- Μετά την απομάκρυνση των θεών η μάχη συνεχίζεται με επικράτηση των Αχαιών
και τον Αίαντα και Διομήδη να πρωτοστατούν. Ο Μενέλαος συλλαμβάνει ζωντανό τον
Άδραστο και θα του χάριζε τη ζωή, ανταλλάσσοντάς τον με πλούσια δώρα, αν δεν
επενέβαινε ο Αγαμέμνονας, που εξουδετερώνει με τη σκληρότητά του την πονεμένη
ικεσία του Άδραστου. Ο Ποιητής συνηγορεί υπέρ του Αγαμέμνονα, εκφράζοντας εδώ
την ψυχρή λογική:
Τον έπιασε απ’ τα γόνατα και
ικέτευσεν εκείνος:
«Πάρε με,
Ατρείδη, ζωντανόν και λάβε αντάξια λύτρα.
Απείρους έχε θησαυρούς ο πλούσιος μου πατέρας.
Έχει χρυσάφι, χάλκωμα και σίδερο εργασμένο,
κι απ’ όλα
πλουσιοπάροχα θα σου προσφέρη δώρα,
αν μάθη που’μαι
ζωντανός στων Αχαιών τα πλοία.»
Είπε. Και του επράυνε στα στήθη
την καρδίαν.
Και θα τον επαράδιδεν εις τον
ακόλουθόν του
στα πλοία να τον πάρη ευθύς, αλλ’
έτρεξε ο αδελφός του
σιμά του και του φώναξε:
«Μενέλαε, καλέ μου,
τι κάμνεις; Την ζωήν τους συ
λυπείσαι; Ναι τωόντι
οι Τρώες εις το σπίτι σου πολύ
καλό σου κάμαν.
Κανείς από τον όλεθρον, στα χέρια
μας αν πέση,
να μη σωθή ποτέ. Μηδέ τ’ αγόρι,
που’ναι ακόμη
μέσα στα σπλάχνα της μητρός, να
μη σωθή και όλοι
άταφοι και άφαντοι, ας χαθούν οι
κάτοικοι της Τροίας.».
Οι ορθοί του λόγοι εγύρισαν την
γνώμην του αδελφού του,
και με το χέρι εμάκρυνε τον
Άδραστον. Και ο πρώτος
Ατρείδης τον επλήγωσε στο βάθος
της κοιλιάς του
και ως έπεσε τ’ ανάσκελα, τον
πάτησεν ο Ατρείδης
στο στήθος κι έξω ανέσπασε το
φράξινο κοντάρι.
(Ραψωδία Ζ στ.
45-65, μτφρ. Ι. Πολυλά)
- Οι Τρώες
βρίσκονται σε τόσο δυσχερή θέση, που ο Έλενος, γιος του Πρίαμου και καλύτερος
μάντης των Τρώων, επεμβαίνει στέλνοντας τον Έκτορα στην πόλη με την εντολή η
μητέρα τους Εκάβη να κάνει δέηση με δώρα και τάματα στην Αθηνά για να σωθεί η
πόλη από τον Διομήδη, που δείχθηκε πιο φοβερός και από τον Αχιλλέα. Ο Έκτορας,
αφού εμψυχώνει το στρατό, φεύγει τρεχάτος για την πόλη.
- Ο Ποιητής καλύπτει το χρόνο της πορείας του Έκτορα προς την πόλη με το
επεισόδιο Γλαύκου – Διομήδη, που δρα συμπληρωματικά για να προβληθεί εκείνος
και η ιπποτική συμπεριφορά του. Η συνάντηση αυτή, «αληθινή όαση μέσα στη σκληράδα του ανθρώπινου πόνου, ένα ξανατόνωμα της
πίστης στην αξία της περιποίησης του ξένου», λειτουργικά εξασφαλίζει ηρεμία, που τη χρειάζεται ο ακροατής για να
παρακολουθήσει χωρίς αγωνία τα γεγονότα μέσα στην πόλη.
- Ο Διομήδης, έκπληκτος που στάθηκε αντίπαλος να τον αντιμετωπίσει, υποπτεύεται
ότι έχει θεό απέναντί του και ζητάει να
εξακριβώσει την ταυτότητα του αντιπάλου του. Ο Γλαύκος εξιστορεί πλατιά τη
γενεαλογία του και ο Διομήδης αναγνωρίζει στο πρόσωπό του φίλο πατρικό.
Ακολουθεί ενθουσιώδης απόφαση για ανανέωση της πατροπαράδοτης φιλίας, σφίξιμο
χεριών και ανταλλαγή των όπλων. Ο ποιητής μάλιστα τονίζει τη συγκινησιακή
έξαρση της στιγμής και δικαιολογεί μ' αυτήν το συναισθηματικό παρασυρμό του
Γλαύκου να ανταλλάξει τα χρυσά όπλα του με τα χάλκινα του Διομήδη·
χαρακτηριστική λεπτομέρεια που τονίζει και αυτή την ανθρωπιά της σκηνής, που
στέκει πάνω από μίση και υλικές αξίες.
|
Ο Γλαύκος και ο Διομήδης ανταλλάσσουν τον οπλισμό τους. |
- Στους στ. 208-209 βρίσκουμε την προτροπή του Ιππόλοχου, πατέρα του Γλαύκου στο
γιο του: «αἰέν ἀριστεύειν καί ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων, μηδέ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν»,
που συμπυκνώνει το ιδανικό της ηρωικής εποχής. Ανθρώπινο ιδανικό πέρα για πέρα,
απαλλαγμένο από κάθε τι το μεταφυσικό: να ξεχωρίζεις κάνοντας πράξεις που
τιμούν το γένος και σώζουν την πατρίδα, ώστε να 'χουν να λεν" για σένα.
Αχαιοί και Τρώες διαπνέονται από τις αξίες και τα ιδανικά του ίδιου ηρωικού
κώδικα.(Μ. Σαμαρά, Ομήρου Ιλιάδα)
- Στο μεταξύ ο Έκτορας έχει φτάσει στην πολιορκημένη πόλη και εκτελεί την
εντολή του Έλενου: η Εκάβη οργανώνει με τις άλλες αρχόντισσες ικεσία στην
Αθηνά, η οποία ωστόσο δεν εισακούγεται, όπως εκείνες την τροποποίησαν για να χωρέσει
το μίσος τους για το Διομήδη:
«Θεά θεών, ω
Αθηνά, σωσίπολις, αγία,
του Διομήδη
σύντριψε την λόγχην, και αυτόν κάμε
έμπροσθεν
των Σκαιών πυλών, επίστομα να πέσει,
κι ευθύς θα
λάβης δώδεκα χρονιάρικες μοσχάρες,
αν
ευδοκίσης, ω θεά, να ελεηθής την πόλιν
των Τρώων,
τες γυναίκες των και τα μικρά παιδιά των.».
Ευχήθη, αλλ’
όμως η θεά σ’ αυτά δεν ευδοκούσε. (στ. 305-311)
- Ενώ οι αρχόντισσες προσεύχονται ο Έκτορας
τραβάει για το αρχοντικό του Πάρη για τον οποίο λίγο πριν, μιλώντας στην μητέρα
του, είχε εκστομίσει φοβερές κατάρες:
Ν’ άνοιγαν της γης τα βάθη εμπρός του !
Διότι ο Ζεύς τον έτρεφε μέγα κακό στους
Τρώες,
εις τον γενναίον Πρίαμον και εις όλα τα
παιδιά του.
Τα μάτια μου αν τον έβλεπαν να κατεβή στον
Άδη,
θαρρώ πως όλοι θα’παυαν οι πόνοι της ψυχής
μου.». (στ. 281-285)
- Ο ποιητής κι εδώ δείχνεται ανελέητος απέναντι στον Πάρη, τον μόνο άντρα που
βρίσκεται αυτή την ώρα στην πόλη και που, αντί να πολεμάει:
τα λαμπρά
συγύριζε άρματά του,
το τόξο και
τον θώρακα και την καλήν ασπίδα.
Κι η
Ελέν’ η Αργεία κάθονταν και ολόγυρα οι γυναίκες,
κι έφτιαναν
έργ’ αμίμητα καθώς τες οδηγούσε. (στ. 321-324)
|
J.H.W. Tischbein, Ο Έκτορας παρακινεί τον Πάρη να βγει στη μάχη |
- Ο Έκτορας μαλώνει αδερφικά τον Πάρη, του τονίζει την ευθύνη του για τον
πόλεμο και τον παρακινεί να ξαναβγεί στη μάχη. Εκείνος δέχεται τον έλεγχο του
αδερφού του, προβάλλει τον πόνο και τη θλίψη του σαν κύρια δικαιολογία της αποχής
του, αλλά είναι έτοιμος να επανορθώσει.
|
Ο Έκτορας ετοιμάζεται να βγει στη μάχη μετά τις επιπλήξεις του Έκτορα, Pierre-Claude-François Delrome |
- Η Ελένη, η οποία ντρέπεται για την απόλεμη συμπεριφορά του Πάρη, αηδιασμένη
από την ανάξια ζωή της, εκφράζει ενοχές για τα όσα προκάλεσε η ίδια και η
ομορφιά της. Ωστόσο, ομολογεί με ντροπή αλλά και περηφάνια μαζί ότι το όνομά τους
θα μείνει πολυτραγουδημένο. Στον Έκτορα φέρεται φιλόφρονα και του αναγνωρίζει
ότι αυτός σηκώνει το βάρος του πολέμου.
Κι η Ελένη γλυκομίλητα του είπε: «Ανδράδελφέ
μου,
οϊμένα της κακόπρακτης, της οργισμένης
σκύλας.
Αχ! την ημέρα που στο φως με έφερε η μητέρα,
να μ’ είχε αρπάξει ανεμική κακή, να μ’ είχε
ρίξει
εις όρος ή στης θάλασσας το φουσκωμένο κύμα
να με ρουφήση κι όχι αυτά που εγίνηκαν να
γίνουν.
Αλλά αφού τούτα τα κακά οι αθάνατοι διορίσαν,
ας είχα καν καλύτερον τον άνδρα να γνωρίζη
του κόσμου την κατακραυγήν και τους
ονειδισμούς του.
Και τούτος τώρα νουν ποσώς δεν έχει ούτε θα
λάβη.
Ώστε θα πάθη. Αλλ’ όρισε, ανδράδελφε, εδώ
μέσα,
κάθισε εις τούτο το θρονί. Γνωρίζ’ ότι η ψυχή
σου
μάλιστα εκείνη αισθάνεται τον μόχθον που από
εμένα
την σκύλαν και απ’ το ανόμημα προήλθε του
Αλεξάνδρου,
οπού μας κακομοίρανεν ο Ζευς δια να γενούμε
και των κατόπι γενεών
τραγούδι ξακουσμένο».
(στ. 343-358)