Γεννήθηκε το 1854 στο Μεσορρούγι Ανατολικής Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας, όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του ήταν δικολάβος του Ειρηνοδικείου Νωνάκριδας, θείος του ο Γεώργιος Κανελλόπουλος, σπουδαίος αγιογράφος, ποιητής και πολιτικός από τον οποίο βοηθήθηκε να προσεγγίσει τη λογοτεχνία και γενικότερα την τέχνη.
Παιδί, παίζοντας, έχασε το ένα του μάτι.Τα σχολικά του χρόνια βρέθηκε στην Ακράτα και συμπλήρωσε τον κύκλο των σπουδών του φοιτώντας στο Ελληνικό Σχολείο (Σχολαρχείο), ζώντας σε κύκλο καλλιτεχνών και διανοούμενων και αφομοιώνοντας την παράδοση της περιοχής. Υπηρέτησε τα επόμενα χρόνια ως γραμματέας του Δήμου της Νωνάκριδας και, για ένα μικρό διάστημα, ως γραμματοδιδάσκαλος στο δημοτικό σχολείο της Περιστέρας.
Το 1879, τον συναντάμε στα ιδρυτικά μέλη του πολιτιστικού σωματείου «Ηώς».Την ίδια χρονιά, ένα ακόμα ατύχημα προστέθηκε στο ήδη υπάρχον πρόβλημα του: Σε σκηνή θεατρικού έργου, που παρουσιάστηκε στην Ακράτα, και στο οποίο έλαβε μέρος, ως ηθοποιός, εκπυρσοκρότησε το πιστόλι που κρατούσε με αποτέλεσμα το καψούλι να τον τραυματίσει σοβαρά και στο άλλο μάτι, σε ηλικία περίπου 30 ετών.Μετατέθηκε στην Αθήνα, κατόπιν αιτήσεως του, για να υποβληθεί σε θεραπεία επειδή κινδύνευε να χάσει την όραση του.
Ο Π. Αντωνόπουλος, γράφει: "Αν και η ζωή του, του εστέρησε το φως, η λαμπούσα ψυχή του, μας έδωσε το πνευματικό φως, στα έργα του, με τον ολοκληρωμένο θεατρικό λόγο". Έναν λόγο προσιτό, συγκινησιακό, "αποσταγματικό της έντασης" λυρικό - δημώδη".
Για μια δεκαετία (1887-1997),έζησε στην Ακράτα και έγραψε τα θεατρικά του έργα.
Το 1893, υπαγορεύοντας, έγραψε το δραματικό ειδύλλιο «Γκόλφω» το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ακράτα.
Είναι έργο που κλείνει μέσα του, μια απροσδιόριστη δυναμική. Έργο εξέχων του νεοελληνικού ρεπερτορίου - το πιο Ελληνικό του 20ου αιώνα ... βάζει στις ρίζες τους, τα Ιταλικά και Γαλλικά κωμειδύλλια. (η ΄΄Γκόλφω΄΄ είναι ο μύθος της Χλόης, που πρέπει ν' αυτοθυσιαστεί - για ν' ανθήσει η Γης ... μες από τη φλογέρα του τυφλού Δάφνη, που είναι ο ίδιος ο ποιητής Σπύρος Περεσιάδης ). Είναι ένα έργο προ - φεμινιστικό, που μιλάει βαθιά στη γυναικεία ιδιοσυγκρασία και προκαλεί κάθε άντρα, να έχει - μια ΄΄Γκόλφω΄΄ θυσιασμένη στη συνείδησή του.
Η «Νέα Εφημερίς» έγραψε: «Το τραγικόν αίρεται μέχρι Σαικσπηραίου σχεδόν ύψους και όπου υπάρχει το κωμικόν, προκαλεί ευχάριστον γέλωτα, άπλετον, ακράτητον. Είναι το πλέον ωραίο και το πλέον ζωντανό των δραμάτων μας».
Η «Γκόλφω» τον Ιανουάριο του 1895 παρουσιάστηκε στην Πάτρα και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στην Αθήνα, από δύο θέατρα ταυτοχρόνως!
Από το 1897 έζησε στην Αθήνα, δίπλα στην αφοσιωμένη του αδελφή Ασπασία.
Πέθανε στις 11 Ιανουαρίου του 1918, από «ισπανική γρίπη», δαφνοστεφανωμένος μεν από τις επιτυχίες του, πάμπτωχος δε. Σημειωτέον ότι το 1914 η Βουλή των Ελλήνων είχε αρνηθεί τη συνταξιοδότησή του. Η κηδεία του έγινε «Δημοσία δαπάνη».
Το θέμα του έργου
Πανάρχαιο, αλλά πάντα επίκαιρο. Στο ορεινό χωριό που κυλούν τα νερά της Στύγας, εκεί όπου σύμφωνα με τους αρχαίους μύθους ήταν η πύλη για τον Κάτω Κόσμο και όπου θνητοί και αθάνατοι έπαιρναν τον ιερότερο όρκο, η Γκόλφω και ο Τάσος, δύο νεαρά παιδιά, ορκίζονται αιώνια αγάπη. Η Γκόλφω, πιστή στον όρκο της, αρνείται τον άρχοντα που θέλει να την παντρευτεί, αλλά ο Τάσος, αψηφώντας τον δικό του, δέχεται να πάρει γυναίκα του την πλούσια νέα που του προξενεύουν. Όταν αλλάξει γνώμη, θα είναι πολύ αργά…
Εθνικό Θέατρο: Γκόλφω: Εύη Σαουλίδου , Τάσος: Χάρης Φραγκούλης |
Η εποχή της παραδείσιας αθωότητας!!!Το ζευγάρι της αμετανόητης νιότης, ο νεαρός Τάσος που τίποτα και κανείς δε βάζει φρένο στην ορμή του για τη νεαρή Γκόλφω με τη σφύζουσα λάμψη, ανάλαφρη, ευαίσθητη, εύθραυστη, το πιο ανόθευτο κορίτσι.....
ΤΑΣΟΣ: Αλήθεια, Γκόλφω μου, καημό να σ' ανταμώσω είχα.
Δυο μέρες είχα να σε ιδώ, και χρόνια δυο ακόμα
μου 'φάνη πως διαβήκανε. Εσύ καημό δεν το 'χες;
Πες μου, δεν με πεθύμησες; Δεν πόνεσες για μένα;
ΓΚΟΛΦΩ: Και πότε σε στερήθηκα για να σε πεθυμήσω;
Εγώ πάντα με σένανε περνάω τον καιρό μου.
Κι όντας εσένα, Τάσο μου, δεν έχω στο πλευρό μου,
τον ίσκιο σ' έχω συντροφιά, παρηγοριά μου μόνη.
Κι όντας οι ράχες, τα βουνά, οι λόγγοι, τα λαγκάδια
σε κρύβουν απ' τα μάτια μου και δεν μπορώ να σ' ίδω,
γίνομαι όνειρο γοργό και σε ακολουθάω.
ΤΑΣΟΣ: Ξακλούθα, αηδονολάλητη, κελάηδησε, γαλιάντρα,
κουβέντιασε μου, Γκόλφω μου... ποτέ, ποτέ μην πάψεις,
γιατί αν πάψεις σκιάζομαι μη μαραθούνε τ' άνθη,
μη μαραθεί η άνοιξη που μέσα στην καρδιά μου
μια μέρα την εφύτεψες μ' ένα χαμόγελο σου...
ΓΚΟΛΦΩ : Εσένα έχω στοχασμό, εσένα όνειρο μου.
Και όντας στην εικόνα μου ανάβω το καντήλι,
στην Παναγιά τη Δέσποινα για σε περικαλιόμαι.
ΤΑΣΟΣ: Με μέθυσες, με τρέλανες, ο νους μου εσκοτίσθη...
Τα 'χασα όσα ήξερα, τι να σου ειπώ δεν ξέρω.
Τέτοιες χαρές, τέτοιους καημούς κι αγάπης καρδιοχτύπια,
τα λέει μόνο μια ματιά∙ τα χείλη τα μιλάνε
μα τα λαλούν αμίλητα, γλυκά χαμογελώντας.
Εθνικό Θέατρο: Γκόλφω: Εύη Σαουλίδου , Τάσος: Χάρης Φραγκούλης |
Κι ενώ την πολιορκεί το αρχοντόπουλο της περιοχής, ο Κίτσος, «ανεψιός του τσέλιγκα, γενιά των Ζησιμαίων, που ’χει πραμάτεια περισσή, στους κάμπους στανοτόπια», εκείνη αρνείται τις προτάσεις του και παραμένει πιστή στους όρκους αγάπης που έχει ανταλλάξει με τον Τάσο.
ΚΙΤΣΟΣ: Άκουσε, Γκόλφω, να σου ειπώ.
Το τι 'μαι γω το ξέρεις.
Είμ' ανεψιός του τσέλιγκα, γενιά των Ζησιμαίων,
έχω πραμάτεια περισσή, στους κάμπους στανοτόπια.
ΓΚΟΛΦΩ: Να ζήσεις, να τα χαίρεσαι.
ΚΙΤΣΟΣ: Άκου γιατί σ' τα λέω.
Να παντρευτώ βουλήθηκα και σένα για γυναίκα να πάρω τ' αποφάσισα. Εσύ, με θέλεις άντρα;
ΓΚΟΛΦΩ: Αυτούνο ήταν το κρυφό και το πολύ το σπούδι;
ΚΙΤΣΟΣ: Αμ δα, ποιο άλλο θάρρεψες; Γιατί, δεν σου αρέσει;
ΓΚΟΛΦΩ: Κίτσο, εγώ να παντρευτώ καιρό δεν έχω ακόμα, τι 'μαι μικρή, στους δεκαεφτά ακόμη δεν εμπήκα. Αλλιώς είναι κι αταίριαστο ταίρι εμέ να κάνεις.
ΚΙΤΣΟΣ: Πες μου,γιατ' είν' αταίριαστο;
Θαρρείς πως δεν σου μοιάζω;
Πολύ περηφανεύτηκες, πολύ μας καμαρώνεις.
ΓΚΟΛΦΩ: Εγώ, Κίτσο, περήφανη; Δεν το 'χασα ακόμα.
Και τι 'μαι γω περήφανο κεφάλι να σηκώσω
στο πρώτο λεβεντόπουλο εδώ του τσελιγκάτου;
Συ είσαι τσελιγκόπουλο, έχεις πολλή πραμάτεια,
μα γω μια κόρ' είμαι φτωχή, με δίχως βιο και νάχτι.
Είμαι απ' άσχημη γενιά. Άλλη να πας για νά βρεις
στο σόι να 'ναι όμοια σου και νάχτι να σου φέρει.
ΚΙΤΣΟΣ: Είπες πολλά κι αδιάφορα ώσπου για να με κάμεις
για να πιστέψω αληθινά πως ταίρι δεν μου μοιάζεις.
Με ένα λόγο μοναχά, δεν μο 'λεγες το όχι;
ΓΚΟΛΦΩ: Και είναι, Κίτσο, ψέματα πως είμαι φτωχοπούλα;
ΚΙΤΣΟΣ: Δεν είσαι, Γκόλφω, συ φτωχιά.
Διόλου δεν έχεις φτώχια
που τα διαμάντια του ντουνιά θαμπώνουνται, δεν λάμπουν
μπροστά στο φεγγοβόλημα τα μάτια σου που χύνουν.
Γκόλφω, εγώ είμαι φτωχός. Φτωχιά δεν είν' η κόρη
όπου και το τριαντάφυλλο μπρος στο χαμόγελο της
χάνει τη ροδινάδα του. Φτωχιά δεν είν' η Γκόλφω
που την αυγούλα του Μαγιού την κάνει ν' αλλοψιάζει
όντας πετιέται στο βουνό, να χάνει την ντροπή της,
όντας θωρεί μιαν άλλη αυγή, λαμπρότερη από κείνη
σ' άλλου βουνού την κορυφή για να γλυκοχαράζει.
ΓΚΟΛΦΩ, μόνη
Σαν είσαι τσελιγκόπουλο, εμένα δεν με μέλει,
κι αν έχεις πρόβατα πολλά, τ' αφτί μου δεν ιδρώνει.
Όχι εσύ που 'σαι βοσκός, σαν όλους μας δωπέρα,
για ν' αρνηθώ τον Τάσο μου μπορείς για να με κάνεις
αλλά και αρχοντόπουλο, βασιλοπαίδι να 'σουν,
ΓΚΟΛΦΩ, μόνη
Σαν είσαι τσελιγκόπουλο, εμένα δεν με μέλει,
κι αν έχεις πρόβατα πολλά, τ' αφτί μου δεν ιδρώνει.
Όχι εσύ που 'σαι βοσκός, σαν όλους μας δωπέρα,
για ν' αρνηθώ τον Τάσο μου μπορείς για να με κάνεις
αλλά και αρχοντόπουλο, βασιλοπαίδι να 'σουν,
θαρρούσες την αγάπη του ποτέ μου πως θ' αρνιόμουν;
Έχω παλάτι, θα 'λεγα, του Τάσου μου στα στήθια
και θρόνο μου θεόχτιστο την τρυφερή καρδιά του.
Έχω βασίλειο την ερμιά, για χώρες μου τους λόγγους
για κόσμο έχω τα πουλιά, τ' αηδόνια μουσική μου.
Όποιος αγάπη αρνήθηκε σαν τη δικιά μου αθώα,
καθάρια σαν της εντροπής τ' όμορφο κοκκινάδι.
όποιος πατεί τον όρκο του που κάνει στην αγάπη,
πατεί τον ίδιο το Θεό και το Χριστό αρνιέται,
γιατί αγάπ' αληθινή τίποτε δεν είν' άλλο,
παρά ο ίδιος ο Θεός μες στην καρδιά του κόσμου.
Ο κόσμος όμως θα τους χωρίσει!! Ο κόσμος των τσελιγκάδων και όσων εξαγορασμένοι απ' αυτούς, κοιτάνε το συμφέρον τους, όπως ο Γιάννος, ο οποίος, για να πείσει τον Τάσο ν΄αρνηθεί τη Γκόλφω και να παντρευτεί την κόρη του τσέλιγκα, πλέκει το εγκώμιο του πλούτου και της ισχύος που θα έχει, σε αντίθεση με τη φτώχεια η οποία κρέμεται ως απειλή πάνω από τα κεφάλια των ερωτευμένων νέων:
Να γίνεις τσελιγκόπουλο, δω πέρα μωρογιάννης,
με στάνες δω, με στάνες κει, με τόσα στανοτόπια,
όθε διαβαίνεις για, να λεν: ο σώγαμπρος του Ζήση!
Να λύεις, να δένεις, να κρεμάς, να ξεκρεμάς, να δέρνεις
κι όντας θα στέλνεις ντεσκερέ πάνω στους βουλιαχτάδες
να σου τα κάνουν θάλασσα και συ να καμαρώνεις!
Το ίσιωμα και ο γκρεμνός εδώ μπροστά σου είναι
κι όθε σ'αρέσει πήγαινε, λίγος καιρός σού παίζει.
Ή γίνεσ'αρχοντόβλαχος, γαμπρός των Ζησιμαίων,
ή με τις πέντε τις ξερές χιλιάδες των μυλόρδων
θα μείνεις με την Γκόλφω σου, του Φλίγκα το κορίτσι,
που όντας τα κακάρωσε τον βγάλαμε με δίσκο.
Ο σπόρος της αμφιβολίας που έριξε ο Γιάννος γίνεται δίλημμα μεγάλο, που θα βασανίσει στη συνέχεια τον Τάσο:
Με την περήφανη γενιά, με το πολύ το βιος του
ο τσέλιγκας παρακαλεί παιδί του να με κάμει
κι εγώ δεν καταδέχομαι. Και ποιος; Εγώ, ο Τάσος!
Ο Τάσος ο πεντάφτωχος, ο πιο φτωχός του τόπου,
που ως τα χθες εφύλαγα τα πρόβατα της ρούγας!
Και τώρα, τι να κάμω;
Μετά από αυτές τις σκέψεις, διαλέγει να παντρευτεί την τσελιγκοπούλα και ν'απαρνηθεί την Γκόλφω αλλά πρέπει να βρει τον τρόπο να της το πει. «Τον κόβει ίδρωτας, χωρίς να κάνει ζέστη», όπως παρατηρεί εκείνη, στη συνάντηση τους. Σφουγγίζει το μέτωπο του και της μιλά:
Χωρίς για, να λογιάσομε, να βάλομε στο νου μας
πως είναι πέλαγο η ζωή, επιάσαμε αγάπη.
Μας μέθυσ' η αγάπη μας, εσκότισε το νου μας,
τα μάτια μας εθάμπωσε και τι 'ναι μπρος μας διόλου
να ιδούμε δεν μας άφηκε. Τη φτώχεια, που μπροστά μας
σαν καταβόθρα λαίμαργη το στόμα της ανοίγεινα πιει την ευτυχία μας, δεν είδες, δεν την είδα.
Μέσα στης φτώχειας τους δαρμούς, στις τόσες τις τρεμούλες
μοιάζει η αγάπη λούλουδο, φτρωμένο μες στ' αγκάθια.
Να μεγαλώσει δεν μπορεί, ούτε πολύ να ζήσει.
Το τι θα φάμε σήμερα, το τι θα φάμε αύριο,
μεθαύριο τι θα γίνομε είν' της αγάπης μνήμα.
Αλήθεια, πως εκέρδεψα απ' τους Εγγλέζους πέντε
χιλιάδες, μα δεν φτάνουν. Τα χρέη του σπιτιού μας
μ' αυτά δεν ξεπληρώνουνται γιατ' είν' πολλά.:
Ήρθε
καιρός για να ξυπνήσομε, ν' ανοίξομε τα μάτια.
Ήρθε καιρός ν' αφήκομε τα όνειρα στην μπάντα.
Είναι, αλήθεια, όμορφο τ' όνειρο της αγάπης,
μα με τα όνειρα κανείς δεν ζει σ' αυτόν τον κόσμο.
Σ' αγάπησα, μ' αγάπησες, είμαστε ίσια-ίσια.
Ήταν και τούτο χωρατό, ήταν ένα παιγνίδι
όπου ποιος λίγο ποιος πολύ, το παίζ' όλος ο κόσμος.
Μα τώρα έφτασ' ο καιρός τα χωρατά να πάψουν,
καθένας το συμφέρο του να πάει να κοιτάξει.
Σε λησμονώ, λησμονά με, να γίνομ' απαγάδι
ΓΚΟΛΦΩ, με μεγάλη απελπισία πετάει τη ρόκα της:
Τάσο, αλήθεια μου το λες!... Λοιπόν δεν χωρατεύεις;
ΤΑΣΟΣ, βγάζει και δίνει στην Γκόλφω το δαχτυλίδι του αρραβώνα:
Πάρε την αρρεβώνα σου... και δος μου τη δική μου.
ΓΚΟΛΦΩ,μ' έκπληξη: Την αρρεβώνα μου!...
Τι λες, φονιά; Θαρρείς πως μόνο το δαχτυλίδι μού χρωστάς;
Χρωστάς καρδιά σε μένα!
ΓΚΟΛΦΩ: Αχ! Η αγάπη, μάνα μου, πεντάκριβη μανούλα,
χόρτο δεν είναι για να βγει με τόση ευκολία.
Είναι δεντρί βαθύριζο, π' αν θες για να το βγάλεις,
πριχού μονάχο μαραθεί, σ' οργώνει την καρδιά σου,
βγαίνει μαζί με την καρδιά. Είν' η αγάπη βάτος,
π' αν τύχει, μάνα, και πιαστείς μέσα στις αγκαθιές του
δεν ξεμπερδεύεις εύκολα, θα φύγεις λαβωμένη.
Είν' η αγάπη θάλασσα που γλυκοκυματίζει,
κι αν τύχει τα γαλάζια της νερά σε ξεγελάσουν,
τις ομορφιές της λιμπιστείς κι απλώσεις τα πανιά σου,
δεν είναι, μάνα, βολετό πίσω για να γυρίσεις•
κι αν σε βοηθήσουν οι καιροί, με κίνδυνο μεγάλο
στην άλλη άκρη θε να βγεις• αλλιώτικα εχάθης.
Στα λόγια της Γκόλφως η Λένα Κιτσοπούλου προσθέτει αυτούς τους στίχους, που δένουν μαγικά, ενώνοντας σε αδιάπτωτη συνέχεια και αλληλουχία την ποίηση της αγροτικής Ελλάδας του 19ου αι. με την αστική αγωνία του 21ου. Και η Λυδία Φωτοπούλου - "η Γκόλφω του κενού, της βουτιάς, της κραυγής και της απογείωσης" - τους λέει με δύναμη και δέος, σύγκορμη, τολμηρά, τόσο που σε κάνει ν’ανατριχιάσεις!!
Είναι η αγάπη φονικό που ζωντανό σε αφήνει
Είναι η αγάπη ξενιτιά που παίρνει το παιδί σου,
Μα κάθε μέρα καρτερεί μη και γυρίσει πίσω
Είν’ η αγάπη χείμαρρος που χυμά και σε συντρίβει
Είν’ η αγάπη όνειρο που θέλεις για να τρέξεις,
μα απ’ τη γη τα πόδια σου δεν λεν να ξεκολλήσουν.
Αγάπη είναι ν’ αγαπάς όποια πληγή σου ανοίγει,
Αγάπη είναι η μοναξιά που πρέπει στον καθένα,
Αγάπη είναι να κοιτάς την πόρτα ολοένα
Αγάπη είναι να μιλάς στα φύλλα και στα δέντρα,
Στις πέτρες, στα τριαντάφυλλα, στους τοίχους, στα ταβάνια
Όμως ο έρωτας δεν σβήνει έτσι εύκολα. Η Γκόλφω πέφτει στα πόδια του, σέρνεται πίσω του, τον παρακαλάει, με σύμμαχο τον πατέρα του τον Θανάσουλα, τον καταριέται στο τέλος αλλά ο Τάσος δεν πείθεται με τίποτα.
απ' τον καημό της Γκόλφως
και μόνο συ, σκληρόκαρδο παιδί, δεν συγκινιέσαι;
Βογγάν και τρέμουν τα βουνά, αχούν οι λόγγοι, κλαίνε,
κλαίνε τριγύρω τα κλαριά κι ο ουρανός ακόμα
σάμπως να συγκινήθηκε, βαριοβογγάει και κλαίει.
(Αρχίζει να πέφτει χαλάζι.)
Ετούτο το καταριακό, ετούτο το χαλάζι,
δεν είναι άλλο τίποτα, παρά κρυσταλλωμένα,
ξεπαγιασμένα δάκρυα της προδομένης Γκόλφως.
Δεν σκιάζεσαι να μη γενούν ποτάμι και σε πνίξουν;
(Οι αστραπές και οι βροντές γίνονται πυκνότερες.)
Τ' αστροπελέκι τούτο δω, την πλάση όπου δέρνει,
που καίει λόγγους και βουνά, εσύ δεν το φοβάσαι;
(Παρακλητικά.)
Εγώ οπού σε γέννησα, ο ίδιος σου πατέρας
σου κάνω την παράκληση, τη χάρη σού γυρεύω,
μην την αρνιέσαι. Τίποτα δεν σο 'φταιξε η Γκόλφω.
Σε αγαπάει, Τάσο μου, παιδί μου, σε λατρεύει.
Κι η ευτυχία, ξέρε το, δεν βρίσκεται στα πλούτη,
αλλά στη γνώμη, στην καρδιά, στην άδολη αγάπη.
(Παρακλητικότερα δείχνοντας την Γκόλφω, που κοιτάει με ικετευτικό βλέμμα τον Τάσο, με σταυρωμένα μπροστά στο στήθος της τα χέρια και μ' ένα δειλό χαμόγελο στα χείλη.)
Για σήκωσε τα μάτια σου και δες την μες στα μάτια,
που σου λαλούνε πιο πολλά απ' όσα γω σου λέω.
(Μικρή σιγή.)
Αν ημπορείς, αρνήσου την, αν έχεις πόδια φεύγα!
Κανένα βράχο αν σχίσθηκε και συ γεννήθης μέσα
από τα κρύα σπλάχνα του,χωρίς την Γκόλφω δώθε
να φύγεις θα το δυνασθείς;
Εθνικό Θέατρο: Γκόλφω: Λυδία Φωτοπούλου, Τάσος: Νίκος Καραθάνος |
ΓΚΟΛΦΩ, σαν μανιασμένη:
Τα δάκρυα που έχυσα, προδότη, εγώ για σένα,
η κάθε μια σταλαγματιά, κάθε ρανίδα κι ένα
φίδι να γίνει δίγλωσσο, τρικέφαλη σαΐτα.
Όπου κι αν πας, όπου σταθείς, αυγή... ημέρα... νύχτα...
Ξύπνιον, στο κοιμηθιό σου
και μέσα στ' όνειρο σου
κατάκαρδα να σε χτυπούν.
Τα χείλη σου να φρύγονται για μια σταλιά δροσούλα
κι όντας εγγίζεις το νερό, η κάθε μια βρυσούλα
αίμα, χολή να γίνεται, και το γλυκό ψωμάκι
όντας το τρως, στο στόμα σου να γίνεται φαρμάκι.
Να κλαις κι αντί για δάκρυ αίμα θολό και άφρη
τα μάτια σου να τρέχουν.
Όθε πατείς κι όθε περνάς χόρτο να μη φυτρώνει,
να μην ανθίζει λούλουδο, να μη λαλεί αηδόνι,
και τα κλαριά να ρίχνουνε τα πράσινα τους φύλλα
και να σκορπάν τα άνθια τους, να σκούζουνε τα ξύλα:
«Ίσκιος δεν είν' για σένα!»
Και τα πουλιά σκιαγμένα
να φεύγουν μακριά.
Την παραμονή του γάμου Τάσου και Σταυρούλας, παραλοϊσμένη, θα εμφανιστεί στο γλέντι και θα πάρει πίσω τις κατάρες. "Τραγική φιγούρα, που μοιάζει γραφική, την λοιδορούν, την προσβάλλουν «κι εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι». Μόνος υπερασπιστής της ο Κίτσος. Το τσελιγγόπουλο με την αγνή καρδιά. Που την διεκδίκησε αλλά αυτή τον απαρνήθηκε, μένοντας πιστή στον Τάσο. Και όμως ο Κίτσος μόνο θα σταθεί να την προστατέψει. Η αγνή αγάπη από την πλευρά του άντρα αυτή τη φορά."
Εθνικό Θέατρο: Γκόλφω: Λυδία Φωτοπούλου, Τάσος: Νίκος Καραθάνος |
ΓΚΟΛΦΩ
(Ξεσπάει σ' ακράτητους λυγμούς, έπειτα σωπαίνει κι απότομα αρχίζει τρελά γέλια.)
Χα,χα,χα,τι είπα;
(Εντονα.) Σχώρα με, Θε μου,τη φτωχή!
(Σε κατάσταση παρακρούσεως και σαν να ονειροπολεί.)
Μα... δω τι θέλω πάλι;
Χαϊμένο είμαι πρόβατο μέσα σε ξένη στάνη,
και σαν χαϊμένο με σκουντάν, με διώχνουνε, με σπρώχνουν.
Είμαι ανθός μες στο χιονιά, πουλάκι στα γεράκια,
αυγούλα μες στις καταχνιές, αρνάκι μες στους λύκους.
(Εντονα.) Είμ' ένα μνήμα ζωντανό μέσα στους βρικολάκους.
Ου καλά... το ξέχασα τι θέλω.
(Μετά λίγη σιωπή, σαν να θυμάται.)
Α!... Τώρα το θυμήθηκα... Τι ξεχασμένη που 'μαι!
Α, ναι!... Να ειπώ το «έχε γεια» σε σένα ήρθα, Τάσο,
και να σε ράνω με ανθούς. Όντας θα γίνει ο γάμος,
εγώ δεν θα 'μαι δω. Αχ! ναι, θα 'μαι ξενιτεμένη...
(Με συγκίνηση που ολοένα μεγαλώνει.)
Τα δάκρυα που έχυσα να γίνουνε βρυσούλες,
να πίνεις να δροσίζεσαι, τη δίψα σου να σβένεις.
Όθε περνάς, στο δρόμο σου λουλούδια να φυτρώνουν,
ο κόσμος να σε χαίρεται. Οι κλάψες πο 'χω κάμει
να γίνουνε τριανταφυλλιές, κηπάρι ανθισμένο,
στον ίσκιο τους να κάθεσαι εσύ και η καλή σου.
(Ο Τάσος ταράσσεται και φαίνεται συγκινημένος.)
Από το μέλι πιο γλυκιά να είναι η ζωή σου,
κι από αυτήν την άνοιξη περίσσιες να 'χεις χάρες.
Τα μάτια σου, τα δάκρυα ποτέ να μη γνωρίσουν
και η καρδιά σου βογγητό ποτέ να μην ακούσει.
Αμάραντο χαμόγελο στα χείλη σου ν' ανθίζει
και στην καρδιά σου η χαρά, η κάθε ευτυχία το θρόνο τους να στήσουν.
(Με σιγανή φωνή αποτείνεται προς τη Σταυρούλα.)
Και συ, Σταυρούλα, άκου:
Τον Τάσο να τον αγαπάς, όπως τον αγαπούσα,
κι αν δεν μπορείς, δεν δύνασαι, δεν φτάνει η καρδιά σου,
(με σπαραγμό)
σχίσε τα στήθη μου αυτά, πάρε την εδική μου,
σου τη δανείζω, πάρε την, μ' όλα τα φυλλοκάρδια
και μ' όλη την αγάπη μου, κι αγάπαγε τον Τάσο.
(Με λυγμούς.)
Αγάπα τον, αγάπα τον! Αχ! Τάσο, Τάσο, Τάσο...
Ο Τάσος, συγκλονισμένος από το ψυχικό της μεγαλείο, θα τρέξει πίσω της, θα της ζητήσει και θα πάρει συγχώρεση, πριν εκείνη ξεψυχήσει στην αγκαλιά του, φαρμακωμένη... και κείνος την ακολουθήσει... " Μοναχά το αίμα ξεπλένει τέτοια κρίματα"
"Στα ψηλά βουνά και από την βιοπάλη στην αγροτική Ελλάδα διαμορφώθηκαν χαρακτήρες , με προεξάρχουσα την προσωπικότητα της Γκόλφως, που ξέρει να αγαπά, να συγχωρεί, να περιφρονεί την ζωή. Η Γκόλφω, σαν Ελληνίδα Ιουλιέτα, δεν δέχεται να ζήσει μια συμβατική ζωή, χωρίς τον αγαπημένο της Τάσο, βάζει τέλος στη ζωή της, ακολουθούμενη από τον αγαπημένο της, που ο αστικός χώρος και ο πλούτος τον συνθλίβουν, αλλά η αγάπη για την Γκόλφω τον σηματοδοτεί και τέλος τον προδικάζει." (Βαγγέλης Ραφτόπουλος)
Αν έβαζα έναν τίτλο σ' αυτή την εικόνα, στην εικόνα ενός σογιού, θα ήταν «Οι Απαρηγόρητοι», γράφει ο σκηνοθέτης της παράστασης του Εθνικού, Νίκος Καραθάνος. Είμαστε όλοι απαρηγόρητοι και δεν τελειώνει η ζωή μας αν δεν δοθεί συγχώρεση, ώστε να λυθούν τα πράγματα μέσα μας. Θεωρώ ότι, εννοιολογικά, είναι η κορυφαία στιγμή μας. Ψάχνουμε ο ένας τον άλλον, σε οποιαδήποτε ηλικία, για να λυθεί ο κόμπος της ζωής μας. Άλλοι γεννιόμαστε με έναν κόμπο κι άλλοι δένουμε έναν κόμπο κατά τη διάρκεια της ζωής μας και πρέπει κάποια στιγμή να τον λύσουμε.
"Στα ψηλά βουνά και από την βιοπάλη στην αγροτική Ελλάδα διαμορφώθηκαν χαρακτήρες , με προεξάρχουσα την προσωπικότητα της Γκόλφως, που ξέρει να αγαπά, να συγχωρεί, να περιφρονεί την ζωή. Η Γκόλφω, σαν Ελληνίδα Ιουλιέτα, δεν δέχεται να ζήσει μια συμβατική ζωή, χωρίς τον αγαπημένο της Τάσο, βάζει τέλος στη ζωή της, ακολουθούμενη από τον αγαπημένο της, που ο αστικός χώρος και ο πλούτος τον συνθλίβουν, αλλά η αγάπη για την Γκόλφω τον σηματοδοτεί και τέλος τον προδικάζει." (Βαγγέλης Ραφτόπουλος)
Αν έβαζα έναν τίτλο σ' αυτή την εικόνα, στην εικόνα ενός σογιού, θα ήταν «Οι Απαρηγόρητοι», γράφει ο σκηνοθέτης της παράστασης του Εθνικού, Νίκος Καραθάνος. Είμαστε όλοι απαρηγόρητοι και δεν τελειώνει η ζωή μας αν δεν δοθεί συγχώρεση, ώστε να λυθούν τα πράγματα μέσα μας. Θεωρώ ότι, εννοιολογικά, είναι η κορυφαία στιγμή μας. Ψάχνουμε ο ένας τον άλλον, σε οποιαδήποτε ηλικία, για να λυθεί ο κόμπος της ζωής μας. Άλλοι γεννιόμαστε με έναν κόμπο κι άλλοι δένουμε έναν κόμπο κατά τη διάρκεια της ζωής μας και πρέπει κάποια στιγμή να τον λύσουμε.
ΤΑΣΟΣ, μόνος.
Το κρίμα που σαν βράχος,
θεόρατος επλάκωνε τα στήθια μου ώς τώρα,
το σύντριψα, το γκρέμισα, κι ανάσαν' η καρδιά μου
και η ψυχή μ' αλάφρωσε. Πού είν' η Γκόλφω τώρα;
Σε τι λαγκάδι σκιαδερό, σε τι πλατύ ρουμάνι,
σε ποια σπηλιά ανήλιαγη γρούζει σαν χαροπούλι,
και σαν τρυγόνα θρήνεται; Σε ποιου βουνού απάνω
την κορυφή να στέκεται και μ' αναθεματίζει
κι ολόγυρα μυριόγλωσσοι οι στοιχειωμένοι βράχοι,
αντιλαλούν «ανάθεμα,το κρίμα στον προδότη»;
(Σαν να παρακαλεί το Θεό.)
Εσείς, πουλιά γοργόφτερα, γενείτε ταχυδρόμοι,
απλώστε τα φτερούγια σας, στην Γκόλφω μου πετάτε,
σύρτε, πουλιά, και πάρτε της εσείς τα συχαρίκια,
σεις φτερωτοί τραγουδιστές, με τη γλυκιά σας λύρα,
με τη γλυκύτερη χορδή στη μαγική σας γλώσσα,
η μοίρα που σας χάρισε, πέστε της για να πάψει
να κλαίει και να θρήνεται. Στεφάνια δυο να πλέξει,
το 'να για με,τ' άλλο γι' αυτή και να με περιμένει!
Χρυσό μου φαρμάκι, εσύ θε να γιάνεις
τις πίκρες, τους πόνους καρδιάς πονεμένης.
Στον κόσμο δω, ένα αγάπησ' η Γκόλφω,
μ' αυτός την αρνήθη κι η Γκόλφω αρνιέται
για έναν τον κόσμο.
(Πίνει το φαρμάκι.)
Ναι, κάλλιο στο μνήμα
παρά εδώ πέρα, στον ψεύτικο κόσμο.
Και μόνο στον τάφο χαρά κι ευτυχία
κι ανάπαψη βρίσκουν αυτοί που στον κόσμο
εχάσαν τα πάντα, κι αυτήν την ελπίδα.
(Ακούγεται από μακριά ένας βοσκός που παίζει με τη φλογέρα του ένα δημοτικό λυπητερό τραγούδι. Η Γκόλφω καθισμένη στην πέτρα ακούει με βαθιά μελαγχολία και μεγάλη απελπισία ενώ γυρίζει το βλέμμα της τριγύρω.)
Πες το, καημένε μου βοσκέ, πες το γιατί μου μοιάζει.
Σ' εμένα τέτοιο θλιβερό τραγούδι, πρέπει. Πες το!
(Ο βοσκός εξακολουθεί το τραγούδι του.)
Καημένε κόσμε, άι και συ... Πριχού να σε γνωρίσω
για πάντα σε χωρίζομαι. Άιντε, καημένη νιότη,
τα όμορφα λουλούδια σου αντί να μου τα πλέξουν
στέφανα γάμου, άχαρα νεκροστολίδια τώρα
θα μου τα βάλουν. Ύστερα από στιγμές καμπόσες
θα γίνω νύφη, τη χαρά του γάμου μου θα κάμω.
ΤΑΣΟΣ: Έρχομαι πίσω πάλι
στο δροσερό τον ίσκιο σου διαβάτης φλογισμένος
απ' της αγάπης το λαβρό. Γλυκιά τριανταφυλλιά μου,
μετανιωμένον αρνητή και ψεύτη της αγάπης.
δέξου με στον ίσκιο σου! Το κρίμα μ' είν' μεγάλο,
το φταίξιμο μου είν' τρανό. Μα είσαι συ μεγάλη,
και η καρδιά σου πιο τρανή από το φταίξιμο μου.
Θέλω
στη βρύση πο 'πινα νερό και δροσιζόμουν,
πάλι να πιω να δροσιστώ. Ποθώ την πρώτη μ' ευτυχία,
ζητώ την πρώτη μου χαρά, τις πρώτες μου ελπίδες.
Ποθώ τον κόσμο, τη ζωή, το φως και την ημέρα.
Ποθώ τον ίδιο μου Θεό, που δω και τόσες μέρες
να τον δοξάζω έπαψα και να τον προσκυνάω,
όντας εσέ λησμόνησα, εσέ δεν αγαπούσα,
εσένα απαρνήθηκα. Ποθώ να σκώσεις πέτρα,
και το βαρύ μου φταίξιμο για πάντα να σκεπάσεις.
Να με σχωρέσεις σου ζητώ.
ΓΚΟΛΦΩ, με αγγελικό παράπονο: Να σε σχωρέσω;
ΤΑΣΟΣ: Είσαι άγγελος, και οι άγγελοι ποτέ τους δεν χολιάνε.
(Μετά μικρή σιωπή.)
Είν' εύκολο για ν' αγαπάει κανείς. Κι αυτά ακόμα
τ' ανήμερα θεριά κι αυτά τα φίδια αγαπιώνται.
Κι αυτά ακόμη τα βουνά, χαμόγελα αγάπης
αλλάζουν με της χαραυγής τα κοραλλένια χείλη,
τους σταυράίτούς τούς έχουνε γοργούς τους ταχυδρόμους,
μιλάνε με τον άνεμο, με τις βροντές μαλώνουν,
μα να σχωράν δεν νιώθουνε. Αυτό θα πει πως είναι
τρανότερη, ψηλότερη κι απ' την αγάπη ακόμα
η σχώρεση, και δεν χωράει σ' όλα τα σπλάχνα μέσα
και σ' όλες τις ανθρώπινες καρδιές. Να στέκεις πρέπει
ψηλότερ' απ' τον άνθρωπο, να 'χεις καρδιά μεγάλη,
καρδιά τρανή, που να χωράει μέσα στην άβυσσο της
αυτόν όπου την έπλασε, τον ίδιο της Πατέρα.
μ' όλη του τη μακροθυμιά, τέτοιους παλμούς να νιώθει.
Παλμούς, π' αν δεν τους ένιωθε των κόσμων ο Πατέρας,
από καιρό θα γκρέμιζε και θα ποδοπατούσε,
την πλάση την αντάρτισσα, που σήκωσε σημαία
κατά του ίδιου Πλάστη της, του ίδιου της Πατέρα.
Εσύ δεν είσαι άνθρωπος... Στη σκοτεινιά του κόσμου
είσαι χρυσός αυγερινός, που κάθε του αχτίδα
είναι και μια παρηγοριά, χαμόγελο, ελπίδα
άλλης ζωής αθάνατης• άλλης ζωής που είναι
του κόσμου τούτου όνειρο. Τέτοια σαν είσαι, πες μου,
θα δυνηθείς ασχώρεστο τον Τάσο σου ν' αφήσεις;
ΓΚΟΛΦΩ, μόλις ακούεται και με μεγάλη συγκίνηση:
Σε συγχωρώ...
ΤΑΣΟΣ: Με συγχωράς;
(Μετά μικρή σιωπή, κατά την οποίαν κοιτάει με ερευνητικό βλέμμα την Γκόλφω.)
Είν' της ψυχής τα λόγια,
με την καρδιά σου, Γκόλφω μου;
ΓΚΟΛΦΩ, εντονότερα και με περισσότερη συγκίνηση:
Με την καρδιά μου!
ΤΑΣΟΣ: Είσαι
απ' τους αγγέλους πιο γλυκιά, και το Χριστό μας μοιάζεις.
Ο κόσμος τον εσταύρωνε κι αυτός εξεφωνούσε:
«Πατέρα μου, συχώρα τους»
Το κρίμα που σαν βράχος,
θεόρατος επλάκωνε τα στήθια μου ώς τώρα,
το σύντριψα, το γκρέμισα, κι ανάσαν' η καρδιά μου
και η ψυχή μ' αλάφρωσε. Πού είν' η Γκόλφω τώρα;
Σε τι λαγκάδι σκιαδερό, σε τι πλατύ ρουμάνι,
σε ποια σπηλιά ανήλιαγη γρούζει σαν χαροπούλι,
και σαν τρυγόνα θρήνεται; Σε ποιου βουνού απάνω
την κορυφή να στέκεται και μ' αναθεματίζει
κι ολόγυρα μυριόγλωσσοι οι στοιχειωμένοι βράχοι,
αντιλαλούν «ανάθεμα,το κρίμα στον προδότη»;
(Σαν να παρακαλεί το Θεό.)
Εσείς, πουλιά γοργόφτερα, γενείτε ταχυδρόμοι,
απλώστε τα φτερούγια σας, στην Γκόλφω μου πετάτε,
σύρτε, πουλιά, και πάρτε της εσείς τα συχαρίκια,
σεις φτερωτοί τραγουδιστές, με τη γλυκιά σας λύρα,
με τη γλυκύτερη χορδή στη μαγική σας γλώσσα,
η μοίρα που σας χάρισε, πέστε της για να πάψει
να κλαίει και να θρήνεται. Στεφάνια δυο να πλέξει,
το 'να για με,τ' άλλο γι' αυτή και να με περιμένει!
Χρυσό μου φαρμάκι, εσύ θε να γιάνεις
τις πίκρες, τους πόνους καρδιάς πονεμένης.
Στον κόσμο δω, ένα αγάπησ' η Γκόλφω,
μ' αυτός την αρνήθη κι η Γκόλφω αρνιέται
για έναν τον κόσμο.
(Πίνει το φαρμάκι.)
Ναι, κάλλιο στο μνήμα
παρά εδώ πέρα, στον ψεύτικο κόσμο.
Και μόνο στον τάφο χαρά κι ευτυχία
κι ανάπαψη βρίσκουν αυτοί που στον κόσμο
εχάσαν τα πάντα, κι αυτήν την ελπίδα.
(Ακούγεται από μακριά ένας βοσκός που παίζει με τη φλογέρα του ένα δημοτικό λυπητερό τραγούδι. Η Γκόλφω καθισμένη στην πέτρα ακούει με βαθιά μελαγχολία και μεγάλη απελπισία ενώ γυρίζει το βλέμμα της τριγύρω.)
Πες το, καημένε μου βοσκέ, πες το γιατί μου μοιάζει.
Σ' εμένα τέτοιο θλιβερό τραγούδι, πρέπει. Πες το!
(Ο βοσκός εξακολουθεί το τραγούδι του.)
Καημένε κόσμε, άι και συ... Πριχού να σε γνωρίσω
για πάντα σε χωρίζομαι. Άιντε, καημένη νιότη,
τα όμορφα λουλούδια σου αντί να μου τα πλέξουν
στέφανα γάμου, άχαρα νεκροστολίδια τώρα
θα μου τα βάλουν. Ύστερα από στιγμές καμπόσες
θα γίνω νύφη, τη χαρά του γάμου μου θα κάμω.
Ένας Κένταυρος, δημιουργημένος από τα σώματα των ηθοποιών, ξεπηδάει από το πουθενά, για να παρηγορήσει στην αγκαλιά του τη Γκόλφω μετά την προδοσία..... (Εθνικό Θέατρο, σκηνοθεσία Ν. Καραθάνου). |
ΤΑΣΟΣ: Έρχομαι πίσω πάλι
στο δροσερό τον ίσκιο σου διαβάτης φλογισμένος
απ' της αγάπης το λαβρό. Γλυκιά τριανταφυλλιά μου,
μετανιωμένον αρνητή και ψεύτη της αγάπης.
δέξου με στον ίσκιο σου! Το κρίμα μ' είν' μεγάλο,
το φταίξιμο μου είν' τρανό. Μα είσαι συ μεγάλη,
και η καρδιά σου πιο τρανή από το φταίξιμο μου.
Θέλω
στη βρύση πο 'πινα νερό και δροσιζόμουν,
πάλι να πιω να δροσιστώ. Ποθώ την πρώτη μ' ευτυχία,
ζητώ την πρώτη μου χαρά, τις πρώτες μου ελπίδες.
Ποθώ τον κόσμο, τη ζωή, το φως και την ημέρα.
Ποθώ τον ίδιο μου Θεό, που δω και τόσες μέρες
να τον δοξάζω έπαψα και να τον προσκυνάω,
όντας εσέ λησμόνησα, εσέ δεν αγαπούσα,
εσένα απαρνήθηκα. Ποθώ να σκώσεις πέτρα,
και το βαρύ μου φταίξιμο για πάντα να σκεπάσεις.
Να με σχωρέσεις σου ζητώ.
ΓΚΟΛΦΩ, με αγγελικό παράπονο: Να σε σχωρέσω;
ΤΑΣΟΣ: Είσαι άγγελος, και οι άγγελοι ποτέ τους δεν χολιάνε.
(Μετά μικρή σιωπή.)
Είν' εύκολο για ν' αγαπάει κανείς. Κι αυτά ακόμα
τ' ανήμερα θεριά κι αυτά τα φίδια αγαπιώνται.
Κι αυτά ακόμη τα βουνά, χαμόγελα αγάπης
αλλάζουν με της χαραυγής τα κοραλλένια χείλη,
τους σταυράίτούς τούς έχουνε γοργούς τους ταχυδρόμους,
μιλάνε με τον άνεμο, με τις βροντές μαλώνουν,
μα να σχωράν δεν νιώθουνε. Αυτό θα πει πως είναι
τρανότερη, ψηλότερη κι απ' την αγάπη ακόμα
η σχώρεση, και δεν χωράει σ' όλα τα σπλάχνα μέσα
και σ' όλες τις ανθρώπινες καρδιές. Να στέκεις πρέπει
ψηλότερ' απ' τον άνθρωπο, να 'χεις καρδιά μεγάλη,
καρδιά τρανή, που να χωράει μέσα στην άβυσσο της
αυτόν όπου την έπλασε, τον ίδιο της Πατέρα.
μ' όλη του τη μακροθυμιά, τέτοιους παλμούς να νιώθει.
Παλμούς, π' αν δεν τους ένιωθε των κόσμων ο Πατέρας,
από καιρό θα γκρέμιζε και θα ποδοπατούσε,
την πλάση την αντάρτισσα, που σήκωσε σημαία
κατά του ίδιου Πλάστη της, του ίδιου της Πατέρα.
Εσύ δεν είσαι άνθρωπος... Στη σκοτεινιά του κόσμου
είσαι χρυσός αυγερινός, που κάθε του αχτίδα
είναι και μια παρηγοριά, χαμόγελο, ελπίδα
άλλης ζωής αθάνατης• άλλης ζωής που είναι
του κόσμου τούτου όνειρο. Τέτοια σαν είσαι, πες μου,
θα δυνηθείς ασχώρεστο τον Τάσο σου ν' αφήσεις;
ΓΚΟΛΦΩ, μόλις ακούεται και με μεγάλη συγκίνηση:
Σε συγχωρώ...
ΤΑΣΟΣ: Με συγχωράς;
(Μετά μικρή σιωπή, κατά την οποίαν κοιτάει με ερευνητικό βλέμμα την Γκόλφω.)
Είν' της ψυχής τα λόγια,
με την καρδιά σου, Γκόλφω μου;
ΓΚΟΛΦΩ, εντονότερα και με περισσότερη συγκίνηση:
Με την καρδιά μου!
ΤΑΣΟΣ: Είσαι
απ' τους αγγέλους πιο γλυκιά, και το Χριστό μας μοιάζεις.
Ο κόσμος τον εσταύρωνε κι αυτός εξεφωνούσε:
«Πατέρα μου, συχώρα τους»
ΤΑΣΟΣ
Εσύ, για πες μου, ήλιε,
απ' τον καιρό που σ' άναψε ο Πλάστης μες το χάος,
τους κόσμους του για να φωτάς, προδότη σαν και μένα
εφώτισες ποτέ;
(Χτυπάει τη γη με το πόδι του.)
Εσύ, για πες μου, γη, κακούργο
βάσταξες τέτοιο σαν κι εμέ απ' τη στιγμή που ο Πλάστης,
σε κρέμασε στην άβυσσο, τ' ανθρώπου κατοικία;
Στέρχθης φονιά καθώς εμέ;
(Σαν να οργίζεται.) Ε, ουρανέ, τι στέκεις;
Ρίξε φωτιά και κάψε με. Βουνά, δεν γκρεμιζόστε,
δεν σωριαζόστε απάνω μου και στα χαλάσματα σας
ένα φονιά να θάψετε; Πού είστε, μαύρα φίδια;
Χυθείτε καταπάνω μου, στην άπιστη καρδιά μου,
ν' αδειάστε το φαρμάκι σας.
(Σωπαίνει και κλαίει. Σαν τρελός και απελπισμένος.)
Για με, όλος ο κόσμος
κείτετ' εδώ σωρός.
Για με ολόκληρη η πλάση έπεσ' εδώ χαλάσματα,
μαζί με το Θεό της
κι εγώ ακόμα στέργομαι το φως του κόσμου; Όχι!
Νεκροταφείο απέραντο για μένα είν' η Πλάση.
(Αποφασιστικά βγάζει ένα μαχαίρι.)
Νεκρός και στη ζωή, νεκρός και μες στο μνήμα... Κάλλιο
στον τάφο με την Γκόλφω μου. (Χτυπιέται.)
Και μοναχά το αίμα (πετάει το μαχαίρι)
ξεπλένει τέτοια κρίματα.
(Ρίχνεται κοντά στην Γκόλφω.)
Εδώ στην αγκαλιά σου
είναι ζωή ο θάνατος, είναι χαρά το μνήμα.
Ο κόσμος τους εχώρισε, μα σμίξανε στο μνήμα.
Σ' έναν κόσμο που κάθε άλλο παρά αγγελικά πλασμένος είναι, ο Περεσιάδης, δεν επιτίθεται με την έμπνευσή του στις πηγές του κακού, το χρήμα, γενεσιουργό αιτία όλων των συμφορών. Θρηνεί υπομονετικά - ο θρήνος γλυκαίνει τους καημούς - με τον τελευταίο στίχο της "Γκόλφως", όπου δέχεται μεν την τραγωδία της ζωής, αλλά δεν βρίσκει γιατρειά σ' αυτή την ψεύτικη κοινωνία.
θαυμάσια δουλειά κάνατε. Ευχαριστώ. Κατερίνα Ευαγγελάκυ
ΑπάντησηΔιαγραφή