Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

Tấm Cám, η Σταχτοπούτα του Βιετνάμ στο μονοπάτι της φώτισης


_____________


Ροδώπις, η αρχαιότερη εκδοχή της Σταχτοπούτας

Το παραμύθι «Tấm Cám», η βιετναμέζικη εκδοχή της Σταχτοπούτας, είναι ένα από τα πιο δημοφιλή μαγικά παραμύθια στον κόσμο. Πτυχές της ιστορίας της Σταχτοπούτας πιθανότατα έχουν αρχαία προέλευση. Ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός Στράβων, τον 1ο αι. π.Χ., στα Γεωγραφικά του, αναφέρει, μια ιστορία που μοιάζει με το παραμύθι της Σταχτοπούτας, για ένα κορίτσι που ονομαζόταν Ροδώπις (σημαίνει «η ροδομάγουλη»), με άσπρο δέρμα και ρόδινα μάγουλα, που ζούσε στην ελληνική αποικία Ναύκρατη στην αρχαία Αίγυπτο. Αυτή πιστεύεται ότι είναι η παλαιότερη γνωστή εκδοχή της ιστορίας: 

«Λένε την υπέροχη ιστορία ότι, καθώς εκείνη έπαιρνε το λουτρό της, ένας αετός άρπαξε ένα από τα σανδάλια της από την υπηρέτριά της και το μετέφερε στη Μέμφιδα. Κι ενώ ο βασιλιάς απέδιδε τη δικαιοσύνη στο ύπαιθρο, ο αετός, όταν έφτασε πάνω από το κεφάλι του, πέταξε το σανδάλι στην αγκαλιά του.


Ένας αετός κλέβει το σανδάλι της Ροδώπιδος
Πηγή: https://www.thebasketgallery.gr/
__________________

Και ο βασιλιάς, συγκινημένος τόσο από το όμορφο σχήμα του σανδαλιού όσο και από το παράξενο που είχε συμβεί, έστειλε άνδρες προς όλες τις κατευθύνσεις στη χώρα για να αναζητήσουν τη γυναίκα που φορούσε το σανδάλι. Κι όταν αυτή βρέθηκε στην πόλη Ναύκρατι, οδηγήθηκε στη Μέμφιδα, όπου έγινε γυναίκα του βασιλιά».

Στράβων, Γεωγραφικά Βιβλίο 17, 1.33


Ο βασιλιάς, συγκινημένος από το όμορφο σχήμα του σανδαλιού
The Egyptian Cinderella by Shirley Climo, illustrated by Ruth Heller, 1989.
______________

Δομή και Μοτίβα στην ιστορία της «Αθώας Διωκόμενης Ηρωίδας»

Στο πρώτο μέρος της βιετναμέζικης εκδοχής της Σταχτοπούτας, μέχρι δηλαδή, τον γάμο της Tấm με τον ηγεμόνα, η ιστορία συμπίπτει με την πλοκή των περισσότερων ευρωπαϊκών παραλλαγών της Σταχτοπούτας. Το θέμα του παραμυθιού  – η συνεχής, σκληρή δίωξη μιας αθώας ηρωίδας από μια μητριά και λιγότερο όμορφες μεγαλύτερες ή ετεροθαλείς αδερφές, και η τελική της επίτευξη ευημερίας – εμφανίζεται στις παραδόσεις των λαϊκών παραμυθιών πολλών πολιτισμών και αναφέρεται ευρέως ως η «ιστορία της Σταχτοπούτας». Το 1893, η Marian Cox συνέλεξε 345 εκδοχές της Σταχτοπούτας και μέχρι το 1951, σύμφωνα με τα στοιχεία της Anna Birgitta Rooth στο βιβλίο «Ο Κύκλος της Σταχτοπούτας», είχαν εντοπιστεί περισσότερες από 700 παραλλαγές αυτού του τύπου παραμυθιού. Αναμφίβολα, υπάρχουν ακόμη περισσότερες που πρέπει να προστεθούν. 

Οι γενικές παράμετροι αυτής της ιστορίας (ταξινόμηση Aarne Thompson 510A) επικεντρώνονται σε ένα ορφανό κορίτσι που υφίσταται την κακοποιητική συμπεριφορά της μητριάς και της ετεροθαλούς αδερφής της μετά τον θάνατο της μητέρας της. Η ηρωίδα βοηθιέται από ένα υπερφυσικό ον να αντιμετωπίσει τους διώκτες της και στο τέλος της ιστορίας, χάρη σε ένα μαγικό αντικείμενο (συνήθως ένα παπούτσι), αναγνωρίζεται η πραγματική της αξία και επιτυγχάνει τον γάμο της με έναν βασιλιά ή έναν πρίγκιπα.

Όσον αφορά τη δομή της ιστορίας, οι εκδοχές της «αθώας καταδιωκόμενης ηρωίδας» σε όλο τον κόσμο μπορούν να χωριστούν σε δύο κύριους τύπους. Στον πρώτο τύπο, η ιστορία τελειώνει όταν το ορφανό κορίτσι παντρεύεται έναν βασιλιά ή έναν πρίγκιπα. Αυτή είναι η τυπική δομή των εκδοχών της Σταχτοπούτας στην Ευρώπη. Οι παραλλαγές των Perrault και Grimm συνήθως υλοποιούν αυτή τη δομή. Ο δεύτερος τύπος αποτελείται από ιστορίες που δεν έχουν το απλό ευτυχές τέλος με τον πλούσιο, ευτυχισμένο γάμο του ορφανού κοριτσιού, αλλά συνεχίζονται μετά τον γάμο με τα μοτίβα του φόνου, της αντικατάστασης, της μετενσάρκωσης, της επανένωσης και της τιμωρίας. 


Το παραμύθι «Tấm Cám», η βιετναμέζικη εκδοχή της Σταχτοπούτας
 ______________


Η σκληρή μητριά της Tấm

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η Tấm και η Cám, δύο αδερφές με τον ίδιο πατέρα αλλά διαφορετικές μητέρες. Οι δύο αδερφές ήταν σχεδόν στην ίδια ηλικία. Η Tấm ήταν κόρη της πρώτης γυναίκας, η Cám ήταν κόρη της δεύτερης. Η μητέρα της Tấm πέθανε όταν η Tấm ήταν μικρή και ο πατέρας της, που συχνά παραπονιόταν ότι δεν είχε γιο για να συνεχίσει την προγονική λατρεία, μετά από τρία χρόνια ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε ακόμα μια κόρη που ονομάστηκε Cám. Η Cám ήταν όμορφη, αλλά η Tấm ήταν ανώτερη σε νοημοσύνη και ομορφιά. Λίγα χρόνια αργότερα, πέθανε και ο πατέρας της Tấm κι εκείνη ζούσε με τη μητριά της και την ετεροθαλή αδελφή της. 

Αλλά η μητριά της ήταν πολύ σκληρή μαζί της. Κάθε μέρα, η Tấm ήταν υποχρεωμένη να εργάζεται σκληρά, να βόσκει τα βουβάλια, να κουβαλάει νερό, να κόβει πατάτες και να μαζεύει τα σκουπίδια. Το βράδυ έπρεπε να αλέθει ρύζι και να το κοπανίζει χωρίς να καταφέρνει να τελειώσει τη δουλειά της. Εν τω μεταξύ, η Cám ήταν περιποιημένη, έτρωγε καλό φαγητό, ντυνόταν με ωραία ρούχα και έμενε στο σπίτι όλη μέρα χωρίς να χρειάζεται να κάνει τίποτα. Κακομαθημένη όμως όπως ήταν, ζήλευε φοβερά την Tấm.


Κάθε μέρα, η Tấm ήταν υποχρεωμένη να εργάζεται σκληρά.
_______________


Μια μέρα, η μητριά έδωσε σε κάθε μία από τις δύο αδερφές ένα καλάθι και τους είπε να πάνε για ψάρεμα στα χωράφια με ρύζι, όπου οι εποχιακές πλημμύρες φέρνουν πολλά μικρά υδρόβια πλάσματα, τα οποία οι χωρικοί προσθέτουν στην καθημερινή τους διατροφή. Τα δύο κοριτσάκια, η καθεμία με ένα καλάθι ψαρέματος στο χέρι, πήγαν να εξερευνήσουν τη μαλακή λάσπη των ρυζοχώραφων. Η μητριά τους είχε υποσχεθεί ότι «όποια γεμίσει το καλάθι της θα ανταμειφθεί με ένα κόκκινο μπούστο». Όταν πήγαν στη λίμνη, η Tấm, που είχε συνηθίσει να πιάνει ψάρια, καβούρια και γαρίδες, γρήγορα γέμισε το καλάθι της. Εν τω μεταξύ, η Cám περιπλανιόταν χαλαρά κυνηγώντας πεταλούδες, μέχρι που το απόγευμα δεν είχε πιάσει ακόμα τίποτα. Ωστόσο, δεν ήθελε να χάσει το κατακόκκινο μπούστο κι έτσι, όταν πέρασαν δίπλα από μια λίμνη, είπε στη μεγαλύτερη αδερφή της: 

— Αδελφή Tấm, αδελφή Tấm! Τα μαλλιά σου είναι λασπωμένα! Αν η μητέρα μας σε δει έτσι βρόμικη, σίγουρα θα δυσαρεστηθεί και θα σε τιμωρήσει. Βούτηξε λοιπόν σε αυτή τη λίμνη να πλύνεις τα μαλλιά σου.


Η Tấm λούζει τα μαλλιά της ενώ η ετεροθαλής αδερφή της, η Cám, της κλέβει τα ψάρια
______________


Ο Βούδας και ο γοβιός

Η Tấm, εύπιστη και καλοπροαίρετη όπως ήταν, ακολούθησε τη συμβουλή της μικρότερης αδερφής της και αφήνοντας το καλάθι της στην όχθη, βούτηξε στο νερό. Η Cám άδραξε την ευκαιρία να ρίξει όλα τα ψάρια της Tấm στο καλάθι της και έτρεξε πρώτη σπίτι για να τα δείξει στη μητέρα της. Όταν η Tấm πλησίασε, βρήκε άδειο το δικό της καλάθι. Κάλυψε το πρόσωπό της κι άρχισε να κλαίει απελπισμένη. Εκείνη τη στιγμή, ο Βούδας, που καθόταν σ’ έναν θρόνο από λωτό, άκουσε το κλάμα της Tấm, εμφανίστηκε και ρώτησε:

Γιατί κλαις;

Η Tấm διηγήθηκε την ιστορία στον Βούδα. Ο Βούδας είπε:

— Σταμάτα να κλαις! Κοίτα στο καλάθι και δες αν υπάρχει κάτι άλλο.

Η Tấm κοίταξε το καλάθι και είπε:

— Μόνο ένας γοβιός έμεινε.

Φέρε τον στο σπίτι και βάλ' τον στο πηγάδι για να μεγαλώσει. Σε κάθε γεύμα, από τα τρία μπολ της τροφής, να τρως τα δύο και να βάζεις το τρίτο στον γοβιό. Κάθε φορά που τον ταΐζεις, θυμήσου να τον φωνάζεις έτσι:

Μπανγκ μπανγκ
Έλα να φας το χρυσό και το ασημένιο ρύζι μας,
μην τρως μπαγιάτικο ρύζι ή χυλό από τα σπίτια άλλων ανθρώπων.

Ο Βούδας πρόσθεσε:

— Αν δεν το πεις σωστά, δεν θα εμφανιστεί, να το θυμάσαι!


Το ψάρι ανέβαινε στην επιφάνεια για να φάει τους κόκκους ρυζιού, που έριχνε μέσα η Tấm.
_________________

Αφού το είπε αυτό, ο Βούδας εξαφανίστηκε. Η Tấm ακολούθησε τα λόγια του Βούδα και έριξε το ψάρι μέσα στο πηγάδι. Από εκείνη την ημέρα, δεν ένιωθε πια μόνηΜετά από κάθε γεύμα, η Tấm φύλαγε λίγο ρύζι και το έκρυβε για να το δώσει στο ψάρι. Ερχόταν κρυφά, προσέχοντας πολύ να μην μάθει κανείς το μυστικό της. Κάθε φορά που η Tấm έλεγε το ξόρκι, το ψάρι στριφογύριζε και ανέβαινε στην επιφάνεια για να φάει τους κόκκους ρυζιού. Η κοπέλα και το ψάρι είχαν γίνει φίλοι, και το ψάρι μεγάλωνε. Βλέποντας ότι η Tấm έφερνε συχνά ρύζι στο πηγάδι μετά από κάθε γεύμα, η μητριά κάτι υποψιάστηκε και είπε στην Cám να πάει να κατασκοπεύσει. Εκείνη κρύφτηκε στους θάμνους δίπλα στο πηγάδι και άκουσε την Tấm να φωνάζει το ψάρι, οπότε το αποστήθισε και επέστρεψε να το πει στη μητέρα της.

Εκείνο το βράδυ, η μητριά είπε στην Tấm να σηκωθεί νωρίς αύριο το πρωί για να βοσκήσει τα βουβάλια και της έδωσε την εξής οδηγία:

— Παιδί μου! Αύριο που θα πας για βοσκή τα βουβάλια, θα πρέπει να τα πας σ’ ένα μακρινό χωράφι. Μην τα βοσκήσεις στο χωράφι μας, αλλιώς θα τα πάρει το χωριό. 

Η Tấm υπάκουσε και το επόμενο πρωί έβγαλε τα βουβάλια μακριά για βοσκή. Στο σπίτι, η μητέρα και η κόρη της έφεραν ένα μπολ με ρύζι στο πηγάδι και κάλεσαν τον γοβιό να φάει, ακριβώς όπως ακριβώς έκανε η Tấm. Ακούγοντας το κάλεσμα, ο γοβιός αναδύθηκε. Η μητριά και η Cám ήταν έτοιμες, τον έπιασαν, τον έφεραν σπίτι, τον μαγείρεψαν και τον έφαγαν. Το απόγευμα, η Tấm έφερε τα βουβάλια σπίτι και, αφού έφαγε και ήπιε, πήρε το μπολ με το ρύζι που είχε φυλάξει για το πηγάδι. Η Tấm συνέχισε να φωνάζει, αλλά ο γοβιός δεν εμφανίστηκε όπως συνήθως. Η Tấm συνέχισε να φωνάζει και τελικά είδε μόνο μια στάλα αίμα να επιπλέει στην επιφάνεια του νερού. Γνωρίζοντας ότι κάτι κακό είχε συμβεί στο ψάρι, η Tấm ξέσπασε σε κλάματα. Ο Βούδας εμφανίστηκε ξανά και ρώτησε:

— Γιατί κλαις;

Η Tấm είπε την ιστορία στον Βούδα κι εκείνος είπε:

Κάποιος έφαγε τον γοβιό σου. Σταμάτα να κλαις, πήγαινε σπίτι και μάζεψε τα ψαροκόκαλά του, βάλ' τα σε τέσσερα βάζα και θάψ’ τα κάτω από τα τέσσερα πόδια του κρεβατιού σου για εκατό μέρες.

Η Tấm έκανε όπως της είπε ο Βούδας έψαξε σε κάθε γωνιά του κήπου και της αυλής, αλλά δεν τα βρήκε. Ένας πετεινός την είδε να ψάχνει, λάλησε και της είπε:

— Κλακ, κλακ! Δώσε μου λίγο ρύζι και θα ξεθάψω τα ψαροκόκαλα για σένα!

Η Tấm μάζεψε μια χούφτα ρύζι και την πέταξε στον πετεινό, που έτρεξε στην κουζίνα και αφού έσκαψε για λίγο, βρήκε τα ψαροκόκκαλα. Η Tấm τα μάζεψε, τα έβαλε σε βάζα και τα έθαψε κάτω από από τα τέσσερα πόδια του κρεβατιού της, όπως της είχε πει ο Βούδας.


Ο Βούδας, καθισμένος σ’ έναν θρόνο από λωτό, είναι ο μαγικός βοηθός της Tấm
__________________

Η βασιλική γιορτή

Λίγο αργότερα, ο βασιλιάς διοργάνωσε για γιορτή που κράτησε αρκετές μέρες και νύχτες. Γέροι και νέοι, άνδρες και γυναίκες απ’ όλα τα χωριά συγκεντρώθηκαν με ανυπομονησία να παρακολουθήσουν. Η Cám και η μητέρα της αγόρασαν όμορφα ρούχα για να πάνε στη γιορτή. Βλέποντας ότι και η Tấm ήθελε να πάει, η μητριά την κοίταξε άγρια. Πήρε ένα καλάθι καστανό  ανακατεμένο με λευκό ρύζι και είπε στην Tấm:

— Πρέπει πρώτα να ξεχωρίσεις το καστανό από το λευκό ρύζι, σε δυο καλάθια και τότε μόνο μπορείς να έρθεις στην γιορτή. Αν γυρίσω και δεν βρω το ρύζι έτοιμο για μαγείρεμα, θα τιμωρηθείς αυστηρά.

Μητέρα και κόρη ντύθηκαν και ξεκίνησαν. Η Tấm ξεκίνησε να δουλεύει, αλλά η ώρα περνούσε και δεν είχε καταφέρει να ξεχωρίσει ούτε το μισό. Απελπισμένη, έβαλε τα κλάματα. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Βούδας και ρώτησε:

— Γιατί κλαις;

Η Tấm έδειξε το καλάθι και είπε:

— Η μητριά μου με έβαλε να ξεχωρίσω το καστανό από το λευκό ρύζι, για να μπορέσω μετά να πάω στη γιορτή. Όταν τα ξεχωρίσω, η γιορτή θα έχει ήδη τελειώσει.


Τα σπουργίτια ξεχωρίζουν το καστανό από το άσπρο ρύζι
______________


Ο Βούδας είπε:

— Μην κλαις άλλο. Πάρε το καλάθι και βάλ' το στη μέση της αυλής. Θα στείλω ένα σμήνος σπουργίτια να το ξεχωρίσουν.

— Αλλά αν το φάνε τα σπουργίτια, θα με δείρουν όταν γυρίσω.

— Πες τους μόνο αυτό:

Σπουργίτια, ελάτε κάτω να τα ξεχωρίσετε για μένα.
Αν φάτε έστω και έναν σπόρο, θα σας δείρω μέχρι θανάτου.

Ξαφνικά, ένα σμήνος σπουργιτιών προσγειώθηκε από τον ουρανό, ξεχωρίζοντας το καστανό ρύζι προς τη μία κατεύθυνση και το λευκό προς την άλλη. Ήταν τόσο απασχολημένα, που σε μια στιγμή τελείωσαν, χωρίς να αφήσουν ούτε ένα κόκκο πίσω τους. Αλλά όταν τα σπουργίτια πέταξαν μακριά, η Tấm ξέσπασε ξανά σε κλάματα. Ο Βούδας ρώτησε ξανά:

— Γιατί κλαις ακόμα;

— Τα ρούχα μου είναι τόσο φθαρμένα και αξιολύπητα, που δεν θα με αφήσουν να μπω στη γιορτή.

— Ξέθαψε τα βάζα με τα ψαροκόκαλα που έθαψες πριν από καιρό και θα έχεις ό,τι χρειάζεσαι για τη γιορτή..


Ξέθαψε τα βάζα και θα έχεις ό,τι χρειάζεσαι για τη γιορτή...
__________

Η Tấm υπάκουσε και ξέθαψε τα βάζα. Ανοίγοντας το πρώτο βάζο, βρήκε ένα πανέμορφο ροδακινί ao dai, ένα λουλουδάτο μπούστο, μεταξωτό παντελόνι με ζώνη κι ένα τουρμπάνι. Στο δεύτερο βάζο βρήκε ένα ζευγάρι όμορφα παπούτσια κεντημένα με χρυσό νήμα, που της ταίριαζαν τέλεια. Στο τρίτο βάζο, βρήκε ένα μικροσκοπικό άλογο, που μόλις το άφησε στο έδαφος, ξαφνικά χλιμίντριξε δυνατά και μετατράπηκε σ’ ένα πραγματικό άλογο και στο τέταρτο μια όμορφη σέλα. 


Διασχίζοντας μια πέτρινη γέφυρα, της έπεσε ένα από τα παπούτσια της στο νερό
__________

Το χαμένο παπούτσι της Tấm

Η Tấm ήταν τόσο χαρούμενη, που πλύθηκε γρήγορα, φόρεσε τα ρούχα της και μετά καβάλησε το άλογό της, που κάλπασε προς την πρωτεύουσα. Διασχίζοντας όμως μια πέτρινη γέφυρα, της έπεσε ένα από τα παπούτσια της στο νερό και δεν πρόλαβε να το πάρει πίσω. 

Εκείνη τη στιγμή, η βασιλική πομπή περνούσε πάνω από τη γέφυρα. Οι δύο βασιλικοί ελέφαντες, που οδηγούσαν την πομπή, ξαφνικά έβαλαν τους χαυλιόδοντές τους στο έδαφος και βρυχήθηκαν, αρνούμενοι να κινηθούν. Ο βασιλιάς διέταξε τους στρατιώτες του να μπουν στη λίμνη για να ψάξουν αν υπάρχει κάποιο εμπόδιο στο δρόμο τους. Οι στρατιώτες βρήκαν ένα πολύ λεπτό και όμορφα κεντημένο παπούτσι και το έφεραν αμέσως στον βασιλιά, που έμεινε για πολλή ώρα να το θαυμάζει. 

— Τι όμορφο παπούτσι! Το κορίτσι που φοράει αυτά τα παπούτσια πρέπει να είναι μια εκπληκτική καλλονή.

Αμέσως ο βασιλιάς διέταξε να εκδοθεί ανακοίνωση, με την οποία προσκαλούνταν όλες οι γυναίκες και τα κορίτσια που παρευρίσκονταν στη γιορτή να έρθουν και να δοκιμάσουν το παπούτσι. Σε όποια ταίριαζε το παπούτσι θα γινόταν η σύζυγος του βασιλιά.


«Η Tấm έβαλε το πόδι της στο παπούτσι και της ταίριαξε τέλεια»
____________________

Η γιορτή έγινε ακόμα πιο ξέφρενη και ενθουσιώδης, καθώς οι γυναίκες και τα κορίτσια έσπρωχναν η μία την άλλη για να δοκιμάσουν το παπούτσι. Κάθε κορίτσι, με τη σειρά του, πήγαινε στον πύργο στη μέση του μεγάλου κήπου για να δοκιμάσει την τύχη του. Καμιάς όμως το πόδι δεν χωρούσε.

Ήρθε κάποια στιγμή και η σειρά της Tấm, που βάζοντας το πόδι της στο παπούτσι, της ταίριαξε τέλεια. Έβγαλε από το μαντήλι της το δεύτερο παπούτσι και το φόρεσε. Τα δύο παπούτσια ήταν ακριβώς τα ίδια. Οι στρατιώτες ζητωκραύγασαν από χαρά. Αμέσως ο βασιλιάς διέταξε μια ομάδα υπηρετριών να τη συνοδεύσουν στο παλάτι. Η Tấm πάτησε στο βασιλικό παλανκίνο μπροστά στα έκπληκτα και αγανακτισμένα μάτια της μητριάς της και της Cám.


Η Tấm, ο βασιλιάς και το κεντημένο παπούτσι
____________


Η μητριά σκοτώνει την Tấm

Αν και ζούσε στο παλάτι, η Tấm δεν ξέχασε την επέτειο του θανάτου του πατέρα της. Ζήτησε την άδεια του βασιλιά να επιστρέψει σπίτι για να ετοιμάσει τις προσφορές για τον πατέρα της. Όταν η μητριά της και η Cám είδαν την Tấm χαρούμενη, η ζήλια τους άναψε ξανά. Η μητριά, που το σχέδιό της ήταν να την βγάλει από τη μέση, είπε στην Tấm:

— Παλιά, σκαρφάλωνες στα δέντρα αρέκας και μάζευες καρπούς για να προσφέρεις στον πατέρα σου.

Η Tấm, αν και βασίλισσα, σεβόταν τους μεγαλύτερούς της, συμπεριλαμβανομένης της κακιάς μητριάς της, και συμμορφώθηκε. Ανέβηκε υπάκουα στο δέντρο της αρέκας. Όταν έφτασε στην κορυφή, η μητριά της και η Cám με μαχαίρια άρχισαν να κόβουν τις ρίζες του δέντρου. Βλέποντας το δέντρο να τρέμει, η Tấm ρώτησε:

— Τι κάνετε κάτω από το δέντρο;

— Η αρέκα έχει πολλά μυρμήγκια. Τα διώχνουμε για να μην σε τσιμπήσουν.

Αλλά πριν η Tấm προλάβει να κόψει τους καρπούς της αρέκας, το δέντρο έπεσε με έναν εκκωφαντικό κρότο στα βαθιά, λασπωμένα νερά μιας κοντινής λίμνης. Η Tấm βρέθηκε με το κεφάλι στο νερό και πνίγηκε. Η μητριά έβγαλε βιαστικά τα ρούχα της Tấm, τα φόρεσε στην κόρη της και την έφερε στο παλάτι, λέγοντας ψέματα στον βασιλιά ότι η Tấm δυστυχώς είχε πέσει στη λίμνη και είχε πνιγεί και τώρα έφερνε τη μικρότερη αδερφή της για να αντικαταστήσει την μεγαλύτερη, όπως όριζαν τα έθιμα. Ο βασιλιάς στενοχωρήθηκε όταν το άκουσε αυτό, αλλά δεν είπε τίποτα. 

Αλλά πριν η Tấm προλάβει να κόψει τους καρπούς της αρέκας, το δέντρο έπεσε..
____________


Η μεταμόρφωση της Tấm σε χρυσό φλώρο

Μετά τον θάνατό της, η Tấm μεταμορφώθηκε σε χρυσό φλώρο. Ο φλώρος πέταξε πίσω στην πρωτεύουσα, έφτασε στον βασιλικό κήπο και μετά κατευθείαν στο παλάτι. Κάθισε στο παράθυρο και τραγουδούσε πολύ χαρούμενα. Όπου κι αν πήγαινε ο βασιλιάς, ο φλώρος πετούσε εκεί. Του βασιλιά του έλειπε τόσο πολύ η Tấm, που βλέποντας τον φλώρο να τον ακολουθεί, είπε:

— Χρυσοκίτρινο πουλί, αυτή είναι η γυναίκα μου, σύρσου στο μανίκι μου. 

Ο φλώρος πέταξε και προσγειώθηκε στο χέρι του βασιλιά, έπειτα φώλιασε στο μανίκι του. Ο βασιλιάς αγάπησε τόσο πολύ τον φλώρο που ξέχναγε να φάει ή να κοιμηθεί. Ο βασιλιάς διέταξε να κατασκευάσουν ένα χρυσό κλουβί για το πουλί. Από τότε και στο εξής, μέρα νύχτα, ήταν απορροφημένος από το πουλί κι ούτε που έδινε σημασία στην Cám. Μια μέρα, βλέποντας την Cám να κάθεται στο πηγάδι και να πλένει τα ρούχα του βασιλιά, ο φλώρος στάθηκε σ’ ένα κλαδί και είπε:

— Πλύνε τα ρούχα του άντρα μου, καθάρισέ τα καλά.

Η Cám ετοιμαζόταν να απλώσει τα ρούχα για να στεγνώσουν, όταν το χρυσοκίτρινο πουλί, φώναξε ξανά: 

— Στέγνωσε τα ρούχα του συζύγου μου στο στύλο από μπαμπού, μην τα στεγνώνεις στον φράχτη, αλλιώς θα σκιστούν.

Η Cám έσπευσε σπίτι για να το πει στη μητέρα της, που την συμβούλεψε να πιάσει το πουλί, να το φάει και μετά να βρει ένα ψέμα να πει στον βασιλιά. Επιστρέφοντας στο παλάτι, η Cám εκμεταλλεύτηκε την απουσία του βασιλιά για να πιάσει το πουλί, να το φάει και μετά να πετάξει τα φτερά στον κήπο. Βλέποντας τον φλώρο να λείπει, ο βασιλιάς ρώτησε και η Cám απάντησε:

— Ήμουν έγκυος και λαχταρούσα κρέας πουλιού, γι' αυτό το σκότωσα και το έφαγα χωρίς την άδειά σας. Σας παρακαλώ, μεγαλειότατε, να το σκεφτείτε αυτό.


Μετά τον θάνατό της, η Tấm μεταμορφώθηκε σε χρυσό φλώρο
____________


Οι ροδακινιές και ο αργαλειός

Ο βασιλιάς δεν είπε τίποτα. Τα χρυσά φτερά του φλώρου που ήταν θαμμένα στον κήπο μετατράπηκαν σε δυο ροδακινιές. Όταν ο βασιλιάς πήγε στον βασιλικό κήπο, τα κλαδιά και τα φύλλα τους κρέμονταν σχηματίζοντας μια στρογγυλή σκιά. Ο βασιλιάς είδε την όμορφη σκιά των δέντρων, οπότε διέταξε τους υπηρέτες του να κρεμάσουν μια αιώρα και μετά ξάπλωσε για να απολαύσει το δροσερό αεράκι. Από τότε και στο εξής, δεν υπήρχε μέρα που ο βασιλιάς να μην ξάπλωνε για να απολαύσει το δροσερό αεράκι κάτω από τις ροδακινιές.

Όταν το έμαθε η Cám, γύρισε πίσω να το πει στη μητέρα της. Εκείνη την συμβούλεψε να διατάξει τους εργάτες να κόψουν τα δέντρα, να φτιάξουν έναν αργαλειό και μετά να βρουν ένα ψέμα να πουν στον βασιλιά. Μια μέρα που ξέσπασε καταιγίδα, η Cám διέταξε τους εργάτες να κόψουν τα δέντρα και να φτιάξουν έναν αργαλειό. Όταν ο βασιλιάς είδε τα δέντρα κομμένα, η Cám απάντησε:

— Τα δέντρο τα έριξε η καταιγίδα κι έτσι διέταξα τον ξυλουργό να τα κόψει και να φτιάξει έναν αργαλειό, για να υφαίνω ρούχα για την Μεγαλειότητά Σας.

Αλλά όταν τελείωσε ο αργαλειός, όποτε καθόταν η Cám να υφάνει, άκουγε κάθε φορά τον αργαλειό να την καταριέται με ανθρώπινη φωνή: 

— Τριξ τριξ. Έκλεψες τον άντρα της αδελφής σου! Η αδελφή σου θα σου βγάλει τα μάτια! 

Ακούγοντας τις κατάρες και τις απειλές, η Cám φοβήθηκε και γύρισε γρήγορα να το πει στη μητέρα της. Εκείνη την συμβούλεψε να κάψει τον αργαλειό και να πετάξει τις στάχτες μακριά για να ηρεμήσει. Όταν επέστρεψε στο παλάτι, η Cám έκανε όπως της είπε η μητέρα της. Πήρε τις στάχτες και τις πέταξε στην άκρη του δρόμου, μακριά από το παλάτι.


Η Tấm, ο λωτός και η ηλικιωμένη γυναίκα
___________


Η Tấm βγαίνει μέσα από τον λωτό

Στο σωρό από τις στάχτες φύτρωσε ένα ψηλό δέντρο λωτού, με πλούσια κλαδιά και φύλλα. Όταν ήρθε η εποχή της καρποφορίας, έβγαλε μόνο έναν καρπό, αλλά το άρωμά του απλωνόταν παντού. Μια μέρα, μια ηλικιωμένη γυναίκα που έβγαζε τα προς το ζην φτιάχνοντας και πουλώντας τσάι στην αγορά, πέρασε από το δέντρο και μύρισε το άρωμα. Σκέφτηκε τότε να στήσει τον μικρό πάγκο της εκεί για να πουλάει τσάι, καπνό και κέικ. Η καλή εμπόρισσα ήταν γνωστή για την ειλικρίνεια και την καλοσύνη της. Σπάνια περνούσε κάποιος χωρίς να σταθεί για λίγο για να κουβεντιάσει μαζί της ή να φάει και να πιει κάτι.

Ένα βράδυ, καθώς η ηλικιωμένη γυναίκα μάζευε την πραμάτεια της και ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην ταπεινή της καλύβα, μέσα στη ζέστη της βραδιάς, μύρισε, πιο έντονα από ποτέ, τη διαπεραστική μυρωδιά του καρπού. Σήκωσε το κεφάλι της και είδε τον καρπό του λωτού στο πιο ψηλό κλαδί. Καθώς δεν μπορούσε να το φτάσει, άνοιξε την τσάντα της και μουρμούρισε μια ευχή:

— Αχ, να έπεφτες στην τσάντα μου, μόνο να σε μυρίσω! Υπόσχομαι πως δεν θα σε φάω!

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της και ο λωτός έπεσε κατευθείαν στην τσάντα της. Τον πήρε προσεκτικά σπίτι της και τον φύλαξε στο δωμάτιό της, πηγαίνοντας πού και πού να τον θαυμάζει και να μυρίζει το άρωμά του.

Κάθε μέρα η ηλικιωμένη γυναίκα πήγαινε στην αγορά. Τότε, μέσα από τον λωτό έβγαινε ένα κορίτσι μικρό όσο ένα δάχτυλο, αλλά σε μια στιγμή μεταμορφωνόταν στην Tấm. Μόλις η Tấm έβγαινε έξω, έπαιρνε μια σκούπα και σκούπιζε το σπίτι, μετά έπλενε ρύζι για να μαγειρέψει και μάζευε λαχανικά από τον κήπο για να φτιάξει σούπα για την ηλικιωμένη γυναίκα. Στη συνέχεια, η Tấm ξαναγινόταν μικρή και κρυβόταν μέσα στον λωτό. Κάθε φορά που επέστρεφε από την αγορά, η γυναίκα έβρισκε το σπίτι τακτοποιημένο, νόστιμο φαγητό και γλυκιά σούπα έτοιμα.

Μια μέρα, η γυναίκα προσποιήθηκε ότι πήγαινε στην αγορά, αλλά στα μισά του δρόμου, επέστρεψε και κρύφτηκε στους θάμνους πίσω από το σπίτι της. Εν τω μεταξύ, η Tấm βγήκε από τον λωτό και έκανε τα ίδια πράγματα όπως συνήθως. Η γυναίκα, πάνω στις μύτες των ποδιών της, κοίταξε μέσα από τη χαραμάδα της πόρτας. Όταν είδε ένα όμορφο κορίτσι, χάρηκε τόσο πολύ, που έσπρωξε την πόρτα, αγκάλιασε την Tấm, έσκισε του φλούδα του λωτού και τον έκοψε σε κομμάτια. Από τότε και στο εξής, η Tấm ζούσε με την ηλικιωμένη γυναίκα και αγαπούσαν η μια την άλλη σαν μητέρα με κόρη. Κάθε μέρα, η Tấm την βοηθούσε να μαγειρεύει ρύζι, να βράζει νερό, και να τυλίγει φύλλα μπετέλ και καρπούς αρέκα, τα οποία οι άνθρωποι μασούσαν ενώ έπιναν τσάι. 


Η Tấm ζούσε με την ηλικιωμένη γυναίκα και αγαπούσαν η μια την άλλη σαν μητέρα με κόρη
_____________

Η Tấm επιστρέφει στο παλάτι του βασιλιά

Μια μέρα, ο βασιλιάς βγαίνοντας από το παλάτι, σταμάτησε στο σπίτι τους. Η ηλικιωμένη γυναίκα έφερε φύλλα μπετέλ και νερό στον βασιλιά. Βλέποντας εκείνος τα φύλλα μπετέλ, διπλωμένα σαν φτερά φοίνικα, ξαφνικά θυμήθηκε τα φύλλα που δίπλωνε η γυναίκα του με τον ίδιο τρόπο, οπότε ρώτησε:

— Ποιος έφτιαξε αυτό το μπετέλ;

— Το έφτιαξε η κόρη μου, απάντησε η ηλικιωμένη γυναίκα.

— Πού είναι η κόρη σου; Φώναξέ την εδώ να δω το πρόσωπό της.

Η ηλικιωμένη γυναίκα φώναξε την Tấm. Μόλις εμφανίστηκε, ο βασιλιάς αναγνώρισε αμέσως τη γυναίκα του, η οποία φαινόταν νεότερη και πιο όμορφη από πριν. Χάρηκε τόσο πολύ που ζήτησε από την γυναίκα να του πει τι είχε συμβεί και στη συνέχεια διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν την Tấm πίσω στο παλάτι.


Η Tấm επιστρέφει στο παλάτι και στο πλευρό του βασιλιά
______________

Η εκδίκηση της Tấm

Όταν η Cám είδε ότι η Tấm είχε επιστρέψει και ο βασιλιάς την αγαπούσε όπως και πριν, φοβήθηκε. Μια μέρα, ρώτησε την αδερφή της:

— Tấm, πώς έγινες τόσο όμορφη;

Η Tấm δεν απάντησε, απλώς ρώτησε ξανά:

— Αν θέλεις να είσαι όμορφη, θα κάνεις αυτό που θέλω;

Η Cám συμφώνησε αμέσως. Η Tấm διέταξε τους υπηρέτες της να σκάψουν μια βαθιά τρύπα και να βράσουν μια κατσαρόλα με νερό. Η Tấm είπε στην Cám να κατέβει στην τρύπα και στη συνέχεια διέταξε τους υπηρέτες να ρίξουν το βραστό νερό στην τρύπα. Όταν πέθανε η Cám, η Tấm διέταξε να φτιάξουν σάλτσα ψαριού από το σώμα της, να τη βάλουν σ’ ένα βάζο και να την στείλουν στη μητριά της, λέγοντας ότι ήταν δώρο από την κόρη της. Η μητέρα της Cám το πίστεψε και έτρωγε τη σάλτσα ψαριού, επαινώντας την σε κάθε γεύμα. Ένα κοράκι πέταξε από κάπου, κάθισε στην οροφή και έκρωξε:

— Νόστιμο, νόστιμο! Η μάνα τρώει το παιδί της! Έχει μείνει τίποτα για μένα;

Η μητριά θύμωσε πολύ, μάλωσε οργισμένη το κοράκι και μετά έβγαλε ένα καλάμι για να το διώξει. Αλλά όταν η σάλτσα ψαριού σχεδόν τελείωνε, κοίταξε μέσα στο βάζο, είδε το κρανίο της κόρης της και πέθανε από το σοκ.

Όσο για την όμορφη Tấm, ήταν μια βασίλισσα, της οποίας η σοφία και η αρετή ήταν πάντα ισάξιες με τη χάρη και την ομορφιά της. Έζησε για πολύ καιρό κάνοντας τον σύζυγό της, τον βασιλιά, ευτυχισμένο και βοηθώντας τον με τις διορατικές συμβουλές της να εκπληρώσει επάξια την υψηλή αποστολή του.


Η Tấm στέλνει τη σάλτσα ψαριού από το σώμα της Cám στην μητριά της
_____________


«Yeh-Shen», η Κινέζα Σταχτοπούτα

Παρόλο που το μοτίβο του χαμένου παπουτσιού συναντάται για πρώτη φορά στην Αίγυπτο, η παλαιότερη καταγεγραμμένη εκδοχή της Σταχτοπούτας έρχεται από την Κίνα του 9ου αιώνα, αν και ο γραφέας, Tuan Ch'eng Shih, υπονοεί ότι η ιστορία προϋπήρχε σε προφορική μορφή από πιο παλιά. 
Όπως κι αν έχει το πράγμα, το παραμύθι «Tấm Cám» είναι πιθανότατα άμεσος απόγονος του κινέζικου παραμυθιού «Yeh-Shen» ή «Ye Xian» (叶限)Για περίπου χίλια χρόνια, αυτό που είναι τώρα το Βιετνάμ βρισκόταν υπό κινεζική κυριαρχία, με αποτέλεσμα αυτός ο έλεγχος να έχει βαθύ αντίκτυπο στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της λαογραφίας της.

Τον καιρό της Δυναστείας των Τσιν και των Χαν ζούσε ένας αρχηγός φυλής, ο Βου, που παντρεύτηκε δύο γυναίκες. Καθεμία από τις γυναίκες του γέννησε από μία κόρη. 
Πέρασαν χρόνια, και κάποτε ο αρχηγός Βου και η μία του γυναίκα πέθαναν, αφήνοντας την κόρη τους, τη Γιε-Σεν, στη φροντίδα της μητριάς της. Η μητριά δε χώνευε τη Γιε-Σεν γιατί ήταν πιο όμορφη και πιο ευγενική από τη δική της κόρη, γι’ αυτό δεν τη φρόντιζε καθόλου. Η Γιε-Σεν έκανε τις πιο βαριές  δουλειές του σπιτιού. 

Ο μόνος φίλος που είχε ήταν ένα όμορφο ψάρι με μεγάλα χρυσαφένια μάτια. Το ψάρι ήταν στην πραγματικότητα ένα πνεύμα φύλακα που της είχε σταλεί από τη μητέρα της, η οποία δεν ξέχασε ποτέ την κόρη της ούτε μετά τον τάφοΚάθε μέρα το ψάρι πλησίαζε στην όχθη και έβγαινε από το νερό για να το ταϊσει η Γιε-Σεν. Και η Γιε- Σεν μοιραζόταν με το ψάρι το λιγοστό φαγητό που είχε για τον εαυτό της. 



Η Yeh-Shen και το μαγικό ψάρι με τα μεγάλα χρυσαφένια μάτια 
Painting by Stephanie Pui Mun Law 
__________


Η μητριά της, μαθαίνοντας για το ψάρι, μεταμφιέστηκε σε Γιε-Σεν, το ξεγέλασε, το έπιασε, το σκότωσε και το μαγείρεψε. Η Γιε- Σεν σπάραξε από τον πόνο όταν έμαθε το θάνατο του ψαριού. Καθώς καθόταν κι έκλαιγε στην παραλία άκουσε μια φωνή να της μιλάει. Είδε έναν ηλικιωμένο σοφό, με τραχιά ρούχα και μακριά μαλλιά μέχρι τους ώμους, να βγαίνει από τη θάλασσα. Της είπε ότι τα κόκκαλα του ψαριού είχαν μαγική δύναμη κι ότι όταν είχε ανάγκη από κάτι θα μπορούσε να γονατίζει και να τους ζητάει αυτό που επιθυμεί. Την προειδοποίησε να μη σπαταλήσει την προσφορά τους. Η Γιε-Σεν μάζεψε τα κόκκαλα και τα έκρυψε. 

Πέρασε ο καιρός και πλησίαζαν οι γιορτές της άνοιξης. Ήταν ο καιρός που οι νέοι και οι νέες μαζεύονταν στο χωριό, γνωρίζονταν μεταξύ τους και διάλεγαν ταίρι. Η Γιε-Σεν λαχταρούσε να πάει στη γιορτή αλλά η μητριά της δεν την άφηνε γιατί φοβόταν μήπως κάποιος προτιμήσει εκείνη από την κόρη της. Έτσι η μητριά της και η κόρη της έφυγαν για τη γιορτή αφήνοντάς τη μόνη. 

Η Γιε-Σεν, που ήθελε πάρα πολύ να πάει κι εκείνη στη γιορτή, ζήτησε από τα κόκκαλα του ψαριού να της δώσουν ρούχα. Και ξαφνικά βρέθηκε ντυμένη μ’ ένα ωραίο γαλάζιο φόρεμα κι ένα μανδύα κεντημένο με πτερύγια ψαριού γύρω από τους ώμους της. Στα πόδια της φορούσε όμορφα παπούτσια. Είχαν κεντημένα λέπια από χρυσοκλωστή και οι σόλες τους ήταν φτιαγμένες από καθαρό χρυσάφι. Όταν περπατούσε ένιωθε σαν να πετάει. Μια μυστική φωνή την προειδοποίησε να προσέξει να μη χάσει τα παπούτσια. 



Η Yeh-Shen πήγε στη γιορτή όπου όλοι τη θαύμαζαν 
Painting by Stephanie Pui Mun Law
___________


Η Γιε- Σεν πήγε στη γιορτή όπου όλοι τη θαύμαζαν. Η μητριά της και η κόρη της την πλησίασαν για να την κοιτάξουν καλύτερα επειδή νόμιζαν πως κάπου την ήξεραν. Η Γιε- Σεν φοβήθηκε μήπως την αναγνωρίσουν και έφυγε τρέχοντας, χάνοντας στη βιασύνη της το ένα της παπούτσι. Μέχρι να φτάσει στο σπίτι της τα ωραία της ρούχα είχαν χαθεί και της απόμειναν τα κουρέλια. Πήγε στο μέρος όπου είχε κρύψει τα κόκκαλα και τους μίλησε αλλά εκείνα έμειναν σιωπηλά, γιατί την είχαν προειδοποιήσει να μην χάσει κανένα από τα παπούτσια της. Λυπημένη, έκρυψε το άλλο της παπούτσι κάτω από το στρώμα της.

Σαν τέλειωσε η γιορτή, κάποιος βρήκε το χαμένο παπούτσι της Γιε-Σεν. Καταλαβαίνοντας τη μεγάλη του αξία, το δώρισε στο βασιλιά. Το μικροσκοπικό του μέγεθος τού έκανε εντύπωση και θέλησε να βρει την κάτοχο του κομψού παπουτσιού, που «ήταν ελαφρύ σαν την αυγή και δεν έκανε καθόλου θόρυβο ακόμα και πάνω σε πέτρα». Έστειλε τους ανθρώπους του να ψάξουν αλλά καμιάς κοπέλας το πόδι δεν μπορούσε να χωρέσει στο μικρό χρυσό παπούτσι. Τότε έβαλε να κατασκευάσουν ένα περίπτερο στο σημείο του δρόμου όπου βρέθηκε το παπούτσι, και το τοποθέτησε εκεί, με μια ανακοίνωση που έλεγε ότι επιθυμούσε να επιστρέψει το παπούτσι στην κάτοχό του. Η φρουρά του βασιλιά κρύφτηκε εκεί τριγύρω και περίμενε. 

Ένα σκοτεινό βράδι, η Γιε-σεν πήγε ελαφροπατώντας στο περίπτερο, πήρε το χρυσό παπούτσι και γύρισε να φύγει αλλά η φρουρά του βασιλιά τη συνέλαβε. Οδηγήθηκε μπροστά στο βασιλιά, που θύμωσε επειδή δεν πίστευε ότι μια κοπέλα ντυμένη στα κουρέλια μπορεί να έχει ένα χρυσό παπούτσι. Καθώς την πλησίασε όμως έμεινε έκπληκτος από την ομορφιά της  και παρατήρησε ότι είχε το πιο λεπτό πόδι του κόσμου.

Ο βασιλιάς και η φρουρά του τη συνόδευσαν στο σπίτι της. Εκεί η Γιε-Σεν φόρεσε το παπούτσι και, βγάζοντας και το άλλο που είχε κρυμμένο κάτω από το στρώμα, το φόρεσε στο άλλο πόδι. Και τότε τα κουρέλια της μεταμορφώθηκαν στα πλούσια ρούχα που φορούσε στη γιορτή. 

Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι αυτή ήταν η γυναίκα που του ταίριαζε. Παντρεύτηκαν και έζησαν ευτυχισμένοι για πολλά πολλά χρόνια. Ο βασιλιάς απαγόρευσε στη μητριά και την κόρη της να ξαναδούν τη Γιε-Σεν. Τις καταδίκασε να ζήσουν όλη τους τη ζωή στη σπηλιά τους, μέχρι την ημέρα που πέθαναν και οι δύο από μια κατολίσθηση. 


Ένα απόσπασμα της ιστορίας της Γιε-Σεν, με χάρτινες κούκλες, 
σελίδες βιβλίων και πρωτότυπες εικόνες του Ed Young
___________



Η Ελληνίδα Σταχτοπούτα: ομοιότητες και διαφορές

Στις πολυάριθμες ελληνικές παραλλαγές της Σταχτοπούτας (254 είχε καταγράψει ο Γ. Μέγας μέχρι το 1970 περίπου) υπάρχουν αρκετά κοινά σημεία με την κινέζικη και βιετναμέζικη εκδοχή. Σύμφωνα με τον Δημ. Λουκάτο, επικρατεί η άποψη ότι το παραμύθι στην πορεία του από την Ανατολή προς τη Δύση πρωτοπέρασε από τον βυζαντινό ελληνισμό, προχώρησε στα Βαλκάνια και τη Ρωσία, ύστερα στην Κεντρική Ευρώπη, και παράλληλα πέρασε στις μεσογειακές χώρες. Επειδή μάλιστα στον τουρκικό πληθυσμό το παραμύθι δεν έχει μεγάλη διάδοση, τούτο είναι ένδειξη κατ’ αυτόν ότι πέρασε απ’ τη Μικρά Ασία πριν από την έλευση των Τούρκων.

Στην πλειονότητά των ελληνικών παραλλαγών, το εισαγωγικό μοτίβο είναι αρκετά ιδιόμορφο και δεν συναντάται σε πολλές χώρες. Μόνο για Ισλανδική και μια Γιουγκοσλαβική παραλλαγή, μεμονωμένα, παρουσίαζει το θέμα της μητροκτονίας. Η ηρωίδα στις ελληνικές παραλλαγές δεν είναι ορφανή, αλλά ζει με τη μητέρα της και τις δυο αδελφές της μέσα στη φτώχια. Ενώ κάθονται και γνέθουν, βάζουν ένα στοίχημα. Όποιας η κλωστή θα κοπεί – σε άλλες παραλλαγές είναι το αδράχτι που πέφτει – ή όποια θα αργήσει να τελειώσει, θα τη σκοτώσουν και θα τη φάνε οι άλλες ή θα τη φάνε αφού πρώτα τη μεταμορφώσουν σε αγελάδα. Το πρόσωπο αυτό είναι πάντα η μητέρα και η μόνη που αντιστέκεται σ' αυτό το στοίχημα είναι η μικρότερη κόρη, που απέχει από την σφαγή και την μητροφαγία. Μαζεύει τα κόκκαλα, τα θάβει, τα θυμιατίζει για σαράντα μέρες, τους ανάβει κερί, εκτελεί δηλαδή όλες τις ταφικές τελετουργίες, την ώρα που οι καννιβαλικές αδελφές της βγαίνουν να διασκεδάσουν. Είναι συνέχεια χωμένη μες στις στάχτες. Όταν όμως περνά η περίοδος του πένθους, η Σταχτοπούτα βρίσκει στον τάφο φορέματα, παπούτσια και κοσμήματα, δώρα της μητέρας της που θα της επιτρέψουν να βγει από τις στάχτες και να εμφανιστεί αγνώριστη και πανέμορφη στον κόσμο. Είναι δηλαδή η ίδια η νεκρή μητέρα που βοηθά την ηρωίδα.  Σε άλλες περιπτώσεις, μετά το φάγωμα η νεκρή μάνα παίρνει τη μορφή  δέντρου, που φυτρώνει στο σημείο που τάφηκαν τα κόκαλά της.

Η συνέχεια και το τέλος του παραμυθιού περιέχει τα μοτίβα εκείνα που είναι αναγνωρίσιμα στις Σταχτοπούτες όλου του κόσμου: την λαμπερή εμφάνιση της κόρης (στην εκκλησία ή, σπανιότερα, στη γιορτή του βασιλιά) και το χάσιμο του παπουτσιού, που το βασιλόπουλο παίρνει και δοκιμάζει σε όλες τις κοπέλες για να βρει αυτήν που της ταιριάζει και να την παντρευτεί. Το μοτίβο του χαμένου παπουτσιού εμφανίζεται στις ελληνικές παραλλαγές σε δυο εκδοχές. Στην πρώτη, το βασιλόπουλο βάζει μέλι ή πίσσα στα σκαλιά της εκκλησίας και καθώς η ηρωίδα τρέχει να φύγει (μοιράζοντας κάποτε φλουριά στον κόσμο) το παπούτσι της κολλάει, αλλά εκείνη δεν σταματά να το πάρει. Στη δεύτερη, η Σταχτοπούτα, στη βιασύνη της να φύγει, χάνει το παπούτσι της, που πέφτει μέσα σ' ένα πηγάδι. Όταν πάνε να πιουν νερό τα άλογα του βασιλιά το βλέπουν και τρομάζουν, κι έτσι ο βασιλιάς βρίσκει το παπούτσι κι αποφασίζει να ψάξει για την κοπέλα που το φορούσε.

Στην πρώτη περίπτωση το βασιλόπουλο έχει δει κι έχει ερωτευτεί την ηρωίδα και προσπαθεί να την καθυστερήσει κάνοντάς την να κολλήσει στο μέλι (ή στην πίσσα). Στη δεύτερη περίπτωση ο βασιλιάς δεν έχει δει ποτέ τη Σταχτοπούτα και παρόλ' αυτά αποφασίζει να την παντρευτεί μόνο από τη θέα του παπουτσιού. Το μοτίβο αυτό είναι ίδιο με την αιγυπτιακή παράδοση, που αναφέρει ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός Στράβων, τον 1ο αι. π.Χ.: ένας αετός έκλεψε το παπούτσι της εταίρας Ροδώπιδος, ενώ εκείνη λουζόταν, και το μετέφερε στον βασιλιά της Μέμφιδας. Εκείνος έστειλε να βρουν σε ποιαν ανήκε το παπούτσι και όταν την βρήκαν την έκανε γυναίκα του.

Τόσο η κινέζικη όσο και η βιετναμέζικη παραλλαγή περιέχουν μερικά στοιχεία που θυμίζουν τις ελληνικές. Έτσι βρίσκουμε το θέμα της σφαγής και της κατανάλωσης ενός ζώου - βοηθού, το θάψιμο των κοκκάλων του και την εμφάνιση των θαυμαστών δώρων, στο σημείο που βρίσκονται είτε τα ψαροκόκκαλα είτε ο μητρικός τάφος. Το τέλος του παραμυθιού ακολουθεί το γνωστό σχήμα με το χαμένο παπούτσι και τη δοκιμή στις κοπέλες. Μάλιστα και στις τρεις ιστορίες, ο βασιλιάς δεν έχει δει την ηρωίδα, αλλά γοητεύεται από το παπούτσι και αποφασίζει να την βρει και να την παντρευτεί. Από τις ανατολικές Σταχτοπούτες, λείπει το μοτίβο της ηρωίδας στις στάχτες και η μητέρα των ελληνικών παραλλαγών είναι σ' αυτές - όπως στις περισσότερες ξένες - μητριά, που κακομεταχειρίζεται την προγονή της, ξεχωρίζοντάς την από τη δική της κόρη. 

Warwick Goble (1862-1943), Cinderella, The Fairy Book, 1913
____________


Tấm Cám: οι χαρακτήρες του παραμυθιού

Τα παραμύθια σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων και αυτών από το Βιετνάμ, μοιράζονται ένα κοινό μοτίβο: το καλό ανταμείβεται και το κακό τιμωρείται. Στην ανάπτυξη της λογοτεχνίας, ειδικά της λαϊκής, αυτές οι ιστορίες αντανακλούν τις πνευματικές και ηθικές πεποιθήσεις των κοινοτήτων που τις δημιούργησαν. Οι Βιετναμέζοι, μέσα από τις λαϊκές ιστορίες, συχνά εξέφραζαν τις προσδοκίες τους για μια δίκαιη κοινωνία. Το «Tấm Cám» είναι ένα τέτοιο παραμύθι. Ωστόσο, το αμφιλεγόμενο τέλος του έχει οδηγήσει σε συζητήσεις: μήπως αυτό έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα μιας ευγενικής και ενάρετης Tấm όπως απεικονίζεται από τους λαϊκούς συγγραφείς;

Η Tấm είναι ένας εξελισσόμενος και όχι στατικός χαρακτήρας, που αντιπροσωπεύει την οπτική γωνία του λαϊκού  συγγραφέα για το καλό και το κακό, και ενσαρκώνει επίσης το όνειρο για μια δίκαιη και ισότιμη κοινωνία. Η ιστορία της δεν είναι απλώς μια πάλη μεταξύ καλού και κακού, αλλά και μια αντανάκλαση των ταξικών συγκρούσεων μέσα σε μια διαστρωματωμένη κοινωνία, ειδικά της σύγκρουσης μεταξύ μητριάς και προγονής.

Η καταγωγή της Tấm προκαλεί συμπάθεια. Η μητέρα της πέθανε πρόωρα, και μετά από λίγα χρόνια και ο πατέρας της. Από τότε και μετά, η Tấm έζησε με τη μητριά της και την ετεροθαλή αδερφή της Cám. Αυτή η κατάσταση αποτελεί τη βάση για την αρχική σύγκρουση: την κλασική ένταση μεταξύ μητριάς και προγονής. Η βιετναμέζικη λαϊκή κουλτούρα έκφράζει αυτή την πίστη στην παρακάτω παροιμία:

«Όπως δεν γίνεται τα κέηκ ρυζιού (bánh bèo) να έχουν κόκαλα, το ίδιο δεν γίνεται μια μητριά να αγαπάει το παιδί του συζύγου της»

Αυτό το λαϊκό ρητό εκφράζει την πεποίθηση ότι οι μητριές είναι εγγενώς κακές. Αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης, είναι η Tấm να εργάζεται συνεχώς: βοσκώντας βουβάλια, φέρνοντας νερό, μαζεύοντας τα σκουπίδια, αλέθοντας ρύζι και πολτοποιώντας σιτηρά. Εν τω μεταξύ, η Cám και η μητέρα της ζουν στην πολυτέλεια, χωρίς να κάνουν «σκληρές δουλειές». Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς την πικρία της Tấm και την απέραντη μοναξιά της, σε αντίθεση με την Cám, που αν και αδελφή της από τον ίδιο πατέρα και μικρότερη στην ηλικία, δεν διστάζει να την κακομεταχειρίζεται και να την εξαπατά, πάντα με την καθοδήγηση της μητέρα της. Σημειωτέον ότι στις ευρωπαϊκές παραλλαγές, η Σταχτοπούτα είναι η μικρότερη κόρη και δεν έχει συγγένεια εξ αίματος με τις κόρες της μητριάς της. Ωστόσο, στο πρώτο μέρος της ιστορίας, η Tấm δεν δείχνει καμία αντίσταση. 

Η σύγκρουση εντείνεται στο «περιστατικό με το κόκκινο μπούστο», το οποίο δεν είναι μόνο ανταμοιβή, αλλά και σύμβολο της εργασίας της Tấm, την οποία η Cám έχει κλέψει με δόλο. Αυτό εισάγει, εκτός από την ένταση μητριάς-προγονής, τη δεύτερη σύγκρουση: μεταξύ βιολογικών παιδιών και παιδιών του συζύγου. Σε αυτό το στάδιο, η Tấm είναι η ενσάρκωση της αρετής και της πραότητας, που παρά την καταπίεση που υφίσταται, παραμένει σιωπηλή.


Tấm και Cám
Photo by Hye Chan
_____________


Η εμφάνιση της μαγικής φιγούρας του Βούδα αντιπροσωπεύει την ελπίδα του λαού για θεϊκή δικαιοσύνη. Κάθε φορά που η Tấm αδικείται, ξεσπάει σε δάκρυα, τη μόνη μορφή διαμαρτυρίας που διαθέτει. Η φιγούρα του Βούδα είναι ένας τοπικός πνευματικός χαρακτήρας, που δημιουργήθηκε από τους Βιετναμέζους, συνδυάζοντας τη βουδιστική επιρροή με τη λαϊκή φαντασία. Σε δυτικές εκδοχές της Σταχτοπούτας, η βοήθεια προέρχεται από μια νεράιδα νονά ή από φίλους- ζώα. 

Η επιλογή της Tấm ως βασίλισσας μέσω του χαμένου παπουτσιού, σηματοδοτεί τη μετάβαση από την προσωπική στην κοινωνική σύγκρουση. Το πραγματικό σημείο καμπής είναι ο γάμος της ηρωίδας με τον βασιλιά. Η οικογενειακή σύγκρουση κλιμακώνεται σε ταξική σύγκρουση: η Tấm, βασίλισσα τώρα, συμβολίζει την άρχουσα τάξη, ενώ η Cám αντιπροσωπεύει τους κυβερνώμενους. Ωστόσο, αν και βασίλισσα, η Tấm παραμένει αθώα και ανυποψίαστη, σε βαθμό αφέλειας. 

Καταρχάς, η επιστροφή της, στην επέτειο θανάτου του πατέρα της, χωρίς καμιά υποψία είναι σαν να «στέλνει τον εαυτό της στο στόμα του λύκου». Πράγματι, ενώ ήταν παντρεμένη και ζούσε με τον βασιλιά, έφυγε από το βασιλικό παλάτι για να επιστρέψει στο σπίτι των παιδικών της χρόνων, για έναν πολύ σοβαρό λόγο. Η υπακοή και ο σεβασμός προς τους γονείς και τους προγόνους είναι θεμελιώδεις αρχές στον κομφουκιανισμό. Έτσι επιστρέφει στην ετήσια επέτειο θανάτου του πατέρα της, για να αποδώσει τις καθιερωμένες προσφορές στον οικογενειακό βωμό. Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να την κατηγορήσει γι’ αυτή την επιλογή, αλλά γιατί ήταν τόσο ανόητη ώστε να πάει μόνη της σ’ ένα σπίτι με δύο γυναίκες που την μισούσαν και την είχαν κακομεταχειριστεί επανειλημμένα; Αν ο βασιλικός σύζυγός της ήταν πολύ απασχολημένος για να τη συνοδεύσει, ίσως θα μπορούσε ακόμα να ζητήσει την προστασία ενός σωματοφύλακα - απόλυτα νόμιμο δεδομένου της θέσης της ως βασίλισσας - που θα είχε εμποδίσει τις δύο κακές γυναίκες να της επιτεθούν. Η γυναίκα Tấm εξακολουθεί να δείχνει την ίδια αθωότητα και αγνότητα με την μικρή Tấm. Αυτή η αφέλεια γίνεται απίστευτη όταν, ακολουθώντας τις εντολές της μητριάς της, η Tấm σκαρφαλώνει στην  «κορυφή του ψηλότερου δέντρου αρέκα» για να μαζέψει καρούς για τον βωμό, και ακούγοντας έναν παράξενο θόρυβο, ρωτάει: «Μητέρα, τι κάνεις;» Η μητριά, που πριονίζει τον κορμό του δέντρου απαντά με θράσος:  «Διώχνω τα μυρμήγκια για να μην σε τσιμπήσουν».  Η Tấm δέχεται αυτή την απάντηση, με απόλυτη εμπιστοσύνη, και η μητριά είναι σε θέση να πνίξει το ανυποψίαστο θύμα της στην λίμνη.

Μετά τον θάνατό της, η Tấm γίνεται πιο δυναμική. Ενώ η Cám παίρνει τη θέση της ως βασίλισσα, εκείνη μετενσαρκώνεται σε χρυσό πουλί και επιστρέφει στο παλάτι, κερδίζοντας τη θέση της δίπλα στον βασιλιά και υπενθυμίζοντας στην αντικαταστάτριά της τα οικιακά της καθήκοντα. Όταν μητριά και κόρη σκοτώνουν και τρώνε το πουλί, η Tấm μετενσαρκώνεται σε δυο ροδακινιές, που προσφέρουν τη σκιά τους στον βασιλιά. Η Cám κόβει τα δέντρα και φτιάχνει έναν αργαλειό ύφανσης, ο οποίος με τη φωνή της Tấm προειδοποιεί και ταυτόχρονα απειλεί. Η εξέλιξη της  είναι εμφανής: ως πουλί, υπενθυμίζει απαλά στην Cám τη θέση που της αξίζει, ενώ ως αργαλειός, εκπέμπει μια άμεση απειλή. Η αθώα ως τώρα Tấm, επιτέλους αντιδρά, και το κάνει βίαια, απειλώντας τον βασανιστή της. Ανακαλύπτει τον κόσμο όπως είναι και εγκαταλείπει τα όνειρα.  Αυτή η εξέλιξη αντανακλά το πώς ένας καλόκαρδος άνθρωπος αντιδρά πιο έντονα μετά από επαναλαμβανόμενη προδοσία και σκληρότητα. Οι κακές πράξεις εντείνονται: πνιγμός, κάψιμο, κόψιμο δέντρων. Οι αντιδράσεις της Tấm γίνονται όλο και πιο αποφασιστικές.

Ζώντας με την ηλικιωμένη γυναίκα, η Tấm βγαίνει από το φρούτο του λωτού για να μαγειρέψει, να καθαρίσει και να τη φροντίσει. Η καλοσύνη της παραμένει άθικτη. Όταν αποκαλύπτεται, μένει με τη γυναίκα, την βοηθά να πουλήσει μπετέλ στην άκρη του δρόμου και οι δυο τους ζουν μαζί σαν μητέρα με κόρη. Έτσι η Tấm βρίσκει την «καλή μητέρα» που πάντα της έλειπε και είναι αυτή που θα της επιτρέψει να μπει στην ενηλικίωση. Ο σύζυγός της, μπορεί να επιστρέψει. Από το τυλιγμένο σε σχήμα φοίνικα, μπετέλ, ο βασιλιάς αναγνωρίζει τον μοναδικό τρόπο της γυναίκας του και ξανασμίγει μαζί της. 

Αφού παντρεύτηκε, η Tấm, όχι μόνο έπρεπε να περάσει από όλες αυτές τις δοκιμασίες και τις ταλαιπωρίες για να γίνει μια γυναίκα με ταλέντο και ομορφιά, αλλά αφού πρώτα ο σύζυγός της «αναγνώρισε» την Tấm από την ομορφιά της, έπρεπε να την «αναγνωρίσει» ξανά από την αρετή της, την τέχνη του τυλίγματος μπετέλ, σύμβολο αρμονίας και πίστης στο Βιετνάμ. Μόνο η παρουσία μιας στοργικής μητέρας μπορούσε να κάνει αυτό το θαύμα να συμβεί. Όλα συνέβησαν εδώ, σαν να μην ήταν απαραίτητα «τελειωμένος» ο γάμος για τη γυναίκα. Ο γάμος από μόνος του δεν ήταν αρκετός για να κάνει την Tấm ένα επιτυχημένο και υπεύθυνο άτομο. Ήταν οι επακόλουθες δοκιμασίες που κατάφεραν να μετατρέψουν το ντροπαλό και φοβισμένο κορίτσι σε μια γυναίκα με αυτοπεποίθηση, που ήξερε πώς να διακρίνει τέλεια το καλό από το κακό. 


Tấm και Cám
__________


Αντίθετα, η μικρότερη αδερφή Cám, πάντα υπό τον έλεγχο και την καθοδήγηση της μητέρας της, δεν έμαθε τίποτα για τη ζωή εκτός από συμβουλές που ενίσχυαν τη ζήλια της. Αλλά τώρα όλα έχουν αλλάξει: Η Cám βρίσκεται επίσης στο βασιλικό παλάτι, έναν τόπο παραδοσιακής ιερότητας, είναι ακόμα η δεύτερη σύζυγος, αλλά η μητέρα της είναι μακριά, ενώ η Tấm έχει βρει τον λόγο της ζωής της, την αγάπη του βασιλιά και τη θέση της πρώτης συζύγου. Μακριά από τη μη τέρα της, η Cám αποκαλύπτει για τελευταία φορά τη ζήλια και τον φθόνο της.Τώρα όμως, η Tấm δεν αμφιβάλλει πλέον για την αδελφή της. Οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί και είναι αυτή που «θέλει» και επιβάλλει τη θέλησή της, αναγκάζοντας την Cám να υπακούσει αμέσως: « Αν θέλεις να είσαι όμορφη, θα κάνεις αυτό που θέλω;»  Η αφελής αδερφή, θύμα της κοκεταρίας της, πέφτει στην παγίδα. 

Μετά, σειρά έχει η μητριά: θύμα της λαιμαργίας της, κυριολεκτικής και μεταφορικής, καταναλώνει ανυποψίαστη την σάλτσα ψαριού, «δώρο» τάχα από την κόρη της. Κωφεύει στην προειδοποίηση του κορακιού, για να διαπίστώσει με τα ίδια της τα μάτια την σοκαριστική αλήθεια στον πάτο του βάζου. Η μητριά στο παραμύθι αυτό δεν είναι απλώς κακή, είναι η σκιά της μητέρας, που θέλει να κυριαρχεί, να ελέγχει και τελικά δεν επιτρέπει στο δικό της βιολογικό παιδί να εξελιχθεί, να ολοκληρωθεί, να γίνει πραγματική βασίλισσα. Η Cám παραμένει ένα θλιβερό υποκατάστατο της Tấm, την οποία ανταγωνίζεται διαρκώς, χειραγωγούμενη από την μητέρα της, χωρίς να καταφέρνει ποτέ να την φτάσει. Η μητριά, ως αρνητικό μητρικό αρχέτυπο,  - σημειωτέον ότι δεν κατονομάζεται σχεδόν σε καμιά απο τις εκδοχές του παραμυθιού -  αρνείται τη φυσική ψυχολογική αποκοπή, που συνοδεύει τη μετάβαση από την κόρη στην γυναίκα. Όταν στο τέλος τρώει, χωρίς να το γνωρίζει τις σάρκες του ίδιου της του παιδιού, γίνεται σύμβολο του μητρικού αυτο-κανιβαλισμού, της καταβρόχθισης του ίδιου της του έργου, της ζωής που δημιούργησε. Η πράξη αυτή είναι επαναφορά  στο μητρικό χάος, όπου το παιδί δεν αποτελεί ξεχωριστή ύπαρξη, αλλά μέρος του σώματός της. 

Η Cám αποδεικνύεται αδύναμη απέναντι στην απόλυτη μητρική δύναμη και καθηλώνεται στη νηπιακή εξάρτηση. Η ακούσια ανθρωποφαγία υπογραμμίζει την αυτοκαταστροφική δύναμη της μητρικής σκιάς. Η μητέρα που δεν επιτρέπει στο παιδί να ωριμάσει, καταστρέφει όχι μόνο εκείνο, αλλά και τον εαυτό της. Σε αντίθεση με την Cám, η Tấm πεθαίνει, αναγεννάται, διαφοροποιείται και κερδίζει την ταυτότητά της, καταστρέφοντας την μητέρα- θηρίο. 

Κάτι ακόμα που διαφοροποιεί τις περισσότερες δυτικές εκδοχές του παραμυθιού από την βιετναμέζικη είναι ότι η ίδια η Tấm αποφασίζει, οργανώνει και εκτελεί, με σκληρότητα και αποφασιστικότητα, την τιμωρία των δύο γυναικών που την κακοποίησαν και την σκότωσαν στο παρελθόν. Στην ιστορία του Perrault, η Σταχτοπούτα δεν μπαίνει καν στον κόπο να τιμωρήσει τους ενόχους, συγχωρεί τις κακές πράξεις των δύο αδελφών της και κάνει ακόμη περισσότερα: «την ίδια μέρα, τις πάντρεψε με δύο μεγάλους άρχοντες της αυλής». Φυσικά, αυτή η συνήθεια της συγχώρεσης αμαρτιών μας θυμίζει την χριστιανική καθολική αρχή. Στην Σταχτοπούτα των αδελφών Grimm, η ηρωίδα επίσης δεν τιμωρεί κανέναν, αλλά είναι τα περιστέρια που, την ημέρα του γάμου, «βγάζουν τα μάτια» και των δύο αδελφών ως τιμωρία για την κακία τους». Είναι ο Παράδεισος, όχι η Σταχτοπούτα, που είναι υπεύθυνη για την τιμωρία των ασεβών. Υπάρχουν ορισμένες εκδοχές - Κορσική, Ιαπωνία, Θιβέτ - όπου οι ασεβείς τιμωρούνται αυστηρά, αλλά γενικά από τον Παράδεισο ή - πιο σπάνια - από τον βασιλιά, αλλά ποτέ από τη Σταχτοπούτα. Μια γερμανική εκδοχή λέει ότι οι αδελφές «καταδικάστηκαν να χορεύουν με καυτά παπούτσια μέχρι να πεθάνουν», αλλά και πάλι δεν ήταν η Σταχτοπούτα που επέβαλε αυτόν τον αργό αλλά βάναυσο θάνατο στις αδελφές.   


____________


Το μυητικό ταξίδι της Tấm 

Τι λέει, λοιπόν, αυτή η ιστορία; Αφηγείται την ιστορία του ταξιδιού της φώτισης ενός κοριτσιού, μιας νεαρής κοπέλας και στη συνέχεια μιας γυναίκας, επομένως απευθύνεται περισσότερο σε κορίτσια παρά σε αγόρια και πραγματεύεται το πώς μπορούν να «μεγαλώσουν» με το κόστος των επώδυνων μερικές φορές εμπειριών, που θα αποκτήσουν ως ενήλικες. Τους λέει επίσης ότι, για τις γυναίκες, ο γάμος από μόνος του δεν είναι το τέλος ούτε η ομορφιά είναι αρκετή για να σαγηνεύσει έναν σύζυγο για μια ολόκληρη ζωή. Τους λέει επίσης ότι η οικογένεια δεν χρειάζεται να είναι πάντα μια ζεστή φωλιά ή ένα ασφαλές κουκούλι, όπου μπορεί κανείς να αγνοήσει τη ζήλια, το μίσος, τον φθόνο, τα ψέματα, τη βία.

Μαθήματα ζωής για νεαρά κορίτσια; Όχι μόνο αυτό…

Πράγματι, ένα πράγμα που ξεχωρίζει σ’ αυτή την ιστορία και το συναντάμε και στις περισσότερες εκδοχές του του παραμυθιού παγκοσμίως είναι η «απουσία» των ανδρών. Εδώ έχουμε έναν κόσμο σχεδόν αποκλειστικά γυναικείο, όπου οι γυναίκες αγαπούν ή μισούν η μία την άλλη, παίρνουν εκδίκηση, σκοτώνουν και πεθαίνουν. Ο πατέρας εξαφανίζεται πολύ γρήγορα από την ιστορία, και όταν εμφανίζεται ένας άντρας - ο βασιλιάς - που γίνεται σύζυγος μιας από τις γυναίκες, είναι απολύτως «απών» από όλες τις αντιπαραθέσεις: είναι ανίκανος να προβλέψει, ή ακόμα και να δει, τους κινδύνους που απειλούν τη γυναίκα του, επιτρέπει στον εαυτό του να εξαπατηθεί από τη μητριά και δεν προσπαθεί να μάθει γιατί πέθανε η γυναίκα του, ή ακόμα αν είναι πραγματικά νεκρή. Λέγεται μόνο ότι είναι «πολύ δυστυχισμένος». Όταν συνειδητοποιεί ότι ο φλώρος με τη μελωδική του φωνή δεν είναι άλλη από τη γυναίκα του, αποτυγχάνει να την προστατεύσει από την κακοποίηση της Cám. Όταν τελικά αποκτά καινούργια σύζυγο, δεν κάνει καμία προσπάθεια να σταματήσει την Cám και τα εγκλήματα της μητέρας της. Όπως είδαμε, η η Tấm, μόνη της «εξοντώνει» τους δύο εχθρούς της, και μαζί τις απειλές που εξακολουθούν να τη στοιχειώνουν. Σε μια άλλη εκδοχή, ο αφηγητής καθιστά σαφές ότι ο βασιλιάς «ενημερώνεται για τα εγκλήματα της Cám και της μητέρας της», αλλά ακόμη και αφού τα μαθαίνει όλα αυτά, δεν αναλαμβάνει δράση!

Φυσικά, υπάρχει ένας Βούδας που παρακολουθεί την Tấm και παίζει σημαντικό ρόλο στο ταξίδι της προς την ολοκλήρωση, αλλά πρόκειται για ένα υπερβατικό πρόσωπο, κάποιος που βοηθά τους φτωχούς και τους αδύναμους και όχι άνθρωπος με τη φυσική έννοια. Ο σημαντικός ρόλος του στη ζωή της Tấm υποδηλώνει επίσης ότι οι άνθρωποι - και όχι μόνο οι γυναίκες - έχουν ένα πεπρωμένο που τελικά θα εκπληρωθεί, αν δεχτούμε να ακούσουμε τις οδηγίες του - ανεξάρτητα από το τι κάνουν οι άλλοι για να εμποδίσουν αυτό το πεπρωμένο - το οποίο καθορίζεται από μια δύναμη πέρα από τη δύναμή τους.

Σ' όλες τις εκδοχές της, η ιστορία της Σταχτοπούτας δεν είναι παρά η αφήγηση της μυητικής πορείας ενός κοριτσιού στη γυναικεία ταυτότητα και πυρήνας αυτής της μύησης είναι η σχέση μητέρας-κόρης.  Από ψυχαναλυτική σκοπιά, η Τấm καταφέρνει να ολοκληρώσει τον κύκλο του θανάτου και της αναγέννησης, να αποκαταστήσει την Μητέρα μέσα στην ψυχή της και να ενωθεί με τον Βασιλιά, το αρσενικό στοιχείο της ψυχής, το animus στην γιουνγκιανή ορολογία. 

Στην αρχή, η Τấm γνωρίζει τη σκοτεινή μητρική όψη — τη μητριά, που προσωποποιεί τη Μητέρα-Θάνατο, την απορροφητική, ελεγκτική δύναμη που καταστρέφει ό,τι γεννά. Αυτή είναι η σκιά του αρχέτυπου της Μητέρας, δηλαδή ο φόβος της ψυχής μπροστά στη μήτρα που καταβροχθίζει. Μετά από όλους τους κύκλους μεταμόρφωσης, η Τấm έχει ενσωματώσει αυτήν τη σκιά· δεν την πολεμά πλέον, αλλά την έχει περάσει μέσα από τη φωτιά της συνείδησης. Τώρα, μέσα από τη δοκιμασία, είναι ικανή να δεχθεί τη Μητέρα στο φως — να αναγνωρίσει τη στοργή, όχι μόνο την απειλή. Η ηλικιωμένη εμπόρισσα είναι η μεταμορφωμένη Μητέρα, απαλλαγμένη από φθόνο, ιδιοκτησία και έλεγχο. Είναι η Μητέρα που τρέφει χωρίς να καταπίνει, που προσφέρει χώρο και αποδοχή. Στην ψυχαναλυτική γλώσσα, αυτή είναι η θεραπεία του τραύματος της μητρικής απώλειας — το στάδιο όπου η ψυχή αναγνωρίζει ότι μπορεί να αγαπηθεί χωρίς να καταστραφεί.

Το γεγονός ότι η Τấm μένει μαζί με την γριά εμπόρισσα σαν κόρη της δείχνει πως η ψυχή της έχει βρει το χαμένο μητρικό πρότυπο. Είναι σαν να επανενώνεται, στο εσωτερικό της, με τη βιολογική μητέρα που πέθανε νωρίς — όχι εξωτερικά, αλλά ψυχικά. Στην πραγματικότητα, η ηλικιωμένη γυναίκα είναι η μητέρα της, αλλά σε ανώτερη, εσωτερική μορφή. Είναι το αρχέτυπο της «Μεγάλης Μητέρας στο Φως», που εμφανίζεται όταν το παιδί ενηλικιώνεται πνευματικά. Η Τấm τώρα δεν χρειάζεται πια να πολεμήσει ή να αποδείξει κάτι. Έχει περάσει την κάμινο του πόνου και έχει μετατραπεί σε ολοκληρωμένη γυναίκα.

Ο Βασιλιάς που επιστρέφει, αναγνωρίζοντας το τύλιγμα του μπετέλ της, είναι το αρσενικό στοιχείο της ψυχής. Όταν η Τấm επανασυνδέεται μαζί του, σημαίνει πως έχει ολοκληρώσει την εσωτερική ένωση των αντιθέτων: το θηλυκό (ψυχή, ύλη, συναίσθημα) και το αρσενικό (συνείδηση, λογική, δράση). Μόνο αφού η ψυχή έχει συμφιλιωθεί με τη Μητέρα μπορεί να ενωθεί και με τον Βασιλιά. Πρώτα θεραπεύει το τραύμα του δεσμού (με τη Μητέρα), έπειτα το τραύμα της αγάπης (με τον Άλλον).


Ο βασιλιάς και η Tấm έζησαν στο εξής ευτυχισμένοι 
____________


Στις ελληνικές παραλλαγές του παραμυθιού, το μοτίβο του γνεσίματος στην αρχή παραπέμπει στο πέρασμα από το στάδιο του ανύπαντρου κοριτσιού στο στάδιο της νύφης. Είναι γνωστό ότι στην ελληνική παραδοσιακή κοινωνία, αλλά και στην ευρωπαϊκή, το γνέσιμο και το πλέξιμο, βασικό στοιχείο της δουλειάς των γυναικών στο σπίτι, ήταν μια γνώση που περνούσε από μάνα σε κόρη. Ταυτόχρονα όμως, η μύηση αυτή προϋποθέτει τον συμβολικό θάνατο της μητέρας, που εμποδίζεται στην περίπτωση των καννίβαλων κορών, γιατί με την πράξη τους αυτή ενώνονται για πάντα με τη μητέρα και δεν μπορούν να ακολουθήσουν την πορεία ωρίμανσης και αυτονομίας. Αντίθετα, η Σταχτοπούτα, που «δεν αγγίζει από αυτή την τροφή» αναγνωρίζεται από τη μητέρα της σαν κόρη έτοιμη για γάμο, γι' αυτό και βρίσκει στον τάφο τα φορέματα με τα οποία θα εμφανιστεί στον κόσμο και θα γοητεύσει το βασιλόπουλο. 

Όσο για τον πατέρα, και στην ελληνική, όπως και σε όλες σχεδόν τις παραλλαγές, είναι απών. Μια ψυχαναλυτική όμως προσέγγιση του παραμυθιού αναγνωρίζει τη μορφή του στη μεταφορά της «πατρικής εστίας» και ερμηνεύει με αυτό τον τρόπο την αινιγματική φιγούρα της κοπέλας που είναι χωμένη στις στάχτες. Σύμφωνα λοιπόν με την ανάγνωση αυτή της Nicole Belmont, η προσκόλληση της ηρωίδας στις στάχτες της πατρικής εστίας μπορεί να υποβάλλει την ιδέα της οιδιπόδειας επιθυμίας του κοριτσιού. Γι' αυτό τα ονόματα της ηρωίδας αναφέρονται συνήθως στο πουττί που σημαίνει γυναικείο αιδοίο (Σταχτοπούτα, Αθοπουτάκι), και σε σύμβολά του, στη γάτα (Αθοκάτσουλο), σε στρογγυλά δοχεία της κουζίνας (Αχυλοπουττούρα και Αθοκουτάλα) κ.λ.π. «Έτσι οι στάχτες ανακαλούν ταυτόχρονα τη σβησμένη επιθυμία και το πένθος» της ηρωίδας.


Cinderella in the ashes, Illustration by Brothers Dalziel, 1865
____________


Ένα τέλος που διχάζει

Οι λαογραφικές ιστορίες και τα παραμύθια, στον πυρήνα τους, αποτελούν εκπλήρωση επιθυμιών της κατώτερης τάξης. Μια φορά κι έναν καιρό, όταν οι βασιλιάδες κάθονταν σε θρόνους, όταν η βασιλεία - συχνά άπληστη και ανελέητη - περιπλανιόταν στη γη, οι λαογραφικές ιστορίες επέτρεπαν στους καταπιεσμένους να ζήσουν τα όνειρα και τις επιθυμίες τους. Στη βιετναμέζικη λογοτεχνία, αυτή η έννοια είναι γνωστή ως «δικαιοσύνη της κοινής τάξης».

Μέχρι να φτάσουμε στην κορύφωση, η Tấm δεν είναι πλέον άτομο. Αντιπροσωπεύει πλέον την αφηρημένη ιδέα της δικαιοσύνης. Η πράξη της δεν θα έπρεπε να εκλαμβάνεται ως απλή εκδίκηση ή απλός φόνος, αλλά μάλλον ως μια απαραίτητη δύναμη που δεν μπορεί να κριθεί με βάση τους συμβατικούς ηθικούς κανόνες.

Στην αρχή της ιστορίας, η Tấm προσωποποιεί την καλοσύνη, την ταπεινότητα και την ήσυχη αντοχή — όλες τις παραδοσιακές αρετές που συνδέονται με τους Βιετναμέζους, ειδικά με τις γυναίκες. Αλλά καθώς η ιστορία προχωρά, η παθητική της ταλαιπωρία έδωσε τη θέση της σε πιο εκρηκτικές πράξεις ανυπακοής και τελικά, σε πράξεις τιμωρίας. Αυτή η δυαδικότητα είναι θεμελιώδης για τον βιετναμέζικο πολιτισμό και την ταυτότητα του βιετναμέζικού λαού: μια φιγούρα υπομονής και αντοχής, που εκτελεί τη δική της εκδοχή της καρμικής δικαιοσύνης μόνο όταν πιέζεται υπερβολικά.

Συνολικά, οι πράξεις της Tấm γίνονται καλύτερα κατανοητές όχι ως πράξεις ενός ατόμου, αλλά ως συμβολική αναπαράσταση μιας τάξης, ενός έθνους ή ακόμα και της βουδιστικής έννοιας του κάρμα. Οι πράξεις της Tấm δεν είναι κακές. Αντιπροσωπεύουν την λαϊκή πεποίθηση ότι το κακό πρέπει να εξαλειφθεί εντελώς. Η Tấm ωριμάζοντας, καταλαβαίνει κάποια στιγμή ότι ο Βούδας ή ο οποιοσδήποτε μαγικός βοηθός δεν μπορούσε πάντα να την προστατεύει και αν η Cám και η κακιά μητριά ζούσαν ακόμα, θα προσπαθούσαν να την βγάλουν από τη μέση ξανά και ξανά. Αν η Cám και η μητέρα της είχαν σταματήσει, αφού είχαν αρπάξει το στέμμα, η ιστορία μπορεί να είχε τελειώσει ειρηνικά. Αλλά τα επαναλαμβανόμενα εγκλήματά τους δικαιολογούν τα αντίποινα της Tấm, η οποία στην πραγματικότητα είναι όργανο απονομής δικαιοσύνης, σύμφωνα με την βουδιστική αντίληψη για το κάρμα: όταν οι άνθρωποι πράττουν το κακό, πρέπει να υποστούν και τις συνέπειες, που είναι πιο σκληρές σε σχέση με αυτό που έκαναν. Ο τρόπος εκδίκησης με τις συγκεκριμένες ενέργειες, αποτελεί συμβολισμό της νίκης των καλών και ευγενικών ανθρώπων και της τιμωρίας των κακών. 

Οι τιμωρίες της μητριάς και της κόρης της ακολουθούν ένα είδος νόμου εκδίκησης. Για να τιμωρήσει την Cám, η Tấm χρησιμοποιεί βραστό νερό, το νερό που χρησιμοποίησε η Cám για να εκφοβίσει την αδερφή της την πρώτη φορά, και στη συνέχεια το νερό που έπνιξε την Tấm. Αλλά το βραστό νερό παραπέμπει επίσης στη φωτιά που έβαλε η Cám στον αργαλειό - μια από τις ενσαρκώσεις της Tấm. Για να τιμωρήσει τη μητριά της, η Tấm την αναγκάζει να φάει την ίδια της την κόρη, όπως ακριβώς η μητριά της ανάγκασε την Cám να σκοτώσει τον γοβιό και στη συνέχεια τον φλώρο, την πρώτη μετενσάρκωση της Tấm. 

Επομένως, αυτές οι τιμωρίες μοιάζουν πολύ με την βιβλική αρχή της αντεκδίκησης: «οφθαλμός αντί οφθαλμού, και οδόντα αντί οδόντος».  Έχει το θύμα το δικαίωμα να ασκεί η ίδια τη δικαιοσύνη; Στην πραγματικότητα, δεν είναι η ίδια που εκτελεί την ποινή. Ο αφηγητής μας το ξεκαθαρίζει: Η Tấm «διέταξε να σκαφτεί μια βαθιά τρύπα (...) και διέταξε να χυθεί βραστό νερό...».         

Έτσι, η Tấm δεν σκότωσε την Cám ούτε τη μητριά της, η οποία τρομοκρατήθηκε από το γεγονός ότι είχε φάει την κόρη της και πέθανε από το σοκ. Επιπλέον, σε μια άλλη βιετναμέζικη εκδοχή, η Tấm έδωσε μόνο συμβουλές στη μικρότερη αδερφή της, η οποία ζήλευε το όμορφο δέρμα της: 

«Σκάψε μια τρύπα για να κάνεις μπάνιο και βάλε κάποιον να ρίξει μια κατσαρόλα με βραστό νερό πάνω σου, έστω για μία φορά. Τότε το δέρμα σου θα γίνει άσπρο σαν γάλα». 

Σε μια άλλη εκδοχή, η μητριά, ανακαλύπτοντας ότι μόλις είχε φάει την κόρη της, πέφτει σε μια λίμνη. Επομένως, σε όλες αυτές τις εκδοχές, υπάρχει στην πραγματικότητα μια έμφαση από τον αφηγητή: Η Tấm δεν προκάλεσε ποτέ προσωπικά τους θανάτους των εχθρών της. Όπως ακριβώς η μοίρα επέτρεψε στην Tấm να «ακολουθήσει τη ροή» και να ολοκληρώσει τον εαυτό της, οι δύο γυναίκες που ακολούθησαν τα ένστικτά τους θα υποστούν επίσης τιμωρία για τα εγκλήματά τους.

Κάτι που ενισχύει την παραπάνω άποψη είναι ότι Βιετναμέζοι που είχαν ακούσει την πλήρη εκδοχή στην παιδική τους ηλικία, επιβεβαίωσαν σε συνεντεύξεις ότι αυτό το τέλος, παρά τη φρίκη του, τους φαινόταν πολύ δίκαιο. Τα παιδιά καταλαβαίνουν ασυνείδητα τον συμβολισμό αυτών των ισχυρών εικόνων και θυμούνται ότι μια τρομερή τιμωρία περιμένει πάντα τους κακούς.  

Παρ' όλα αυτάπολλές πρόσφατες εκδόσεις του παραμυθιού στο Βιετνάμ, ειδικά αυτές που απευθύνονται σε παιδιά (π.χ., οι εικονογραφημένες) έχουν αφαιρέσει το τέλος, εν όλω ή εν μέρει, ειδικά το δεύτερο μέρος, με το κρανίο της Cám στον πάτο του βάζου με τη σάλτσα ψαριού. Αναμφίβολα, η ιδέα του κανιβαλισμού, καθώς και η φρικιαστική εμφάνιση ενός κρανίου στον πάτο μιας νόστιμης μπουκιάς, είναι αφόρητες για τα μικρά παιδιά. 

Η διαφορετική άποψη, που θέλει την Tấm να προσηλυτίζει την Cám και τη μητριά της, μέσω της δικαιοσύνης και της γενναιοδωρίας της, μοιάζει αδύνατη, επειδή τα αδικήματα και των δυο ήταν πολύ σοβαρά και επαναλαμβανόμενα για μεγάλο χρονικό διάστημα και άλλη εφικτή λύση για τον τερματισμό του κύκλου του εγκλήματος δεν υπήρχε. Όχι μόνο δεν καταστρέφεται η εικόνα της Tấm, αλλά παρουσιάζεται σταδιακά όλο και πιο ώριμη, δυνατή και αποφασισμένη.

Ωστόσο, σε άλλες εκδόσεις, η ιστορία τελειώνει με την Cám και τη μητέρα της, ενώ φεύγουν ντροπιασμένες, να χτυπιούνται από κεραυνό, μια τιμωρία της φύσης. Σε άλλες πάλι, η ιστορία τελειώνει με την Tấm και τον βασιλιά, ευτυχισμένους, ενώ η Cám και η μητέρα της τιμωρούνται κατάλληλα, χωρίς να διευκρινίζεται το είδος της τιμωρίας. Αυτό το τέλος διατηρεί ακόμα την εικόνα της ευγενικής και επιεικούς Tấm, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνει τις λαϊκές έννοιες για το «κακό που γεννά κακό», «το απέραντο δίχτυ του ουρανού» και των «κακών πράξειων, που θα τιμωρηθούν σύμφωνα με τη φύση».


______________


Ιστορικά ίχνη στο παραμύθι Tấm Cám

Η προφορική λογοτεχνία, στην προκειμένη περίπτωση η λαϊκή παράδοση, περιέχει ίχνη διαφόρων πολιτισμικών και ιδεολογικών αλλαγών που έχουν συμβεί με την πάροδο του χρόνου. Στην ιστορία «Tấm Cám» αποκαλύπτεται μια σειρά από αρχαϊκά στοιχεία περασμένων αιώνων.

  • Το πρώτο ίχνος μπορεί να βρεθεί στον τίτλο της ιστορίας και στη σημασία των ονομάτων των δύο χαρακτήρων, της καταδιωκόμενης αθώας ηρωίδας, Tấm, και της ετεροθαλούς αδερφής της, Cám. Ενώ στις ευρωπαϊκές εκδοχές - του Basile (17ος αι.), του Perrault (τέλη 17ου αι.), των αδελφών Grimm (αρχές 19ου αι.) και στις περισσότερες ελληνικές, ο τίτλος είναι το παρατσούκλι της ηρωίδας, που προέρχεται από την παραμονή της στις στάχτες και αντιπροσωπεύει μια ταπεινή κοινωνική θέση, στην βιετναμέζικη εκδοχή έχουμε ως τίτλο τα δύο ονόματα των ηρωίδων της ιστορίας: Tấm Cám. Μάλιστα τα ονόματα ομοιοκαταληκτούν και τα δυο κορίτσια είναι στην πραγματικότητα αδερφές, ενώ στις παραπάνω εκδοχές (εκτός των ελληνικών), η πρωταγωνίστρια δεν έχει συγγένεια εξ αίματος με τις «δύο αδερφές» της. Επίσης σαφώς η Tấm είναι μεγαλύτερη από την Cám. 
Στα βιετναμέζικα, «Tấm» σημαίνει «σπασμένο ρύζι», οι κόκκοι του οποίου μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μαγείρεμα. «Cám» είναι το λεπτό κέλυφος που περιβάλλει τον κόκκο του ρυζιού (κάτω από τον φλοιό), το οποίο συνήθως αφαιρείται κατά την άλεση του ρυζιού και πετιέται ή δίνεται στα γουρούνια. Έτσι, τα ονόματα και των δύο χαρακτήρων σχετίζονται με το ρύζι. Σε αυτό το σημείο, μπορεί να υποτεθεί ότι η ιστορία δημιουργήθηκε λίγο μετά την εποχή που το ρύζι είχε γίνει η βασική τροφή του πολιτισμού. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η Νοτιοανατολική Ασία και η Κίνα θεωρούνται η προέλευση των πολιτισμών του υγρού ρυζιού, τα ονόματα των δύο χαρακτήρων στη βιετναμέζικη εκδοχή επιβεβαιώνουν την κεντρική θέση του ρυζιού για έναν τέτοιο πολιτισμό. Κρίσιμη επίσης είναι και η σημασία του νερού στα διάφορα γεγονότα στη ζωή της Tấm και της Cám: οι δοκιμασίες, ο πνιγμός της Tấm, η απώλεια του παπουτσιού της στη λίμνη, η τιμωρία της Cám. 

Τέλος, μπορούμε να δούμε, όπως ανέλυσε ο Đỗ Lan Chi Lan, ο μεταφραστής στα γαλλικά της πρώτης γραπτής έκδοσης της ιστορίας, «ένας σπασμένος κόκκος ρυζιού είναι καλύτερος από το πίτουρο: από την αρχή το όνομα παρέχει πληροφορίες σχετικά με την εγγενή αξία ενός ατόμου». Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα ονόματα εκφράζουν μια δυαδική αντίθεση ενός ευρέως γνωστού είδους, αυτή μεταξύ του πυρήνα, δηλαδή του βρώσιμου μέρους του κόκκου, και του φλοιού, ή της ήρας, που δίνεται στα ζώα. Τα ονόματα εκφράζουν μια αντίθεση μεταξύ της αξίας ή της αρετής των δύο κοριτσιών. Από την αρχή, ο προσεκτικός αναγνώστης περιμένει ότι η ιστορία θα έχει ένα «αίσιο τέλος» για την Tấm! («Η Cám είναι όμορφη, αλλά η Tấm εξακολουθεί να είναι ανώτερη σε νοημοσύνη και ομορφιά»), διαπίστωση που αμέσως την τοποθετεί στον ρόλο του θύματος («Η μητέρα της Cám είναι σκληρή με την κόρη του συζύγου της...»

  • Περαιτέρω στοιχεία κοινωνικών εθίμων από ένα αρχαϊκό παρελθόν θα μπορούσαν επίσης να εντοπιστούν στο περιστατικό στο οποίο η ετεροθαλής αδερφή προσφέρεται ως υποκατάστατο μετά τον θάνατο της αθώας διωκόμενης ηρωίδας. Αυτό το περιστατικό θεωρείται ότι διαμορφώνεται από μια γαμήλια πρακτική που ονομάζεται «γάμος αδελφών», στην οποία ένας σύζυγος του οποίου η σύζυγος πεθαίνει έχει την άδεια να παντρευτεί την αδερφή της νεκρής συζύγου του, είτε επειδή ως θεία βρίσκεται σε μητρική σχέση με τα παιδιά της αδερφής της, είτε επειδή ο γάμος διατηρεί την περιουσία εντός της ίδιας οικογενειακής ομάδαςΑυτό το αρχαϊκό έθιμο ενθαρρύνεται και από τις δύο πλευρές (την οικογένεια της συζύγου και του συζύγου), επειδή αυτός ο τύπος γάμου διατηρεί τις ιδιότητες και το συμβόλαιο μεταξύ των δύο και ενισχύει επίσης τη σχέση και των δύο πλευρών. Στην πραγματικότητα, αυτό το κοινωνιολογικό έθιμο εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένες εθνοτικές ομάδες στο Βιετνάμ και σε άλλους πολιτισμούς της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η λειτουργία της δομής στο Tấm και το Cám , ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιείται, για να επισημάνει ότι το έθιμο έχει διαστρεβλωθεί από τη δολοφονία της ηρωίδας και, ως εκ τούτου, απαιτείται μια υπερφυσική διαδικασία για την αποκατάσταση της κατάλληλης κοινωνικής δομής. 
  • Τρίτον, οι μετενσαρκώσεις της αθώας διωκόμενης ηρωίδας στο εκτεταμένο μέρος της ιστορίας, αναμφισβήτητα, καθίστανται δυνατές χάρη στη βουδιστική πίστη στην έννοια της μετενσάρκωσης. Επιπλέον, η διαδικασία των μετενσαρκώσεων της ηρωίδας φαίνεται να εντάσσεται σε μια κομφουκιανική ιδεολογία της γυναικείας συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, η μεταμόρφωση της ηρωίδας σε ξύλινο αργαλειό υποδηλώνει την εργατικότητα της γυναίκας, ή στην τελευταία μετενσάρκωση, όταν μεταμορφώνεται από φρούτο σε ανθρώπινο σχήμα και κάνει τις δουλειές του σπιτιού και το μαγείρεμα για την ηλικιωμένη γυναίκα, η ιστορία βασίζεται στους κοινωνικούς κανόνες για μια σωστή γυναίκα στην πατριαρχική κοινωνία - δηλαδή, να εκτελεί οικιακές εργασίες. Σύμφωνα με την κομφουκιανική ηθική, που επιβλήθηκε στη Βιετναμέζα γυναίκα, υπάρχουν τρεις υποταγές στις οποίες πρέπει να υποβληθεί μια γυναίκα, δηλαδή, υποταγή στον πατέρα πριν από τον γάμο της, υποταγή στον σύζυγο κατά τη διάρκεια του γάμου της και στον γιο όταν χηρεύει. Η αρετή της φαίνεται έτσι να προσελκύει υπερφυσική βοήθεια η οποία, σε συνδυασμό με την ευρηματικότητά της, της επιτρέπει να ξεφύγει από τον κύκλο της καταστροφής και της μετενσάρκωσης και να επιστρέψει στην προηγούμενη ιδιότητά της ως συζύγου και πριγκίπισσας. Υπό το πρίσμα του παραδείγματος της θηλυκότητας, το Tấm Cám απεικονίζει την κοινωνική στάση και τις προσδοκίες για τις γυναικείες αξίες σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία. Συγκεκριμένα, η Tấm - η αθώα διωκόμενη ηρωίδα - υφίσταται τόσο πρωτογενή όσο και δευτερογενή διωγμό, την πρώτη στο σπίτι των παιδικών της χρόνων, τη δεύτερη στο παλάτι και πέρα ​​από αυτό, καθώς περνάει από τις μετενσαρκώσεις της. Η πρωτογενής διώξη είναι ένα μέσο για να φτάσει η ηρωίδα σε ηλικία γάμου και σεξουαλικής ελκυστικότητας (όταν ολοκληρώνεται ο τύπος της Σταχτοπούτας), και στη συνέχεια η δευτερογενής διώξη δοκιμάζει την αξιότητά της να είναι η σύζυγος του πρίγκιπα. 
  • Επιπλέον, μια κατατοπιστική αναλογία με τα στοιχεία της εμπειρίας της Tấm μπορεί να παρατηρηθεί σε μια τελετή τυπική για ορισμένες εθνοτικές ομάδες στο Βιετνάμ, που ονομάζεται «Lễ thành đinh»: πρόκειται για μια τελετή ενηλικίωσης ή ιεροτελεστίας μετάβασης στην οποία υποβάλλονται τα κορίτσια προκειμένου να αναγνωριστούν ως ενήλικες και να επιβεβαιωθούν ως μέλη μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Υπάρχει μια ομοιότητα μεταξύ των διωγμών που υφίσταται η ηρωίδα του παραμυθιού κατά την παιδική της ηλικία και των δοκιμασιών που πρέπει να υποβληθούν τα κορίτσια σε αυτήν την τελετή ιεροτελεστίας μετάβασης. Το «Lễ thành đinh» είναι μια τελετή ενηλικίωσης που επιβεβαιώνει ένα άτομο ως μέλος μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Το άτομο υποχρεούται να ζει μακριά από τους γονείς του και πρέπει να περάσει μια σειρά από μαθήματα και εξετάσεις. Υπό την καθοδήγηση μιας αυστηρής μεγαλύτερης γυναίκας, τα κορίτσια θα διδαχθούν ορισμένες δεξιότητες που είναι απαραίτητες για να γίνουν καλές σύζυγοι: να κάνουν δουλειές του σπιτιού, να μαγειρεύουν ή να φροντίζουν τα παιδιά. Ο σκοπός της τελετής «lễ thành đinh» είναι να εκπαιδεύσει τα κορίτσια να αποκτήσουν σωστές συμπεριφορές που είναι κατάλληλες για τους κοινωνικούς κανόνες. Απαιτείται σκληρή δουλειά και υπακοή όταν τα κορίτσια ακολουθούν αυτήν την εκπαίδευση. Τα κορίτσια συνήθως παντρεύονται λίγο μετά το «lễ thành đinh». Στον τύπο ιστορίας της αθώας καταδιωκόμενης ηρωίδας, η ηρωίδα υφίσταται επίσης μια σειρά από διωγμούς (που αφορούν κυρίως τις πιο επίπονες μορφές οικιακής εργασίας) και παρά την κακομεταχείριση, ακούει πάντα τη μητριά της.
  • Στην ερμηνεία της θηλυκότητας, και μέσα στο πλαίσιο μιας σειράς κοινωνικο-ιστορικών πλαισίων, η Tấm διατηρεί έτσι την κοινωνική τάξη που απειλείται από τις πράξεις των γυναικών συγγενών της. Φαίνεται σημαντικό, για παράδειγμα, ότι μετά το τέλος της αρχικής δίωξης, ο κύκλος ξεκινά ξανά όταν η Tấm επιστρέφει στο οικογενειακό σπίτι για να τιμήσει την επέτειο του θανάτου του πατέρα της. Εκμεταλλευόμενες αυτή την ευκαιρία για να τη δολοφονήσουν, η μητριά και η ετεροθαλής αδερφή της επιδεικνύουν όχι μόνο τη δική τους έλλειψη ηθικών αρετών (υπακοή στον πατέρα και τον σύζυγο), αλλά και την τάση μιας τέτοιας έλλειψης να ανατρέψει την κοινωνική δομή και να ωθήσει την κοινωνία στο χάος. Οι δύο διώξεις, επομένως, σημαίνουν κάτι παραπάνω ​​από τις τελετουργίες μετάβασης, που υφίσταται η ηρωίδα στο μονοπάτι της από την κοριτσίστικη και την θυγατρική στη γυναικεία και τη συζυγική ηλικία, καθώς γίνονται μέρος μιας ευρύτερης αφήγησης για τις ανθρώπινες σχέσεις εντός της κοινωνικής τάξης.

«Chiếc cám nằm dưới». 
Ο τίτλος του έργου αναφέρεται στη δοκιμασία που επέβαλλε η μητριά στην Tấm, 
να ξεχωρίσει το καστανό από το λευκό ρύζι, πριν πάει στη γιορτή.
______________________


Οι επιδράσεις του τοπικού πολιτισμού στα παραμυθιακά μοτίβα

Αν και το παραμύθι Tấm Cám αντιπροσωπεύει διεθνή χαρακτηριστικά, που αντικατοπτρίζονται μέσα από καθολικές πλοκές, θέματα, μοτίβα και στοιχεία, ταυτόχρονα εκτελεί και τα εθνικά χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης κουλτούρας του. Για παράδειγμα, το πρώτο μέρος της βιετναμέζικης εκδοχής περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα μοτίβα που εμφανίζονται σε ευρωπαϊκές παραλλαγές αυτού του τύπου παραμυθιού, αλλά οι λειτουργίες και η σημασία ορισμένων από αυτά τα μοτίβα δεν έχουν πάντα την ίδια σημασία στο τοπικό βιετναμέζικο πλαίσιο όπως έχουν στην ευρωπαϊκή κουλτούρα.

  • Το μοτίβο μητέρας/ μητριάς

Ο θάνατος της φυσικής μητέρας είναι κοινό μοτίβο στα παραμύθια. Αν και πρόκειται για τραυματικό γεγονός, στην πορεία γίνεται ελπιδοφόρο, καθώς η νεκρή μητέρα πάντοτε προστατεύει το παιδί της. Η απουσία της μητέρας έχει τις ρίζες της στην ιστορική κοινωνική πραγματικότητα, όταν οι θάνατοι κατά τη γέννα ήταν πολύ συνηθισμένοι σε συνδυασμό με μολύνσεις και ασθένειες, που έθεταν τη ζωή των γυναικών σε κίνδυνο και άφηναν πίσω τους ορφανά παιδιά, σε ηλικία που δεν μπορούσαν να φροντίσουν τον εαυτό τους. Έτσι η φυσική μητέρα – κοινό κι αυτό παραμυθιακό μοτίβο – αντικαθίσταται από την μητριά, προκειμένου οι δουλειές του σπιτιού να συνεχίσουν να γίνονται και τα παιδιά να έχουν κάποιον να τα φροντίζει.

Από ψυχολογική τώρα πλευρά, η απουσία της μητέρας και η συναισθηματική εγκατάλειψη που αισθάνονται από τον χαμό της, βοηθάει τα παιδιά να μάθουν πώς να επιβιώνουν, σηματοδοτώντας το τέλος της παιδικότητας, την ενίσχυση της ταυτότητάς τους και την είσοδο στην ωριμότητα.

Παράλληλα το μοτίβο της αντικατάστασης της καλής μητέρας από μια κακή μητριά επιτρέπει σε μια προσωπικότητα να χωριστεί στα δύο, έτσι ώστε μια θετική εικόνα να παραμείνει αναλλοίωτη. Με αυτόν τον τρόπο, τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να κρατούν μακριά τις καλές και τις κακές εικόνες. Ενώ μερικές φορές μπορεί να καλλιεργούν συναισθήματα δυσαρέσκειας εναντίον της μητέρας τους, για παράδειγμα, μπορεί να αισθάνονται ενοχές στη σκέψη ότι τη βλέπουν με αρνητικό τρόπο. Διαχωρίζοντας την εικόνα της μητέρας στα δύο, τα παιδιά είναι σε θέση να παραμείνουν πιστά απέναντί της, κατανοώντας παράλληλα ότι η διαδικασία της αποστέρησης είναι απαραίτητη και υγιής. Αυτό είναι εμφανές στον διαχωρισμό σε μητέρα και μητριά στη Σταχτοπούτα και τη Χιονάτη, ή σε μητέρα και γιαγιά στην Κοκκινοσκουφίτσα. Αυτός ο διαχωρισμός δίνει στα παιδιά σταθερότητα, μέχρι να ξεπεράσουν την διχοτομική κοσμοθεωρία τους για το καλό και το κακό.

Η Σταχτοπούτα, όπως και η Χιονάτη, βρίσκονται στην εφηβεία τους, κοντά στην επίτευξη σεξουαλικής ωριμότητας. Η κακιά μητριά αντιτίθεται στον ευγενικό «Bụt» της βιετναμέζικης εκδοχής, στο ψάρι – φύλακα της κινέζικης, στην μεταμορφωμένη σε αγελάδα μητέρα πολλών ελληνικών παραλλαγών, στην καλή νεράιδα - νονά του Perrault ή στη μαγική φουντουκιά που μεγαλώνει πάνω στον τάφο της νεκρής μητέρας των αδελφών Grimm. Έτσι, ο αναγνώστης ασχολείται ταυτόχρονα με δύο μητρικές εικόνες. Λόγω της κυριαρχίας και της κακομεταχείρισης από τη μητριά, η ηρωίδα αναγκάζεται να απομακρυνθεί από το γονικό σπίτι για να βρει την ευτυχία με έναν σύντροφο. Αν ληφθεί υπόψη η σύγκρουση μεταξύ γονέων και παιδιών κατά την εφηβεία, αυτή η διαδικασία φαίνεται να αντικατοπτρίζεται στενά στο παραμύθι.

Ένα νεαρό κορίτσι, όπως η Σταχτοπούτα, νιώθει απογοητευμένο από την επίμονη, ακαταμάχητη παρέμβαση της μητέρας της. Η αυταρχική μητέρα γίνεται το εμπόδιο, που φαίνεται να καταπνίγει τη φυσική επιθυμία για τους άνδρες, τον γάμο και ως εκ τούτου την επίτευξη της γυναικείας ωριμότητας. Ούτε οι ηρωίδες ούτε τα παιδιά εξερευνούν ορθολογικά τέτοια βαθιά ριζωμένα συναισθήματα. Αντίθετα, η διχασμένη απεικόνιση των μητέρων στα παραμύθια παρέχει μια παράσταση χωρίς ενοχές των αμφιθυμιών της νεαρής γυναίκας και έναν τρόπο για να αντιμετωπίσει τις παράδοξες παρορμήσεις αγάπης και μίσους μέσω της φαντασίας.

Η βιολογική μητέρα πρέπει να θεωρείται, τουλάχιστον εν μέρει, ως κακή, για να παρακινήσει το παιδί να απομακρυνθεί από αυτήν και να γίνει ανεξάρτητο. Στην εκδοχή της ιστορίας των Grimm, ο διαχωρισμός των προσωπικοτήτων παίρνει μια ακόμη πιο ενδιαφέρουσα μορφή. Όταν η μητέρα γνωρίζει ότι ο θάνατός της είναι κοντά, υπόσχεται στη Σταχτοπούτα ότι θα τη φροντίσει και θα την καθοδηγήσει, ακόμα και μετά τον θάνατό της. Αντί για μια θηλυκή νεράιδα νονά, ένα άσπρο πουλί, που φωλιάζει στην φουντουκιά, πάνω στον τάφο της μητέρας της, προσφέρει στην Σταχτοπούτα αυτό που κάθε φορά επιθυμεί. Ακόμα κι αν η Σταχτοπούτα, ή το νεαρό κορίτσι, δεν μπορεί πλέον να δει τη μητέρα της και έχει δημιουργηθεί μια ορισμένη απόσταση, ξέρει ότι τελικά μπορεί ακόμα να βασιστεί σε αυτήν για παρηγοριά και βοήθεια, αν χρειαστεί.

«Συχνά μια καλή νεράιδα, μια ηλικιωμένη γυναίκα ή μια παρηγορητική νονά (δεύτερη αντικατάσταση της αρχικής μητέρας) απελευθερώνουν την ηρωίδα από τα δεσμά της μητριάς και της επιτρέπουν να υιοθετήσει κατάλληλους ρόλους ενηλίκων», γράφει η Karen E. Rowe στο βιβλίο της «Fairy Tales and Feminism» (1979).

Στην βιετναμέζικη εκδοχή, η Tấm στην τελευταία της μετενσάρκωση σε λωτό, βρίσκει την ηλικιωμένη εμπόρισσα, η οποία λειτουργεί ως 
«καλή μητέρα» σε αντίθεση με την «κακιά μητριά», την σκοτεινή μητρική  όψη. Στην πραγματικότητα, η ηλικιωμένη γυναίκα είναι το αρχέτυπο της «Μεγάλης Μητέρας στο Φως», που εμφανίζεται όταν το παιδί ενηλικιώνεται πνευματικά. Μόνο αποκαθιστώντας τη Μητέρα μέσα στην ψυχή της, μπορεί να επανασυνδεθεί με τον Βασιλιά και να φτάσει έτσι στην ολοκλήρωση του εαυτού της.


William Henry Margetson (1861-1940), Cinderella and the fairy godmother.
____________

  • Το μοτίβο του χαμένου παπουτσιού
Το περιστατικό με το χαμένο παπούτσι εμφανίζεται σε 157 ιστορίες ανάμεσα σε 345 παραλλαγές της Σταχτοπούτας. Όπως έχει συχνά παρατηρηθεί, ένα ζευγάρι παπούτσια έχει ιδιαίτερη σημασία σε πολλούς πολιτισμούς, καθώς προσφερόταν ως δώρο αρραβώνα ή γάμου σε πολλές περιοχές της Γερμανίας, Γαλλίας αλλά και της Νότιας Κίνας. Ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές, μάλιστα, αποδίδουν στο γοβάκι συμβολικό περιεχόμενο. Το θεωρούν είδος φαλλικού συμβόλου. Συγκεκριμένα, το παραλληλίζουν με το σύμβολο του κόλπου. Ο R. D. Jameson αναφέρει αρκετά παραδείγματα, στα οποία το γοβάκι χρησιμοποιείται ως σεξουαλικό σύμβολο στην Κίνα. Σύμφωνα με έρευνα του μελετητή, στους Μαντσού η νύφη χαρίζει παντόφλες στους αδελφούς του συζύγου της, οι οποίοι, εφόσον υπάρχει η πρακτική του ομαδικού γάμου, γίνονται οι σεξουαλικοί της σύντροφοι.

Στο Βιετνάμ, ωστόσο, ένα ζευγάρι παπούτσια δεν έχει ιδιαίτερη σημασία στα γαμήλια έθιμα. Ένα παπούτσι χαμένο στη λίμνη, στη βιετναμέζικη εκδοχή, λειτουργεί μόνο ως σύμβολο γυναικείας ομορφιάς. Όταν ο βασιλιάς σηκώνει το παπούτσι, σκέφτεται αμέσως ότι η ιδιοκτήτρια του παπουτσιού είναι μια όμορφη κυρία, επειδή έχει μικρά πόδια. Όσον αφορά μάλιστα το μέγεθος του ποδιού στην Κίνα, οι κοπέλες με μικροσκοπικό πόδι έχαιραν της εκτίμησης όλων, και οι άνδρες προτιμούσαν να παντρευτούν γυναίκες με μικρό πόδι. Αν μια γυναίκα κατάφερνε να κρύψει τα πόδια της μέχρι το γάμο και ανακάλυπταν αργότερα ότι είχε μεγάλα πόδια, πεθερά και κουνιάδες την περιγελούσαν. Μια αρχαία παράδοση ήθελε οι Κινέζες να τυλίγουν από μικρή ηλικία, πολύ σφιχτά τα πόδια τους με υφάσματα, ώστε να μην μεγαλώνουν.

Σε αντίθεση με τον πρίγκιπα στις περισσότερες δυτικές εκδοχές, στις ανατολικές ο βασιλιάς δεν γνωρίζει αυτό το κορίτσι: δεν θαμπώνεται από τα υπέροχα ρούχα, ούτε από την ομορφιά ή την ευφυΐα της, ούτε από τη γοητεία της. Εν ολίγοις, ο βασιλιάς δεν είναι ερωτευμένος και δεν προσπαθεί να ξαναβρεί ένα κορίτσι που, από τότε που το είδε και χόρεψε μαζί του, έχει απασχολήσει όλες τις σκέψεις του, αλλά απλώς κάποια που μπορεί να χωρέσει στο παπούτσι, μια γυναίκα που δεν γνωρίζει τίποτα άλλο εκτός από το ότι έχει  πολύ μικρό πόδι.  

Φυσικά, μπορούμε να προβλέψουμε ότι στην παραδοσιακή βιετναμέζικη οικογένεια, όπου ο γάμος ήταν υπόθεση των γονέων, θα ήταν πιθανώς ακατάλληλο για ένα νεαρό κορίτσι να αποπλανήσει τον μελλοντικό σύζυγό της (ακόμα κι αν ήταν βασιλιάς) με την ομορφιά, το πρόσωπό της ή τη γοητεία του σώματός της.  Πράγματι, στις δυτικές Σταχτοπούτες, το χαμένο παπούτσι είναι καθαρά ορατό και ο πρίγκιπας δεν έχει παρά να σκύψει για να το μαζέψει. Έτσι όχι μόνο μπορεί να αναγνωρίσει τέλεια την κάτοχό του, αλλά η παρουσία ενός παπουτσιού εδώ δεν είναι μυστηριώδης. Στην βιετναμέζικη εκδοχή αντίθετα, η Tấm χάνει «το χρυσό παπούτσι», που πέφτοντας στη λίμνη, γίνεται αμέσως αόρατο στους περαστικούς, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του βασιλιά. Όταν ο βασιλιάς περπατάει σε αυτόν τον δρόμο, κανονικά, δεν μπορεί να «δει» το παπούτσι. Αλλά «ο ελέφαντας, ένα ιερό ζώο - συμβολίζει την ευγένεια, την υπακοή, την ευφυΐα, την πίστη και τη δύναμη - που καβαλάει ο βασιλιάς σταματά ξαφνικά και αρχίζει να βρυχάται δυνατά». Και τότε, αντί να χτυπήσει το ζώο για να συνεχίσει το δρόμο του, ο βασιλιάς «διατάζει τους φρουρούς να ελέγξουν τη λίμνη». Και φυσικά, πολύ γρήγορα «έφεραν στον βασιλιά το χρυσοκέντητο παπούτσι» και εκείνος «έκπληκτος από το μικρό μέγεθός του, ορκίστηκε να παντρευτεί μόνο εκείνη στην οποία ανήκε». Έτσι, μια υπερφυσική εντολή οδήγησε τον βασιλιά να «βρει» το παπούτσι. Αν θυμηθούμε την προέλευση αυτής του παπουτσιού, μπορούμε να μαντέψουμε ότι όλα ήταν έξυπνα οργανωμένα στην αλυσίδα των γεγονότων της φαινομενικά «θαυματουργής» ιστορίας των χαμένων παπουτσιών. Αλλά ποιος τα τακτοποίησε;         

Ήταν σαφώς ο Βούδας! Αν αυτό το παπούτσι είχε ένα συγκεκριμένο πεπρωμένο, πιθανότατα σήμαινε ότι είχε και η Tấm: Η Tấm δεν χρειαζόταν να αποπλανήσει τον βασιλιά με την ομορφιά της για να γίνει βασίλισσα. Το πεπρωμένο της ήταν να γίνει βασίλισσα. Και παρόλα τα εμπόδια που της είχε θέσει η μητριά της, έγινε βασίλισσα: ένα ανθρώπινο ον δεν μπορούσε να εμποδίσει το πεπρωμένο που είχε σχεδιάσει ο Βούδας.  
 

«Έκπληκτος από το μικρό μέγεθος της παντόφλας, ο βασιλιάς ορκίστηκε 
να παντρευτεί μόνο εκείνη στην οποία ανήκε»
___________


Στην κινέζικη και βιετναμέζικη Σταχτοπούτα είναι η ίδια η ηρωίδα που σπεύδει να δοκιμάσει το παπούτσι, αποδεχόμενη μ' αυτόν τον τρόπο τη θηλυκότητά της. Πιο συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζει ο αυστριακής καταγωγής ψυχολόγος, λόγιος, διανοούμενος και συγγραφέας Μπρούνο Μπετελχάιμ, η κίνηση της Σταχτοπούτας να βάλει το παπούτσι στο πόδι πριν το κάνει ο πρίγκιπας γι' αυτήν, η οποία συναντάται σε πολλές παραλλαγές, δείχνει τον δυναμισμό της ηρωίδας και την ικανότητά της να υπερασπίζεται τον εαυτό της.

Πιο συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζει ο αυστριακής καταγωγής ψυχολόγος, λόγιος, διανοούμενος και συγγραφέας Μπρούνο Μπετελχάιμ, η κίνηση της Σταχτοπούτας να βάλει το παπούτσι στο πόδι πριν το κάνει ο πρίγκιπας για αυτήν, την οποία συναντάμε σε πολλές παραλλαγές, δείχνει τον δυναμισμό της ηρωίδας και την ικανότητά της να υπερασπίζεται τον εαυτό της. Το παπούτσι γίνεται αρωγός στη μετάβασή της από τον εγκλωβισμό της μέσα στο σπίτι και την κακομεταχείριση στην εύρεση της ελευθερίας μέσα από τον γάμο με τον πρίγκιπα. 

Στις ελληνικές παραλλαγές, το παπούτσι είναι ένα δώρο της μητέρας προς την μικρή της κόρη. Η μητέρα χαρίζει με τον τρόπο αυτό στην Σταχτοπούτα το μέσο να κινηθεί έξω από την πατρική εστία, όπου μέχρι τότε ήταν εκούσια κλεισμένη αλλά και ένα αντικείμενο- κλειδί για τη συνάντηση με το άλλο φύλο. Μέσω του παπουτσιού, η Σταχτοπούτα μεταβαίνει σταδιακά στην ενηλικίωση και την ευτυχισμένη ζωή του γάμου με τον πρίγκιπα.

Το παπούτσι όμως έχει διπλό συμβολισμό, αντιπροσωπεύοντας συγχρόνως την ελευθερία και την υποταγή. Οι σκλάβοι ήταν πάντα ξυπόλυτοι, άρα το παπούτσι συμβολίζει μια ελευθερία. Συν τοις άλλοις, τα παιδιά, παίζοντας, έτρεχαν ξυπόλυτα μέχρι να ενηλικιωθούν, οπότε ελευθερώνονταν από την κυριαρχία των γονέων και φόραγαν παπούτσια. 

Ταυτόχρονα όμως, το παπούτσι αντιπροσωπεύει και την υποταγή σε μια προκατασκευασμένη από τους άνδρες θηλυκότητα, που είναι κοινωνικά αποδεκτή και παρουσιάζεται στην πληθώρα των ευρωπαϊκών παραλλαγών. Η κατοχή του συνεπάγεται εξουσία πάνω στον κάτοχό του: το παπούτσι της νύφης την θέτει υπό την κυριαρχία του γαμπρού. Γίνεται, έτσι σαφές, ότι με αυτόν τον τρόπο η Σταχτοπούτα δείχνει τη συναίνεση της στον προβλεπόμενο από την κοινωνία περιορισμένο ρόλο της γυναίκας. Μάλιστα, από μια φεμινιστική οπτική, το γεγονός ότι τα πόδια της Σταχτοπούτας είναι τα μικρότερα σε όλο το βασίλειο και χωρούν στο παπούτσι, συμβολίζουν μια στέρηση της ανεξαρτησίας της ηρωίδας και της γυναίκας γενικότερα.


Η Cám δοκιμάζει το παπούτσι υπό το βλέμμα της μητέρας της
____________


  • «Θέματα μπετέλ και αρέκα»
Παράλληλα με το μαγικό παπούτσι που επιτρέπει στην ηρωίδα να φτάσει σε ένα ευτυχές αποτέλεσμα στο πρώτο μέρος της ιστορίας, υπάρχει επίσης το τύλιγμα του μπετέλ σε σχήμα φτερού φοίνικα, που της επιτρέπει να ξαναβρεί την ευτυχία στο τέλος της ιστορίας. Το μαγικό παπούτσι και η τύλιγμα του μπετέλ εκτελούν επομένως την ίδια λειτουργία με τα πολύτιμα αντικείμενα που φέρνουν ευτυχία στην ηρωίδα, αλλά το μπετέλ έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία στη βιετναμέζικη κουλτούρα. Αυτή η λεπτομέρεια καταδεικνύει έναν προφανή εθνικό χαρακτήρα στο Tấm Cám του Βιετνάμ και τις παραλλαγές του.

Το μάσημα του μπετέλ αποτελεί σημαντικό στοιχείο των βιετναμέζικων πολιτιστικών αξιών. Ο καρπός της αρέκας και το φύλλο του μπετέλ, όχι μόνο εμφανίζονται στη βιετναμέζικη λαογραφία, στους λαϊκούς στίχους, στα δημοτικά τραγούδια και στα λαϊκά φεστιβάλ, αλλά έχουν γίνει αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής ζωής των Βιετναμέζων. 

Είναι τόσο σημαντικά σύμβολα αγάπης και γάμου, που στα βιετναμέζικα η φράση «θέματα μπετέλ και αρέκα» (chuyện trầu cau) είναι συνώνυμη με τον γάμο. Ένα από τα κριτήρια επιλογής νύφης, στα παλιά χρόνια, εκτός από το μαγείρεμα και τις δουλειές του σπιτιού, το τύλιγμα του μπετέλ ήταν ένα από τα υποχρεωτικά καθήκοντα για να δει ο υποψήφιος γαμπρός τον χαρακτήρα, τον τρόπο ζωής και οικογενειακή φροντίδα της μέλλουσας συζύγου. Επίσης, η φράση «ένα κομμάτι betel είναι η αρχή μιας συζήτησης» αποτελεί κοινή ρήση των παππούδων, όταν διδάσκουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους τον τρόπο ζωής της ευγένειας και της δικαιοσύνης.

Εκτός από τους αρραβώνες και τους γάμους, όμως, χρησιμεύουν και σε άλλες σημαντικές παραδοσιακές τελετές, όπως τα τελετουργικά προσφορών, οι κηδείες και οι ταφές. Τοποθετούνται στους προγονικούς βωμούς και αυτήν ακριβώς τη συνήθεια επικαλείται η μητριά, προκειμένου να ξεγελάσει την Tấm και να την δολοφονήσει. Προκειμένου να τιμήσει το ετήσιο μνημόσυνο του πατέρα της (Tiểu Tường στα βιετναμέζικα), ανεβαίνει στο δέντρο της αρέκας, για να μαζέψει τους καρπούς και τα φύλλα του μπετέλ και αυτό γίνεται η αιτία του θανάτου της.


Η κορυφή των μεθόδων περιτυλίγματος του μπετέλ ήταν το φτερό του φοίνικα. 
Φωτογραφία: Tran Huan
_____________


  • Το μοτίβο της υπερφυσικής βοήθειας
Στο παραμύθι Tấm Cám, ο μαγικός βοηθός της Σταχτοπούτας δεν είναι μια υπερφυσική νονά - νεράιδα, όπως στα δυτικά πρότυπα, αλλά ένα θρησκευτικό πρόσωπο. Θρησκευτικές δοξασίες ενός διαφορετικού πολιτισμού έχουν εισβάλλει στην ιστορία και έχουν εμπλουτίσει την υπόθεση με μια ασυνήθιστη για τα δυτικά πρότυπα τροπή. Το γεγονός ότι ο Βούδας στη βιετναμέζικη εκδοχή είναι ένα χαρακτηριστικό δανεισμένο από τον Βουδισμό είναι κατανοητό, καθώς ο Βουδισμός έχει αφήσει ένα βαθύ αποτύπωμα στη συμπεριφορά και τη σκέψη των Βιετναμέζων. Άλλωστε, η νεράιδα στα παραμύθια σε όλο τον κόσμο δεν είναι πάντα ένα καλό υπερφυσικό ον. Υπάρχει η καλή νεράιδα στη Σταχτοπούτα, αλλά υπάρχει και η κακή νεράιδα στην Ωραία Κοιμωμένη. 

Ωστόσο, ένας «Bụt», όπως είναι η βιετναμέζικη λέξη στα παραμύθια και στον λαϊκό πολιτισμό, κάνει πάντα καλά πράγματα και αντιπροσωπεύει την συμπόνια, τον αλτρουισμό και την ανιδιοτέλεια. Οι Βιετναμέζοι έχουν την παροιμία «Ευγενικός σαν ένας Bụt», η οποία μπορεί να προέρχεται από τα χαρακτηριστικά του «Bụt» στα παραμύθια. Στο μυαλό των Βιετναμέζων ο Βούδας πρέπει να έχει χίλια μάτια και χίλια χέρια, επειδή τα μάτια είναι για την επίγνωση και τα χέρια είναι για δράση. Στη λαϊκή λογοτεχνία, ο Βούδας συνδέεται με την εικόνα ενός ηλικιωμένου άνδρα με άσπρα μαλλιά και γενειάδα, που εμφανίζεται όταν αδύναμοι άνθρωποι κλαίνε και ζητούν βοήθεια. Σύμφωνα με τη βουδιστική ερμηνεία, τα ανθρώπινα δάκρυα είναι πόνος, επομένως η απελευθέρωσή τους σε στιγμές θλίψης είναι πολύ πρακτική και ανθρώπινη. Φαίνεται ότι σε αυτή την ιστορία, τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη και από την αρχή ο Βούδας είχε ένα πολύ ακριβές όραμα για τη μοίρα της Ταμ (εκτός αν ο ίδιος κανόνισε αυτή τη μοίρα;)


Ο Βούδας («Bụt») και η Tấm
____________
  • Το κάρμα

Είναι αναμενόμενο σε μια Σταχτοπούτα βουδιστικής προέλευσης, όχι μόνο στοιχεία πλοκής να απηχούν δόγματα της συγκεκριμένης θρησκείας, αλλά και το κείμενο να διακατέχεται από ανάλογη κοσμοαντίληψη. Στη βουδιστική Σταχτοπούτα οι πράξεις των ανθρώπων φαίνεται να καθορίζονται από το κάρμα· όποιος κάνει καλό θα βρει καλό και όποιος κάνει το κακό θα το βρει μπροστά του. 

  • Το μοτίβο της μετεμψύχωσης – μετενσκάρκωσης
Η επιστροφή του νεκρού στη ζωή, για να διεκπεραιώσει ειρηνικές αποστολές, είναι κοινός τόπος στα λαϊκά παραμύθια, στα περισσότερα με την επιστροφή της νεκρής μητέρας για να προσφέρει βοήθεια στο κατατρεγμένο παιδί της.  Στη Σταχτοπούτα η μητέρα επιστρέφει με τη μορφή ζώου (αγελάδας) ή με τη μορφή δέντρου που φυτρώνει στον τάφο. Τέτοιο προστατευτικό ζώο, μετεμψύχωση της πεθαμένης μητέρας αποτελεί το ψάρι της κινέζικης παραλλαγής - μοτίβο που παρουσιάζεται και σε ανατολικές παραλλαγές της Σταχτοπούτας, όπως στις Ινδίες, στην Ινδοκίνα και τη Μαλαισία. 

Στην άγρια ​​σύγκρουση μεταξύ Καλού και Κακού, το μοτίβο της μετενσάρκωσης είναι ένα απαραίτητο προϊόν στον ασυμβίβαστο αγώνα των μικρών ανθρώπων ενάντια στις φαύλες εχθρικές δυνάμεις.Το μοτίβο της μετενσάρκωσης χρησιμοποιείται από τους λαϊκούς συγγραφείς ως ένα αποτελεσματικό μέσο, προκειμένου ο άτυχος ήρωας να ανακτήσει σταδιακά τη ζωή και την ευτυχία του. Η μεταμόρφωση στο μοτίβο της ενσάρκωσης είναι ένα προσωρινό στοιχείο για την επίλυση των συγκρούσεων, που προκαλούνται από τη σκληρότητα και την πονηριά της μητριάς και της κόρης της, οι οποίες έχουν οδηγήσει στον άδικο θάνατο του ήρωα. Οι μεταμορφωμένες μορφές δεν έχουν την ικανότητα να αντισταθούν σε κακές πράξεις, επομένως καταστρέφονται εύκολα και συνεχίζουν να μεταμορφώνονται σε άλλες μορφές, αλλά είτε οι ενσαρκώσεις με τη μορφή ζώων, δέντρων είτε διαφορετικών φρούτων είναι ανθρώπινης φύσης και ακολουθούν πάντα τις ζωές των συγγενών. 

Οι μεταμορφώσεις της Τấm είναι το πιο ποιητικό και μυητικό μέρος ολόκληρου του παραμυθιού, που χρησιμεύει ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο, επιτρέποντας στην ψυχή της να επιστρέψει στη ζωή και στον σύζυγό της, μετά τη δολοφονία της από τη μητριά και την ετεροθαλή αδερφή της. Ξαναγεννιέται σε τέσσερις διαφορετικές μορφές: χρυσό πουλί (φλώρος), ροδακινιά, αργαλειός και τέλος ένας αρωματικός λωτός. Κάθε φορά που πεθαίνει και επιστρέφει, βιώνει στην πραγματικότητα μια νέα φάση ψυχικής εξέλιξης.

Στη γλώσσα του ασυνείδητου, κάθε μεταμόρφωση της Τấm είναι ένας συμβολικός θάνατος — η διάλυση μιας παλιάς ταυτότητας. Η μητριά την σκοτώνει, αλλά ο θάνατος δεν την εξαλείφει· τη μεταμορφώνει. Αυτό που πεθαίνει είναι η εξαρτημένη, αδύναμη όψη της ψυχής.
Αυτό που ξαναγεννιέται είναι ένα πιο ώριμο, αυτόνομο και πνευματικά συνειδητό Εγώ.
Κάθε θάνατος είναι απλώς αλλαγή μορφής, όπως η ψυχή που αποβάλλει τα προσωπεία της, ώσπου να βρει την αληθινή της φύση.

Αν και ενσαρκώνεται πολλές φορές, είναι πάντα με τον σύζυγό της. Όταν μεταμορφώνεται σε φλώρο, πάντα περιφέρεται γύρω από το παλάτι του βασιλιά, μπαίνει στα μανίκια του και υπενθυμίζει στην αντικαταστάτριά της πώς να κρεμάει τα ρούχα. Όταν μεταμορφώνεται σε ροδακινιά, νανουρίζει τον σύζυγό της, που κοιμάται κάτω από τη σκιά της.

Το μοτίβο της ενσάρκωσης είναι η παράταση της ζωής των ανθρώπων με τη φαντασία και έτσι η τραγωδία της ζωής αντικαθίσταται από το μαγικό στοιχείο των παραμυθιών. Στο παραμύθι  Tấm Cám, το μοτίβο αντικατοπτρίζει τις παραδοσιακές πεποιθήσεις στη ζωή των Βιετναμέζων, που πιστεύουν ότι, όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν, η ψυχή θα είναι πάντα κοντά στους συγγενείς για να βοηθήσει και να προστατεύσει τα μέλη της οικογένειάς τους. Αυτή είναι η βάση της λατρείας των τοτέμ - κάθε φυλή λατρεύει ένα τοτέμ, φυτό ή συνηθέστερα ένα ζώο - και της λατρείας των προγόνων του Βιετναμέζικου λαού. Επομένως, τα διαφορετικά μεταμορφωμένα σχήματα της Tấm είναι δέντρα και ζώα, γνωστά και οικεία στη ζωή των κατοίκων του Βιετνάμ. Μετά από πολλές ενσαρκώσεις, οι ήρωες/ηρωίδες ξαναγεννιούνται με ανθρώπινη μορφή, πιο όμορφοι από πριν και ζουν ευτυχισμένοι με τους/τις συζύγους τους. Ωστόσο, μετά από πολλές και διαφορετικές ενσαρκώσεις, η Tấm δεν αναζητά την ευτυχία στον κόσμο της νιρβάνα, αλλά αγωνίζεται να γίνει ευτυχισμένη στην επίγεια ζωή. Κάθε μετενσάρκωση είναι ένα βήμα προς την ανάκτηση του γάμου, της θέσης της ως βασίλισσας, και τελικά προς την αποκάλυψη της σκληρότητας της οικογένειάς της και την επίτευξη ενός ευτυχισμένου, δίκαιου τέλους. Η μετενσάρκωση αναδεικνύει το θέμα του κάρμα, δείχνοντας ότι παρά τα βάσανά της, η Tấm ανταμείβεται για την καλοσύνη της, ενώ η Cám και η μητριά της τιμωρούνται σκληρά για τις κακές τους πράξεις.



Οι μετενσαρκώσεις της Tấm: φλώρος, ροδακινιά, αργαλειός, λωτός
____________

  • Οι μετενσαρκώσεις της Tấm: φλώρος, ροδακινιά, αργαλειός, λωτός
Ο φλώρος («chim vàng anh» στα βιετναμέζικα, όπου vàng σημαίνει «κίτρινο» και anh σημαίνει «φλώρος») έχει κινέζικη προέλευση και εκτιμάται για τη μελωδική φωνή του, η οποία προαναγγέλλει την άνοιξη, παρόμοια με τον ρόλο του στον κινεζικό πολιτιστικό συμβολισμό. Η λεπτομέρεια της ενσάρκωσης της ηρωίδας σε φλώρο αντανακλά παραδοσιακά έθιμα και πεποιθήσεις στη ζωή των Βιετναμέζων. Η λατρεία του πνεύματος των πουλιών αντικατοπτρίζεται έντονα στις λαϊκές ιστορίες. Το πουλί Lạc (Chim Lạc) είναι ένα θρυλικό πλάσμα των αρχαίων Βιετναμέζων και θεωρείται τοτέμ των κατοίκων της πολιτιστικής περιόδου Đông Sơn κατά τον πρώιμο σχηματισμό του κράτους Văn Lang-Âu Lạc. Η εικόνα ενός πουλιού Lạc είναι ένα σύμβολο που βρίσκεται στην επιφάνεια των ιερών χάλκινων τυμπάνων (Trống Đồng). Το πουλί Lạc απεικονίζεται με απλωμένα φτερά και μακρύ ράμφος να πετάει ψηλά και πλατιά δίπλα στον Ήλιο. Αυτή η εικόνα συμβολίζει την επιθυμία του βιετναμέζικου λαού να κατακτήσει φαινομενικά αδύνατες προκλήσεις. 


Το πουλί Lạc (Chim Lạc)
________

Από ψυχαναλυτική πλευρά ιδωμένη, η μετενσάρκωση της Tấm σε φλώρο, μετά τον θάνατό της στο νερό, την ανυψώνει στον αέρα. Το νερό είναι το στοιχείο του ασυνείδητου, το στάδιο της εσωτερικής κυοφορίας, όπως στο σκοτάδι της μήτρας. Η συνείδηση διαλύεται για να επαναδομηθεί. Το πουλί είναι το πνεύμα που βλέπει από ψηλά, η ψυχή που αποκτά επίγνωση και μετουσιώνει τον πόνο σε επίγνωση. Η Tấm τώρα μπορεί να βλέπει ό,τι προηγουμένως δεν μπορούσε: την πλάνη, τη ζήλια, την ίδια τη μητριά. 


Το πουλί είναι το πνεύμα που βλέπει από ψηλά, η ψυχή που αποκτά επίγνωση
_______________



«Xoan đào»: είναι το δέντρο της ροδακινιάς, ένα σημαντικό σύμβολο για το Βιετναμέζικο Tết (σεληνιακό νέο έτος) και συμβολίζει την καλή τύχη, την ευημερία και την αγάπη. Τα ροζ ή σκούρα ροζ άνθη του, διακοσμημένα σε σπίτια και ναούς, σηματοδοτούν την ελπίδα για ειρήνη, υγεία και ευτυχία για την οικογένεια κατά τη νέα χρονιά. 

Τα χρυσά φτερά του φλώρου που ήταν θαμμένα στον κήπο μετατράπηκαν σε δυο ροδακινιές, σε δέντρα, σύμβολο της ρίζας και του άξονα του κόσμου. Εδώ η ψυχή παύει να πετά και εδραιώνεται στη Γη — στον άξονα της ύπαρξης. Το δέντρο ενώνει ουρανό και χώμα, πνεύμα και ύλη, ζωή και θάνατο. Στην ψυχαναλυτική πορεία, αυτό είναι το στάδιο της ενσωμάτωσης· η Tấm δεν είναι πια φάντασμα, αλλά ζωντανή σύνδεση ανάμεσα σε όλα τα επίπεδα της ψυχής.


Η Cám διατάζει τους εργάτες να κόψουν τα δέντρα και να φτιάξουν έναν αργαλειό.
__________________


Ο αργαλειός («khung cửi » στα βιετναμέζικα). Στην παραδοσιακή βιετναμέζικη κοινωνία  ο αργαλειός συνδεόταν με την εργασία των γυναικών και ταυτόχρονα αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα σύμβολα της γυναικείας δημιουργικής δύναμης. Στην ψυχαναλυτική ανάγνωση και στη γιουνγκιανή συμβολική, αντιπροσωπεύει το στάδιο της εσωτερικής ύφανσης του εαυτού — τη στιγμή που η ψυχή αρχίζει να ενώνει τα διάσπαρτα κομμάτια της εμπειρίας, πλέκοντας το νήμα της ταυτότητας. Όταν από τα κομμένα δέντρα φτιάχνεται ο αργαλειός, αυτό σημαίνει πως η ψυχή της Tấm έχει γίνει πλέον υλικό συνείδησης: μετατρέπεται από φυσική μορφή σε εργαλείο δημιουργίας. Ο αργαλειός είναι το ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στη φύση και στο πνεύμα — εκεί όπου η ψυχή αρχίζει να «υφαίνει» το πεπρωμένο της.

Αλλά ποιος κάθεται σε αυτόν τον αργαλειό; Η Cám, η σκιά της Tấm — το σκοτεινό, φθονερό, ασυνείδητο κομμάτι της ψυχής. Όταν η Cám προσπαθεί να υφάνει, ακούει τη φωνή της Tấm να της λέει πως θα της βγάλει τα μάτια· αυτή η φωνή είναι η φωνή της ενοχής, της εσωτερικής αλήθειας που την καταδιώκει. Ο αργαλειός εδώ γίνεται ο μηχανισμός του ασυνείδητου, όπου η ψυχή επιχειρεί να υφάνει ένα ψεύτικο εγώ, αλλά η εσωτερική φωνή της αλήθειας την διαλύει.

Η Cám, καθοδηγούμενη από τη μητέρα,το σκοτεινό θηλυκό αρχέτυπο, καίει τον αργαλειό — δηλαδή καταστρέφει τη δυνατότητα να υφάνει τη δική της ψυχική ολοκλήρωση. Συμβολικά, αυτό είναι το στάδιο της απόρριψης της εσωτερικής δημιουργίας, η καταστροφή της αυτογνωσίας. Για την Tấm όμως, αυτή η καταστροφή είναι αναγκαία — γιατί μόνο μέσα από τη φωτιά της διάλυσης μπορεί να ακολουθήσει το στάδιο της κάθαρσης μέσω της στάχτης.

Η φωτιά καταστρέφει τον αργαλειό, αλλά η φωτιά, στην ψυχαναλυτική και αλχημική γλώσσα, ποτέ δεν καταστρέφει, απλώς μεταμορφώνει. Η στάχτη που απομένει είναι το υπόλειμμα της παλιάς ύπαρξης, η καθαρή ουσία μετά την καύση όλων των μορφών, το τελικό στάδιο της «μαύρης φάσης» του αλχημικού έργου — η στιγμή όπου το Εγώ έχει καεί, όπου δεν απομένει τίποτα παρά η αγνή δυνατότητα αναγέννησης. Από αυτή τη στάχτη φυτρώνει το δέντρο του λωτού με τον έναν καρπό — τη νέα Tấm.


Huang Daopo (1245 -1330), η «Μητέρα της Κλωστοϋφαντουργίας» στην Κίνα.
_____________


Ο λωτός («Thị» στα βιετναμέζικα). Στη βιετναμέζικη κουλτούρα, ο λωτός είναι γνωστός ως ένα συμβολικό και παραδοσιακό φρούτο, διάσημο για το έντονο χρώμα και το άρωμά του. Οι άνθρωποι μάλιστα πλέκουν μικρά καλάθια αρκετά μεγάλα για να χωρέσουν τα φρούτα και τα κρεμούν στο σπίτι για να απολαύσουν τη μυρωδιά του, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Tết Trung Thu (Φεστιβάλ του Φθινοπώρου). Στον Βουδισμό, ο λωτός είναι ένα πνευματικό σύμβολο μεταμόρφωσης. Η σύνδεση του φρούτου με τη γλυκύτητα και η μετάβασή του από μια πικρή, άγουρη σε μια ζαχαρούχα, ώριμη κατάσταση είναι ένα κοινό θέμα σε διάφορους πολιτισμούς της Ανατολικής Ασίας, συμπεριλαμβανομένων των Βιετναμέζων. Σε ναούς, αυλές, μαυσωλεία και ιερά σε όλη τη χώρα, τα αιωνόβια δέντρα thị στέκονται ψηλά σαν αρχαίοι φύλακες, μερικά από τα οποία είναι ηλικίας έως και 600 ετών και αναγνωρίζονται επίσημα ως αντικείμενα εθνικής κληρονομιάς.

Ο καρπός του λωτού, μέσα στον οποίο κατοικεί η Tấm, από ψυχαναλυτική σκοπιά, είναι η τελική γέννηση: η ψυχή, αφού πέρασε μέσα από τον θάνατο, τώρα ξαναγεννιέται στη γλυκύτητα της ζωής. Ο καρπός είναι το αποτέλεσμα του πόνου — η ωριμότητα, η νέα συνείδηση που θρέφει τον κόσμο. Όταν ανοίγει ο καρπός, η Tấm επιστρέφει ως πλήρως μεταμορφωμένη ύπαρξη, ικανή να σταθεί απέναντι στη μητέρα-σκιά και να αποκαταστήσει την τάξη.



Η Tấm μετενσαρκώνεται σε ένα δέντρο thị που παράγει μόνο έναν καρπό. 
_________________


  • Τα ζώα - βοηθοί
Στις παραμυθιακές διηγήσεις και ιδιαίτερα στα μαγικά παραμύθια, τα ζώα εμφανίζονται ως οι συνηθέστεροι βοηθοί των ηρώων ή οι πιο τρομεροί εφιάλτες του. Η στενή επαφή του ανθρώπου με τη φύση και η εξάρτησή του από τα ζώα, έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός κώδικα επικοινωνίας, με τον οποίο κατανοούσαν ο ένας τις ανάγκες του άλλου, ακόμα και τη γλώσσα. «...Τα ζώα είναι παντοδύναμα∙ μπορούν και πετούν. ...Πουλιά χαρίζουν χρυσάφι, το φίδι κατέχει το χόρτο που χαρίζει την αιώνια ζωή. Τα ζώα βοηθούν τον άνθρωπο, του δίνουν δώρα, του λύνουν άλυτα ζητήματα.... Με μια λέξη, τα ζώα είναι οι κύριοι του κόσμου», υποστηρίζει ο v.d.Leyen, ο οποίος έχει ασχοληθεί με τις διηγήσεις των πρωτόγονων κι έχει καταγράψει τις αντιλήψεις τους γι' αυτά.

Σε όλες τις παραλλαγές της Σταχτοπούτας, η ηρωίδα ξεπερνά τις δικές της αδυναμίες και τα εμπόδια και φέρνει σε πέρας τις δοκιμασίες με την προστασία και την επικουρία των ζώων. Γεγονός πάντως είναι ότι η βοήθεια συντελείται σε κάθε περίπτωση με τρόπο μαγικό και το κυριότερο: η παρεχόμενη βοήθεια είναι ανάλογη των φυσικών ιδιοτήτων των ζώων. Π.χ. τα μυρμήγκια και τα πουλιά βοηθούν τη Σταχτοπούτα να ξεδιαλύνει τους κόκκους σταριού, ενώ τα σπουργίτια βοηθούν την  Tấm να ξεχωρίσει το καστανό από το άσπρο ρύζι.

Τα ζώα συμβολίζουν την ενστικτώδη και διαισθητική πλευρά της ζωής. Ο Mircea Eliade αναφέρει τα εξής: «Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η επικοινωνία και η φιλία με τα ζώα δε σημαίνει και επιστροφή σε ένα κατώτερο βιολογικό επίπεδο. Τα ζώα φέρουν ένα συμβολισμό και μια μυθολογία πολύ σημαντική για τη θρησκευτική ζωή. Με το να επικοινωνεί κάποιος με τα ζώα, να μιλά τη γλώσσα τους και να γίνεται φίλος τους ή κύριος τους, αποκτά μια πνευματική ζωή πολύ πιο πλούσια από τη ζωή ενός απλού θνητού. Κι από την άλλη... τα ζώα ξέρουν τα μυστικά της Ζωής και της Φύσης».

Ο Ελβετός παραμυθολόγος Max Lüthi μιλώντας για το συμβολισμό της παρουσίας των ζώων στο παραμύθι γενικά και της θυσίας τους, δίνει κάποιες ψυχολογικές προεκτάσεις. Έτσι, το ζώο-βοηθός μπορεί να ενσαρκώνει ασυνείδητες δυνάμεις, που βρίσκονται κάπου θαμμένες μέσα μας και για να αναδυθούν απαιτείται να περάσουμε από μια φάση πόνου και θυσίας. Μετά τη μάχη, θα είμαστε πιο σοφοί, πιο ώριμοι, καθώς ψυχή και πνεύμα θα έχουν συναντηθεί και θα συνυπάρχουν ειρηνικά.

Στο παραμύθι Tấm Cám, τα ζώα - βοηθοί είναι ο γοβιός, ο πετεινός τα σπουργίτια και το κοράκι: 

Ο γοβιός («bống» στα βιετναμέζικα), είναι το ψάρι - βοηθός της Tấm και μετά τη θανάτωσή του, ο δωρητής των θαυμαστών δώρων της ηρωίδας. Το ψάρι, είτε ως φίλος και προστάτης της Tấm, είτε ως μετενσκάρκωση της νεκρής μητέρας της Γιε-Σεν, είναι ιερό σύμβολο τόσο στον κινέζικο, όσο και στον βιετναμέζικο πολιτισμό.

Στον βιετναμέζικο πολιτισμό, συγκεκριμένα, το ψάρι είναι ένα ισχυρό σύμβολο αφθονίας, γονιμότητας, ευημερίας, τύχης και αρμονίας, συχνά συνδεδεμένο με τη θάλασσα και τον ποταμό Μεκόνγκ. Αντιπροσωπεύει την ευημερία που φέρνουν τα πλούσια υδάτινα στοιχεία της χώρας, καθώς και την ευκαμψία και την ικανότητα προσαρμογής στις αλλαγές. Σε ορισμένες παραδόσεις, το ψάρι μπορεί να ερμηνευτεί ως πνευματικός αγγελιοφόρος, φέρνοντας σοφία και προστασία.  


Βιετναμέζικη λαϊκή ζωγραφική Hàng Trống: Τα ψάρια Koi αναδημιουργήθηκαν από τον Βιετναμέζο καλλιτέχνη Nguyễn Xuân Lam 
______________


Ο πετεινός («gà» στα βιετναμέζικα), έναντι μικρής αμοιβής - μόνο μια χούφτα ρύζι - ξεθάβει τα μαγικά ψαροκόκαλα, που σύμφωνα με τις οδηγίες του Βούδα θα προσφέρουν στην Tấm τα θαυμαστά τους δώρα. Ο πετεινός είναι ένα απομεινάρι πολιτισμού και γεωργικής κουλτούρας στο Βιετνάμ και απεικονίζεται στα χάλκινα τύμπανα Đông Sơn και στους λαϊκούς πίνακες Ðông Hồ. Σύμφωνα με τη βιετναμέζικη λαογραφία, συμβολίζει την μακροζωΐα και την καλή τύχη. Το λάλημα του κόκορα πιστεύεται ότι σώζει τα νοικοκυριά από κακά πνεύματα και δαίμονες, εξασφαλίζοντας την ευτυχία των κατοίκων.

Ξυλογραφία Ðông Hồ με πετεινό,
Hopp Ferenc Museum of East Asian Art , Βουδαπέστη
___________


Τα σπουργίτια («chim sẻ» στα βιετναμέζικα), σταλμένα από τον Βούδα αναλαμβάνουν μια δύσκολη και χρονοβόρα αγγαρεία, να ξεχωρίσουν τους σπόρους του καστανού από εκείνους του άσπρου ρυζιού, για να προλάβει η Tấm την βασιλική γιορτή. Τα σπουργίτια είναι σεβαστά στις βιετναμέζικες  πεποιθήσεις, τόσο ώστε τους δίνονται τίτλοι όπως «Κύριος Ιερός» (Ông Thiêng), για τις υπερφυσικές τους ικανότητες και τη βαθιά γνώση των οικιακών μυστικών. Έχουν επίσης την ικανότητα να διαφεύγουν από παγίδες και να προκαλούν ζημιές, όπως η καταστροφή των αποθεμάτων ρυζιού. Γι’ αυτό και η οδηγία του Βούδα στην Tấm είναι να τα απειλήσει με ξύλο, αν φάνε έστω και έναν σπόρο ρυζιού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δείχνουν μια χρήσιμη, παρά καταστροφική, πτυχή της φύσης τους. Οι πράξεις τους, όπως η διασπορά σπόρων και η συνεργασία σε σμήνη, τα καθιστούν σύμβολα της αποτελεσματικότητας και της διασύνδεσης της φύσης. Στα Βιετναμέζικα υπάρχει η έκφραση «Chim sẻ nhờ nương, sơn dương nhờ núi», που σημαίνει «το σπουργίτι καταφεύγει στα χωράφια, η αντιλόπη στα βουνά», μια έκφραση συναισθηματικής προσκόλλησης στον τόπο καταγωγής κάποιου.

Το κοράκι («quạ» στα βιετναμέζικα), προειδοποιεί την μητριά ότι αυτό που τρώει δεν είναι σάλτσα ψαριού, όπως νομίζει, αλλά οι σάρκες της ίδιας της κόρης της. Το κοράκι κουβαλά μια διπλή σημασία: μια πολιτισμική, ριζωμένη στην βιετναμέζικη παράδοση, και μια ψυχαναλυτική, που αφορά την εσωτερική φωνή του ασυνείδητου. Στη βιετναμέζικη κοσμοαντίληψη, όπως και σε πολλές ασιατικές παραδόσεις, το κοράκι είναι αγγελιοφόρος του κόσμου των πνευμάτων. Δεν είναι απλώς προμήνυμα θανάτου, όπως στη δυτική παράδοση· είναι ο μεσολαβητής ανάμεσα στους ζωντανούς και στους νεκρούς, το πουλί που βλέπει και τα δύο βασίλεια. Αυτή η σύνδεση τούς επιτρέπει να μεταφέρουν μηνύματα από νεκρά πνεύματα ή προγόνους, διδάσκοντάς μας μαθήματα που ίσως χρειαστεί να μάθουμε ή προειδοποιώντας μας για πιθανό κίνδυνο.Το κοράκι, επομένως, ξέρει ό,τι οι άνθρωποι αγνοούν είναι το πουλί της αλήθειας που προειδοποιεί, αλλά λίγοι τολμούν να το ακούσουν.

Από ψυχαναλυτική σκοπιά, το κοράκι είναι το μήνυμα του Ασυνείδητου. Είναι το σημείο όπου η Αλήθεια αναδύεται, αλλά το Εγώ —στην προκειμένη περίπτωση η μητριά— αρνείται να την δεχθεί. Το κοράκι αντιπροσωπεύει την ενόρμηση της συνείδησης, τη φωνή της Σκιάς, που προσπαθεί να φέρει στο φως την καταπιεσμένη ενοχή και το έγκλημα. Όταν η μητριά το διώχνει, ουσιαστικά απορρίπτει τη φωνή του ίδιου της του βάθους. Δεν μπορεί να δεχτεί ότι έχει καταβροχθίσει το παιδί της, δηλαδή ότι η δική της επιθυμία για εξουσία και έλεγχο κατέστρεψε τη ζωή της κόρης της.




  • Τα ψαροκόκαλα
Τα οστά αποτελούν σύμβολα ζωής αλλά και θανάτου. Στις μυθολογίες πολλών λαών υπήρχε η πίστη ότι ο άνθρωπος μπορεί να ξαναγεννηθεί από τα οστά του. Σύμφωνα με τον Ρουμάνο Mircea Eliade, τον σημαντικότερο θρησκειολόγο του 20ου αιώνα και λογοτέχνη:

«Τα οστά αντιπροσωπεύουν την πηγή της ζωής, ανθρώπινης και ζωικής. Αν περιοριστεί κάποιος σε κατάσταση σκελετού, αυτό ισοδυναμεί με επάνοδο στη μήτρα, την αρχέγονη ζωή, δηλαδή με μια πλήρη ανανέωση, με μια μυστικιστική αναγέννηση».

Στην ελληνική εκδοχή της Σταχτοπούτας, είναι τα οστά της νεκρής μητέρας που παρέχουν τα θαυμαστά δώρα στην ηρωίδα, ως ανταμοιβή για το σεβασμό και την απόδοση όλων των μεταθανάτιων τιμών, σύμφωνα με τη χριστιανική εθιμοτυπία. Στην κινέζικη και βιετναμέζικη εκδοχή, τα θαυμαστά δώρα προσφέρονται από τα οστά του ψαριού, που η μητριά και η ετεροθαλής αδελφή θανάτωσαν και έφαγαν. Ο δωρητής είναι ένα ζώο – βοηθός, που έχει να κάνει με τις αντιλήψεις, πεποιθήσεις και την ιδεολογία την κοινωνίας που γέννησε τις εκάστοτε παραλλαγές. 

Ο Βούδας συμβουλεύει την Tấm να θάψει τα ψαροκόκαλα για 100 ημέρες, οδηγία που αντικατοπτρίζει τα έθιμα και τις πρακτικές των ταφικών εθίμων του βιετναμέζικου λαού. Η περίοδος πένθους συνήθως διαρκεί 49 ημέρες, αλλά μπορεί να παραταθεί σε 100 ημέρες ή ακόμα και τρία χρόνια, ανάλογα με τις πεποιθήσεις της οικογένειας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα μέλη της οικογένειας μπορεί να φορούν λευκά ρούχα ή μαύρα περιβραχιόνια ως ένδειξη πένθους. Αποφεύγουν να συμμετέχουν σε εορταστικές εκδηλώσεις και επικεντρώνονται σε προσευχές και τελετουργίες για να βοηθήσουν την ψυχή του αποθανόντος να βρει γαλήνη.

  • Το μοτίβο AT S112.1 «Βράσιμο μέχρι θανάτου»

Το μοτίβο αυτό ανήκει στην ομάδα των μοτίβων τιμωρίας ή μαγικής δοκιμασίας και εμφανίζεται σε πολλούς πολιτισμούς, άλλοτε ως ποινή για ύβρη, άλλοτε ως δοκιμασία κάθαρσης και αναγέννησης. Απαντά: σε ευρωπαϊκά παραμύθια τύπου «Αληθινή και ψεύτικη νύφη» ή «Ο ήρωας που αναγεννήθηκε από το καζάνι», σε ανατολικούς μύθους ως δοκιμασία ή τιμωρία και σε ινδικά και βουδιστικά συμφραζόμενα ως συμβολική κάθαρση.

1. Ρωσία – «Βασίλισσα των Βατράχων»: Ο Ιβάν, μετά από δοκιμασίες, ρίχνεται σε καζάνι που βράζει· όποιος τολμήσει και βγει ζωντανός γίνεται νέος και όμορφος. Ο ήρωας αρχικά πεθαίνει ή κινδυνεύει, μα έπειτα αναγεννάται καθαρός, όπως το χρυσάφι που καθαρίζεται στη φωτιά. Το μοτίβο εδώ λειτουργεί ως μεταμόρφωση και αναγέννηση, όχι απλή τιμωρία.
2.  Σλαβικά & Βαλκανικά παραμύθια: «Ο νεαρός που αναγεννήθηκε από το καζάνι».
Η μάγισσα δοκιμάζει τον ήρωα να πηδήξει σε βραστό νερό· οι ψεύτικοι ήρωες καίγονται, ο αληθινός αναγεννάται. Παραλλαγές απαντούν σε Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, και Ελλάδα (π.χ. Ο δράκος και το κορίτσι).
3. Αδελφοί Γκριμ  «Η Χήνα» ή «The Goose Girl at the Well». Η ψεύτικη νύφη τιμωρείται να βράσει ζωντανή σε καζάνι, ως καθαρό παράδειγμα μοτίβου τιμωρίας.
4. Μεσαιωνικές ευρωπαϊκές ιστορίες & αγιολογίες. Πολλοί άγιοι ή μάρτυρες «βράζονται» σε καζάνια (π.χ. Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, Αγία Αικατερίνη), αλλά επιζούν ή εξαγνίζονται.
Το μοτίβο εξαγνισμού δια του βρασμού περνά έτσι στα παραμύθια ως στοιχείο δοκιμασίας πίστης.
5. Μέση Ανατολή, Περσία, Ινδία, Κίνα, ΙαπωνίαΠολλές ιστορίες αναφέρουν ήρωες ή εγκληματίες που βράζονται ζωντανοί για προδοσία, μαγεία ή ψεύδος. Συχνά το μοτίβο συνδέεται με τη δικαιοσύνη του Σουλτάνου και την θεία κρίση. Σε μύθους της Ramayana, δαίμονες ή άδικοι άρχοντες βράζονται στα καζάνια της κόλασης, μια τιμωρία για κακές πράξεις, ενταγμένη σε ηθική κοσμική τάξη. 
6. Αφρική: Σε ιστορίες της Δυτικής Αφρικής, η μάγισσα ή ο πονηρός ήρωας ρίχνει τον αντίπαλό του σε καζάνι που βράζει. Συμβολίζει επιστροφή της πράξης στον δράστη — όποιος σχεδιάζει κακό, πέφτει ο ίδιος μέσα στο καζάνι του.


Βρασμός μέχρι θανάτου, βασανιστική μεσαιωνική μέθοδος εκτέλεσης
_____________


Ο θάνατος της Cám είναι μοτίβο τιμωρίας, που μάλιστα παραπέμπει σε ένα από τα βασανιστήρια της Naraka — του βουδιστικού βασιλείου της «κόλασης», ένα μέρος όπου οι ψυχές αποστέλλονται για την εξιλέωση των αμαρτιών τους. Τα «κολασμένα όντα» καταλήγουν εδώ από τον φυσικό νόμο,τον νόμο του κάρμα και παραμένουν μέχρι να εξαντληθεί το αρνητικό κάρμα που τα έφερε εκεί. Ένα από τα επίπεδα αυτού του βασιλείου περιλαμβάνει το μαγείρεμα σε καζάνι ή φούρνο, ενώ άλλα περιλαμβάνουν λιωμένο μέταλλο που χύνεται στο λαιμό. Ίσως μια τέτοια θεϊκή τιμωρία να φάνηκε δικαιολογημένη στους αρχικούς αφηγητές, δεδομένου ότι η Cám απέδειξε ότι δεν ήταν πρόθυμη να αλλάξει.


Naraka, η βουδιστική κόλαση
Εικόνα του 19ου αιώνα, Βιρμανία
_____________

  • Το μοτίβο AT G.61 «Η σάρκα του συγγενή τρώγεται άθελά της» και το υπο-μοτίβο AT G61.2 «Η μητέρα αναγνωρίζει τη σάρκα του παιδιού όταν σερβίρεται για να φαγωθεί».
Πρόκειται για μοτίβα που σχετίζονται με κανιβαλισμό και αναγνώριση του συγγενικού σώματος, ένα από τα πιο αρχαία και σκοτεινά αρχετυπικά θέματα της λαϊκής παράδοσης. Το μοτίβο συναντάται σε πολλούς πολιτισμούς ως πράξη ανεπίγνωστης ιεροσυλίας ή τραγικής ειρωνείας. 
  1. Στην ελληνική μυθολογία, τα «Θυέστεια δείπνα»: Ο Ατρέας εκδικείται τον αδελφό του, Θυέστη, σκοτώνοντας τα παιδιά του και σερβίροντάς τα ως γεύμα. Όταν ο Θυέστης τελειώνει το φαγητό, ο Ατρέας του αποκαλύπτει την πράξη.
  2. Νότια Ευρώπη — ιταλικά παραμύθια (Σικελία, Νάπολη), σε παραλλαγές τύπου» La figlia del re e la regina cattiva», η ζηλόφθονη μητέρα ή μητριά μαγειρεύει το παιδί της αντιζήλου και το σερβίρει στον πατέρα. Συχνά, ένα δαχτυλίδι ή κόκκαλο αναγνωρίζεται στο φαγητό και αποκαλύπτει την πράξη.
  3. Ευρώπη — «Ο Γιάννος και η Μαργαρίτα» (παραλλαγή του «The Juniper Tree»). Προέρχεται από τη γερμανική παράδοση (συλλογή των Αδελφών Γκριμ, Der Machandelboom). Η μητριά σκοτώνει τον γιο του άντρα της, τον ψήνει και τον σερβίρει ως φαγητό στον πατέρα. Ο πατέρας τρώει άθελά του τη σάρκα του παιδιού του. Ακολουθεί αναγνώριση και επανόρθωση: το παιδί ανασταίνεται ως πουλί και τιμωρεί τη μητριά. Πολλές εκδοχές της ιστορίας καταγράφηκαν και δημοσιεύθηκαν μέσα σε έναν αιώνα από τη δημοσίευση των Γκριμ (Ρουμανία, Ουγγαρία, Νήσος Προβιντένσια – Καραϊβική, Σκωτία, Αγγλία, Παλαιστίνη, Ανατολικό Κεντάκι).
  4. Ασία — κινεζικός θρύλος της βασίλισσας Dou Ji. Η μητέρα, εξαπατημένη, τρώει το κρέας του παιδιού της που της προσφέρεται ως φάρμακο. Όταν μαθαίνει την αλήθεια, γίνεται σύμβολο μητρικής θλίψης και μεταμέλειας.
  5. Αφρική — μύθος της «Μάνας που έφαγε το παιδί της» (Γουινέα, Μάλι). Στο πλαίσιο τελετουργικής αφήγησης, η μητέρα τρώει κατά λάθος ένα πιάτο με ανθρώπινη σάρκα και αναγνωρίζει αργότερα το παιδί της μέσα από όνειρο ή σημάδι.Το μοτίβο χρησιμοποιείται διδακτικά για την απληστία ή την ασεβή συμπεριφορά.

The Juniper Tree by Helen Stratton
__________


Στο Tấm Cám, υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές για τον θάνατο της μητριάς. Στη μία εκδοχή, η μητριά απλώς πέφτει στο έδαφος και πεθαίνει αφού ακούει ότι η κόρη της έχει καεί μέχρι θανάτου. Η άλλη εκδοχή, η οποία φαίνεται πολύ πιο απάνθρωπη, αναφέρει ότι η καταδιωκόμενη ηρωίδα αλατίζει τη σάρκα της αδερφής και τη στέλνει στη μητριά της. Η μητριά τρώει τη σάρκα της κόρης της χωρίς να το ξέρει και όταν συνειδητοποιεί τι έχει κάνει, τρομοκρατείται τόσο πολύ από την παραβίαση ενός από τα θεμελιώδη ταμπού της ανθρωπότητας, που καταρρέει και πεθαίνει.

Στις ιστορίες με αθώες καταδιωκόμενες ηρωίδες στο Βιετνάμ και τη Νοτιοανατολική Ασία, το μοτίβο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την τιμωρία που δίνεται στη μητριά για την κακία της. Επομένως, μπορεί να ειπωθεί ότι η ακούσια ενέργεια της μητριάς σε αυτή την περίπτωση είναι μια υπόνοια από τους λαϊκούς αφηγητές ότι οι κατάρες μπορούν να γυρίσουν μπούμερανγκ, ικανοποιώντας έτσι μια αίσθηση λαϊκής δικαιοσύνης.  

Ωστόσο, στην βιετναμέζικη και γενικότερα στην βουδιστική κοσμοθεωρία, καμία ψυχή δεν είναι καταδικασμένη αιώνια· όλα τα όντα βρίσκονται σε μια συνεχή ροή μετενσαρκώσεων. Ο θάνατος εδώ λειτουργεί ως ενδιάμεση κατάσταση— ευκαιρία για αναγνώριση, μετάνοια και αναγέννηση. Η μητέρα, βλέποντας το κρανίο, βιώνει την ανάφλεξη της επίγνωσης. Μπορεί να πεθαίνει στο σώμα, αλλά στο επίπεδο της ψυχής αρχίζει το έργο της λύτρωσης: η αναγνώριση του κακού είναι η πρώτη μορφή σοφίας. Έτσι, ο θάνατός της μπορεί να είναι η αρχή μιας μετενσάρκωσης με καθαρμένη συνείδηση, όπου η ψυχή της θα μάθει μέσω του πόνου και θα προχωρήσει προς τη φώτιση.


Tarsila do Amaral, Antropofagía, 1929. Acervo da Fundação Jose e Paulina Nemirovsky, 
em comodato com a Pinacoteca do Estado de São Paulo
_______________________


Ανθρωποκτονία και κανιβαλισμός στα παραμύθια

«Ο κανιβαλισμός είναι ένα εμμονικό θέμα στο παραμύθι», υποστηρίζει ο Jonathan Cott στη μελέτη του για την παιδική λογοτεχνία «και δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη μορφή του χωρίς να λύσουμε το μυστήριο. Μερικοί μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι αντιπροσωπεύει απλώς μια υπολειμματική ανάμνηση μιας εποχής που οι άνθρωποι όντως έτρωγαν ο ένας τον άλλον τόσο τελετουργικά όσο και σε μάχη· ή ίσως μάλλον τα απομεινάρια μιας προσπάθειας να εξορκιστεί αυτή η αρχέγονη πείνα και η ενοχή που προκαλεί...»

Ο κανιβαλισμός όμως, ως παραμυθιακό μοτίβο δεν είναι «βάρβαρος ρεαλισμός» – είναι σύμβολο. Στα παραμύθια η πράξη του φαγώματος αντιπροσωπεύει την επιθυμία ολοκληρωτικής κατοχής, τον πανικό απέναντι στο διαφορετικό ή το ωραίο, την καταστροφή της συνέχειας και της σχέσης, αντί της ένωσης. Η φαντασία του κανιβαλισμού εμφανίζεται όταν η ψυχή προσπαθεί να καταλάβει τα όριά της. Όταν η οικογένεια γίνεται απειλή. Όταν ο έρωτας δεν ενώνει, αλλά διχάζει. Όταν η πείνα —η πραγματική ή η συναισθηματική— γίνεται ανεξέλεγκτη. Ο ήρωας ή η ηρωίδα που επιβιώνει από την απόπειρα καταστροφής, ξαναγεννιέται και αναδύεται με δυναμισμό και ωριμότητα στο φως.

Για τους λαογράφους- ανθρωπολόγους, το θέμα του διαμελισμού και φαγώματος είναι ζήτημα γονιμοποίησης της γης. Για άλλους, η καταστροφή μελών σώματος αποτελεί μέθοδο προστασίας από την επιστροφή των φαντασμάτων. Άλλοι πιστεύουν ότι συμβολίζει το σκότωμα του παλιού χρόνου από τον καινούριο.

Στον κανιβαλισμό το φάγωμα σημαίνει και την απόκτηση της δύναμης του θύματος. Το ίδιο ισχύει και για το τελετουργικό φάγωμα κάποιου θυσιασμένου ζώου. Και τα δύο έθιμα απαντώνται σε παραμύθια με κακές μητριές και μάγισσες. Σε πολλές παραλλαγές της Σταχτοπούτας, αυτό συμβαίνει για να κλέψουν οι αντίπαλοι από την ηρωίδα τα δικαιώματά της ή για να αποκτήσουν την ομορφιά και τις δυνάμεις της. 

Την ανθρωποφαγία, οι εθνολόγοι την αποδίδουν σε μια συμβολική πράξη ενσωμάτωσης. Πιστεύουν με άλλα λόγια ότι αυτός που έφτανε στο σημείο να φάει κάποιον, στην ουσία αυτό που πραγματικά επιθυμούσε ενδόμυχα, ήταν να τον οικειοποιηθεί, να τον ενσωματώσει στο είναι του, να γίνει ένα μ' αυτόν. Θεωρούσαν την όλη πράξη ως μέρος μιας πολυσύνθετης και μυστικιστικής ιεροτελεστίας, που συνήθως έχει σχέση με την λατρεία των νεκρών. Τρώγοντας κάποιον, αυτόματα μεταβιβαζόταν η δύναμη του θύματος στον θύτη.

Στα περισσότερα παραμύθια χρησιμοποιείται η κανιβαλιστική αυτή πράξη με την έννοια της ενσωμάτωσης. Ο λύκος καταπίνει τα εφτά κατσικάκια ή την Κοκκινοσκουφίτσα και τη γιαγιά αφήνοντας το ενδεχόμενο της αναγέννησης. Στην ελληνική εκδοχή της Σταχτοπούτας, αντίθετα, οι αδελφές τρώνε τη σάρκα της μητέρας είτε έμμεσα – μετά δηλαδή τη μεταμόρφωσή της σε ζώο – είτε άμεσα, δείγμα του ότι πρόκειται για επιβιώματα πρωτόγονων κοινωνιών, όταν οι άνθρωποι βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ανεπάρκεια των αναγκαίων πόρων για την εξασφάλιση της επιβίωσης και της αναπαραγωγής τους.
Μάλιστα υπάρχουν περιπτώσεις που η ίδια η μάνα προτείνει αυτή τη θανάσιμη άμιλλα, για να εξασφαλιστεί, θα έλεγε κανείς, περισσότερη ή καλύτερη απόδοση στη δουλειά. 

Ωστόσο, στις περισσότερες ελληνικές παραλλαγές η μητροφαγία δεν είναι αποτέλεσμα πείνας, αλλά ενός μακάβριου στοιχήματος ανάμεσα στις κόρες και στη μάνα που έχει σχέση με το γνέσιμο. Σύμφωνα με τον Δημ. Λουκάτο, η μητροφαγία της ελληνικής Σταχτοπούτας πιθανόν να οφείλεται σε σύγχυση προς την αρχική παράδοση της θανάτωσης του προστατευτικού προς την ηρωίδα ζώου, δεδομένου και ότι σε άλλες ελληνικές (και ξένες) παραλλαγές έχουμε πρώτα μεταμόρφωση της μάνας σε ζώο, συνήθως αγελάδα, και στη συνέχεια φάγωμα του ζώου από τις άλλες αδελφές. Τέλος, σε κάποιες παραλλαγές, η μητροφαγία αποδίδεται στον χαρακτήρα – και το φθόνο – των δύο μεγαλύτερων αδελφών, τις οποίες ο αφηγητής, αποκαλεί «στρίγγλες».



H μητέρα και οι δυο αδελφές της Ελληνίδας Σταχτοπούτας, ενώ γνέθουν βάζουν ένα στοίχημα.
 Picture created by Freepik AI
 _________


Η ψυχαναλυτική θεωρία εξέτασε τον κανιβαλισμό ως βασική συνισταμένη του ανθρώπινου ψυχισμού, «ως ορμής που ξαναγεννιέται με κάθε ανθρώπινο βρέφος» και όχι απλά ως ένα σπάνιο φαινόμενο που αφορά μόνο ορισμένες πρωτόγονες φυλές ή ως περιθωριακή πρακτική ενταγμένη στα τελετουργικά ορισμένων θρησκειών. Τόσο η ψυχιατρική όσο και η ψυχανάλυση εξετάζουν το συγκεκριμένο φαινόμενο ως ενόρμηση.

Ο Γάλλος εθνολόγος Georges Devereux, μελετώντας το θέμα της πατροκτονίας και της παιδοκτονίας, βρήκε και στήριξε με κατηγορηματικές στατιστικές ότι από καταβολής χρόνου οι περιπτώσεις παιδοκτονίας - παιδοφαγίας είναι πολύ περισσότερες από αυτές, όπου το θύμα είναι ο πατέρας ή η μητέρα. Οι θυσίες γονέων ήταν πολύ πιο σπάνιο/ αραιό φαινόμενο. Όταν όμως αυτό συμβαίνει, η ποινή που επισύρει μια τέτοια πράξη είναι αυστηρότερη, βαρύτερη και υποδειγματική. Η μητροφαγία των αδελφών στις ελληνικές παραλλαγές, ως πράξη, έχει έναν απεχθή χαρακτήρα.

Στην βιετναμέζικη εκδοχή, ο κανιβαλισμός εμφανίζεται με τη μορφή ζώων, βοηθών ή μετενσαρκώσεων της ηρωίδας και στο τέλος, όταν η μητέρα, εν αγνοία της, τρώει  τη σάρκα του παιδιού της. Στην πρώτη περίπτωση, η μητριά και η Cám πιάνουν με δόλο τον γοβιό (cá bống), τον μοναδικό φίλο και στη συνέχεια βοηθό και προστάτη της Tấm, τον μαγειρεύουν κρυφά και τον τρώνε, σε μια προσπάθεια να αποδυναμώσουν την ηρωίδα, αποκόβοντάς την από την πηγή της δύναμής της. 

Στην αρχαιότερη κινέζικη εκδοχή του 9ου αιώνα, η  Γιε-Σεν έχει επίσης, ως μοναδικό φίλο, ένα όμορφο ψάρι με μεγάλα χρυσαφένια μάτια, που στην πραγματικότητα ήταν ένα πνεύμα φύλακα σταλμένο από τη μητέρα της, η οποία δεν ξέχασε ποτέ την κόρη της ούτε μετά τον τάφο. Κι εδώ η μητριά, με δόλο, το σκοτώνει, το μαγειρεύει και το τρώει. Και στις δύο περιπτώσεις, είτε σταλμένο από τον Βούδα είτε μετενσκάρκωση της πεθαμένης μητέρας, το ψάρι είναι ιερό σύμβολο τόσο για τον κινέζικο όσο και τον βιετναμέζικο πολιτισμό. Το ψάρι συμβολίζει την ευτυχία και το φάγωμά του συνιστά αδίκημα που επισύρει αυστηρή ποινή.

Ο κανιβαλισμός εμφανίζεται επίσης στο βιετναμέζικο παραμύθι, όταν η Cám σκοτώνει και τρώει τον χρυσό φλώρο, μετενσάρκωση της Tấm μετά τη δολοφονία της από μάνα και κόρη. Μπροστά στον πανικό, τη ζήλια και τον φόβο της, επειδή ο βασιλιάς αποζητά την συντροφιά του πουλιού, αντί για τη δική της, προσπαθεί μ’ αυτόν τον τρόπο να εξαφανίσει την απειλή και να «χορτάσει» την συναισθηματική της πείνα, οικειοποιούμενη ενδόμυχα τις δυνάμεις της αντίζηλης νεκρής αδελφής. 

Τέλος, κανιβαλισμός συναντάται στο τέλος, όταν η μητριά τρώει τη σάρκα της κόρης της χωρίς να το ξέρει και, συνειδητοποιώντας τι έκανε, πεθαίνει. Είναι γεγονός πως οι λεπτομέρειες που δημιουργούν το τέλος της ιστορίας είναι παραλλαγές μοτίβων που προέρχονται από την πραγματικότητα των παλαιότερων κοινωνιών, από τελετουργίες και έθιμα που συνεχώς μετασχηματίζονται σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Το μοτίβο της μητριάς προέρχεται από το αρχαίο μοτίβο της «κανίβαλης μάγισσας», που απεικονίζεται ως θηλυκός διάβολος ή μητέρα καλικάντζαρος. Αν και στην περίπτωση της βιετναμέζικης εκδοχής ο κανιβαλισμός είναι ακούσιος και ολοκληρώνει την απονομή δικαιοσύνης, δεν παύει να έχει απεχθή χαρακτήρα και να αποτελεί ταμπού σχεδόν σε όλους τους πολιτισμούς, ειδικά αν έχει όπως εδώ, ενδοοικογενειακή μορφή. 


Η Κοκκινοσκουφίτσα στο κρεβάτι με τον λύκο. Εικονογράφηση από το "Les Contes de Perrault", μια έκδοση των παραμυθιών του Charles Perrault εικονογραφημένων από τον Gustave Dore, που εκδόθηκε αρχικά το 1862
___________


Στην πρώτη δημοσιευμένη εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας, που διασκεύασε ο Charles Perrault από μια προφορική παραλλαγή  της εποχής των διωγμών των μαγισσών, στη Γαλλία του 16ου και 17ου αιώνα, υπάρχει επίσης το μοτίβο του ακούσιου ενδοοικογενειακού κανιβαλισμού. Στην περίπτωση αυτή είναι η εγγονή που τρώει τη γιαγιά της.

Η ιστορία ξεκινά με μια γυναίκα που έχει μια κόρη και μια μέρα της λέει να πάει λίγο ψωμί και γάλα στη γιαγιά της. Το κορίτσι συμμορφώθηκε και στην πορεία συνάντησε έναν λύκο.
Ο λύκος τη ρώτησε πού πήγαινε και ποιο μονοπάτι έπαιρνε. Το κορίτσι τού το αποκάλυψε κι εκείνος είπε ότι θα ακολουθούσε διαφορετικό μονοπάτι. Ενώ το κοριτσάκι διασκέδαζε στο περπάτημά του, ο λύκος πήγε στο σπίτι της γιαγιάς, τη σκότωσε, έχυσε το αίμα της σε ένα μπουκάλι και έκοψε τη σάρκα της σε ένα πιάτο. Έπειτα φόρεσε τα νυχτικά της και περίμενε στο κρεβάτι.

Το κορίτσι χτύπησε την πόρτα.

―  «Έλα μέσα, αγαπητή μου.» 

― «Γεια σου, γιαγιά. Σου έφερα ψωμί και γάλα.» 

― «Φάε κάτι κι εσύ, αγαπητή μου. Υπάρχει κρέας και κρασί στο ντουλάπι.» 

Έτσι το κοριτσάκι έφαγε ό,τι του πρόσφεραν, και καθώς το έκανε, μια μικρή γάτα είπε: 

«Βρωμοθήλυκο! Τρως τη σάρκα και πίνεις το αίμα της γιαγιάς σου!». 

Τότε ο λύκος της είπε να γδυθεί και να χωθεί στο κρεβάτι μαζί του. Το κορίτσι υπάκουσε και, με εντολή δική του, έβγαζε  ένα ένα τα ρούχα της  και τα έριχνε στη φωτιά. Έπειτα, πήγε στο κρεβάτι μαζί του και, πριν το κορίτσι καλά καλά καταλάβει ότι κανένα από τα χαρακτηριστικά του λύκου, από την κορυφή ως τα νύχια δεν ήταν της γιαγιάς της, την καταβρόχθισε.

«Το κοινό του Perrault εξακολουθούσε να ταυτίζει τον λύκο με τον καταραμένο λυκάνθρωπο, τον διάβολο, την ακόρεστη λαγνεία και τη χαοτική φύση, αν όχι με μια μάγισσα. Ο λύκος ως μάγισσα μπορεί να φαίνεται στους αναγνώστες σήμερα απίθανος, αλλά δεν ήταν μακριά από το μυαλό των αναγνωστών του δέκατου έβδομου και δέκατου όγδοου αιώνα».

Η Κοκκινοσκουφίτσα στην πρώιμη αυτή εκδοχή, επιδίδεται σε αντιχριστιανικές πράξεις, όπως η χλεύη της λειτουργίας, ο κανιβαλισμός ενός μέλους της οικογένειας και η σεξουαλική ανηθικότητα. Εν τω μεταξύ, ο λύκος (υποτιθέμενη μάγισσα) επιδίδεται σε μια δαιμονική μεταμόρφωση σε ζώο, τη δολοφονία της γιαγιάς, τη χρήση γυναικείων ενδυμάτων και την υποκίνηση ενός παιδιού σε πράξεις κανιβαλισμού, ακολουθούμενες από περιγραφές που σχετίζονται με την πορνεία. Ο Perrault δεν περιγράφει αν η Κοκκινοσκουφίτσα, η οποία βρίσκεται γυμνή στο κρεβάτι με τον Λύκο, πέφτει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης ή συνευρίσκεται ερωτικά μαζί του. Το αφήνει, όμως, να εννοηθεί ως αυτονόητο που παραλείπεται. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως ο γαλλικός ιδιωματισμός που χρησιμοποιείται για μια κοπέλα που έρχεται για πρώτη φορά σε σεξουαλική επαφή είναι «elle avoit vu le loup», δηλαδή «είδε τον λύκο».

Η εισαγωγή μιας γάτας που αποκαλεί το κορίτσι «πόρνη», επειδή έχει εμπλακεί σε κανιβαλισμό, υπονοεί ότι το κορίτσι ασχολείται με μαγεία. Η γάτα ενημερώνει το κορίτσι ότι η άσωτη συμπεριφορά της συνδέεται με τον κανιβαλισμό και τη μαγεία, με τον ίδιο τρόπο που το κοράκι στην ιστορία της Tấm προειδοποιεί τη μητριά ότι τρώει τη σάρκα του παιδιού της.




Η ψυχαναλυτική ερμηνεία του ακούσιου κανιβαλισμού στο παραμύθι Tấm Cám

Τα δύο μοτίβα του ακούσιου κανιβαλισμού που περιγράφουν την φρικτή τιμωρία της μητριάς, ιδωμένα από ψυχαναλυτική σκοπιά, είναι από τα πιο βαθιά και συγκλονιστικά μοτίβα της παγκόσμιας λαϊκής φαντασίας. Στην ψυχαναλυτική γλώσσα, αυτά τα μοτίβα λειτουργούν ως μυητικά σύμβολα, αποκαλύπτοντας τη σκοτεινή δυναμική της μητρικής σχέσης, τη σύγκρουση μεταξύ δημιουργίας και καταστροφής, και την ανάγκη ψυχικού μετασχηματισμού μέσα από τον πόνο της ενοχής.

Η ακούσια κατανάλωση της σάρκας του συγγενή εκφράζει την αρχέγονη ενοχή του δεσμού αίματος, την αμφιθυμία μεταξύ αγάπης και καταστροφής μέσα στην οικογένεια.
Η πράξη του ακούσιου κανιβαλισμού συμβολίζει το ασυνείδητο ένστικτο καταβρόχθισης, τη δύναμη της μητέρας ή του συγγενή που θέλει να διατηρήσει τον άλλον ως προέκταση του εαυτού του — δηλαδή να μην τον αφήσει να διαφοροποιηθεί. Η άγνοια δεν  απαλλάσσει από την ενοχή, γιατί το ασυνείδητο γνωρίζει, ακόμη κι αν το Εγώ δεν τολμά να το παραδεχτεί. Η πράξη της βρώσης, ασυνείδητη ή μη, είναι η συμβολική πράξη της ενσωμάτωσης του άλλου. Η μητέρα που δεν μπορεί να αποχωριστεί το παιδί της, το ξανακάνει «μέρος του σώματός της». Έτσι, το μοτίβο αυτό δεν μιλά για σωματικό κανιβαλισμό, αλλά για ψυχικό απορροφητισμό — τη μητέρα καταναλώνει ψυχικά το παιδί της μέσω ελέγχου, ενοχής ή συναισθηματικής εξάρτησης. 

Η μητέρα αναγνωρίζει το παιδί της, όταν βλέπει το κρανίο του στο βάθος του βάζου: Αυτό είναι το στάδιο της αποκάλυψης, της στιγμής που το ασυνείδητο εισβάλλει στη συνείδηση. Η μητέρα, ή το θηλυκό αρχέτυπο, έρχεται αντιμέτωπη με την πράξη της. Βλέπει ότι έχει καταστρέψει αυτό που δημιούργησε. Η αναγνώριση αυτή είναι ο μυητικός τρόμος, η στιγμή που η ψυχή αντικρίζει τη σκιά της. Η αποκάλυψη της αλήθειας οδηγεί είτε σε λύτρωση (αν υπάρξει αποδοχή) είτε σε καταστροφή (αν υπάρξει άρνηση). 

Ο Φρόιντ θα έλεγε ότι εδώ εκδηλώνεται η επιστροφή του απωθημένου: το ασυνείδητο επιστρέφει με τη μορφή του φρικτού δείπνου, απαιτώντας να αναγνωριστεί.
Από την πλευρά του Γιουνγκ, η σκηνή αυτή είναι η σύγκρουση με τη Μεγάλη Μητέρα της Σκιάς — την πλευρά εκείνη της ζωής που γεννά και καταστρέφει, που αγαπά και τρώει τα παιδιά της. 

Ωστόσο, ο θάνατος της μητέρας στο τέλος του παραμυθιού μπορεί να διαβαστεί όχι μόνο ως τιμωρία, αλλά ως κάθαρση και λύτρωση. Όταν η μητέρα φτάνει στο κρανίο της κόρης της, ζει αυτό που οι ψυχαναλυτές θα αποκαλούσαν στιγμή αποκάλυψης του σκιώδους εαυτού. Μέχρι τότε, η άρνηση — η απομάκρυνση του κορακιού — τη διατηρούσε σε ψυχική τύφλωση. Όμως στο τέλος δεν υπάρχει άλλο μέρος να κρυφτεί. Το κρανίο είναι το σύμβολο της αλήθειας που δεν έχει σάρκα πια — γυμνή, αδιαμφισβήτητη. Αυτή η οπτική αναμέτρηση με το ίδιο το έγκλημα είναι ο τελικός καθρέφτης του ασυνείδητου: η μητέρα βλέπει κυριολεκτικά τι «έφαγε», ποιο κομμάτι του εαυτού της κατέστρεψε. Σε αυτό το σημείο, ο θάνατός της δεν είναι τιμωρία, αλλά επιστροφή στην αλήθεια. Στην ψυχολογική γλώσσα του Γιουνγκ, η ψυχή δεν μπορεί να αντέξει τη σύγκρουση ανάμεσα στο σκοτάδι και τη συνείδηση κι έτσι διαλύεται για να αναγεννηθεί σε ανώτερο επίπεδο. Ο φυσικός θάνατος συμβολίζει τον πνευματικό θάνατο του Εγώ, που καταρρέει μπροστά στο βάρος της αλήθειας. Η μητέρα πεθαίνει γιατί βλέπει — και το βλέμμα αυτό, όσο φρικτό κι αν είναι, την ελευθερώνει από τη φυλακή της άγνοιας. 




Tấm VS Σταχτοπούτα: δύο διαφορετικές διαδρομές του γυναικείου ασυνείδητου

Η Tấm και η Σταχτοπούτα μοιάζουν εξωτερικά — ταπεινή κόρη, κακιά μητριά, βασιλικός γάμος — αλλά σε βάθος αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές διαδρομές του γυναικείου ασυνείδητου:
η μία είναι πορεία λύτρωσης μέσω μεταμόρφωσης, η άλλη μέσω εξιδανίκευσης.
  • Η εσωτερική διαδρομή: Μεταμόρφωση vs Ανταμοιβή
Η ευρωπαϊκή Σταχτοπούτα ζει ένα παραμύθι κοινωνικής δικαιοσύνης. Η ψυχή της υποφέρει, παραμένει αγνή, και στο τέλος ανταμείβεται από μια εξωτερική ανώτερη δύναμη — τη Νεράιδα ή το Πεπρωμένο — που την οδηγεί στον γάμο. Η μεταμόρφωση είναι εξωτερική: ρούχα, παλάτι, θέση. Η ψυχή της δεν αλλάζει, απλώς επιβραβεύεται για την υπομονή και την καλοσύνη της. 

Η Tấm, αντίθετα, περνά μέσα από επαναλαμβανόμενους θανάτους και αναγεννήσεις. Δεν σώζεται από κανέναν· σώζεται από την ίδια τη δύναμη της ψυχής της. Η μεταμόρφωση είναι εσωτερική — η ψυχή της αλλάζει μορφή, συνείδηση, υπόσταση. Κάθε θάνατος καθαρίζει ένα στρώμα της ψυχής ώσπου να γεννηθεί η αληθινή γυναίκα, αυτή που δεν εξαρτάται πια από εξωτερική σωτηρία. Η Σταχτοπούτα περιμένει να τη διαλέξει ο πρίγκιπας. Η Tấm γίνεται η ίδια Βασίλισσα, επειδή έχει πεθάνει και αναστηθεί μέσα της.

  • Το αρχέτυπο της Μητέρας
Η Σταχτοπούτα παραμένει ψυχολογικά κόρη. Η Νεράιδα-Μητέρα τη βοηθά, δηλαδή η ψυχή της δεν έχει λύσει τη σχέση με τη Μητέρα-Σκιά. Η κακιά μητριά απλώς εξουδετερώνεται, δεν ενσωματώνεται όμως στο ψυχικό της σύστημα. Άρα η Σταχτοπούτα φτάνει στην ευτυχία χωρίς να ολοκληρώσει το ταξίδι της εσωτερικής ωρίμανσης.

Η Tấm, αντίθετα, συμφιλιώνεται με τη Μητέρα. Η σύγκρουση με τη μητριά (τη σκοτεινή Μητέρα) λήγει, όχι όταν την νικά, αλλά όταν βρίσκει τη φωτεινή όψη του ίδιου αρχέτυπου — την ηλικιωμένη γυναίκα που τη δέχεται ως κόρη. Έχει, δηλαδή, ενσωματώσει τη Μητέρα και έχει γίνει η ίδια Μητέρα, φορέας αγάπης χωρίς εξάρτηση. Η Σταχτοπούτα βρίσκει τον Πρίγκιπα. Η Tấm βρίσκει τη Μητέρα — και μέσα από αυτή τη συμφιλίωση βρίσκει τον Εαυτό της.

  • Το μονοπάτι της συνείδησης
Στην ευρωπαϊκή Σταχτοπούτα, το μονοπάτι είναι γραμμικό: από τη στέρηση στη δικαίωση. Η ζωή ορίζεται από την ανταμοιβή της καλοσύνης. Αυτό αντιστοιχεί σε μια ψυχολογία ηθικής και κοινωνικής εξέλιξης: η γυναίκα γίνεται «καλή» για να αναγνωριστεί.

Στην Tấm, το μονοπάτι είναι κυκλικό: θάνατος → διάλυση → αναγέννηση → φώτιση. Εδώ η ψυχή δεν ζητά αναγνώριση, αλλά ένωση με το Όλον. Ο πόνος δεν είναι τιμωρία αλλά κάθαρση· το κακό δεν είναι εμπόδιο αλλά υλικό της μεταμόρφωσης. Η Σταχτοπούτα εξελίσσεται κοινωνικά· Η Tấm εξελίσσεται πνευματικά.

  • Η σχέση με τον Άντρα
Στην ευρωπαϊκή εκδοχή, ο γάμος με τον Πρίγκιπα είναι η επιβεβαίωση της αξίας της ηρωίδας· η εξωτερική επιτυχία αντικαθιστά την εσωτερική ολοκλήρωση. Ο Πρίγκιπας είναι το βραβείο.

Στην Tấm, ο Βασιλιάς δεν είναι βραβείο αλλά αντανάκλαση του εσωτερικού Άνιμους. Η ένωσή τους συμβαίνει μόνο μετά την ψυχική ολοκλήρωση της ηρωίδας, δηλαδή μετά την επίλυση της σχέσης με τη Μητέρα και τη συνειδητοποίηση της αληθινής της ταυτότητας.
Ο άνδρας εδώ συμβολίζει την ένωση των αντιθέτων μέσα στην ίδια τη γυναίκα — θηλυκό και αρσενικό, ψυχή και πνεύμα.

  • Η τελική φάση – Η Γυναικεία Ολοκλήρωση
Η Σταχτοπούτα παραμένει «καλή κόρη». Η Τấm γίνεται συνειδητή γυναίκα — γνώστρια ζωής, θανάτου και αναγέννησης. Είναι η ενσάρκωση του αρχέτυπου της Αναγεννημένης Θεάς, εκείνης που έχει γνωρίσει τη σκοτεινή και φωτεινή όψη του Θηλυκού και τις έχει ενώσει μέσα της. Η Σταχτοπούτα ζει ευτυχισμένη «για πάντα». Η Τấm ζει συνειδητά, έχοντας περάσει μέσα από την αιωνιότητα.


Tấm Cám: The Untold Story (Tấm Cám: Chuyện Chưa Kể στα βιετναμέζικα)
Σκηνοθεσία: Ngô Thanh Vân (Veronica Ngô), 2016
___________


Tấm Cám: Το παραμύθι ταξιδεύει στον 21ο αιώνα και εμπνέει την κινηματογραφική τέχνη του Βιετνάμ

Η αληθινή αγάπη νικάει τις αντιξοότητες, τη ζήλια, την αδελφική αντιπαλότητα, την πολιτική και τον πόλεμο σ' αυτήν τη βιετναμέζικη ερμηνεία του κλασικού παραμυθιού Σταχτοπούτα, του 21ου αιώνα. Διασκευασμένη από το βιετναμέζικο παραμύθι, η ταινία «Tấm Cám: The Untold Story» έχει παρόμοια αφηγηματική δομή με τη Σταχτοπούτα: η ευγενική και όμορφη Ταμ γίνεται αντικείμενο κακομεταχείρισης από τη μητριά και την ετεροθαλή αδερφή της, αλλά ο Βούδας, ως υπερφυσικός βοηθός την προσέχει. Ένας δαίμονας που προσποιείται ότι είναι πιστός υπηρέτης του βασιλιά περιμένει την ευκαιρία να γίνει άνθρωπος. Ο ατρόμητος πρίγκιπας καλείται να παντρευτεί για πολιτικούς λόγους, αλλά δηλώνει ότι θα παντρευτεί τη γυναίκα της οποίας τα πόδια ταιριάζουν στο μεταξωτό παπούτσι που βρέθηκε στη λίμνη, ελπίζοντας ότι είναι η Tấm, την οποία γνώρισε τυχαία στα αρχικά πλάνα της ταινίας.


Η Tấm και ο καλοπροαίρετος Βούδας που την προστατεύει
___________


ΠΗΓΕΣ

  • Αθηνά Ντούλια, Το παραμύθι της Σταχτοπούτας στις ελληνικές και ξένες παραλλαγές, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2010
  • Γιώτα Χουλιάρα, Ο Βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας, εκδόσεις Άλλωστε
  •  Δημ. Λουκάτος, «Το παραμύθι της Σταχτοπούτας στις ελληνικές και στις ξένες παραλλαγές» (Παρνασσός, 1959)
  • Άννα Αγγελοπούλου, Μαριάνθη Καπλάνογλου, Εμμανουέλα Κατρινάκη, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΚΩΝ ΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΩΝ ΑΤ 500-559, ΙΑΕΝ, Δεκέμβριος 2004