Έκανα να τραβηχτώ και πάλι —και τότε άπλωσε δειλά το χέρι, και με κράτησε. Αυτή η τόλμη του με ξάφνιασε —στον καιρό μου, όλ’ αυτά, τα θεωρούσαμε απρέπειες ακόμη— αλλά και συγχρόνως, μ’ άρεσε στο βάθος… Έμεινα καρφωμένη και τον κοίταζα. Και τότε, δίχως να το περιμένω, μου άπλωσε ένα μικρό χαρτάκι διπλωμένο. Τραβήχτηκα, δίχως να το πάρω. Έκαμα ένα: όχι, με τα μάτια. Και τότε τα δικά του πήραν μια έκφραση λύπης —τόσης, τόσης λύπης, που δεν μπορώ να την ξεχάσω στη ζωή μου… Άμα είδε την επιμονή μου, και την κάπως πειραγμένη —έτσι αυτός θα είπε— κίνησή μου, δεν επέμεινε: άπλωσε μόνο τρεμουλιαστά το διπλωμένο γράμμα στο κερί του πιάνου. Το χαρτί πήρε φωτιά. Μια φλόγα έπαιξε για μια στιγμή κι έπειτα έσβησε. Αυτό ποτέ μου δε θα το ξεχάσω… Και χάθηκε από μπροστά μου, σα σκιά…
Δεν τον ξαναείδα τη βραδιά εκείνη. Η εικόνα του έμεινε, όμως, καρφωμένη στο μυαλό μου. Σε λίγη ώρα μπήκαν νέες μάσκες. Ήμουν ταραγμένη, σαστισμένη. Είχα μιαν ακράτητη επιθυμία να τον ξαναϊδώ από μακριά.
Την ώρα που φύγαμε — κόντευε σχεδόν να ξημερώσει — τράβηξα το Νίκο απ’ το χέρι, και φύγαμε, χωρίς να πούμε καληνύχτα σε κανένα. Όταν πήγα σπίτι, όλ’ αυτά ξαναπέρασαν απ’ το νου μου, σαν όνειρο γλυκό της φαντασίας, με μια πολύ μεγάλη νοσταλγία…
Αυτή η περιπέτεια της χρονιάς εκείνης —όσο μικρή κι ασήμαντη κι αν φαίνεται— έμεινε για καιρό μέσ’ στο μυαλό μου. Έπειτα, σιγά σιγά, με την ευκολία που ξεχνούν τα νιάτα, άρχισα και γω να την ξεχνώ.
Pierrot and Colombina, Pablo Picasso (1900) |
Μετά πέντε μήνες, ακριβώς, ήμουν αρραβωνιασμένη. Δε θέλω να σας κουράσω, με το να σας διηγηθώ εκείνη την ιστορία: τα περιστατικά εκείνα δε σας ενδιαφέρουν. Κι εμένα, τώρα, δε μ’ ενδιαφέρουν. Ένας νέος, πολύ καλός, πολύ συμπαθητικός — αυτός που ύστερα έγινε άντρας μου, τον ξέρετε — με ζήτησε απ’ τον πατέρα. Ο πατέρας τον αγαπούσε — και γω αγαπούσα τον πατέρα. Είπα: ναι, χωρίς να το πολυσκεφθώ. Δεν έχω λόγο, άλλως τε, να παραπονεθώ. Κι έτσι, ένα καλό πρωί βρέθηκα αρραβωνιασμένη… Το καλοκαίρι πήγαμε ταξίδι σ’ ένα νησί. Δε θα ξεχάσω το καλοκαίρι εκείνο. Ήταν το πιο χαριτωμένο, ίσως, καλοκαίρι της ζωής μου: βαρκάδες, ιππασίες, εκδρομές. Ένιωθα τον εαυτό μου περισσότερο ελεύθερο από πάντα — ίσως επειδή επρόκειτο να σκλαβωθώ για πάντα… Αυτό, μπορεί να σας φανεί παράξενο, αλλά έτσι είναι. Τέτοια ήταν η ψυχολογία της στιγμής…
Είχαμε ορίσει το γάμο πολύ σύντομα. Και ο γάμος έγινε λίγο πριν απ’ τις Αποκριές. Επρόκειτο να φύγουμε για την Ευρώπη, αλλ’ αναβάλαμε το ταξίδι, για να περάσουμε το καρναβάλι μαζί με τους δικούς μας.
Το καρναβάλι αυτό ήταν πολύ πιο σοβαρό για μένα. Ήμουν κυρία, και είχα πολύ διαφορετικότερες υποχρεώσεις. Ο άντρας μου μ’ αγαπούσε φοβερά. Εννοούσε, σώνει και καλά, να διασκεδάσω. Πηγαίναμε παντού.
Μια βραδιά — πάλι τελευταία Κυριακή της Αποκριάς — (γιατί τα θυμούμαι τώρα, Θε μου, όλ’ αυτά;) πήγαμε στο σπίτι ενός μακρινού μου συγγενούς. Επρόκειτο, όπως συνήθως, να χορέψουμε. Πήγαμε οι δυο μας — οι άλλοι ήταν καλεσμένοι σ’ άλλο σπίτι. Χόρεψα με πολύ λίγους καβαλιέρους. Κατά τα μεσάνυχτα, μέσ’ στην παραζάλη του χορού, είχα καθίσει πάλι στο πιάνο, κι έπαιξα ένα εύθυμο κομμάτι. Κι ενώ στεκόμουν και μιλούσα με μια φίλη μου, παρουσιάστηκε ο ίδιος ο πιερότος. Μόλις τον είδα, τον θυμήθηκα αμέσως. Έμεινα άφωνη κι εκστατική. Στάθηκε κοντά μου, με τον ίδιο τρόπο. Το πρόσωπό του, όμως, ήταν αλλαγμένο —σα να είχε σηκωθεί από αρρώστια. Και τα μάτια του ήταν, τώρα, ακόμα πιο λυπημένα• έμοιαζαν, τώρα, σα φωτιές που πρόκειται να σβήσουν. Δεν έχω δει ποτέ μου, στη ζωή μου — και ξέρετε τα χρόνια μου, πιστεύω — μάτια πιο πικρά κι απελπισμένα…
Με κοίταξε και πάλι πολλή ώρα, μ’ ένα βαθύτατο ερωτηματικό. Έτρεμα όλη. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δεν ξέρω, έτσι, πόση ώρα πέρασε…
Οι άλλοι χόρευαν, κανένας δε μας πρόσεχε. Δεν έβλεπα τη φίλη μου. Θαρρώ να είχε φύγει μια στιγμή.
Ήμουν έτοιμη να μιλήσω πρώτη, όταν άπλωσε το χέρι ξαφνικά, και μου’ δωσε και πάλι ένα γράμμα, αλλά με τρόπο τόσο σοβαρό, τόσο σοβαρό και λυπημένο… Κι αυτή τη φορά, το πήρα. Και χάθηκε, προτού να του μιλήσω… Δεν τον ξαναείδα ποτέ πια.
Το πρωί που φύγαμε είχα το γράμμα του κρυμμένο μέσ’ στο στήθος. Το είχα βάλει, βιαστικά, σε μια μικρή τρυπίτσα, δεξιά. Όταν φθάσαμε στο σπίτι, κι έμεινα μόνη, έτρεξα γρήγορα στο φως να το διαβάσω. Έψαξα παντού, και δεν το βρήκα: μου είχε πέσει, φαίνεται, στο δρόμο…
Αυτό ειν’ όλο.
Pierrot dancing, Edouard Manet (1849) |
Πρέπει τώρα να σας πω, αγαπητέ μου, ότι αυτή η περιπέτεια — όσο κοινή και τιποτένια κι αν τη βρίσκετε— έχει σημαδεμένη τη ζωή μου… Ένα σωρό ερωτήσεις είναι ακόμα μέσα μου: Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Γιατί δε φάνηκε ποτέ τις άλλες μέρες; Γιατί δε θέλησε να μου φανερωθεί;… Αυτές οι ερωτήσεις με τυράννησαν πολύ, πολύν καιρό. Αν επιμένετε, με τυραννούν ακόμα…
Πολλές φορές είπα με το νου μου, πως η σκιά εκείνη δεν υπήρξε, πως ήταν η μορφή ενός ονείρου…
Δεν τον ξαναείδα ποτέ πια. Δεν έμαθα ποτέ μου τίποτ’ άλλο. Δεν τόλμησα να υποθέσω τίποτε. Έπειτ’ από κάμποσον καιρό, έμεινα χήρα. Ο πατέρας πέθανε και κείνος, στην Ευρώπη. Σε λίγο, έχασα και τη μητέρα. Εσείς, ακόμα, τότε, ήσαστε παιδί. Έμεινα μόνη. Απ’ την οικογένειά μου, δεν έμεινε παρά ο αδελφός μου.
Κι από τότε, που λέτε, φίλτατέ μου, μήτε που ξαναγάπησα ποτέ μου…
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σταμάτησε να λέει. Η κάμαρα, τώρα, είχε μισοσκοτεινιάσει.
Σήκωσα τα μάτια και την κοίταξα.
Είπε ακόμα, με φωνή πιο σιγανή:
— Πέρασαν πόσα χρόνια από τότε; Σαρανταπέντε χρόνια, ακριβώς…
Έκαμα μια κίνηση μικρή αδημονίας. Εκείνη δε με κοίταζε διόλου. Είχε τα μάτια στυλωμένα στο παράθυρο.
Έπειτα τα γύρισε με μιας, με κοίταξε κατάματα και πάλι, και με φωνή βαθιά, φανατική, φωνή που δεν την ήξερα ως τώρα, φωνή γριάς τρελής ξεμωραμένης, που μου’ δωσ’ ένα ρίγος στην καρδιά, αν και με κόπο βάσταξα τότε, θαρρώ, τα γέλια, (τώρα που τα θυμάμαι όλ’ αυτά, και που εκείνη είναι πεθαμένη, νιώθω μια βαθύτατη μεταμέλεια), με μάτια που δε μ’ έβλεπαν διόλου, πρόσθεσε ακόμα πιο σιγά :
— Και να το δείτε: μια μέρα θα γυρίσει…
My Friend Pierrot, Max Ernst |
Στο περιοδικό Μπουκέτο, την ίδια εποχή (16-05-1929) δημοσιεύεται κι ένα ποίημα του Ν. Λαπαθιώτη με "αποκριάτικο" θέμα. Βέβαια, η "εικόνα" της αποκριάτικης βραδιάς που αποτυπώνει αποπνέει καθαρά ατμόσφαιρα του συμβολισμού. Ο πιερότος κάνει κι εδώ την εμφάνισή του.
Προσωπίδες
Βάναμε τις παλιές προσωπίδες, και πάμε, τραγουδώντας,
στο χορό.
Ένας πιερότος σου μιλεί. Γελάς.
Γνέφεις κρυφά σε κάποιον αρλεκίνο. Σου ρίχνει ένα μά-
τσο μενεξέδες.
Ωστόσο παίζουν πάντα τα βιολιά.
Ένας ιππότης κάτι ψιθυρίζει.
Καθώς περνάμε δίπλα στον μπουφέ, πέφτει μπροστά σου
ένα λευκό ρόδο. Δε μάθαμε ποτέ ποιος το' χει ρίξει...
Ωστόσο παίζουν πάντα τα βιολιά...
Κάνει ζέστη...πετώ τη μάσκα.
Συ, όμως, δεν τη βγάζεις-τη φορείς.
Και τότε, ξαφνικά, χωρίς να θέλω,-γεννιέται πάλι, μέσα
μου, μια σκέψη: Νομίζω τη φορούσες από πάντα-νομίζω
δεν την έβγαλες ποτέ!
Η μάσκα που μου κρύβει τη μορφή σου βρίσκεται πιο πο-
λύ μες στην ψυχή σου...
Περιοδικό Μπουκέτο, 16-05-1929.
Pierrot and Harlequin (Mardi Gras), Paul Cezanne (1888) |
Ο Πιερότος του Ρώμου Φιλύρα
Πιερότοι εσύ κι εγώ κι άλλοι κοντά του,
κι αυτός τόσο σωστός μ’ άσπρη ζακέτα,
παίζαμε με τη φόρμα του, ρίχναμε κάτου
τ’ ομοίωμά του – χρώμα σε παλέτα.
Φτιάναμ’ εμείς τη στάση του μαζί του,
ήταν τυχαία και το σύμβολό μας˙
στο πέταγμα, στην τοποθέτησή του,
είχε τον ξένο μορφασμό και το δικό μας.
Ήταν ειρωνικός, μα και θλιμμένος,
στο παλκοσένικο ένας μώμος τραγικός,
ήταν ολοφυρόμενος, απεγνωσμένος,
σαν εμπροστά σε θαύμα, εκστατικός.
Ανάμπαιζε με τη δική του κάθε πόζα,
ενώ την είχε πάρει από τεχνίτη,
και στα κοιτάγματά του τα σκαμπρόζα
εμάντευες το δύσκολο και ψηλομύτη.
Ήταν αυτός, ολόκληρος κι ωραίος,
ανθρώπινος πολύ στη μπατιστένια
στολή του, στα κουμπιά του, φευγαλέος,
βραχνάς απ΄ τους βαθύτερους στην έννοια.
Κι έξαφνα, καθώς έγερνε, ήταν όλος
μια σκεπτική κι επιγνωσμένη εικόνα,
διανοητικός κι όμως μαριόλος,
δίπλωνε χαριέστατα το γόνα.
Σα να’ ταν ανεμπόδιστος στην πλάση,
χωρίς την ψεύτικην ευγένεια και τη γνώση,
ελεύθερος να κλάψει ή να γελάσει,
δίχως ν’ ακούσει σχόλια ή ν’ αρθρώσει.
Είχε του θετικού την παρουσία,
το ρεμβασμό ενός όντος νοητικού,
ευπρέπεια πολλή, ετοιμολογία,
κι ύφος κρυψίνου σ’ έμπασμα ιερού.
Άλλοτε είχε αυθάδεια μεγάλη
κι έπαιρνε η φάτσα του έκφραση πικρή,
περιφρονούσε τις κυρίες όπου οι άλλοι
θαυμάζανε, και του φαινόντουσαν μικροί!
Είχε χολή σε υπόσταση πανένια,
πλαστογραφούσε υπόκριση ρητή,
κι εσυγχυζότανε σα νιόκοπη γαρντένια
με τεχνητή καμέλια στο κουτί.
Είχε πρωθύστερη η μορφή του σημασία,
κι όμως μας απατούσε όλους μαζί,
κι ενώ ήταν άνθρωπος σωστός, ουσία
γυρεύαμε και θέλαμε να ζει..
Έτσι βρίσκουμε τη μορφή του πρώιμου πιερότου (1912-1918, συλλογή « Γυρισμοί »), ο οποίος εμφανίζεται ερωτευμένος στο Μεσ' την Αποκρηά. Είναι ο μόνος πιερότος του Φιλύρα που έχει τόσο allegra διάθεση και φαίνεται ν'απολαμβάνει πιο συμβατικά την γιορταστική κατάσταση στην οποία εμφανίζεται. Δεν αφήνει δηλαδή ιδιαίτερο χώρο για συμβολιστικές αναγωγές σε περαιτέρω ερμηνείες παρά μόνο σε εκείνη του τρελού έρωτα, γεγονός το οποίο δικαιολογείται από την εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του και από το νεαρό της ηλικίας του ποιητή (το έγραψε μεταξύ του 1912 και του 1918, δηλαδή μεταξύ 24 και 30 ετών) αλλά και από τη μη προσβολή του ακόμα από την ασθένεια, η οποία τον κτύπησε 8 χρόνια πριν εισαχθεί στο Δρομοκαΐτειο, δηλαδή γύρω στα 1919:
Τρελλός εγώ Πιερρότος, Κολομπίνα
εσύ, σκηνούλα ωραία η ζωή μας:
όλα τα μάγια της Αγάπης τα πιό φίνα
να μας μεθούνε μέσα στο φιλί μας.
Κι 'ύστερα κάθισε κοντά στο πιάνο
και παίξε το μελωδικό τραγούδι
που τη φλόγα απαλύνει και τον πόνο
και σαν μύρο ναρκώνει από λουλούδι.
Εδώ καταμαρτυρείται από βιογραφικής άποψης η συνήθεια του Φιλύρα να συχνάζει σε διάφορες χοροεσπερίδες και από την άλλη η νεωτερική εμπειρία του έρωτα, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται και την οικειοποιείται ο ποιητής, μέσα στο αστικό σαλόνι, που διαλέγεται με το παρωχημένο ρομαντικό ιδεώδες, το υπονομεύει αλλά και το ενσωματώνει ταυτόχρονα σε μια νέα σκηνοθεσία. Αν θέλαμε να κατηγοριοποιήσουμε τη μορφή αυτή του « πιερότου », θα λέγαμε ότι είναι ο πιερότος-εραστής.
Pierrot Grin, Gustave Dore |
Στα μετέπειτα ποιήματα έχουμε μια μορφή του ποιητή-πιερότου που δηλώνει τη μερική παραβατικότητά της και γι'αυτό έλκει. Ο πιερότος έτσι παρουσιάζεται με μια σχετικά μεγαλοποιημένη ικανότητα να ξεπερνά τα επίγεια: εμφανίζεται να κάνει έναν άθλο που προσδίδει ιλλιγγιώδη διάσταση στα συμφραζόμενά του. Αυτή η διάσταση του πιερότου αποδίδεται με το ιλλιγιώδες ύψος :
Αποκριάτικο
Πιερότε τρελέ, που μες στη ζάλη
του φοξ πηδάς και μεθάς τις Κολομπίνες,
αναμπαιχή της Μοίρας, που την πάλη
και της ζωής αψηφάς, λύπες και πείνες.
Την ειρωνεία και το κέφι και το χαλί
και το μυστηριασμό κι όλες εκείνες
που μας παιδεύουν στων Ερώτων το κανάλι
μας κάνεις να ξεχνούμε: Οδυσσείς, Σειρήνες.
Παίξε, αναγέλα τις ψευτιές, τις πλάνες,
τις αγάπες, τα μίση και τα πάθη,
ώσπου να μπούμε μες στο χώμα με καμπάνες
Γελώντας, όλοι πιερότοι, ποιος να μάθει
μπορεί το μυστικό του υπερπέραν;
Ανθρωπε, χάσκε ώσπου ν' ανέβεις στον αιθέρα...
Περιοδικό "Οικογένεια" , 5/3/1927
Έτσι η υπάρχουσα μορφή γίνεται το ισοδύναμο της ποιητικής πράξης . Αυτή η προς τα πάνω ορμή δίνει στην εν δυνάμει εξέγερση του ποιητή τις δάφνες μιας ένδοξης νίκης και κάνει τον ποιητή-πιερότο αναμπαιχτή της μοίρας καθώς αντιπαραβάλλεται με την προς τα κάτω άβυσσο, η οποία στο φιλυρικό έργο ταυτίζεται αμιγώς με την επίγεια ζωή. Ο Φιλύρας ταυτίζεται με αυτή την απογειωτική δύναμη, με το υπερφυσικό ύψος: Ανέβα,ανέβα...να σε πάω πρός τ'άστρα γιατί σ'αυτό αναγνωρίζει την εξουσία που ο ίδιος ασκεί πάνω στο λεκτικό τμήμα της γλώσσας.
Piping Pierrot, Albert Bloch |
Πέρα από την υπερβατική αυτή μορφή, ο Φιλύρας παρουσιάζει τους πιερότους του να εμφανίζονται φορτωμένοι μια μνήμη παρελθοντική που τους κάνει σχεδόν να μοιάζουν με δαιμονικούς αγγελιαφόρους, ανατρέχοντας έτσι στην αρχετυπική τους μορφή και υφαίνοντας μια άλλη πλευρά της ποιητικής ύπαρξης: ο πιερότος εμφανίζεται βεβαρυμένος με στοιχεία τρομακτικά που τον παρουσιάζουν σα δαίμονα επί γης, σαν πιερότο-θύτη:
Λευκός σαν ό,τι μένει από το φίδι, ράσο
πουκάμισο, ιερότης του βρυκολάκου, αδρή
η ατέρμων ματαιότης, το φάντασμα, να πλάσω
μιάν ανθρωπίνη εικόνα σαν τάχα πονηρή.
Μιά μολιέρεια φάτσα, ένα προφίλ μοιραίο,
τριτέταρτο ένα σχήμα, μια κάτοψη φτενή
ονειρεμένο μέθι, χαζό και τεταρταίο
μιά της Σατύρας φάση, σαν όγδοοι ουρανοί.
ΠΙΕΡΟΤΟΣ
Απ'την άλλη, παρατηρούμε επίσης μια άλλη μορφή του φιλυρικού «Πιερότου », εκείνη του πιερότου-θύματος, μορφή που την έχουμε ξανασυναντήσει στον Καρυωτάκη και τη βρίσκουμε και στον Baudelaire, σύμφωνα με τον οποίο ο ηθοποιός γενικά κρύβει κάτω από τη χαρά και την ανεμελιά του μια απελπισμένη ψυχή :
παίζαμε μέ τή φόρμα του, ρίχναμε κάτου
τ' ομοίωμά του
Ο τραγικός παλιάτσος, πλέρια κάσκα
θυμόσοφος, πουντραρισμένος, συσπασμένος
σε μονοκόμματη γκριμάτσα γέλιου, δακρυσμένου
Honore Daumier, Pierrot with Guitar |
Ο Πιερότος του Γιάννη Σκαρίμπα
ΧΑΛΚΙΔΑ
(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος
κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη!
νά μήν ξέρω άν είμαι –μέσα στήν ασβόλη–
ένας λυπημένος πιερότος!
Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ώ Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτος
ήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα…
Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι
πάν' σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
Ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάρια
τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου
κι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα
καί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι νάν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότο
καί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:
Άχ, νεκρόν στό χώμα –νά φωνάζεις– είδα
έναν μου ακόμη πιερότο! . . .
Lady and Pierrot, Konstantin Somov (1910) |
Οι πίνακες με θέμα τον πιερότο προέρχονται από τη σελίδα Wikipaintings. org.
Για περισσότερους πίνακες - έργα τέχνης δείτε εδώ.
Pierrot The Clown"
Leave me dreaming on the bed, see you right back here tomorrow, for the next round.
Keep this scene inside your head, as the bruises turn to yellow, and the swelling goes down.
And if you're ever around, in the city or the suburbs, of this town,
Be sure to come around, I'll be wallowing in sorrow, wearing a frown, like pierrot the clown.
Saw you crashing 'round the bay, never seen you act so shallow, or look so brown.
Remembered all the things you'd say, how your promises went hollow, as you threw me to the ground.
And if you're ever around, in the backstreets or the alleys, of this town.
Be sure to come around, I'll be wallowing in pity, wearing a frown, like pierrot the clown.
When i dream, i dream of your lips,
when i dream, i dream of your kiss,
when i dream, i dream of your fists,
your fists,
your fists..
Leave me bleeding on the bed, see you right back here tomorrow, for the next round.
Keep this scene inside your head, as the bruises turn to yellow, and the swelling goes down..
And if you're ever around, in the city or the suburbs, of this town, be sure to come around, I'll be
wallowing in sorrow, wearing a frown, like pierrot the clown,
pierrot the clown,
pierrot the clown,
pierrot the clown,
pierrot the clown.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου