Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει...


«I’ve Missed You» by Jeff Rowland
_____________

Μπήκε ο Νοέμβρης...

Μπήκε ο Νοέμβρης και ταξιδεύει· μ’ ένα τρένο, μ' ένα πλοίο, με ΚΤΕΛ. Ολόχρυσα δέντρα λίγα και γυμνά, πολλά όμως τα πεσμένα φύλλα - κίτρινα, κόκκινα, διπρόσωπα - και δάκρυα που σωπαίνουν στων φύλλων την άκρη.

Νοέμβρης με ομίχλες, σύννεφα μολυβιά, ψιλόβροχομπόρεςνα σ’ αρπάζει η βροχή σ’ όνειρο ξένο, να μαυρίζει απ' το νερό η γκρίζα πέτρα, μια κίτρινη σελήνη κι ο άνεμος να παίρνει γράμματα, αγάπες, στιγμές ή να φέρνει ρίγη και κρυφή προσμονή.

Μικρός Νοέμβρης, αδιατάρακτος - τα ίδια πέρσι, τα ίδια φέτο - άλλοτε να παίρνει τη μορφή της που ανοίγει πληγές, που κρατάει δυο χρόνια με απατηλές υποσχέσεις, στάχτη χωρίς φωτιά  κι άλλοτε πάλι στο έμπα του χειμώνα, ν' ανάβει καλοκαίρι σε μάτια ηλιοβρεγμένα, σε βλέμματα μεθυσμένα, σε φιλιά ζεστά.

Νοέμβρης μήνας, της ιερής συγκομιδής, εποχή των χρυσανθέμων, εορτών και επετείων - του Αγίου Μηνά, των Αρχαγγέλων, τ' Αγιαντρεός που αντρειεύει το κρύο και του Πολυτεχνείου της γενιάς μας - ευκαιρία για δηλώσεις, σημαίες, συνθήματα, ντουντούκες κι οργή. Κι αν το μέλλον το καίμε ή το κάψαμε κιόλας, μένει το κέρδος σωμάτων, η αλήθεια των ψυχών και κείνα τα όνειρα των εραστών του Νοεμβρίου, που ποτέ δε σβήνουν...

Ουμβέρτος Αργυρός (1884-1963), Η κυρία με τα χρυσάνθεμα
__________

Μπήκε ο Νοέμβρης 

Το χτες που μ’ αφήνει, μια μέρα μου σβήνει,
το σήμερα τρέχει και δε με προσέχει,
ας μη με προσέξει μέχρι να φέξει
και τ’ αύριο σαν φτάσει, θα μ’ έχει ξεχάσει.

Και μπήκε ο Νοέμβρης, πώς θα ΄ρθεις να με βρεις,
με τόσο χειμώνα πού να `βρω κρυψώνα,
να μην με αρπάξει, ρυτίδα μου φτιάξει
κι ο Μάρτης σαν φτάσει, θα μ’ έχει ξεχάσει.

Την Άνοιξη θα `ρθεις, θ’ ανοίγει ο Μάρτης,
θα δεις, θα `μαι μόνο παιδί είκοσι χρόνων,
κι ας βρήκα κρυψώνες σαράντα χειμώνες,
θα δεις, θα `μαι μόνο παιδί είκοσι χρόνων.

Στίχοι, μουσική & ερμηνεία: Λαθρεπιβάτες (Παντελής Θαλασσινός & Γιάννης Νικολάου)
(από τον δίσκο  «Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε», 1987)


Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει...

Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει μ' ένα τρένο
Αθήνα Λάρισα ωραία Θεσσαλία
Στην Κατερίνη ακούει τραγούδι αγαπημένο
με μια πληγή από παλιά μελαγχολία
Στη Σαλονίκη φθάνει απόγευμα στις έξι
μ' ένα καιρό που όλο σκέφτεται να βρέξει
Στη Σαλονίκη φθάνει απόγευμα στις έξι
μ' ένα καιρό που όλο σκέφτεται να βρέξει
Νοέμβρης μήνας...

Νοέμβρης μήνας με καράβι ταξιδεύει
Χανιά Ηράκλειο και κόλπο Μιραμπέλου
μεθυστικά στα πανηγύρια μνημονεύει
Αγ.Μηνά και Μιχαήλ του Αρχαγγέλου

Το Ρεθυμνιώτικο σκοπό παίζει στη λύρα
και λέει του έρωτα τα πάθη και τη μοίρα,
το Ρεθυμνιώτικο σκοπό παίζει στη λύρα
και λέει του έρωτα τα πάθη και τη μοίρα,
Νοέμβρης μήνας...

Νοέμβρης μήνας με το ΚΤΕΛ στην Πάτρα πάει
μέρα γιορτής νιώθει το κρύο ν' αγριεύει
αφού ευχήθηκε στην πόλη που αγαπάει
τριάντα μέρες στη βαλίτσα του μαζεύει

Η μοναξιά του σαν ανήμερο θηρίο
και φεύγει μ' ένα κουρασμένο λεωφορείο,
Η μοναξιά του σαν ανήμερο θηρίο
και φεύγει μ' ένα κουρασμένο λεωφορείο,
Νοέμβρης μήνας...

Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Mουσική και ερμηνεία: Παντελής Θαλασσινός 
(από το άλμπουμ «Καλαντάρι», 2006


Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει...

Το τρένο φεύγει στις οκτώ ταξίδι για την Κατερίνη
Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει να μη θυμάσαι στις οκτώ
να μη θυμάσαι στις οκτώ το τρένο για την Κατερίνη
Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει.

Σε βρήκα πάλι ξαφνικά να πίνεις ούζο στου Λευτέρη
νύχτα δε θα 'ρθει σ' άλλα μέρη να 'χεις δικά σου μυστικά
να 'χεις δικά σου μυστικά και να θυμάσαι ποιος τα ξέρει
νύχτα δε θα 'ρθει σ' άλλα μέρη.

Το τρένο φεύγει στις οκτώ μα εσύ μονάχος έχεις μείνει
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη μες στην ομίχλη πέντε οκτώ
μες στην ομίχλη πέντε οκτώ, μαχαίρι στη καρδιά σου εγίνη
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη.

Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει
να μη θυμάσαι στις οχτώ
το τρένο για την Κατερίνη…
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης 
Ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη
(από το δίσκο «Τα λαϊκά», 1968)


Νοέμβριος ήταν και τότε...

Στο μάκρος του δρόμου τα φύλλα πεθαίνουν
Κι απάνω στα φύλλα τα δάκρυα σωπαίνουν
Νοέμβριος ήταν και τότε
Ποιος χρόνος αλήθεια και πότε

Εσύ το λησμόνησες πια
μα εγώ καθώς πέφτουν τα φύλλα
ξανά με βαθειά ανατριχίλα
θυμάμαι χαμένα φιλιά...

Νοέμβριος ήταν και τότε
ποιος χρόνος αλήθεια και πότε
Εσύ το λησμόνησες πια χαμένα φιλιά
και κίτρινα φύλλα παντού ερημιά.

Τα φύλλα πεθαίνουν στου δρόμου τα μάκρη
Τα δάκρυα σωπαίνουν στων φύλλων την άκρη
Νοέμβριος ήταν αλήθεια
που μου 'φερες τα παραμύθια
του κόσμου με μια σου ματιά...

Στίχοι: Ηλίας Λυμπερόπουλος
Μουσική: Ζακ Ιακωβίδης
Ερμηνεία: Κλειώ Δενάρδου, 1970



Του Νοεμβρίου τα καφενεία...του Νοεμβρίου τις Κυριακάδες

Του Νοεμβρίου τα καφενεία
τάβλι, κολτσίνα, πρέφα, πικέτο
και πότε- πότε Αβησσυνία
τα ίδια πέρσι, τα ίδια φέτο

Του Νοεμβρίου τις Κυριακάδες
πάμε στην ΑΕΚ με τον Σπυρέτο
κι ύστερα γκρίνια, βρισιές, καυγάδες
τα ίδια πέρσι, τα ίδια φέτο

Πότε κηδεία και πότε γάμος
βάζουμε σκούρα, κλαίμε, γελάμε
τα βάσανά μας δυο χούφτες άμμος
κι έτσι περνάμε κι έτσι γερνάμε

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος 
Μουσική: Βασίλης Κουμπής
Ερμηνεία: Μιχάλης Βιολάρης 
(από το δίσκο «12 μήνες», 1971)


Πάλι Νοέμβριος όπως και τότε...

Ήταν Νοέμβριος όπως και τώρα
στο δάσος παίζαμε πάλι κρυφτό
κι όταν εξέσπασε Θεέ μου η μπόρα
σμίξαν τα χείλη μας φιλί ζεστό
κι όταν εξέσπασε Θεέ μου η μπόρα
σμίξαν τα χείλη μας φιλί ζεστό

Πάλι Νοέμβριος όπως και τότε
τα τρένα κύλαγαν απ' το σταθμό
φεύγουν για πόλεμο οι στρατιώτες
μη κλαίς καρδούλα μου θα ξαναρθώ
φεύγουν για πόλεμο οι στρατιώτες
μη κλαίς καρδούλα μου θα ξαναρθώ

Στίχοι & μουσική: Γιώργος Κριμιζάκης
Ερμηνεία: Δημήτρης Ζευγάς, 1972


Θυμάμαι του Νοέμβρη τα στερνά...

Θυμάμαι τη βραδιά στις φυλλωσιές
που μ’ έμαθες γι’ αγάπη να μιλάω,
τον έρωτα στις ακροθαλασσιές
θυμάμαι, αγαπημένε, και ριγάω.
Θυμάμαι και πως θα ’θελα ξανά
να βγάλω μια κραυγή, να ξεψυχήσω,
τον έρωτα που μου ’μαθες εσύ
ακόμα μια φορά να ξαναζήσω.

Καρδούλα μου, μην κλαις και μη λυπάσαι,
μονάχα να χτυπάς και να θυμάσαι,
καρδούλα μου, μην κλαις και μην πονάς,
μονάχα πες του πως τον αγαπάς,
καρδούλα μου, μην κλαις και μην πονάς,
μονάχα πες του πως τον αγαπάς.

Θυμάμαι τις απέραντες στιγμές,
θυμάμαι λεπτομέρειες, θυμάμαι,
τον ήλιο, τη βροχή, τις αστραπές,
απάνω στο κορμί μου να γλεντάνε.

Θυμάμαι του Νοέμβρη τα στερνά,
που μου ’λεγες "Τρελή σε αγαπάω",
θυμάμαι και δε γίνεται αλλιώς
μονάχα να φωνάξω πως πονάω.

Καρδούλα μου, μην κλαις και μη λυπάσαι,
μονάχα να χτυπάς και να θυμάσαι,
καρδούλα μου, μην κλαις και μην πονάς,
μονάχα πες του πως τον αγαπάς,
καρδούλα μου, μην κλαις και μην πονάς,
μονάχα πες του πως τον αγαπάς.

Στίχοι: Ξενοφώντας Φιλέρης 
Μουσική: Γιώργος Κριμιζάκης 
Ερμηνεία: Καίτη Χωματά
(από το άλμπουμ «Θα σου δώσω τις χαρές όλου του κόσμου», 1977


Τέλη Νοέμβρη είπες θα 'ρθεις...

Τέλη Νοέμβρη είπες θα 'ρθεις
έκλεισε η πόρτα της προσμονής.
Σβήνω στην πίκρα μιας Κυριακής
και συ φαντάρος μες στο Κιλκίς.
Ούτε στο χάρτη δεν υπάρχουν δρόμοι
και οι ταχυδρόμοι χάσαν τη φωνή.

Τέλη Νοέμβρη είπες θα 'ρθεις
κι είναι το τέλος κάποιας αρχής.
Σβήνω στην πίκρα της λησμονιάς
και συ φαντάρος της μοναξιάς.

Ούτε στο χάρτη δεν υπάρχουν δρόμοι
και οι ταχυδρόμοι χάσαν τη φωνή.

Τέλη Νοέμβρη είπες θα 'ρθεις
κι είναι γραμμένο να μ’ αρνηθείς.

Στίχοι & μουσική: Τάκης Μουσαφίρης 
Ερμηνεία: Κατερίνα Στανίση
(από το album «Ακόμα μια μέρα», 1984)



Νοέμβρη μήνα δεκατρείς...

Νοέμβρη μήνα δεκατρείς ήτανε που σε ξαναπήρα
για το ταξίδι της ζωής στων αστεριών το δρόμο γύρα.

Σε πήρα δρόμο στα παλιά, γνώριμα μέρη, ξεχασμένα,
παίζανε Σεραφείμ μικρά και τραγουδάγανε για σένα.

Νοέμβρη μήνα δεκατρείς ήτανε που σε ξαναπήρα
για το ταξίδι της ζωής στων αστεριών το δρόμο γύρα.

Κι ως κοίταζα τα μάτια μου μες στα δικά σου μάτια,
μεθούσα και χανόμουνα σ’ άγνωρα μονοπάτια,
μεθούσα και χανόμουνα σ’ άγνωρα μονοπάτια,
ως κοίταζα τα μάτια μου μες στα δικά σου μάτια.

Νοέμβρη μήνα δεκατρείς άναψε πάλι καλοκαίρι
μέσα στου κόσμου τη βοή, ποιος άλλος άραγε το ξέρει.

Μέρα δε θα ’χει τελειωμό τούτο το όνειρο για σένα
δίνουν και δένουν το χαμό τα μάτια σου τα ηλιοβρεγμένα.

Νοέμβρη μήνα δεκατρείς άναψε πάλι καλοκαίρι
μέσα στου κόσμου τη βοή, ποιος άλλος άραγε το ξέρει.

Στίχοι: Νίκος Πανδής
Μουσική &ερμηνεία: Σπύρος Σαμοΐλης
(από το δίσκο «Λαϊκές Εικόνες», 1985)


Είν’ ο Νοέμβρης πληγή ανοιχτή

Μπλέ μολυβί, σύννεφο γκρι,
άνεμος φέρνει κρυφή προσμονή,
νύχτα ψυχρή πέφτει θαμπή,
ριγάει το πάτωμα στην επαφή.

Γόβα ψηλή, γάμπα χυτή,
μες στο μετάξι θεά σκωπτική,
μάτια κλειστά, μπλε μολυβί
είν’ ο Νοέμβρης πληγή ανοιχτή.

Φως αμυδρό των αστεριών,
θέα στη θάλασσα των ποιητών,
πιάνο με ουρά, κρίνοι λευκοί,
του φθινοπώρου το βαλς ενοχή.

Αρχίζει ο χορός, την οδηγεί,
στο βλέμμα χάνεται, λιώνει και ζει,
μάτια κλειστά, μπλε μολυβί,
είν’ ο Νοέμβρης πληγή ανοιχτή.

Στίχοι: Αναστασία Μητσοπούλου
Μουσική: Aπόλλων Κουσκουμβεκάκης
Ερμηνεία: Άννα Ματσούκα - Athens Chamber Orchestra
(από το άλμπουμ «Θα 'θελα»,εκδόσεις «Καθρέφτης»



Αρχές Νοέμβρη θα χιονίσει...

[...] Αρχές Νοέμβρη θα χιονίσει
η απουσία σου θα ντύσει γη κι ουρανό.
Κι εγώ θα νιώθω πως παγώνω
σαν το καράβι που `ναι μόνο σ’ ωκεανό.

Θ’ αλλάζουν μήνες κι εποχές
και τις λιακάδες οι βροχές θ’ ακολουθάνε
κι αν μπαίνουν τ’ άστρα σε τροχιές
χωρίς εσένα οι εποχές το ίδιο θα `ναι.
Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική: Γιώργος Αρσενίδης
Ερμηνεία: Βούλα Σαββίδη
(από το άλμπουμ «Αλκυονίδα μέρα», 1996


Νοέμβρης και σ’ αρπάζει η βροχή...

Τα φώτα στην Πανόρμου νυσταγμένα
τσιγάρο που τελειώνει στα χείλη σου η ζωή
Νοέμβρης και σ’ αρπάζει η βροχή
σ’ όνειρο ξένο
Το πλήθος που βουλιάζει στην πλατεία
καράβι μεθυσμένο στα χέρια ποιητών
κι εσύ με τα σημάδια των καιρών
σ’ όνειρο ξένο

Κι όπως διπλώνουν οι σημαίες στη Σταδίου
και τα ραδιόφωνα σωπαίνουν
μ’ ένα χασάπικο παλιό
σε βλέπω νά ’ρχεσαι ξανά
μεσ’ το ψιλόβροχο και μεσ’ την παγωνιά
σε βλέπω νά ’ρχεσαι ξανά

Τα όνειρα δεμένα στα λιμάνια
βαγόνια σκουριασμένα σε άγονες γραμμές
κι εσύ φωτογραφία απ’ το χθες
σ’ όνειρο ξένο

Ματιές που αλητεύουν στο σκοτάδι
τα λόγια που δεν είπες στο στόμα σου πληγή
κορμιά που ταξιδέψαν τη σιωπή
σ’ όνειρο ξένο

Κι όπως διπλώνουν οι σημαίες στη Σταδίου
και τα ραδιόφωνα σωπαίνουν μ’ ένα χασάπικο παλιό
σε βλέπω νά ’ρχεσαι ξανά
μεσ’ το ψιλόβροχο και μεσ’ την παγωνιά
σε βλέπω νά ’ρχεσαι ξανά.

Στίχοι & μουσική: Γιώργος Σταυρακάκης
Ερμηνεία: Γεωργία Γρηγοριάδου
(από το άλμπουμ «Carousel», εκδόσεις «Καθρέφτης ήχων αληθινών», 2008


Ο φετινός Νοέμβρης λέει πως δε θα ’ρθεις...

Ο φετινός Νοέμβρης κράτησε δυο χρόνια.
Του χρόνου θα κρατήσει τα διπλά.
Θα `ναι ο καιρός που θα περνάει απατηλά
και θα υπόσχεσαι για μένα πιο πολλά
και δε θ’ αφήσεις να χαθώ στα μαύρα χιόνια.

Ο φετινός Νοέμβρης θα `χει τη μορφή σου.
Θα `χει σιωπή στα χείλη και παλιές βροχές
για ό,τι συντηρείται με τις προσευχές
και όσα περιμένουν άρρωστες ψυχές.
Μονάχα εγώ θα ζω για την επιστροφή σου.

Ο φετινός Νοέμβρης λέει πως δε θα ’ρθεις
και δε θ’ αγγίξω ό,τι αγάπησα πολύ.
Τρομάζει πάντα η ομορφιά σου το φιλί.
Κορμί, ψυχή σπασμένα όλα σαν γυαλί.
Η ομορφιά σου καίει ερήμην κάποιας στάχτης.

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Σπύρος Παρασκευάκος
Ερμηνεία: Ζαχαρίας Καρούνης 
(από το album «Απ' το μηδέν», 2015)


Όσα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου...

Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου...
Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο,
ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
Τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα,
Σε όνειρα…

Τάσος Λειβαδίτης, Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου


Andrew Wyeth, November First, 1950
___________


Ο Νοέμβρης κρέμασε το Γρανιτένιο Καπέλο του...

[...] Τα Φύλλα ζήτησαν άδεια και την πήραν –
Ο Νοέμβρης κρέμασε το Γρανιτένιο Καπέλο του
Πάνω σε καρφί Βελουδένιο.

Emily Dickinson, Έλα στον κήπο μου. Ποιήματα,
μτφρ. Κώστας Λάνταβος, εκδόσεις Αρμός, 2013


«November Fog», Nicholas Bell Photography
___________

Ο ίδιος αδιατάρακτος Νοέμβρης...

[…] Ο ίδιος αδιατάρακτος Νοέμβρης
με σημαίες παντού χθεσινής βροχής
παραδομένα στη γύμνια τα δέντρα –
δυο τρία φύλλα μόνον εστασίαζαν υπάρχοντας.

Κική Δημουλά, Ατροφικό ένστικτο, Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος, 2011


Carl Larsson, November, 1882
___________

Η κίτρινη σελήνη του Νοεμβρίου

Μας άγγιξε ψυχρό 
το φθινοπωρινό λυκόφως.

[...] Μέσα στο δάσος 
οι έρημοι πάγκοι
συνομιλούν μυστικά
με τα πεσμένα φύλλα
και με τους ίσκιους.

Εδώ κι εκεί απομένουν
τα μαύρα σημάδια
κι οι στάχτες
απ' τις φωτιές που ανάβαν
χαρούμενα παιδιά
τα βράδια του θέρους.

[...] Στο άνοιγμα αυτό του δάσους
φτάνουν τη νύχτα
τα φοβισμένα ελάφια
και κοιτάζουν με μάτια νωπά
την κίτρινη σελήνη του Νοεμβρίου.

Πόσα μάτια μας βλέπουν.
Δεν ωφελεί να κρυφτούμε.

Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή Συμφωνία XXVΙ, 
Ποιήματα τόμος Α' (1930-1942), εκδόσεις Κέδρος


Paul Nash, November Moon, 1942
_________


Νοέμβρης μήνας...

Άφησέ τους ακόμα μια μέρα με τις μικρές τους λέξεις ,
με τους μικρούς περιπατητικούς θανάτους, Νοέμβρης μήνας,
κάτω απ τα λίγα ολόχρυσα δέντρα.
Θεέ μου τι μόνοι, τι ξένοι ο ένας στον άλλον…

Γιάννης Ρίτσος, Σαν προσευχή, Γραφή τυφλού, εκδόσεις Κέδρος, 2002


Nikos Hadjikyriakos-Ghikas, Rainy Landscape II, 1977
___________


Νοέμβρης, βροχή, αναμονή...

Νοέμβρης·  Οι δύο ευκάλυπτοι μες στη βροχή·  τα σανιδένια τραπέζια·  παλιές αποθήκες γυμνές·  κόκκινος τοίχος μουσκεμένος·  ούτε ξυλουργός ούτε τζαμάς ούτε ηλεκτρολόγος —κανένας. Ένα, δύο, Κύριε, —γιατί; —Τέσσερα, εφτά, Κύριε, - πόσο; Τα σκαλοπάτια γλιστράνε. Ο φρουρός κατεβαίνει το  λόφο. Ο άλλος επάνω στο φυλάκιο μ' ένα τρανζίστορ, Κύριε. Βρεγμένα τα μαλλιά σου —α, τα μαλλιά σου να τ ’ αγγίξω. Μου πήρε ο αγέρας άπ' το χέρι το τσιγάρο, το 'ριξε στη λάσπη. Α , Κύριε, πόσο; —πέντε, εφτά, και πέντε, εφτά, και πάλι πέντε.

Συνέχεια αναμονής·  Μήνες και μήνες περιμέναμε. Κοιτούσαμε το δρόμο. Τίποτα. Μαντατοφόρος δε φαινότανε. Το μονοπάτι πέτρες κι αγκάθια. Οχτώβρης, Νοέμβρης, Δεκέμβρης. Και το μακρύ τραπέζι λησμονημένο κάτω απ’ τα δέντρα. Ώσπου, στο τέλος, έφτασε ο επιστάτης·  ακούμπησε στο βρεγμένο τραπέζι τα δώδεκα μεγάλα ποτήρια. Το ’να τού έπεσε κάτω· έγινε θρύψαλα. Και θα ’πρεπε πάλι απ ’ την αρχή να περιμένουμε.

Γιάννης Ρίτσος, Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη [1967 - 1971], 
[Σειρά πρώτη, Λέρος, Νοέμβριος 1967 - Ιανουάριος 1968], 
Ποιήματα 1963-74,τόμος Ι' εκδόσεις Κέδρος


Theodor Severin Kittelsen, November, 1890
___________


«...μεσημέρι, στο φως του Νοέμβρη»

Ακούμπησε το μέτωπο στο τζάμι του παράθυρου. Το τζάμι πολύ ψυχρό —πιότερο τώρα, μεσημέρι, στο φως του Νοέμβρη. Κάπου, μέσα στο σπίτι, πίσω από τη ράχη του, το νιώθει με ακρίβεια, είναι ενα κυκλικό στίγμα θερμότητας, — ναι, κυκλικό· — μήπως το ξυπνητήρι πάνω στο τραπέζι; μήπως το ποτήρι ή το ποίημα; — όχι· μάλλον τα μήλα ξεχασμένα στη φρουτιέρα της τραπεζαρίας, διπρόσωπα κι αυτά — κίτρινο, κόκκινο· —προφάσεις, προφάσεις· ενώ η σιωπή διαυγής, κρυσταλλωμένη ακινητεί στο τζάμι.

Γιάννης Ρίτσος, Κρυστάλλωση, Χειρονομίες [1967 - 1970], 
Ποιήματα, τόμος Ι', εκδόσεις Κέδρος



Ψηλά στα Ζαγόρια, Νοέμβρης μήνας με ψιλόβροχο...

«Μια εικόνα. Ενα τοπίο που, όσος καιρός κι αν πέρασε, λειτουργεί μέσα μου μουσικά. Έχει ρυθμό, αναπτύσσεται στο χρόνο... Ψάχνοντας τότε, το '69, για το χωριό της "Αναπαράστασης", βρέθηκα σ' ένα χωριό ψηλά στα Ζαγόρια. Νοέμβρης μήνας με ψιλόβροχο. Μαύριζε η γκρίζα πέτρα από νερό. Πένθιμες γυναικείες φιγούρες χάνονταν στα ερείπια. Μια γέρικη φωνή τραγουδούσε στο έρημο καφενείο: "Μωρή κοντούλα λεμονιά..." Στάθηκα εκεί στην άκρη. Η φωνή ράγισε κι έσπασε έπειτα από λίγο. Έμεινε το τοπίο με τη βροχή. Έμεινα κι εγώ.»

[απόσπασμα από συνέντευξη του Θόδωρου Αγγελόπουλου στον Μισέλ Φάις στη στήλη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, 31/5/2002]




«Μεγάλη στενοχώρια που του μικρού σου Νοέμβρη το καλύβι άπονα έπληξε...»

[...] Ν' ακούς αγάλματα πέτρινα και ρυάκι Εμπεδοκλέους είναι μαγεία.
Προπαντός αν περπατείς γυμνόπους.

Κι όσα η άμυαλη γραφή σου που υφαρπάζει
Από μια, σε αποδρομή, μεγάλη στενοχώρια· που
Του μικρού σου Νοέμβρη το καλύβι άπονα έπληξε.

Κείνο το εν είδει ρόδου δώρο που δεν έκανα. 

Οδυσσέας Ελύτης, Εκ του πλησίον, 1998, εκδόσεις Ίκαρος 



Μουσική, πιάνο, ερμηνεία: Μιχάλης Τερζής
__________

Οχτώ Νοέμβρη. Εποχή των χρυσανθέμων ...

Οχτώ Νοέμβρη. Εποχή των χρυσανθέμων
γυαλί σπασμένο το κορμί σου καταγής.
Ντυμένη θαύματα στη δόξα των ανέμων
τον αιματόφυρτο καιρό αιμορραγείς.

Οχτώ Νοέμβρη πια ποτέ δε θα ξανάρθει
σαν θεατρίνα που έχει σβήσει αλκοολική
κι ένα παιδί που μεγαλώνει μες στη στάχτη
θα διδαχτεί απ’ τους θεούς τη μαντική.

Μες στα νεκρά τα καφενεία πέφτει χιόνι
κι έξω περνάει μια κηδεία της συμφοράς.
Των αισθημάτων λάμπει πάντοτε το αφιόνι
σ’ ένα κουτί μέσα κλεισμένο ζαφοράς.

Πρέπει να μάθεις να διαβάζεις το σκοτάδι
σαν ένα σώμα, στην αρχή συλλαβιστά.
Να κατακτήσεις και το μπλε που είναι στον Άδη.
Να ιδρώνουν θάνατο οι χορδές και τα πνευστά.

Σ’ ένα δωμάτιο τρεις γιατροί συλλογισμένοι
πίνουν θανάτους μιας ζωής πριν μ’ αρνηθεί.
Και συνεχώς με ψηλαφίζουν σαστισμένοι
γιατί το μέλλον μου λυσσάει για να σωθεί.

Παλιά φεγγάρια της αγάπης τα μπακίρια.
Πλεχτές κουβέρτες με τοπάζι και χρυσό.
Μυρίζουν κίτρινο και δάφνη τα σανίδια
και πίνω αρώματα και οινόπνευμα να ζω.

Μες στις βελόνες του ένας ράφτης καρφωμένος –
διαμάντια το αίμα του, καρφίτσες και κλωστές.
Ένα παλτό μεταποιεί σαν μαγεμένος
να το φορέσουν των ανέμων εραστές.

Οχτώ Νοέμβρη και το σπίτι ταξιδεύει
σ’ ενός σουλτάνου τις αυλές ψηφιδωτό.
Του σώματός μας τα κρυφά και τα ερέβη
μόνο της τέχνης μας φυλούν την κιβωτό.

Ποιμένες άγγελοι στα μωβ των αθανάτων
πενθούν και ψάλλουν τη μεσίστια ζωή.
Κι εγώ στο έλεος πενθώ των αοράτων
και των προβάτων που πηγαίνουν για σφαγή.

Απόψε τίποτα δεν έχεις να δηλώσεις.
Η νομιμότητά σου εξωπραγματική.
Αρκεί σαν γράμμα τη ζωή σου να διπλώσεις
κι ύστερα παίζεις κοπτική και ραπτική.

Οχτώ Νοέμβρη. Εορτή των Αρχαγγέλων.
Των Μιχαήλ και Γαβριήλ Ταξιαρχών.
Δεν έχει νόημα πως κάψαμε το μέλλον.
Το κέρδος μένει και σωμάτων και ψυχών.

Κι όπως τις ροζ τις εποχές των χρυσανθέμων
πλανόδιοι θίασοι πουλούσαν μαγικά
έτσι κι εσύ μέσα στη δόξα των ανέμων
τα αινίγματά σου αθροίζεις με μηδενικά.

Μάνος Ελευθερίου, Η δόξα των ανέμων 
(Από την ποιητική συλλογή «Η πόρτα της Πηνελόπης», 
2004, εκδόσεις Γαβριηλίδη.


«November Sea» by Carol Thompson
_______

«Νοέμβρης, θα με ξεχάσεις...»

Νοέμβρης, θα με ξεχάσεις,
αν γίνουν τα κύματα στεριά και γιασεμιά τα φύκια…

Θα με θυμάσαι,
όταν στο μαξιλάρι το δάκρυ, θα κεντά την τελευταία φυγή.

Θα γυρίσεις,
Αύριο, όταν η αξόδευτη αγάπη γίνει μοίρα ελεύθερη…

Ζωή Δικταίου, Κέρκυρα Νοέμβρης 2015


Νοέμβρης μεθυσμένος...

Γυρνά ο καιρός, γυρνά ο καιρός, ο αέρας δυναμώνει
βάζω της μνήμης τα φτερά και βλέπω την οθόνη
στην Πλάκα και στο Σύνταγμα, με φίλους ξεχασμένους
σε μια ταινία εποχής να' μαστε συ κι εγώ.
Πέντε χρόνια μετά το εξήντα οκτώ...

Πού με πας, εικόνα πού με πας
Με πονάς, για αγάπη όταν μιλάς
Εικόνα πού με πας...

Έμοιαζε σαν παραίσθηση, έτρεχα μαγεμένος
το χέρι σου στο χέρι μου, Νοέμβρης μεθυσμένος
σαν ψυχεδέλεια τρελή, που παίζει με το ψέμα
φλόγες του πάθους κι έκσταση, αίμα στο σκηνικό
τρέχεις εσύ από κει, κι εγώ από δω...

Πού με πας, εικόνα που με πας
Με πονάς, γι' αγάπη όταν μιλάς
Εικόνα πού με πας...

Γυρνά ο καιρός, γυρνά ο καιρός κι ό,τι με συντροφεύει
μέσα μου ζει αθάνατο κι έτσι θα πορευτώ
Μακριά απ'τη φθορά που μένει εδώ...

Πού με πας, εικόνα πού με πας
Με πονάς, γι' αγάπη όταν μιλάς
Εικόνα πού με πας...

Στίχοι, μουσική & ερμηνεία: Νίκος Ζιώγαλας
(από το άλμπουμ «Γυρνά ο καιρός», 1994)



Νοέμβρη μήνα στην Κοζάνη...

Σε όποιο κρεβάτι κι αν κοιμάμαι
με το τραγούδι σου ξυπνώ
τα λόγια όλα τα θυμάμαι
κι όμως ξεχνάω το σκοπό.

Σε ποιο λιμάνι, σε ποια πόλη
βρέθηκα πάλι να γυρνώ
άγνωστος μέσα στους αγνώστους
αχ! Τι γύρευα, τι ζητώ.

Και μες στη νύχτα προσπαθώ
να βρω το δρόμο
για να γυρίσω να σου πω
δυο λέξεις μόνο.

Νοέμβρη μήνα στην Κοζάνη
Δεκέμβρη στην Κομοτηνή
πρωτοχρονιάτικα στη Δράμα
με μια βαλίτσα στη βροχή.

Τώρα κατάλαβα τα λόγια
τώρα κατάλαβα γιατί,
γιατί το έβαλα στα πόδια
γιατί δεν ήρθα στη γιορτή.

Στίχοι: Νίκος Πορτοκάλογλου
Μουσική & ερμηνεία: Νίκος Ζιώγαλας
(από το άλμπουμ «Αλλιώτικα φτερά», 2000)




Ήταν 18 Νοέμβρη...

Ήταν 18 Νοέμβρη
πέρα στο Μακρούν μπροστά
φτάσαν ταχτικοί χακένιοι
με τα μεταγωγικά.

Τα παιδιά τους καρτερούσαν
του στρατού του λαΐκού
και με τις χειροβομβίδες
τους εκάναν τ’ αλατιού.

Στίχοι: Behan Brendan & Βασίλης Ρώτας 
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη
(από το δίσκο  «Ένας όμηρος», 1966)


«...του Νοέμβρη μια βραδιά»

Όπως κλείνουνε, όπως σβήνουνε
τα τριαντάφυλλα 'κει δα,
έτσι κλείσανε και τα μάτια σου
του Νοέμβρη μια βραδιά,
έτσι κλείσανε και τα μάτια σου
του Νοέμβρη μια βραδιά.

Κι όπως φθινοπωριάζει,
φύλλο η καρδιά μου μοιάζει,
ένα πεσμένο φύλλο,
άνθρωπος δίχως φίλο,
σπίτι που δεν γιορτάζει.

Τώρα δίπλωσες, τώρα σταύρωσες
τις φτερούγες σου αϊτέ,
όλα τα 'λεγα, πως θα ορφάνευα
δεν το πίστευα ποτέ,
όλα τα 'λεγα, πως θα ορφάνευα
δεν το πίστευα ποτέ.

Κι όπως φθινοπωριάζει,
φύλλο η καρδιά μου μοιάζει,
ένα πεσμένο φύλλο,
άνθρωπος δίχως φίλο,
σπίτι που δε γιορτάζει.
Στίχοι: Σώτια Τσώτου.
Μουσική: Απόστολος Καλδάρας.
Ερμηνεία: Χριστιάνα
(από το δίσκο «Σκόρπια φύλλα», 1975)



17 του Νοεμβρίου

17 του Νοεμβρίου
Γρηγορίου Νεοκαισαρείας του θαυματουργού
Οσίου Λαζάρου του ζωγράφου και Χαζάρου
Ζαχαρίου του σκυτοτόμου
Γενναδίου και Μαξίμου πατριαρχών
Νίκωνος μαθητού Σεργίου του Ρώσου και
του πολυτεχνείου της γενιάς μου

Στίχοι: Ηλίας Αναγνωστάκης
Μουσική & ερμηνεία: Ορφέας Περίδης 
(από το δίσκο «Ονειροπόλων μόχθοι», 2011)


Νοέμβρης...κι εδώ γινόταν του χαμού

[...] Νοέμβρης ήταν η χρονιά
κι εδώ γινόταν του χαμού
εγώ ήμουν δεκαεννιά
κι αυτή εβδομηντατρία

Και να που ερωτεύτηκα
κάποια χρονολογία
κι ο έρωτας κρατάει για καιρό

Μα έχει ο καιρός γυρίσματα
μεγάλωσε κι αυτή κι εγώ
μεγάλωσαν κι οι φίλοι μου
εκεί γύρω στα σαράντα

Στα κόμματα γαντζώθηκαν
κι εγώ δεν ξέρω τι να πω
και άλλοι στο σπιτάκι τους για πάντα

Η απόσταση μας έσωσε
μα οι θύμησες πληγώνουν
και λέμε σαν βρισκόμαστε
τα ίδια και τα ίδια

Μα νιώθω σαν μικρό παιδί
που πάλι το μαλώσανε
και φεύγω σε μια άγονη επαρχία

Κοιτάζω πάλι πίσω μου
δυο γιους απόκτησα κι εγώ
δεκαεννιά Νοέμβρηδες
μου βάρυναν την πλάτη

Σημαίες και γαρύφαλλα
εμπόριο κι απάτη
και λόγοι επισήμων στο κενό

Κρατάω το στόμα μου κλειστό
τα χείλη μου ματώσανε
κι αυτοί που μας προδώσανε
ανέραστοι να μείνουν

Κουφάλες δεν ξοφλήσαμε
αυτό έχω μόνο να τους πω
τα όνειρα των εραστών δε σβήνουν

Στίχοι & μουσική: Διονύσης Τσακνής
Ερμηνεία: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Διονύσης Τσακνής
 (από το άλμπουμ «Η νύχτα θα το πει», 1994



«Ο Νοέμβρης για τα κόμματα είναι μια γιορτή...»

Βλέπω φωτιές, καπνούς
στους δρόμους κάποιοι τρέχουν
Μοιάζουν πως απόψε στο μυαλό τους κάτι έχουν
Ίσως φταίει ο Νοέμβρης που έχει έρθει στη γιορτή του,
ντυμένος με στεφάνια στην πιο γιορτινή μορφή του.
Μια πόλη περιμένει, πανηγύρι έχει στήσει, να γλεντήσει
με ντουντούκες και τραγούδια κάτι θέλει ν’ αναστήσει
με σημαίες και φωνές, με συνθήματα κι οργή
ετοιμάσανε τα κόμματα κι απόψε μια γιορτή.
Eυκαιρία για ένα λόγο στο μπαλκόνι, στην tv
Πρέπει το μήνυμα κι η θέση μας απόψε ν’ ακουστεί

Δυνατά, πιο δυνατά,
πιο δυνατά, πιο δυνατά!
Δώστε νέες υποσχέσεις για να είναι όλοι καλά.
Κι αν οι μνήμες μιας γενιάς δίνουν μάχη κάθε μέρα.
αν οι λέξεις έχουν γίνει συννεφάκια στον αέρα
ο Νοέμβρης θα `ναι πάντα για τα κόμματα γιορτή,
θα `ναι πάντα η ευκαιρία για δηλώσεις.

Με σημαίες, με τραγούδια, με φωνές και μουσική
τα κόμματα ετοιμάσανε γι’ απόψε μια γιορτή
Με σημαίες, με τραγούδια, με φωνές και μουσική
ευκαιρία για δηλώσεις, ευκαιρία για γιορτή

Δεκαεφτά Νοεμβρίου, νύχτα επεισοδιακή
ντυμένοι όλοι οι δρόμοι στο μπλε και στο χακί.
Έκτακτα δελτία ενδιαφέροντος μηδέν
οι πολιτικοί σ’ έκτακτο ανακοινωθέν.
Καίγεται η Αθήνα για άλλο ένα βράδυ
καταδικασμένη να `χει άλλο ένα σημάδι
και μια Ελλάδα ολόκληρη με τέτοια ιστορία
να γίνεται τροφή για τα άγρια θηρία.
Ποιος αργοπεθαίνει, πάντα κάποιος τη θρηνεί
γιατί έτσι επιβάλλει η πολιτική
Να `χεις πάντα ένα λόγο για οτιδήποτε συμβαίνει
και να κλαις με μαύρο δάκρυ για οτιδήποτε πεθαίνει.
Γιορτάζουμε απόψε μια επέτειο μεγάλη
ψηλά κρατήστε πατριώτες το κεφάλι
Ο Νοέμβρης για τα κόμματα είναι μια γιορτή
Μη χάσετε το βράδυ τις δηλώσεις στην tv

Με σημαίες, με τραγούδια, με φωνές και μουσική
τα κόμματα ετοιμάσανε γι’ απόψε μια γιορτή
Με σημαίες, με τραγούδια, με φωνές και μουσική
ευκαιρία για δηλώσεις, ευκαιρία για γιορτή...

Στίχοι: Νίκος Βουρλιώτης 
Μουσική: Μιχάλης Παπαθανασίου 
Ερμηνεία: Goin' Through
(από το άλμπουμ «Η γιορτή (The Early Years)», 1998




Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

Ο τόπος του έρωτα, η μοναδική τους πατρίδα. Joseph Roth, Ο Σταθμάρχης Φαλλμεράυερ

William Feuer, portrait of Joseph Roth
_____________

Ένας έρωτας κεραυνοβόλος στη δίνη ενός κόσμου που καταποντίζεται...

«Ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ» του Γιόζεφ Ροτ είναι μια ιστορία που εντάσσεται στο πλαίσιο της κατάρρευσης της αυτοκρατορίας των Αψβούργων στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Πόλεμο που ήρθε κι έκοψε όλους τους δρόμους, χωρίζοντας για μια ολόκληρη γενιά, τον κόσμο στο Πριν και στο Μετά. Δημοσιευμένη το 1933, τον πρώτο χρόνο της κυριαρχίας των Ναζί στη Γερμανία, μέσα σε μια ανθολογία με συγγραφείς, που, όπως ο Γιόζεφ Ροτ, είχαν εγκαταλείψει τη χώρα, είναι μια ιστορία κεραυνοβόλου έρωτα.

Το διήγημα αυτό, το οποίο η νοτιοαφρικανή νομπελίστρια λογοτεχνίας Ναντίν Γκόρντιμερ θεωρούσε «ίσως το πιο σπουδαίο διήγημα που γράφτηκε ποτέ, εφάμιλλο, αν όχι ανώτερο, ακόμα και των διηγημάτων του Τσέχοφ», περιγράφει πώς η εύτακτη ζωή ενός σταθμάρχη του Νότιου Αυστριακού Σιδηροδρόμου στη γραμμή Βιέννης Τεργέστης αναστατώνεται από ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα τον Μάρτιο του 1914. 

Οξυδερκής παρατηρητής της Ανθρώπινης Κατάστασης, ο Γιόζεφ Ροτ, δεν βλέπει μόνο το εξωτερικό παρουσιαστικό, αλλά και το εσωτερικό, το μύχιο των ανθρώπων γύρω του. Ακριβώς με τον τρόπο του Τσέχοφ - ως ένας ορκισμένος παρατηρητής της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης φύσης - ο συγγραφέας διεισδύει στο μυαλό και στην ψυχή του σταθμάρχη Φαλλμεράυερ. Αφουγκράζεται και ξεδιπλώνει τις πιο βαθιές, επίμονες σκέψεις του, κάθε διαβάθμιση των ακατέργαστων συναισθημάτων του, μέσα σε έναν κόσμο ρευστό, διαρκώς μεταβαλλόμενο - αυτόν που τόσο καλά γνωρίζει ο ίδιος.



Μια καταστροφή που γέννησε έναν έρωτα

Ο σταθμάρχης Άνταμ Φαλλμεράυερ «ζει καρφωμένος στο Βορρά», διορισμένος στο σταθμό Λ, «στη γραμμή Βιέννη - Τεργέστη, ούτε δυο ώρες απόσταση από τη Βιέννη». Δέσμιος των συμβάσεων, παντρεύεται, «ακούγοντας όχι τη φωνή της λογικής του, αλλά την ψυχρή παρότρυνση της ψυχρής καρδιάς του» και αποκτά δυο δίδυμα κοριτσάκια – αντί για γιο που βαθιά μέσα του προσδοκούσε – τα οποία τρεις μήνες μετά τη γέννα αρχίζει να αγαπά, δηλαδή, να τα φροντίζει «με την παραδοσιακή ευσυνειδησία ενός πατέρα αστού και καλού υπαλλήλου του Νότιου Αυστριακού Σιδηροδρόμου». 

Αυτή η αδιατάρακτη, σαν ήρεμη λίμνη ζωή του, όμως, θα ανατραπεί εκ βάθρων από την εισβολή του τυχαίου. Ένα λάθος στη σύνδεση σε μια απλή αλλαγή διακλάδωσης στις ράγες και η ταχεία από την πόλη Μπ. συγκρούεται με σταματημένο φορτηγό τρένο· το σιδηροδρομικό ατύχημα γίνεται δυστύχημα. Ο σταθμάρχης τα ’χει χαμένα, βλέπει τους νεκρούς, τους τραυματίες, προσπαθεί να κάνει κάτι για να μη νιώθει περιττός ή ένοχος, ώσπου το βλέμμα του πέφτει στη γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη στο φορείο, στη Ρωσίδα, από την περιοχή του Κίεβου, κόμησσα Βαλέβσκα. Ανίδεη στην αρχή, θα πάρει στα λευκά της χέρια τη μοίρα του, εκείνος θα της παραδοθεί και η ζωή του θ' αλλάξει ρότα.

Κι ενώ άρχιζε από μέσα του να σκέφτεται πως θα ’ταν ίσως προτιμότερο νά βρίσκεται ανάμεσα στα θύματα, το βλέμμα του έπεσε (καθώς πλανιόταν άσκοπα εδώ κι εκεί) σε μια γυναίκα, που μόλις είχαν ακουμπήσει σ' ένα φορείο. Εκεί την είχαν αφήσει κι εκεί ήταν τώρα· με τα μεγάλα σκούρα μάτια της καρφωμένα στις κοντινές δάδες, με μια ασημόγκριζα γούνα να τη μισοσκεπάζει και προφανώς ανήμπορη να σαλέψει. Στο στρογγυλό, χλομό πρόσωπό της η βροχή έπεφτε ακούραστη και οι δάδες έριχναν τρεμάμενο το φως τους. Το πρόσωπό της το ίδιο έλαμπε, ένα υγρό, ασημένιο πρόσωπο στη μαγική εναλλαγή σκιάς και φλόγας. Τα λεπτά άσπρα χέρια της ακουμπισμένα στη γούνα, ασάλευτα όπως κι εκείνη, έμοιαζαν μικρά υπέροχα πτώματα. 

Του σταθμάρχη του φάνηκε πως αυτή η γυναίκα στο φορείο βρισκόταν σ' ένα μεγάλο άσπρο νησί ησυχίας, καταμεσής σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα από σαματά και αντάρα· λες και ανάβλυζε η ίδια κύματα σιγής, κύματα σιωπής. Και πράγματι, όλοι οι βιαστικοί και πολυάσχολοι έκαναν κύκλο, σαν να ’ θελαν ν’ αποφύγουν τη γυναίκα στο φορείο. Ήταν πεθαμένη; Δεν χρειαζόταν πια βοήθεια; Ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ πλησίασε διστακτικά.

Η γυναίκα ήταν ζωντανή. Δεν είχε τραυματιστεί.

Όταν ο Φαλλμεράυερ έσκυψε από πάνω της - χωρίς να περιμένει την ερώτησή του, σαν να ’θελε μάλιστα να την προλάβει αυτήν την ερώτηση, λες και τη φοβόταν -, είπε ότι δεν είχε χτυπήσει, ότι μπορούσε να σηκωθεί. Δεν είχε πάθει τίποτα, μόνο τα πράγματά της είχε χάσει. Και σίγουρα μπορούσε να σηκωθεί. Και πράγματι ανασηκώθηκε. Ο Φαλλμεράυερ τη βοήθησε. Με το αριστερό του χέρι πήρε το γούνινο παλτό της, με το δεξί την αγκάλιασε από τους ώμους, περίμενε ώσπου να σταθεί στα πόδια της, τής έριξε τη γούνα στην πλάτη, πέρασε ξανά το χέρι του πάνω από το παλτό της κι έτσι προχώρησαν μαζί, χωρίς λέξη, λίγα βήματα πιο πέρα, περνώντας τις ράγες και τα συντρίμμια, ως ένα κοντινό φυλάκιο των γραμμών, ανέβηκαν τα σκαλιά και μπήκαν στη στεγνή φωτισμένη ζεστασιά του.

«Καθίστε λίγο εδώ » είπε ο Φαλλμεράυερ. «Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να φροντίσω έξω. Θα ξανάρθω γρήγορα».

Και την ίδια στιγμή ήξερε ότι έλεγε ψέματα, ότι έλεγε ψέματα ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του. Μα το ψέμα είχε βγει από τα χείλη του σαν αυτονόητο. Και μόλο που τίποτα δεν επιθυμούσε περισσότερο απ’το να μείνει κοντά στη γυναίκα, την ίδια στιγμή ήταν για εκείνον φριχτό πολύ να φανεί στα μάτια της άχρηστος, που τίποτ' άλλο δεν είχε να κάνει, ενώ έξω άλλοι πολλοί βοηθούσαν και έσωζαν κόσμο.


Alonso Sánchez Coello, Lady in a Fur Wrap, late 1570s
_________

Μια ευωδιά που αντιστέκεται στη φυγή...

Την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά, τη φιλοξενεί για έξι μέρες μέχρι να συνέλθει και να συνεχίσει το ταξίδι της, ν' ανταμώσει τον άντρα της που την περίμενε στο Μεράν. Της παραχωρεί την κάμαρά του και το κρεβάτι του και φεύγοντας εκείνη, αφήνει πίσω της τη «μυρωδιά της δερμάτινης βαλίτσας και του παράξενου αρώματός της.». Ένα ευχαριστήριο γράμμα της κόμησσας από την Ιταλία θα αναζωπυρώσει τον έρωτά του και θ' αλλάξει τον τρόπο που βλέπει πια τη γυναίκα του: 

Ήταν σύντομο γράμμα. Ο Φαλλμεράυερ το ’μάθε απέξω. Δεν χρειαζόταν να το δει, ήξερε σε ποια ακριβώς θέση βρισκόταν η κάθε λέξη. Γραμμένα με μενεξεδί μελάνι, σε όμορφες, καθαρές σειρές, τα γράμματα έμοιαζαν με σμάρι παράξενων, πανέμορφων πουλιών που πετούσαν σε καταγάλανο ουρανό. «Άνια Βαλέβσκα» ήταν η υπογραφή από κάτω. Τόσο καιρό λαχταρούσε να μάθει το μικρό όνομα της ξένης - και δεν είχε τολμήσει να τη ρωτήσει ποτέ, λες κι ήταν το όνομά της κάποια από τις κρυφές ομορφιές του κορμιού της. Και τώρα, που το ’χε μάθει, είχε για ένα διάστημα την αίσθηση πως εκείνη του ’χε κάνει δώρο ένα γλυκό μυστικό της. Από ζήλια, λοιπόν, και για να το ’χει έστω για λίγο καταδικό του, αποφάσισε να δείξει στη γυναίκα του το γράμμα δύο μέρες αργότερα. Και διαπίστωσε ότι απ’τη στιγμή που διάβασε το μικρό όνομα της Βαλέβσκα, άρχισε να βρίσκει άσχημο το όνομα της γυναίκας του· Κλάρα την έλεγαν. 

Βλέποντας τώρα με πόση αδιαφορία τα χέρια της κυρίας Κλάρας ξεδίπλωναν το γράμμα, θυμήθηκε τα χέρια της κόμησσας όπως ήταν την πρώτη στιγμή που τ’ αντίκρισε, ακουμπισμένα στο γούνινο παλτό της, ασάλευτα, δύο χέρια φωτεινά, ασημένια. Τότε έπρεπε να τα φιλήσω, πέρασε η σκέψη από το μυαλό του. Τότε, επιτόπου. «Πολύ ευγενικό γράμμα» είπε η γυναίκα του και το ξανάβαλε στο φάκελο. Τα μάτια της ήταν γαλανά σαν το ατσάλι, μάτια αφοσιωμένα στο καθήκον. Δεν τα σκίαζε η παραμικρή έγνοια. Η κυρία Κλάρα Φαλλμεράυερ είχε το χάρισμα να μετατρέπει ακόμα και τις έγνοιες σε καθήκοντα, να βρίσκει ικανοποίηση ακόμα και στα βάσανα. Αυτό του φάνηκε του Φαλλμεράυερ ότι το κατάλαβε ξαφνικά - γιατί τέτοιου είδους σκέψεις ή εμπνεύσεις δεν τις συνήθιζε. 

Εκείνο το βράδυ ο Φαλλμεράυερ προφασίστηκε κάποια επείγουσα υπηρεσιακή υποχρέωση, και αποφεύγοντας την κρεβατοκάμαρα του σπιτιού του έπεσε για ύπνο κάτω στο σταθμαρχείο, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι στο πάνω πάτωμα, από πάνω του, στο κρεβάτι του, εξακολουθούσε να κοιμάται η ξένη.


«Ο πόλεμος, τέλος κι απελευθέρωση μαζί»

Ύστερα ήρθε ο πόλεμος του 1914, τέλος κι απελευθέρωση μαζί, όπως για τον Γιόζεφ Ροτ, έτσι και για τον Φαλλμεράυερ. Αφήνοντας πίσω τη γυναίκα και τα παιδιά του, πολέμησε στην πρώτη γραμμή του ανατολικού μετώπου μ’ ενθουσιασμό και με την αίσθηση πως λυτρώθηκε από μια αδιέξοδη κατάσταση. Η σκέψη του παρέμενε καρφωμένη σε κείνη, «μια γυναίκα από χώρα εχθρική». Ο πόλεμος δεν κατάφερε να μπει εμπόδιο ανάμεσα σε κείνον και την αγαπημένη γυναίκα. Ίσα ίσα, ο πόλεμος έγινε η γέφυρα που τους ένωνε. Να «μην ειρηνεύσει ποτέ ξανά η γη», ευχόταν ο ερωτευμένος Φαλλμεράυερ, που για χάρη εκείνης της ξένης, προσπαθούσε να μείνει ζωντανός και που πάλι για χάρη της, βάλθηκε να μάθει ρώσικα, τη μητρική της γλώσσα. 

«Μάθαινε γλυκόλογα, πολύτιμες ρώσικες λέξεις αγάπης. Και μιλούσε μ’ εκείνην. Ολόκληρος παγκόσμιος πόλεμος τους είχε χωρίσει, μα αυτός της μιλούσε...με κάθε καινούργιο ήχο της ξένης γλώσσας που μάθαινε, πλησίαζε την ξένη γυναίκα.» 


Mikhail Larionov, Resting Soldier, 1911, Tretyakov Gallery, Moscow, Russia
___________

«Πουθενά δεν θα πάω! Θα μείνω εδώ, μαζί σας!»

Μέχρι που κατάφερε να βρεθεί κοντά στο Κίεβο και να φτάσει στο κτήμα που ανήκε στην οικογένεια Βαλέβσκι. Η κόμησσα ήταν εκεί, ο άντρας της έλειπε, πολεμούσε στο μέτωπο. «Σίγουρος πως το πεπρωμένο του είχε αρχίσει να πραγματοποιείται», ο Φαλλμεράυερ εγκαθίσταται στο αρχοντικό των Βαλέβσκι, τρώει μαζί της, συζητάει, ακούει τις ιστορίες που εκείνη τού αφηγείται, μα πιο πολύ κι απ’ τα λόγια της, «αφουγκράζεται, με τους πόρους του ορθάνοιχτους, το άρωμά της».

[...] Η κόμησσα Βαλέβσκα ήταν εκεί. Κατέβαινε εκείνη τη στιγμή τη σκάλα, φορώντας μαύρο στενό φόρεμα με κλειστό γιακά, μια μονή σειρά μικρά μαργαριτάρια στο λαιμό κι ενα σφιχτό ασημένιο βραχιόλι στον αριστερό καρπό της. Του Φαλλμεράυερ του φάνηκε πως εξαιτίας του είχε ντυθεί έτσι - και η φωτιά, που ήδη έκαιγε μέσα στην καρδιά του για κείνη, σαν να πέταξε εκείνη τη στιγμή μια νέα, ξεχωριστή, μικρή φλόγα. Ο έρωτας άναβε καινούργια φώτα. Ο Φαλλμεράυερ χαμογέλασε. «Περίμενα πολύ», είπε, «αλλά περίμενα μέ χαρά, όπως ξέρετε. Ήμουν πίσω στον κήπο και κοιτάζοντας τα παράθυρα φανταζόμουν ότι είχα την ευτυχία να σας βλέπω. Έτσι πέρασε ή ώρα».

Θα ήθελε ίσως να φάει κάτι; ρώτησε η κόμησσα· ήταν η ώρα του φαγητού. Και βέβαια, απάντησε ο Φαλλμεράυερ, πεινούσε. Αλλά από τα τρία πιάτα που σερβιρίστηκαν τσίμπησε μια-δυο μπουκιές μόνο.

Η κόμησσα μίλησε για την κήρυξη του πολέμου. Πώς γύρισαν βιαστικά από το Κάιρο. Για το Τάγμα της Φρουράς του αντρός της. Για τους συντρόφους του. Μετά για τα χρόνια της νιότης τους. Για τους γονείς της. Για τα παιδικά της χρόνια. Ήταν λες κι αναζητούσε με αγωνία ιστορίες, λες κι ήταν πρόθυμη ακόμα και να επινοήσει ιστορίες - μόνο και μόνο για να εμποδίσει τον έτσι κι αλλιώς σιωπηλό Φαλλμεράυερ, να μην τον αφήσει να μιλήσει. 

Εκείνος χάιδευε το ξανθό μικρό μουστάκι του κι έδειχνε να την ακούει με προσοχή. Μα πιο πολύ άκουγε το άρωμά της παρά τα λόγια της. Αφουγκραζόταν με τους πόρους του ορθάνοιχτους. Κι εξάλλου, ακόμα και τα λόγια της ευωδίαζαν, ακόμα κι η γλώσσα της. Ό,τι κι αν ήταν αυτά που του έλεγε, αυτός έτσι κι αλλιώς τα μάντευε. Τίποτα δικό της δεν μπορούσε να μείνει κρυφό γι’ αυτόν. Τι μπορούσε να του κρύψει; Το αυστηρό της φόρεμα καθόλου δεν προστάτευε το κορμί της από το βλέμμα του - γιατί το βλέμμα του ήξερε. Ένιωθε τη λαχτάρα των χεριών του, τον πόθο των χεριών του για τη γυναίκα. 

Όταν σηκώθηκαν από το τραπέζι, της είπε ότι σκεφτόταν να μείνει κι άλλο, είχε άδεια σήμερα, και θα έπαιρνε κανονική άδεια σε λίγες μέρες, όταν θα γινόταν υπολοχαγός. Και πού θα πήγαινε; ρώτησε η κόμησσα. «Πουθενά!» είπε ο Φαλλμεράυερ. «Θα μείνω εδώ, μαζί σας!»

[...] Ένα βράδυ, είχε υγρασία και μια μαλακή καλή βροχή άρχισε να πέφτει, ο Φαλλμεράυερ σηκώθηκε, ντύθηκε και βγήκε έξω. Μια κίτρινη λάμπα πετρελαίου ήταν αναμμένη στη σκάλα. Το σπίτι ήταν σιωπηλό, όπως η νύχτα, όπως η βροχή, που έπεφτε σιγανά, τρυφερά στο χώμα και το μονότονο τραγούδι της ήταν ο ύμνος της ίδιας της νυχτερινής σιωπής.

Ξάφνου ακούσε τρίξιμο απ'τη σκάλα. Το άκουσε ο Φαλλμεράυερ, παρόλο που ο ίδιος ήταν έξω από την πόρτα. Γύρισε. Είχε αφήσει τη βαριά πόρτα ανοιχτή πίσω του. Είδε την κόμησσα Βαλέβσκα να κατεβαίνει. Ντυμένη κανονικά, σαν να ’τανε μέρα. Υποκλίθηκε, χωρίς να πει λέξη. Τον πλησίασε. Κι έτσι στάθηκαν, αμίλητοι, για μια στιγμή. Ο Φαλλμεράυερ άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του. Επίσης του φάνηκε πως άκουγε και την καρδιά της γυναίκας, πως χτυπούσε και η δική της καρδιά δυνατά σαν τη δική του - και μάλιστα χτυπούσαν και οι δύο στον ίδιο ρυθμό. Ο αέρας ξαφνικά λες κι έμεινε ακίνητος, βαρύς, δεν σάλευε καθόλου, ούτε μια τόση δα πνοή από το άνοιγμα της πόρτας. 

«Πάμε να περπατήσουμε στη βροχή» είπε ο Φαλλμεράυερ. «Θα σας φέρω ένα παλτό!» Και χωρίς να περιμένει την απάντησή της, όρμησε στο δωμάτιό του, γύρισε με το παλτό του, το ’ριξε στους ώμους της γυναίκας - όπως την είχε τυλίξει κάποτε με το δικό της γούνινο παλτό, τότε, το αξέχαστο βράδυ της καταστροφής -, και τέλος πέρασε και το μπράτσο του πάνω από το παλτό. Έτσι βγήκαν και περπάτησαν, στη νύχτα και στη βροχή.

Κατηφόρισαν την αλέα με τις σημύδες, και παρά την υγρή σκοτεινιά οι λεπτοί αραιοί κορμοί έφεγγαν ασημένιοι, σαν να 'χαν φωτάκια αναμμένα μέσα τους. Κι ο Φαλλμεράυερ ένιωσε την ασημένια λάμψη των πιο τρυφερών δέντρων του κόσμου να ξυπνάει μέσα του τόση τρυφεράδα που άθελά του έσφιξε πιο πολύ το χέρι του στους ώμους της γυναίκας· και αισθάνθηκε κάτω από το σκληρό βρεγμένο ύφασμα του παλτού την υποχωρητική καλοσύνη του κορμιού της· τη μια στιγμή το ’νιωθε να γέρνει προς το μέρος του, ναι, σχεδόν να κολλάει πάνω του, και την άλλη ν’ απομακρύνεται, ανοίγοντας ξανά αγεφύρωτο χάσμα άνάμεσά τους. Το χέρι του άφησε τους ώμους της, ανέβηκε στα βρεγμένα της μαλλιά, χάιδεψε το βρεγμένο αυτί της, άγγιξε το βρεγμένο της πρόσωπο. 

Και την επόμενη στιγμή στάθηκαν και οι δύο ταυτόχρονα, γύρισαν ο ένας στον άλλον, αγκαλιάστηκαν, το παλτό έπεσε από τους ώμους της, βουβό, βαρύ, στη γη - κι εκεί, στη βροχή μέσα, στη νύχτα μέσα, πρόσωπο με πρόσωπο, στόμα με στόμα, άρχισαν να φιλιούνται.

«The kiss» by Ron Hicks
________

«Ήταν το παιδί του, η ερωμένη του, ο κόσμος του»

Από εκείνη τη βραδιά μια καινούργια ζωή αρχίζει για το ζευγάρι, ενώ ο μεγάλος κόσμος τραβάει τους ανεξιχνίαστους δρόμους του, αδιάφορος για τον έρωτά τους. Το κοιμισμένο μυαλό του ερωτευμένου σταθμάρχη ξυπνάει, αναλαμβάνει δράση και καταφέρνει, με διαύγεια και ένστικτο μαζί, να οδηγήσει την αγαπημένη του μακριά από την επανάσταση και τους «ξεσηκωμένους μουζίκους, που ετοιμάζονταν να κάψουν και να ληστέψουν τ’ αρχοντικά των μέχρι τότε αφεντάδων τους». Τραβώντας νότια, φτάνουν στο Μπακού κι από κει, μέσω θαλάσσης στην Κωνσταντινούπολη, για να καταλήξουν στο Μόντε Κάρλο, όπου οι Βαλέβσκι είχαν αγοράσει πριν από τον πόλεμο μια μικρή έπαυλη. 

Ο Φαλλμεράυερ ένιωθε στην κορυφή της ευτυχίας του, στην κορυφή της ζωής του. Τον αγαπούσε η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Πιο σπουδαίο ακόμα: Αγαπούσε αυτός την ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Την είχε συνέχεια δίπλα του, όπως χρόνια ολόκληρα πριν την είχε μέσα του. Τώρα ζούσε ο ίδιος μέσα σ' εκείνη. Στα μάτια της έβλεπε κάθε ώρα και στιγμή τον εαυτό του, όποτε ήταν κοντά της - και δεν υπήρχε ώρα της ημέρας που να μην είναι κοντά οι δυο τους. Αυτή η γυναίκα, που λίγο καιρό πριν δεν την άφηνε η περηφάνια της να υπακούσει στις επιθυμίες της καρδιάς και του κορμιού της· αυτή η γυναίκα τώρα ήταν παραδομένη χωρίς όρους και χωρίς δική της θέληση στο πάθος του Φαλλμεράυερ, ενός σταθμάρχη του Νότιου Αυστριακού Σιδηροδρόμου. Ήταν το παιδί του, η ερωμένη του, ο κόσμος του. 

Και σαν τον Φαλλμεράυερ, έτσι κι η κόμησσα Βαλέβσκα: Άλλο τίποτα δεν ήθελε. Η θύελλα της αγάπης, που από τη μοιραία νύχτα της καταστροφής στο σταθμό του Λ. είχε αρχίσει να φουντώνει στην καρδιά του Φαλλμεράυερ, είχε πια συνεπάρει και τη γυναίκα, την είχε ξεσηκώσει και την είχε πάρει χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι και τη ζωή της, από την πραγματικότητα που ήξερε και ζούσε. Την είχε παρασύρει στον άγριο και άγνωστο τόπο των συναισθημάτων και των σκέψεων. Αυτός ο τόπος ήταν πια η πατρίδα της. 

Ό,τι κι αν γινόταν στον μεγάλο ανάστατο κόσμο δεν τούς ένοιαζε τους δυο τους. Η περιουσία που είχαν πάρει μαζί τους φεύγοντας τούς εξασφάλιζε αρκετά χρόνια, χωρίς να χρειαστεί να δουλέψουν. Για το μέλλον δεν ανησυχούσαν. Όταν πήγαιναν στο καζίνο, το έκαναν με μια αίσθηση πλουσιοπάροχης άνεσης κι ευχέρειας. Είχαν το περιθώριο να χάνουν χρήματα - και πράγματι έχαναν, λες κι ήθελαν να επιβεβαιώσουν την άλήθεια του ρητού: Όποιος κερδίζει στην αγάπη χάνει στα λεφτά. Χαίρονταν και οι δύο μ' αυτές τις χασούρες· σαν να τους έδινε η δεισιδαιμονία την επιβεβαίωση που χρειάζονταν για να 'ναι σίγουροι για την αγάπη τους. Μα σαν όλους τους ευτυχισμένους δεν μπορούσαν να κρατηθούν και την έβαζαν συνέχεια σε δοκιμασία την ευτυχία τους· για να χαίρονται βλέποντάς τη να περνάει τις δοκιμασίες αυτές, και χάρη σ' αυτές - ει δυνατόν - να μεγαλώνει κι άλλο.


«Impassionate ruminations» by Ron Hicks
___________

«Σε έξι μήνες θα άρχιζε η ζωή...» 

Κι είναι τώρα η κόμησσα Βαλέβσκα που, παραδομένη χωρίς όρους στο πάθος, στον άγριο κι ως τότε άγνωστο γι’ αυτήν τόπο των συναισθημάτων, που φοβάται μη χάσει τον αγαπημένο της, που ζητάει εχέγγυα του έρωτά του: να χωρίσει τη γυναίκα του, να παραιτηθεί απ’ τη δουλειά του, ν’ αποκτήσει ένα παιδί δικό του - «ίσως, ποιος ξέρει;, για να σιγουρέψει» - όπως όλες οι γυναίκες όταν αγαπούν - «τη συνέχεια του κόσμου». Για την ώρα, όλα γίνονταν σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις επιταγές της:

Έμεινε έγκυος. Ο Φαλλμεράυερ, σαν όλους τους ερωτευμένους άντρες ευγνώμων και στη μοίρα και στη γυναίκα που είχε αναλάβει να πραγματοποιήσει τις επιταγές της, κόντεψε να τρελαθεί από τη χαρά του. Η τρυφερότητά του δεν είχε πια ούτε αρχή ούτε τέλος. Έβλεπε εμπρός του, είχε χειροπιαστή στα χέρια του την αδιαμφισβήτητη επιβεβαίωση του εαυτού του και του έρωτά του. Τώρα για πρώτη φορά ένιωθε τι σημαίνει πλήρωση. Η ζωή δεν είχε ακόμα αρχίσει. Το παιδί θα γεννιόταν σε έξι μήνες. Σε έξι μήνες θα άρχιζε η ζωή.


Γιάννης Μόραλης, Έγκυος γυναίκα, 1948
Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου
__________


Μια ματιά, μια αποχώρηση, ένα τέλος.

Οι άνθρωποι
σαν αρθρωτές φιγούρες
πιάνονται
συνδέονται για λίγο
κι αποσπώνται.

Τίτος Πατρίκιος, Αντικριστοί καθρέφτες, 
Στιγμή, 1988 (Ποιήματα Β΄, 1959-2017, Κίχλη, 2018)


Χάρη σε κάποιο παράξενο παιχνίδι της μοίρας όμως, ο κόμης Βαλέβσκι κατάφερε να γλιτώσει από τη λαίλαπα του πολέμου και την οργή των μπολσεβίκων. 

«Δεν γίνεται να τον περιμένουμε!» είπε ο Φαλλμεράυερ. «Πρέπει να φύγουμε!»

«Θα του πω την αλήθεια όλη» απάντησε εκείνη. «Θα περιμένουμε!»

«Έχεις στην κοιλιά σου το παιδί μου!» επέμεινε ο Φαλλμεράυερ. «Η κατάσταση είναι αδιανόητη».

«Θα μείνεις ώσπου να ’ρθει! Τον ξέρω! Θα καταλάβει !» απάντησε η γυναίκα.

Δεν ξαναμίλησαν για τον κόμη Βαλέβσκι. Περίμεναν.

Περίμεναν, ώσπου μια μέρα ήρθε τηλεγράφημα από κείνον. Θα έφτανε το τάδε βράδυ. 

Ο σύζυγος επιστρέφει, οι δυο τους τον παραλαμβάνουν στο σταθμό του Μόντε Κάρλο και καθισμένο στο αναπηρικό του καροτσάκι τον κουβαλούν – «σαν να ’ταν μια από τις πολλές αποσκευές» - στο σπίτι.

Μια  καταστροφή γέννησε τον έρωτα κι εκείνος με τη σειρά του γέννησε μια νέα καταστροφή. Μπροστά στο παρελθόν που εισβάλλει απροσδόκητα στο πολλά υποσχόμενο παρόν του ερωτευμένου ζευγαριού, απέναντι στα στέρεα, δοκιμασμένα συζυγικά αισθήματα, ο  Φαλλμεράυερ αποχωρεί, χωρίς λόγια και περιττές εξηγήσεις. Όπως αναπάντεχα διασταυρώνονται πολλές φορές, το ίδιο και χωρίζονται οι δρόμοι των ανθρώπων. Εντός της μεγάλης ιστορίας κι ενώ γύρω τους κάθε βεβαιότητα καταρρέει, τα άτομα γίνονται μόρια που ζουν, παρασύρονται και χάνονται στον κυκεώνα των εξελίξεων.

«Πεινάω» είπε ο κόμης Βαλέβσκι.

Όταν ετοιμάστηκε το τραπέζι, αποδείχθηκε οτι ο Βαλέβσκι δεν μπορούσε να φάει μόνος του. Έπρεπε να τον ταΐσει η γυναίκα του. Κι όταν, μετά από το στενάχωρο βουβό δείπνο, ήρθε η ώρα του ύπνου, ο κόμης είπε: «Νυστάζω. Βάλτε με στο κρεβάτι».

Η κόμησσα Βαλέβσκα, ο υπηρέτης και ο Φαλλμεράυερ ανέβασαν τον κόμη στην κάμαρά του, στο πρώτο πάτωμα, όπου τού είχαν στρώσει τό κρεβάτι του.

«Καληνύχτα!» είπε ο Φαλλμεράυερ. Βγαίνοντας πρόλαβε να δει την αγαπημένη του να ισιώνει τα μαξιλάρια και να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού.

Και τότε ο Φαλλμεράυερ έφυγε· ποτέ κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτόν.

Joseph Roth, Ο Σταθμάρχης Φαλλμεράυερ, Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, 
Επίμετρο: Nadine Gordimer, Εκδόσεις Άγρα, 2021



«Fall up the Tracks b&w» by Todd Wall
__________


ΠΗΓΕΣ