Το παραμύθι «Tấm Cám», η βιετναμέζικη εκδοχή της Σταχτοπούτας, είναι ένα από τα πιο δημοφιλή μαγικά παραμύθια στον κόσμο. Πτυχές της ιστορίας της Σταχτοπούτας πιθανότατα έχουν αρχαία προέλευση. Ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός Στράβων, τον 1ο αι. π.Χ., στα Γεωγραφικά του, αναφέρει, μια ιστορία που μοιάζει με το παραμύθι της Σταχτοπούτας, για ένα κορίτσι που ονομαζόταν Ροδώπις (σημαίνει «η ροδομάγουλη»), με άσπρο δέρμα και ρόδινα μάγουλα, που ζούσε στην ελληνική αποικία Ναύκρατη στην αρχαία Αίγυπτο. Αυτή πιστεύεται ότι είναι η παλαιότερη γνωστή εκδοχή της ιστορίας:
«Λένε την υπέροχη ιστορία ότι, καθώς εκείνη έπαιρνε το λουτρό της, ένας αετός άρπαξε ένα από τα σανδάλια της από την υπηρέτριά της και το μετέφερε στη Μέμφιδα. Κι ενώ ο βασιλιάς απέδιδε τη δικαιοσύνη στο ύπαιθρο, ο αετός, όταν έφτασε πάνω από το κεφάλι του, πέταξε το σανδάλι στην αγκαλιά του.
Και ο βασιλιάς, συγκινημένος τόσο από το όμορφο σχήμα του σανδαλιού όσο και από το παράξενο που είχε συμβεί, έστειλε άνδρες προς όλες τις κατευθύνσεις στη χώρα για να αναζητήσουν τη γυναίκα που φορούσε το σανδάλι. Κι όταν αυτή βρέθηκε στην πόλη Ναύκρατι, οδηγήθηκε στη Μέμφιδα, όπου έγινε γυναίκα του βασιλιά».
Στράβων, Γεωγραφικά Βιβλίο 17, 1.33
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η Tấm και η Cám, δύο αδερφές με τον ίδιο πατέρα αλλά διαφορετικές μητέρες. Οι δύο αδερφές ήταν σχεδόν στην ίδια ηλικία. Η Tấm ήταν κόρη της πρώτης γυναίκας, η Cám ήταν κόρη της δεύτερης. Η μητέρα της Tấm πέθανε όταν η Tấm ήταν μικρή και ο πατέρας της, που συχνά παραπονιόταν ότι δεν είχε γιο για να συνεχίσει την προγονική λατρεία, μετά από τρία χρόνια ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε ακόμα μια κόρη που ονομάστηκε Cám. Η Cám ήταν όμορφη, αλλά η Tấm ήταν ανώτερη σε νοημοσύνη και ομορφιά. Λίγα χρόνια αργότερα, πέθανε και ο πατέρας της Tấm κι εκείνη ζούσε με τη μητριά της και την ετεροθαλή αδελφή της.
Αλλά η μητριά της ήταν πολύ σκληρή μαζί της. Κάθε μέρα, η Tấm ήταν υποχρεωμένη να εργάζεται σκληρά, να βόσκει τα βουβάλια, να κουβαλάει νερό, να κόβει πατάτες και να μαζεύει τα σκουπίδια. Το βράδυ έπρεπε να αλέθει ρύζι και να το κοπανίζει χωρίς να καταφέρνει να τελειώσει τη δουλειά της. Εν τω μεταξύ, η Cám ήταν περιποιημένη, έτρωγε καλό φαγητό, ντυνόταν με ωραία ρούχα και έμενε στο σπίτι όλη μέρα χωρίς να χρειάζεται να κάνει τίποτα. Κακομαθημένη όμως όπως ήταν, ζήλευε φοβερά την Tấm.
— Αδελφή Tấm, αδελφή Tấm! Τα μαλλιά σου είναι λασπωμένα! Αν η μητέρα μας σε δει έτσι βρόμικη, σίγουρα θα δυσαρεστηθεί και θα σε τιμωρήσει. Βούτηξε λοιπόν σε αυτή τη λίμνη να πλύνεις τα μαλλιά σου.
Η Tấm, εύπιστη και καλοπροαίρετη όπως ήταν, ακολούθησε τη συμβουλή της μικρότερης αδερφής της και αφήνοντας το καλάθι της στην όχθη, βούτηξε στο νερό. Η Cám άδραξε την ευκαιρία να ρίξει όλα τα ψάρια της Tấm στο καλάθι της και έτρεξε πρώτη σπίτι για να τα δείξει στη μητέρα της. Όταν η Tấm πλησίασε, βρήκε άδειο το δικό της καλάθι. Κάλυψε το πρόσωπό της κι άρχισε να κλαίει απελπισμένη. Εκείνη τη στιγμή, ο Βούδας, που καθόταν σ’ έναν θρόνο από λωτό, άκουσε το κλάμα της Tấm, εμφανίστηκε και ρώτησε:
— Γιατί κλαις;
Η Tấm διηγήθηκε την ιστορία στον Βούδα. Ο Βούδας είπε:
— Σταμάτα να κλαις! Κοίτα στο καλάθι και δες αν υπάρχει κάτι άλλο.
Η Tấm κοίταξε το καλάθι και είπε:
— Μόνο ένας γοβιός έμεινε.
— Φέρε τον στο σπίτι και βάλ' τον στο πηγάδι για να μεγαλώσει. Σε κάθε γεύμα, από τα τρία μπολ της τροφής, να τρως τα δύο και να βάζεις το τρίτο στον γοβιό. Κάθε φορά που τον ταΐζεις, θυμήσου να τον φωνάζεις έτσι:
Ο Βούδας πρόσθεσε:
— Αν δεν το πεις σωστά, δεν θα εμφανιστεί, να το θυμάσαι!
Αφού το είπε αυτό, ο Βούδας εξαφανίστηκε. Η Tấm ακολούθησε τα λόγια του Βούδα και έριξε το ψάρι μέσα στο πηγάδι. Από εκείνη την ημέρα, δεν ένιωθε πια μόνη. Μετά από κάθε γεύμα, η Tấm φύλαγε λίγο ρύζι και το έκρυβε για να το δώσει στο ψάρι. Ερχόταν κρυφά, προσέχοντας πολύ να μην μάθει κανείς το μυστικό της. Κάθε φορά που η Tấm έλεγε το ξόρκι, το ψάρι στριφογύριζε και ανέβαινε στην επιφάνεια για να φάει τους κόκκους ρυζιού. Η κοπέλα και το ψάρι είχαν γίνει φίλοι, και το ψάρι μεγάλωνε. Βλέποντας ότι η Tấm έφερνε συχνά ρύζι στο πηγάδι μετά από κάθε γεύμα, η μητριά κάτι υποψιάστηκε και είπε στην Cám να πάει να κατασκοπεύσει. Εκείνη κρύφτηκε στους θάμνους δίπλα στο πηγάδι και άκουσε την Tấm να φωνάζει το ψάρι, οπότε το αποστήθισε και επέστρεψε να το πει στη μητέρα της.
Εκείνο το βράδυ, η μητριά είπε στην Tấm να σηκωθεί νωρίς αύριο το πρωί για να βοσκήσει τα βουβάλια και της έδωσε την εξής οδηγία:
— Παιδί μου! Αύριο που θα πας για βοσκή τα βουβάλια, θα πρέπει να τα πας σ’ ένα μακρινό χωράφι. Μην τα βοσκήσεις στο χωράφι μας, αλλιώς θα τα πάρει το χωριό.
Η Tấm υπάκουσε και το επόμενο πρωί έβγαλε τα βουβάλια μακριά για βοσκή. Στο σπίτι, η μητέρα και η κόρη της έφεραν ένα μπολ με ρύζι στο πηγάδι και κάλεσαν τον γοβιό να φάει, ακριβώς όπως ακριβώς έκανε η Tấm. Ακούγοντας το κάλεσμα, ο γοβιός αναδύθηκε. Η μητριά και η Cám ήταν έτοιμες, τον έπιασαν, τον έφεραν σπίτι, τον μαγείρεψαν και τον έφαγαν. Το απόγευμα, η Tấm έφερε τα βουβάλια σπίτι και, αφού έφαγε και ήπιε, πήρε το μπολ με το ρύζι που είχε φυλάξει για το πηγάδι. Η Tấm συνέχισε να φωνάζει, αλλά ο γοβιός δεν εμφανίστηκε όπως συνήθως. Η Tấm συνέχισε να φωνάζει και τελικά είδε μόνο μια στάλα αίμα να επιπλέει στην επιφάνεια του νερού. Γνωρίζοντας ότι κάτι κακό είχε συμβεί στο ψάρι, η Tấm ξέσπασε σε κλάματα. Ο Βούδας εμφανίστηκε ξανά και ρώτησε:
— Γιατί κλαις;
Η Tấm είπε την ιστορία στον Βούδα κι εκείνος είπε:
— Κάποιος έφαγε τον γοβιό σου. Σταμάτα να κλαις, πήγαινε σπίτι και μάζεψε τα ψαροκόκαλά του, βάλ' τα σε τέσσερα βάζα και θάψ’ τα κάτω από τα τέσσερα πόδια του κρεβατιού σου για εκατό μέρες.
Η Tấm έκανε όπως της είπε ο Βούδας έψαξε σε κάθε γωνιά του κήπου και της αυλής, αλλά δεν τα βρήκε. Ένας πετεινός την είδε να ψάχνει, λάλησε και της είπε:
— Κλακ, κλακ! Δώσε μου λίγο ρύζι και θα ξεθάψω τα ψαροκόκαλα για σένα!
Η Tấm μάζεψε μια χούφτα ρύζι και την πέταξε στον πετεινό, που έτρεξε στην κουζίνα και αφού έσκαψε για λίγο, βρήκε τα ψαροκόκκαλα. Η Tấm τα μάζεψε, τα έβαλε σε βάζα και τα έθαψε κάτω από από τα τέσσερα πόδια του κρεβατιού της, όπως της είχε πει ο Βούδας.
Λίγο αργότερα, ο βασιλιάς διοργάνωσε για γιορτή που κράτησε αρκετές μέρες και νύχτες. Γέροι και νέοι, άνδρες και γυναίκες απ’ όλα τα χωριά συγκεντρώθηκαν με ανυπομονησία να παρακολουθήσουν. Η Cám και η μητέρα της αγόρασαν όμορφα ρούχα για να πάνε στη γιορτή. Βλέποντας ότι και η Tấm ήθελε να πάει, η μητριά την κοίταξε άγρια. Πήρε ένα καλάθι καστανό ανακατεμένο με λευκό ρύζι και είπε στην Tấm:
— Πρέπει πρώτα να ξεχωρίσεις το καστανό από το λευκό ρύζι, σε δυο καλάθια και τότε μόνο μπορείς να έρθεις στην γιορτή. Αν γυρίσω και δεν βρω το ρύζι έτοιμο για μαγείρεμα, θα τιμωρηθείς αυστηρά.
Μητέρα και κόρη ντύθηκαν και ξεκίνησαν. Η Tấm ξεκίνησε να δουλεύει, αλλά η ώρα περνούσε και δεν είχε καταφέρει να ξεχωρίσει ούτε το μισό. Απελπισμένη, έβαλε τα κλάματα. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Βούδας και ρώτησε:
— Γιατί κλαις;
Η Tấm έδειξε το καλάθι και είπε:
— Η μητριά μου με έβαλε να ξεχωρίσω το καστανό από το λευκό ρύζι, για να μπορέσω μετά να πάω στη γιορτή. Όταν τα ξεχωρίσω, η γιορτή θα έχει ήδη τελειώσει.
Ο Βούδας είπε:
— Μην κλαις άλλο. Πάρε το καλάθι και βάλ' το στη μέση της αυλής. Θα στείλω ένα σμήνος σπουργίτια να το ξεχωρίσουν.
— Αλλά αν το φάνε τα σπουργίτια, θα με δείρουν όταν γυρίσω.
— Πες τους μόνο αυτό:
Ξαφνικά, ένα σμήνος σπουργιτιών προσγειώθηκε από τον ουρανό, ξεχωρίζοντας το καστανό ρύζι προς τη μία κατεύθυνση και το λευκό προς την άλλη. Ήταν τόσο απασχολημένα, που σε μια στιγμή τελείωσαν, χωρίς να αφήσουν ούτε ένα κόκκο πίσω τους. Αλλά όταν τα σπουργίτια πέταξαν μακριά, η Tấm ξέσπασε ξανά σε κλάματα. Ο Βούδας ρώτησε ξανά:
— Γιατί κλαις ακόμα;
— Τα ρούχα μου είναι τόσο φθαρμένα και αξιολύπητα, που δεν θα με αφήσουν να μπω στη γιορτή.
— Ξέθαψε τα βάζα με τα ψαροκόκαλα που έθαψες πριν από καιρό και θα έχεις ό,τι χρειάζεσαι για τη γιορτή..
Η Tấm υπάκουσε και ξέθαψε τα βάζα. Ανοίγοντας το πρώτο βάζο, βρήκε ένα πανέμορφο ροδακινί ao dai, ένα λουλουδάτο μπούστο, μεταξωτό παντελόνι με ζώνη κι ένα τουρμπάνι. Στο δεύτερο βάζο βρήκε ένα ζευγάρι όμορφα παπούτσια κεντημένα με χρυσό νήμα, που της ταίριαζαν τέλεια. Στο τρίτο βάζο, βρήκε ένα μικροσκοπικό άλογο, που μόλις το άφησε στο έδαφος, ξαφνικά χλιμίντριξε δυνατά και μετατράπηκε σ’ ένα πραγματικό άλογο και στο τέταρτο μια όμορφη σέλα.

Το χαμένο παπούτσι της Tấm
Η Tấm ήταν τόσο χαρούμενη, που πλύθηκε γρήγορα, φόρεσε τα ρούχα της και μετά καβάλησε το άλογό της, που κάλπασε προς την πρωτεύουσα. Διασχίζοντας όμως μια πέτρινη γέφυρα, της έπεσε ένα από τα παπούτσια της στο νερό και δεν πρόλαβε να το πάρει πίσω.
Εκείνη τη στιγμή, η βασιλική πομπή περνούσε πάνω από τη γέφυρα. Οι δύο βασιλικοί ελέφαντες, που οδηγούσαν την πομπή, ξαφνικά έβαλαν τους χαυλιόδοντές τους στο έδαφος και βρυχήθηκαν, αρνούμενοι να κινηθούν. Ο βασιλιάς διέταξε τους στρατιώτες του να μπουν στη λίμνη για να ψάξουν αν υπάρχει κάποιο εμπόδιο στο δρόμο τους. Οι στρατιώτες βρήκαν ένα πολύ λεπτό και όμορφα κεντημένο παπούτσι και το έφεραν αμέσως στον βασιλιά, που έμεινε για πολλή ώρα να το θαυμάζει.
— Τι όμορφο παπούτσι! Το κορίτσι που φοράει αυτά τα παπούτσια πρέπει να είναι μια εκπληκτική καλλονή.
Αμέσως ο βασιλιάς διέταξε να εκδοθεί ανακοίνωση, με την οποία προσκαλούνταν όλες οι γυναίκες και τα κορίτσια που παρευρίσκονταν στη γιορτή να έρθουν και να δοκιμάσουν το παπούτσι. Σε όποια ταίριαζε το παπούτσι θα γινόταν η σύζυγος του βασιλιά.
Η γιορτή έγινε ακόμα πιο ξέφρενη και ενθουσιώδης, καθώς οι γυναίκες και τα κορίτσια έσπρωχναν η μία την άλλη για να δοκιμάσουν το παπούτσι. Κάθε κορίτσι, με τη σειρά του, πήγαινε στον πύργο στη μέση του μεγάλου κήπου για να δοκιμάσει την τύχη του. Καμιάς όμως το πόδι δεν χωρούσε.
Ήρθε κάποια στιγμή και η σειρά της Tấm, που βάζοντας το πόδι της στο παπούτσι, της ταίριαξε τέλεια. Έβγαλε από το μαντήλι της το δεύτερο παπούτσι και το φόρεσε. Τα δύο παπούτσια ήταν ακριβώς τα ίδια. Οι στρατιώτες ζητωκραύγασαν από χαρά. Αμέσως ο βασιλιάς διέταξε μια ομάδα υπηρετριών να τη συνοδεύσουν στο παλάτι. Η Tấm πάτησε στο βασιλικό παλανκίνο μπροστά στα έκπληκτα και αγανακτισμένα μάτια της μητριάς της και της Cám.
Αν και ζούσε στο παλάτι, η Tấm δεν ξέχασε την επέτειο του θανάτου του πατέρα της. Ζήτησε την άδεια του βασιλιά να επιστρέψει σπίτι για να ετοιμάσει τις προσφορές για τον πατέρα της. Όταν η μητριά της και η Cám είδαν την Tấm χαρούμενη, η ζήλια τους άναψε ξανά. Η μητριά, που το σχέδιό της ήταν να την βγάλει από τη μέση, είπε στην Tấm:
— Παλιά, σκαρφάλωνες στα δέντρα αρέκας και μάζευες καρπούς για να προσφέρεις στον πατέρα σου.
Η Tấm, αν και βασίλισσα, σεβόταν τους μεγαλύτερούς της, συμπεριλαμβανομένης της κακιάς μητριάς της, και συμμορφώθηκε. Ανέβηκε υπάκουα στο δέντρο της αρέκας. Όταν έφτασε στην κορυφή, η μητριά της και η Cám με μαχαίρια άρχισαν να κόβουν τις ρίζες του δέντρου. Βλέποντας το δέντρο να τρέμει, η Tấm ρώτησε:
— Τι κάνετε κάτω από το δέντρο;
— Η αρέκα έχει πολλά μυρμήγκια. Τα διώχνουμε για να μην σε τσιμπήσουν.
Αλλά πριν η Tấm προλάβει να κόψει τους καρπούς της αρέκας, το δέντρο έπεσε με έναν εκκωφαντικό κρότο στα βαθιά, λασπωμένα νερά μιας κοντινής λίμνης. Η Tấm βρέθηκε με το κεφάλι στο νερό και πνίγηκε. Η μητριά έβγαλε βιαστικά τα ρούχα της Tấm, τα φόρεσε στην κόρη της και την έφερε στο παλάτι, λέγοντας ψέματα στον βασιλιά ότι η Tấm δυστυχώς είχε πέσει στη λίμνη και είχε πνιγεί και τώρα έφερνε τη μικρότερη αδερφή της για να αντικαταστήσει την μεγαλύτερη, όπως όριζαν τα έθιμα. Ο βασιλιάς στενοχωρήθηκε όταν το άκουσε αυτό, αλλά δεν είπε τίποτα.
Η μεταμόρφωση της Tấm σε χρυσό φλώρο
Μετά τον θάνατό της, η Tấm μεταμορφώθηκε σε χρυσό φλώρο. Ο φλώρος πέταξε πίσω στην πρωτεύουσα, έφτασε στον βασιλικό κήπο και μετά κατευθείαν στο παλάτι. Κάθισε στο παράθυρο και τραγουδούσε πολύ χαρούμενα. Όπου κι αν πήγαινε ο βασιλιάς, ο φλώρος πετούσε εκεί. Του βασιλιά του έλειπε τόσο πολύ η Tấm, που βλέποντας τον φλώρο να τον ακολουθεί, είπε:
— Χρυσοκίτρινο πουλί, αυτή είναι η γυναίκα μου, σύρσου στο μανίκι μου.
Ο φλώρος πέταξε και προσγειώθηκε στο χέρι του βασιλιά, έπειτα φώλιασε στο μανίκι του. Ο βασιλιάς αγάπησε τόσο πολύ τον φλώρο που ξέχναγε να φάει ή να κοιμηθεί. Ο βασιλιάς διέταξε να κατασκευάσουν ένα χρυσό κλουβί για το πουλί. Από τότε και στο εξής, μέρα νύχτα, ήταν απορροφημένος από το πουλί κι ούτε που έδινε σημασία στην Cám. Μια μέρα, βλέποντας την Cám να κάθεται στο πηγάδι και να πλένει τα ρούχα του βασιλιά, ο φλώρος στάθηκε σ’ ένα κλαδί και είπε:
— Πλύνε τα ρούχα του άντρα μου, καθάρισέ τα καλά.
Η Cám ετοιμαζόταν να απλώσει τα ρούχα για να στεγνώσουν, όταν το χρυσοκίτρινο πουλί, φώναξε ξανά:
— Στέγνωσε τα ρούχα του συζύγου μου στο στύλο από μπαμπού, μην τα στεγνώνεις στον φράχτη, αλλιώς θα σκιστούν.
Η Cám έσπευσε σπίτι για να το πει στη μητέρα της, που την συμβούλεψε να πιάσει το πουλί, να το φάει και μετά να βρει ένα ψέμα να πει στον βασιλιά. Επιστρέφοντας στο παλάτι, η Cám εκμεταλλεύτηκε την απουσία του βασιλιά για να πιάσει το πουλί, να το φάει και μετά να πετάξει τα φτερά στον κήπο. Βλέποντας τον φλώρο να λείπει, ο βασιλιάς ρώτησε και η Cám απάντησε:
— Ήμουν έγκυος και λαχταρούσα κρέας πουλιού, γι' αυτό το σκότωσα και το έφαγα χωρίς την άδειά σας. Σας παρακαλώ, μεγαλειότατε, να το σκεφτείτε αυτό.
Ο βασιλιάς δεν είπε τίποτα. Τα χρυσά φτερά του φλώρου που ήταν θαμμένα στον κήπο μετατράπηκαν σε δυο ροδακινιές. Όταν ο βασιλιάς πήγε στον βασιλικό κήπο, τα κλαδιά και τα φύλλα τους κρέμονταν σχηματίζοντας μια στρογγυλή σκιά. Ο βασιλιάς είδε την όμορφη σκιά των δέντρων, οπότε διέταξε τους υπηρέτες του να κρεμάσουν μια αιώρα και μετά ξάπλωσε για να απολαύσει το δροσερό αεράκι. Από τότε και στο εξής, δεν υπήρχε μέρα που ο βασιλιάς να μην ξάπλωνε για να απολαύσει το δροσερό αεράκι κάτω από τις ροδακινιές.
Όταν το έμαθε η Cám, γύρισε πίσω να το πει στη μητέρα της. Εκείνη την συμβούλεψε να διατάξει τους εργάτες να κόψουν τα δέντρα, να φτιάξουν έναν αργαλειό και μετά να βρουν ένα ψέμα να πουν στον βασιλιά. Μια μέρα που ξέσπασε καταιγίδα, η Cám διέταξε τους εργάτες να κόψουν τα δέντρα και να φτιάξουν έναν αργαλειό. Όταν ο βασιλιάς είδε τα δέντρα κομμένα, η Cám απάντησε:
— Τα δέντρο τα έριξε η καταιγίδα κι έτσι διέταξα τον ξυλουργό να τα κόψει και να φτιάξει έναν αργαλειό, για να υφαίνω ρούχα για την Μεγαλειότητά Σας.
Αλλά όταν τελείωσε ο αργαλειός, όποτε καθόταν η Cám να υφάνει, άκουγε κάθε φορά τον αργαλειό να την καταριέται με ανθρώπινη φωνή:
— Τριξ τριξ. Έκλεψες τον άντρα της αδελφής σου! Η αδελφή σου θα σου βγάλει τα μάτια!
Ακούγοντας τις κατάρες και τις απειλές, η Cám φοβήθηκε και γύρισε γρήγορα να το πει στη μητέρα της. Εκείνη την συμβούλεψε να κάψει τον αργαλειό και να πετάξει τις στάχτες μακριά για να ηρεμήσει. Όταν επέστρεψε στο παλάτι, η Cám έκανε όπως της είπε η μητέρα της. Πήρε τις στάχτες και τις πέταξε στην άκρη του δρόμου, μακριά από το παλάτι.
Στο σωρό από τις στάχτες φύτρωσε ένα ψηλό δέντρο λωτού, με πλούσια κλαδιά και φύλλα. Όταν ήρθε η εποχή της καρποφορίας, έβγαλε μόνο έναν καρπό, αλλά το άρωμά του απλωνόταν παντού. Μια μέρα, μια ηλικιωμένη γυναίκα που έβγαζε τα προς το ζην φτιάχνοντας και πουλώντας τσάι στην αγορά, πέρασε από το δέντρο και μύρισε το άρωμα. Σκέφτηκε τότε να στήσει τον μικρό πάγκο της εκεί για να πουλάει τσάι, καπνό και κέικ. Η καλή εμπόρισσα ήταν γνωστή για την ειλικρίνεια και την καλοσύνη της. Σπάνια περνούσε κάποιος χωρίς να σταθεί για λίγο για να κουβεντιάσει μαζί της ή να φάει και να πιει κάτι.
Ένα βράδυ, καθώς η ηλικιωμένη γυναίκα μάζευε την πραμάτεια της και ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην ταπεινή της καλύβα, μέσα στη ζέστη της βραδιάς, μύρισε, πιο έντονα από ποτέ, τη διαπεραστική μυρωδιά του καρπού. Σήκωσε το κεφάλι της και είδε τον καρπό του λωτού στο πιο ψηλό κλαδί. Καθώς δεν μπορούσε να το φτάσει, άνοιξε την τσάντα της και μουρμούρισε μια ευχή:
— Αχ, να έπεφτες στην τσάντα μου, μόνο να σε μυρίσω! Υπόσχομαι πως δεν θα σε φάω!
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της και ο λωτός έπεσε κατευθείαν στην τσάντα της. Τον πήρε προσεκτικά σπίτι της και τον φύλαξε στο δωμάτιό της, πηγαίνοντας πού και πού να τον θαυμάζει και να μυρίζει το άρωμά του.
Κάθε μέρα η ηλικιωμένη γυναίκα πήγαινε στην αγορά. Τότε, μέσα από τον λωτό έβγαινε ένα κορίτσι μικρό όσο ένα δάχτυλο, αλλά σε μια στιγμή μεταμορφωνόταν στην Tấm. Μόλις η Tấm έβγαινε έξω, έπαιρνε μια σκούπα και σκούπιζε το σπίτι, μετά έπλενε ρύζι για να μαγειρέψει και μάζευε λαχανικά από τον κήπο για να φτιάξει σούπα για την ηλικιωμένη γυναίκα. Στη συνέχεια, η Tấm ξαναγινόταν μικρή και κρυβόταν μέσα στον λωτό. Κάθε φορά που επέστρεφε από την αγορά, η γυναίκα έβρισκε το σπίτι τακτοποιημένο, νόστιμο φαγητό και γλυκιά σούπα έτοιμα.
Μια μέρα, η γυναίκα προσποιήθηκε ότι πήγαινε στην αγορά, αλλά στα μισά του δρόμου, επέστρεψε και κρύφτηκε στους θάμνους πίσω από το σπίτι της. Εν τω μεταξύ, η Tấm βγήκε από τον λωτό και έκανε τα ίδια πράγματα όπως συνήθως. Η γυναίκα, πάνω στις μύτες των ποδιών της, κοίταξε μέσα από τη χαραμάδα της πόρτας. Όταν είδε ένα όμορφο κορίτσι, χάρηκε τόσο πολύ, που έσπρωξε την πόρτα, αγκάλιασε την Tấm, έσκισε του φλούδα του λωτού και τον έκοψε σε κομμάτια. Από τότε και στο εξής, η Tấm ζούσε με την ηλικιωμένη γυναίκα και αγαπούσαν η μια την άλλη σαν μητέρα με κόρη. Κάθε μέρα, η Tấm την βοηθούσε να μαγειρεύει ρύζι, να βράζει νερό, και να τυλίγει φύλλα μπετέλ και καρπούς αρέκα, τα οποία οι άνθρωποι μασούσαν ενώ έπιναν τσάι.
Η Tấm επιστρέφει στο παλάτι του βασιλιά
Μια μέρα, ο βασιλιάς βγαίνοντας από το παλάτι, σταμάτησε στο σπίτι τους. Η ηλικιωμένη γυναίκα έφερε φύλλα μπετέλ και νερό στον βασιλιά. Βλέποντας εκείνος τα φύλλα μπετέλ, διπλωμένα σαν φτερά φοίνικα, ξαφνικά θυμήθηκε τα φύλλα που δίπλωνε η γυναίκα του με τον ίδιο τρόπο, οπότε ρώτησε:
— Ποιος έφτιαξε αυτό το μπετέλ;
— Το έφτιαξε η κόρη μου, απάντησε η ηλικιωμένη γυναίκα.
— Πού είναι η κόρη σου; Φώναξέ την εδώ να δω το πρόσωπό της.
Η ηλικιωμένη γυναίκα φώναξε την Tấm. Μόλις εμφανίστηκε, ο βασιλιάς αναγνώρισε αμέσως τη γυναίκα του, η οποία φαινόταν νεότερη και πιο όμορφη από πριν. Χάρηκε τόσο πολύ που ζήτησε από την γυναίκα να του πει τι είχε συμβεί και στη συνέχεια διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν την Tấm πίσω στο παλάτι.
Όταν η Cám είδε ότι η Tấm είχε επιστρέψει και ο βασιλιάς την αγαπούσε όπως και πριν, φοβήθηκε. Μια μέρα, ρώτησε την αδερφή της:
— Tấm, πώς έγινες τόσο όμορφη;
Η Tấm δεν απάντησε, απλώς ρώτησε ξανά:
— Αν θέλεις να είσαι όμορφη, θα κάνεις αυτό που θέλω;
Η Cám συμφώνησε αμέσως. Η Tấm διέταξε τους υπηρέτες της να σκάψουν μια βαθιά τρύπα και να βράσουν μια κατσαρόλα με νερό. Η Tấm είπε στην Cám να κατέβει στην τρύπα και στη συνέχεια διέταξε τους υπηρέτες να ρίξουν το βραστό νερό στην τρύπα. Όταν πέθανε η Cám, η Tấm διέταξε να φτιάξουν σάλτσα ψαριού από το σώμα της, να τη βάλουν σ’ ένα βάζο και να την στείλουν στη μητριά της, λέγοντας ότι ήταν δώρο από την κόρη της. Η μητέρα της Cám το πίστεψε και έτρωγε τη σάλτσα ψαριού, επαινώντας την σε κάθε γεύμα. Ένα κοράκι πέταξε από κάπου, κάθισε στην οροφή και έκρωξε:
— Νόστιμο, νόστιμο! Η μάνα τρώει το παιδί της! Έχει μείνει τίποτα για μένα;
Η μητριά θύμωσε πολύ, μάλωσε οργισμένη το κοράκι και μετά έβγαλε ένα καλάμι για να το διώξει. Αλλά όταν η σάλτσα ψαριού σχεδόν τελείωνε, κοίταξε μέσα στο βάζο, είδε το κρανίο της κόρης της και πέθανε από το σοκ.
Όσο για την όμορφη Tấm, ήταν μια βασίλισσα, της οποίας η σοφία και η αρετή ήταν πάντα ισάξιες με τη χάρη και την ομορφιά της. Έζησε για πολύ καιρό κάνοντας τον σύζυγό της, τον βασιλιά, ευτυχισμένο και βοηθώντας τον με τις διορατικές συμβουλές της να εκπληρώσει επάξια την υψηλή αποστολή του.

Η Yeh-Shen και το μαγικό ψάρι με τα μεγάλα χρυσαφένια μάτια

Η Yeh-Shen πήγε στη γιορτή όπου όλοι τη θαύμαζαν
Μαθήματα ζωής για νεαρά κορίτσια; Όχι μόνο αυτό…
Πράγματι, ένα πράγμα που ξεχωρίζει σ’ αυτή την ιστορία και το συναντάμε και στις περισσότερες εκδοχές του του παραμυθιού παγκοσμίως είναι η «απουσία» των ανδρών. Εδώ έχουμε έναν κόσμο σχεδόν αποκλειστικά γυναικείο, όπου οι γυναίκες αγαπούν ή μισούν η μία την άλλη, παίρνουν εκδίκηση, σκοτώνουν και πεθαίνουν. Ο πατέρας εξαφανίζεται πολύ γρήγορα από την ιστορία, και όταν εμφανίζεται ένας άντρας - ο βασιλιάς - που γίνεται σύζυγος μιας από τις γυναίκες, είναι απολύτως «απών» από όλες τις αντιπαραθέσεις: είναι ανίκανος να προβλέψει, ή ακόμα και να δει, τους κινδύνους που απειλούν τη γυναίκα του, επιτρέπει στον εαυτό του να εξαπατηθεί από τη μητριά και δεν προσπαθεί να μάθει γιατί πέθανε η γυναίκα του, ή ακόμα αν είναι πραγματικά νεκρή. Λέγεται μόνο ότι είναι «πολύ δυστυχισμένος». Όταν συνειδητοποιεί ότι ο φλώρος με τη μελωδική του φωνή δεν είναι άλλη από τη γυναίκα του, αποτυγχάνει να την προστατεύσει από την κακοποίηση της Cám. Όταν τελικά αποκτά καινούργια σύζυγο, δεν κάνει καμία προσπάθεια να σταματήσει την Cám και τα εγκλήματα της μητέρας της. Όπως είδαμε, η η Tấm, μόνη της «εξοντώνει» τους δύο εχθρούς της, και μαζί τις απειλές που εξακολουθούν να τη στοιχειώνουν. Σε μια άλλη εκδοχή, ο αφηγητής καθιστά σαφές ότι ο βασιλιάς «ενημερώνεται για τα εγκλήματα της Cám και της μητέρας της», αλλά ακόμη και αφού τα μαθαίνει όλα αυτά, δεν αναλαμβάνει δράση!
Φυσικά, υπάρχει ένας Βούδας που παρακολουθεί την Tấm και παίζει σημαντικό ρόλο στο ταξίδι της προς την ολοκλήρωση, αλλά πρόκειται για ένα υπερβατικό πρόσωπο, κάποιος που βοηθά τους φτωχούς και τους αδύναμους και όχι άνθρωπος με τη φυσική έννοια. Ο σημαντικός ρόλος του στη ζωή της Tấm υποδηλώνει επίσης ότι οι άνθρωποι - και όχι μόνο οι γυναίκες - έχουν ένα πεπρωμένο που τελικά θα εκπληρωθεί, αν δεχτούμε να ακούσουμε τις οδηγίες του - ανεξάρτητα από το τι κάνουν οι άλλοι για να εμποδίσουν αυτό το πεπρωμένο - το οποίο καθορίζεται από μια δύναμη πέρα από τη δύναμή τους.
Σ' όλες τις εκδοχές της, η ιστορία της Σταχτοπούτας δεν είναι παρά η αφήγηση της μυητικής πορείας ενός κοριτσιού στη γυναικεία ταυτότητα και πυρήνας αυτής της μύησης είναι η σχέση μητέρας-κόρης. Από ψυχαναλυτική σκοπιά, η Τấm καταφέρνει να ολοκληρώσει τον κύκλο του θανάτου και της αναγέννησης, να αποκαταστήσει την Μητέρα μέσα στην ψυχή της και να ενωθεί με τον Βασιλιά, το αρσενικό στοιχείο της ψυχής, το animus στην γιουνγκιανή ορολογία.
- Το πρώτο ίχνος μπορεί να βρεθεί στον τίτλο της ιστορίας και στη σημασία των ονομάτων των δύο χαρακτήρων, της καταδιωκόμενης αθώας ηρωίδας, Tấm, και της ετεροθαλούς αδερφής της, Cám. Ενώ στις ευρωπαϊκές εκδοχές - του Basile (17ος αι.), του Perrault (τέλη 17ου αι.), των αδελφών Grimm (αρχές 19ου αι.) και στις περισσότερες ελληνικές, ο τίτλος είναι το παρατσούκλι της ηρωίδας, που προέρχεται από την παραμονή της στις στάχτες και αντιπροσωπεύει μια ταπεινή κοινωνική θέση, στην βιετναμέζικη εκδοχή έχουμε ως τίτλο τα δύο ονόματα των ηρωίδων της ιστορίας: Tấm Cám. Μάλιστα τα ονόματα ομοιοκαταληκτούν και τα δυο κορίτσια είναι στην πραγματικότητα αδερφές, ενώ στις παραπάνω εκδοχές (εκτός των ελληνικών), η πρωταγωνίστρια δεν έχει συγγένεια εξ αίματος με τις «δύο αδερφές» της. Επίσης σαφώς η Tấm είναι μεγαλύτερη από την Cám.
Στα βιετναμέζικα, «Tấm» σημαίνει «σπασμένο ρύζι», οι κόκκοι του οποίου μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μαγείρεμα. «Cám» είναι το λεπτό κέλυφος που περιβάλλει τον κόκκο του ρυζιού (κάτω από τον φλοιό), το οποίο συνήθως αφαιρείται κατά την άλεση του ρυζιού και πετιέται ή δίνεται στα γουρούνια. Έτσι, τα ονόματα και των δύο χαρακτήρων σχετίζονται με το ρύζι. Σε αυτό το σημείο, μπορεί να υποτεθεί ότι η ιστορία δημιουργήθηκε λίγο μετά την εποχή που το ρύζι είχε γίνει η βασική τροφή του πολιτισμού. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η Νοτιοανατολική Ασία και η Κίνα θεωρούνται η προέλευση των πολιτισμών του υγρού ρυζιού, τα ονόματα των δύο χαρακτήρων στη βιετναμέζικη εκδοχή επιβεβαιώνουν την κεντρική θέση του ρυζιού για έναν τέτοιο πολιτισμό. Κρίσιμη επίσης είναι και η σημασία του νερού στα διάφορα γεγονότα στη ζωή της Tấm και της Cám: οι δοκιμασίες, ο πνιγμός της Tấm, η απώλεια του παπουτσιού της στη λίμνη, η τιμωρία της Cám.
Τέλος, μπορούμε να δούμε, όπως ανέλυσε ο Đỗ Lan Chi Lan, ο μεταφραστής στα γαλλικά της πρώτης γραπτής έκδοσης της ιστορίας, «ένας σπασμένος κόκκος ρυζιού είναι καλύτερος από το πίτουρο: από την αρχή το όνομα παρέχει πληροφορίες σχετικά με την εγγενή αξία ενός ατόμου». Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα ονόματα εκφράζουν μια δυαδική αντίθεση ενός ευρέως γνωστού είδους, αυτή μεταξύ του πυρήνα, δηλαδή του βρώσιμου μέρους του κόκκου, και του φλοιού, ή της ήρας, που δίνεται στα ζώα. Τα ονόματα εκφράζουν μια αντίθεση μεταξύ της αξίας ή της αρετής των δύο κοριτσιών. Από την αρχή, ο προσεκτικός αναγνώστης περιμένει ότι η ιστορία θα έχει ένα «αίσιο τέλος» για την Tấm! («Η Cám είναι όμορφη, αλλά η Tấm εξακολουθεί να είναι ανώτερη σε νοημοσύνη και ομορφιά»), διαπίστωση που αμέσως την τοποθετεί στον ρόλο του θύματος («Η μητέρα της Cám είναι σκληρή με την κόρη του συζύγου της...» )
- Περαιτέρω στοιχεία κοινωνικών εθίμων από ένα αρχαϊκό παρελθόν θα μπορούσαν επίσης να εντοπιστούν στο περιστατικό στο οποίο η ετεροθαλής αδερφή προσφέρεται ως υποκατάστατο μετά τον θάνατο της αθώας διωκόμενης ηρωίδας. Αυτό το περιστατικό θεωρείται ότι διαμορφώνεται από μια γαμήλια πρακτική που ονομάζεται «γάμος αδελφών», στην οποία ένας σύζυγος του οποίου η σύζυγος πεθαίνει έχει την άδεια να παντρευτεί την αδερφή της νεκρής συζύγου του, είτε επειδή ως θεία βρίσκεται σε μητρική σχέση με τα παιδιά της αδερφής της, είτε επειδή ο γάμος διατηρεί την περιουσία εντός της ίδιας οικογενειακής ομάδας. Αυτό το αρχαϊκό έθιμο ενθαρρύνεται και από τις δύο πλευρές (την οικογένεια της συζύγου και του συζύγου), επειδή αυτός ο τύπος γάμου διατηρεί τις ιδιότητες και το συμβόλαιο μεταξύ των δύο και ενισχύει επίσης τη σχέση και των δύο πλευρών. Στην πραγματικότητα, αυτό το κοινωνιολογικό έθιμο εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένες εθνοτικές ομάδες στο Βιετνάμ και σε άλλους πολιτισμούς της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η λειτουργία της δομής στο Tấm και το Cám , ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιείται, για να επισημάνει ότι το έθιμο έχει διαστρεβλωθεί από τη δολοφονία της ηρωίδας και, ως εκ τούτου, απαιτείται μια υπερφυσική διαδικασία για την αποκατάσταση της κατάλληλης κοινωνικής δομής.
- Τρίτον, οι μετενσαρκώσεις της αθώας διωκόμενης ηρωίδας στο εκτεταμένο μέρος της ιστορίας, αναμφισβήτητα, καθίστανται δυνατές χάρη στη βουδιστική πίστη στην έννοια της μετενσάρκωσης. Επιπλέον, η διαδικασία των μετενσαρκώσεων της ηρωίδας φαίνεται να εντάσσεται σε μια κομφουκιανική ιδεολογία της γυναικείας συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, η μεταμόρφωση της ηρωίδας σε ξύλινο αργαλειό υποδηλώνει την εργατικότητα της γυναίκας, ή στην τελευταία μετενσάρκωση, όταν μεταμορφώνεται από φρούτο σε ανθρώπινο σχήμα και κάνει τις δουλειές του σπιτιού και το μαγείρεμα για την ηλικιωμένη γυναίκα, η ιστορία βασίζεται στους κοινωνικούς κανόνες για μια σωστή γυναίκα στην πατριαρχική κοινωνία - δηλαδή, να εκτελεί οικιακές εργασίες. Σύμφωνα με την κομφουκιανική ηθική, που επιβλήθηκε στη Βιετναμέζα γυναίκα, υπάρχουν τρεις υποταγές στις οποίες πρέπει να υποβληθεί μια γυναίκα, δηλαδή, υποταγή στον πατέρα πριν από τον γάμο της, υποταγή στον σύζυγο κατά τη διάρκεια του γάμου της και στον γιο όταν χηρεύει. Η αρετή της φαίνεται έτσι να προσελκύει υπερφυσική βοήθεια η οποία, σε συνδυασμό με την ευρηματικότητά της, της επιτρέπει να ξεφύγει από τον κύκλο της καταστροφής και της μετενσάρκωσης και να επιστρέψει στην προηγούμενη ιδιότητά της ως συζύγου και πριγκίπισσας. Υπό το πρίσμα του παραδείγματος της θηλυκότητας, το Tấm Cám απεικονίζει την κοινωνική στάση και τις προσδοκίες για τις γυναικείες αξίες σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία. Συγκεκριμένα, η Tấm - η αθώα διωκόμενη ηρωίδα - υφίσταται τόσο πρωτογενή όσο και δευτερογενή διωγμό, την πρώτη στο σπίτι των παιδικών της χρόνων, τη δεύτερη στο παλάτι και πέρα από αυτό, καθώς περνάει από τις μετενσαρκώσεις της. Η πρωτογενής διώξη είναι ένα μέσο για να φτάσει η ηρωίδα σε ηλικία γάμου και σεξουαλικής ελκυστικότητας (όταν ολοκληρώνεται ο τύπος της Σταχτοπούτας), και στη συνέχεια η δευτερογενής διώξη δοκιμάζει την αξιότητά της να είναι η σύζυγος του πρίγκιπα.
- Επιπλέον, μια κατατοπιστική αναλογία με τα στοιχεία της εμπειρίας της Tấm μπορεί να παρατηρηθεί σε μια τελετή τυπική για ορισμένες εθνοτικές ομάδες στο Βιετνάμ, που ονομάζεται «Lễ thành đinh»: πρόκειται για μια τελετή ενηλικίωσης ή ιεροτελεστίας μετάβασης στην οποία υποβάλλονται τα κορίτσια προκειμένου να αναγνωριστούν ως ενήλικες και να επιβεβαιωθούν ως μέλη μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Υπάρχει μια ομοιότητα μεταξύ των διωγμών που υφίσταται η ηρωίδα του παραμυθιού κατά την παιδική της ηλικία και των δοκιμασιών που πρέπει να υποβληθούν τα κορίτσια σε αυτήν την τελετή ιεροτελεστίας μετάβασης. Το «Lễ thành đinh» είναι μια τελετή ενηλικίωσης που επιβεβαιώνει ένα άτομο ως μέλος μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Το άτομο υποχρεούται να ζει μακριά από τους γονείς του και πρέπει να περάσει μια σειρά από μαθήματα και εξετάσεις. Υπό την καθοδήγηση μιας αυστηρής μεγαλύτερης γυναίκας, τα κορίτσια θα διδαχθούν ορισμένες δεξιότητες που είναι απαραίτητες για να γίνουν καλές σύζυγοι: να κάνουν δουλειές του σπιτιού, να μαγειρεύουν ή να φροντίζουν τα παιδιά. Ο σκοπός της τελετής «lễ thành đinh» είναι να εκπαιδεύσει τα κορίτσια να αποκτήσουν σωστές συμπεριφορές που είναι κατάλληλες για τους κοινωνικούς κανόνες. Απαιτείται σκληρή δουλειά και υπακοή όταν τα κορίτσια ακολουθούν αυτήν την εκπαίδευση. Τα κορίτσια συνήθως παντρεύονται λίγο μετά το «lễ thành đinh». Στον τύπο ιστορίας της αθώας καταδιωκόμενης ηρωίδας, η ηρωίδα υφίσταται επίσης μια σειρά από διωγμούς (που αφορούν κυρίως τις πιο επίπονες μορφές οικιακής εργασίας) και παρά την κακομεταχείριση, ακούει πάντα τη μητριά της.
- Στην ερμηνεία της θηλυκότητας, και μέσα στο πλαίσιο μιας σειράς κοινωνικο-ιστορικών πλαισίων, η Tấm διατηρεί έτσι την κοινωνική τάξη που απειλείται από τις πράξεις των γυναικών συγγενών της. Φαίνεται σημαντικό, για παράδειγμα, ότι μετά το τέλος της αρχικής δίωξης, ο κύκλος ξεκινά ξανά όταν η Tấm επιστρέφει στο οικογενειακό σπίτι για να τιμήσει την επέτειο του θανάτου του πατέρα της. Εκμεταλλευόμενες αυτή την ευκαιρία για να τη δολοφονήσουν, η μητριά και η ετεροθαλής αδερφή της επιδεικνύουν όχι μόνο τη δική τους έλλειψη ηθικών αρετών (υπακοή στον πατέρα και τον σύζυγο), αλλά και την τάση μιας τέτοιας έλλειψης να ανατρέψει την κοινωνική δομή και να ωθήσει την κοινωνία στο χάος. Οι δύο διώξεις, επομένως, σημαίνουν κάτι παραπάνω από τις τελετουργίες μετάβασης, που υφίσταται η ηρωίδα στο μονοπάτι της από την κοριτσίστικη και την θυγατρική στη γυναικεία και τη συζυγική ηλικία, καθώς γίνονται μέρος μιας ευρύτερης αφήγησης για τις ανθρώπινες σχέσεις εντός της κοινωνικής τάξης.
- Το μοτίβο μητέρας/ μητριάς
Ο θάνατος της φυσικής μητέρας είναι κοινό μοτίβο στα παραμύθια. Αν και πρόκειται για τραυματικό γεγονός, στην πορεία γίνεται ελπιδοφόρο, καθώς η νεκρή μητέρα πάντοτε προστατεύει το παιδί της. Η απουσία της μητέρας έχει τις ρίζες της στην ιστορική κοινωνική πραγματικότητα, όταν οι θάνατοι κατά τη γέννα ήταν πολύ συνηθισμένοι σε συνδυασμό με μολύνσεις και ασθένειες, που έθεταν τη ζωή των γυναικών σε κίνδυνο και άφηναν πίσω τους ορφανά παιδιά, σε ηλικία που δεν μπορούσαν να φροντίσουν τον εαυτό τους. Έτσι η φυσική μητέρα – κοινό κι αυτό παραμυθιακό μοτίβο – αντικαθίσταται από την μητριά, προκειμένου οι δουλειές του σπιτιού να συνεχίσουν να γίνονται και τα παιδιά να έχουν κάποιον να τα φροντίζει.
Από ψυχολογική τώρα πλευρά, η απουσία της μητέρας και η συναισθηματική εγκατάλειψη που αισθάνονται από τον χαμό της, βοηθάει τα παιδιά να μάθουν πώς να επιβιώνουν, σηματοδοτώντας το τέλος της παιδικότητας, την ενίσχυση της ταυτότητάς τους και την είσοδο στην ωριμότητα.
Παράλληλα το μοτίβο της αντικατάστασης της καλής μητέρας από μια κακή μητριά επιτρέπει σε μια προσωπικότητα να χωριστεί στα δύο, έτσι ώστε μια θετική εικόνα να παραμείνει αναλλοίωτη. Με αυτόν τον τρόπο, τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να κρατούν μακριά τις καλές και τις κακές εικόνες. Ενώ μερικές φορές μπορεί να καλλιεργούν συναισθήματα δυσαρέσκειας εναντίον της μητέρας τους, για παράδειγμα, μπορεί να αισθάνονται ενοχές στη σκέψη ότι τη βλέπουν με αρνητικό τρόπο. Διαχωρίζοντας την εικόνα της μητέρας στα δύο, τα παιδιά είναι σε θέση να παραμείνουν πιστά απέναντί της, κατανοώντας παράλληλα ότι η διαδικασία της αποστέρησης είναι απαραίτητη και υγιής. Αυτό είναι εμφανές στον διαχωρισμό σε μητέρα και μητριά στη Σταχτοπούτα και τη Χιονάτη, ή σε μητέρα και γιαγιά στην Κοκκινοσκουφίτσα. Αυτός ο διαχωρισμός δίνει στα παιδιά σταθερότητα, μέχρι να ξεπεράσουν την διχοτομική κοσμοθεωρία τους για το καλό και το κακό.
Η Σταχτοπούτα, όπως και η Χιονάτη, βρίσκονται στην εφηβεία τους, κοντά στην επίτευξη σεξουαλικής ωριμότητας. Η κακιά μητριά αντιτίθεται στον ευγενικό «Bụt» της βιετναμέζικης εκδοχής, στο ψάρι – φύλακα της κινέζικης, στην μεταμορφωμένη σε αγελάδα μητέρα πολλών ελληνικών παραλλαγών, στην καλή νεράιδα - νονά του Perrault ή στη μαγική φουντουκιά που μεγαλώνει πάνω στον τάφο της νεκρής μητέρας των αδελφών Grimm. Έτσι, ο αναγνώστης ασχολείται ταυτόχρονα με δύο μητρικές εικόνες. Λόγω της κυριαρχίας και της κακομεταχείρισης από τη μητριά, η ηρωίδα αναγκάζεται να απομακρυνθεί από το γονικό σπίτι για να βρει την ευτυχία με έναν σύντροφο. Αν ληφθεί υπόψη η σύγκρουση μεταξύ γονέων και παιδιών κατά την εφηβεία, αυτή η διαδικασία φαίνεται να αντικατοπτρίζεται στενά στο παραμύθι.
Ένα νεαρό κορίτσι, όπως η Σταχτοπούτα, νιώθει απογοητευμένο από την επίμονη, ακαταμάχητη παρέμβαση της μητέρας της. Η αυταρχική μητέρα γίνεται το εμπόδιο, που φαίνεται να καταπνίγει τη φυσική επιθυμία για τους άνδρες, τον γάμο και ως εκ τούτου την επίτευξη της γυναικείας ωριμότητας. Ούτε οι ηρωίδες ούτε τα παιδιά εξερευνούν ορθολογικά τέτοια βαθιά ριζωμένα συναισθήματα. Αντίθετα, η διχασμένη απεικόνιση των μητέρων στα παραμύθια παρέχει μια παράσταση χωρίς ενοχές των αμφιθυμιών της νεαρής γυναίκας και έναν τρόπο για να αντιμετωπίσει τις παράδοξες παρορμήσεις αγάπης και μίσους μέσω της φαντασίας.
Η βιολογική μητέρα πρέπει να θεωρείται, τουλάχιστον εν μέρει, ως κακή, για να παρακινήσει το παιδί να απομακρυνθεί από αυτήν και να γίνει ανεξάρτητο. Στην εκδοχή της ιστορίας των Grimm, ο διαχωρισμός των προσωπικοτήτων παίρνει μια ακόμη πιο ενδιαφέρουσα μορφή. Όταν η μητέρα γνωρίζει ότι ο θάνατός της είναι κοντά, υπόσχεται στη Σταχτοπούτα ότι θα τη φροντίσει και θα την καθοδηγήσει, ακόμα και μετά τον θάνατό της. Αντί για μια θηλυκή νεράιδα νονά, ένα άσπρο πουλί, που φωλιάζει στην φουντουκιά, πάνω στον τάφο της μητέρας της, προσφέρει στην Σταχτοπούτα αυτό που κάθε φορά επιθυμεί. Ακόμα κι αν η Σταχτοπούτα, ή το νεαρό κορίτσι, δεν μπορεί πλέον να δει τη μητέρα της και έχει δημιουργηθεί μια ορισμένη απόσταση, ξέρει ότι τελικά μπορεί ακόμα να βασιστεί σε αυτήν για παρηγοριά και βοήθεια, αν χρειαστεί.
«Συχνά μια καλή νεράιδα, μια ηλικιωμένη γυναίκα ή μια παρηγορητική νονά (δεύτερη αντικατάσταση της αρχικής μητέρας) απελευθερώνουν την ηρωίδα από τα δεσμά της μητριάς και της επιτρέπουν να υιοθετήσει κατάλληλους ρόλους ενηλίκων», γράφει η Karen E. Rowe στο βιβλίο της «Fairy Tales and Feminism» (1979).
Στην βιετναμέζικη εκδοχή, η Tấm στην τελευταία της μετενσάρκωση σε λωτό, βρίσκει την ηλικιωμένη εμπόρισσα, η οποία λειτουργεί ως «καλή μητέρα» σε αντίθεση με την «κακιά μητριά», την σκοτεινή μητρική όψη. Στην πραγματικότητα, η ηλικιωμένη γυναίκα είναι το αρχέτυπο της «Μεγάλης Μητέρας στο Φως», που εμφανίζεται όταν το παιδί ενηλικιώνεται πνευματικά. Μόνο αποκαθιστώντας τη Μητέρα μέσα στην ψυχή της, μπορεί να επανασυνδεθεί με τον Βασιλιά και να φτάσει έτσι στην ολοκλήρωση του εαυτού της.
- Το μοτίβο του χαμένου παπουτσιού
- «Θέματα μπετέλ και αρέκα»
- Το μοτίβο της υπερφυσικής βοήθειας
- Το κάρμα
- Το μοτίβο της μετεμψύχωσης – μετενσκάρκωσης
- Οι μετενσαρκώσεις της Tấm: φλώρος, ροδακινιά, αργαλειός, λωτός
- Τα ζώα - βοηθοί
- Τα ψαροκόκαλα
- Το μοτίβο AT S112.1 «Βράσιμο μέχρι θανάτου»
- Το μοτίβο AT G.61 «Η σάρκα του συγγενή τρώγεται άθελά της» και το υπο-μοτίβο AT G61.2 «Η μητέρα αναγνωρίζει τη σάρκα του παιδιού όταν σερβίρεται για να φαγωθεί».
- Στην ελληνική μυθολογία, τα «Θυέστεια δείπνα»: Ο Ατρέας εκδικείται τον αδελφό του, Θυέστη, σκοτώνοντας τα παιδιά του και σερβίροντάς τα ως γεύμα. Όταν ο Θυέστης τελειώνει το φαγητό, ο Ατρέας του αποκαλύπτει την πράξη.
- Νότια Ευρώπη — ιταλικά παραμύθια (Σικελία, Νάπολη), σε παραλλαγές τύπου» La figlia del re e la regina cattiva», η ζηλόφθονη μητέρα ή μητριά μαγειρεύει το παιδί της αντιζήλου και το σερβίρει στον πατέρα. Συχνά, ένα δαχτυλίδι ή κόκκαλο αναγνωρίζεται στο φαγητό και αποκαλύπτει την πράξη.
- Ευρώπη — «Ο Γιάννος και η Μαργαρίτα» (παραλλαγή του «The Juniper Tree»). Προέρχεται από τη γερμανική παράδοση (συλλογή των Αδελφών Γκριμ, Der Machandelboom). Η μητριά σκοτώνει τον γιο του άντρα της, τον ψήνει και τον σερβίρει ως φαγητό στον πατέρα. Ο πατέρας τρώει άθελά του τη σάρκα του παιδιού του. Ακολουθεί αναγνώριση και επανόρθωση: το παιδί ανασταίνεται ως πουλί και τιμωρεί τη μητριά. Πολλές εκδοχές της ιστορίας καταγράφηκαν και δημοσιεύθηκαν μέσα σε έναν αιώνα από τη δημοσίευση των Γκριμ (Ρουμανία, Ουγγαρία, Νήσος Προβιντένσια – Καραϊβική, Σκωτία, Αγγλία, Παλαιστίνη, Ανατολικό Κεντάκι).
- Ασία — κινεζικός θρύλος της βασίλισσας Dou Ji. Η μητέρα, εξαπατημένη, τρώει το κρέας του παιδιού της που της προσφέρεται ως φάρμακο. Όταν μαθαίνει την αλήθεια, γίνεται σύμβολο μητρικής θλίψης και μεταμέλειας.
- Αφρική — μύθος της «Μάνας που έφαγε το παιδί της» (Γουινέα, Μάλι). Στο πλαίσιο τελετουργικής αφήγησης, η μητέρα τρώει κατά λάθος ένα πιάτο με ανθρώπινη σάρκα και αναγνωρίζει αργότερα το παιδί της μέσα από όνειρο ή σημάδι.Το μοτίβο χρησιμοποιείται διδακτικά για την απληστία ή την ασεβή συμπεριφορά.
Για τους λαογράφους- ανθρωπολόγους, το θέμα του διαμελισμού και φαγώματος είναι ζήτημα γονιμοποίησης της γης. Για άλλους, η καταστροφή μελών σώματος αποτελεί μέθοδο προστασίας από την επιστροφή των φαντασμάτων. Άλλοι πιστεύουν ότι συμβολίζει το σκότωμα του παλιού χρόνου από τον καινούριο.
Στον κανιβαλισμό το φάγωμα σημαίνει και την απόκτηση της δύναμης του θύματος. Το ίδιο ισχύει και για το τελετουργικό φάγωμα κάποιου θυσιασμένου ζώου. Και τα δύο έθιμα απαντώνται σε παραμύθια με κακές μητριές και μάγισσες. Σε πολλές παραλλαγές της Σταχτοπούτας, αυτό συμβαίνει για να κλέψουν οι αντίπαλοι από την ηρωίδα τα δικαιώματά της ή για να αποκτήσουν την ομορφιά και τις δυνάμεις της.
Την ανθρωποφαγία, οι εθνολόγοι την αποδίδουν σε μια συμβολική πράξη ενσωμάτωσης. Πιστεύουν με άλλα λόγια ότι αυτός που έφτανε στο σημείο να φάει κάποιον, στην ουσία αυτό που πραγματικά επιθυμούσε ενδόμυχα, ήταν να τον οικειοποιηθεί, να τον ενσωματώσει στο είναι του, να γίνει ένα μ' αυτόν. Θεωρούσαν την όλη πράξη ως μέρος μιας πολυσύνθετης και μυστικιστικής ιεροτελεστίας, που συνήθως έχει σχέση με την λατρεία των νεκρών. Τρώγοντας κάποιον, αυτόματα μεταβιβαζόταν η δύναμη του θύματος στον θύτη.
Στα περισσότερα παραμύθια χρησιμοποιείται η κανιβαλιστική αυτή πράξη με την έννοια της ενσωμάτωσης. Ο λύκος καταπίνει τα εφτά κατσικάκια ή την Κοκκινοσκουφίτσα και τη γιαγιά αφήνοντας το ενδεχόμενο της αναγέννησης. Στην ελληνική εκδοχή της Σταχτοπούτας, αντίθετα, οι αδελφές τρώνε τη σάρκα της μητέρας είτε έμμεσα – μετά δηλαδή τη μεταμόρφωσή της σε ζώο – είτε άμεσα, δείγμα του ότι πρόκειται για επιβιώματα πρωτόγονων κοινωνιών, όταν οι άνθρωποι βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ανεπάρκεια των αναγκαίων πόρων για την εξασφάλιση της επιβίωσης και της αναπαραγωγής τους.

Ο Γάλλος εθνολόγος Georges Devereux, μελετώντας το θέμα της πατροκτονίας και της παιδοκτονίας, βρήκε και στήριξε με κατηγορηματικές στατιστικές ότι από καταβολής χρόνου οι περιπτώσεις παιδοκτονίας - παιδοφαγίας είναι πολύ περισσότερες από αυτές, όπου το θύμα είναι ο πατέρας ή η μητέρα. Οι θυσίες γονέων ήταν πολύ πιο σπάνιο/ αραιό φαινόμενο. Όταν όμως αυτό συμβαίνει, η ποινή που επισύρει μια τέτοια πράξη είναι αυστηρότερη, βαρύτερη και υποδειγματική. Η μητροφαγία των αδελφών στις ελληνικές παραλλαγές, ως πράξη, έχει έναν απεχθή χαρακτήρα.
- Η εσωτερική διαδρομή: Μεταμόρφωση vs Ανταμοιβή
- Το αρχέτυπο της Μητέρας
- Το μονοπάτι της συνείδησης
Στην Tấm, το μονοπάτι είναι κυκλικό: θάνατος → διάλυση → αναγέννηση → φώτιση. Εδώ η ψυχή δεν ζητά αναγνώριση, αλλά ένωση με το Όλον. Ο πόνος δεν είναι τιμωρία αλλά κάθαρση· το κακό δεν είναι εμπόδιο αλλά υλικό της μεταμόρφωσης. Η Σταχτοπούτα εξελίσσεται κοινωνικά· Η Tấm εξελίσσεται πνευματικά.
- Η σχέση με τον Άντρα
Στην Tấm, ο Βασιλιάς δεν είναι βραβείο αλλά αντανάκλαση του εσωτερικού Άνιμους. Η ένωσή τους συμβαίνει μόνο μετά την ψυχική ολοκλήρωση της ηρωίδας, δηλαδή μετά την επίλυση της σχέσης με τη Μητέρα και τη συνειδητοποίηση της αληθινής της ταυτότητας.
Ο άνδρας εδώ συμβολίζει την ένωση των αντιθέτων μέσα στην ίδια τη γυναίκα — θηλυκό και αρσενικό, ψυχή και πνεύμα.
- Η τελική φάση – Η Γυναικεία Ολοκλήρωση
ΠΗΓΕΣ
- Αθηνά Ντούλια, Το παραμύθι της Σταχτοπούτας στις ελληνικές και ξένες παραλλαγές, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2010
- Γιώτα Χουλιάρα, Ο Βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας, εκδόσεις Άλλωστε
- Δημ. Λουκάτος, «Το παραμύθι της Σταχτοπούτας στις ελληνικές και στις ξένες παραλλαγές» (Παρνασσός, 1959)
- Άννα Αγγελοπούλου, Μαριάνθη Καπλάνογλου, Εμμανουέλα Κατρινάκη, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΚΩΝ ΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΩΝ ΑΤ 500-559, ΙΑΕΝ, Δεκέμβριος 2004