Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

«Θυμήσου τον γλυκύ Σεπτέμβριο...»


Eugène Grasset, La Belle Jardiniere, Septembre, 1896

________________



Τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι δεν το βρήκαμε
πιο νωρίς ήρθ’ ο Σεπτέμβρης και χαθήκαμε.... 

Φίλιππος Γράψας
Στη χώρα του χρόνου...γεννήθηκε κάποιο πρωί ο Σεπτέμβρης...

«…Στη χώρα του χρόνου, μια χώρα παραμυθένια κι αέρινη, που απλώνεται πάνω από τον αιθέρα και τυλίγει γύρω γύρω τη γη, γεννήθηκε κάποιο πρωί ο Σεπτέμβρης. Τη μέρα εκείνη μια παρέα συννεφάκια έπαιζαν στη γειτονιά κυνηγητό.

– Να πάω κι εγώ να παίξω μαζί τους; Ρώτησε ο Σεπτέμβρης τον πατέρα του το Φθινόπωρο.

Το Φθινόπωρο, που ήταν ζωγράφος, είχε πολλή δουλειά και λίγη όρεξη για κουβέντες. Ζωγράφιζε με τα μακριά του πινέλα. Έβαζε κίτρινα φύλλα στα δέντρα, χρυσαφένια σταφύλια στ' αμπέλια και αφρισμένα κύματα στις ακρογιαλιές.

– Να ρωτήσεις καλύτερα τη μητέρα σου, αποκρίθηκε.

Έτσι ο Σεπτέμβρης ρώτησε τη Βροχή…
»

Λότη Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου, Τα παιδιά του φθινοπώρου, εκδόσεις Πατάκης


Paul Émile Chabas, September Morn, 1911, 
Museum of Modern Art (MoMA), New York City 
___________

Ένα ψέμα δεν αντέχει όσο κι αν κρυφτεί,
όταν ο Σεπτέμβρης βρέχει χάνετ' η γιορτή...

Φίλιππος Γράψας

..και πότε κιόλα ο σιγαλὸς Σεπτέμβριος


O ηλιοφόρος Ιούλιος λίγος,
ο εύγευστος Αύγουστος ελάχιστος
και πότε κιόλα ο σιγαλὸς Σεπτέμβριος.

Προς το κενό καλπάζοντας
να κρατηθείς, από που
να φύγεις,
κλειδί—κλαδί δεν έχει ο χρόνος λείος, απότομος
κάθε στιγμή του γκρεμός — πως να σώσεις
την αστραπή τη ζωή σου
—μ’ ένα ποίημα, μ’ ένα παιδί,
μ’ ένα άγαλμα στο μουσείο;

Μία, δύο και τρεις φορές κι εκατοντάδες
κι αν έρθει ο Ιούλιος
κι ο Αύγουστος αν έρθει πάλι
στο θάνατό σου θα σ’ εγκαταλείψουν
που λίγο-λίγο, καθημερινός σ’ έχει κερδίσει, όσα
φιλιά κι όσα φτερά
μέσα τους κι αν επρόφτασες να θησαυρίσεις.

Λένα Παππά [Ιούλιος - Αύγουστος], Σπύρος Κοκκίνης, 
«Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης», εκδόσεις Εστία


Kmetty János, On a Verandah in September

____________


Καιροί καλοί σαν μήλα του Σεπτέμβρη... 


«… Καιροί καλοί σαν μήλα του Σεπτέμβρη
Στους εραστάς πηγαίνουνε τα φρούτα
Των κήπων και των ασπασμών
Της ανδρικής και γυναικείας συσχετίσεως
Πάσης μορφής του έρωτος…»

Ανδρέας Εμπειρίκος, Επαλήθευσις, Οκτάνα

The Moon and the Apple Orchard by Koola Adams
_______________


Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου...

Τις 
μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι οι ιβίσκοι........

Ανδρέας Εμπειρίκος, Αρχάγγελλος τον Σεπτέμβριο βοών μέσα στην πλάση, Οκτάνα,εκδόσεις Ίκαρος



Barocchismi, by Daria Petrilli 
___________


...στην πόρτα του Σεπτέμβρη....

Στριμώχτηκαν τα σύννεφα στην πόρτα του Σεπτέμβρη
σε συμμορίες χωρίστηκαν και τσακώνονταν στον ουρανό.
Η πρώτη σταγόνα έπεσε στο χώμα μεθυσμένη
ξανάφευγε ο Αύγουστος για ταξίδι μακριν
ό.....
Απόστολος Ρίζος, Σεπτέμβρης





Ο Σεπτέμβρης του 1903

Τουλάχιστον με πλάνες ας γελιούμαι τώρα·
την άδεια την ζωή μου να μη νιώθω.
Και ήμουνα τόσες φορές τόσο κοντά.
Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα· 
γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη· 
και μέσα μου να κλαίει η άδεια μου ζωή,
και να μαυροφορούν οι επιθυμίες μου. 

Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι 
στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά, 
στ’ ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα. 
Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι.


Κ. Π Καβάφης, [1904], [Κρυμμένα Ποιήματα 1882–1923]
Γιάννης Σπανός, Μανώλης Μητσιάς, «Πλησιάζοντας τον Καβάφη», 2012



...το πρώτο του Σεπτέμβρη φύλλο

Τέλος Αυγούστου θα σου στείλω
το πρώτο του Σεπτέμβρη φύλλο απ’ την καρδιά. 

Θ’ αλλάζουν μήνες κι εποχές 
και τις λιακάδες οι βροχές θ’ ακολουθάνε, 
κι αν μπαίνουν τ’ άστρα σε τροχιές
χωρίς εσένα οι εποχές το ίδιο θα 'ναι. 

Ηλίας Κατσούλης, Γιώργος Αρσενίδης, Βούλα Σαββίδη, 
Το Μάη λένε πως θα βρέξει (από τον δίσκο «Αλκυονίδα Μέρα», 1996)




Μπήκε ο Σεπτέμβρης και φοβάμαι
τ’ όνειρο πως τέλειωσε για μας......

Ξενοφώντας Φιλέρης

...θυμήσου τον γλυκύ Σεπτέμβριο...

Θυμήσου καλύτερα τότε που ήμασταν παιδιά και μας ήταν όλα άγνωστα
μα τόσο οικεία, θυμήσου τον γλυκύ Σεπτέμβριο με το απόμακρο
άρωμα των κήπων ή το αφηρημένο ξεφύλλισμα ενός σχολικού βιβλίου
κι όπως βράδιαζε από ένα ανοιχτό παράθυρο ακουγόταν το ραγισμένο
τραγούδι μιας γυναίκας που άρχιζε να γερνάει. 
Υπάρχει πιο μεγάλη μοναξιά; 

Τάσος Λειβαδίτης, Ιστορίες για το χειμώνα


Edward Cucuel, Evening by the Lake
___________



Με μια ριχτή στον ώμο μου ψυχρούλα πριν καν έρθει Σεπτέμβρης .....

Όμως κι εσείς οι εναπομείναντες
πλησίστιες ζακετούλες και ψαθάκια 
θυμάστε όπως ξεχνούν: λέτε πως είναι ίδια εδώ
κι ας έχουν όλ’ αλλάξει. 

Ξενοδοχείων ερειπιώνες, φέρετρα θερέτρων.
Τώρα παντού ξενώνες και φαστφούντ 
φωτίσανε σε κίτρινο 
το κάθε γκρίζο.

Με μια ριχτή ζακέτα πιθανής ψυχρούλας 
ανάμεσα σε ηλιοκαμένα βούρλα της ακτής 
τι ανακατώνω, κόβω και μοιράζω 
μια τράπουλα καημένες στάχτες μνήμες; 

Φέρνει καμένο ο φλοίσβος 
σκόνη μετακόμισης. 
Με μια ριχτή στον ώμο μου ψυχρούλα 
πριν καν έρθει Σεπτέμβρης
πρέπει να πηγαίνω. 

Επείγει ό,τι δε γίνεται – 
ν’ αλλάξω παρελθόν. 


Γιάννης Βαρβέρης, Μασκώτ των λουτροπόλεων – Γ', 
Ποιήματα, τόμος Α’, 1975-1996», εκδ. Κέδρος, 2000


Τη γλύκα, τη μελαγχολία
που έχει ο Σεπτέμβρης στ' αεράκι
όλα για δώρο στα φυλάω...

Γιώτα Βασιλακοπούλου

Σεπτέμβρη μήνα μου 


Σεπτέμβρη μήνα μου, βροχή, φωνή μου
νησί που σώπασες, πικρό νερό
όλα τελειώνουνε κάτω απ'τον Ήλιο
όλα αρχίζουνε με τον Καιρό

Σ
επτέμβρη, δρόμε μου, νησί, φωτιά μου
πόσα τελειώνουνε μες τον καιρό...
αίμα, που έδωσα πέρα στην άμμο
έρωτα, έσβησες μες το λυγμό 

Εδώ γεννήθηκα, κάτω απ' την άμμο
κι εδώ είν' η ώρα μου που θα σε βρω
Αίμα που σ' έχασα στο κύμα πάνω 
μέσα στη θάλασσα σ' αναζητώ

Θάλασσα, αίμα μου, πού να μιλήσω
και ήλιε πόνε μου, πού να το πω;
Εδώ γεννήθηκα, κάτω απ' την άμμο 
μέσα στην πίκρα μου θ' αναστηθώ. 

Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου
Μουσική: Γιάννης Γκούμας
Ερμηνεία: Πόπη Αστεριάδη


Το τραγούδαγαν οι ναύτες κι ο Σεπτέμβρης...


Το τραγούδαγαν οι ναύτες κι ο Σεπτέμβρης
το μουρμούριζαν κι οι γέροι στο νησί
Χωρίς εμένα είσαι μισή
και ψάξε για να με ’βρεις

Κ
αι το παίρναν το τραγούδι τα γλαρόνια
και το λέγαν στις γοργόνες του νοτιά
Χωρίς εμένα είσαι φωτιά 
σβηστή κάτω απ’ τα χιόνια 

Και τ’ άκουγες κι εσύ που θ’ αγαπήσω
κι απαντούσες με του Γραίγου τη φωνή 

Κάνε γλυκέ μου υπομονή
Έρχομαι δε θ’ αργήσω

Γ. Κριμιζάκης, Λ. Παπαδόπουλος, Μ. Βιολάρης, Σκέρτσο
 (από το δίσκο «Η Αγάπη Μας», 1973)


Το Σεπτέμβριο...όταν άδειαζαν οι πάγκοι... 

Το Σεπτέμβριο θυμάμαι όταν άδειαζαν οι πάγκοι
κι έπαψ’ η βουή του κόσμου, πήγαν τα παιδιά για τσάι.
Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά
τώρα που έχουν πια πεθάνει
όλοι που μας αγαπάνε, λοχαγοί και βασιλιάδες...

Σκόνταψα σ’ ένα βραχνά μου και στο πάρκο κει του Ουΐνσδορ, 
τι θαρρείτε κει πώς ηύρα, περπατώντας στο σκοτάδι;
Μισοδαγκωμένο μήλο και το πιο αστείο απ’ όλα 
χαραγμένα πέντε δόντια 
πέντε δόντια από παιδάκι, λοχαγοί και βασιλιάδες.

Μ. Θεοδωράκης, Brendan Behan (Μετ. Βασίλης Ρώτας), Αρλέτα, "Ένας όμηρος" (1966)




Κάθε χρόνο το Σεπτέμβρη σαν ανοίγουν τα σχολεία..... 


Κάθε χρόνο το Σεπτέμβρη σαν ανοίγουν τα σχολεία,
Στις συνοικίες οι γυναίκες μπαίνουν στα χαρτοπωλεία.
Και αγοράζουν σχολικά βιβλία και τετράδια για τα παιδιά τους.
Απελπισμένες ψάχνουν στα τριμμένα τσαντάκια τους
και την τελευταία δεκάρα,
όλο παράπονο
που η γνώση είναι τόσο ακριβή.
Κι όμως μήτε που υποπτεύονται
Πόσο κακή είναι η γνώση
Που προορίζεται για τα παιδιά τους 

Μπέρτολτ Μπρεχτ «76 ΠΟΙΗΜΑΤΑ», 
μετάφραση Πέτρου Μάρκαρη, εκδόσεις «Θεμέλιο»

Haddon Sundblom, He Faces the World Without You, 1927 

_________

Το Σεπτέμβρη, στο νησί......

Ο Σεπτέμβρης είναι μια αναγέννηση της όσφρησης, ξαναγυρίζουν οι μυρωδιές που τις έχει συνθλίψει η ζέστη. 
Ήταν αρκετή μια νεροποντή για να ξυπνήσει η γη, όπως το πρόσωπό μου το πρωί πάνω απ’ το λεκανάκι. Απλώθηκε στην ατμόσφαιρα η μαγεία απ’ το ρετσίνι του πεύκου, από χαρούπια και φραγκόσυκα.

Τέρμα οι περίπατοι στην παραλία, ο γαρμπής κράτησε τους ψαράδες στην ακτή. Φυσάει τρελός νοτιάς, νταής, δεν μπορείς ν’ απλώσεις μπουγάδα. Μ’ αρέσει που τον λένε έτσι στη Νάπολη. [......]


Η παραλία στο τέλος του Σεπτέμβρη πλάταινε, οι ομπρέλες αραίωναν, οι μανάδες μάθαιναν στα παιδάκια πώς ν’ αποχαιρετήσουν τη θάλασσα. Το Σεπτέμβρη καταλαγιάζει η παραφορά του μαΐστρου, κυλούν πιο αργά τα κύματα και με μεγαλύτερα κενά ανάμεσά τους, όχι τρέχοντας, όπως τον Αύγουστο ή τον Ιούλιο. Οι ψαράδες πάνε για ψάρεμα με συρτή, εκεί όπου περνούν οι τόνοι, οι ζαργάνες, τα μαγιάτικα, που δεν τσιμπούν σε σταθερό δόλωμα.[......]

Το Σεπτέμβρη τυχαίνουν μέρες που ο ουρανός χαμηλώνει στη γη. Κατεβαίνει η κινητή γέφυρα απ’ το εναέριο κάστρο του κι από μια γαλάζια σκάλα ο ουρανός ξαποσταίνει για λίγο στο έδαφος. 

Στα δέκα μου χρόνια έβλεπα καθαρά τα τετραγωνισμένα σκαλοπάτια, τόσο που μπορούσα να τ’ ανεβαίνω με τα μάτια. Σήμερα αρκούμαι στο ότι τα είδα και στο ότι πιστεύω πως υπάρχουν ακόμα. 

Ο Σεπτέμβρης είναι ο μήνας που παντρεύεται η επιφάνεια της γης με τον πάνω χώρο που ακτινοβολεί κατάφωτος. Στις πεζούλες με τ’ αμπέλια οι ψαράδες κάνουν τους γεωργούς και μαζεύουν τα τσαμπιά σε καλάθια πλεγμένα απ’ τις γυναίκες. Πριν ακόμα τα πατήσουν, η μέρα του τρύγου μεθάει τους ξυπόλυτους ανάμεσα σε κλήματα παραταγμένα κάτω απ’ τον ήλιο και σμάρια διψασμένες μέλισσες. Το νησί το Σεπτέμβρη είναι μια γελάδα που την αρμέγεις κρασί.[.....]

Το Σεπτέμβρη, στο νησί, μαζέψαμε την πρώτη βροχή σε δοχεία στο ύπαιθρο. Είχε γούστο ο θόρυβος που έκαναν οι σταγόνες μες στις λεκάνες, τους κουβάδες, τις κατσαρόλες και τα βαθιά τηγάνια. Το νερό της βροχής μετά από πολλή ξηρασία ήταν μια ξέφρενη ταραντέλα στις αυλές.

Erri De Luca, Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια, μτφρ.΄Άννα Παπασταύρου, 
εκδόσεις Κέλευθος (σελ. 67, 105-106, 154-155)


Ferdinando Scianna, Riesi, Caltanissetta, Italy, 1964

______________


Σεπτέμβρης κι ήθελε σεντόνι...


Ο ήλιος πήρε να ψηλώνει 
του πεύκου δάκρυζε τη φλούδα 
Σεπτέβρης κι ήθελε σεντόνι 
και γεια σου Αύγουστε Ιούδα.

Γλυκά φυσούσε τ' αεράκι
στα χάδια που έλειψαν μεσίτης
μα δίπλα σ' ένα φυλλαράκι
γλεντά τη μεταμορφωσή της.

Μια άσπρη νύφη πεταλούδα
μπορεί και να 'χε κι άλλο χρώμα
καρδια μου γιόρταζε, τραγούδα
σερνόσουν ως εχθές στο χώμα.

Ο ήλιος σκόρπαγε χρυσάφι
λουλούδια ευώδιαζαν και φρούτα
μα εκείνη έλεγε νισάφι
τα χόρτασες καρδιά όλα ετούτα.

Το «αύριο» δες που περιμένει
εκεί θα ζήσεις τη χαρά σου
θα πας παντού στην Οικουμένη 
με τα καινούργια τα φτερά σου. 

Χαζή κουβέντα και σενάριο 
που παίρνει Όσκαρ στην οδύνη
πολλά που υπόσχεται το αύριο
μα τίποτε ποτέ δε δίνει. 

Εμένα ρώτα με, που είδα 
τι θέμα μου 'βαλε ο Θεός μου
να γράφω χρόνια στη σελίδα 
«κάθε στιγμή να ζεις του Κόσμου». 
Μουσική: Petru Guelfucci
στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
ερμηνεία: Γιώργος Κιμούλης




Όταν θα μεγαλώσω θα γίνω Σεπτέβρης......

Εγώ, όταν θα μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέβρης, έλεγε ο Αύγουστος [.....]


Δέναν οι παραθεριστές

στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα,
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.

Πεθαίναν απ’ τη ζήλια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου [.....]


Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το "προς το τέλος".
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέρι.

Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο.
Είσαι μες την αλμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα.



Κική Δημουλά, Βροχή επιστροφής (από τη συλλογή "το τελευταίο σώμα μου")





Γύρισε κι ο Σεπτέμβρης από τις διακοπές


… Γύρισε κι ο Σεπτέμβρης από τις διακοπές.
Τελευταίος. Με το τελευταίο δρομολόγιο
του κατάφορτου Αυγούστου: τσουμπλέκια
ποδήλατα ψησταριές ψυγεία ονόματα
ξεφούσκωτα κυμάτων αφρολέξ, κελαρύσματα
ορεινών χωριών δεμένα σε πτυσσόμενα πλατάνια.
Και πολλά δέρματα. Τέλεια κατεργασμένα
στον ήλιο. Για εξαγωγή.

Μερικοί ξέχασαν τελείως να γυρίσουν.
Οψόμεθα 
Θα μάθω από την ηχώ τους τι συνέβη 
-τίποτα πονάκια πάλι η συνέπεια 
πάλι ανεμογκάστρι. 

Κική Δημουλά, Λυόμενο, Ποιήματα», εκδ. Ίκαρος, 1998

Κάθε Σεπτέμβρη θα γυρνάς απ’ το χωριό σου...

Κάθε Σεπτέμβρη θα γυρνάς απ’ το χωριό σου
και μόνο απ’ τα άσπρα μέρη κάτω απ’ το μαγιό
θα αναγνωρίζω το κορμάκι το δικό σου
που τους χειμώνες το κοιτάζω μόνο εγώ

Και τι έχει ο ήλιος που δεν έχω να σου δώσω....
αυτός τη νύχτα κλείνει εγώ μένω ανοικτός
κι αν καταφέρω και τον πάγο σου τον λιώσω
κάθε Σεπτέμβρη θα γεμίζουν όλα φως.....

Κάθε Σεπτέμβρη θα δαγκώνεις ένα μήλο 
κι εγώ θα κάθομαι να βλέπω σαν Αδάμ 
τον πειρασμό να σε τυλίγει σαν το φύλλο 
και να μου κάνει την καρδιά μου γης Μαδιάμ 

Φοίβος Δεληβοριάς, Σεπτέμβρης 




Ρίξε στην πλάτη σου ένα ρούχο.....

Άρχισε ψύχρα. 
Το γύρισε ο καιρός σε αναχώρηση. 
Η πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη 
ξοδεύτηκε σε κάποια υδρορρόη. 

Ως χθες ακόμα όλα έρχονταν. 
Ζέστες, η διάθεση για φως, 
λόγια, πουλιά, 
πλαστογραφία της ζωής. 
Γονιμοποιούνταν κάθε βράδυ τα φεγγάρια, 
πολλοί διάττοντες έρωτες 
ήρθαν στον κόσμο τον περασμένο μήνα. 

Τώρα, η γνωστή ψύχρα 
κι όλα να φεύγουν. 

Ζέστες, πουλιά, η διάθεση για φως. 
Φεύγουν τα πουλιά, ακολουθούν τα λόγια, 
η μιά ερήμωση τραβάει πίσω της την άλλη 
με λύπη αυτοδίδακτη. 

Ήδη αποσυνδέθηκε το φως από την επανάπαυση 
κι από τις καλημέρες σου. 
Τα παράθυρα ενδίδουν. 
Το χέρι τού μεταβλητού κλείνει τα τζάμια, 
άλλοι λεν ως την άνοιξη, 
άλλοι φοβούνται δια βίου. 

Κι εσύ τι κάθεσαι; 
Καιρός να μπεις κι εσύ στα αλλαγμένα. 
Να γίνεις ό,τι αναρωτιόμουν πέρυσι: 
«ποιος ξέρει τ’ άλλο μου φθινόπωρο;» 
Καιρός να γίνεις «τ’ άλλο μου φθινόπωρο». 

Άρχισε ψύχρα. 
Ρίξε στην πλάτη σου ένα ρούχο αποδημίας. 

Κική Δημουλά, Οι αποδημητικές "καλημέρες", Ποιήματα», εκδ. Ίκαρος, 1998


Ένας μικρός Σεπτέμβρης...

Ένας μικρός Σεπτέμβρης βάζει τα κλάματα
που στο σχολειό τον πάνε να μάθει γράμματα

θέλει να παίξει ακόμα με τ' άστρα τ' ουρανού
πριν έρθουν πρωτοβρόχια και συννεφιές στο νου
πρωτάκι, σχολιαρούδι, του κλέβουν το τραγούδι,
του κλέβουν το τραγούδι...

Ένας γλυκός Σεπτέμβρης στάζει το μέλι του
σωστό παλικαράκι τρυγάει τ' αμπέλι του
στα Σπάτα λινοβάτης, στο Κορωπί γαμπρός
να τρέμουν τα κορίτσια στα βλέφαρά του μπρος
φυσάει ο απηλιώτης, ο ζέφυρος της νιότης
φυσάει ο απηλιώτης...

Ένας παλιός Σεπτέμβρης φίλος αχώριστος
καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται αγνώριστος
το κόκκινο ραγίζει στα μήλα της Ροδιάς
κίτρινα πέφτουν φύλλα στον κήπο της καρδιάς
Η νύχτα μεγαλώνει, δίχτυα στο φως απλώνει,
η νύχτα μεγαλώνει...
Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική, ερμηνεία: Παντελής Θαλασσινός


Θυμήσου το Σεπτέμβρη

Το χέρι δώσ’ μου, δώσ’ μου την καρδιά σου
και πάμε, αν θέλεις, ως τον ουρανό.
Τραγούδι του Σεπτέμβρη είν’ η ματιά σου,
αυτά τα μάτια πόσο τ’ αγαπώ.

Κι αν σκόρπισαν τα φύλλα με τ’ αγέρι, 
τον δρόμο κι αν τον σκέπασ’ η βροχή, 
για μας είν’ ο Σεπτέμβρης καλοκαίρι, 
η αγάπη σου φωτίζει όλη τη γη. 

Στα χέρια μου έλα τώρα και κοιμήσου 
κι εγώ τις νύχτες θα σου τραγουδώ. 
Κι αν κάποτε χωρίσουμε θυμήσου: 
Σεπτέμβρη σου `χα πει πως σ’ αγαπώ. 

Στίχοι: Γιώργος Παπαστεφάνου 
Μουσική: Γιάννης Σπανός 
Ερμηνεία: Γιοβάννα





Ήρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας..

Ήρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας
στην παραλία τη σκοτεινή.
Χάθηκα μέσα στη ζωή μου, 
χαθηκες μέσα στη βροχή...


Το τραγούδι "Χάθηκα μέσα στη ζωή μου" γράφτηκε ειδικά για τη φωνή της Τζένης Καρέζη από την Ελένη Καραΐνδρου, για το θεατρικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη "Διαμάντια και Μπλουζ" (1990-91). Ήταν η τελευταία παράσταση της Τζένης.



Το Σεπτέμβρη είναι που....

Το Σεπτέμβρη 
τα λιόδεντρα χαμηλώνουν τα μπράτσα τους,
κοκκινίζει η μύτη των σταφυλιών,
η άμμος έχει κρυώσει,
ο ήλιος παίρνει χρώμα λευκό
και οι κολυμβητές κι οι ναυαγοσώστες
γυρνάνε στις πραγματικές δουλειές τους.

Το Σεπτέμβρη
που τα ιστιοφόρα βγάλαν τα πέπλα τους,
που ανατριχιάζει η παραλία κάτω 
απ’ τον ίσκιο του φθινοπώρου,
μπορούμε να ζήσουμε αληθινά.

Το καλοκαίρι η χώρα μου
γίνεται ένα σχεδόν τίποτα
ένα μεγάλο παζάρι ψευδαισθήσεων
τροχόσπιτα και βαβούρα στον ήλιο
σλιπάκια πολύ κοντά σορτσάκια πολύ μακριά.

Μα το Σεπτέμβρη
που το καλοκαίρι ξαναφοράει τα παπούτσια του
κι η αμμουδιά είναι σαν μια κοιλιά
που κανένας δεν έχει αγγίξει,
το Σεπτέμβρη
η χώρα μου αναπνέει πάλι.

Η χώρα που μεγάλωσα παιδί
εκεί που ο πατέρας μου είναι θαμμένος
που το σχολείο μου
είχε για μόνη ζεστασιά τον ήλιο
τη χώρα αυτή την άφησα στους ξένους
κι έφυγα κι έγινα ξένος κι εγώ
κάτω από άλλους ουρανούς. 

Μα το Σεπτέμβρη
ξαναγυρίζω στο μέρος που γεννήθηκα
και η αμμουδιά με αναγνωρίζει
ανοίγει την αγκαλιά της σαν αρραβωνιαστικιά
Κάθε Σεπτέμβρη εγώ γιορτάζω
την Πρωτοχρονιά μου.

Το Σεπτέμβρη είναι που αποκοιμιέμαι
κάτω από ένα λιόδεντρο… 

[C'est en Septembre - Gilbert Becaud]


Έτσι με σκότωσαν Σεπτέμβρη μήνα....

Είπε πως είμαστε γνωστοί
και γύρευε να μ’ εύρει
Τον έλεγαν Σεπτέμβρη
Σεπτέμβρη Αυγουστή
Κέρασε κι όλα τα παιδιά
νεράτζι και βανίλιες
κι έβαλε δυο για τσίλιες
στου βράχου την ποδιά

Έτσι με πρόδωσαν Σεπτέμβρη μήνα
εχθροί και φίλοι απ’ την Αθήνα

Κι όταν εβγήκα για νερό
απ’ την παλιά κρυψώνα
μια μαύρη χελιδόνα
τινάζει το φτερό
Κι ως είχα κρύψει στην πηγή
δροσιά να πιω στο χέρι
γλίστρησε το μαχαίρι
μου πήρε την ζωή

Έτσι με σκότωσαν Σεπτέμβρη μήνα
εχθροί και φίλοι απ’ την Αθήνα


Λευτέρης Παπαδόπουλος, Βασίλης Κουμπής, Γιάννης Θωμόπουλος, 
Σεπτέμβρης (Από το δίσκο "12 μήνες", 1971)


...τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς

Μόνο να γράφεις τ' όνομά σου
και 'κείνο το 'μαθες μισό
να συλλαβίζεις τα όνειρά σου
στο Άργος και στον Ιλισσό 

Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες
τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς
και τσικουδιά στους καφενέδες
τα παλληκάρια να κερνάς

Του κόσμου το στενό γεφύρι
θα το περάσουμε μαζί
θα 'ναι η καρδιά σου παραθύρι
τα λόγια σου παλιό κρασί.
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος
Άλκηστις Πρωτοψάλτη & Αντώνης Καλογιάννης
(απο το δίσκο "Γράμματα στο Μακρυγιάννη και άλλα λαϊκά, 1979) 


Σεπτέμβριο τη λέγανε την πέτρα που δεν κύλησε....

Εκείνο που μας ένωσε
εκείνο και μας χώρισε.
Κι αυτό που δεν προχώρησε 
δεν ήμασταν εμείς. 
Σεπτέμβριο το λέγανε 
το κύμα που μας γνώρισε. 
Τι κρίμα που δεν ένοιωσε 
κανένανε κανείς. 

Χωριστά θα μας βρει ο καινούργιος χειμώνας,
με πουλόβερ καινούργια και παλτά περσινά.
Μια κουρτίνα μπροστά ο καινούργιος χειμώνας
που θα γράφει στην ούγια: "Δυο καρδιές χωριστά".

Εκείνο που μας ένωσε
εκείνο θα μετρήσει.
Το αίνιγμα κι η λύση
δεν ήμασταν εμείς.
Σεπτέμβριο τη λέγανε
την πέτρα που δεν κύλησε.
Και πες της πως δε φίλησε
κανένανε κανείς.

Μάνος Τσιλιμίδης, Σταμάτης Κραουνάκης, Βίκυ Μοσχολιού 
(από το δίσκο "Καινούργιο πράγμα",1992)




Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Ούτε Γερμανός ούτε φιλόσοφος.....Φρίντριχ Νίτσε


Edvard Munch, Portrait of Freidrich Nietzsche, 1906.
_____________

«Ακούστε με! Διότι είμαι αυτός κι αυτός. 
Μη με συγχέετε, προπάντων, με κάποιον άλλον!»

Ούτε Γερμανός ούτε φιλόσοφος.....

Ο Φρίντριχ Νίτσε υπήρξε, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται στο «Ίδε ο άνθρωπος», ένας «pur sang [καθαρόαιμος] Πολωνός ευγενής, στις φλέβες του οποίου δεν υπάρχει ούτε μία σταγόνα κακού αίματος, πόσω μάλλον γερμανικού» και όπως λίγο παρακάτω δηλώνει: «τη μικρότερη συγγένεια την έχει κανείς με τους γονείς του: θα ήταν το πιο ακραίο σημάδι μικρότητας το να νιώθει κανείς συγγενής με τους γονείς του».

Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους «φιλοσόφους», παρόλο που κανέναν φιλοσοφικό χάρτη δεν επεδίωξε να συμπληρώσει, σε καμιά πεποίθηση δεν προσκολλήθηκε, ούτε καν δική του, για οπαδούς δεν έψαξε,  τουναντίον, τους καλούσε επιμόνως να τον απαρνηθούν και να βρουν τον εαυτό τους.

Ο Νίτσε έζησε πεθαίνοντας και γεννήθηκε μετά τον θάνατό του. Από τις 14 Ιουνίου του 1879, όταν υπέβαλε την παραίτησή του στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας λόγω της επιδεινωμένης κατάστασης της υγείας του και για τα επόμενα δέκα χρόνια, δηλαδή  
έως το 1889, έζησε ως περιπλανώμενος στοχαστής: Βενετία, Νίκαια, Σορρέντο, Σιλς Μαρία, Τορίνο. 

Παντού τον ακολουθούσε το ίδιο σκηνικό: το φτωχικό δωμάτιο με τα σκοροφαγωμένα έπιπλα, τα άπειρα φάρμακα στα ράφια για τους πονοκεφάλους, τους σπασμωδικούς εμετούς, τη δυσπεψία, την αϋπνία, η εξασθενημένη όρασή του που άγγιζε τα όρια της τύφλωσης κι εκείνη η φοβερή μοναξιά.

Ωστόσο μόνο τότε, δηλαδή όταν διέρρηξε κάθε δεσμό με το παρελθόν του, με την πατρίδα του, με τον χριστιανισμό και την ηθική, κατάφερε να μεταμορφωθεί, να αποκτήσει συνείδηση της ελευθερίας του και να στρέψει το βλέμμα του προς το μέλλον. 

Η σχέση του με την αλήθεια ήταν ένα αδηφάγο και ανεξάντλητο πάθος. «Πόση αλήθεια αντέχει, πόση αλήθεια τολμάει ένα πνεύμα;» Η εκρηκτική δύναμη του πνεύματός του στράφηκε τόσο προς τα έξω, όσο και προς τον ίδιο του τον εαυτό. 

Η μοναξιά, μέσα στην οποία συντελέστηκαν οι συχνά βίαιες και επώδυνες μεταμορφώσεις του πνεύματός του,  μετατράπηκε στην έσχατη μορφή της, σε υπέρτατη και τρομακτική εγκατάλειψη: «Ύστερα από μια τέτοιου είδους επίκληση, όπως αυτή του Ζαρατούστρα μου, η οποία γεννήθηκε από τα κατάβαθα της ψυχής μου, ποιος να το περίμενε ότι δε θα άκουγα ούτε μία λέξη για απάντηση, τίποτα, τίποτα, πάντα μόνο τη βουβή μοναξιά, που μπορεί να καταστρέψει ακόμα και τον πιο δυνατό άνθρωπο - αχ, κι εγώ δεν είμαι ο "πιο δυνατός" », γράφει στον Όβερμπεκ, τον Ιούνιο του 1887.

Ecce Homo (Portrait of Friedrich Nietzsche), Léon Spilliaert, 1901
________

«..όταν όλοι σας θα με έχετε απαρνηθεί, θα επιστρέψω σ’ εσάς...»

— Ανάμεσα στα κείμενά μου ο Ζαρατούστρα μου ξεχωρίζει. Με αυτόν έκανα στην ανθρωπότητα το μεγαλύτερο δώρο που της έκαναν ποτέ μέχρι τώρα. Τούτο το βιβλίο, με μια φωνή που διατρέχει τις χιλιετίες, δεν είναι μόνο το πιο υψηλό βιβλίο που υπάρχει, το πραγματικό βιβλίο του αέρα των υψών —ολόκληρο το γεγονός «άνθρωπος» βρίσκεται κάτω από αυτό σε τεράστια απόσταση—, είναι και το πιο βαθύ, γεννημένο από τον μυχιότατο πλούτο της αλήθειας, ένα αστείρευτο πηγάδι στο οποίο όποιος κουβάς κατεβαίνει ανεβαίνει έπειτα γεμάτος με χρυσάφι και αγαθότητα. 

Εδώ δε μιλά κανένας «προφήτης», κανένα από εκείνα τα φρικτά υβρίδια της αρρώστιας και της θέλησης για δύναμη, τα οποία ονομάζονται ιδρυτές θρησκειών. Προπάντων πρέπει κανείς να ακούσει σωστά τον τόνο που βγαίνει από αυτό το στόμα, αυτόν τον αλκυόνειο τόνο, για να μην αδικήσει οικτρά το νόημα της σοφίας του.  σκέψεις που έρχονται με πόδια περιστεριού οδηγούν τον κόσμο —.

Τα σύκα πέφτουν από τα δέντρα, είναι καλά και γλυκά: και καθώς πέφτουν, σχίζεται η μαβιά τους φλούδα. Είμαι ένας βοριάς για τα ώριμα σύκα.

Έτσι, σαν τα σύκα, πέφτουν επάνω σας τούτες οι διδασκαλίες, φίλοι μου: ρουφήξτε τώρα τον χυμό τους και τη γλυκιά τους σάρκα! Φθινόπωρο είναι ολόγυρα και καθαρός ουρανός κι απομεσήμερο.

Εδώ δε μιλά ένας φανατικός, εδώ κανένας δεν κάνει «κήρυγμα», εδώ κανένας δεν απαιτεί πίστη: από μιαν απέραντη φωταύγεια και άβυσσο ευτυχίας πέφτει η μία σταγόνα μετά την άλλη, η μία λέξη μετά την άλλη — μια τρυφερή βραδύτητα είναι το τέμπο αυτών των λόγων. 

Τέτοιου είδους πράγματα φτάνουν μόνο στα αυτιά των εκλεκτών· είναι ασύγκριτο προνόμιο να είσαι εδώ ακροατής· κανένας δεν έχει την ελευθερία να επιλέξει να έχει αυτιά για τον Ζαρατούστρα...

 Όλα αυτά όμως δεν κάνουν τον Ζαρατούστρα πλανευτή;... Τι λέει άραγε ο ίδιος, όταν επιστρέφει για πρώτη φορά στη μοναξιά του; Ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι θα έλεγε κάθε «σοφός», «άγιος», «λυτρωτής του κόσμου» και οποιοσδήποτε παρακμιακός σε ανάλογη περίπτωση... 'Οχι μόνο μιλά διαφορετικά, είναι και διαφορετικός...

Μόνος φεύγω τώρα, μαθητές μου! Κι εσείς φύγετε τώρα και να είστε μόνοι! Έτσι θέλω να γίνει.

Φύγετε μακριά από μένα και φυλαχτείτε από τον Ζαρατούστρα! Κι ακόμα καλύτερα: ντραπείτε γι’ αυτόν! Ίσως σας εξαπάτησε.

Ο άνθρωπος της γνώσης πρέπει όχι μόνο να αγαπά τους εχθρούς του, πρέπει και να μπορεί να μισεί τους φίλους του.

Ντροπιάζει κανείς τον δάσκαλο όταν μένει για πάντα μόνο μαθητής. Και γιατί δε θέλετε να μαδήσετε το στεφάνι μου;

Με σέβεστε: τι θα γίνει όμως αν μια μέρα ανατραπεί ο σεβασμός σας; Φυλαχτείτε μη σας καταπλακώσει κανένα άγαλμα!

Λέτε ότι πιστεύετε στον Ζαρατούστρα; Όμως πόση σημασία έχει ο Ζαρατούστρα! Είστε οι πιστοί μου, αλλά πόση σημασία έχουν γενικά οι πιστοί!

Δεν είχατε αναζητήσει ακόμα τον εαυτό σας: τότε με βρήκατε. Έτσι κάνουν όλοι οι πιστοί· γι’ αυτό αξίζει τόσο λίγο οποιαδήποτε πίστη.

Τώρα σας καλώ να με εγκαταλείψετε και να βρείτε τον εαυτό σας· και μόνον όταν όλοι σας θα με έχετε απαρνηθεί, θα επιστρέψω σ’ εσάς...



«Ένας διθύραμβος στην καθαροσύνη...»

Ολόκληρος ο Ζαρατούστρα μου είναι ένας διθύραμβος στη μοναξιά ή, αν έχω γίνει κατανοητός, στην καθαροσύνη... Ευτυχώς όχι στην καθαρή μωρία. 

—Όποιος έχει μάτια για χρώματα θα τον αποκαλέσει διαμαντένιο. — Η αηδία για τον άνθρωπο, για τον «όχλο» ήταν πάντα ο μεγαλύτερός μου κίνδυνος... Θέλετε να ακούσετε τα λόγια με τα οποία ο Ζαρατούστρα μιλά για τη λύτρωση από την αηδία;

Μα τι μου συνέβη; Πώς λυτρώθηκα από την αηδία; Ποιος έκανε το μάτι μου να ξανανιώσει; Πώς κατάφερα να πετάξω σε ύψη όπου κανένας όχλος δεν κάθεται πια δίπλα στην πηγή;

Μήπως η ίδια η αηδία μού έδωσε φτερά και δυνάμεις που με οδηγούν στις πηγές; Ειλικρινά, έπρεπε να πετάξω στα απώτατα ύψη για να ξαναβρώ την πηγή της χαράς! —

Ω, τη βρήκα, αδελφοί μου! Εδώ, στα απώτατα ύψη, αναβλύζει για μένα η πηγή της χαράς! Και υπάρχει μια ζωή στην οποία κανένας όχλος δεν πίνει μαζί με μένα!

Πολύ ορμητικά ρέεις για μένα, πηγή της χαράς! Και συχνά αδειάζεις πάλι την κούπα, επειδή θέλεις να τη γεμίσεις. 

Και πρέπει ακόμα να μάθω να σε πλησιάζω πιο συγκρατημένα: πολύ ορμητικά ρέει ακόμα η καρδιά μου προς εσένα:

— η καρδιά μου, πάνω στην οποία καίγεται το καλοκαίρι μου, το σύντομο, καυτό, μελαγχολικό, πασίχαρο καλοκαίρι: πόσο ποθεί η καλοκαιρινή μου καρδιά τη δροσιά σου!

Έσβησε η διστακτική θλίψη της άνοιξής μου! Πέρασαν οι χιονονιφάδες της κακίας μου τον Ιούνιο! Καλοκαίρι έγινα ολόκληρος και καλοκαιριάτικο μεσημέρι.

Ένα καλοκαίρι στα μεγαλύτερα ύψη με τις κρύες πηγές και τη μακάρια ηρεμία: ω, ελάτε, φίλοι μου, για να γίνει η ηρεμία ακόμα πιο μακάρια!

Διότι αυτό είναι το ύψος μας και η πατρίδα μας: εμείς εδώ κατοικούμε, σε μέρος πολύ ψηλό κι απόκρημνο για όλους τους ρυπαρούς και για τη δίψα τους.

Μα τώρα στρέψτε τα καθαρά σας μάτια στην πηγή της χαράς μου, φίλοι μου! Πώς θα μπορούσε αυτό να τη θολώσει; Σαν απάντηση θα σας χαμογελάσει με την καθαρότητά της.

Στο δέντρο που το λένε Μέλλον χτίζουμε τη φωλιά μας· αετοί θα φέρνουν σε εμάς τους μοναχικούς τροφή μέσα στα ράμφη τους!

Ειλικρινά, τροφή από την οποία δε θα μπορούσαν να φάνε οι ρυπαροί! Φωτιά θα νόμιζαν πως τρώνε και θα κατακαίγονταν τα στόματά τους!

Ειλικρινά, εμείς εδώ δεν έχουμε χτίσει φωλιές για τους ρυπαρούς! Το σώμα και το πνεύμα τους θα αποκαλούσαν σπηλιά από πάγο τη δική μας ευτυχία!

Και σαν δυνατοί άνεμοι θα ζήσουμε πάνω από αυτούς, γείτονες των αετών, γείτονες του χιονιού, γείτονες του ήλιου: έτσι ζουν οι δυνατοί άνεμοι.

Και σαν άνεμος μια μέρα θα φυσήξω ανάμεσά τους και με το πνεύμα μου θα πάρω την ανάσα από το πνεύμα τους: έτσι το θέλει το μέλλον μου.

Ειλικρινά, ένας δυνατός άνεμος είναι ο Ζαρατούστρα για όλα τα χαμηλώματα: και δίνει αυτήν τη συμβουλή στους εχθρούς του και σε καθετί που φτύνει και ξερνά: προσέξτε, μη φτύσετε κόντρα στον άνεμο!...

Φρίντριχ Νίτσε, Γιατί είμαι τόσο σοφός, μτφρ. Εύη Μαυρομάτη, εκδόσεις Πατάκη


Ο Νίτσε συνέλαβε την ιδέα του Ζαρατούστρα χάρη σ’αυτή την πέτρα, στις όχθες της λίμνης Silvaplana, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος στο «Ίδε ο άνθρωπος»
___________