Η υπόθεση του έργου
Πυρήνας της υπόθεσης είναι ο θρύλος του γιοφυριού της Άρτας. Το γεφύρι έχει τελειώσει και, παρά τις ζοφερές προβλέψεις των μαστόρων και των χωρικών, ο Πρωτομάστορας είναι σίγουρος ότι δεν θα γκρεμιστεί. Ο Άρχοντας τον ρωτά πώς να τον ανταμείψει κι εκείνος ζητά την άδεια να χτίσει στη μέση του χωριού ένα σπίτι και να στεφανωθεί την αγαπημένη του.
Τότε φτάνει μια κοπέλα, λέγοντας πως το γεφύρι είναι έτοιμο να γκρεμιστεί. Εμφανίζεται η γριά Μάνα, η σοφή προφήτισσα, και ανακοινώνει ότι για να στεριώσει το γεφύρι, πρέπει να θυσιαστεί η ερωμένη του Πρωτομάστορα· δεν αποκαλύπτει, όμως, το όνομά της, λέγοντας ότι, για να πιάσουν τα μάγια, πρέπει ο Πρωτομάστορας και η ερωμένη του να το ομολογήσουν εκουσίως. Ο Άρχοντας ορκίζεται ότι θα την παραδώσει ο ίδιος, αγνοώντας ότι πρόκειται για την κόρη του, τη Σμαράγδα.
Ωστόσο, ο Πρωτομάστορας σιωπά και, καθώς η νύχτα πλησιάζει, οι μαστόροι αποφασίζουν να θυσιάσουν τον ίδιο. Τότε, η Σμαράγδα ομολογεί ότι αυτή είναι η ερωμένη του και κατεβαίνει μόνη της στα θεμέλια του γεφυριού.
Πληροφορίες για τη συγγραφή
Γράφεται στο Παρίσι το 1908-1909, με αρχικό τίτλο Η Θυσία. Η τραγωδία είναι αφιερωμένη στον Ίδα [=Ίων Δραγούμης].
Ο "Πρωτομάστορας" του Νίκου Καζαντζάκη δεν είναι ο ικανός πλην συμβατικός τεχνίτης τής λαϊκής παράδοσης, και η Σμαράγδα, η αγαπημένη Γυναίκα που χτίζεται στα πελέκια τού γιοφυριού, δεν είναι η συμβατική και "με στεφάνι" κυρά του. Ο Έρωτάς τους τολμά να αψηφήσει τη μικροψυχία τού υποταγμένου και ζηλόφθονου κοινωνικού περίγυρου· ωστόσο, στην παλαίστρα των Μεγάλων Έργων ηττάται από τον Θάνατο, ο οποίος συνθλίβει αλύπητα τη νεανική ματαιοδοξία -όχι, όμως, και την Αγάπη. Ο Καζαντζάκης, με ματιά ιδιαίτερη, μεταπλάθει πρωτοποριακά τον κλασσικό θρύλο τού Γιοφυριού τής Άρτας (που υφίσταται και σε παραδόσεις άλλων λαών), εξακοντίζοντάς τον σε νέα ύψη.
Στον
Πρωτομάστορα του Ν. Καζαντζάκη η γυναικεία ομορφιά μπαίνει εμπόδιο στους υψηλούς στόχους του ήρωα, με τον ίδιο τρόπο που η
ομορφιά της φύσης μπαίνει εμπόδιο στην πραγμάτωση των υψηλών ιδανικών των «Ελεύθερων
Πολιορκημένων» του Δ. Σολωμού. Η ηδονή ξεστρατίζει τον ήρωα από τον προορισμό
του. Θυσιάζοντας τη γυναίκα που αγαπά, απελευθερώνεται από τις κατώτερες ροπές
του και γίνεται ικανός να δημιουργήσει. Εμφανής στις αντιλήψεις του Ν. Καζαντζάκη
για τη γυναίκα είναι η επίδραση του Νίτσε.
Η γυναίκα «μυστήριο», «πηγή δροσερή», που «σκύβεις,
θωράς το πρόσωπό σου, και πίνεις, πίνεις και τα κόκαλά σου τρίζουν», «αδύναμο
πλάσμα, προορισμένο να υποτάσσεται στον άντρα - φυσικό κατακτητή της», «θηρίο
αθώο, προικισμένο από τη φύση να μαγνητίζει τον άντρα», αλλά και «να τον συντροφεύει
στο δικό του μοναδικό ανήφορο», «ο πιο σύντομος και σίγουρος δρόμος για τον
Παράδεισο», εκείνη που «όταν αγαπάει, κάνει κάθε θυσία και κάθε άλλο πράγμα της
φαίνεται ασήμαντο»..
(Ένα σχετικό απόσπασμα από το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του
Νίτσε, καθώς και μια κατατοπιστική αναφορά στις απόψεις του Ν. Καζαντζάκη για
τη γυναίκα, θα βρείτε στο Φωτόδεντρο.)
Ο Πρωτομάστορας του Μανώλη Καλομοίρη
Στις αρχές 20ου αιώνα (1909), ο Μανώλης Καλομοίρης,
φιλοδοξώντας να δημιουργήσει ελληνική κλασσική μουσική, συνθέτει τον «Πρωτομάστορα»,
βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Την αφιερώνει στον
Ελευθέριο Βενιζέλο, «Πρωτομάστορα της Μεγάλης Ελλάδας», που γεννήθηκε με τους βαλκανικούς
πολέμους και τις εδαφικές ανακατατάξεις που ακολούθησαν.
Η τραγωδία πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αθήνα το 1916 και χαιρετίστηκε ως μουσικός
σταθμός. Ο συνθέτης στον πρόλογο του σημειώνει:
Ο “Πρωτομάστορας” δεν είναι όπερα - όπως τουλάχιστον ο
κόσμος συνήθισε να λέει κοινά το μουσικό δράμα. Δεν έρχεται τα παρουσιάσει
διάφορα κομματάκια μουσικά, δεμένα όπως-όπως μεταξύ τους με μια υπόθεση, όπου
παίζουνε μέρος μεγάλο οι φανταχτερές στολές. Κάθε άλλο. Θέλει με όλα τα
εκφραστικά μέσα που η μουσική τέχνη έχει στην υποταγή της να δυναμώσει την
τραγική εντύπωση που γεννιέται από το δράμα. Και η μουσική του έχει τη
φιλοδοξία να δείξει όχι τόσο και μόνο, το ελληνικό χρώμα, παρά την ψυχή την
ελληνική. Γιατί ο μουσικός του Πρωτομάστορα προσπάθησε να μη σταματήσει μόνο
στις μελωδίες του λαού, στα ελληνικά θέματα, παρά πριν από όλα να δημιουργήσει
νέα θέματα δικά του και δικές του μελωδίες, ελληνικά, όμως, πάντοτε, και με
χαρακτήρα ελληνικό. Διάλεξε ο μουσικός την τραγωδία του Πρωτομάστορα, μια
λεύτερη δημιουργία θεμελιωμένη πάνω σε γνώριμο δημοτικό θρύλο, γιατί πιστεύει
πως ο θρύλος μονάχα, ο μύθος της αρχαίας τραγωδίας, καλοδέχεται και τη ζητάει
μάλιστα, την επεξεργασία της μουσικής, τη μουσική ατμόσφαιρα. Σε τέτοια
ατμόσφαιρα ίσα-ίσα ο κόσμος του θρύλου, ο φανταστικός, ζει πιο άνετα και πιο
έντονα την παραμυθένια του ζωή…
Μανώλης Καλομοίρης, 1916
Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1929, ο συνθέτης έχοντας ξαναδουλέψει
το έργο θα σημειώσει:"... Έτσι ο Πρωτομάστορας μου φαντάζει σαν σύμβολο
της ζωής μου και της Μοίρας - της Μοίρας κάθε τεχνίτη του τόπου μας, την ορμή
για τα μεγάλα, για τα ωραία, μα που δεν μπορεί ή δεν τον αφήνουνε να στήσει.
... μέσα στη μουσική του θρύλου του Γιοφυριού της Άρτας είχα κλείσει μαζί με
αρκετές νεανικές απειρίες και αδεξιότητες ότι καλύτερο είχα από τη φλόγα της
ζωής μου, από τα όνειρα μου, από την Ελλάδα μου..."
(Πηγή: http://el.wikipedia.org)
Μπορεί το πέτρινο γεφύρι να μας παρέχει ανώδυνη διέλευση πάνω
από έναν κατά κανόνα απρόβλεπτο ποταμό, μας δίνει όμως, ταυτόχρονα, τη
δυνατότητα -κι αυτό το σημαντικότερο - να γνωρίσουμε απέναντι όχθες, να
βιώσουμε εμπειρίες πέρα του συνηθισμένου, να γίνουμε ταξιδιώτες τόπων και
συναισθημάτων. Εμπεριέχουν και τούτην την παράμετρο οι συμβολισμοί που το
φορτίζουν. (Σπύρος
Μαντάς)