Eternal Kiss, Central Station 1944
ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΛΛΟΙ
Από τους τόσους ανθρώπους που είμαι, που είμαστε
κανέναν δεν μπορώ να βρω:
μου χάνονται κάτω από τα ντυσίματα,
φύγανε γι' άλλη πολιτεία.
Όταν το κάθε τι έχει ετοιμαστεί
για να με δείξει έξυπνον,
ο ανόητος που παραφυλάει μέσα μου
παίρνει το λόγο στο στόμα μου.
Άλλες φορές με παίρνει ο ύπνος
ενώ βρίσκομαι με την ανώτερη κοινωνία
κι όταν γυρεύω μέσα μου τον τολμηρό
ένας δειλός που δεν τον ήξερα
τρέχει να πάρει με το δικό μου σκελετό
χίλιες αβρές προφυλάξεις.
Όταν καίγεται ένα ευυπόληπτο σπίτι
αντί για τον πυροσβέστη που φωνάζω
σπεύδει ο εμπρηστής,
κι αυτός είμαι γω. Δεν έχω γιατρειά.
Τι πρέπει να κάνω για να περισυλλεγώ;
Πώς μπορώ να επανορθωθώ;
Όλα τα βιβλία που διαβάζω,
υμνολογούν λαμπρούς ήρωες,
πάντα βέβαιους για τον εαυτό τους:
γι' αυτούς πεθαίνω από το κακό μου
και στις ταινίες με άνεμους και σφαίρες
είμαι όλο ζήλεια για τον καβαλάρη,
κάθομαι και θαυμάζω το άλογο.
Αλλά μόλις ζητήσω του δραστήριου να βγει,
μου ξεφυτρώνει ένας γεροτεμπέλης,
γι' αυτό και δεν ξέρω ποιος είμαι,
δεν ξέρω πόσοι είμαι ή είμαστε.
Θα μου άρεσε να πατήσω ένα κουμπί
και να βγάλω το εμένα το αληθινό
γιατί αν έχω ανάγκη εμένα
δεν πρέπει εμένα να εξαφανίσω.
Ενώ γράφω είμαι απών,
κι όταν επιστρέφω έχω κι' όλας φύγει:
πάω να δω αν και στους άλλους ανθρώπους
συμβαίνει αυτό που συμβαίνει σε μένα,
αν είναι τόσοι όπως είμαι γω,
αν μοιάζουν με τους εαυτούς τους,
κι όταν θα το 'χω εξακριβώσει,
θα έχω μάθει τα πράματα τόσο καλά
που για να εξηγήσω τα προβλήματά μου
θα σας μιλώ για γεωγραφία.

ΕΔΩ ΖΟΥΜΕ
Είμαι απ' αυτούς που ζουν
το μισό στη θάλασσα
και πλάι στο δειλινό,
πέρα από τούτες τις πέτρες.
Όταν ήρθα εγώ
και είδα το τι γινόταν,
αμέσως αποφάσισα.
Η ημέρα είχε κι όλας σκορπιστεί παντού,
όλα ήταν φως,
και η θάλασσα μάλωνε
σαν λιοντάρι από αλάτι,
με όλα του τα χέρια.
Η γυμνή μοναξιά τραγούδαγε εκεί,
και γω, χαμένος και αγνός,
ενώ ατένιζα κατά τη σιωπή
άνοιξα το στόμα και είπα:
«Ω! μάνα του αφρού,
μοναξιά απειροδιάστατη,
θα ιδρύσω εδώ την προσωπική μου τέρψη,
τον ενικό μου θρήνο».
Από τότε ούτε ένα κύμα,
ουδέποτε με απογοήτεψε.
Πάντοτε έβρισκα κεντρώα γεύση ουρανού
στο νερό, στο χώμα,
και, το ξύλο κι η θάλασσα μαζί, ανάβαν
στους χειμώνες τους μοναχικούς.
Ευχαριστώ τη γη
γιατί
με περίμενε
στην ώρα εκείνη που ο ουρανός κι ο ωκεανός
ενώνονται σα χείλη,
γιατί δεν είναι λίγο — έτσι δεν είναι; — να 'χεις
ζήσει σε μια μοναξιά και να 'χεις φτάσει σε μιαν άλλη,
να αισθάνεσαι σα πλήθος και να αναβιώνεις μόνος.
Αγαπώ όλα τα πράματα,
και απ' όλες τις φωτιές
μονάχα ο έρωτας δε φθείρει,
για τούτο περνάω από ζωή σε ζωή
από κιθάρα σε κιθάρα,
και δε φοβάμαι
ούτε το φως ούτε τον ίσκιο,
και επειδή σχεδόν είμαι από γη καθάρια
έχω κουτάλια για το άπειρο.
Έτσι λοιπόν κανείς δεν μπορεί να λαθέψει
και να μη βρει το δίχως πόρτες
και νούμερο σπίτι μου.
Εκεί, ανάμεσα σε σκούρες πέτρες
αντίκρυ στη φωτοβολή
του βίαιου αλατιού,
εκεί ζούμε η γυναίκα μου κι εγώ,
κι εκεί θα μείνουμε.
Βοήθεια, βοήθεια! Βοηθήστε!
Βοηθήστε μας να 'μαστε πιο γη κάθε μέρα!
ακόμα περσότερο αφρός ιερός
ακόμα περισσότερο αέρας των κυμάτων.

ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΩΡΑ
Θέλω να μην ξέρω και να μην ονειρεύομαι.
Ποιος μπορεί να με διδάξει να μην είμαι;
να ζω χωρίς να εξακολουθώ ζώντας;
Πώς συνεχίζει το νερό;
Ποιος είναι των λιθαριών ο ουρανός;
Ασάλευτη, ως να σταματήσουν
οι αποδημίες το απόγειό τους
κι' ύστερα να πετάξουν με τα βέλη τους
ως το παγωμένο αρχιπέλαγος.
Ασάλευτη, με ζωή μυστική
σαν υποχθόνια πολιτεία
για να γλιστράν οι μέρες
σα στάλες αδέσμευτες:
τίποτα δε φθείρεται ούτε πεθαίνει
ως την ανάστασή μας
ως να γυρίσει με τα βήματα
της θαμμένης άνοιξης,
του πού βρισκόταν χαμένο,
ατελεύτητα ασάλευτο,
και που τώρα ανεβαίνει από το μη είναι
για να γίνει ένα ολάνθιστο κλωνί.
 |
The Dreaming Tree, Christian Schloe |
ΚΑΗΜΕΝΑ ΑΓΟΡΙΑ
Πόσο μας κοστίζει σε τούτο τoν πλανήτη
ν' αγαπιόμαστε με την ησυχία μας:
όλος ο κόσμος κοιτάζει τα σεντόνια,
όλοι ενοχλούν τον έρωτά σου.
Και διηγούνται φριχτά πράγματα
για έναν άντρα και μια γυναίκα
που ύστερα από πολύ μόχθο
και πολλές λεπτότητες
κάνουν κάτι αναντικατάστατο,
πέφτουν κι' οι δυο σε ένα μόνο κρεβάτι.
Και αναρωτιέμαι αν τα βατράχια
παραφυλάγονται ή αν φτερνίζονται
αν ψιθυρίζουν στους βάλτους,
εναντίον των παράνομων βατράχων,
εναντίον της ηδονής των βατραχοειδών.
Αναρωτιέμαι αν τα πουλιά
έχουν πουλιά εχθρούς
κι' αν ο ταύρος ακούει τα βόδια
πριν ιδωθεί με τη γελάδα.
Τώρα οι δρόμοι έχουνε μάτια,
τα πάρκα έχουν αστυνομία,
είναι μυστικά τα ξενοδοχεία,
τα παράθυρα σημειώνουν ονόματα,
κινητοποιούνται κανόνια και στρατοί
αποφασισμένοι κατά του έρωτα,
δουλεύουν χωρίς σταματημό
τα λαρύγγια και τ' αυτιά,
κι' ένα αγόρι με το κορίτσι του
αναγκάστηκαν να λουλουδίσουν
πετώντας μ' ένα ποδήλατο.
 |
Christian Schloe, The Fellowship |
ΑΓΑΠΗ
Τόσες μέρες, άι τόσες μέρες
να σε βλέπω τόσο ακλόνητη, και τόσο κοντά μου,
πώς πληρώνεται αυτό, με τι το πληρώνω;
Η αιμόχαρη άνοιξη στα δάση ξύπνησε,
βγαίνουν οι αλεπούδες απ' τις σπηλιές τους,
τα ερπετά πίνουν δροσιά,
κι' εγώ πάω μαζί σου πάνω στα φύλλα
ανάμεσα σε πεύκα και σιωπή,
κι αναρωτιέμαι αν τούτη την ευδαιμονία
Πρέπει να την πληρώσω πως και πότε.
Απ΄ όσα πράγματα έχω δει
μονάχα εσένα θέλω να εξακολουθώ να βλέπω,
απ’ ό,τι έχω αγγίξει,
μονάχα το δέρμα σου θέλω να αγγίζω:
Αγαπώ το πορτοκαλένιο γέλιο σου,
Μου αρέσεις την ώρα που κοιμάσαι.
Πώς να γίνει αγάπη, αγαπημένη,
δεν ξέρω οι άλλοι πώς αγαπάν
δεν ξέρω πώς αγαπήθηκαν άλλοτε,
εγώ σε κοιτάζω και σε ερωτεύομαι, κι έτσι ζω,
φυσικότατα ερωτευμένος.
Μ' αρέσεις κάθε βράδυ και πιο πολύ.
Πού να 'ναι; όλο ρωτάω
αν λείψουν μια στιγμή τα μάτια σου.
Πόσο αργεί! Σκέφτομαι και με πειράζει.
Αισθάνομαι φτωχός, ανόητος και θλιμμένος,
και φτάνεις εσύ και είσαι θύελλα
που φτερούγισε μέσα από τις βερικοκιές.
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ κι όχι γι’ αυτό,
για τόσα πράματα και τόσα λίγα,
κι έτσι πρέπει να 'ναι ο έρωτας
μισόκλειστος και ολικός,
ιδιάζων και τρομαχτικός,
σημαιοστόλιστος και πενθοφορεμένος,
λουλουδιασμένος σαν τ’ αστέρια
και χωρίς μέτρο – όριο σαν το φιλί.
 |
Dorina Costras Art |
AX ΤΙ ΣΑΒΒΑΤΑ ΒΑΘΙΑ!
Αχ, τι Βαθιά Σάββατα!
Είναι ενδιαφέρων ο πλανήτης
με τόσον κόσμο εν κινήσει:
κύματα ποδιών στα ξενοδοχεία,
επείγουσες μοτοσυκλέτες,
σιδηρόδρομοι που φτάνουν ως τη θάλασσα,
και πόσες κοπέλες ασάλευτες
που τις παγίδεψαν οι γρήγορες ρόδες.
Όλες οι βδομάδες καταλήγουν
σε άντρες, γυναίκες και άμμο,
και πρέπει να τρέχουν, να μη χάνουν τίποτα,
να δαμάζουν άχρηστους λόφους,
να μασάνε άλιωτη μουσική,
να γυρίζουν κατάκοποι στο τσιμέντο.
Εγώ πίνω για όλα τα Σάββατα,
χωρίς να ξεχνάω τον φυλακισμένο
πίσω απ' τα άγρια ντουβάρια:
οι μέρες του πια δεν έχουν όνομα,
και τούτο το βουητό που περνάει και τρέχει
τον τυλίγει σαν ωκεανός
χωρίς να μαθαίνει ποιο είναι το κύμα,
το κύμα του υγρού Σαββάτου.
Άι, τι Σάββατα ερεθιστικά
οπλισμένα με στόματα και πόδια,
αφηνιασμένα σαν να τρέχουν στις κούρσες
πίνοντας περσότερο απ' όσο λέει η φρόνηση:
καμιά διαμαρτυρία για την οχλοβοή
που δε θέλει να πηγαίνει μαζί μας.
ΟΝΕΙΡΑ ΤΡEΝΩΝ
Ονειρεύονταν τα τρένα
στο σταθμό, ανυπεράσπιστα,
χωρίς ατμομηχανές, κοιμισμένα.
Μπήκα ταλαντευόμενος μέσα στην αυγή:
πήγαινα ψάχνοντας για μυστικά,
για πράγματα χαμένα μέσ' τα βαγόνια,
μέσα στη νεκρή οσμή του ταξιδιού.
Ανάμεσα στα σώματα τα φευγάτα
κάθισα μόνος μες στο ακίνητο τρένο.
Ο αέρας ήταν συμπαγής, όγκος από
κουβέντες ειπωμένες
και φυγαδεμένες απελπισίες.
Ψυχές χαμένες μέσ' τα τραίνα,
σαν κλειδιά χωρίς κλειδαριές
πεσμένα κάτω απ' τα καθίσματα.
Ταξιδιώτισσες απ' το Νότο φορτωμένες
μπουκετάκια και πουλερικά,
μπορεί και να ’χουν δολοφονηθεί,
μπορεί να γύρισαν πίσω και να ’κλαψαν,
μπορεί να χάλασαν τα βαγόνια
με τη φωτιά των γαρίφαλλών τους:
μπορεί εγώ να ταξιδεύω, να είμαι με κείνες,
μπορεί ο ατμός των ταξιδιών,
οι βρεγμένες ράγες, ίσως
και να ζουν όλα μέσ' στο ακίνητο τρένο
και γω ένας ταξιδιώτης αποκοιμισμένος
δυστυχισμένα ξυπνητός.
Καθόμουν, και το τρένο
ταξίδευε μέσ' απ' το κορμί μου,
καταργώντας τα σύνορά μου,
έγινε, με μιας, το τρένο της παιδικής ζωής μου
ο αχνός της χαραυγής,
το χαρούμενο και πικρό καλοκαίρι.
Άλλα τρένα ήταν που φεύγαν,
οχήματα κατάμεστα από πόνο,
λες κι' ήταν φορτωμένα κατράμι,
κι' έτσι, έτρεχε το ασάλευτο τρένο
εκείνο το πρωινό που όλο κι' απλωνόταν
οδυνηρό πάνω στα κόκαλά μου.
Βρισκόμουνα μονάχος στο τρένο το μονάχο
μα δεν ήμουνα ο μόνος μόνος
είχαν εκεί μαζευτεί
πολλές μοναξιές
περιμένοντας να ταξιδέψουν
σα φτωχοί στους διαδρόμους.
Και γω μες στο τρένο, σα νεκρός καπνός,
με τόσα άυλα όντα,
αποκαμωμένος από τόσους θανάτους
ένιωσα χαμένος σ' ένα ταξίδι,
που μέσα του τίποτα δε σάλευε
έξω από την κουρασμένη καρδιά μου.

ΓΛΥΚΟ ΠΑΝΤΟΤΕ
Γιατί αυτές οι τόσο σκληρές ύλες;
Γιατί για να γραφτούν τα πράγματα
και οι άνθρωποι της κάθε μέρας
ντύνονται οι στίχοι με χρυσάφι,
με απαίσια παλιά πέτρα;
Θέλω στίχους από ύφασμα ή πούπουλο
πού μόλις να ζυγίζουν, στίχους χλιους
με την οικειότητα των κρεβατιών
εκεί που ο άνθρωπος αγάπησε και ονειρεύτηκε.
Θέλω ποιήματα λερωμένα
από τα χέρια και το κάθε μέρα.
Στίχους από παντεσπάνι που λιώνει
σα γάλα και ζάχαρη μες στο στόμα,
ο αέρας και το νερό πίνονται,
ο έρωτας δαγκώνεται και φιλιέται,
θέλω σονέτα φαγώσιμα
ποιήματα από μέλι και αλεύρι.
Η ματαιοδοξία όλο μας ζητάει
να υψωθούμε στον ουρανό
ή να κάνουμε βαθιές σήραγγες
άχρηστες κάτω απ' τη γη.
Κι' έτσι λησμονούμε ασχολίες
απολαυστικά τρυφερές,
ξεχνάμε τις πάστες,
δε δίνουμε στον κόσμο να φάει.
Στο Μαδράς, πάει τώρα καιρός,
είδα μια ζαχαρένια πυραμίδα,
έναν πύργο από ζαχαρωτό.
Το'να κομματάκι πάνω στο άλλο
και στην αρχιτεκτονική του, ρουμπίνια,
κι' άλλες τέρψεις ροδόχρωμες,
μεσαιωνικές και κίτρινες.
Κάποιος θα λέρωσε τα χέρια του
ζυμώνοντας τόση γλύκα.
Αδερφοί ποιητές όσοι είστε εδώ,
ή εκεί, στη γη, στα ουράνια,
στο Μεντεγίν, στη Βερακρούς,
στην Αβυσσηνία, στην Αντοφαγάστα,
από τι είναι καμωμένες οι κερήθρες;
Φτάνει πια τόση πέτρα!
Ας ξεχειλίσει από την ποίησή σου
μια ισημερινή ζαχαροπλαστική
που θέλουν να την καταβροχθίσουν τα στόματά μας,
όλα τα στόματα των παιδιών
και όλοι οι φτωχοί ενήλικοι.
Για να μη μένουν πάντα μονάχες, χωρίς να βλέπουν,
χωρίς να ορέγονται, χωρίς να καταλαβαίνουν,
τόσες και τόσες καρδιές από ζάχαρη.
Μη φοβάστε τη γλυκύτητα.
Ή μαζί μας ή χωρίς εμάς
ό,τι είναι γλυκό θα εξακολουθήσει να ζει
γιατί είναι ατέλειωτα ζωντανό,
αιώνια αναστημένο,
αφού καταμεσίς στο στόμα του ανθρώπου
για να τραγουδάει και για να τρώει
είναι βαλμένη η γλύκα.

ΠΟΛΛΑ ΟΝΟΜΑΤΑ
Μπλέκει η Δευτέρα με την Τρίτη
κι' η βδομάδα με τη χρονιά:
δεν μπορεί να κοπεί ο καιρός
με τα φαγωμένα σου ψαλίδια
και τα ονόματα της ημέρας, όλα,
τα σβήνει της νύχτας το νερό.
Κανείς δεν μπορεί να ονομαστεί Πέδρο,
καμιά δεν είναι η Ρόσα ή η Μαρία,
όλοι μας είμαστε σκόνη ή άμμο,
όλοι μας είμαστε βροχή μέσ' στη βροχή.
Μου έχουν μιλήσει για Βενεζουέλες,
για Παραγουάες και για Χιλές,
δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάτε:
γνωρίζω το πετσί της γης
και ξέρω πως επώνυμο δεν έχει.
Όταν εζούσα με τις ρίζες
αυτές μ' αρέσαν πιο πολύ κι' απ' τα λουλούδια,
και όταν μιλούσα με μια πέτρα
αντηχούσε σαν καμπάνα.
Έχει τόσο μάκρος η άνοιξη
που βαστάει όλο το χειμώνα:
ο Χρόνος έχει χάσει τα παπούτσια του:
ένας χρόνος έχει τέσσερους αιώνες.
Τις νύχτες όλες όταν κοιμάμαι,
πώς ονομάζομαι ή πώς δεν ονομάζομαι;
κι' όταν ξυπνάω ποιος είμαι
αν, όταν κοιμόμουν, δεν ήμουν εγώ;
Αυτό πάει να πει πως μόλις
ξεμπαρκάρουμε στη ζωή,
ότι μόλις γεννηθούμε,
να μη γεμίζουμε το στόμα μας
με τόσα αβέβαια ονόματα,
με τόσες θλιβερές ετικέτες,
με τόσα χτυπητά γράμματα,
με τόσα δικό σου και δικό μου,
με τόση υπογραφή πάνω στα χαρτιά.
Εγώ σκέφτομαι ν' ανακατέψω τα πράγματα,
να τα ενώσω και να τα φρεσκογεννήσω,
να τα μπερδέψω, να τα γδύσω,
ως ότου, το φως του κόσμου
να 'χει την ενότητα του ωκεανού,
μιαν αφειδώλευτη ακεραιότητα,
ένα λάλον μύρο.

ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ
ΣΤΙΣ ΣΤΕΓΕΣ ΤΗΣ ΝΟΤΡ ΝΤΑΜ
Αντίκρυ στις μαυριδερές στέγες
αντίκρυ στο γαλατερό φως
οι ψιλόλιγνες αυτές γυναίκες
αυτά τα πράσινα αγάλματα
σαν τι να κάνουν; Τι κάναν πρώτα;
Τι θα κάνουν του χρόνου;
Είναι γεννήματα του χειμώνα;
Είναι άγγελοι, άγιες, βασίλισσες
των αιώνων που τρώγονται
πάνω στην πέτρα;
Ή απλώς
αγάλματα
χαμένα, αρπαγμένα
από ξεδεντριασμένα πάρκα
ή από πλατείες που νεκρώσαν;
Γιατί; Γιατί στα ύψη
τα ερημικά, γυναίκες
από πράσινο σίδερο, από νερό,
νεκρές κάτω απ' τη βροχή,
ανυπεράσπιστες, λιγνές,
σαν ασάλευτα ψάρια,
σαν ακίνητοι κολυμβητές
σαν τον αέρα μέσα στο νερό;
Κι' όμως σκέφτομαι πως
ψηλά εκεί δουλεύουν,
είναι κανόνες, ψυχροί κανόνες,
φωτιές ακίνητες,
γράμματα από φως, φαγωμένα
από άλλο φως, σκοτεινό,
από ένα συγκλονισμό χωρίς φιλιά,
από τα κύματα του ουρανού.
Νομίσματα, ναι, νομίσματα
που χτυπιούνται πάνω στο
ημίσκληρο άπειρο,
ανάμεσα σε στέγη και αυγή,
κατακόρυφες, μοναξιακές,
ζώντας μ' αγέρα και καπνό
σαν σε πρόκληση,
θορυβημένες παρθένες
που απόμειναν εκτός,
που ο θεός δεν άφησε να εισέλθουν
εν αυτώ, στην «κλειστή» περιοχή
κι' έτσι δίχως νάχουν γδυθεί
διαβιώνουν κάτω απ' τη βροχή.
ΣΤ' ΑΝΟΙΧΤΑ ΣΤΟΜΑΤΑ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΜΥΓΕΣ
Γιατί μ' αυτές τις κόκκινες φλόγες
προτίθενται τα ρουμπίνια ν' ανάβουν;
Γιατί η καρδιά του τοπαζιού
έχει κίτρινες κερήθρες;
Γιατί το τριαντάφυλλο χαίρεται
αλλάζοντας το χρώμα των ονείρων του;
Γιατί παγώνει το σμαράγδι
σαν πνιγμένη στο βυθό τής θάλασσας;
Και γιατί χλωμιάζει ο ουρανός
πάνω στ' αστέρια του Ιούνη;
Πούθε αγοράζει φρέσκια ζωγραφική
η ουρά της σαλαμάντρας;
Πού βρίσκεται η υποχθόνια φωτιά
που ανασταίνει τα γαρούφαλλα;
Από που παίρνει το αλάτι
η διάφανη τούτη ματιά;
Πού κοιμήθηκαν τα κάρβουνα
και ξυπνήσαν σκούρα;
Και πού, αγοράζει ο τίγρης
πένθιμες ραβδώσεις, κι αχτίδες χρυσές;
Πότε άρχισε το αγιόκλημα
να γνωρίζει το μύρο του;
Πότε αντελήφτηκε το πεύκο
το μυρωδάτο έργο του;
Πότε μάθαν τα λεμόνια να έχουν
το ίδιο με τον ήλιο δόγμα;
Πότε έμαθε να πετάει ο καπνός;
Πότε κουβεντιάζουν οι ρίζες;
Πώς είναι στ' αστέρια το νερό;
Γιατί ο σκορπιός δηλητηριάζει;
Γιατί ο ελέφαντας είναι καλοσυνάτος;
Σαν τι να στοχάζεται η χελώνα;
Πού αποσύρεται η σκιά;
Τι τραγούδι επαναλαμβάνει η βροχή;
Πού πηγαίνουν και πεθαίνουν τα πουλιά;
Και γιατί είναι πράσινα τα φύλλα;
Τόσο λίγο είναι ό,τι ξέρουμε
και τόσο πολύ ό,τι εικάζουμε
και με τόση βραδύτητα μαθαίνουμε,
που ρωτάμε και πεθαίνουμε.
Καλά θα κάνουμε να κρατήσουμε την περηφάνια
για την πολιτεία των νεκρών
την ημέρα των ψυχών,
κει, όταν ο αέρας θα διαπερνάει
τα κενά της νεκροκεφαλής σου,
θα σου αποκαλύπτει πολύ αίνιγμα,
και θα σου ψιθυρίζει την αλήθεια
εκεί που άλλοτε ήταν τ' αυτιά σου.
ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Μεταξύ του θνήσκειν και του μη θνήσκειν
διάλεξα την κιθάρα
και στο σκληρό αυτό επάγγελμα
ανάπαυση δεν έχει η καρδιά μου,
γιατί εκεί που λιγότερο με περιμένουν
εγώ θα φτάσω με τις αποσκευές μου
για να σοδιάσω το πρώτο το κρασί
μες στα καπέλα του φθινόπωρου.
Θα μπω αν μου κλείσουν την πόρτα,
κι αν με δεχτούν φεύγω,
δεν είμαι απ' τους θαλασσοπόρους
που χάνονται στους παγετούς:
βολεύομαι σαν τον άνεμο, εγώ,
με τα πιο κιτρινισμένα φύλλα
με τα κεφάλαια που 'χουν πέσει
από τα μάτια των αγαλμάτων
κι αν κάπου ξεκουραστώ
θα 'ναι στην καρδιά της φωτιάς
σ' ό,τι δονείται και τριζοβολάει
κι ύστερα ταξιδεύει χωρίς προορισμό.
Στο πέρασμα των στίχων
θα 'χεις βρει τ' όνομά σου,
πολύ λίγο λυπάμαι,
δεν επρόκειτο γι' άλλο πράγμα
μα για πολύ περισσότερα,
γιατί είσαι ή δεν είσαι
κι' αυτό συμβαίνει σ' όλο τον κόσμο,
κανείς δεν τα αντιλαμβάνεται όλα,
κι όταν αθροίζονται τα ποσά
όλοι ήμασταν ψευτο - πλούσιοι:
τώρα είμαστε νεο - φτωχοί.
Έχω κοπεί συχνά σε κομμάτια
από κακεντρεχή θηρία
που φαίνονταν ακαταμάχητα.[....]
Αφήνω, λοιπόν, σ' αυτούς που γαυγίσαν
τις ταξιδιωτικές μου βλεφαρίδες
την προτίμησή μου για το αλάτι,
τη διεύθυνση του χαμόγελού μου
για να παραλάβουν τα πάντα
με διακριτικότητα, αν είναι ικανοί:
μια και δεν μπόρεσαν να με σκοτώσουν
δεν μπορώ να τους εμποδίσω
να μην ντυθούν ύστερα με τα ρούχα μου
να μην εμφανίζονται τις Κυριακές
με τεμαχίδια απ' το πτώμα μου
επιδέξια μεταμφιεσμένοι.
Αφού δεν άφησα ήσυχον κανέναν
δεν πρόκειται να μ' αφήσουν ήσυχο.
Και θα το δείτε μα δεν ενδιαφέρει :
ας δημοσιεύσουν τις κάλτσες μου.
Άφησα τα επίγεια αγαθά μου
στο κόμμα μου και στο λαό μου
τώρα πρόκειται γι' άλλα πράγματα,
πράγματα τόσο σκοτεινά και φωτεινά
που όμως είναι ένα μόνο πράγμα.
Έτσι συμβαίνει με τα σταφύλια,
και με τα πανίσχυρα τέκνα του,
το άσπρο κρασί, το κοκκινέλι,
όλη η ζωή είναι κόκκινη κι' άσπρη,
κάθε φέγγος είναι σκοταδερό,
και δεν είναι όλα χώμα και τούβλο,
υπάρχει στην κληρονομιά μου ίσκιος και όνειρα.
 |
Double Exposure Portrait by Antonio Mora |
Με ρωτήσανε κάποτε
γιατί έγραψα τόσο σκοτεινά,
ας κάνουν την ερώτηση στη νύχτα
στο μέταλλο, στις ρίζες.
Εγώ δεν ήξερα τι να απαντήσω
ως ότου σε λίγο μετά
μου επετέθηκαν δυο αλιτήριοι
κατηγορώντας με για αφελή:
ας απαντήσει το νερό που κυλάει
κι έφυγα τρέχοντας και τραγουδώντας.
Σε ποιον ν' αφήσω την τόση χαρά
που αφθονούσε στις φλέβες μου
και τούτο το βλαστερό «είναι» και «μη είναι»
που μου 'δωσε η φύση;
Υπήρξα ένα μακρύ ποτάμι γεμάτο
σκληρές πέτρες που ηχούσαν
με ήχους λαμπερούς τη νύχτα
με τραγούδια σκοτεινά τη μέρα
και σε ποιον μπορώ ν' αφήσω τόσα,
τόσα που έχω ν' αφήσω μα και τόσο λίγα,
μια χαρά χωρίς αιτία,
ένα άλογο μονάχο μες στη θάλασσα,
έναν αργαλειό που ύφαινε άνεμο;
Τις θλίψεις μου τις προορίζω
γι αυτούς που μ' έκαναν να υποφέρω,
μα λησμόνησα ποιες ήταν,
και δεν ξέρω πού τις άφησα.
Αν κανείς τις δει μες στο δάσος
είναι σαν τις περικοκλάδες
ανηφορίζουν απ' το χώμα με τα φύλλα τους
και τελειώνουν όπου τελειώνεις,
στο κεφάλι σου ή στον αέρα,
και για να μην ανέβουν πιο πολύ
πρέπει ν' αλλάζουμε άνοιξη.
 |
Double exposure portrait byAntonio Mora |
Eδιάβηκα πολύ κοντά στο μίσος,
είναι σοβαρά τα ρίγη του,
οι γνώσεις του ιλιγγιώδεις.
Το μίσος είναι σπαθόψαρο,
κινείται στο αόρατο νερό
και τότε το βλέπεις να 'ρχεται
κι έχει αίμα στο μαχαίρι του:
το αφοπλίζει ή διαφάνεια.
Τότε γιατί μίσος
αυτούς που τόσο μας μίσησαν;
Εκεί βρίσκονται, κάτω απ' το νερό
κι ενεδρεύουν ξαπλωτοί
ετοιμάζοντας σπαθιά και ξυδόλαδο
αραχνοΐστούς και ξυλοΐστούς.
Δεν πρόκειται γιά χριστιανισμούς
δεν είναι κήρυγμα ούτε φτηνολογία
μα είναι πως το μίσος έχει χάσει:
του πέσανε τα λέπια
στην αγορά του δηλητήριου
και στο μεταξύ ο ήλιος βγαίνει
και κάθεσαι και δουλεύεις
και αγοράζεις το ψωμί σου και το κρασί σου

Του μίσους θα του αφήσω
τα πέταλα του αλόγου μου.
τη ναυτική μου τη φανέλα,
τα οδοιπορικά παπούτσια μου
τη μαραγκούδικη καρδιά μου,
το κάθε τι που έμαθα να κάνω
και ό,τι με βοήθησε να αντέχω,
ό,τι είχα γερό και καθαρό,
αδιάσπαστο κι αποδημητικό,
κι έτσι να μπορεί να μαθευτεί στον κόσμο
πως όσοι έχουν δάσος και νερό
μπορούν να κόψουν και ν' αρμενίσουν,
μπορούν να πάνε και να γυρίσουν,
μπορούν να πονέσουν και ν' αγαπήσουν,
μπορούν να φοβούνται και να δουλεύουν,
μπορούν να είναι και να συνεχίζουν,
μπορούν ν' ανθίζουν και να πεθαίνουν,
μπορούν να 'ναι απλοί και σκοτεινοί
μπορούνε και χωρίς αυτιά,
μπορούν ν' αντέξουν στη δυστυχία,
μπορούν να περιμένουν ένα λουλούδι
τέλος, μπορούμε να υπάρχουμε,
αν και δεν δέχονται τις ζωές μας
μερικοί πουτάνας γιοι.
Ματίλντε Ούρρούτια, εδώ σ' αφήνω
ό,τι είχα και δεν είχα,
ό,τι είμαι και δεν είμαι.
Ο έρωτάς μου είναι ένα παιδί που κλαίει,
γιατί δε θέλει να φύγει απ' την αγκαλιά σου,
στο αφήνω για πάντα:
είσαι για μένα η πιο όμορφη.
Είσαι για μένα η πιο όμορφη,
η πιο σμιλευμένη απ' τον άνεμο
σαν δεντράκι του νότου,
σαν Αυγουστιάτικη φουντουκιά
είσαι για μένα ουσιώδης
όσο ένα ψωμάδικο,
η καρδιά σου είναι από γη
αλλά τα χέρια σου είναι ουράνια.
 |
Mother Earth by Josephine Wall |
Είσαι ρούσα και πιπεράτη
είσαι άσπρη και είσαι νόστιμη
σα φέτα από κρεμμύδι
είσαι ένα πιάνο που γελάει
μ' όλες τις νότες της ψυχής
και πέφτει απάνω μου η μουσική
των τσίνορων και των μαλλιών σου,
λούζομαι στο χρυσό σου ίσκιο,
με ηδονίζουνε τ' αυτιά σου
λες και τα είχα δει
μες στις παλίρροιες του κοραλλιού:
για τα νύχια σου πάλεψα στα κύματα
με κήτη τρομερά.[...]
Εσύ με νίκησες μονάχα,
από έρωτος κι από ξηράς...
λιόντισσα με μικρούλια πόδια,
τι θα 'κανα χωρίς τα χέρια τα μικρά σου;
Πού θα παράδερνα γυρνώντας,
χωρίς καρδιά χωρίς σκοπό,
σε τι απόμακρα λεωφορεία
άρρωστος της φωτιάς ή του χιονιού;
[....] Κάποια φορά που πια δε θα 'μαστε
κι ούτε πια θα πηγαινοερχόμαστε
κάτω από εφτά στρωσίδια χώμα
με νεκρικά πόδια ξερά,
μαζί θα είμαστε, αγάπη μου,
παράξενα ανακατωμένοι
Τ' αγκάθια μας που ’ναι ανόμοια
τα κακομαθημένα μάτια μας,
όλα επί τέλους θα ενωθούνε,
όμως τι θα μας χρειαστεί
η ενότητα στο κοιμητήριο;
Να μη μας χωρίσει η ζωή
και να πάει στο διάβολο ο θάνατος!
Eδώ, κύριοι, σας αποχαιρετώ,
μετά από τόσα αποχαιρετιστήρια
κι αφού δε σας αφήνω τίποτα
θέλω να παίξετε όλοι κάτι:
το πιο τραχύ απ' ό,τι είχα
πιο νοσηρό και πιο πυρό
γυρνάει στη γη, ξαναγεννιέται∙
τ' ανθόφυλλα της αγαθότητας
πέσανε σαν αχός καμπάνας
στο πράσινο στόμα του ανέμου.
Μα έχω μαζέψει και με τόκο
αγάπη ξένων και δικών.
Με δέχονταν η καλοσύνη
όπου περνούσα οδοιπορώντας
και την αντάμωσα παντού
σα μια καρδιά διαμοιρασμένη.
Και πόσα σύνορα ιαματικά
δε ξεθρονίσανε την εξορία μου
μοιράζοντας μαζί μου το ψωμί
τον κίνδυνο, τη στέγη, το κρασί;
Ο κόσμος άνοιξε τα σύδεντρά του
και μπήκα όπως μπαίνει
ο Γιάννης μέσ' στο σπίτι του
ανάμεσα από δυο στίχους τρυφερότητας.
Έχω στο Νότο τόσους φίλους
το ίδιο όπως στο Βορρά,
να βασιλέψει δε μπορεί ο ήλιος
ανάμεσα στους φίλους μου στην Ανατολή,
και πόσοι να ’ναι εκεί στη Δύση; [....]
Από παντού έχω μαζέψει
το μέλι που το χάφτουν οι αρκούδες,
τη βυθισμένη άνοιξη,
το θησαυρό τον ελεφάντινο,
και τούτο το χρωστάω στους δικούς μου,
στους κρυσταλλένιους συγγενείς μου.
Μ' έχει ταυτίσει ο λαός
και να ’μαι λαός δεν έπαψα ποτέ.
Είχα μες στην παλάμη του χεριού μου
τον κόσμο με τ' αρχιπελάγη του,
κι επειδή είμαι από κείνους
που ποτέ δεν παραιτούνται
δεν παραιτήθηκα απ' την καρδιά μου,
απ' τα όστρακα και τ' άστρα.
Απ' τις φορές τις τόσες, που γεννήθηκα
έχω μια πείρα από αρμύρα
όπως τα πλάσματα της θάλασσας
με ουράνιους αταβισμούς
και με προορισμό επίγειο.
Κι έτσι κινούμαι χωρίς να ξέρω
σε ποιον θα ξαναπάω κόσμο
ή αν συνεχίσω ζωντανός.
Ώσπου τα πράματα να ξεδιαλύνουν
αφήνω εδώ τη μαρτυρία μου,
το ποντοπόρο μου εστραβαγάριο
που διαβάζοντάς το πολύ
κανείς να μη μπορεί να καταλάβει τίποτα,
εξόν απ' την αέναη κίνηση
μιανού ανθρώπου ξεκάθαρου και συγκεχυμένου,
ενός ανθρώπου βροχερού και χαρωπού,
αεικίνητου και φθινοπωρινού.
Και τώρα πίσω από τούτο το φύλλο
φεύγω και δεν εξαφανίζομαι:
θα δώσω ένα πήδημα μες τη διαφάνεια
σαν κολυμβητής του ουρανού,
και σε λίγο ξανά θα θεριέψω
ως να γενώ μια μέρα τόσο μικρός
που θα με πάρει ο άνεμος
και δε θα ξέρω πώς με λένε
και δε θα υπάρχω όταν ξυπνήσω:
τότε θα ιστορήσω εν σιωπή.

Pablo Neruda, Estravagario
Μετάφραση Δανάης Στρατηγοπούλου
.....με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης
«Έχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ό,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Όσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι' αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ίσως απ' αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές "Ποιητικές Πραμάτειες" που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης».
Pablo Neruda
«Ένας αυθεντικός ποιητής, από εκείνους που έχουν καλλιεργήσει τις αισθήσεις τους σ’ έναν κόσµο που δεν είναι ο δικός µας και που ελάχιστοι τον αντιλαµβάνονται. Ένας ποιητής πιο κοντά στο θάνατο παρά στη φιλοσοφία• πιο κοντά στον πόνο παρά στη διανόηση• πιο κοντά στο αίµα παρά στο µελάνι. Παραµένει απέναντι στον κόσµο γεµάτος ειλικρινή έκπληξη και του λείπουν τα δύο εκείνα στοιχεία µε τα οποία έχουν ζήσει τόσοι και τόσοι ψευδοποιητές: το µίσος και η ειρωνεία. Όταν πάει να γίνει τιµωρός και σηκώνει το σπαθί, βρίσκεται ξαφνικά µ’ ένα πληγωµένο περιστέρι ανάµεσα στα δάχτυλά του».
Federico García Lorca, για τον Pablo Neruda
«Ξέρω πως, αν κάποια µέρα ξαναπάµε στην Isla Negra, ο κόσµος του Πάµπλο θα µπει µέσα από κείνη την πόρτα και θα βρούµε σε κάθε πέτρα, σε κάθε φύλλο, σε κάθε κρώξιµο γλάρου, την πάντα ζωντανή ποίηση του ανδρός αυτού, που τόσο πολύ τα αγάπησε».
Julio Cortázar