Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

Προσπαθώντας να γράψω τόσο ωραία όσο κι εκείνος· Νίκος Παναγιωτόπουλος, Γραφικός χαρακτήρας



«Μικρές, αληθινές, ασπρόμαυρες ιστορίες»

«Μικρές –έως μικροσκοπικές– ιστορίες, μακρινές, ασπρόμαυρες, παρηγορητικές όμως μέσα στη βουή και την αντάρα. 

Ιστορίες αληθινές, που ψηλαφούν το αποτύπωμα μιας εποχής, με αφετηρία τα μέσα της δεκαετίας του ’60. 

Ιστορίες που μαρτυρούν πως το παρελθόν βρίσκει πάντα τρόπο να τρυπώνει ανάμεσα στα λόγια μας…

Ιστορίες της μιας ανάσας, οι περισσότερες από τις οποίες θα μπορούσαν να διαβαστούν άνετα ακόμα κι ανάμεσα σε δυο σταθμούς του αθηναϊκού μετρό.»




Ήρωας και πρότυπο του αφηγητή ο πατέρας του...

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος περιγράφει το έκτο κατά σειράν πεζογραφικό βιβλίο του «Γραφικός  χαρακτήρας», εκδόσεις  Μεταίχμιο, 2016, ως «συγγραφική άσκηση και παρηγοριά μαζί». 

«Ήθελα να βρω τον ρυθμό της αφήγησης που έχει ο προφορικός λόγος, να γράψω σαν να διηγούμαι στον γιο μου περιστατικά από τη ζωή μου και στον αναγνώστη ιστορίες που ίσως έχουν νόημα για τη δική του ζωή».

Το αυτοβιογραφικό στοιχείο, «αφήνεται εκτεθειμένο στα μάτια όλων, σαν τις ξερολιθιές που αντέχουν αιώνες απλώς και μόνο χάρη στην προσεκτική συναρμογή της μιας πέτρας με τις γύρω της».

Με αφετηρία τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και με αφορμή προσωπικά του βιώματα, ο Ν. Παναγιωτόπουλος αποτυπώνει εμμέσως και ακροθιγώς τον κοινωνικό περίγυρο της Ελλάδας στα χρόνια εκείνα. 

Πυρήνας των μικροϊστοριών του Νίκου Παναγιωτόπουλου είναι οι οικογενειακές σχέσεις στη διαδοχή των γενεών και κυρίως η συμβολή των γονιών στην ωρίμαση και την ενηλικίωση των παιδιών, την οποία ο συγγραφέας ερμηνεύει  με τη δική του ενήλικη πια γνώση. 

Ήρωας και πρότυπο του αφηγητή – για κείνον δεν υπήρξε άλλος «σημαιοφόρος» ποτέ -  είναι ο πατέρας του· το δικό του γραφικό χαρακτήρα θαυμάζει και στη ζωή του, όπως ο ίδιος δηλώνει, «δεν έκανε τίποτε άλλο από το να προσπαθεί να γράψει τόσο ωραία όσο κι εκείνος». Ίσως γιατί μ' έναν πατέρα - σφίγγα οι μεγάλες κουβέντες δεν γίνονται ποτέ: 

«οι περισσότεροι χαραμίζουν τις ευκαιρίες λες κι είναι αθάνατοι. Και φταίνε και οι πατεράδες που δεν ανοίγουν εύκολα τις μεγάλες κουβέντες. Ο δικός μου συγκεκριμένα ήταν σφίγγα. Πώς ξεγελάς τη σφίγγα για να πιάσεις κουβέντα, έστω και την τελευταία στιγμή; Εγώ τον παραμόνεψα στο νοσοκομείο στα τελευταία του. Δεν πρόλαβα. Καμιά φορά σκέφτομαι πως έφυγε μόνο και μόνο για να μη μιλήσει για εκείνα που καλύτερα θα ήταν να τα σκεπάσει η σιωπή (κάπως έτσι δεν το λέει ο Βιτγκενστάιν;)




Ο πατέρας έκανε κάτι εντυπωσιακά, μεγάλα, καθαρά, όμορφα γράμματα...

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΕ να τελειώσει το σχολείο κι ας το προσπάθησε πολύ. Δούλευε ήδη διανομέας στον OTE και παρακολουθούσε νυχτερινό γυμνάσιο, αλλά μέρα παρά μέρα ήταν απογευματινός, οπότε, τελικά, έχανε τη χρονιά από απουσίες.

Ο πατέρας σχεδίαζε υπέροχα κι έκανε κάτι εντυπωσιακά, μεγάλα, καθαρά, όμορφα γράμματα με περίτεχνες ουρές.

Έχω την εντύπωση ότι στη ζωή μου δεν έκανα τίποτε άλλο από το να προσπαθώ να γράψω τόσο ωραία όσο κι εκείνος.



«Στον κόσμο του και στον καιρό του προτεραιότητα είχε η απόδοση κι όχι η απόλαυση»

ΟΤΑΝ ΠΡΩΤΟΧΤΙΣΑΝΕ ΤΟ ΣΠΙΤΙ, ο πατέρας φύτεψε σε μια γωνιά του κηπευτικά: οικοπέδου φασολάκια, ντομάτες, τέτοια... Καθώς δεν υπήρχε ακόμη μάντρα, μπαίνανε τα πρόβατα και του τα τρωγαν. Είδε κι απόειδε, παράτησε τα κηπευτικά κι έβαλε ξινά, δυο λεμονιές και μια μανταρινιά, δίπλα στον μεσημβρινό τοίχο του σπιτιού, να τις προστατεύει απ' τον βοριά. Στο πίσω μέρος του οικοπέδου φύτεψε κλήματα είκοσι ρίζες, δώδεκα ποικιλίες: μοσχάτο, ροδίτη, σουλτανίνα... Τα σκάλιζε, τα κλάδευε, τα θειάφιζε, έντυνε τα τσαμπιά με τούλι να μην του τα τρώνε τα σπουργίτια. Μπροστά μόνο είχε λουλούδια. Δυο σινδόνιες και δυο λιμπούρνα, δεξιά κι αριστερά από τη μαρμάρινη, φτερωτή σκάλα της εισόδου, και κάμποσες τριανταφυλλιές, για ομορφιά. Αργότερα πρόσθεσε και δυο Φοίνικες... επιβλητικούς

Μεγαλώνοντας, τον ρώτησα πώς και δεν είχε σκεφτεί ποτέ να φυτέψει κάνα δέντρο, να βγαίνουν όταν άνοιγε ο καιρός, να κάθονται στον ίσκιο του, να πίνουν τον καφέ τους... Κάτι πήγε να μουρμουρίσει, αλλά ήταν ολοφάνερο πως απάντηση δεν είχε να μου δώσει.

Μου πήρε χρόνια να καταλάβω πως στον κόσμο του και στον καιρό του προτεραιότητα είχε η απόδοση κι όχι η απόλαυση.



«Για μένα δεν υπήρξε ποτέ άλλος σημαιοφόρος»

ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΕΛΕΓΧΟ ME ΔΕΚΑΡΙΑ ο πατέρας μού έδινε ένα εικοσάρικο. Μια φορά, στην τρίτη ή στην τετάρτη δημοτικού, πήρα εννιά σ' ένα διαγώνισμα αριθμητικής κι ο πατέρας έσπευσε στο σχολείο να συναντήσει την κυρία Δρόσου. Εκείνη τον καθησύχασε. Κανείς δεν είχε πάρει δέκα.

Μεγάλωσα με έναν και μοναδικό στόχο – στόχο του - πατέρα, εννοείται, που αναγκαστικά υιοθέτησα: να κρατήσω τη σημαία στην έκτη.

Απ' τη μεριά μου έκανα ό,τι ήταν δυνατόν. Όταν ήρθε εκείνη η ώρα ωστόσο, ο δάσκαλος έδωσε τη σημαία στον Μπάμπη. Ο Μπάμπης δεν ήταν ο καλύτερος μαθητής στην τάξη. Η μάνα του, όμως, ήταν δασκάλα κι ο θείος του επιθεωρητής. Τρέμοντας την αντίδραση του πατέρα, βγήκα απ' τη σειρά μου και είπα στον δάσκαλο πως τη σημαία έπρεπε να την πάρει ο καλύτερος δάσκαλος μαθητής· μου έριξε ένα χαστούκι και μου είπε να πάω πίσω στη θέση μου.

Γύρισα σπίτι και είπα στον πατέρα τι είχε συμβεί. Ο πατέρας πήγε στο σχολείο και τον συνάντησε. Όταν γύρισε, αρκέστηκε να μου πει πως αυτά τα αποφάσιζε ο δάσκαλος.

Στο σχολείο πρέπει να έγινε θέμα γιατί, τελικά, τη σημαία στην παρέλαση την κρατήσαμε τέσσερις, απ' τις γωνίτσες, σαν σεντόνι, αντί να την κρατήσει ο Μπάμπης στο κοντάρι, πρωτότυπη διευθέτηση ασφαλώς, που διόρθωνε κάπως την αδικία, ενώ, ταυτοχρόνως διέσωζε το κύρος του δασκάλου.

Τότε πρέπει να ήταν που αποφάσισα πως ο πατέρας δεν ήξερε τι του γινόταν. Οι προτροπές και οι νουθεσίες του έχασαν κάθε βάρος. Έδωσα εξετάσεις στο Βαρβάκειο, όπως το είχε προγραμματίσει εκείνος, και πέρασα με κεκτημένη ταχύτητα από το δημοτικό. Αλλά δεν ξανασχολήθηκα με το σχολείο. Τι νόημα έχει να βασανίζεσαι, αν είναι στο τέλος να κερδίζει ο κάθε Μπάμπης; 

Δεν το ξανασυζητήσαμε ποτέ. Πήρα την εκδίκησή μου έξι χρόνια αργότερα, αποτυγχάνοντας θριαμβευτικά στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Ούτε που μου περνούσε τότε απ' το μυαλό πως το περιστατικό με τη σημαία μπορεί να ήταν εξίσου βαρύ και για κείνον. Η ζωή δεν του είχε χαριστεί. Κι ήταν το δίχως άλλο σπουδαίο κατόρθωμα που δεν τον είχαν συντρίψει οι αδικίες και οι ταπεινώσεις που είχε υποστεί.

Γυρνάω συχνά πλάι στο κρεβάτι του στο Ιπποκράτειο, εκεί όπου άφησε την τελευταία του πνοή˙ του κρατάω σφιχτά το χέρι για να του πω όσα δεν του είπα εκείνες τις μέρες που τις σπατάλησα εμποδίζοντάς τον να βγάλει τη μάσκα οξυγόνου που τον έσφιγγε σαν ύστατη αδικία. Και του λέω -τώρα του το λέω- πως αυτά δεν τα αποφασίζει κανένας δάσκαλος˙ και που δεν έβγαλε το Γυμνάσιο καμιά σημασία δεν έχει˙ για μένα δεν υπήρξε ποτέ άλλος σημαιοφόρος.





«41 νούμερο παπούτσι, όπως εκείνος…»

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΜΑΡΩΝΕ ΣΑΝ ΤΟ ΓΥΦΤΙΚΟ ΣΚΕΠΑΡΝΙ που και οι δυο γιοι του φορούσαν 41 νούμερο παπούτσι, όπως εκείνος. Το διέκρινες πίσω απ' τα λόγια του πως το θεωρούσε ενός είδους επιβεβαίωση. Πώς να του το χαλάσεις αυτό; 

Κάποια φορά τόλμησα να ζητήσω να δοκιμάσω το 42. Με απέτρεψε˙ κοφτά και αποφασιστικά. 

Σαν τη μάνα σου κάνεις, είπε, που στα γεράματά της δοκιμάζει δυο τρία νούμερα, για σιγουριά. Μην ταλαιπωρείς αδίκως τον υπάλληλο!

Πολύ αργά, στα 41 μου πια, αποφάσισα να αγνοήσω τις νουθεσίες του. Δοκίμασα ένα ζευγάρι 42 και διαπίστωσα πως αυτό ήταν το νούμερό μου. 

Δεν του το είπα ποτέ, ώσπου πέθανε τρία τέσσερα χρόνια αργότερα. Ένας λόγος ήταν πως δεν το έφερε η συζήτηση. Αλλά δεν ήταν ο μόνος.


Η «Ζόρικη»

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΒΓΑΖΕΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ συνήθως μένει αναγκαστικά εκτός κάδρου. Έτσι κι ο πατέρας, που λάτρευε τις φωτογραφίες.

Είχε μια φτηνή ρώσικη μηχανή, Ζόρκι, με καλά κρύσταλλα στον φακό. Χάρη σ' αυτή τη μηχανή, τη «Ζόρικη», όπως την είχαμε βαφτίσει, έχω χιλιάδες φωτογραφίες από τα παιδικά μου χρόνια. Αυτές στις οποίες εμφανίζεται κι ο πατέρας μετριούνται δάχτυλα, εννοείται. […]

ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ο πατέρας μού κληροδότησε και τη φωτογραφική του μηχανή, τη «Ζόρικη», που στα τελευταία της, μετά από ένα γερό πέσιμο και μια άτσαλη επισκευή, έγινε κυριολεκτικά ζόρικη: έκοβε λίγο κεφάλια.  Έπρεπε να καδράρεις προσεκτικά, αφήνοντας λίγο αέρα προς τα πάνω – τίποτε φοβερό, δηλαδή.

Κάμποσα χρόνια αργότερα, μου χάρισε μια υπέροχη Nikon που την αγόρασε στην Αμερική, όταν στα γεράματά του αποφάσισε να επισκεφτεί τα ξενιτεμένα αδέρφια του. Την είχε φέρει κρυμμένη στις αποσκευές, για να γλιτώσει τον φόρο.

Λίγο πριν πεθάνει, στη γιορτή του, του χάρισα μια φωτογραφία του συνονόματου εγγονού του, τραβηγμένη με μια ψηφιακή Canon, διορθωμένη στο photoshop και τυπωμένη στον οικιακό εκτυπωτή. Ενθουσιάστηκε με τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας.

Λίγα χρόνια αργότερα, κάπως βιαστικά είναι η αλήθεια, αποπειράθηκα να συνεχίσω την παράδοση. Στα έκτα του μόλις γενέθλια, αγόρασα στον γιο μου μια φτηνή ψηφιακή Olympus. Δεν ενθουσιάστηκε. Ομολόγησε ντροπαλά πως θα προτιμούσε κάποιο άλλο παιχνίδι. Έβγαλε δυο τρεις φωτογραφίες και την παράτησε.

Μου πήρε μέρες να το χωνέψω, ώσπου συνειδητοποίησα πως αυτό συνέβη γιατί η μνήμη του ήταν ακόμη σχεδόν άγραφη. Όσο πιο βαθύ το παρελθόν τόσο μεγαλώνει κι η ανάγκη να κρατήσεις ζωντανά κομμάτια και θρύψαλα.




«Μη φοβάσαι, σε κρατάω...»

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΠΑΘΕ ΕΜΦΡΑΓΜΑ σ' ένα αμπέλι στη Ριτσώνα, σκάβοντας για να βγάλει τους αγαπημένους του βολβούς. Καθώς η μάνα ποτέ δεν έμαθε να οδηγεί, θα είχε πάει σαν το σκυλί της παροιμίας, αν εκείνη ειδικά την Κυριακή δεν είχε πάει με παρέα. Τον πήγαν στο πλησιέστερο Κέντρο Υγείας κι αποκεί με ειδοποίησαν ότι θα τον μετέφεραν στο Ιπποκράτειο με ασθενοφόρο. Έφτασα πρώτος, φυσικά, και ξόδεψα την ώρα μου παρακολουθώντας τους απελπισμένους  που μπαινόβγαιναν στο εκκλησάκι, απέναντι απ' την πύλη του νοσοκομείου, για ν' ανάψουν ένα κερί. Εγώ αντιστάθηκα στον πειρασμό.

To ασθενοφόρο έφτασε κάποτε – χωρίς σειρήνα. Το θεώρησα καλό σημάδι. Το ακολούθησα βιαστικά στην εσωτερική αυλή. Βοήθησα τη μάνα να κατέβει και σταθήκαμε στην άκρη για ν' αφήσουμε τους τραυματιοφορείς να κάνουν τη δουλειά τους. Καθώς έσπρωχναν το φορείο στον διάδρομο των εξωτερικών ιατρείων περπάτησα πλάι του και του έσφιξα το χέρι. Μου χαμογέλασε και είπε: «Την πατήσαμε». Το ίδιο είχε πει όταν έμαθε ότι δεν είχα γράψει καλά στα μαθηματικά, χρόνια πριν, όταν έδινα Πανελλήνιες. «Μη φοβάσαι, σε κρατάω...» του είπα το ίδιο που είχε πει όταν πρωτοβγάλαμε τις βοηθητικές ρόδες από το ποδήλατο.

Λίγες ώρες αργότερα, παρηγορώντας την πανικόβλητη μάνα στις άχαρες πλαστικές καρέκλες έξω απ' την είσοδο της Εντατικής, συνειδητοποίησα πως δεν ενηλικιώνεσαι οριστικά παρά τη στιγμή που, θες δεν θες, είτε είσαι έτοιμος είτε όχι, αναλαμβάνεις τη φροντίδα των γονιών σου.




«Καμαρώνοντας για την κριτική, κι ας μην ήξερε λέξη γερμανικά...»

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΕΙΠΕ ΟΤΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ χρειαζόταν βηματοδότη. Μπήκε στο Ιπποκράτειο, σ' έναν θάλαμο με δυο κρεβάτια. Στο άλλο κρεβάτι ήταν ένας ψηλός, μουστακαλής Ροδίτης, του οποίου ο βηματοδότης, μετά από κάμποσα χρόνια, χρειαζόταν αλλαγή. Ελπιδοφόρο μήνυμα, ασφαλώς, για τον φοβισμένο πατέρα.

Εκείνες τις μέρες θα έβγαινε στη Γερμανία το μυθιστόρημά μου που πρώτο μεταφράστηκε σε ξένη γλώσσα. Ο Ζάχος τηλεφώνησε από το Βερολίνο και με προέτρεψε να πάω και ν' αγοράσω την Die Zeit. (Είχε κριτική για το βιβλίο μου. Αυτό όλο κι όλο. Ήταν στη δουλειά και δεν μπήκε σε λεπτομέρειες.)

Το επόμενο πρωί, καθ' οδόν προς το νοσοκομείο, πέρασα από τη διασταύρωση Κηφισίας και Αλεξάνδρας κι αγόρασα την εφημερίδα. Κατηφόρισα προς το Ιπποκράτειο φυλλομετρώντας την. Η κριτική καταλάμβανε ολόκληρη την πρώτη σελίδα του ένθετου για τα βιβλία. Ιδέα δεν είχα τι έλεγε, χάρηκα πάντως.

Με το που έφτασα στον θάλαμο, έδειξα την εφημερίδα στον πατέρα. Κοίταξε για κάμποση ώρα τη σελίδα, καμαρώνοντας, κι ας μην ήξερε λέξη γερμανικά. Έπειτα την έδωσε στον Ροδίτη που ενδιαφέρθηκε να μάθει περί τίνος επρόκειτο. Ούτε εκείνος ήξερε γερμανικά. Τους εξήγησα ότι είχα σκοπό να ζητήσω από μια φίλη να μου τη μεταφράσει. Σε δυο τρεις μέρες το πολύ θα ξέραμε και τι λέει.

Ο πατέρας με σταμάτησε. Με προέτρεψε να πάρω αμέσως τη μάνα να μου δώσει το τηλέφωνο του Θόδωρου στην Κολονία. Ο πρώτος του ξάδερφος δούλευε εκεί σ' ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε κλειδαριές. Ένα καλοκαίρι που είχε έρθει διακοπές μας είχε φέρει δώρο αφαλούς και κλειδιά για τις πόρτες του σπιτιού και κάτι τεράστια λουκέτα. Δεν ήμουν σίγουρος ότι ο Θόδωρος ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος να μου μεταφράσει μια κριτική βιβλίου, αλλά δεν του το 'πα. Είχε συγκινηθεί, το έβλεπα στα μάτια του, και δεν ήθελα να 'χουμε κανένα απρόοπτο, παραμονή της επέμβασης. Του είπα πως θα τον έπαιρνα.

Καθησυχασμένος, άπλωσε την εφημερίδα πάνω στο σεντόνι του, κι έπιασε να μιλάει με τον Ροδίτη για συγγενείς και γνωστούς που είχαν πιάσει την καλή στη Γερμανία.




Ο βηματοδότης τα άξιζε τα λεφτά του

ΕΙΧΑΜΕ ΣΤΑΘΕΙ ΔΥΟ ΤΡΙΑ ΜΕΤΡΑ ΜΑΚΡΙΑ απ' το σκάμμα. Η μάνα δεν άντεχε να κοιτάει κρατιόταν πάνω μου κι είχε το βλέμμα της κάτω. Εγώ πάλι κρατιόμουν από ένα τσιγάρο και κοιτούσα τάχα τον καπνό του ν' ανεβαίνει. Ο εργάτης, σκυμμένος φιλότιμα, ξεχώριζε τα κόκαλα με τη μύτη του κασμά, τα καθάριζε πρόχειρα με τα κίτρινα γάντια του και τα πετούσε στο άσπρο σεντόνι.

Κάποια στιγμή ανασηκώθηκε κοιτώντας με χαμόγελο κάτι που κρατούσε στην παλάμη του. Στράφηκε και μας το 'δειξε.

Δουλεύει ακόμα αυτό! είπε και το απόθεσε σε μια γωνιά, σχεδόν με σεβασμό.

Η μάνα δεν κατάλαβε – τι είπε; με ρώτησε.

Την έσφιξα πάνω μου χωρίς ν' απαντήσω.

Χρυσό τον είχε πληρώσει τον βηματοδότη το ταμείο, αλλά, προφανώς, τα άξιζε τα λεφτά του.

Νίκος Παναγιωτόπουλος, Γραφικός χαρακτήρας, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2016.


Πηγή: https://popaganda.gr/art/nikos-panagiotopoulos-interview-2016/
___________


O Νίκος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963. Έχει γράψει σενάρια για τηλεοπτικές σειρές (Οι γυναίκες της ζωής της, Άμυνα ζώνης κ.ά.) και έχει γράψει ή έχει συνεργαστεί στη συγγραφή σεναρίων για περισσότερες από δέκα ταινίες μεγάλου μήκους (Απόντες, Βασιλιάς, Ώρες κοινής ησυχίας κ.ά.) – ταινίες που έχουν διακριθεί σε κινηματογραφικά φεστιβάλ τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων Η ενοχή των υλικών (1997, Βραβείο Μ. Ράλλη) και Γραφικός χαρακτήρας (2016) και τα μυθιστορήματα Το ημερολόγιο ενός εξωγήινου (1998), Το γονίδιο της αμφιβολίας(1999), Αγιογραφία (2003) και Τα παιδιά του Κάιν (2011, Βραβείο Ιδρύματος Π. Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών). Τόσο τα μυθιστορήματα όσο και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές ξένες γλώσσες. Το έβδομο βιβλίο του, Ολομόναχος, εκδόθηκε αρχικά στη Γαλλία, στη σειρά Ce que la vie signifie pour moi των Editions du Sonneur. Τα Ανήσυχα Άκρα είναι το όγδοο βιβλίο του.

__________

Οι φωτογραφίες προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα

_________________

Copyright © 4/9/2025 Γεωργία Δημητροπούλου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου