Edvard Munch, Portrait of Freidrich Nietzsche, 1906.
_____________
«Ακούστε με! Διότι είμαι αυτός κι αυτός.
Μη με συγχέετε, προπάντων, με κάποιον άλλον!»
Ούτε Γερμανός ούτε φιλόσοφος.....
Ο Φρίντριχ Νίτσε υπήρξε, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται στο «Ίδε ο άνθρωπος», ένας «pur sang [καθαρόαιμος] Πολωνός ευγενής, στις φλέβες του οποίου δεν υπάρχει ούτε μία σταγόνα κακού αίματος, πόσω μάλλον γερμανικού» και όπως λίγο παρακάτω δηλώνει: «τη μικρότερη συγγένεια την έχει κανείς με τους γονείς του: θα ήταν το πιο ακραίο σημάδι μικρότητας το να νιώθει κανείς συγγενής με τους γονείς του».
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους «φιλοσόφους», παρόλο που κανέναν φιλοσοφικό χάρτη δεν επεδίωξε να συμπληρώσει, σε καμιά πεποίθηση δεν προσκολλήθηκε, ούτε καν δική του, για οπαδούς δεν έψαξε, τουναντίον, τους καλούσε επιμόνως να τον απαρνηθούν και να βρουν τον εαυτό τους.
Ο Νίτσε έζησε πεθαίνοντας και γεννήθηκε μετά τον θάνατό του. Από τις 14 Ιουνίου του 1879, όταν υπέβαλε την παραίτησή του στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας λόγω της επιδεινωμένης κατάστασης της υγείας του και για τα επόμενα δέκα χρόνια, δηλαδή
έως το 1889, έζησε ως περιπλανώμενος στοχαστής: Βενετία, Νίκαια, Σορρέντο, Σιλς Μαρία, Τορίνο.
Παντού τον ακολουθούσε το ίδιο σκηνικό: το φτωχικό δωμάτιο με τα σκοροφαγωμένα έπιπλα, τα άπειρα φάρμακα στα ράφια για τους πονοκεφάλους, τους σπασμωδικούς εμετούς, τη δυσπεψία, την αϋπνία, η εξασθενημένη όρασή του που άγγιζε τα όρια της τύφλωσης κι εκείνη η φοβερή μοναξιά.
Ωστόσο μόνο τότε, δηλαδή όταν διέρρηξε κάθε δεσμό με το παρελθόν του, με την πατρίδα του, με τον χριστιανισμό και την ηθική, κατάφερε να μεταμορφωθεί, να αποκτήσει συνείδηση της ελευθερίας του και να στρέψει το βλέμμα του προς το μέλλον.
Η σχέση του με την αλήθεια ήταν ένα αδηφάγο και ανεξάντλητο πάθος. «Πόση αλήθεια αντέχει, πόση αλήθεια τολμάει ένα πνεύμα;» Η εκρηκτική δύναμη του πνεύματός του στράφηκε τόσο προς τα έξω, όσο και προς τον ίδιο του τον εαυτό.
Η μοναξιά, μέσα στην οποία συντελέστηκαν οι συχνά βίαιες και επώδυνες μεταμορφώσεις του πνεύματός του, μετατράπηκε στην έσχατη μορφή της, σε υπέρτατη και τρομακτική εγκατάλειψη: «Ύστερα από μια τέτοιου είδους επίκληση, όπως αυτή του Ζαρατούστρα μου, η οποία γεννήθηκε από τα κατάβαθα της ψυχής μου, ποιος να το περίμενε ότι δε θα άκουγα ούτε μία λέξη για απάντηση, τίποτα, τίποτα, πάντα μόνο τη βουβή μοναξιά, που μπορεί να καταστρέψει ακόμα και τον πιο δυνατό άνθρωπο - αχ, κι εγώ δεν είμαι ο "πιο δυνατός" », γράφει στον Όβερμπεκ, τον Ιούνιο του 1887.
Ecce Homo (Portrait of Friedrich Nietzsche), Léon Spilliaert, 1901
________
Εδώ δε μιλά κανένας «προφήτης», κανένα από εκείνα τα φρικτά υβρίδια της αρρώστιας και της θέλησης για δύναμη, τα οποία ονομάζονται ιδρυτές θρησκειών. Προπάντων πρέπει κανείς να ακούσει σωστά τον τόνο που βγαίνει από αυτό το στόμα, αυτόν τον αλκυόνειο τόνο, για να μην αδικήσει οικτρά το νόημα της σοφίας του. σκέψεις που έρχονται με πόδια περιστεριού οδηγούν τον κόσμο —.
Τα σύκα πέφτουν από τα δέντρα, είναι καλά και γλυκά: και καθώς πέφτουν, σχίζεται η μαβιά τους φλούδα. Είμαι ένας βοριάς για τα ώριμα σύκα.
Έτσι, σαν τα σύκα, πέφτουν επάνω σας τούτες οι διδασκαλίες, φίλοι μου: ρουφήξτε τώρα τον χυμό τους και τη γλυκιά τους σάρκα! Φθινόπωρο είναι ολόγυρα και καθαρός ουρανός κι απομεσήμερο.
Εδώ δε μιλά ένας φανατικός, εδώ κανένας δεν κάνει «κήρυγμα», εδώ κανένας δεν απαιτεί πίστη: από μιαν απέραντη φωταύγεια και άβυσσο ευτυχίας πέφτει η μία σταγόνα μετά την άλλη, η μία λέξη μετά την άλλη — μια τρυφερή βραδύτητα είναι το τέμπο αυτών των λόγων.
Ολόκληρος ο Ζαρατούστρα μου είναι ένας διθύραμβος στη μοναξιά ή, αν έχω γίνει κατανοητός, στην καθαροσύνη... Ευτυχώς όχι στην καθαρή μωρία.
—Όποιος έχει μάτια για χρώματα θα τον αποκαλέσει διαμαντένιο. — Η αηδία για τον άνθρωπο, για τον «όχλο» ήταν πάντα ο μεγαλύτερός μου κίνδυνος... Θέλετε να ακούσετε τα λόγια με τα οποία ο Ζαρατούστρα μιλά για τη λύτρωση από την αηδία;
Μα τι μου συνέβη; Πώς λυτρώθηκα από την αηδία; Ποιος έκανε το μάτι μου να ξανανιώσει; Πώς κατάφερα να πετάξω σε ύψη όπου κανένας όχλος δεν κάθεται πια δίπλα στην πηγή;
Μήπως η ίδια η αηδία μού έδωσε φτερά και δυνάμεις που με οδηγούν στις πηγές; Ειλικρινά, έπρεπε να πετάξω στα απώτατα ύψη για να ξαναβρώ την πηγή της χαράς! —
Ω, τη βρήκα, αδελφοί μου! Εδώ, στα απώτατα ύψη, αναβλύζει για μένα η πηγή της χαράς! Και υπάρχει μια ζωή στην οποία κανένας όχλος δεν πίνει μαζί με μένα!
Πολύ ορμητικά ρέεις για μένα, πηγή της χαράς! Και συχνά αδειάζεις πάλι την κούπα, επειδή θέλεις να τη γεμίσεις.
Και πρέπει ακόμα να μάθω να σε πλησιάζω πιο συγκρατημένα: πολύ ορμητικά ρέει ακόμα η καρδιά μου προς εσένα:
— η καρδιά μου, πάνω στην οποία καίγεται το καλοκαίρι μου, το σύντομο, καυτό, μελαγχολικό, πασίχαρο καλοκαίρι: πόσο ποθεί η καλοκαιρινή μου καρδιά τη δροσιά σου!
Έσβησε η διστακτική θλίψη της άνοιξής μου! Πέρασαν οι χιονονιφάδες της κακίας μου τον Ιούνιο! Καλοκαίρι έγινα ολόκληρος και καλοκαιριάτικο μεσημέρι.
Ένα καλοκαίρι στα μεγαλύτερα ύψη με τις κρύες πηγές και τη μακάρια ηρεμία: ω, ελάτε, φίλοι μου, για να γίνει η ηρεμία ακόμα πιο μακάρια!
Διότι αυτό είναι το ύψος μας και η πατρίδα μας: εμείς εδώ κατοικούμε, σε μέρος πολύ ψηλό κι απόκρημνο για όλους τους ρυπαρούς και για τη δίψα τους.
Μα τώρα στρέψτε τα καθαρά σας μάτια στην πηγή της χαράς μου, φίλοι μου! Πώς θα μπορούσε αυτό να τη θολώσει; Σαν απάντηση θα σας χαμογελάσει με την καθαρότητά της.
Στο δέντρο που το λένε Μέλλον χτίζουμε τη φωλιά μας· αετοί θα φέρνουν σε εμάς τους μοναχικούς τροφή μέσα στα ράμφη τους!
Ειλικρινά, τροφή από την οποία δε θα μπορούσαν να φάνε οι ρυπαροί! Φωτιά θα νόμιζαν πως τρώνε και θα κατακαίγονταν τα στόματά τους!
Ειλικρινά, εμείς εδώ δεν έχουμε χτίσει φωλιές για τους ρυπαρούς! Το σώμα και το πνεύμα τους θα αποκαλούσαν σπηλιά από πάγο τη δική μας ευτυχία!
Και σαν δυνατοί άνεμοι θα ζήσουμε πάνω από αυτούς, γείτονες των αετών, γείτονες του χιονιού, γείτονες του ήλιου: έτσι ζουν οι δυνατοί άνεμοι.
Και σαν άνεμος μια μέρα θα φυσήξω ανάμεσά τους και με το πνεύμα μου θα πάρω την ανάσα από το πνεύμα τους: έτσι το θέλει το μέλλον μου.
Ειλικρινά, ένας δυνατός άνεμος είναι ο Ζαρατούστρα για όλα τα χαμηλώματα: και δίνει αυτήν τη συμβουλή στους εχθρούς του και σε καθετί που φτύνει και ξερνά: προσέξτε, μη φτύσετε κόντρα στον άνεμο!...
Τα σύκα πέφτουν από τα δέντρα, είναι καλά και γλυκά: και καθώς πέφτουν, σχίζεται η μαβιά τους φλούδα. Είμαι ένας βοριάς για τα ώριμα σύκα.
Έτσι, σαν τα σύκα, πέφτουν επάνω σας τούτες οι διδασκαλίες, φίλοι μου: ρουφήξτε τώρα τον χυμό τους και τη γλυκιά τους σάρκα! Φθινόπωρο είναι ολόγυρα και καθαρός ουρανός κι απομεσήμερο.
Εδώ δε μιλά ένας φανατικός, εδώ κανένας δεν κάνει «κήρυγμα», εδώ κανένας δεν απαιτεί πίστη: από μιαν απέραντη φωταύγεια και άβυσσο ευτυχίας πέφτει η μία σταγόνα μετά την άλλη, η μία λέξη μετά την άλλη — μια τρυφερή βραδύτητα είναι το τέμπο αυτών των λόγων.
Τέτοιου είδους πράγματα φτάνουν μόνο στα αυτιά των εκλεκτών· είναι ασύγκριτο προνόμιο να είσαι εδώ ακροατής· κανένας δεν έχει την ελευθερία να επιλέξει να έχει αυτιά για τον Ζαρατούστρα...
Όλα αυτά όμως δεν κάνουν τον Ζαρατούστρα πλανευτή;... Τι λέει άραγε ο ίδιος, όταν επιστρέφει για πρώτη φορά στη μοναξιά του; Ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι θα έλεγε κάθε «σοφός», «άγιος», «λυτρωτής του κόσμου» και οποιοσδήποτε παρακμιακός σε ανάλογη περίπτωση... 'Οχι μόνο μιλά διαφορετικά, είναι και διαφορετικός...
Μόνος φεύγω τώρα, μαθητές μου! Κι εσείς φύγετε τώρα και να είστε μόνοι! Έτσι θέλω να γίνει.
Φύγετε μακριά από μένα και φυλαχτείτε από τον Ζαρατούστρα! Κι ακόμα καλύτερα: ντραπείτε γι’ αυτόν! Ίσως σας εξαπάτησε.
Ο άνθρωπος της γνώσης πρέπει όχι μόνο να αγαπά τους εχθρούς του, πρέπει και να μπορεί να μισεί τους φίλους του.
Ντροπιάζει κανείς τον δάσκαλο όταν μένει για πάντα μόνο μαθητής. Και γιατί δε θέλετε να μαδήσετε το στεφάνι μου;
Με σέβεστε: τι θα γίνει όμως αν μια μέρα ανατραπεί ο σεβασμός σας; Φυλαχτείτε μη σας καταπλακώσει κανένα άγαλμα!
Λέτε ότι πιστεύετε στον Ζαρατούστρα; Όμως πόση σημασία έχει ο Ζαρατούστρα! Είστε οι πιστοί μου, αλλά πόση σημασία έχουν γενικά οι πιστοί!
Δεν είχατε αναζητήσει ακόμα τον εαυτό σας: τότε με βρήκατε. Έτσι κάνουν όλοι οι πιστοί· γι’ αυτό αξίζει τόσο λίγο οποιαδήποτε πίστη.
Τώρα σας καλώ να με εγκαταλείψετε και να βρείτε τον εαυτό σας· και μόνον όταν όλοι σας θα με έχετε απαρνηθεί, θα επιστρέψω σ’ εσάς...
Μόνος φεύγω τώρα, μαθητές μου! Κι εσείς φύγετε τώρα και να είστε μόνοι! Έτσι θέλω να γίνει.
Φύγετε μακριά από μένα και φυλαχτείτε από τον Ζαρατούστρα! Κι ακόμα καλύτερα: ντραπείτε γι’ αυτόν! Ίσως σας εξαπάτησε.
Ο άνθρωπος της γνώσης πρέπει όχι μόνο να αγαπά τους εχθρούς του, πρέπει και να μπορεί να μισεί τους φίλους του.
Ντροπιάζει κανείς τον δάσκαλο όταν μένει για πάντα μόνο μαθητής. Και γιατί δε θέλετε να μαδήσετε το στεφάνι μου;
Με σέβεστε: τι θα γίνει όμως αν μια μέρα ανατραπεί ο σεβασμός σας; Φυλαχτείτε μη σας καταπλακώσει κανένα άγαλμα!
Λέτε ότι πιστεύετε στον Ζαρατούστρα; Όμως πόση σημασία έχει ο Ζαρατούστρα! Είστε οι πιστοί μου, αλλά πόση σημασία έχουν γενικά οι πιστοί!
Δεν είχατε αναζητήσει ακόμα τον εαυτό σας: τότε με βρήκατε. Έτσι κάνουν όλοι οι πιστοί· γι’ αυτό αξίζει τόσο λίγο οποιαδήποτε πίστη.
Τώρα σας καλώ να με εγκαταλείψετε και να βρείτε τον εαυτό σας· και μόνον όταν όλοι σας θα με έχετε απαρνηθεί, θα επιστρέψω σ’ εσάς...
«Ένας διθύραμβος στην καθαροσύνη...»
—Όποιος έχει μάτια για χρώματα θα τον αποκαλέσει διαμαντένιο. — Η αηδία για τον άνθρωπο, για τον «όχλο» ήταν πάντα ο μεγαλύτερός μου κίνδυνος... Θέλετε να ακούσετε τα λόγια με τα οποία ο Ζαρατούστρα μιλά για τη λύτρωση από την αηδία;
Μα τι μου συνέβη; Πώς λυτρώθηκα από την αηδία; Ποιος έκανε το μάτι μου να ξανανιώσει; Πώς κατάφερα να πετάξω σε ύψη όπου κανένας όχλος δεν κάθεται πια δίπλα στην πηγή;
Μήπως η ίδια η αηδία μού έδωσε φτερά και δυνάμεις που με οδηγούν στις πηγές; Ειλικρινά, έπρεπε να πετάξω στα απώτατα ύψη για να ξαναβρώ την πηγή της χαράς! —
Ω, τη βρήκα, αδελφοί μου! Εδώ, στα απώτατα ύψη, αναβλύζει για μένα η πηγή της χαράς! Και υπάρχει μια ζωή στην οποία κανένας όχλος δεν πίνει μαζί με μένα!
Πολύ ορμητικά ρέεις για μένα, πηγή της χαράς! Και συχνά αδειάζεις πάλι την κούπα, επειδή θέλεις να τη γεμίσεις.
Και πρέπει ακόμα να μάθω να σε πλησιάζω πιο συγκρατημένα: πολύ ορμητικά ρέει ακόμα η καρδιά μου προς εσένα:
— η καρδιά μου, πάνω στην οποία καίγεται το καλοκαίρι μου, το σύντομο, καυτό, μελαγχολικό, πασίχαρο καλοκαίρι: πόσο ποθεί η καλοκαιρινή μου καρδιά τη δροσιά σου!
Έσβησε η διστακτική θλίψη της άνοιξής μου! Πέρασαν οι χιονονιφάδες της κακίας μου τον Ιούνιο! Καλοκαίρι έγινα ολόκληρος και καλοκαιριάτικο μεσημέρι.
Ένα καλοκαίρι στα μεγαλύτερα ύψη με τις κρύες πηγές και τη μακάρια ηρεμία: ω, ελάτε, φίλοι μου, για να γίνει η ηρεμία ακόμα πιο μακάρια!
Διότι αυτό είναι το ύψος μας και η πατρίδα μας: εμείς εδώ κατοικούμε, σε μέρος πολύ ψηλό κι απόκρημνο για όλους τους ρυπαρούς και για τη δίψα τους.
Μα τώρα στρέψτε τα καθαρά σας μάτια στην πηγή της χαράς μου, φίλοι μου! Πώς θα μπορούσε αυτό να τη θολώσει; Σαν απάντηση θα σας χαμογελάσει με την καθαρότητά της.
Στο δέντρο που το λένε Μέλλον χτίζουμε τη φωλιά μας· αετοί θα φέρνουν σε εμάς τους μοναχικούς τροφή μέσα στα ράμφη τους!
Ειλικρινά, τροφή από την οποία δε θα μπορούσαν να φάνε οι ρυπαροί! Φωτιά θα νόμιζαν πως τρώνε και θα κατακαίγονταν τα στόματά τους!
Ειλικρινά, εμείς εδώ δεν έχουμε χτίσει φωλιές για τους ρυπαρούς! Το σώμα και το πνεύμα τους θα αποκαλούσαν σπηλιά από πάγο τη δική μας ευτυχία!
Και σαν δυνατοί άνεμοι θα ζήσουμε πάνω από αυτούς, γείτονες των αετών, γείτονες του χιονιού, γείτονες του ήλιου: έτσι ζουν οι δυνατοί άνεμοι.
Και σαν άνεμος μια μέρα θα φυσήξω ανάμεσά τους και με το πνεύμα μου θα πάρω την ανάσα από το πνεύμα τους: έτσι το θέλει το μέλλον μου.
Ειλικρινά, ένας δυνατός άνεμος είναι ο Ζαρατούστρα για όλα τα χαμηλώματα: και δίνει αυτήν τη συμβουλή στους εχθρούς του και σε καθετί που φτύνει και ξερνά: προσέξτε, μη φτύσετε κόντρα στον άνεμο!...
Φρίντριχ Νίτσε, Γιατί είμαι τόσο σοφός, μτφρ. Εύη Μαυρομάτη, εκδόσεις Πατάκη
Ο Νίτσε συνέλαβε την ιδέα του Ζαρατούστρα χάρη σ’αυτή την πέτρα, στις όχθες της λίμνης Silvaplana, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος στο «Ίδε ο άνθρωπος»
___________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου