Ήταν η αρχή του τέλους.
Το σκίτσο παρουσιάστηκε στην τηλεόραση, στην εκπομπή του θεωρητικού της χούντας Γεώργιου Γεωργαλά, σε μια προσπάθεια αντιστροφής του νοήματός του. Το σχόλιο ήταν περίπου πως ιδού, ακόμα και ο σκιτσογράφος του «Βήματος» προβλέπει μια βροχή από ΝΑΙ και μόνο ένας γεροντάκος πάει να ψηφίσει ΟΧΙ.
«..βγάλαμε τον πρώτο, βάλαμε τον δεύτερο και τον τρίτο και τον εκατοστό....»
Βαγγέλης Παυλίδης
Πράγματι, στις 29 Ιουλίου θα διενεργηθεί δημοψήφισμα μεταβολής πολιτεύματος σε προεδρευομένη δημοκρατία, με χαλκευμένο αποτέλεσμα “ΝΑΙ” 78,4% και “ΟΧΙ” 21,6%.
Στις 19 Αυγούστου ο δικτάτορας ορκίζεται «πρόεδρος» της Δημοκρατίας για 8 χρόνια και στις 8 Οχτωβρίου ορκίζεται κυβέρνηση πολιτικού προσωπείου υπό τον Σπ. Μαρκεζίνη. Την ορκωμοσία θα τελέσει ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.
Ήταν η αρχή του τέλους.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Αμέσως μετά το φοβερό εκείνο γεγονός που μας συνέβη ξαφνικά, εν ώρα ύπνου, ήρθε στην υπηρεσία μας μια διαταγή που έλεγε πως σε κάθε γραφείο, έπρεπε να μπει η φωτογραφία του δικτάτορα. Ήταν απ’ τα χειρότερα που θα μπορούσαν να συμβούν... Βέβαια, θα μου πείτε υπάλληλοι είμαστε, υπάλληλοι του κράτους..., όποια φωτογραφία και να κρεμάσουμε στον τοίχο, δεν αλλάζει τίποτα, ούτε και τίποτα αποδεικνύει... Πρώτα είχαμε άλλονε στον τοίχο, μετά ήρθε κάποιος άλλος, βγάλαμε τον πρώτο, βάλαμε τον δεύτερο και τον τρίτο και τον εκατοστό. Γελώντας τους κατεβάζαμε, βλαστημώντας τους ανεβάζαμε, έτσι, μεταξύ τυρού και αχλαδίου.
Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, υφυπουργός Εθνικής Άμυνας της κυβέρνησης Κέντρου που σχηματίσθηκε μετά τις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964.
(Στον τοίχο η φωτογραφία του Βασιλιά Κωνσταντίνου Β’)
Ο Γρηγόριος Σπαντιδάκης ως υπουργός Εθνικής Άμυνας στην πρώτη χουντική «κυβέρνηση». Στον τοίχο οι φωτογραφίες του Βασιλιά Κωνσταντίνου Β’ και της Βασίλισσας Άννας Μαρίας.
________________
Ο δικτάτορας στο συρτάρι....
Παρέλαβα, λοιπόν, τη φωτογραφία και την έβαλα μες στο συρτάρι του γραφείου μου. Κι έτσι, μπορούσα άνετα να σκύβω στη δουλειά μου, χωρίς να σκύβω στον δικτάτορα... Κι ένιωθα περήφανος γι’ αυτό κι η φωνή μέσα μου μού έλεγε: «Μπράβο, Μανόλη... Είσαι θαρραλέος, είσαι πατριώτης, είσαι δημοκράτης».
... Θυμάμαι, πολλές φορές όταν νεύριαζα με κάτι ή με κάποιον τιποτένιο προϊστάμενο, απ’ αυτούς που έσκυψαν αυτοστιγμεί τον αυχένα, θυμάμαι που έβαζα την παλάμη μου μέσα στο συρτάρι και μούντζωνα απανωτά τον δικτάτορα... Και ηρεμούσα!... Άλλοτε πάλι, τον έβγαζα έξω, μπροστά μου κι άρχιζα να τον στολίζω μ’ όλων των ειδών τις βρισιές και τις βλαστήμιες... Και ηρεμούσα και πάλι...
... Θυμάμαι, πολλές φορές όταν νεύριαζα με κάτι ή με κάποιον τιποτένιο προϊστάμενο, απ’ αυτούς που έσκυψαν αυτοστιγμεί τον αυχένα, θυμάμαι που έβαζα την παλάμη μου μέσα στο συρτάρι και μούντζωνα απανωτά τον δικτάτορα... Και ηρεμούσα!... Άλλοτε πάλι, τον έβγαζα έξω, μπροστά μου κι άρχιζα να τον στολίζω μ’ όλων των ειδών τις βρισιές και τις βλαστήμιες... Και ηρεμούσα και πάλι...
Όμως αυτά συνέβαιναν μονάχα όταν ήμουν μόνος μου. Γιατί θα πρέπει να σας υπενθυμίσω το κλίμα της τρομοκρατίας που επικρατούσε τότε, την φοβερή καχυποψία που μάς είχε καταλάβει όλους. Το φοβερό κάρφωμα που γινόταν από τους κάθε λογής σπιούνους και βολεψάκηδες... Και μπορούσα, βέβαια, να κάνω ό,τι θέλω με τη φωτογραφία, αλλά μόνον όταν ήμουν τελείως σίγουρος και ήσυχος πως δεν θα με δει κανείς, δεν θα μ’ ακούσουνε ούτε και οι τοίχοι...
Θα μου πείτε... και τι έκανα όταν ερχότανε κανένας;... Προϊστάμενος ήμουνα, διαρκώς η πόρτα μου χτυπούσε, όλο και κάποιος ερχόταν, κατώτερος υπάλληλος ή ανώτερός μου ή ακόμα και ένας απλός πολίτης, για παράπονα ή για πληροφορίες... Τι έκανα, λοιπόν, τότε;... Απλούστατα, μόλις χτυπούσε η πόρτα, άνοιγα αμέσως το συρτάρι με το, πάντα έτοιμο γι’ αυτό, χέρι μου, έπαιρνα τη φωτογραφία και γρήγορα την ακουμπούσα πάνω στο γραφείο μου... Μετά, έλεγα «εμπρός», έμπαινε αυτός ο κάποιος, κάναμε τ’ είχαμε να κάνουμε, έβλεπε τη φωτογραφία εις περίοπτον θέσιν, συμφώνως τη διαταγή, δεν έλεγε τίποτα - φανερά τουλάχιστον - κι έφευγε... Κι εγώ αμέσως την άρπαζα, την έχωνα γρήγορα στο συρτάρι και το ’κλεινα με μανία και αγωνιστική ευχαρίστηση... Και σ’ όποιον τύχαινε να με ρωτήσει γιατί την έχω πάνω στο γραφείο κι όχι ψηλά στον τοίχο, έλεγα π.χ. πως ο τοίχος δεν σηκώνει πρόκα, ή πως είναι καλύτερα στο γραφείο, φαίνεται καλύτερα... Την πρώτη απάντηση - αν καί επιφυλακτική, λόγω του φόβου που επικρατούσε — την έδινα σ’ αυτούς που καταλάβαινα πως δεν ήσαν ύποπτοι, στους συνεπείς δημοκράτες... Την δεύτερη, σ' αυτούς που ψιλιαζόμουν ότι μπορούσαν να με καρφώσουν που δεν κρέμασα τη φωτογραφία...
Και μπορώ να πω πως ένιωθα ότι κάνω κι εγώ κάτι ενάντια... Πως αντιστέκομαι. Κι η συνείδησίς μου μού το ’λεγε καθαρά: «Κρατήσου» μου ’λεγε «μη σκύψεις το κεφάλι».
Γελοιογραφία του Βαγγέλη Παυλίδη για την χούντα
__________
Όλ’ αυτά δεν ήσαν εύκολα... Όλη αυτή η αγωνία και η σκέψη μήπως και με βρουν χωρίς τη φωτογραφία, μ’ έκανε να ζω σε κατάσταση πολιορκίας, μ’ έκανε νευρικό, μ’ έκανε να ενεργώ γρήγορα, αστραπιαία, ταραγμένα... με αποτέλεσμα... να γδάρω το πάνω μέρος του χεριού μου, από τις πρώτες κι όλας επισκέψεις... «Η γάτα» έλεγα σ’ αυτούς που με ρωτούσανε. «Έχω μια γάτα που της αρέσει να παίζει μαζί μου, όπως με τον ποντικό»... Μπορεί αυτούς να τους έπειθα, αλλά το χέρι μου πονούσε, πονούσε πολύ, μια και το γδάρσιμο έγινε χτύπημα, το χτύπημα έγινε πληγή και η πληγή δεν έκλεινε ποτέ, μια και κάθε μέρα χτυπούσα το χέρι μου πολλές φορές και συνεχώς το μάτωνα... Οι συνάδελφοί μου απορούσαν με το γεγονός, έλεγαν δεν είναι δυνατόν ν’ αφήνω έτσι το χέρι μου, πρέπει να πάω σε γιατρό, ίσως να ’χω αιμοφιλία ή κάτι, τέλος πάντων, σοβαρό... Δεν ξέρανε αυτοί... Κι εγώ τους άφηνα με την απορία, αλλά και με τον θαυμασμό, πώς μπορούσα και τ’ άντεχα. Όσο για τον εαυτό μου, ένιωθα δυνατός και περήφανος. Έλεγα μέσα μου «Μανόλη... τόσοι και τόσοι σαπίζουνε στα μπουντρούμια, εσύ θα κάνεις ζήτημα;... Θα λιποψυχήσεις με μια τόση δα πληγή;»...
Και παρ’ όλους τους εφιάλτες που μου γέμιζαν τον ύπνο, παρ’ όλο το φόβο και τον τρόμο... κάθε μέρα σχεδόν έβλεπα πως βάζω το χέρι μου στο συρτάρι να πιάσω τη φωτογραφία και ή δεν εύρισκα τη φωτογραφία κι έμενα με την παλάμη μου κοκαλωμένη από αγκύλωση ή, ξαφνικά, λέει, το συρτάρι έκλεινε και μου ’πιανε το χέρι, ενώ συγχρόνως ακουγότανε ένα γέλιο χοντρό και κοροϊδευτικό, μαζί με φωνές βασανιστηρίων... παρ’ όλους, λοιπόν, τους εφιάλτες, τις μέρες και τις νύχτες, η συνείδησίς μου φώναζε μέσα μου: «Μπράβο!... Μπράβο!... Ακόμη λίγο και θα τον ρίξεις τον δικτάτορα. Η δημοκρατία θα νικήσει μόνο με τον αγώνα. Κρατήσου». Και κρατιόμουν... κι άντεχα... και περηφανευόμουν... Ώσπου, βέβαια, έπαθα γάγγραινα... Ευτυχώς ελαφράς μορφής, μόλις που την πρόλαβα, πήγα στο γιατρό «παρά λίγο να σαπίσεις» μου είπε, έδεσα το χέρι μου, ηρέμησα απ’ τους πόνους, αλλά πια συρτάρι τέρμα. Ήταν άδύνατον πια να το χρησιμοποιήσω... Άλλωστε.... άλλωστε ήταν γεγονός πια: είχα κουραστεί μ’ όλη αυτή την κωμωδία. Είχα αγανακτήσει με τον εαυτό μου!... Έλεγα μέσα μου «Μανόλη, ντροπή σου!... Δεν είναι δυνατόν!... Ή είσαι δημοκράτης ή δεν είσαι!... Κι αν μεν δεν είσαι, έχει καλώς, αν όμως είσαι, δεν μπορώ να καταλάβω τι σόι παιχνίδι παίζεις και γιατί... Σημασία έχει τι πιστεύεις μέσα σου κι όχι το συρτάρι. Δεν είναι το συρτάρι η ψυχή σου, Μανόλη!... Σταμάτα πια τα παιχνίδια. Ανάλαβε τις ευθύνες σου!...»
«Είσθε... όχι μόνον η χειρ και η φωνή του κράτους, αλλά και το όμμα και το ους αυτού»
Δεκέμβριος 1967. Γ. Παπαδόπουλος προς Νομάρχας.
(γελοιογραφία Βαγγέλη Παυλίδη)
_____________
Ο δικτάτορας μπρούμυτα στο γραφείο....
Και τις ανέλαβα... Είπα: «Εκεί που θα έχω τη φωτογραφία μέσα στο συρτάρι και θα με πνίγει η αγωνία μπας και με πιάσουνε να τήνε κρύβω, ή μπας και δεν προλάβω να τη βάλω στο γραφείο... στο εξής, θα την έχω συνέχεια πάνω στο γραφείο...»
Και μη βιαστείτε να χαμογελάσετε. Μη βιαστείτε να κρίνετε... Την έβαλα πάνω στο γραφείο, αλλά μπρούμυτα!... Γιατί, βέβαια, δεν μπορούσε ποτέ ένας δημοκράτης σαν κι εμένα να ’χει μπροστά του την απαίσια φωτογραφία, τη φάτσα ενός δικτάτορα... Η συνείδησίς μου, θα επαναστατούσε στη στιγμή!...
Την έβαλα, λοιπόν, μπρούμυτα κι έτσι ήμουνα και πάλι περήφανος πως ήμουνα ο μόνος μέσα σ' όλη την υπηρεσία που αντιστεκόταν... Ο μόνος που είχε βάλει κάτω τον δικτάτορα. Ο μόνος που του 'δινε σφαλιάρες. Γιατί, το 'κανα κι αυτό! Στιγμές-στιγμές, τον σφαλιάριζα.... έτσι... χτύπαγα για να χτυπήσω!... Και συνέχιζα την εργασία μου ήρεμος δημοκράτης... αγωνιστής!...
Όχι πως δεν ήταν δύσκολα!... Υπήρχανε κι οι δυσκολίες... Π.χ. η φωτογραφία που μας είχανε δώσει, ήτανε, όπως σας είπα, φωτογραφία τοίχου, πράγμα που σημαίνει πως είχε μοναχά ένα πιαστράκι στο πάνω μέρος για να μπαίνει στην πρόκα του τοίχου, και δεν είχε τίποτα στην πλάτη, για στήριγμα πάνω στο γραφείο... Ε, και λοιπόν;... Θα ρωτήσετε ίσως... Και λοιπόν, σας απαντάω εγώ δεν ήταν καθόλου εύκολο, ήτανε τρομερά δύσκολο να πιάνω τη φωτογραφία ξαφνικά και να καταφέρνω να τη στηρίξω πάνω σε κάποιο άλλο αντικείμενο όρθια... Κι αυτό να το κάνω σε μηδέν χρόνο, όπως σας ξανάπα, γιατί, ξαφνικά, χτυπούσε η πόρτα και τσουπ, έμπαινε κάποιος. Κι αν βέβαια, ήτανε κατώτερος του ’λεγα να βγει και να ξαναμπεί σε λίγο. Αν όμως ήτανε ανώτερος έπρεπε να σηκωθώ και να του δείξω σεβασμό και πριν σηκωθώ, έπρεπε ήδη να είχα τοποθετήσει τη φωτογραφία σε περίοπτη θέση πάνω στο γραφείο μου... Αλλά εγώ είμαι νευρικός... καλά όταν το ειδικό ανθοδοχείο ήτανε στην ειδικά κατάλληλη θέση. Ακουμπούσα τη φωτογραφία γρήγορα-γρήγορα και τέλειωνε... αλλ’ εγώ είμαι νευρικός, αλλάζω διαρκώς θέση στα αντικείμενα που βρίσκονται πάνω στο γραφείο μου και μέσα στη ζαλάδα μου, μέσα στην τρέλα μου, μέσα στο φόβο και στον τρόμο, αφαιρενόμουν, ξεχνούσα κι άλλαζα θέση στο ανθοδοχείο. Το 'βαζα δεξιά μου, αντί να το βάλω αριστερά ή το ’βαζα μακριά μου, αντί να το ’χω στο άπλωμα της παλάμης μου... Και στην κρίσιμη στιγμή έπρεπε κάπου αλλού να στηρίξω τη φωτογραφία, γιατί αν δεν την στήριζα καλά θα ’πεφτε και θα ’πεφτε μπρούμυτα ή ανάσκελα. Και φανταστείτε με να υποδέχομαι στο γραφείο μου κάποιον ανώτερο ή κάποιον σπιούνο και να ’χω τον δικτάτορα τέζα, πάνω στο γραφείο μου.... και φανταστείτε τα αυτά, ξέροντας πως εγώ ιδρώνω, ιδρώνω πολύ, γίνομαι μούσκεμα κι οι παλάμες μου γίνονται υγρές, μουλιάζουν, τ’ αντικείμενα γλιστράνε, πέφτουνε κι είναι αδύνατον να τα συγκρατήσω...
Παρ’ όλ’ αυτά, κράταγα καλά. Και τα μεσημέρια που γύριζα σπίτι μου, έλεγα περήφανος στον εαυτό μου: «Μπράβο, Μανόλη!... Πέρασε κι αυτή η μέρα... Κουράγιο, Μανόλη, κουράγιο!...» ...Και μπορώ να πω ότι ποτέ δε μου 'λειψε το κουράγιο...
Ίσως... ίσως μονάχα μια στιγμή... ναι... ομολογώ πως αυτή την καταραμένη στιγμή το ’χασα το κουράγιο μου, λιποψύχησα, αποκαλύφτηκα... έτρεμαν τα πόδια μου, και τα δόντια μου χτυπούσαν... μιλάω για κείνη τη φορά, μες στο μεσημέρι στο γραφείο που ήμουν απορροφημένος σε κάτι μπερδεμένα χαρτιά και σκούπιζα συνεχώς τα χέρια μου για να στεγνώσουν, αλλ’ αυτά, λέει, έτρεχαν νερό, είχανε μαλακώσει τόσο πολύ, είχανε χαλαρώσει κι όταν, λέει, ξαφνικά χτύπησε η πόρτα, πετάχτηκα, πάω να πιάσω την απαίσια φωτογραφία, πάω να τη σηκώσω, αλλ’ αυτή γλιστράει, την ξαναπιάνω, ξαναγλιστράει, τη χουφτώνω με τα χέρια μου κι αυτή γλιστράει... γλιστράει, κι ο ιδρώτας να τρέχει ποτάμι κι η ψυχή μου να φτερουγίζει. Και μέσα στο γραφείο, λέει, είχανε μπει ο Κος Γενικός, ο παλιός μου δάσκαλος, ο παπάς της ενορίας, ο πατέρας μου, ο αρχηγός των βασανιστηρίων, κι αυτός... αυτός... ο δικτάτορας... κι ερχόντουσαν όλοι καταπάνω μου γελώντας αθόρυβα κι ο πατέρας μου δάγκωνε τα δάχτυλά του, ο δάσκαλος έκανε νόημα πως θα με τιμωρήσει, ο παπάς μ’ αφόριζε, κι αυτός... ο δικτάτορας μ’ έδειχνε στον αρχηγό των βασανιστηρίων και του ’λεγε:
«Πάρ’ τόνε!... Πάρ’ τόνε!... Πάρ’ τόνε!...» Κι εγώ τότε πετάχτηκα πάνω, φώναξα. Ξύπνησα, ήτανε όνειρο, αλλ' εγώ έτρεμα και κρύωνα, εκεί, στο γραφείο, με τις παλάμες μου γεμάτες τρόμο...
Ίσως... ίσως μονάχα μια στιγμή... ναι... ομολογώ πως αυτή την καταραμένη στιγμή το ’χασα το κουράγιο μου, λιποψύχησα, αποκαλύφτηκα... έτρεμαν τα πόδια μου, και τα δόντια μου χτυπούσαν... μιλάω για κείνη τη φορά, μες στο μεσημέρι στο γραφείο που ήμουν απορροφημένος σε κάτι μπερδεμένα χαρτιά και σκούπιζα συνεχώς τα χέρια μου για να στεγνώσουν, αλλ’ αυτά, λέει, έτρεχαν νερό, είχανε μαλακώσει τόσο πολύ, είχανε χαλαρώσει κι όταν, λέει, ξαφνικά χτύπησε η πόρτα, πετάχτηκα, πάω να πιάσω την απαίσια φωτογραφία, πάω να τη σηκώσω, αλλ’ αυτή γλιστράει, την ξαναπιάνω, ξαναγλιστράει, τη χουφτώνω με τα χέρια μου κι αυτή γλιστράει... γλιστράει, κι ο ιδρώτας να τρέχει ποτάμι κι η ψυχή μου να φτερουγίζει. Και μέσα στο γραφείο, λέει, είχανε μπει ο Κος Γενικός, ο παλιός μου δάσκαλος, ο παπάς της ενορίας, ο πατέρας μου, ο αρχηγός των βασανιστηρίων, κι αυτός... αυτός... ο δικτάτορας... κι ερχόντουσαν όλοι καταπάνω μου γελώντας αθόρυβα κι ο πατέρας μου δάγκωνε τα δάχτυλά του, ο δάσκαλος έκανε νόημα πως θα με τιμωρήσει, ο παπάς μ’ αφόριζε, κι αυτός... ο δικτάτορας μ’ έδειχνε στον αρχηγό των βασανιστηρίων και του ’λεγε:
«Πάρ’ τόνε!... Πάρ’ τόνε!... Πάρ’ τόνε!...» Κι εγώ τότε πετάχτηκα πάνω, φώναξα. Ξύπνησα, ήτανε όνειρο, αλλ' εγώ έτρεμα και κρύωνα, εκεί, στο γραφείο, με τις παλάμες μου γεμάτες τρόμο...
Γελοιογραφία του Βαγγέλη Παυλίδη για την χούντα
«Ναι, τον κρέμασα... με τη μούρη του στον τοίχο!»
Και το άλλο πρωί, πήγα όπως κάθε μέρα στο γραφείο μου, αλλά πήγα αποφασισμένος. Στο κάτω-κάτω, δεν ήταν παρά μονάχα μια φωτογραφία! Κι εγώ, ένας δημοκράτης, δε θα ’πρεπε ν’ αφήσω να με κατακλύσει ο φόβος. Έπρεπε ν’ αντισταθώ!... «Ήγκικεν η ώρα» έλεγα στον εαυτό μου. «Ήγκικεν η ώρα!»...
Έτσι, μόλις μπήκα στο γραφείο μου, έτρεξα, άρπαξα αυτή τη βρομερή φωτογραφία, πήρα την καρέκλα, την έβαλα κοντά στον τοίχο, πήρα μετά το σφυρί και την κατάλληλη πρόκα - που τα ’χω έτοιμα από καιρό μες το συρτάρι - ανέβηκα πάνω στην καρέκλα, κάρφωσα με μια σφυριά την πρόκα και μετά κρέμασα τη φωτογραφία.. Ναι, την κρέμασα!... Ναι, τον κρέμασα... με τη μούρη του στον τοίχο!
Και μετά, κατέβηκα ήρεμος και περήφανος, πήγα την καρέκλα στη θέση της κι είπα στον εαυτό μου: «Μπράβο σου. Μπράβο σου... Νικάς! Νικάς!...»
Από τα Επίκαιρα , 1971. (Στον τοίχο η φωτογραφία του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου και το «πουλί» της χούντας)
_________________
Κωνσταντίνος Πλεύρης και Ιωάννης Λαδάς στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως ,1968 (Στον τοίχο η φωτογραφία του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου)
____________
Βέβαια... οι δυσκολίες συνεχίζονταν... Γιατί, στο εξής, κάθε φορά που θα χτυπούσε η πόρτα ή που θα νόμιζα ότι χτυπάει, θα ’πρεπε να πετάγομαι, να τρέχω στην καρέκλα, να την αρπάζω, να την βάζω στην κατάλληλη θέση στον τοίχο, να την στεριώνω, ν’ ανεβαίνω πάνω της σε μηδέν χρόνο, να ξεκρεμάω τη φωτογραφία, να τη γυρίζω απ’ την καλή και να την ξανακρεμάω σ’ αυτή την περίωπτη θέση και μετά να ξανακατεβαίνω, να πηγαίνω την καρέκλα στη θέση της, για να μη δημιουργήσω υποψίες και να λέω «εμπρός, περάστε» ήρεμος και καθόλου λαχανιασμένος, γιατί ήξερα πολύ καλά τι με περίμενε αν δεν κάνω όλα αυτά. Αν ξαφνικά, με πιάνανε με τη φωτογραφία ανάποδα... Δύσκολα, θα μου πείτε... Ναι, δε λέω...
Όμως εγώ άντεχα, άντεχα ακόμη, πάλευα ακόμη, κι ήμουνα περήφανος για τον εαυτό μου και κάθε τόσο του φώναζα, φώναζα στον εαυτό μου, του φώναζα: «Μανόλη!... Μανόλη!... Μανόλη!...»
1976
Γιώργος Σκούρτης, Υποταγή, 11 Μονόπρακτα, εκδόσεις Κέδρος
«Τα σκίτσα έγιναν με την δήθεν "αποστρατικοποίηση" και τον δήθεν "εκδημοκρατισμό" της Χούντας», αναφέρει ο Βαγγέλης Παυλίδης
______________