William Feuer, portrait of Joseph Roth
_____________
«Ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ» του Γιόζεφ Ροτ είναι μια ιστορία που εντάσσεται στο πλαίσιο της κατάρρευσης της αυτοκρατορίας των Αψβούργων στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Πόλεμο που ήρθε κι έκοψε όλους τους δρόμους, χωρίζοντας για μια ολόκληρη γενιά, τον κόσμο στο Πριν και στο Μετά. Δημοσιευμένη το 1933, τον πρώτο χρόνο της κυριαρχίας των Ναζί στη Γερμανία, μέσα σε μια ανθολογία με συγγραφείς, που, όπως ο Γιόζεφ Ροτ, είχαν εγκαταλείψει τη χώρα, είναι μια ιστορία κεραυνοβόλου έρωτα.
Το διήγημα αυτό, το οποίο η νοτιοαφρικανή νομπελίστρια λογοτεχνίας Ναντίν Γκόρντιμερ θεωρούσε «ίσως το πιο σπουδαίο διήγημα που γράφτηκε ποτέ, εφάμιλλο, αν όχι ανώτερο, ακόμα και των διηγημάτων του Τσέχοφ», περιγράφει πώς η εύτακτη ζωή ενός σταθμάρχη του Νότιου Αυστριακού Σιδηροδρόμου στη γραμμή Βιέννης Τεργέστης αναστατώνεται από ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα τον Μάρτιο του 1914.
Οξυδερκής παρατηρητής της Ανθρώπινης Κατάστασης, ο Γιόζεφ Ροτ, δεν βλέπει μόνο το εξωτερικό παρουσιαστικό, αλλά και το εσωτερικό, το μύχιο των ανθρώπων γύρω του. Ακριβώς με τον τρόπο του Τσέχοφ - ως ένας ορκισμένος παρατηρητής της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης φύσης - ο συγγραφέας διεισδύει στο μυαλό και στην ψυχή του σταθμάρχη Φαλλμεράυερ. Αφουγκράζεται και ξεδιπλώνει τις πιο βαθιές, επίμονες σκέψεις του, κάθε διαβάθμιση των ακατέργαστων συναισθημάτων του, μέσα σε έναν κόσμο ρευστό, διαρκώς μεταβαλλόμενο - αυτόν που τόσο καλά γνωρίζει ο ίδιος.
Μια καταστροφή που γέννησε έναν έρωτα
Αυτή η αδιατάρακτη, σαν ήρεμη λίμνη ζωή του, όμως, θα ανατραπεί εκ βάθρων από την εισβολή του τυχαίου. Ένα λάθος στη σύνδεση σε μια απλή αλλαγή διακλάδωσης στις ράγες και η ταχεία από την πόλη Μπ. συγκρούεται με σταματημένο φορτηγό τρένο· το σιδηροδρομικό ατύχημα γίνεται δυστύχημα. Ο σταθμάρχης τα ’χει χαμένα, βλέπει τους νεκρούς, τους τραυματίες, προσπαθεί να κάνει κάτι για να μη νιώθει περιττός ή ένοχος, ώσπου το βλέμμα του πέφτει στη γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη στο φορείο, στη Ρωσίδα, από την περιοχή του Κίεβου, κόμησσα Βαλέβσκα. Ανίδεη στην αρχή, θα πάρει στα λευκά της χέρια τη μοίρα του, εκείνος θα της παραδοθεί και η ζωή του θ' αλλάξει ρότα.
Κι ενώ άρχιζε από μέσα του να σκέφτεται πως θα ’ταν ίσως προτιμότερο νά βρίσκεται ανάμεσα στα θύματα, το βλέμμα του έπεσε (καθώς πλανιόταν άσκοπα εδώ κι εκεί) σε μια γυναίκα, που μόλις είχαν ακουμπήσει σ' ένα φορείο. Εκεί την είχαν αφήσει κι εκεί ήταν τώρα· με τα μεγάλα σκούρα μάτια της καρφωμένα στις κοντινές δάδες, με μια ασημόγκριζα γούνα να τη μισοσκεπάζει και προφανώς ανήμπορη να σαλέψει. Στο στρογγυλό, χλομό πρόσωπό της η βροχή έπεφτε ακούραστη και οι δάδες έριχναν τρεμάμενο το φως τους. Το πρόσωπό της το ίδιο έλαμπε, ένα υγρό, ασημένιο πρόσωπο στη μαγική εναλλαγή σκιάς και φλόγας. Τα λεπτά άσπρα χέρια της ακουμπισμένα στη γούνα, ασάλευτα όπως κι εκείνη, έμοιαζαν μικρά υπέροχα πτώματα.
Του σταθμάρχη του φάνηκε πως αυτή η γυναίκα στο φορείο βρισκόταν σ' ένα μεγάλο άσπρο νησί ησυχίας, καταμεσής σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα από σαματά και αντάρα· λες και ανάβλυζε η ίδια κύματα σιγής, κύματα σιωπής. Και πράγματι, όλοι οι βιαστικοί και πολυάσχολοι έκαναν κύκλο, σαν να ’ θελαν ν’ αποφύγουν τη γυναίκα στο φορείο. Ήταν πεθαμένη; Δεν χρειαζόταν πια βοήθεια; Ο σταθμάρχης Φαλλμεράυερ πλησίασε διστακτικά.
Η γυναίκα ήταν ζωντανή. Δεν είχε τραυματιστεί.
Όταν ο Φαλλμεράυερ έσκυψε από πάνω της - χωρίς να περιμένει την ερώτησή του, σαν να ’θελε μάλιστα να την προλάβει αυτήν την ερώτηση, λες και τη φοβόταν -, είπε ότι δεν είχε χτυπήσει, ότι μπορούσε να σηκωθεί. Δεν είχε πάθει τίποτα, μόνο τα πράγματά της είχε χάσει. Και σίγουρα μπορούσε να σηκωθεί. Και πράγματι ανασηκώθηκε. Ο Φαλλμεράυερ τη βοήθησε. Με το αριστερό του χέρι πήρε το γούνινο παλτό της, με το δεξί την αγκάλιασε από τους ώμους, περίμενε ώσπου να σταθεί στα πόδια της, τής έριξε τη γούνα στην πλάτη, πέρασε ξανά το χέρι του πάνω από το παλτό της κι έτσι προχώρησαν μαζί, χωρίς λέξη, λίγα βήματα πιο πέρα, περνώντας τις ράγες και τα συντρίμμια, ως ένα κοντινό φυλάκιο των γραμμών, ανέβηκαν τα σκαλιά και μπήκαν στη στεγνή φωτισμένη ζεστασιά του.
«Καθίστε λίγο εδώ » είπε ο Φαλλμεράυερ. «Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να φροντίσω έξω. Θα ξανάρθω γρήγορα».
Και την ίδια στιγμή ήξερε ότι έλεγε ψέματα, ότι έλεγε ψέματα ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του. Μα το ψέμα είχε βγει από τα χείλη του σαν αυτονόητο. Και μόλο που τίποτα δεν επιθυμούσε περισσότερο απ’το να μείνει κοντά στη γυναίκα, την ίδια στιγμή ήταν για εκείνον φριχτό πολύ να φανεί στα μάτια της άχρηστος, που τίποτ' άλλο δεν είχε να κάνει, ενώ έξω άλλοι πολλοί βοηθούσαν και έσωζαν κόσμο.
Η γυναίκα ήταν ζωντανή. Δεν είχε τραυματιστεί.
Όταν ο Φαλλμεράυερ έσκυψε από πάνω της - χωρίς να περιμένει την ερώτησή του, σαν να ’θελε μάλιστα να την προλάβει αυτήν την ερώτηση, λες και τη φοβόταν -, είπε ότι δεν είχε χτυπήσει, ότι μπορούσε να σηκωθεί. Δεν είχε πάθει τίποτα, μόνο τα πράγματά της είχε χάσει. Και σίγουρα μπορούσε να σηκωθεί. Και πράγματι ανασηκώθηκε. Ο Φαλλμεράυερ τη βοήθησε. Με το αριστερό του χέρι πήρε το γούνινο παλτό της, με το δεξί την αγκάλιασε από τους ώμους, περίμενε ώσπου να σταθεί στα πόδια της, τής έριξε τη γούνα στην πλάτη, πέρασε ξανά το χέρι του πάνω από το παλτό της κι έτσι προχώρησαν μαζί, χωρίς λέξη, λίγα βήματα πιο πέρα, περνώντας τις ράγες και τα συντρίμμια, ως ένα κοντινό φυλάκιο των γραμμών, ανέβηκαν τα σκαλιά και μπήκαν στη στεγνή φωτισμένη ζεστασιά του.
«Καθίστε λίγο εδώ » είπε ο Φαλλμεράυερ. «Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να φροντίσω έξω. Θα ξανάρθω γρήγορα».
Και την ίδια στιγμή ήξερε ότι έλεγε ψέματα, ότι έλεγε ψέματα ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του. Μα το ψέμα είχε βγει από τα χείλη του σαν αυτονόητο. Και μόλο που τίποτα δεν επιθυμούσε περισσότερο απ’το να μείνει κοντά στη γυναίκα, την ίδια στιγμή ήταν για εκείνον φριχτό πολύ να φανεί στα μάτια της άχρηστος, που τίποτ' άλλο δεν είχε να κάνει, ενώ έξω άλλοι πολλοί βοηθούσαν και έσωζαν κόσμο.
Alonso Sánchez Coello, Lady in a Fur Wrap, late 1570s
_________
Την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά, τη φιλοξενεί για έξι μέρες μέχρι να συνέλθει και να συνεχίσει το ταξίδι της, ν' ανταμώσει τον άντρα της που την περίμενε στο Μεράν. Της παραχωρεί την κάμαρά του και το κρεβάτι του και φεύγοντας εκείνη, αφήνει πίσω της τη «μυρωδιά της δερμάτινης βαλίτσας και του παράξενου αρώματός της.». Ένα ευχαριστήριο γράμμα της κόμησσας από την Ιταλία θα αναζωπυρώσει τον έρωτά του και θ' αλλάξει τον τρόπο που βλέπει πια τη γυναίκα του:
[...] Η κόμησσα Βαλέβσκα ήταν εκεί. Κατέβαινε εκείνη τη στιγμή τη σκάλα, φορώντας μαύρο στενό φόρεμα με κλειστό γιακά, μια μονή σειρά μικρά μαργαριτάρια στο λαιμό κι ενα σφιχτό ασημένιο βραχιόλι στον αριστερό καρπό της. Του Φαλλμεράυερ του φάνηκε πως εξαιτίας του είχε ντυθεί έτσι - και η φωτιά, που ήδη έκαιγε μέσα στην καρδιά του για κείνη, σαν να πέταξε εκείνη τη στιγμή μια νέα, ξεχωριστή, μικρή φλόγα. Ο έρωτας άναβε καινούργια φώτα. Ο Φαλλμεράυερ χαμογέλασε. «Περίμενα πολύ», είπε, «αλλά περίμενα μέ χαρά, όπως ξέρετε. Ήμουν πίσω στον κήπο και κοιτάζοντας τα παράθυρα φανταζόμουν ότι είχα την ευτυχία να σας βλέπω. Έτσι πέρασε ή ώρα».
Θα ήθελε ίσως να φάει κάτι; ρώτησε η κόμησσα· ήταν η ώρα του φαγητού. Και βέβαια, απάντησε ο Φαλλμεράυερ, πεινούσε. Αλλά από τα τρία πιάτα που σερβιρίστηκαν τσίμπησε μια-δυο μπουκιές μόνο.
Η κόμησσα μίλησε για την κήρυξη του πολέμου. Πώς γύρισαν βιαστικά από το Κάιρο. Για το Τάγμα της Φρουράς του αντρός της. Για τους συντρόφους του. Μετά για τα χρόνια της νιότης τους. Για τους γονείς της. Για τα παιδικά της χρόνια. Ήταν λες κι αναζητούσε με αγωνία ιστορίες, λες κι ήταν πρόθυμη ακόμα και να επινοήσει ιστορίες - μόνο και μόνο για να εμποδίσει τον έτσι κι αλλιώς σιωπηλό Φαλλμεράυερ, να μην τον αφήσει να μιλήσει.
Ήταν σύντομο γράμμα. Ο Φαλλμεράυερ το ’μάθε απέξω. Δεν χρειαζόταν να το δει, ήξερε σε ποια ακριβώς θέση βρισκόταν η κάθε λέξη. Γραμμένα με μενεξεδί μελάνι, σε όμορφες, καθαρές σειρές, τα γράμματα έμοιαζαν με σμάρι παράξενων, πανέμορφων πουλιών που πετούσαν σε καταγάλανο ουρανό. «Άνια Βαλέβσκα» ήταν η υπογραφή από κάτω. Τόσο καιρό λαχταρούσε να μάθει το μικρό όνομα της ξένης - και δεν είχε τολμήσει να τη ρωτήσει ποτέ, λες κι ήταν το όνομά της κάποια από τις κρυφές ομορφιές του κορμιού της. Και τώρα, που το ’χε μάθει, είχε για ένα διάστημα την αίσθηση πως εκείνη του ’χε κάνει δώρο ένα γλυκό μυστικό της. Από ζήλια, λοιπόν, και για να το ’χει έστω για λίγο καταδικό του, αποφάσισε να δείξει στη γυναίκα του το γράμμα δύο μέρες αργότερα. Και διαπίστωσε ότι απ’τη στιγμή που διάβασε το μικρό όνομα της Βαλέβσκα, άρχισε να βρίσκει άσχημο το όνομα της γυναίκας του· Κλάρα την έλεγαν.
Βλέποντας τώρα με πόση αδιαφορία τα χέρια της κυρίας Κλάρας ξεδίπλωναν το γράμμα, θυμήθηκε τα χέρια της κόμησσας όπως ήταν την πρώτη στιγμή που τ’ αντίκρισε, ακουμπισμένα στο γούνινο παλτό της, ασάλευτα, δύο χέρια φωτεινά, ασημένια. Τότε έπρεπε να τα φιλήσω, πέρασε η σκέψη από το μυαλό του. Τότε, επιτόπου. «Πολύ ευγενικό γράμμα» είπε η γυναίκα του και το ξανάβαλε στο φάκελο. Τα μάτια της ήταν γαλανά σαν το ατσάλι, μάτια αφοσιωμένα στο καθήκον. Δεν τα σκίαζε η παραμικρή έγνοια. Η κυρία Κλάρα Φαλλμεράυερ είχε το χάρισμα να μετατρέπει ακόμα και τις έγνοιες σε καθήκοντα, να βρίσκει ικανοποίηση ακόμα και στα βάσανα. Αυτό του φάνηκε του Φαλλμεράυερ ότι το κατάλαβε ξαφνικά - γιατί τέτοιου είδους σκέψεις ή εμπνεύσεις δεν τις συνήθιζε.
Εκείνο το βράδυ ο Φαλλμεράυερ προφασίστηκε κάποια επείγουσα υπηρεσιακή υποχρέωση, και αποφεύγοντας την κρεβατοκάμαρα του σπιτιού του έπεσε για ύπνο κάτω στο σταθμαρχείο, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι στο πάνω πάτωμα, από πάνω του, στο κρεβάτι του, εξακολουθούσε να κοιμάται η ξένη.
«Ο πόλεμος, τέλος κι απελευθέρωση μαζί»
Ύστερα ήρθε ο πόλεμος του 1914, τέλος κι απελευθέρωση μαζί, όπως για τον Γιόζεφ Ροτ, έτσι και για τον Φαλλμεράυερ. Αφήνοντας πίσω τη γυναίκα και τα παιδιά του, πολέμησε στην πρώτη γραμμή του ανατολικού μετώπου μ’ ενθουσιασμό και με την αίσθηση πως λυτρώθηκε από μια αδιέξοδη κατάσταση. Η σκέψη του παρέμενε καρφωμένη σε κείνη, «μια γυναίκα από χώρα εχθρική». Ο πόλεμος δεν κατάφερε να μπει εμπόδιο ανάμεσα σε κείνον και την αγαπημένη γυναίκα. Ίσα ίσα, ο πόλεμος έγινε η γέφυρα που τους ένωνε. Να «μην ειρηνεύσει ποτέ ξανά η γη», ευχόταν ο ερωτευμένος Φαλλμεράυερ, που για χάρη εκείνης της ξένης, προσπαθούσε να μείνει ζωντανός και που πάλι για χάρη της, βάλθηκε να μάθει ρώσικα, τη μητρική της γλώσσα.
«Μάθαινε γλυκόλογα, πολύτιμες ρώσικες λέξεις αγάπης. Και μιλούσε μ’ εκείνην. Ολόκληρος παγκόσμιος πόλεμος τους είχε χωρίσει, μα αυτός της μιλούσε...με κάθε καινούργιο ήχο της ξένης γλώσσας που μάθαινε, πλησίαζε την ξένη γυναίκα.»
«Πουθενά δεν θα πάω! Θα μείνω εδώ, μαζί σας!»
Μέχρι που κατάφερε να βρεθεί κοντά στο Κίεβο και να φτάσει στο κτήμα που ανήκε στην οικογένεια Βαλέβσκι. Η κόμησσα ήταν εκεί, ο άντρας της έλειπε, πολεμούσε στο μέτωπο. «Σίγουρος πως το πεπρωμένο του είχε αρχίσει να πραγματοποιείται», ο Φαλλμεράυερ εγκαθίσταται στο αρχοντικό των Βαλέβσκι, τρώει μαζί της, συζητάει, ακούει τις ιστορίες που εκείνη τού αφηγείται, μα πιο πολύ κι απ’ τα λόγια της, «αφουγκράζεται, με τους πόρους του ορθάνοιχτους, το άρωμά της».
Θα ήθελε ίσως να φάει κάτι; ρώτησε η κόμησσα· ήταν η ώρα του φαγητού. Και βέβαια, απάντησε ο Φαλλμεράυερ, πεινούσε. Αλλά από τα τρία πιάτα που σερβιρίστηκαν τσίμπησε μια-δυο μπουκιές μόνο.
Η κόμησσα μίλησε για την κήρυξη του πολέμου. Πώς γύρισαν βιαστικά από το Κάιρο. Για το Τάγμα της Φρουράς του αντρός της. Για τους συντρόφους του. Μετά για τα χρόνια της νιότης τους. Για τους γονείς της. Για τα παιδικά της χρόνια. Ήταν λες κι αναζητούσε με αγωνία ιστορίες, λες κι ήταν πρόθυμη ακόμα και να επινοήσει ιστορίες - μόνο και μόνο για να εμποδίσει τον έτσι κι αλλιώς σιωπηλό Φαλλμεράυερ, να μην τον αφήσει να μιλήσει.
Εκείνος χάιδευε το ξανθό μικρό μουστάκι του κι έδειχνε να την ακούει με προσοχή. Μα πιο πολύ άκουγε το άρωμά της παρά τα λόγια της. Αφουγκραζόταν με τους πόρους του ορθάνοιχτους. Κι εξάλλου, ακόμα και τα λόγια της ευωδίαζαν, ακόμα κι η γλώσσα της. Ό,τι κι αν ήταν αυτά που του έλεγε, αυτός έτσι κι αλλιώς τα μάντευε. Τίποτα δικό της δεν μπορούσε να μείνει κρυφό γι’ αυτόν. Τι μπορούσε να του κρύψει; Το αυστηρό της φόρεμα καθόλου δεν προστάτευε το κορμί της από το βλέμμα του - γιατί το βλέμμα του ήξερε. Ένιωθε τη λαχτάρα των χεριών του, τον πόθο των χεριών του για τη γυναίκα.
Όταν σηκώθηκαν από το τραπέζι, της είπε ότι σκεφτόταν να μείνει κι άλλο, είχε άδεια σήμερα, και θα έπαιρνε κανονική άδεια σε λίγες μέρες, όταν θα γινόταν υπολοχαγός. Και πού θα πήγαινε; ρώτησε η κόμησσα. «Πουθενά!» είπε ο Φαλλμεράυερ. «Θα μείνω εδώ, μαζί σας!»
[...] Ένα βράδυ, είχε υγρασία και μια μαλακή καλή βροχή άρχισε να πέφτει, ο Φαλλμεράυερ σηκώθηκε, ντύθηκε και βγήκε έξω. Μια κίτρινη λάμπα πετρελαίου ήταν αναμμένη στη σκάλα. Το σπίτι ήταν σιωπηλό, όπως η νύχτα, όπως η βροχή, που έπεφτε σιγανά, τρυφερά στο χώμα και το μονότονο τραγούδι της ήταν ο ύμνος της ίδιας της νυχτερινής σιωπής.
Ξάφνου ακούσε τρίξιμο απ'τη σκάλα. Το άκουσε ο Φαλλμεράυερ, παρόλο που ο ίδιος ήταν έξω από την πόρτα. Γύρισε. Είχε αφήσει τη βαριά πόρτα ανοιχτή πίσω του. Είδε την κόμησσα Βαλέβσκα να κατεβαίνει. Ντυμένη κανονικά, σαν να ’τανε μέρα. Υποκλίθηκε, χωρίς να πει λέξη. Τον πλησίασε. Κι έτσι στάθηκαν, αμίλητοι, για μια στιγμή. Ο Φαλλμεράυερ άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του. Επίσης του φάνηκε πως άκουγε και την καρδιά της γυναίκας, πως χτυπούσε και η δική της καρδιά δυνατά σαν τη δική του - και μάλιστα χτυπούσαν και οι δύο στον ίδιο ρυθμό. Ο αέρας ξαφνικά λες κι έμεινε ακίνητος, βαρύς, δεν σάλευε καθόλου, ούτε μια τόση δα πνοή από το άνοιγμα της πόρτας.
«Πάμε να περπατήσουμε στη βροχή» είπε ο Φαλλμεράυερ. «Θα σας φέρω ένα παλτό!» Και χωρίς να περιμένει την απάντησή της, όρμησε στο δωμάτιό του, γύρισε με το παλτό του, το ’ριξε στους ώμους της γυναίκας - όπως την είχε τυλίξει κάποτε με το δικό της γούνινο παλτό, τότε, το αξέχαστο βράδυ της καταστροφής -, και τέλος πέρασε και το μπράτσο του πάνω από το παλτό. Έτσι βγήκαν και περπάτησαν, στη νύχτα και στη βροχή.
Κατηφόρισαν την αλέα με τις σημύδες, και παρά την υγρή σκοτεινιά οι λεπτοί αραιοί κορμοί έφεγγαν ασημένιοι, σαν να 'χαν φωτάκια αναμμένα μέσα τους. Κι ο Φαλλμεράυερ ένιωσε την ασημένια λάμψη των πιο τρυφερών δέντρων του κόσμου να ξυπνάει μέσα του τόση τρυφεράδα που άθελά του έσφιξε πιο πολύ το χέρι του στους ώμους της γυναίκας· και αισθάνθηκε κάτω από το σκληρό βρεγμένο ύφασμα του παλτού την υποχωρητική καλοσύνη του κορμιού της· τη μια στιγμή το ’νιωθε να γέρνει προς το μέρος του, ναι, σχεδόν να κολλάει πάνω του, και την άλλη ν’ απομακρύνεται, ανοίγοντας ξανά αγεφύρωτο χάσμα άνάμεσά τους. Το χέρι του άφησε τους ώμους της, ανέβηκε στα βρεγμένα της μαλλιά, χάιδεψε το βρεγμένο αυτί της, άγγιξε το βρεγμένο της πρόσωπο.
Και την επόμενη στιγμή στάθηκαν και οι δύο ταυτόχρονα, γύρισαν ο ένας στον άλλον, αγκαλιάστηκαν, το παλτό έπεσε από τους ώμους της, βουβό, βαρύ, στη γη - κι εκεί, στη βροχή μέσα, στη νύχτα μέσα, πρόσωπο με πρόσωπο, στόμα με στόμα, άρχισαν να φιλιούνται.
«The kiss» by Ron Hicks
________
«Ήταν το παιδί του, η ερωμένη του, ο κόσμος του»
Από εκείνη τη βραδιά μια καινούργια ζωή αρχίζει για το ζευγάρι, ενώ ο μεγάλος κόσμος τραβάει τους ανεξιχνίαστους δρόμους του, αδιάφορος για τον έρωτά τους. Το κοιμισμένο μυαλό του ερωτευμένου σταθμάρχη ξυπνάει, αναλαμβάνει δράση και καταφέρνει, με διαύγεια και ένστικτο μαζί, να οδηγήσει την αγαπημένη του μακριά από την επανάσταση και τους «ξεσηκωμένους μουζίκους, που ετοιμάζονταν να κάψουν και να ληστέψουν τ’ αρχοντικά των μέχρι τότε αφεντάδων τους». Τραβώντας νότια, φτάνουν στο Μπακού κι από κει, μέσω θαλάσσης στην Κωνσταντινούπολη, για να καταλήξουν στο Μόντε Κάρλο, όπου οι Βαλέβσκι είχαν αγοράσει πριν από τον πόλεμο μια μικρή έπαυλη.
Ο Φαλλμεράυερ ένιωθε στην κορυφή της ευτυχίας του, στην κορυφή της ζωής του. Τον αγαπούσε η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Πιο σπουδαίο ακόμα: Αγαπούσε αυτός την ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Την είχε συνέχεια δίπλα του, όπως χρόνια ολόκληρα πριν την είχε μέσα του. Τώρα ζούσε ο ίδιος μέσα σ' εκείνη. Στα μάτια της έβλεπε κάθε ώρα και στιγμή τον εαυτό του, όποτε ήταν κοντά της - και δεν υπήρχε ώρα της ημέρας που να μην είναι κοντά οι δυο τους. Αυτή η γυναίκα, που λίγο καιρό πριν δεν την άφηνε η περηφάνια της να υπακούσει στις επιθυμίες της καρδιάς και του κορμιού της· αυτή η γυναίκα τώρα ήταν παραδομένη χωρίς όρους και χωρίς δική της θέληση στο πάθος του Φαλλμεράυερ, ενός σταθμάρχη του Νότιου Αυστριακού Σιδηροδρόμου. Ήταν το παιδί του, η ερωμένη του, ο κόσμος του.
Και σαν τον Φαλλμεράυερ, έτσι κι η κόμησσα Βαλέβσκα: Άλλο τίποτα δεν ήθελε. Η θύελλα της αγάπης, που από τη μοιραία νύχτα της καταστροφής στο σταθμό του Λ. είχε αρχίσει να φουντώνει στην καρδιά του Φαλλμεράυερ, είχε πια συνεπάρει και τη γυναίκα, την είχε ξεσηκώσει και την είχε πάρει χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι και τη ζωή της, από την πραγματικότητα που ήξερε και ζούσε. Την είχε παρασύρει στον άγριο και άγνωστο τόπο των συναισθημάτων και των σκέψεων. Αυτός ο τόπος ήταν πια η πατρίδα της.
Ό,τι κι αν γινόταν στον μεγάλο ανάστατο κόσμο δεν τούς ένοιαζε τους δυο τους. Η περιουσία που είχαν πάρει μαζί τους φεύγοντας τούς εξασφάλιζε αρκετά χρόνια, χωρίς να χρειαστεί να δουλέψουν. Για το μέλλον δεν ανησυχούσαν. Όταν πήγαιναν στο καζίνο, το έκαναν με μια αίσθηση πλουσιοπάροχης άνεσης κι ευχέρειας. Είχαν το περιθώριο να χάνουν χρήματα - και πράγματι έχαναν, λες κι ήθελαν να επιβεβαιώσουν την άλήθεια του ρητού: Όποιος κερδίζει στην αγάπη χάνει στα λεφτά. Χαίρονταν και οι δύο μ' αυτές τις χασούρες· σαν να τους έδινε η δεισιδαιμονία την επιβεβαίωση που χρειάζονταν για να 'ναι σίγουροι για την αγάπη τους. Μα σαν όλους τους ευτυχισμένους δεν μπορούσαν να κρατηθούν και την έβαζαν συνέχεια σε δοκιμασία την ευτυχία τους· για να χαίρονται βλέποντάς τη να περνάει τις δοκιμασίες αυτές, και χάρη σ' αυτές - ει δυνατόν - να μεγαλώνει κι άλλο.
«Impassionate ruminations» by Ron Hicks
___________
«Σε έξι μήνες θα άρχιζε η ζωή...»
Κι είναι τώρα η κόμησσα Βαλέβσκα που, παραδομένη χωρίς όρους στο πάθος, στον άγριο κι ως τότε άγνωστο γι’ αυτήν τόπο των συναισθημάτων, που φοβάται μη χάσει τον αγαπημένο της, που ζητάει εχέγγυα του έρωτά του: να χωρίσει τη γυναίκα του, να παραιτηθεί απ’ τη δουλειά του, ν’ αποκτήσει ένα παιδί δικό του - «ίσως, ποιος ξέρει;, για να σιγουρέψει» - όπως όλες οι γυναίκες όταν αγαπούν - «τη συνέχεια του κόσμου». Για την ώρα, όλα γίνονταν σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις επιταγές της:
Έμεινε έγκυος. Ο Φαλλμεράυερ, σαν όλους τους ερωτευμένους άντρες ευγνώμων και στη μοίρα και στη γυναίκα που είχε αναλάβει να πραγματοποιήσει τις επιταγές της, κόντεψε να τρελαθεί από τη χαρά του. Η τρυφερότητά του δεν είχε πια ούτε αρχή ούτε τέλος. Έβλεπε εμπρός του, είχε χειροπιαστή στα χέρια του την αδιαμφισβήτητη επιβεβαίωση του εαυτού του και του έρωτά του. Τώρα για πρώτη φορά ένιωθε τι σημαίνει πλήρωση. Η ζωή δεν είχε ακόμα αρχίσει. Το παιδί θα γεννιόταν σε έξι μήνες. Σε έξι μήνες θα άρχιζε η ζωή.
Γιάννης Μόραλης, Έγκυος γυναίκα, 1948
Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου
__________
Μια ματιά, μια αποχώρηση, ένα τέλος.
Οι άνθρωποι
σαν αρθρωτές φιγούρες
πιάνονται
συνδέονται για λίγο
κι αποσπώνται.
Τίτος Πατρίκιος, Αντικριστοί καθρέφτες,
Στιγμή, 1988 (Ποιήματα Β΄, 1959-2017, Κίχλη, 2018)
Χάρη σε κάποιο παράξενο παιχνίδι της μοίρας όμως, ο κόμης Βαλέβσκι κατάφερε να γλιτώσει από τη λαίλαπα του πολέμου και την οργή των μπολσεβίκων.
«Δεν γίνεται να τον περιμένουμε!» είπε ο Φαλλμεράυερ. «Πρέπει να φύγουμε!»
«Θα του πω την αλήθεια όλη» απάντησε εκείνη. «Θα περιμένουμε!»
«Έχεις στην κοιλιά σου το παιδί μου!» επέμεινε ο Φαλλμεράυερ. «Η κατάσταση είναι αδιανόητη».
«Θα μείνεις ώσπου να ’ρθει! Τον ξέρω! Θα καταλάβει !» απάντησε η γυναίκα.
Δεν ξαναμίλησαν για τον κόμη Βαλέβσκι. Περίμεναν.
Περίμεναν, ώσπου μια μέρα ήρθε τηλεγράφημα από κείνον. Θα έφτανε το τάδε βράδυ.
Ο σύζυγος επιστρέφει, οι δυο τους τον παραλαμβάνουν στο σταθμό του Μόντε Κάρλο και καθισμένο στο αναπηρικό του καροτσάκι τον κουβαλούν – «σαν να ’ταν μια από τις πολλές αποσκευές» - στο σπίτι.
Μια καταστροφή γέννησε τον έρωτα κι εκείνος με τη σειρά του γέννησε μια νέα καταστροφή. Μπροστά στο παρελθόν που εισβάλλει απροσδόκητα στο πολλά υποσχόμενο παρόν του ερωτευμένου ζευγαριού, απέναντι στα στέρεα, δοκιμασμένα συζυγικά αισθήματα, ο Φαλλμεράυερ αποχωρεί, χωρίς λόγια και περιττές εξηγήσεις. Όπως αναπάντεχα διασταυρώνονται πολλές φορές, το ίδιο και χωρίζονται οι δρόμοι των ανθρώπων. Εντός της μεγάλης ιστορίας κι ενώ γύρω τους κάθε βεβαιότητα καταρρέει, τα άτομα γίνονται μόρια που ζουν, παρασύρονται και χάνονται στον κυκεώνα των εξελίξεων.
«Πεινάω» είπε ο κόμης Βαλέβσκι.
Όταν ετοιμάστηκε το τραπέζι, αποδείχθηκε οτι ο Βαλέβσκι δεν μπορούσε να φάει μόνος του. Έπρεπε να τον ταΐσει η γυναίκα του. Κι όταν, μετά από το στενάχωρο βουβό δείπνο, ήρθε η ώρα του ύπνου, ο κόμης είπε: «Νυστάζω. Βάλτε με στο κρεβάτι».
Η κόμησσα Βαλέβσκα, ο υπηρέτης και ο Φαλλμεράυερ ανέβασαν τον κόμη στην κάμαρά του, στο πρώτο πάτωμα, όπου τού είχαν στρώσει τό κρεβάτι του.
«Καληνύχτα!» είπε ο Φαλλμεράυερ. Βγαίνοντας πρόλαβε να δει την αγαπημένη του να ισιώνει τα μαξιλάρια και να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού.
Και τότε ο Φαλλμεράυερ έφυγε· ποτέ κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτόν.
Joseph Roth, Ο Σταθμάρχης Φαλλμεράυερ, Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου,
Επίμετρο: Nadine Gordimer, Εκδόσεις Άγρα, 2021
«Fall up the Tracks b&w» by Todd Wall
__________
ΠΗΓΕΣ
- «Έρωτας στα ερείπια» του Μάρκου Καρασαρίνη, Από τις προθήκες του ΒΗΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου