Ο Τσέχωφ γνώρισε την Όλγα Κνίππερ το 1898, στις πρόβες του «Γλάρου· έπαιζε – και μάλιστα πολύ καλά – το ρόλο της ηθοποιού Αρκάντινα, μιας ελαφριάς γυναίκας, κοκέτας, ματαιόδοξης, αλλά τρυφερής και μελαγχολικής κάποιες στιγμές.
Η Όλγα Λεονάρντοβνα είχε ταλέντο και αγαπούσε τη δουλειά της. Ήταν μια κοπέλα έξυπνη και δυναμική. Κυρίως, γεμάτη ζωντάνια και ενεργητικότητα - ο λεπτεπίλεπτος Τσέχωφ έβρισκε σ’ αυτό το πλάσμα μια μαχητικότητα, μια φλόγα, μια αγάπη για τη ζωή που του άρεσαν.
Ήταν εύθυμη, ήξερε να τον διασκεδάζει. Του μιλούσε για τις συναδέλφους της, για τις τουαλέτες της, για «τη σαλάτα που είχε φάει πριν λίγο, με πατάτες, αγγούρι, ρέγκες, κρεμμύδια και μοσχάρι», και όχι μόνο για την τέχνη και το θέατρο. Δεν ενδιαφερόταν αποκλειστικά για τα λογοτεχνικά σχέδιά του, αλλά και για το αν του είχαν βουρτσίσει καλά τα ρούχα, αν έτρωγε με όρεξη και για το αν μεγάλωναν τα μικρά δέντρα και τα λουλούδια στον κήπο της Γιάλτας.
Τον έκανε να γελάει. Εξάλλου, δεν βρήκε από την αρχή το ύφος που ταίριαζε στη σχέση τους. Στις αρχές ενός έρωτα. η γυναίκα προσπαθεί πάντα, συνειδητά ή ασυνείδητα, να πλάσει έναν εαυτό σύμφωνο με την επιθυμία του άντρα που αγαπάει. Δοκιμάζει διάφορες ψυχικές διαθέσεις, όπως δοκιμάζει καπέλα μπροστά στον καθρέφτη, μέχρι ν’ ακούσει τη φωνή του εραστή να αποφαίνεται: «Αυτό σου πάει πολύ. Κράτησέ το».
Ο Τσέχωφ διαβάζει το «Γλάρο» με τα μέλη του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας.(Η Όλγα στα αριστερά του Τσέχωφ)
___________________
Γάμος εν κρυπτώ....
Μέχρι την άνοιξη του 1901, όλα παρέμεναν αόριστα και παράξενα ανάμεσά τους. Περνούσαν μαζί λίγο καιρό το καλοκαίρι στη Γιάλτα, αντάμωναν στο γραφείο του συγγραφέα τα βράδια, ενώ η μητέρα και η αδελφή του Τσέχωφ κοιμούνταν. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, έπνιγαν τους θορύβους των φιλιών και των γέλιων τους, φλυαρούσαν κι έπιναν καφέ, που ετοίμαζε τελετουργικά η Όλγα· και σώπαιναν. Εκείνος δεν έλεγε τα λόγια που περίμενε η Όλγα: δεν όριζε την ημερομηνία του γάμου. Δίσταζε. Πώς μπορούσε να την απομακρύνει από το θέατρο; Εκείνη δεν θα ήθελε, κι εκείνος, που πάντα σεβόταν την ελευθερία του άλλου, δεν θα τολμούσε να της ζητήσει τέτοια θυσία.
Αλλά εκείνη τον αγαπούσε και είχε αποφασίσει ότι θα τον έκανε δικό της. Στη Ρωσία, τις περισσότερες φορές, αυτά τα πράγματα τα αποφάσιζε η γυναίκα. Ο άντρας, πιο μαλακός, παθητικός και ονειροπόλος, εμπιστευόταν πρόθυμα τη ζωή του στα χέρια της συντρόφου του.
Πέμπτη, 19 Απριλίου 1901
«Αν μου υποσχεθείς ότι κανείς, μα κανείς, στη Μόσχα δεν θα μάθει για το γάμο μας, παρά αφού θα έχει γίνει, θα σε παντρευτώ την ημέρα κιόλας της άφιξής μου. Μου προκαλούν τρόμο το γαμήλιο τραπέζι και οι ευχές και το ποτήρι με τη σαμπάνια που πρέπει να κρατάς στο χέρι, χαμογελώντας συνέχεια.»
Ο Τσέχωφ και η γυναίκα του πέρασαν την άνοιξη πλάι στον Βόλγα, σ' ένα σανατόριο, και μετά έφυγαν για τη Γιάλτα. Αλλά δεν θα έμεναν για πολύ μαζί: ήταν φθινόπωρο και άρχιζε η νέα θεατρική σεζόν. Η Όλγα Κνίππερ άφησε τον άντρα της στην Κριμαία και επέστρέψε στη Μόσχα.
Κι έτσι, άρχισε για το ερωτευμένο ζευγάρι μια παράξενη ζωή. Αλλεπάλληλοι χωρισμοί, νοσταλγία, παρεξηγήσεις, μάταιες ελπίδες. Και για τον Τσέχωφ, η μοναξιά και πάλι.
Στις αρχές του γάμου τους, είχε γράψει στην Όλγα Λεονάρντοβνα:
«Ο βήχας μού παίρνει όλη μου την ενέργεια... Σκέψου εσύ για το μέλλον. Πάρε την κατάσταση στα χέρια σου. Εγώ θα κάνω ό,τι μου λες».
Είχε αγαπήσει τη φλόγα της, τη ζωντάνια της, ίσως και μια κάποια αρσενική ψυχρότητα που κρυβόταν πίσω από την πολύ θηλυκή, πολύ γοητευτική συμπεριφορά της. Η Όλγα έκλαιγε συχνά· είχε «τα νεύρα της». Έλεγε πως μόνο εκείνος μπορούσε να την παρηγορεί, να την καθησυχάζει, πως τον είχε ανάγκη, στην πραγματικότητα, όμως, ο Τσέχωφ έβλεπε ότι δεν τον χρειαζόταν. Και τι ζωή μπορούσε να της προσφέρει; Τη ζωή μιας νοσοκόμας στη θλιβερή, σκονισμένη Γιάλτα, τη στιγμή που εκείνη μπορούσε να δουλεύει, να ταξιδεύει, να διασκεδάζει, να μαθαίνει καινούργια πράγματα - να ζει, με δυο λόγια.
Ο Τσέχωφ με την Όλγα και την αδελφή του Μάσα στην Γιάλτα, 1902
________________
24 Αυγούστου 1901
«Πλήττω πολύ χωρίς εσένα. Σ’ έχω συνηθίσει λες κι είμαι μικρό παιδί...»
27 Αυγούστου 1901
5 Νοεμβρίου 1901
«Λαχταράω με πάθος να δω τη γυναίκα μου. Μου λείπει πολύ, και αυτή και η Μόσχα, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Σε σκέφτομαι, σε θυμάμαι σχεδόν κάθε ώρα. Σ’ αγαπώ, γλυκιά μου...»
Η Όλγα στο ρόλο της Έλενα Αντρέεβνα, Θείος Βάνιας
Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, 1899
___________
Κι εκείνη υπέφερε. Τον αγαπούσε με τρυφερό πάθος κι ένιωθε τύψεις. Πόσο καλά, πόσο ήρεμα ζούσαν μαζί, τους καλοκαιρινούς μήνες ή στις σύντομες συναντήσεις τους στην Κριμαία ή στη Μόσχα. Τον φρόντιζε πολύ, την απασχολούσε το ντύσιμό του, η διατροφή του. Όταν έλειπε εκείνη, τα δείπνα του δεν ήταν καλά· οι υπηρέτες δεν άναβαν τις σόμπες, παραμελούσαν τα καθήκοντά τους. Είχε, βέβαια, τη μητέρα του και μια γριά υπηρέτρια να τον προσέχουν, αλλά η μία ήταν εβδομήντα ετών και η άλλη ογδόντα. Έβαζαν τα δυνατά τους για να τον περιποιούνται, όμως το αποτέλεσμα ήταν μέτριο.
Ναι, ο Τσέχωφ χρειαζόταν τη γυναίκα του, και η Όλγα συλλογιζόταν με λύπη τον άρρωστο και μόνο συγγραφέα, συλλογιζόταν το «αγαπημένο, γλυκό του πρόσωπο», τα «μάτια του, γεμάτα αγάπη και τρυφερότητα». Και τότε του έγραφε:
«Θα ήθελα να είμαι κοντά σου. Κακίζω τον εαυτό μου που δεν μπορώ να εγκαταλείψω τη σκηνή. Ούτε κι εγώ δεν καταλαβαίνω τι γίνεται μέσα μου. κι αυτό με θυμώνει... Πονάω όταν σκέφτομαι ότι είσαι μόνος σου εκεί πέρα, ότι είσαι λυπημένος, ότι πλήττεις, ενώ εγώ ασχολούμαι εδώ με πράγματα εφήμερα, αντί να δώσω όλο τον εαυτό μου στην αγάπη μου».
Η Όλγα στο ρόλο της Έλενα Αντρέεβνα, Θείος Βάνιας
Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, 1899
_________
«Χωρίς δουλειά, θα πεθάνω από πλήξη. Θα σέρνομαι από τη μια γωνιά στην άλλη, όλο νεύρα. Έχω ξεσυνηθίσει να μην κάνω τίποτα, και δεν είμαι πια αρκετά νέα ώστε να γκρεμίσω μέσα σε μια στιγμή όσα έχτισα με πολύ κόπο».
Τα λόγια αυτά έβγαιναν μέσα από την καρδιά της. Ήταν δύσκολο για μια δραστήρια και ταλαντούχα γυναίκα ν’ απαρνηθεί τις θεμιτές φιλοδοξίες της. Ο Τσέχωφ το κατάλαβε, και όχι μόνο δεν εξέφρασε ξανά κανένα παράπονο, αλλά έκανε και κάτι περισσότερο: με μια μεγαλειώδη ευγένεια ψυχής προσπάθησε να την παρηγορήσει, να την καθησυχάσει, να της δείξει ότι δεν ήταν ένοχη:
«Για όσα δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί, δεν φταίμε ούτε εσύ ούτε εγώ, αλλά ο δαίμονας που έβαλε μέσα μου βάκιλους και μέσα σου την αγάπη για την τέχνη».
Η Όλγα Κνίππερ στις "Τρεις αδελφές", 1901
_________
«Ζω σαν καλόγερος και μόνο εσένα ονειρεύομαι...»
Τον ίδιο καιρό, ο Τσέχωφ περιέγραφε κι αυτός τον δικό του τρόπο ζωής: είχε αιμοπτύσεις για κάποιες μέρες, αλλά τώρα πήγαινε καλύτερα. Η γυναίκα του δεν έπρεπε ν' ανησυχεί καθόλου. Έβαζε μια κομπρέσα που ήταν τεράστια και πολύ άβολη. Στη Γιάλτα δεν υπήρχε κρέμα. Οι γιατροί τού συνιστούσαν να τρώει πολύ· προσπαθούσε, αλλά τις περισσότερες φορές δεν είχε καθόλου όρεξη. Είχε πιάσει δύο ποντίκια: ποιος θα τολμούσε να πει πως έμενε άπρακτος; Έβρεχε, έκανε κρύο.
Δεν μπορούσε η γυναίκα του να πάει κοντά του για δυο τρεις μέρες; Όχι περισσότερο. Όχι; Ήταν αδύνατον; Τόσο το χειρότερο! Μήπως θα ερχόταν τα Χριστούγεννα; Όχι; Θα έκανε πρόβες ένα καινούργιο έργο; Δεν θα είχε ούτε μια μέρα ελεύθερη; Λυπόταν πάρα πολύ που τον στεναχωρούσε. Την περίμενε; Καημένε Αντόν! Αλλά όχι: «Δεν σε περιμένω για τις γιορτές, δεν πρέπει να έρθεις, αγαπούλα μου», της έγραψε. «Δούλεψε, θα έχουμε πάντα καιρό να ζήσουμε μαζί. Την ευχή μου να ’χεις, κοριτσάκι μου.» Θα τα κατάφερνε ίσως να πάει να τον δει την πρώτη βδομάδα της Σαρακοστής;
Α! Αδηφάγο θέατρο! Ναι, η 'Ολγα προσπαθούσε να μείνει μακριά από τη σκηνή για τέσσερις πέντε μέρες, πήγαινε να τον βρει, οργάνωνε μια απομίμηση σπιτικού. Καθόταν δίπλα του, στη μεγάλη πολυθρόνα, ή γονατιστή στα πόδια του. Του μιλούσε για το θέατρο, του τραγουδούσε τ’ αγαπημένα του τραγούδια, και μετά ξανάφευγε. Ο Τσέχωφ έμενε μόνος. Έβγαινε να καθίσει στο παγκάκι του, στον ήλιο, ανάμεσα στα αγαπημένα του ζώα. στους σκύλους, στους κύκνους που έκρωζαν με βραχνή, παράξενη φωνή. Σηκωνόταν να κλαδέψει τις τριανταφυλλιές, αλλά πολύ γρήγορα λαχάνιαζε και κουραζόταν και τότε, σερνόταν πάλι μέχρι το παγκάκι του.
Έγραφε: «Ο Θεός μαζί σου. Να είσαι πάντα γερή και χαρούμενη, κορίτσι μου. Γράφε πιο πολύ στον κακό άντρα σου. Όταν είσαι λυπημένη, δείχνεις άχρωμη, γερασμένη, ενώ όταν είσαι χαρωπή, όπως συνήθως, είσαι ένας άγγελος». (15 Δεκεμβρίου 1901)
Εκείνη είχε πάλι πιει και είχε χορέψει μέχρι τις οκτώ το πρωί. «Αν ήξερες πόσο σε ζηλεύω! Ζηλεύω το κουράγιο σου, τη δροσιά σου, την υγεία σου, το χιούμορ σου...» «Ζω σαν καλόγερος και μόνο εσένα ονειρεύομαι...»
O Τσέχωφ με τη μητέρα του Ευγενία, την αδελφή του Μάσα και την Όλγα στη Γιάλτα
____________
Σπάνια μιλούσαν για όσα τους χώριζαν. Τι νόημα είχε; Όσο γερνούσε, ο συγγραφέας γινόταν όλο και πιο συνεσταλμένος και συγκρατημένος. Δεν ήθελε ούτε να παραπονιέται, ούτε να εξηγεί τι θα επιθυμούσε. Τα λόγια ήταν όλα ψεύτικα. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τον άλλον. Και προπαντός, μακριά από όρκους, ηθικολογίες και μεγάλες κουβέντες. Δεν ωφελούν σε τίποτα. Καθένας πεθαίνει μόνος, όπως μόνος έχει ζήσει. Κι αυτή τη μοναξιά δεν μπορούν να την ανακουφίσουν ούτε ο έρωτας ούτε η φιλία. Καλύτερη η σιωπή, λοιπόν. Καλύτερα να υποφέρεις και να σκύβεις το κεφάλι χωρίς να λες τίποτα. «Υπόφερε και σώπαινε... Ό,τι κι αν λένε οι άλλοι, ό,τι κι αν σκέφτεσαι εσύ, μη μιλάς, μη μιλάς...
Λαχταρούσε μ' όλη του την ψυχή τη γαλήνη, την αποστασιοποίηση, μα δυσκολευόταν να τα βρει. Ήταν πολλά αυτά που θεωρούσε σπουδαία για τον ίδιον: η επιτυχία των έργων του και των βιβλίων του, η γυναίκα του, η υγεία του. Και σιγά σιγά, θα τα έχανε όλα.
Ήταν ξαπλωμένος στο γραφείο του. Είχε πυρετό Αναστέναζε: «Δεν είναι πολύ ευχάριστο να ζεις για να πεθάνεις, αλλά να ζεις ξέροντας πως θα πεθάνεις νωρίς είναι ηλίθιο...».
Η ζωή δεν έχει κανένα νόημα. Κι αν έχει, είναι αδύνατον για τον άνθρωπο να το βρει· η ανθρώπινη λογική δεν μπορεί να το συλλάβει. Ο άνθρωπος μπορεί να εξουσιάζει μόνο τον εαυτό του και την ψυχή του. Με πολλή καρτερία, ευγένεια, αξιοπρέπεια και στωικότητα μπορεί κανείς να ξαναπλάσει την καρδιά του. Γι’ αυτό, τουλάχιστον, ο Τσέχωφ έδειχνε να είναι σίγουρος.
Γιάλτα 1903 - δωμάτιο εργασίας
_____________
Πόσο σιχαινόταν τη Γιάλτα! Η Κριμαία ήταν ωραία, αλλά αυτή η πόλη, «κοσμοπολίτικη και μικροαστική μαζί», έμοιαζε με εμποροπανήγυρη. «Ξενοδοχεία σαν κουτιά, όπου μαραίνονται κακόμοιροι φυματικοί, αναιδείς μούρες Τατάρων... κολόνιες, αντί για την ευωδία των κέδρων και της θάλασσας.» Ποτέ δεν του είχε αρέσει η Γιάλτα· τώρα, όμως, του ήταν ανυπόφορη. Πόσο θα ήθελε να φύγει από κει!
Οι τρεις αδελφές δεν παύουν να επαναλαμβάνουν: «Στη Μόσχα! Στη Μόσχα!». Αντανακλούν την επιθυμία του ίδιου του Τσέχωφ. Του έλειπε η Μόσχα, οι δυνατές καμπάνες της, ο παγωμένος αέρας της, τα έλκηθρά της... Στη Μόσχα βρισκόταν η ζωή, το θέατρο, ο έρωτας! Ενώ εκεί, στη Γιάλτα, έκανε άσκοπους περιπάτους πλάι στη θάλασσα.
Ήταν ένας αδύνατος άντρας με ελαφρύ περπάτημα και τρυφερό, σχεδόν θηλυκό, βλέμμα. Το ρυτιδωμένο πρόσωπο γινόταν όλο και πιο σκοτεινό. Τα μαλλιά είχαν μακρύνει, το γενάκι ήταν απεριποίητο. Οι κοπελιές τον κοίταζαν με λατρεία.
Το σπίτι της Γιάλτας χτίστηκε το 1898. Ο Τσέχοφ εγκαταστάθηκε εκεί μετά τον θάνατο του πατέρα του. «Ήταν, ίσως το πιο αυθεντικό σπίτι στη Γιάλτα. Ένα λευκό, αγνό, ζεστό και ασύμμετρα όμορφο..» Έτσι το περιέγραψε ο Ρώσος συγγραφέας Aleksandr Kurpin.
___________
Όταν ο Τσέχωφ έφυγε από τη ζωή, το σπίτι φρόντιζε η αδερφή του Μάσα, που κατάφερε να μην πειραχτεί τίποτα από μέσα. Το σπίτι αναστηλώθηκε το 2010 και σήμερα λειτουργεί ως μουσείο.
__________
Στη Γιάλτα είχε χτίσει ένα λευκό σπιτάκι σε μια λεωφόρο στρωμένη ακόμη με χώμα. Ζούσε εκεί με τη μητέρα του. Τα δωμάτια ήταν πάντα σιωπηλά και κρύα. Όταν έπεφτε το βράδυ, επάνω στο γραφείο του έκαιγαν δυο κεριά. Μερικές φορές, περνούσε μέρες ολόκληρες ακίνητος σε μια πολυθρόνα, με τα μάτια κλειστά. Η γριά μητέρα του δίσταζε, αναστέναζε (ήξερε ότι του Αντόν Πάβλοβιτς δεν του άρεσε να του μιλάνε για την υγεία του), ώσπου δεν κρατιόταν άλλο. Τον πλησίαζε και τον ρωτούσε δειλά δειλά: «Πονάς, Αντόσα;».
«Ποιος, εγώ; Όχι», της απαντούσε. «Δεν είναι τίποτα. Έχω λίγο πονοκέφαλο.»
Όποτε αισθανόταν καλύτερα, έβγαινε στον κήπο και από εκεί κοίταζε το νεκροταφείο των Τατάρων, που βρισκόταν αρκετά κοντά, λουσμένο στον ήλιο. Να θυμόταν άραγε την αστόχαστη ευχή του:
«... Την ευτυχία που συνεχίζεται από μέρα σε μέρα, από το ένα πρωί στο άλλο πρωί, δεν θα την άντεχα. Υπόσχομαι να γίνω ένας πολύ καλός σύζυγος, βρείτε μου όμως μια γυναίκα που, παρόμοια με το φεγγάρι, δεν θα εμφανίζεται κάθε μέρα στον ορίζοντά μου». (Γράμμα στον Σουβόριν, 1895)
Ο Τσέχωφ στο σπίτι της Γιάλτας
__________
«...από πολύ ψηλά, από κει που πετάνε τα πουλιά.»
Ο Τσέχωφ έγραφε το Βυσσινόκηπο, φυσικά, για να παιχτεί από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Εκείνη τη σεζόν (1903- 1904), οι γιατροί επέτρεψαν επιτέλους στον Τσέχωφ να φύγει από τη Γιάλτα. Ήταν ευτυχισμένος. Θα ξανάβρισκε το χιόνι και τον πάγο που αγαπούσε. Χαιρόταν σαν παιδί που περιεργάζεται το λούτρινο ζωάκι του και τον γούνινο σκούφο του.
«Ήταν σαν η μοίρα να είχε αποφασίσει να του φερθεί με καλοσύνη και να του δώσει, επιτέλους, έστω και για λίγο, όλα όσα αγαπούσε...», γράφει η Όλγα Κνίππερ. «Τη Μόσχα, το χειμώνα, το θέατρο!»
Η παράσταση του Βυσσινόκηπου ήταν ένας θρίαμβος. Στην τελευταία πράξη του Βυσσινόκηπου, το κοινό είδε να ανεβαίνει στη σκηνή ένας αδύναμος χλομός άντρας: ο Αντόν Τσέχωφ. Ακουγε τις επευφημίες που έφταναν ως αυτόν «πολύ προσεκτικά, πολύ σοβαρά». Ο κόσμος θαύμαζε τον συγγραφέα, σεβόταν τον άνθρωπο. Στο πρόσωπό του δεν δόξαζαν μόνο τον «Ρώσο Μωπασσάν», αλλά και μια ανθρώπινη ύπαρξη που είχε ζήσει με πολύ κουράγιο και αξιοπρέπεια.
Εκείνος δεν ήθελε· χρειάστηκε να τον καθίσουν με το ζόρι σχεδόν σε μια πολυθρόνα που την έσυραν πάνω στη σκηνή. Τώρα έδειχνε ακόμη πιο χλομός και αδύνατος- όλοι καταλάβαιναν ότι είχαν μπροστά τους έναν καταδικασμένο άνθρωπο. Ήταν 17 Φεβρουάριου 1904. Είχαν περάσει ακριβώς σαράντα τέσσερα χρόνια από τότε που είχε γεννηθεί σ’ ένα φτωχόσπιτο του Ταγκανρόγκ αυτός ο γιος μαγαζάτορα. Ίσως εκείνη τη στιγμή να συλλογιζόταν τα μακρινά παιδικά του χρόνια, ίσως πάλι να συλλογιζόταν το θάνατο που ζύγωνε.
Ο Βυσσινόκηπος στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας.
Η Όλγα Κνίππερ στο ρόλο της Ρανέβσκαγια
Πρεμιέρα στις 17 Ιανουαρίου 1904 και τιμητική εκδήλωση για τον συγγραφέα.
___________
Στις αρχές του καλοκαιριού, έφυγε με τη γυναίκα του για το Μπάντενβαϊλερ· ήταν μια γερμανική λουτρόπολη, φωτεινή και καθαρή, στον Μέλανα Δρυμό. Πέρασε λίγες μέρες στο Βερολίνο· οι γερμανοί γιατροί διαπίστωσαν ότι η καρδιά του εμφάνιζε σημάδια κόπωσης. Όσο για τους πνεύμονες, ήταν κατεστραμμένοι, δεν θα ζούσε περισσότερο από έξι ή οκτώ μήνες. Παρ’ όλα αυτά, η Όλγα Λεονάρντοβνα δεν έχανε την ελπίδα της. Ακόμη κι ο ίδιος ο Τσέχωφ είχε μέρες που ένιωθε καλά, που ξανάβρισκε τη χαρούμενη διάθεσή του. Έκανε σχέδια για δουλειές, για ταξίδια.
Ωστόσο, φεύγοντας από το Βερολίνο έδωσε εντολή να κατατεθούν στο λογαριασμό της γυναίκας του κάποια χρήματα που περίμενε να πάρει. Ο φίλος στον οποίο απευθύνθηκε γι' αυτό το ζήτημα ξαφνιάστηκε και ζήτησε να μάθει το λόγο. Ο Τσέχωφ δίστασε, και μετά: «Έτσι», είπε ανασηκώνοντας τους ώμους. «Για κάθε ενδεχόμενο.»
Βρήκε ένα ευχάριστο ξενοδοχείο μ’ έναν ωραίο κήπο. Το δωμάτιό του είχε ήλιο μέχρι τις εφτά το βράδυ. Καθόταν έξω, στο μπαλκόνι· κοίταζε την πόλη, τους διαβάτες, τα βουνά πέρα στο βάθος. Πάθαινε σοβαρές κρίσεις δύσπνοιας. Δεν μιλούσε καθόλου, ύστερα μια πονηρή έκφραση περνούσε από το πρόσωπό του, που το έτρωγε ο πυρετός. Και τότε διηγούνταν κωμικές ιστορίες, μ’ αυτό το τρυφερό και ανάλαφρο, το εντελώς «τσεχωφικό» κωμικό ύφος, που έκανε την Όλγα Λεονάρντοβνα να κλαίει από τα γέλια.
Όσο πλησίαζε ο θάνατος, τόσο πιο ήρεμος, υπομονετικός και γλυκός γινόταν, αλλά και πιο απόμακρος· κλεινόταν στον εαυτό του, αναζητούσε στα βάθη της καρδιάς του μια νησίδα μοναξιάς. Ώσπου, μια ζεστή μέρα του Ιουλίου, αισθάνθηκε πολύ άσχημα. Τις τρεις επόμενες μέρες, φοβήθηκαν για τη ζωή του· ύστερα, έδειξε να συνέρχεται. Η καρδιά είχε αντέξει. Το τρίτο βράδυ, είπε στη γυναίκα του ότι ένιωθε πολύ καλύτερα.
«Πήγαινε να κάνεις έναν περίπατο, πήγαινε να τρέξεις λίγο στο πάρκο», της ψιθύρισε με σβησμένη φωνή.
Δεν τον είχε αφήσει λεπτό μέχρι τότε· φοβόταν. Εκείνος επέμεινε. Η Όλγα κατέβηκε τελικά για λίγο στον κήπο και, όταν γύρισε, τον βρήκε ανήσυχο. Της είπε να πάει να δειπνήσει. Δεν ήταν πεινασμένη; Μέχρι την τελευταία στιγμή, νοιαζόταν περισσότερο για κείνην παρά για τον εαυτό του. Αλλά ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχαν ακούσει το γκονγκ του δείπνου Η Όλγα Λεονάρντοβνα ξάπλωσε σ’ έναν μικρό καναπέ δίπλα στο κρεβάτι του Αντόν Πάβλοβιτς. Δεν μιλούσε· ήταν θλιμμένη και κουρασμένη, «αν και δεν μου περνούσε καθόλου από το μυαλό ότι το τέλος ήταν τόσο κοντά», είπε αργότερα.
Για να την κάνει να ξεχαστεί, ο Αντόν Πάβλοβιτς άρχισε να σκαρώνει ένα διήγημα, να φαντάζεται «μια πολύ σικ λουτρόπολη, με πολλούς χοντρούς και καλοταϊσμένους λουόμενους που έσκαγαν από υγεία, που τους άρεσε το φαγητό, Άγγλους και Αμερικάνους με κόκκινα μάγουλα· γυρίζουν όλοι στα σπίτια τους, λαχταρώντας ένα πλούσιο δείπνο, αλλά ο μάγειρας έχει φύγει». Πώς θ' αντιδράσουν όλοι αυτοί οι ευτυχισμένοι και κακομαθημένοι άνθρωποι σε τούτη την αναποδιά;
Μιλούσε, η Όλγα Λεονάρντοβνα τον άκουγε γελώντας. Βράδιαζε. Σιγά σιγά, το ξενοδοχείο, η μικρή πόλη ησύχασαν, ώσπου αποκοιμήθηκαν μέσα στην αγκαλιά του δάσους και των λόφων. Ο άρρωστος σώπασε. Λίγες ώρες αργότερα, φώναξε τη γυναίκα του και της ζήτησε να καλέσει τον γιατρό. «Ήταν η πρώτη φορά που ζητούσε ο ίδιος γιατρό», είπε η Όλγα Λεονάρντοβνα.
Το ξενοδοχείο ήταν γεμάτο κόσμο, όλοι όμως κοιμούνταν και η γυναίκα του Τσέχωφ ένιωθε διπλά μόνη και εγκαταλειμμένη ανάμεσα σ’ εκείνο το αδιάφορο πλήθος. Θυμήθηκε ότι κοντά εκεί έμεναν δύο ρώσοι φοιτητές. Τους ξύπνησε. Ο ένας έτρεξε να βρει γιατρό, όσο η Όλγα έσπαγε πάγο για να τον βάλει πάνω στην καρδιά του ετοιμοθάνατου. Εκείνος έσπρωξε απαλά το χέρι της.
«Δεν βάζουν πάγο πάνω σε μια άδεια καρδιά...»
Ήταν μια ζεστή νύχτα του Ιούλη. Είχαν ανοίξει όλα τα παράθυρα, αλλά και πάλι ο άρρωστος δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Ο γιατρός του έκανε μια ένεση με καμφορούχο έλαιο, αλλά η καρδιά δεν τονώθηκε. Έφτανε το τέλος. Έφεραν σαμπάνια. «Ο Αντόν Πάβλοβιτς», γράφει η Όλγα Κνίππερ, «ανακάθισε και με πολλή σοβαρότητα είπε δυνατά στον γιατρό, στα γερμανικά (μιλούσε πολύ λίγο γερμανικά): Ich sterbe (Πεθαίνω).
Ύστερα πήρε το ποτήρι, γύρισε το πρόσωπό του προς το μέρος μου, χαμογέλασε με το υπέροχο χαμόγελό του και είπε:
“Πάει πολύς καιρός που έχω να πιω σαμπάνια”. Αδειασε αργά όλο το ποτήρι, ώς την τελευταία σταγόνα, και πλάγιασε μαλακά στο αριστερό πλευρό».
Την ίδια στιγμή, μπήκε στο δωμάτιο μια πεταλούδα της νύχτας, τεράστια και κατάμαυρη. Πετούσε από τοίχο σε τοίχο, χτυπιόταν πάνω στις αναμμένες λάμπες, έπεφτε με καμένα τα φτερά της, ύστερα ξανάρχιζε το τυφλό και μοιραίο πέταγμά της. Τέλος, ξαναβρήκε το ανοιχτό παράθυρο και χάθηκε. Εν τω μεταξύ, ο Τσέχωφ είχε σταματήσει να μιλάει, ν’ αναπνέει, να ζει.
Irène Némirovsky, Η Ζωή του Τσέχωφ, σελ. 200 - 233 (επιλογή), εκδόσεις Κέλευθος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου