Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

"Το κατάλαβα πως με είχαν δολοφονήσει, μα δεν με βρήκαν, ποτέ δεν με βρήκαν....", Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα


Federico Garcia Lorca, Rinaldo Hopf 

Κι όποιος φοβάται το θάνατο θα τον φορτωθεί στη ράχη του....

«Νεκρός, τουφεκισμένος στη Γρανάδα, ο κακοθάνατος ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα! Ολέ!»
Μ' αυτή την τυπικά σπανιόλικη κραυγή δέχτηκα στο Παρίσι την είδηση για το θάνατο του Λόρκα, του καλύτερου φίλου των ταραγμένων εφηβικών μου χρόνων.

Αυτό το επιφώνημα που βιολογικά βγαίνει απ' το στόμα όσων αγαπούν τις ταυρομαχίες κάθε φορά που ο ματαντόρ πετυχαίνει ένα ωραίο "πασέ" ή που ξεπηδάει από το λάρυγγα αυτών που εκπαιδεύουν τους τραγουδιστές των φλαμένκος, το φώναξα στην περίπτωση του θανάτου του Λόρκα, δείχνοντας μ' αυτό σε ποιο βαθμό έκλεινε η μοίρα του με μια τραγική και τυπικά σπανιόλικη επιτυχία.

Τουλάχιστον πέντε φορές την ημέρα ο Λόρκα υπαινισσόταν το θάνατό του. Την νύχτα δεν μπορούσε ν' αποκοιμηθεί αν πολλοί μαζί δεν πηγαίναμε να τον "βάλουμε στο κρεβάτι". Ακόμα κι αφού ξάπλωνε έβρισκε τρόπο να παρατείνει, για χρόνο απροσδιόριστο, τις πιο εξαίσιες ποιητικές συζητήσεις που ΄γιναν στον αιώνα μας. Σχεδόν πάντα κατέληγε να συζητάει για το θάνατο και προπάντων για το δικό του θάνατο. 

Ο Λόρκα μπορούσε να μιμείται και να τραγουδάει όλα για όσα μιλούσε και συγκεκριμένα για το θάνατο του. Τον σκηνοθετούσε παίζοντας παντομίμα: 

"Να, έλεγε, πώς θα 'μαι τη στιγμή του θανάτου μου" 

Κι ύστερα χόρευε ένα είδος οριζόντιο μπαλέτο, που παράσταινε τις απότομες κινήσεις του κορμιού του την ώρα της κηδείας του, όταν το φέρετρο θα κατέβαινε κάποια απόκρημνη πλαγιά της Γρανάδας. Έπειτα μας έδειχνε πώς θα 'ναι το πρόσωπο του λίγες ημέρες μετά το θάνατό του. Και τα χαρακτηριστικά του, που συνήθως δεν ήταν όμορφα, φωτίζονταν από μια άγνωστη ομορφιά και μάλιστα από υπερβολική χάρη. Τότε, σίγουρος για την εντύπωση που μας είχε προκαλέσει, χαμογελούσε λαμποκοπώντας για το θρίαμβο που του χάριζε η απόλυτη λυρική κυριαρχία πάνω στους θεατές του».
Salvator Dali, «Requiem για το Λόρκα» 

Portrait of Garcia Lorca - Salvador Dali

Τρέμω με την ιδέα του θανάτου...

Αν
 όμως ο Λόρκα παρίστανε το θάνατό του, αυτό δε σημαίνει πως δεν τον φοβόταν. Αντίθετα, αγαπούσε με πάθος τη ζωή και ένιωθε τέτοιο φόβο στην ιδέα του θανάτου, που τον έπιανε αγωνία προκειμένου να διασχίσει ένα δρόμο σε ώρα μεγάλης κίνησης, σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που τον ήξεραν.

Στο φίλο του Κάρλος Μόρλα είχε πει την άνοιξη του 1935: "Τρέμω με την ιδέα του θανάτου. Όχι για το τι θα γίνει μετά. Αυτό δε με νοιάζει. Με κάνει όμως να νιώθω φρίκη η ιδέα πως θα υπήρχε η πιθανότητα να νιώσω πως φεύγω, πως θα πρέπει να αποχαιρετήσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Αγαπώ πολύ τον εαυτό μου". Επί τέσσερις ημέρες, στο κρατητήριο της πολιτοφυλακής, ο ποιητής ένιωσε πως φεύγει, είπε αντίο στον εαυτό του. Έτσι επαληθεύτηκε αυτό που ο ίδιος είχε γράψει σ' ένα του ποίημα: "Κι όποιος φοβάται το θάνατο θα τον φορτωθεί στη ράχη του".

Πέρα και πάνω από το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει μέχρι και σήμερα, ό,τι αφορά τον τάφο του Λόρκα, είναι γεγονός ότι αυτές οι "μυστηριώδικες και αισχρές συνθήκες της εκτελέσεως του κακορίζικου του Λόρκα υπό των φασιστών" (Ν. Εγγονόπουλος) αποτελούν την πιο συνεπή "δικαίωση" μιας ζωής σφραγισμένης ανεξίτηλα από το μυστήριο του θανάτου.


Δωρεάν η ζωή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα δωρεάν ο θάνατος....

Τι κι αν κατέχεις τις στράτες, ο θάνατος καρτεράει, σε σημαδεύει, μια φάρσα είναι ...και αυτή τη φάρσα του θανάτου την τραγούδησε, τη χόρεψε στη σύντομη ζωή του ο Ανδαλουσιανός ποιητής. 

Duende, υποδοχή του θανάτου και σιωπηλή ενατένισή του.

«Δωρεάν η ζωή Φεδερίκο 

Γκαρθία Λόρκα δωρεάν ο θάνατος......
Δωρεάν η όραση....δωρεάν η τυφλότητα.»
Νίκος Καρούζος


Federico Garcia Lorca, Ιούλιος 1936

Κόρδοβα

Κόρδοβα μακρινή και μόνη
πουλάρι μαύρο, φεγγάρι γεμάτο
κι ελιές στο δισάκι μου
Αν και τους ξέρω τους δρόμους
ποτέ δε θα φτάσω στην Κόρδοβα

Αχ τι ατέλειωτος δρόμος
Αχ πουλάρι μου γενναίο
Ο θάνατος αχ με καρτεράει
προτού να φτάσω στην Κόρδοβα 

Μέσα από τον κάμπο
μέσα από τον άνεμο
πουλάρι μαύρο, φεγγάρι κόκκινο
Ο θάνατος με παραμονεύει 
από τους πύργους της Κόρδοβας


Αποχαιρετισμός

Αν πεθάνω
άσε το μπαλκόνι ανοιχτό

Τρώει πορτοκάλια το παιδί
απ’ το μπαλκόνι μου το βλέπω
Θερίζει ο θεριστής τα στάχυα
απ’ το μπαλκόνι τον ακούω.

Αν πεθάνω
άσε το μπαλκόνι ανοιχτό

Από το  δίσκο F.G.Lorca (1969) σε μουσική  Γιάννη Γλέζου. 
Απόδοση στα ελληνικά: Λευτέρης Παπαδόπουλος, ενορχήστρωση: Νίκος Μαμαγκάκης


....δύσκολα γελιέμαι σ' ό,τι έχει σχέση με προαισθήσεις 

Ποιητική ενόραση;
 «Εγώ δύσκολα γελιέμαι σ' ό,τι έχει σχέση με προαισθήσεις», έλεγε ο ίδιος. 

Το κατάλαβα πως με είχαν δολοφονήσει
Ερεύνησαν  τα καφενεία, τα νεκροταφεία
και τις εκκλησίες
Έψαξαν τα βαρέλια και τα ντουλάπια
Εσύλησαν τρεις σκελετούς για να τραβήξουν
τα χρυσά δόντια
Μα δεν με βρήκαν
Ποτέ δεν με βρήκαν;
Όχι ποτέ δεν με βρήκαν.
(Μύθος και κυκλικό τραγούδι για τρεις φίλους, 
 Ο Ποιητής στη Νέα Υόρκη, μτφρ. Τάσου Λιγνάδη)

*********************************************

Μεσ' απ' τα κλαριά της δάφνης
είδα δυο γκρίζα περιστέρια.
Το 'να ήταν ο ήλιος,
τ 'άλλο το φεγγάρι.
Γειτονάκια μου, τους είπα,
που 'ν' ο τάφος μου;
Στην ουρά μου, είπε ο ήλιος.
Στο λαρύγγι μου, είπε το φεγγάρι.
……………………………………………………

("Κασίντα των σκούρων περιστεριών", 
συλλογή "Ντιβάν του Ταμαρίτ", μετ. Ανδρέα Αγγελάκη)


Federico Garcia Lorca 1934 - the pain 


....η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε να πεθάνουμε.....

«μια κι ο Θάνατος / (με χέρια λευκά μακρύτατα /που στρώνουν κάθε ζάρα) /ολοσχερώς θα λειάνει τον νου μας» ( ε.ε. κάμμινγκς ), «δεν έχουμε παρά ένα καταφύγιο ενάντιά του, να κάνουμε τέχνη πριν από αυτόν» (Ρενέ Σαρ )

Η ποίηση έχει τη δύναμη να δημιουργεί νέες υπερπραγματικότητες. Στο οδυνηρό και αδυσώπητο γεγονός του θανάτου, ο Λόρκα αντιπαραθέτει ένα καθαρά γήινο όπλο, το τραγούδι. 

Με το τραγούδι του, ο ποιητής του "Θρήνου για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας", εντάσσει τον θαυμαστό για την ομορφιά και τη δύναμή του ταυρομάχο, στον άφθαρτο ποιητικό χρόνο: 

Τους άνδρες θέλω εδώ να ιδώ με τη φωνή την άγρια
Που τιθασεύουν άλογα, ποτάμια κυβερνάνε
Που σύγκορμα τραντάζονται καθώς τραγούδια λένε
Με ήλιο και πετροχάλικα στο φλογερό τους στόμα

Εδώ να’ρθούνε να τους δω. Μπροστά σ’αυτή την πέτρα
Μπροστά σε τούτο το κορμί με τα σπασμένα γκέμια
Εδώ να’ρθούνε να μου ειπούν ποιος δρόμος τώρα μένει
Για τούτον τον παλικαρά που ο θάνατος ορίζει

Θέλω έναν θρήνο να μου ειπούν να μοιάζει σαν ποτάμι
Με καταχνιές ανάλαφρες και δασωμένες όχτες



Κανείς δε σε γνωρίζει πια. Μα εγώ σε τραγουδάω 

Γι’αυτούς που θα’ρθουν τραγουδώ τη χάρη κι ομορφιά σου

Τη μεστωμένη γνώση σου, του νου τη φρονιμάδα
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γέψη των χειλιών σου 
Τη θλίψη που είχε μέσα της η γελαστή χαρά σου



Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας (1969 )
Απόδοση στα Ελληνικά: Νίκος Γκάτσος
Σύνθεση & διεύθυνση ορχήστρας: Σταύρος Ξαρχάκος
Αφήγηση: Μάνος Κατράκης
Ερμηνεία: Κώστας Πασχάλης



Η λυτρωτική δύναμη της ποίησης, λανθάνουσα στο "Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας",  είναι  εμφανέστερη  στην "Ωδή στον Γουόλτ Χουίτμαν" (Ο ποιητής στη Νέα Υόρκη). Η εποχή της βασιλείας του σταχυού είναι η φωτεινή υπόσχεση που μεταφέρει κάθε μεταρομαντικό ποίημα πίσω από τη σκοτεινή απειλή του θανάτου : 

[....] Θέλω ο σφοδρός αγέρας της πιο τρίσβαθης νύχτας
να παρασύρει άνθη και λέξεις απ' το γεφυρότοξο όπου κοιμάσαι,
κι ένας μικρός αράπης ν' αναγγείλει στους λευκούς του χρυσού
τον ερχομό της βασιλείας του σταχυού.


Ωδή στον Γουόλτ Χουίτμαν μτφρ.Κλείτος Κύρου
(από το βιβλίο "Ξένες Φωνές", εκδ. Κέδρος, 1978)



"Μεταξύ του θνήσκειν και του μη θνήσκειν διάλεξα την κιθάρα", λέει ο Pablo Neruda κι ο Λόρκα ξέρει πως δεν το μπορείς κι ούτε ωφελεί να πεις στην κιθάρα να πάψει, όταν αρχίζει το θρήνο της: 

Η κιθάρα

Μάνος Λοΐζος, Σούλα Μπιρμπίλη (1965)

Αρχίζει ο θρήνος της κιθάρας
σπάζουν οι κούπες της αυγής.
Αρχίζει ο θρήνος της κιθάρας.
Δεν ωφελεί κι αν πεις να πάψει.
Δεν το μπορείς να πεις να πάψει.


Κλαίει, κλαίει μονότονα
όπως κλαίει το νερό
όπως κλαίει ο άνεμος
πάνω απ’ το χιόνι.

Άϊ κιθάρα, άϊ καρδιά
πληγωμένη, 
πληγωμένη από πέντε λόγχες.





Στο θεατρικό έργο του Λόρκα."Μαριάννα Πινέδα", η Μαριάννα, υπαρκτή εθνική ηρωίδα της Ισπανίας του 19ου αιώνα και μια από τις πιο μεγάλες συγκινήσεις των παιδικών χρόνων του Λόρκα, πριν οδηγηθεί στην αγχόνη, έμεινε έγκλειστη σ' ένα κελί ελπίζοντας, ως την τελευταία στιγμή, ότι οι φίλοι της θα τη σώσουν.Ο χορός καλείται να αντισταθμίσει τη θλίψη για το θάνατο της Μαριάννας: 


Μέρα γεμάτη θλίψη

Απόδοση στα ελληνικά: Λευτέρης Παπαδόπουλος 
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Μανώλης Μητσιάς & Τάνια Τσανακλίδου
Δίσκος, Αχ, έρωτα, 1974. 

Μέρα γεμάτη θλίψη στη Γρανάδα
κλαίνε κι οι πέτρες της ακόμα
Σαν βλέπουν να πεθαίνει στην κρεμάλα
γιατί δεν πρόδωσε η όμορφη Μαριάννα

Κοντραβαντιέρης είμαι εγώ
κι όπου μ’ αρέσει πάω
Τα βάζω με τον αρχηγό
κανέναν δε ρωτάω

Χάι, χάι, χάι 
Στήστε χορό κορίτσια
Χάι, χάι, χάι
Στήστε χορό
Χάι, χάι...



Οι ποιητές δεν πεθαίνουν πραγματικά......

Η ποιητική παρουσία του Λόρκα  όπως και η μυστηριώδης δολοφονία του έχουν εμπνεύσει έναν κύκλο ποιημάτων. Κι εδώ η λυτρωτική δύναμη του τραγουδιού, η παρηγορητική λειτουργία της ποίησης επιχειρεί και πετυχαίνει να αποσπάσει τον ποιητή από τη μοίρα των νεκρών "που λησμονιούνται"  και να τον οδηγήσει στην άλλη εκείνη διάσταση του διηνεκούς.


Κι ας "το γνωρίζει πια ο καθείς
πως
από καιρό τώρα
― και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα ―
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς" (Νίκος Εγγονόπουλος) .... 

πάντα κάποιος τροβαδούρος θα βρίσκεται να παίζει στην κιθάρα του μουσικές και στίχους παραμυθητικούς ... να γράφει μπαλάντες στους ένδοξους ή άδοξους ποιητές των αιώνων....




Ο ποιητής και ο θάνατος:

(…) Μιλούσε ο Φεδερίκο,
και χαριεντίζονταν με το θάνατο. Εκείνος πρόσεχε.

"Σύντροφε, επειδή χτες μέσα στο στίχο μου
ακούστηκε ο χτύπος της ξερής σου παλάμης,
κι έδωσες την παγωνιά σου στο τραγούδι μου, και την κόψη
του ασημένιου σου δρεπανιού στην τραγωδία μου,
θα σου τραγουδήσω τη σάρκα που δεν έχεις, 
τα μάτια που σου λείπουν,
τα μαλλιά σου που τα 'παιζε ο άνεμος, 




Ο Λόρκα το 1925, όπως τον φωτογράφισε ο Μπουνιουέλ.



Ωδή στον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα 

[...] τώρα, που κανένας δεν απόμεινε ανάμεσα στα βράχια,

ας μιλήσουμε απλά, όπως είσαι κι όπως είμαι:
τι χρειάζονται τα ποιήματα, παρά για τη δροσιά;
Τι χρειάζονται τα ποιήματα, παρά για τη νύχτα εκείνη
που μας κεντρίζει με πικρό εγχειρίδιο, για τη μέρα εκείνη,
για εκείνο το σούρουπο, για εκείνη τη σπασμένη γωνιά
όπου η χτυπημένη καρδιά του ανθρώπου προετοιμάζεται
για θάνατο;

Ο υπερρεαλισμός της ατέρμονος ζωής

[...]

ο ποιητής
την άρνηση του θανάτου φέρνει μαζί του
κι’ ακόμη
είν’ αυτός τούτος
του θανάτου η άρνηση

κι’ έτσι
το νεκρικό κιβούρι του ποιητού
θα γενή πάλε η σαρμανίτσα του
του τάφου του το κυπαρίσσι
πάλι η κουδουνίστρα
που θα κραδαίνη
στα φωτεινά τα χέρια
του.

Νίκος Εγγονόπουλος, "Υπερρεαλισμός της ατέρμονος ζωής"


Ο Θάνατος Του Ποιητή

Στίχοι: Πυθαγόρας
Μουσική: Απόστολος Καλδάρας
Γιώργος Νταλάρας

Γιατί τον σκότωσαν γιατί
τον γελαστό τον ποιητή
αυγούλα στη Γρανάδα
αυτός εκένταγε φιλιά
αυτός ζωγράφιζε πουλιά
και κρίνα στην κοιλάδα

Το σούρουπο οι Παναγιές
θρηνούν στον ελαιώνα
και του κορμιού του οι πληγές
κατάρες είναι και ντροπές
στον εικοστό αιώνα

Γιατί τον σκότωσαν γιατί
τον γελαστό τον ποιητή
μες του Βηθνάρ το ρέμα
κι αυτός ακόμα γελαστός
παρακαλάει να 'ν' αυτό
το τελευταίο αίμα

Federico Garcia Lorca, 1927. Been to his house, and Parque Garcia Lorca. It's amazing.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου