Διαβάζει ο Κώστας Καστανάς
Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
― Σεβτάς είν' αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπάρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας». Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν. Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του.
Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια.
Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμειναν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ' ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρει σύντροφος με καμίαν βρατσέρα εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγει με ξένην βάρκαν να βγάλει κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος.
Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή. Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάσει ή διά να ζεσταθεί, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:
Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,κάμε κ' εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.
Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,δεν είπες μια φορά κ' εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.
Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες: Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,κι ο παπάς χειρομυλίζει. Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπάρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον.
Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγει ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλο ή ανεμόμυλο, κ' επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον. Kαι είχεν πελατεία μεγάλη, η Πολυλογού. Γυάλιζε, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα.
Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπάρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε. Ποίος να τον αγαπήσει αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάσει το καράβι του, τας Λαίδες της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του.
Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάσει την γειτόνισσαν. Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτε εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκο, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γη.
Και έβλεπε το βουνό ν' ασπρίζει εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρο της γειτόνισσας κλειστό, βωβό, και τον φεγγίτη να λάμπει θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζει ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσα της ν' αλέθει, κ' ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν γύριζε μάτι να τον ίδει, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικές και εις ποιητικές εικόνας.
― Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Να τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια...
Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύει πέραν, εις τον υψηλό, πευκόσκιον λόφο, και ν' ασχολείται εις το να στήνει βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβει τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοτσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν' ανακαλύψουν τελευταία τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα.
Εξέλειπαν οι μικροί μακριοί καρποί από τας αγριελιάς εις το βουνό του Bαραντά, εξέλειπαν τα μύρτα από τας ευώδεις μερσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρό πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.Την άλλην βραδιά επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ' εμορμύριζεν:
― Ένας Θεός θα μας κρίνει... κ' ένας θάνατος θα μας ξεχωρίσει.
Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
― K' ένα κοιμητήρι θα μας σμίξει.
Αλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθει να κοιμηθεί, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:
Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου, κάμε κ' εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.
«Paysage De Neige, Enfant Au Capuchon» by Pierre Bonnard
Την άλλην βραδιά, η χιών είχε στρωθεί σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκο.
― Άσπρο σινδόνι... να μας ασπρίσει όλους στο μάτι του Θεού... ν' ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασία, εν ξυπνητό όνειρο. Ωσάν η χιών να ισοπεδώσει και ν' ασπρίσει όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτία, την δυστυχία, τα ναυάγια, να τα σκεπάσει, να τα εξαγνίσει, να τα σαβανώσει, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου.
N' ασπρίσει και να σαβανώσει τον δρομίσκο τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιά του και με την δυσωδία του, και τον οικίσκο τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένη: Να σαβανώσει και να σκεπάσει την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτρα, και τον χειρόμυλο της, και την φιλοφροσύνη της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρία της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελο της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψει, να τα ασπρίσει, να τα αγνίσει! Την άλλην βραδιά, την τελευταία, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε. Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ' ανέπνεε πλέον. Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημαγμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένο, φθαρμένο, σωθικά λειωμένα.
Δεν ημπορούσε πλέον να ζήσει, να αισθανθεί, να χαρεί. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγοριά, να ζεσταθεί. Ήπιε διά να σταθεί, ήπιε διά να πατήσει, ήπιε διά να γλιστρήσει. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.Hύρε τον δρόμο, τον ανεγνώρισε. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Ακούμπησε τις πλάτες, στύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:
― Να είχαν οι φωτιές έρωτα!... Να είχαν οι θηλιές χιόνια...
Έρωτας στο χιόνι, φωτογραφία του Αντώνη Ψαρά
Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίσει λογική πρόταση. Συνέχεε λέξεις και εννοίας. Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτη μιας θύρας. Kατά λάθος άγγισε το ρόπτρο. Tο ρόπτρο ήχησε δυνατά.
― Ποιος είναι; Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας.
Ευλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώσει πρόθεση ότι επεχείρει ν' ανάβει, καλώς ή κακώς, εις την οικία της. Πώς όχι; Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμονή. Kαρδιά του χειμώνος.
― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.Tο παράθυρο έτριξε. O μπάρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστη, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρο εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
O μπάρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτη. Δοκίμασε να ειπεί το τραγούδι του, αλλ' εις το πνεύμα του το υποβρύχιο, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»
Mόλις άρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβο του ανέμου και εις τον στρόβιλο της χιόνος.
― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.
Eξεπιάσθη από την λαβή του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσε. Ηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου. Άπαξ δοκίμασε να σηκωθεί, και είτα εναρκώθη.
Εύρισκε φρικώδη ζέστη εις την χιόνα.«Είχαν οι φωτιές έρωτα!... Είχαν οι θηλιές χιόνια!»
Kαι το παράθυρο προ μιας στιγμής είχε κλεισθεί. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.Πλην δεν τον είδε ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος.
K' επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμές, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανο. Kαι ο μπάρμπα-Γιαννιός άσπρισε όλος, κ' εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθεί γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Ημερών, του Tρισαγίου.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Έρωτας στα χιόνια, (από τα Άπαντα, Γ΄, Δόμος 1989)
Στα μάτια τα ψιχαλιστά
που `χει ο έρωτας καρτέρι
πόσο μεθύσι μέθυσα
ένας Θεός το ξέρει..
Στίχοι: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Μουσική: Μανώλης Λιαπάκης
- «Ο Παπαδιαμάντης στράφηκε με τα διηγήματά του προς τους ηττημένους της ζωής, τους άπραγους, τους αλκοολικούς, τους φτωχούς, σ' αυτούς που ζουν παράμερα από τους «πολιτισμένους» ανθρώπους, συναισθανόμενος τον αγώνα τους κόντρα στην αρρώστια, το θάνατο, τον κοινωνικό αποκλεισμό.» Να επαληθεύσετε τον παραπάνω ισχυρισμό με στοιχεία του κειμένου. Είναι ο μπάρμπα-Γιαννιός «τραγικό της αγάπης πρόσωπο» όπως τον χαρακτηρίζει ο κ. Ακρίβος;
- Το «παράθυρο» μέσα από το οποίο βλέπουμε το διήγημα είναι η ιδέα του άσπρου. Ποιες μορφές-σημασίες παίρνει το άσπρο στο διήγημα; Τι εντύπωση και ποιες σκέψεις σας γεννά ο θάνατος του ήρωα μέσα στο χιόνι στο τέλος του διηγήματος;
- Το μεθύσι χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα-αφηγητή ως τέχνασμα για να φτάσει τον ήρωά του σε έκσταση. Δικαιολογήστε την παραπάνω διαπίστωση.
- Πώς περιγράφεται από τον παντογνώστη αφηγητή η γειτόνισσα του μπαρμπα-Γιαννιού; Ταιριάζει η περιγραφή αυτή σε μια γυναίκα μοιραία-ερωτεύσιμη ή θυμίζει περισσότερο κωμική φιγούρα; Γιατί επιλέγει αυτή ο αφηγητής ως αντικείμενο του ερωτικού πόθου του ήρωα;
- «∆ύο από τα χαρακτηριστικά της αφηγηματικής τέχνης του Παπαδιαμάντη είναι η αναδρομική αφήγηση και η περιγραφή τόπου ή χώρου: α) να εντοπίσετε στο απόσπασμα δύο παραδείγματα για την κάθε περίπτωση, β) τι πετυχαίνει ο συγγραφέας με τη χρήση αυτών των αφηγηματικών χαρακτηριστικών;»
- Πώς θα χαρακτηρίζατε την υπόθεση του διηγήματος; Διαθέτει εξέλιξη, πλοκή, δραματικές συγκρούσεις και αφηγηματικά τεχνάσματα προκειμένου να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη; Πού έγκειται κατά τη γνώμη σας η αξία του;
- Ο μπάρμπα –Γιαννιός φαντάζεται τον Έρωτα «ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη». Να σχολιάσετε την παρομοίωση και το ρόλο της.
- Στην αφήγηση κυριαρχεί το ασύνδετο και πολυσύνδετο σχήμα, συχνά χωρίς ρήμα. Εντοπίστε χαρακτηριστικά παραδείγματα και εξηγήστε τη λειτουργία τους.
- Να σχολιάσετε το οξύμωρο σχήμα: «Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.»
Δημήτρης Μοράρος, Έρωτας στα χιόνια
«Κανείς άλλος συγγραφέας δεν μπήκε τόσο βαθιά, τόσο ανυπόδητος στο βασίλειο του έρωτα - κι ας μην υπάρχει πουθενά η περιγραφή έστω μιας σκηνής από ερωτική κλινοπάλη», εκτιμά ο Κώστας Ακρίβος, ο οποίος επιμελήθηκε τη συλλογή «Να είχεν ο έρωτας σαΐτες! Επτά αγαπητικά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη», που κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» με ζωγραφιές Δημήτρη Μοράρου.
Τραγικό της αγάπης πρόσωπο, alter ego του συγγραφέα θεωρεί ο Κ. Ακρίβος τον μπάρμπα-Γιαννιό στο διήγημα «Έρωτας στα χιόνια». Είναι ερωτευμένος με την παντρεμένη γειτόνισσα, ωστόσο δεν εξωτερικεύει τα συναισθήματά του. «Καθώς δεν μπορεί να ξεπεράσει τους κοινωνικούς φραγμούς, ο μπάρμπα-Γιαννιός αναμετριέται με τον θάνατο. Μέσα σε κακές καιρικές συνθήκες, πνίγεται στο κρασί και στο χιόνι».
Ο ερωτικός πόθος, καλά κρυμμένος στα βάθη της ψυχής, που αδυνατεί να εκφραστεί, είτε από δειλία είτε από σεμνότητα χαρακτηρίζει πολλά από τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. «Αντικατοπτρίζουν καταστάσεις που έζησε ο ίδιος ή γεγονότα που φιλτράρονται μέσα από την ιδιοσυγκρασία του και εκφράζουν την πίκρα, τη στενοχώρια, την απογοήτευση», μας λέει ο Κ. Ακρίβος. «Άλλωστε και η ίδια η ζωή του ήταν γεμάτη στερήσεις».
Στο «Έρως-ήρως», πάλι, ο νεαρός βαρκάρης αισθάνεται «σπαραγμόν απερίγραπτον» για τη μικρή Αρχόντω που πρόκειται να παντρευτεί έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της. Με τη φαντασία του κάνει σενάρια πως είναι μαζί, ωστόσο στο τέλος συμμορφώνεται: «Κατέστειλε το πάθος, επραΰνθη, κατενύγη, έκλαυσε κ' εφάνη ήρως εις τον έρωτά του-έρωτα χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και φιλανθρωπίας».
Δημήτρης Μοράρος, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Εμψυχωτής: Σίμος Παπαδόπουλος
Δημιουργία θεατρικού – συζήτηση εκτός θεατρικού ρόλου – δημιουργία δράσης και στοχασμού νέου περιβάλλοντος –– διαμόρφωση της ιστορίας
- Είναι τυχαίο που ο μπάρμπα-Γιαννιός ξεκίνησε σα ναύτης με μία πατατούκα και μόνο μ’ αυτή γύρισε ξανά στη στεριά;
- Tι συναισθηματική αξία μπορεί να είχε η πατατούκα για τον μπάρμπα-Γιαννιό;
- Τι μπορεί να απέγινε το καράβι του;
- Διαχειρίστηκε σωστά τα κέρδη που απέκτησε;
- Ποια ήταν τα πάθη του;Ήταν τυχαίο που το παρατσούκλι του στη γειτονιά ήταν Έρωντας; Τι υποδήλωνε;
- Πως μπορεί να έχασε τη γυναίκα του και το παιδί του;
- Άραγε μπόρεσε να ξεπεράσει τον θάνατό τους;
- Με ποιους τρόπους ξεχνούσε τους καημούς του;
- Αναζητώντας τον έρωτα της πολυλογούς, η οποία είχε μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή τι αντιλαμβανόμαστε για την ηθική και συναισθηματική πλευρά του μπάρμπα-Γιαννιού;
- Πώς να ήταν η δική του οικογενειακή ζωή;
- Ήταν ο μπάρμπα-Γιαννιός ικανός να λύσει πραγματικά τα προβλήματά του;
- Τι μπορεί να έλεγε ο μπάρμπα-Γιαννιός στην πολυλογού αν άνοιγε την πόρτα;
- Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει η πολυλογού τον μπάρμπα-Γιαννιό;
- Ποιος άλλος θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα από την οικογένεια της πολυλογούς και πως θα αντιδρούσε;
- Η χρονική στιγμή (μέρες Χριστουγέννων) θα επηρέαζε την αντίδραση της οικογένειας βλέποντας τον μπάρμπα-Γιαννιό μεθυσμένο να χτυπά την πόρτα του σπιτιού τους;
- Αν ήσουν ο μπάρμπα-Γιαννιός τι θα άλλαζες στη ζωή σου;
- Αν ήσουνα στη θέση της πολυλογούς ή του συζύγου της θα προσπαθούσες να βοηθήσεις τον μπάρμπα-Γιαννιό; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Αξιολόγηση
Ο μπάρμπα – Γιαννιός, ενώ ξεκίνησε ως ναυτικός καταφέρνοντας να αποκτήσει το δικό του καράβι και μια άνετη ζωή, τελικά δεν στάθηκε ικανός να διαχειριστεί και να λύσει τα προβλήματά του. Αν και δεν διευκρινίζεται από τον συγγραφέα σε ποια χρονική στιγμή και με ποιόν τρόπο επήλθε ο θάνατος της γυναίκας και του παιδιού του, είναι φανερό πως δεν μπόρεσε συναισθηματικά να αντιμετωπίσει τον χαμό τους. Κυριευμένος από τα πάθη του, ξεκινώντας από το τίποτα, κατέληξε στο τίποτα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, πως το μόνο που απόσωσε ήταν η πατατούκα με την οποία ξεκίνησε για τα καράβια. Το πάθος του για το γυναικείο φύλο, επέφερε την οικονομική καταστροφή, ζώντας σε ένα παλιό, μισογκρεμισμένο σπίτι, ενώ το πάθος του για το ποτό, ήταν αυτό που τελικά έκοψε το νήμα της ζωής του.
Στην προσπάθειά του να απεγκλωβιστεί, επιζητούσε τον έρωτα από την γειτόνισσα πολυλογού, γυναίκα με άντρα και τέσσερα παιδιά. Έρωτας ηθικά παράνομος κι όμως τον επιζητούσε έμπρακτα φωνάζοντας στο σοκάκι :
" Γειτόνισσα – γειτόνισσα πολυλογού και ψεύτρα
δεν είπες μια φορά κι εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα."
Τα συναισθήματά του, παρορμητικά και έντονα έβρισκαν διέξοδο σε ονειροπλασίες και φαντασιώσεις, αποφορτίζοντας τον παροδικά. (οι σαΐτες του έρωτα, ο γέρο - Φετετζέλης )
Ώσπου το χιόνι σαν άσπρο σινδόνι από τον χώρο του φαντασιακού, περνά στον χώρο του πραγματικού και καλύπτοντάς τον,αγνίζει με τον θάνατο.
Νέο σαλπάρισμα! Μ’ άλλον αέρα! Φόρεσε την πατατούκα του, εκείνη που τον ζέσταινε όταν πρωτομπαρκάρισε σαν ναύτης, που τον προστάτευε νύχτες ολόκληρες από την αλμύρα των κυμάτων.
Έβγαλε από την αριστερή τσέπη του υποκαμίσου το χτενάκι του, ρίχνοντας μια τελευταία αισιόδοξη ματιά στον καθρέφτη.
- Όλα καλά θα πάνε..! Είπε βγαίνοντας από την καμπίνα του και κατευθύνθηκε στους ναύτες για τις τελευταίες οδηγίες.
- Τα φορτία είναι όλα μέσα καπετάνιε, είμαστε έτοιμοι να σαλπάρουμε! φώναξε ένας ναύτης τρέχοντας προς το μέρος του.
Κι όντως, όλα καλά πήγανε στο πρώτο ταξίδι και στο δεύτερο και στο τρίτο και σε όλα όσα ακολούθησαν. Σε κάθε λιμάνι οι έμποροι τον καλωσόριζαν, τον φίλευαν και τον ξεναγούσαν στα σοκάκια της κάθε πόλης.Όλες τις γεύσεις και τις μυρωδιές που έπαιρνε, τις έστελνε στη γυναίκα του μέσα σ’ ένα φάκελο, γεμάτο ιστορίες μακρινές και αλλιώτικες που είχε δει και ζήσει.
Κι εκείνη έκλεινε τα μάτια και τις σιγομουρμούριζε στο αγέννητο τέκνο που είχε στα σπλάχνα της.
Σα μικρό παιδί περίμενε τα γράμματα ο μπάρμπα – Γιαννιός και κάθε φορά που διάβαζε πως η κοιλιά της γυναίκας του μεγάλωνε μουρμούριζε αναστενάζοντας…
- Βρέχει, βρέχει άσπρο χιόνι
και ο γιός μου μεγαλώνει!
Έτσι πίστευε ο μπάρμπα-Γιαννιός, πως γιο θα βγάλει και άδειαζε τις μποτίλιες με τους ναύτες, με τους εμπόρους, στην υγειά του σπλάχνου του.
- Καπετάνιε! Τηλεγράφημα! φώναξε ο ναύτης ένα ηλιόλουστο πρωινό που ο ούριος άνεμος έσπρωχνε το καράβι απαλά στο επόμενο λιμάνι.
- Η έγκυος στοπ αρρώστησε στοπ!
Όλα σκοτείνιασαν… η καμπίνα θόλωσε…
Με δυσκολία έφτασε ως το μικρό ξύλινο τραπεζάκι και άρπαξε το κονιάκ, ύστερα σιγή, το βλέμμα κενό, ούτε λόγος να μπει άνθρωπος στην καμπίνα…
Την επόμενη μέρα διέταξε να αυξήσουν ταχύτητα οι μηχανές, ο καιρός βοηθούσε να φτάσει συντομότερα στο επόμενο λιμάνι κι από κει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Απ’ το μικρό παραθυράκι της καμπίνας, το βλέμμα του έσπρωχνε τα κύματα και κάθε γουλιά ποτού έφερνε και έναν βαρύ αναστεναγμό.
Όταν έφτασε στο λιμάνι, έδωσε στον έμπιστό του ναύτη βιαστικά κάποιες οδηγίες για τα εμπορεύματα και φορώντας βιαστικά την πατατούκα του μπήκε στο επιβατικό καράβι, που θα τον έφερνε κοντά στην άρρωστη γυναίκα του..
- Φυματίωση … είπε ο γιατρός το παιδί είναι αδύνατον να σωθεί..όσο για τη μητέρα…
Κι έτρεξε ο μπάρμπα-Γιαννιός σε γιατρούς άλλους δέκα, μαντζούνια παρήγγειλε από την μακρινή Αλγερία, γιατροσόφια του φέρανε από την Ινδία, του κάκου… η έγκυος χειροτέρευε..
Ούτε που τον ένοιαζε για το καράβι, για τα εμπορεύματα, όλες του τις οικονομίες έδωσε με μία μοναχά ελπίδα… να σώσει τη γυναίκα του και το παιδί του. Δύο μήνες πέρασαν έτσι, ώσπου μια μέρα όλα γύρω του πήραν το νωχελικό, κίτρινο χρώμα του κονιάκ…
- Λυπάμαι… είπε ο γιατρός και σκύβοντας το κεφάλι αποχώρισε.
Νέα από το καράβι ερχόντουσαν τακτικά τον πρώτο καιρό, όλα κλειστά και στοιβαγμένα στη χαραμάδα κάτω από την πόρτα, κανένα δεν άνοιξε κι έτσι περνούσαν οι μήνες… ναυάγιο η ψυχή του, φουρτουνιασμένα κύματα οι σκέψεις του, θολές οι μνήμες του κυλούσαν σαν τα κύματα μέσα στο ποτό.
Κάποιες φορές κοιτούσε απ’ το παράθυρο το στολισμένο σπίτι της γειτόνισσας πολυλογούς…
καρδιά του χειμώνα, Χριστούγεννα, Αϊ Βασίλης, φώτα και μες στην κρύα κάμαρα οι σοφάδες έπεφταν.
- Άνοιξε μπάρμπα-Γιαννιό, φώναξε μια βαριά αντρική φωνή καθώς χτυπούσε η πόρτα.
Σηκώθηκε αργά και σαν άνοιξε την πόρτα τα κλειστά γράμματα 'γίναν ένα με τους πεσμένους σοφάδες στη γωνιά.
Ήταν ο άντρας της πολυλογούς… - Έλα να φας μαζί μας μπάρμπα Γιαννιό, χρονιάρα μέρα..τα παιδιά και τι δε θα ' διναν να τους πεις μια ιστορία από τα ξένα.
Φόρεσε αργά την σκονισμένη του πατατούκα και ξεκίνησαν μαζί για το γειτονικό σπίτι. Την πόρτα άνοιξε ο μικρότερος γιος της πολυλογούς φορώντας στο κεφάλι του ένα ναυτικό καπέλο.
- Άλλος για τη βάρκα μας! Φώναξε και τράβηξε τον μπάρμπα-Γιαννιό κοντά στο στολισμένο καραβάκι που ήταν μαζεμένα και τα υπόλοιπα παιδιά.
Νέα δράση
Νέο σαλπάρισμα! Μ’ άλλον αέρα! Φόρεσε την πατατούκα του, εκείνη που τον ζέσταινε όταν πρωτομπαρκάρισε σαν ναύτης, που τον προστάτευε νύχτες ολόκληρες από την αλμύρα των κυμάτων.
Έβγαλε από την αριστερή τσέπη του υποκαμίσου το χτενάκι του, ρίχνοντας μια τελευταία αισιόδοξη ματιά στον καθρέφτη.
- Όλα καλά θα πάνε..! Είπε βγαίνοντας από την καμπίνα του και κατευθύνθηκε στους ναύτες για τις τελευταίες οδηγίες.
- Τα φορτία είναι όλα μέσα καπετάνιε, είμαστε έτοιμοι να σαλπάρουμε! φώναξε ένας ναύτης τρέχοντας προς το μέρος του.
Κι όντως, όλα καλά πήγανε στο πρώτο ταξίδι και στο δεύτερο και στο τρίτο και σε όλα όσα ακολούθησαν. Σε κάθε λιμάνι οι έμποροι τον καλωσόριζαν, τον φίλευαν και τον ξεναγούσαν στα σοκάκια της κάθε πόλης.Όλες τις γεύσεις και τις μυρωδιές που έπαιρνε, τις έστελνε στη γυναίκα του μέσα σ’ ένα φάκελο, γεμάτο ιστορίες μακρινές και αλλιώτικες που είχε δει και ζήσει.
Κι εκείνη έκλεινε τα μάτια και τις σιγομουρμούριζε στο αγέννητο τέκνο που είχε στα σπλάχνα της.
Σα μικρό παιδί περίμενε τα γράμματα ο μπάρμπα – Γιαννιός και κάθε φορά που διάβαζε πως η κοιλιά της γυναίκας του μεγάλωνε μουρμούριζε αναστενάζοντας…
- Βρέχει, βρέχει άσπρο χιόνι
και ο γιός μου μεγαλώνει!
Έτσι πίστευε ο μπάρμπα-Γιαννιός, πως γιο θα βγάλει και άδειαζε τις μποτίλιες με τους ναύτες, με τους εμπόρους, στην υγειά του σπλάχνου του.
- Καπετάνιε! Τηλεγράφημα! φώναξε ο ναύτης ένα ηλιόλουστο πρωινό που ο ούριος άνεμος έσπρωχνε το καράβι απαλά στο επόμενο λιμάνι.
- Η έγκυος στοπ αρρώστησε στοπ!
Όλα σκοτείνιασαν… η καμπίνα θόλωσε…
Με δυσκολία έφτασε ως το μικρό ξύλινο τραπεζάκι και άρπαξε το κονιάκ, ύστερα σιγή, το βλέμμα κενό, ούτε λόγος να μπει άνθρωπος στην καμπίνα…
Την επόμενη μέρα διέταξε να αυξήσουν ταχύτητα οι μηχανές, ο καιρός βοηθούσε να φτάσει συντομότερα στο επόμενο λιμάνι κι από κει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Απ’ το μικρό παραθυράκι της καμπίνας, το βλέμμα του έσπρωχνε τα κύματα και κάθε γουλιά ποτού έφερνε και έναν βαρύ αναστεναγμό.
Όταν έφτασε στο λιμάνι, έδωσε στον έμπιστό του ναύτη βιαστικά κάποιες οδηγίες για τα εμπορεύματα και φορώντας βιαστικά την πατατούκα του μπήκε στο επιβατικό καράβι, που θα τον έφερνε κοντά στην άρρωστη γυναίκα του..
- Φυματίωση … είπε ο γιατρός το παιδί είναι αδύνατον να σωθεί..όσο για τη μητέρα…
Κι έτρεξε ο μπάρμπα-Γιαννιός σε γιατρούς άλλους δέκα, μαντζούνια παρήγγειλε από την μακρινή Αλγερία, γιατροσόφια του φέρανε από την Ινδία, του κάκου… η έγκυος χειροτέρευε..
Ούτε που τον ένοιαζε για το καράβι, για τα εμπορεύματα, όλες του τις οικονομίες έδωσε με μία μοναχά ελπίδα… να σώσει τη γυναίκα του και το παιδί του. Δύο μήνες πέρασαν έτσι, ώσπου μια μέρα όλα γύρω του πήραν το νωχελικό, κίτρινο χρώμα του κονιάκ…
- Λυπάμαι… είπε ο γιατρός και σκύβοντας το κεφάλι αποχώρισε.
Νέα από το καράβι ερχόντουσαν τακτικά τον πρώτο καιρό, όλα κλειστά και στοιβαγμένα στη χαραμάδα κάτω από την πόρτα, κανένα δεν άνοιξε κι έτσι περνούσαν οι μήνες… ναυάγιο η ψυχή του, φουρτουνιασμένα κύματα οι σκέψεις του, θολές οι μνήμες του κυλούσαν σαν τα κύματα μέσα στο ποτό.
Κάποιες φορές κοιτούσε απ’ το παράθυρο το στολισμένο σπίτι της γειτόνισσας πολυλογούς…
καρδιά του χειμώνα, Χριστούγεννα, Αϊ Βασίλης, φώτα και μες στην κρύα κάμαρα οι σοφάδες έπεφταν.
- Άνοιξε μπάρμπα-Γιαννιό, φώναξε μια βαριά αντρική φωνή καθώς χτυπούσε η πόρτα.
Σηκώθηκε αργά και σαν άνοιξε την πόρτα τα κλειστά γράμματα 'γίναν ένα με τους πεσμένους σοφάδες στη γωνιά.
Ήταν ο άντρας της πολυλογούς… - Έλα να φας μαζί μας μπάρμπα Γιαννιό, χρονιάρα μέρα..τα παιδιά και τι δε θα ' διναν να τους πεις μια ιστορία από τα ξένα.
Φόρεσε αργά την σκονισμένη του πατατούκα και ξεκίνησαν μαζί για το γειτονικό σπίτι. Την πόρτα άνοιξε ο μικρότερος γιος της πολυλογούς φορώντας στο κεφάλι του ένα ναυτικό καπέλο.
- Άλλος για τη βάρκα μας! Φώναξε και τράβηξε τον μπάρμπα-Γιαννιό κοντά στο στολισμένο καραβάκι που ήταν μαζεμένα και τα υπόλοιπα παιδιά.
Ο Παπαδιαμάντης, σύμφωνα με μαρτυρία του Παύλου Νιρβάνα, έτρεχε πίσω από τον ήλιο, χωρίς να τον προφταίνει: «Αφησέ με! Πηγαίνω να προφθάσω τον Ήλιον, πριν δύση. Είναι ένας μήνας που έχω να τον ιδώ. Και ποτέ δεν τον προφθαίνω».
Διαβάζει η Σαπφώ Νοταρά
«Τραγικό της αγάπης πρόσωπο».....
Στην εκπομπή «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ», τρεις νεοέλληνες συγγραφείς, ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ, ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ και ο ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ, παρουσιάζουν το διήγημα του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ «ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ». Ο καθένας τους διαβάζει αποσπάσματα από αυτό και συνάμα παραθέτει τις απόψεις του για τη γλώσσα, τα πρόσωπα, το χαρακτήρα του πρωταγωνιστή του διηγήματος και για το πώς παρουσιάζεται ο ίδιος ο Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ μέσα από τα κείμενά του.
Μερικά από τα σχόλια των τριών συγγραφέων
• Το διήγημα, γραμμένο τα Χριστούγεννα του 1896, ανήκει στην πρώτη σειρά της διηγηματογραφίας του Α. Παπαδιαμάντη, στην τάξη των παπαδιαμαντικών αριστουργημάτων, ακόμα και κατά την ομολογία αρνητών του συγγραφέα. Είναι μια λιτή αφήγηση της τελευταίας μέρας ενός γερασμένου, «εν αμαρτίαις» ανθρώπου. Πρόκειται για άθλο καλλιτεχνικής σύνθεσης που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια των πεντέμισι όλων κι όλων σελίδων, ενός ζωντανού οργανισμού που γεννάει. (Α. Κοτζιάς)
• Η αθλιότητα της ζωής του κεντρικού ήρωα επεκτείνεται και στη γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος: άθλια, θλιβερή, «πολυλογού, ψεύτρα με τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της.» Δεν τον ενδιαφέρει η ίδια, τον έρωτα ερωτεύεται!
Μια άλλη βαθμιαία υπέρβαση, πολύ πιο σημαντική, πιο ολική είναι ο εξαγνισμός, η εξαΰλωση. Το χιόνι, σαν σεντόνι, σαν σάβανο, σκεπάζει τα πάντα και ο ήρωας βλέπει μέσα σ’ αυτή την αποστειρωμένη, παγωμένη λευκότητα, την εξαΰλωση, τον εξαγνισμό, την αθώωσή του. (Γ. Χειμωνάς)
• Ένα διήγημα με ρυθμό τελετουργικό, σα να κρουέται κάποια φτερούγα αγγέλου ο οποίος υπερίπταται και πρόκειται ανά πάσα στιγμή ν’ αρπάξει την ψυχή του μπαρμπα-Γιαννιού.«Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα.» Μια ολόκληρη παράγραφος χωρίς καθόλου ρήμα, σαν ένα λαχάνιασμα, μια συγκοπή του συγγραφέα για να φτάσει στην τελική σκηνή, εκεί που ο ήρωας βρίσκεται έτοιμος, άθελά του σχεδόν να χτυπήσει το ρόπτρο της θύρας. (Μένης Κουμανταρέας)
• Η ιδέα του άσπρου μέσα στο διήγημα είναι καθοριστική, σαν μια εξίσωση. Η πρώτη φορά που λέγεται η λέξη «άσπρα» μέσα στο διήγημα είναι για να υποδηλώσει το χρήμα, μετά «άσπρο» ίσον «χιόνι», «χιόνι» ίσον «κρύο», «κρύο» ίσον «αγνότης», «αγνότης» ίσον «εξαγνισμός» και «εξαγνισμός» ίσον «θάνατος». Αυτή είναι η πορεία, ο σκελετός, το παράθυρο μέσα από όπου βλέπουμε το διήγημα αυτό. (Μένης Κουμανταρέας)
• Στο τέλος ο συγγραφέας, μετά από μια μακρά πορεία, μια μεγάλη μεταβολή, που γίνεται κάτω από την επιφάνεια και «δι’ ασυλλήπτων μεθόδων», έφτασε να νιώθει μπαρμπα-Γιαννιός ο ίδιος, έφτασε να ταυτίζεται με τον ήρωά του, όπως άλλωστε και ο αναγνώστης, παρατηρητές και οι δυο στην αρχή ενός «αμαρτωλού γέροντα», που δεν τον έφταναν οι δυστυχίες του, του έλαχε και να ερωτευτεί. Πρόκειται για μια μυστηριώδη, «δι’ ασυλλήπτων μεθόδων», μεταβολή διαθέσεων που μας προσφέρει ο Παπαδιαμάντης και οι «αλλόκοτες ιστορίες», όροι και οι δυο που χρησιμοποίησε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, μιλώντας για τον Σκιαθίτη πεζογράφο. (Α. Κοτζιάς)
• Η αθλιότητα της ζωής του κεντρικού ήρωα επεκτείνεται και στη γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος: άθλια, θλιβερή, «πολυλογού, ψεύτρα με τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της.» Δεν τον ενδιαφέρει η ίδια, τον έρωτα ερωτεύεται!
Μια άλλη βαθμιαία υπέρβαση, πολύ πιο σημαντική, πιο ολική είναι ο εξαγνισμός, η εξαΰλωση. Το χιόνι, σαν σεντόνι, σαν σάβανο, σκεπάζει τα πάντα και ο ήρωας βλέπει μέσα σ’ αυτή την αποστειρωμένη, παγωμένη λευκότητα, την εξαΰλωση, τον εξαγνισμό, την αθώωσή του. (Γ. Χειμωνάς)
• Ένα διήγημα με ρυθμό τελετουργικό, σα να κρουέται κάποια φτερούγα αγγέλου ο οποίος υπερίπταται και πρόκειται ανά πάσα στιγμή ν’ αρπάξει την ψυχή του μπαρμπα-Γιαννιού.«Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα.» Μια ολόκληρη παράγραφος χωρίς καθόλου ρήμα, σαν ένα λαχάνιασμα, μια συγκοπή του συγγραφέα για να φτάσει στην τελική σκηνή, εκεί που ο ήρωας βρίσκεται έτοιμος, άθελά του σχεδόν να χτυπήσει το ρόπτρο της θύρας. (Μένης Κουμανταρέας)
• Η ιδέα του άσπρου μέσα στο διήγημα είναι καθοριστική, σαν μια εξίσωση. Η πρώτη φορά που λέγεται η λέξη «άσπρα» μέσα στο διήγημα είναι για να υποδηλώσει το χρήμα, μετά «άσπρο» ίσον «χιόνι», «χιόνι» ίσον «κρύο», «κρύο» ίσον «αγνότης», «αγνότης» ίσον «εξαγνισμός» και «εξαγνισμός» ίσον «θάνατος». Αυτή είναι η πορεία, ο σκελετός, το παράθυρο μέσα από όπου βλέπουμε το διήγημα αυτό. (Μένης Κουμανταρέας)
• Στο τέλος ο συγγραφέας, μετά από μια μακρά πορεία, μια μεγάλη μεταβολή, που γίνεται κάτω από την επιφάνεια και «δι’ ασυλλήπτων μεθόδων», έφτασε να νιώθει μπαρμπα-Γιαννιός ο ίδιος, έφτασε να ταυτίζεται με τον ήρωά του, όπως άλλωστε και ο αναγνώστης, παρατηρητές και οι δυο στην αρχή ενός «αμαρτωλού γέροντα», που δεν τον έφταναν οι δυστυχίες του, του έλαχε και να ερωτευτεί. Πρόκειται για μια μυστηριώδη, «δι’ ασυλλήπτων μεθόδων», μεταβολή διαθέσεων που μας προσφέρει ο Παπαδιαμάντης και οι «αλλόκοτες ιστορίες», όροι και οι δυο που χρησιμοποίησε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, μιλώντας για τον Σκιαθίτη πεζογράφο. (Α. Κοτζιάς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου