Delphine Enjolras, Young Woman Reading by a Window (Πίνακας εξωφύλλου)
Πρωινό γενεθλίων
Κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι η Λυγία Σοφού. Μια γυναίκα ξεχωριστή, επιτυχημένη, δυναμική, εργασιομανής και απόλυτα πειθαρχημένη στη ζωή της. Δεν αγαπά τις αντιθέσεις ή τα διλήμματα… μάταιο βάσανο οι συναισθηματισμοί και η νοσταλγία, χαμένος χρόνος, σπατάλη!! Προσανατολισμένη στο μέλλον, δεν επιτρέπει στον εαυτό της να κοιτάζει πίσω. Η γυναίκα του Λωτ αποτελεί γι’ αυτήν παράδειγμα προς αποφυγή.
Αυτό το μαγιάτικο πρωινό η Λυγία έχει τα γενέθλιά της. Είναι εβδομήντα δύο χρόνων! Είναι ήττα ή νίκη; Είναι για πένθος ή για γιορτή;
"Οι επέτειοι της θυμίζουν επιτύμβια, το ίδιο και οι γιορτές. Μισούσε τις συμβάσεις, τις επετείους, τα κλισέ, τις ευχές, Τη ζωή σου πρέπει να την απελευθερώνεις από τα προαποφασισμένα, δήλωνε σε κάθε ευκαιρία. Η ζωή είναι ολόφρεσκη πάντοτε άμα δεν την παραχώνεις σε συρταράκια, φακέλους, κάρτες, κουτιά, τούρτες με κεράκια, κυρίως άμα δεν της κολλάς σε κάθε ευκαιρία ετικέτες."(σελ. 13)
Λίγη ώρα μετά στο γραφείο της, δύο επιστροφές θα ταράξουν την τόσο καλά επιμελημένη τάξη που έχει επιβάλλει στην καθημερινότητά της. Απέναντί της, ξαφνικά, δύο άντρες. Δυο παλιοί της εραστές από τα νεανικά, φοιτητικά της χρόνια, «ένας αμφισβητήσιμος δικηγόρος κι ένας «μελοδραματικός λογοτέχνης». Δυσανασχετεί με το μάταιο ενός δείπνου-έκπληξη που έχουν ετοιμάσει για τα σημερινά της γενέθλια αλλά θα επιτρέψει τελικά στους δύο εισβολείς της να την παρασύρουν. Ένα δείπνο με τη μνήμη, ευκαιρία για βαθιές τίμιες εκτιμήσεις, αυτοκριτική και απολογισμούς που δε γίνεται πια να τις απωθήσει.
Delphin Enjolras, On The Terrace.
Νύχτα γενεθλίων
Όσο κυλάει η παράξενη αυτή νύχτα, λουσμένοι οι τρεις τους στο φεγγαρόφωτο που λάμπει απ' το Σούνιο, επιστρέφουν στο παρελθόν, στον νεανικό έρωτα μεταξύ τους, στις επιλογές ζωής. "Είναι άραγε η μνήμη ακριβοδίκαιη ή παραλλάζει πρόσωπα και συμβάντα κατά τις ανάγκες μας; Για τη Λυγία Σοφού απόψε αποδεικνύεται πως ναι, ευτυχώς ή δυστυχώς, η μνήμη της στάθηκε μάλλον ακριβοδίκαιη"
Πίσω στο χρόνο
Η Λυγία, φοιτήτρια της Νομικής, από τις λίγες μέσα στο πλήθος των αγοριών, «μετά τον άγριο παγκόσμιο πόλεμο και τον αγριότερο Εμφύλιο που οι κοπέλες δε συνήθιζαν να σπουδάζουν» εισβάλλει στο αμφιθέατρο της Νομικής με τον δικό της αέρα. Από τη στιγμή που είχε κατακτήσει τον μπαμπά της, μπορούσε να κατακτήσει κάθε άντρα, το ήξερε.
Χορτασμένη «από αγάπη, αποδοχή και αναγνώριση. Δε θα χρειαζόταν αργότερα να καταφεύγει στους έρωτες με την αρχαία δίψα που καταφεύγουν τα στερημένα, κακοπαθημένα, παραγκωνισμένα παιδιά. Δεν είχε ανάγκη τις μεταβιβάσεις και τους ψυχικούς συμβολισμούς που κουβαλούν τα ερωτικά βάσανα που τυραννούν τις καρδιές των εραστών. Αργότερα, στον έρωτα θα πλησίαζε και θα περιδιάβαινε περήφανα, με εκλεκτικότητα, με διάκριση της καρδιάς και του μυαλού. Ήταν ήδη μια στερεωμένη συναισθηματικά ύπαρξη. Ήταν μια γυναίκα που δε φοβόταν να μένει και μόνη, μπορούσε να ανακαλύψει όσα μόνο στη μοναξιά ανακαλύπτει κάποιος, δεν της ήταν δυσβάσταχτο να περιμένει, δεν απέφευγε την αναμονή. Το έβλεπε κανείς στον τρόπο που τίναζε τα μαλλιά της προς τα πίσω, ακόμη και όταν ήταν πολύ κοντοκουρεμένα, στον τρόπο που μισόκλεινε παρατηρητικά τα μάτια της όταν άκουγε τον απέναντι που της απευθυνόταν.»(σσ. 56-57)
Τον χλωμό, συνεσταλμένο και ευαίσθητο ποιητή-συμφοιτητή της τον πρόσεξε, μαγνητισμένη από τις ανομοιότητες με τον πατέρα της, από το άγνωστο που ελκύει, terra incognita που ξυπνούσε μέσα της την αρρώστια του ταξιδευτή. Ή μήπως ήταν η ανάγκη της να ερωτευτεί – ερωτευμένη ήδη από καιρό με τον έρωτα; Ο νεαρός φιλότεχνος αποδείχτηκε λίγος για την αισθαντική και ευφυή Λυγία, όπως και ο πληθωρικός, ωραίος και παράτολμος φοιτητής από το Βόλο, που τη διεκδίκησε, την κέρδισε και την έχασε κι αυτός.
….στη δική τους περίπτωση, η ιστορία κατέληγε στην υπερβολή. Δεν ήταν μόνο ότι έβγαιναν με άλλους πολύ συχνά, ήταν ο ενθουσιασμός με τον οποίο το αποζητούσε, η σημασία που είχαν γι' αυτόν οι συναναστροφές - η σημασία που δίνεις, η ανάγκη που έχεις για κάτι βαθμολογεί μιαν απασχόληση. Το χειρότερο, την απαιτούσε επίμονα να βρίσκεται πλάι του, κατά κάποιο τρόπο να την επιδεικνύει. Σιγά σιγά και σταθερά άρχισε να αισθάνεται πως ο κύριος ρόλος της στη ζωή του δεν ήταν της αγαπημένης, της ερωμένης έστω - θα της ήταν πιο συμπαθητικό-, ήταν της ντάμας στις εξόδους τους, όπου εκείνος προσπαθούσε, και τα κατάφερνε, να λάμψει σαν κομήτης που στάθηκε πάνω από τα τραπεζάκια της συντροφιάς σε καφενεία, σαλόνια, εστιατόρια, θέατρα, φουαγέ, αίθουσες εκθέσεων, φοιτητικά συνέδρια, πάρτι. Είχε έναν αναρίθμητο κύκλο φίλων και γνωστών.
Την επιθυμούσε μαζί του, την παρουσίαζε με το χέρι τυλιγμένο στη μέση της. Εκείνη πρόσεξε, όχι χωρίς αηδία, ότι τόνιζε το επίθετο της στον νέο περίγυρο που συναντούσαν και άρχιζαν οι συνήθεις συστάσεις, ότι, στην πορεία, την προκαλούσε να ανοιχτεί, να μιλήσει «στο κοινό» και να φανεί πόσο έξυπνη και μορφωμένη είναι. Η παρατήρηση τούτη άρχισε να την κάνει έξαλλη.
Είχε και η ίδια μεγαλώσει με κόσμο λαμπερό κοντά της από τότε που θυμόταν τη ζωή. Όπως και θυμόταν ότι πάντα στο κέντρο των συναθροίσεων ξεχώριζε ο πατέρας της. Όμως ήταν πολύ διαφορετικά. Επικρατούσε άλλης ποιότητας πνεύμα. Ο πατέρας της ήταν πολύ δυνατός! Ούτε το επιδίωκε, ούτε κολακευόταν με την επιτυχία του. Θα έλεγε μάλιστα ότι ο Αδριανός Σοφός περιφρονούσε κατά βάθος την όλη κατάσταση.(σσ.130-131)
Edvard Munch, Separation, 1896
Την απογοήτευσαν … και οι δυο.. γιατί δεν άντεξαν σε κείνο που στην αρχή υποσχέθηκαν, εκείνο που ενέπνευσαν, «όσα ορκίστηκαν μια νύχτα προσωρινής, περιπλανώμενης σαν τσίρκο, Εδέμ». Λέει αλλού η ίδια η Μάρω Βαμβουνάκη:"Γιατί ο έρωτας αναζητάει έμπνευση, δωρεές, θαυμασμό. Προηγείται ο θαυμασμός του ερωτεύομαι και συνεχίζουν να πορεύονται και τα δύο μαζί. Μόνο μαζί μπορούν να πορεύονται και να συνεχίζουν. Μια μέρα, στιγμιαία ή κατ’ εξακολούθησιν, ο κινητήριος θαυμασμός τραυματίζεται. Κάθε τόσο πληγώνεται και χάνει αίμα. Ο έρωτάς σου απορεί, για λίγο τα μπαλώνεις, τον δικαιολογείς, όχι από μεγαλοψυχία, αλλά για να μη χάσεις το ωραίο σου παραμύθι, το ζωτικό σου ψέμα. Συνήθισες μαζί του, πώς θα ζήσεις αλλιώς; Καμιά σχέση όσο ο έρωτας δεν προϋποθέτει τόσο επιτακτικά το θαυμασμό και την εκτίμηση για τον εκλεκτό του. Εκλεκτός, τι ακριβής λέξη! Για να ερωτευτείς, για να τολμήσει η ύπαρξή σου τέτοιο άλμα πάνω απ’ το θάνατο, είτε το συνειδητοποιείς είτε όχι, πρέπει να αξίζει, να υπολογίζεις σ’ αυτόν, να στηρίζεσαι στο λόγο του, να τον εμπιστεύεσαι. Θέλεις να του παραδοθείς και να σε σώσει.»
(Κυριακή απόγευμα στη Βιέννη, σ.σ 207-208, εκδόσεις Ψυχογιός)
«….κρίση δεν έχει μόνο ο νους, κρίση έχει και η καρδιά, και το σώμα. Μπορεί να αργούν, όμως απ' τη στιγμή που συμπεραίνουν κάποιες κριτικές τους, καταλήγουν οριστικά, ιδίως η σάρκα. Το πρώτο διάστημα ο οργανισμός κάνει τα μύρια όσα τερτίπια εκλογικεύσεων και στρουθοκαμηλισμών για να μη χάσει την πολύτιμη ηδονή που απολαμβάνει, ξημερώνει όμως η μέρα που δεν ξεγελιέται, δεν καταφέρνει να αυταπατάται για περισσότερο. Όπως είναι αδύνατο να σβήσεις έναν έρωτα που οδήγησε σε πυρκαγιά, έτσι δεν είναι δυνατό να τον ξανανάψεις όταν η μέθη νέρωσε στο σώμα και στην καρδιά σου• στο μυαλό, στην καρδιά και στο κορμί, εξελίσσεται συνήθως με αυτή τη σειρά, κι ας είναι το σώμα που τις περισσότερες φορές αντιδρά αρνητικά. Πρόκειται για καταστάσεις που δε σου ζητούν άδεια, αποφασίζουν και διατάζουν μόνες τους για σένα.
Μια μέρα ο άνθρωπος, το ένα ταίρι από το παράταιρο ζευγάρι, αρχίζει θλιμμένα ή και θυμωμένα -αν αργήσει υπερβολικά η παραδοχή- να παραδέχεται ότι ο εραστής, η ερωμένη, σαν προσωπικότητα είναι δυστυχώς κατώτερη από τις προσδοκίες του. Πως η φαντασία, η μοναξιά, ο έρωτας για τον έρωτα, και η ανάγκη τού έπαιξαν χοντρό παιχνίδι και τον παγίδευσαν. Πώς να μην επηρεαστεί ο πόθος, όταν ο ίδιος ο άλλος, σαν άνθρωπος, κατά τα προστιθέμενα βιώματα που σωρεύονται με τον καιρό, υποβιβάζει την αξία του και το πρώην ικανό κορμί του αρχίζει να θυμίζει καλοραμμένο -και όχι πάντοτε καλοραμμένο- ρούχο κάποιου ασήμαντου; Ανάξιου να μοιράζεσαι μαζί του τις υπέρτατες ευτυχίες και τις υπέρτατες δυστυχίες του γνήσιου έρωτα; Ανάξιου να αγωνιάς και να υποφέρεις για λογαριασμό του. Προσωπικότητα και σώμα δε διαχωρίζονται για πολύ καιρό μέσα στην καρδιά -στο κέντρο της ύπαρξης-, όπου τα ουσιώδη, έστω και με βήμα χελώνας, αποκαλύπτονται και ξυπνούν. Δεν είναι τάφος κοιμητηρίου μια ζωντανή καρδιά, ώστε να δέχεται αγόγγυστα τον διαχωρισμό ψυχών και σωμάτων.
Η Λυγία θα ξαναθυμηθεί τώρα ότι η εκτίμηση, ο θαυμασμός, η γενναιοδωρία των αρετών -ακόμη και η πνευματική δύναμη ενός ανάπηρου, η θαυμαστή ειλικρίνεια ενός φτωχού, η γενναιότητα και η γενναιοδωρία- είναι η πραγματική ισχύς, ότι όλα αυτά αποτελούν τα αφροδισιακά εδέσματα που αναζητά για να πληρωθεί η ζωή σου. Μα θα υπάρξει ποτέ κοντά της άντρας που να συγκρίνεται αξιοπρεπώς με την προσωπικότητα του Σοφού; Που να μπορεί να της προσφέρει ικανοποιητικά, είπαμε αξιοπρεπώς έστω, την εκτίμηση, τη δύναμη και τον θαυμασμό που ο πατέρας της, από μικρούλα, πληθωρικά της εμπνέει;» (σ.σ 134-135)
Die Einsamen ,Edvard Munch
Φεγγαρόφωτο
Πενήντα χρόνια μετά οι δυο πρώην εραστές παραμένουν ίδιοι στον πυρήνα του χαρακτήρα τους, απαράλλαχτοι, εξίσου απογοητευτικοί, ανταλλάσσουν τις ίδιες «κουταμάρες, από διανοητικό στόμφο ο ένας, από καλλιτεχνίζουσα επιπολαιότητα ο άλλος», παιδαριώδεις, γερασμένοι, ούτε καν «ξεμωραμένους» τους λες. Αυτό «προϋποθέτει να ενηλικιώθηκες κάποτε και μετά να έχασες ξανά την ωριμότητά σου.»
Κι η Λυγία είναι θυμωμένη μαζί τους, «γιατί δεν της επέτρεψαν να τους αγαπήσει. Γιατί οι ίδιοι αγνόησαν τα προσόντα τους, μην αντέχοντας την ευθύνη και την εργατικότητα που απαιτούν τα προσόντα. Μια μικρή αυτοκαταστροφή από τεμπελιά, από ευκολία, από φτηνά πάθη που τους ζάλιζαν καθ' οδόν και τους ακύρωναν τον νου σαν μέθη από φτηνό αλκοόλ, από ματαιοδοξίες ρηχές, από ανασφάλειες άνανδρες, από εξαγορές για να κερδίσουν μια κοινή γνώμη. Αλλά η κοινή γνώμη είναι απρόσωπη, έτσι και γίνει ο μεγάλος στόχος σου, πώς να διατηρήσεις εσύ πρόσωπο και προσωπικότητα; Τους κοίταζε απόψε εδώ όπου, με τέτοιες ποιότητες μακρόχρονης ζωής, έχουν φτάσει. Όχι, δεν είχε άδικο η φρέσκια νεανική της κρίση, το θηλυκό της νεαρό ένστικτο που τους απέρριψε τότε. Ιδού! Η σχεδόν εφηβική πρόβλεψη της βγήκε σωστή. Να χαρεί για την ικανότητα της διαίσθησης της; Να πικραθεί που η απαισιοδοξία της επιβραβεύθηκε;»
Τους κοίταζε προσεχτικά, ενώ παρίστανε ότι δεν τους βλέπει. Τους παρατηρούσε. Δυο γελοίες φιλοδοξίες που αγνόησαν τη μόνη ουσιαστική φιλοδοξία, να γίνεις άντρας αληθινός, να χτίσεις τη σοβαρότητά σου. Μπορούσαν. Η φύση της και η εμπειρία της επέμεναν να πιστεύουν πως όλα είναι επιλογή, της το απέδειξε η δική της -όχι και τόσο ευανάγνωστη- βιογραφία, για όλα έχεις ευθύνη, κυρίως για την κατάντια σου, για το αν ανάψεις την ψυχή σου ή τη σβήσεις. (σσ. 248-249)
|
Ο άνθρωπος της ζωής της
Γίνεται να συναντήσεις τον άνθρωπο της ζωής σου και να το νιώσεις τόσο γρήγορα;
Γίνεται;
Γίνεται! Θα απαντήσει πάλι η ίδια στον εαυτό της. Και σε μια στιγμή μπορεί να συμβεί και να το καταλάβεις. Ή να μην το καταλάβεις, θα γίνει όμως... Θα διασταυρωθείς με το μόνο πλάσμα που αναζητάς, θα το αισθανθείς κατά κανόνα στον αέρα που καίγεται.
Κι αυτός ήταν ο φοιτητής της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης που συνάντησε μία και μοναδική φορά στο βοσκοτόπι των Πιερίων.
Τότε γιατί; Γιατί δεν πήγε ούτε μια φορά πίσω να τον ξαναβρεί; Να κάνουν έστω λίγη παρέα ακόμη; Να βεβαιωθεί για τις μεγάλες εντυπώσεις που αστραπιαία της προξένησε; Γιατί δεν ρώτησε καν να ξαναμάθει κάτι για τον Νικηφόρο;
Γιατί ήταν τρομαχτικά σημαντικός! Αυτό απαντούσε στο τέλος όταν αναρωτιόταν, όχι από τις πρώτες φορές, αλλά με τον καιρό που διάβαινε, όσο μάθαινε τη ζωή της και τον ψυχισμό της, εκεί κατέληγε.
Και γιατί αυτή η τολμηρή γυναίκα τρόμαξε για κάτι τόσο ωραίο, τόσο σημαντικό; Έβρισκε πολλές και διάφορες αποκρίσεις. Σε μια τέτοια ερώτηση δεν τα κατάφερνε να προσεγγίσει την πρώτη αιτία, κάτι εξαιρετικά σοβαρό τής διέφευγε. Εξάλλου, αν δεν το απωθούσε τόσο πίσω, τόσο βαθιά ό,τι της διέφευγε, δε θα είχε τέτοια ισχύ πάνω της, ίσως και να ήταν άλλη, αλλιώτικη η ιστορία της.
Απέφυγε λοιπόν εκείνο τον νεαρό άντρα από μια δύναμη ανυπέρβλητη, όσο το ένστικτο επιβίωσης. Και άμα αποφύγεις δειλά τον μεγαλύτερο φόβο σου, τότε μπορείς να είσαι σε όλα τα άλλα από εδώ και πέρα ατρόμητη. Από ένστικτο επιβίωσης που κάποτε ακυρώνει τη ζωντανή ζωή.
Κατά καιρούς, ακόμη και σ' αυτή την προχωρημένη ηλικία, αναρωτιόταν. Δεν κατέληγε. Δεν μπορούσε να εντοπίσει τον λόγο.
Να λοιπόν που δεν ήταν άτυχη και ούτε από ατυχία δε βρήκε ποτέ της έναν άξιο άντρα. Δε θέλησε εκείνη να βρει, βρήκε ίσως και τον απέφυγε. Δεν τόλμησε να διακινδυνεύσει μαζί του τη μοναδικότητα της, να διακινδυνεύσει τον εγωισμό της, τη μοναξιά της, μια αναγκαία ασφάλεια κι ας ήταν παράτολμη. Την αφιέρωση της.
Διότι ήταν κι εκείνος εντελώς μοναδικός, διότι δε θύμιζε σε τίποτα, μα σε τίποτα τον πατέρα της. Ούτε καν ήταν αντίθετος του, ώστε να δικαιολογείται μια απόπειρα για έρωτα. Ήταν ο εντελώς άλλος, ο διαφορετικός, ο άλλου κόσμου άντρας, αυτός που ταίριαζε στην πιο ανεξάρτητη καρδιά της, στην καρδιά την απόλυτα ελεύθερη που εκ γενετής, πριν από τη γέννηση της, της χαρίστηκε. Ήταν η αληθινή επιλογή της και για τούτο τρόμαξε.
Υπήρξε εξάλλου ο άντρας που θα την έσωζε από το οιδιπόδειό της, από τον αρχέγονο δεσμό της και τα πρωταρχικά της δεσμά, τα λατρεμένα εντέλει δεσμά, και από τη μοίρα που ο πατέρας της τής είχε χαράξει, και τούτο ήταν όντως πάρα πολύ απειλητικό.» (σσ.274-275)
Η λίμνη Πολυφύτου από το φακό του Νϊκου Κουτούλα.
Το παρ’ όλίγον να συμβεί
Αυτόν τον άνθρωπο θα τον αναζητήσει και θα σταθεί απέναντί του άλλη μια φορά, την τελευταία. Στο δικό του σύμπαν, εκεί όπου πορεύτηκε επίμονα και επίπονα, μακριά από τον δικό της κόσμο, στη δική του «ακριβοκερδισμένη ειρήνη».
«Ο δικός της έλεγχος περπάτησε επιμελώς πάνω στα ελεγχόμενα, εκείνος κωπηλάτησε κατά το ανεξέλεγκτο. Τα όριά της που ισοβίως ενισχύει, τα όριά του τα γκρεμισμένα στο χείλος αβύσσου που καλεί άβυσσο. Οι εσαεί σχεδιασμοί της, η πτώση του στην έκπληξη. Οι προγραμματισμένοι υπολογισμοί της, η εγκατάλειψη του μαζί με τα άνθη του αγρού και τα πτηνά. Τα απτά της, τα αόρατα του. Η επιτυχία της, η αδιαφορία του. Τα πλούτη της, η πτώχεια του. Η κυρία της έπαυλης και ο ανέστιος. Η λιμουζίνα της και το χαμένο γαϊδουράκι του.
Κι αν σε όλη της τη ζωή η δύναμη ήταν το αδιαλείπτως ζητούμενο, τώρα, εδώ, αισθάνεται πως η δική του αδυναμία είναι που κατισχύει. Όσα η γυναίκα με τέτοια ισόβια αφοσίωση εντυπωσιακά κέρδισε σίγουρα τον αφήνουν παντελώς αδιάφορο• δε θα υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία.»
Και η ματαιότητα!
Πρώτη φορά μισοαισθάνεται τι σημαίνει η λέξη. Ματαιότητα, χάσιμο χρόνου, χάσιμο αρχής, χάσιμο κέντρου, χάσιμο τέλους ίσως; Τα ανάξια λόγου!
Ντρέπεται για κάτι, για μια σπατάλη άσκοπη και ατέρμονα κοπιώδη, μια θυσία για τι; Σκοπός και τέρμα και αρχή σαν να χαλάνε. Η παρουσία του απόψε της ορθώνει ολόσωμο καθρέφτη, η παρουσία του την αντανακλά.
Σαν και τότε που τον πρωτογνώρισε, έτσι και τώρα, μόνο από τη στάση του, το βλέμμα του, μόνο από τη σκιά του και την αύρα μπαίνει σε αμφιβολίες για τον εαυτό της, τη ζωή που τόσο λεπτομερώς, τόσο συνεπώς και εργατικά επέλεξε. Κι αν τότε μπήκε σε αμφιβολίες, τότε που είχε όλο τον δρόμο του νυχτερινού Θεσσαλικού Κάμπου και του μέλλοντος της απλωμένο μπροστά, τώρα οι αμφιβολίες είναι πυκνές, πικρές, της σφίγγουν με θηλιά την ανάσα.» (σσ. 291-292)
Την πλησιάζει, στέκεται μπροστά της, κινεί αργά το θυμιατήρι, την κοιτάζει καταπρόσωπο πίσω από το θυμίαμα, λευκό νέφος κινείται διάφανο ανάμεσα τους. Τον κοιτάζει κι αυτή κατάματα. Τα παλιά, ίδια μάτια του, λίγο πιο βυθισμένα στις κουρασμένες κόγχες, καρφώνονται στα δικά της και την κοιτούν άφοβα. Πάντα άφοβα και παρατεταμένα. Όμως όχι άοπλα τώρα. Είναι ξανά εκείνη που θα στρέψει το βλέμμα πρώτη αλλού, κάτω, θα σκύψει το κεφάλι και θα κάνει τον σταυρό της.
Θα την προσπεράσει, θα προχωρήσει προς την Ωραία Πύλη.
Θα εξαφανιστεί μέσα στο Ιερό. (σσ.294-295)
Μάρω Βαμβουνάκη, Γενέθλια ξανά, εκδόσεις Ψυχογιός