Η μητέρα του Καμύ, Catherine de Sintès
«Το πρώτο γράμμα που παίρνει από κείνη και το συναίσθημά του μπροστά στο όνομά του γραμμένο από το χέρι της.»
«Ναι, αυτό θα ήταν το ιδεώδες, αν το βιβλίο απευθυνόταν στη μητέρα απ’ την αρχή μέχρι το τέλος - κι ο αναγνώστης μάθαινε στο τέλος μόνο, πως εκείνη δεν ξέρει να διαβάζει - ναι, αυτό θα ήταν.»
«Κι αυτό που επιθυμούσε περισσότερο στον κόσμο, να διαβάσει η μητέρα του, δηλαδή, όλα όσα ήταν η ζωή του και η σάρκα του, αυτό ήταν αδύνατο. Η αγάπη του, η μοναδική του αγάπη θα ήταν πάντα βουβή.»
______________
______________
«Αλλά αγαπούσες μονάχα εκείνη;»
«Αχ! μήπως μόνο εκείνη δεν αγάπησα;»
____________
«Ω μητέρα, ω τρυφερή, αγαπημένο πλάσμα, πιο μεγάλη απ’ το χρόνο μου, πιο μεγάλη κι από την ιστορία που σε κρατούσε υποταγμένη, πιο αληθινή απ’ οτιδήποτε αγάπησα σ’ αυτό τον κόσμο, ω μητέρα, συγχώρεσε το γιο σου που εγκατέλειψε τη νύχτα της αλήθειας σου.»
______________
____________
«Ω μητέρα, ω τρυφερή, αγαπημένο πλάσμα, πιο μεγάλη απ’ το χρόνο μου, πιο μεγάλη κι από την ιστορία που σε κρατούσε υποταγμένη, πιο αληθινή απ’ οτιδήποτε αγάπησα σ’ αυτό τον κόσμο, ω μητέρα, συγχώρεσε το γιο σου που εγκατέλειψε τη νύχτα της αλήθειας σου.»
______________
«Μητέρα. Η αλήθεια είναι πως παρ’ όλη την αγάπη μου δεν μπόρεσα να ζήσω μ’ αυτή την τυφλή υπομονή, δίχως φράσεις, δίχως σχέδια. Δεν μπόρεσα να ζήσω με την όλο άγνοια ζωή της. Και διέσχισα τον κόσμο, έχτισα, δημιούργησα, έκαψα τους ανθρώπους. Οι μέρες μου ήταν ξέχειλα γεμάτες - αλλά τίποτα δε γέμιζε την καρδιά μου όπως...»
_____________
_____________
Για το τέλος, εξομολόγηση στη μητέρα.
«Δε με καταλαβαίνεις κι όμως είσαι η μόνη που μπορεί να με συγχωρέσει. Πολλοί προσφέρονται να το κάνουν. Πολλοί επίσης διαλαλούν πως είμαι ένοχος και δεν είμαι τότε που μου το λένε. Άλλοι έχουν το δικαίωμα να μου το πουν και ξέρω πως έχουν δίκιο και θα έπρεπε να ζητήσω τη συγνώμη τους. Ζητάμε όμως συγνώμη από κείνους που ξέρουμε ότι μπορούν να μας συγχωρέσουν. Απλά αυτό, τη συγνώμη και όχι να μας ζητούν να την αξίζουμε, να περιμένουμε. [Όμως] απλά να τους μιλήσουμε, να τους τα πούμε όλα και να πάρουμε τη συγνώμη τους.
Από κείνους ή από κείνες που θα μπορούσα να τη ζητήσω, ξέρω πως κάπου στις καρδιές τους, παρά την καλή τους θέληση, δεν μπορούν κι ούτε ξέρουν να συγχωρούν. Ένα μόνο πλάσμα μπορούσε να με συγχωρέσει, όμως δεν ήμουν ποτέ ένοχος απέναντι του και του έδωσα την καρδιά μου ολόψυχα και όμως θα μπορούσα να πάω κοντά του, το έκανα συχνά, σιωπηλά, αλλά αυτό το πλάσμα πέθανε και είμαι μόνος.
Εσύ μονάχα μπορείς να το κάνεις, όμως δε με καταλαβαίνεις και δεν μπορείς να με διαβάσεις. Γι’ αυτό σου μιλώ, σου γράφω, σ’ εσένα, μονάχα σ’ εσένα, κι όταν θα τελειώσει αυτό, θα ζητήσω συγνώμη χωρίς άλλη εξήγηση κι εσύ θα χαμογελάσεις...»
Παραρτήματα, Albert Camus, Ο πρώτος άνθρωπος, Νέα Σύνορα, Λιβάνη
Η μητέρα του Καμύ με τη φωτογραφία του γιου της, εικόνισμα
___________________
«Α!» Του λέει η μητέρα του. «Τι καλά όταν είσαι εδώ. Έλα όμως το βράδυ, έτσι θα βαρεθώ λιγότερο. Κυρίως το βράδυ, το χειμώνα, σκοτεινιάζει νωρίς. Τουλάχιστον αν ήξερα να διαβάζω. Κι ούτε να πλέξω μπορώ με το φως, με πονάνε τα μάτια. Έτσι, όταν ο Ετιέν δεν είναι δω, ξαπλώνω και περιμένω την ώρα του φαγητού. Δεν περνάνε δύο ώρες έτσι. Αν είχα τις μικρές μαζί μου, θα μιλούσαμε. Έρχονται όμως και φεύγουν. Γέρασα πολύ. Ίσως μυρίζω και άσχημα. Έτσι λοιπόν, κι ολομόναχη...»
Μιλούσε γρήγορα, με μικρές απλές φράσεις που ακολουθούσαν η μια την άλλη σαν ν’ άδειαζε τη σκέψη της, σιωπηλή μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και μετά, η σκέψη στέρευε, σώπαινε πάλι, το στόμα σφιγμένο, το βλέμμα γλυκό και λυπημένο, κοιτάζοντας απ’ τα κλειστά παντζούρια της τραπεζαρίας το αποπνικτικό φως που ερχόταν απ’ το δρόμο, πάντα στην ίδια θέση, πάνω στην ίδια άβολη καρέκλα, κι ο γιος της στριφογύριζε, όπως άλλοτε, γύρω από το τραπέζι, στη μέση του δωματίου.[....]
Έλεγε ναι, ίσως ήταν όχι, έπρεπε να γυρίσει πίσω στο χρόνο, μέσα από μια μνήμη βυθισμένη στα σκοτάδια, τίποτα δεν ήταν σίγουρο. Η μνήμη των φτωχών είναι ήδη λιγότερο τροφοδοτημένη από κείνη των πλουσίων, έχει πιο λίγα σημάδια αναγνώρισης του χώρου, γιατί σπάνια εγκαταλείπουν το χώρο όπου ζουν, πιο λίγα σημάδια επίσης αναγνώρισης του χρόνου, σε μια ζωή γκρίζα και μονότονη.
Βέβαια, υπάρχει η μνήμη της καρδιάς για την οποία λένε πως είναι η πιο σίγουρη, η καρδιά όμως φθείρεται απ’ τη θλίψη και τη δουλειά, ξεχνά πιο γρήγορα κάτω από το βάρος του μόχθου. Το χαμένο χρόνο ξαναβρίσκουν μόνο οι πλούσιοι. Για τους φτωχούς, απλά σημαδεύει, με ανάλαφρα ίχνη, το δρόμο του θανάτου.
Κι υστέρα, για ν’ αντέξει πραγματικά κανείς, δεν πρέπει να πολυθυμάται, πρέπει να ζει μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, όπως έκανε η μητέρα του, σίγουρα αναγκασμένη κατά κάποιο τρόπο, αφού είχε αυτή την αρρώστια της νιότης της (τελικά, απ’ ό,τι έλεγε η γιαγιά, ήταν ένας τυφοειδής πυρετός. Όμως ένας τυφοειδής πυρετός δεν αφήνει τέτοια κουσούρια. Ίσως τύφος. Ή τι άλλο; Και γι’ αυτό ακόμα, μαύρο σκοτάδι), αφού αυτή η αρρώστια των νεανικών της χρόνων την άφησε κουφή και την έκανε να εκφράζεται δύσκολα, ύστερα την εμπόδισε να μάθει όλα όσα διδάσκουν ακόμα και στους απόκληρους της κοινωνίας και την εξανάγκασε έτσι στη βουβή παραίτηση, αυτός όμως ήταν και ο μόνος τρόπος που βρήκε για να αντιμετωπίσει τη ζωή της, και τι άλλο άραγε μπορούσε να κάνει, ποιος στη θέση της θα είχε βρει άλλη λύση;
«δεν ανήκε σ’αυτό τον κόσμο και στη χυδαιότητα των ημερών»
Στον «Πρώτο ΄Ανθρωπο» η εικόνα της μητέρας έρχεται και επανέρχεται από τη πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Σ’αυτή την καταβύθιση στον κόσμο της παιδικής του ηλικίας, στο κυνήγι της αναζήτησης του πρόωρα χαμένου πατέρα, είναι το πορτραίτο της μητέρας του που συμπληρώνεται συνεχώς με μικρές, διακριτικές, αλλά απολύτως διακριτές, ψηφίδες αγάπης.
Αυτό το σχεδόν βουβό πρόσωπο της παραδουλεύτρας στο επάγγελμα, χήρας του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, που γεννήθηκε έζησε και πέθανε στο ίδιο μέρος, της σιωπηλής και κλεισμένης στο δικό της κόσμο, λάτρεψε ο γιός της με μια λατρεία αγνή και άδολη.
Αυτήν την απούσα εν τη παρουσία της μητέρα που «δεν ανήκε πια σ’αυτό τον κόσμο και στη χυδαιότητα των ημερών» την σιωπηλή και αθόρυβη, περιγράφει στα γραπτά του, παρατηρεί, αναρωτιέται, ψυχανεμίζεται, συντηρεί οικονομικά όταν κατοικεί στη Γαλλία, επιστρέφει, επισκέπτεται και υποκλίνεται στο μεγαλείο της απλότητάς της ο γιος της.
Ισπανικής καταγωγής, μελαχροινή, με μικρή ίσια μύτη, έντονο βλέμμα, με κουρασμένη πρόωρα ομορφιά, παντοτινά όμορφη για τον ίδιο, τα χαρακτηριστικά της ξαναβρίσκει - τα αναζητά;- ο Καμύ στις πολυάριθμες γυναίκες της ζωής του.
Απομονωμένη λόγω του φυσικού της ελαττώματος σε έναν κόσμο σιωπηλό, αρκείται να παρατηρεί φευγαλέα τον γυιό της χαϊδεύοντάς τον με τη ματιά της και να αφουγκράζεται τα αισθήματά του χωρίς τίποτα να λέγεται. (Και τι να ειπωθεί με το περιορισμένο λεξιλόγιό της των 400 λέξεων, σημειώνει ο Καμύ). Καταδικασμένη από την αγραμματοσύνη της και τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης σε μια απομόνωση κοινωνική, αφήνει στον μικρό Αλμπέρ την αγωνία του εσωτερικού της κόσμου καθώς την παρατηρεί καθισμένη στην αιώνια θέση της σπάνιας ανάπαυλάς της δίπλα στο παράθυρο.
Με τη σειρά της εκείνη αγαπάει βαθιά, εσωτερικά τον γιο της, με τον τρόπο που οι παλιές γυναίκες αγαπούσαν τα παιδιά τους, χωρίς πολλά χάδια και φιλιά αλλά κρυφά καμαρώνοντάς τα σαν κάτι που αν το σφίξεις πολύ θα σπάσει, θα χαλάσει, θα χαθεί.
«Σου εύχομαι να μείνεις έτσι νέα και όμορφη, για πάντα» της γράφει τον Δεκέμβρη του 1959, λίγες μέρες πριν τον θάνατό του.
Η αθόρυβη και ταπεινή Κατρίν Σιντές-Καμύ, έκλεισε τα μάτια της το Σεπτέμβρη του ‘60, εννιά μόλις μήνες μετά τον χαμό του γιου της.
Albert Camus, Ο πρώτος άνθρωπος, Νέα Σύνορα, Λιβάνη
Αυτό το σχεδόν βουβό πρόσωπο της παραδουλεύτρας στο επάγγελμα, χήρας του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, που γεννήθηκε έζησε και πέθανε στο ίδιο μέρος, της σιωπηλής και κλεισμένης στο δικό της κόσμο, λάτρεψε ο γιός της με μια λατρεία αγνή και άδολη.
Αυτήν την απούσα εν τη παρουσία της μητέρα που «δεν ανήκε πια σ’αυτό τον κόσμο και στη χυδαιότητα των ημερών» την σιωπηλή και αθόρυβη, περιγράφει στα γραπτά του, παρατηρεί, αναρωτιέται, ψυχανεμίζεται, συντηρεί οικονομικά όταν κατοικεί στη Γαλλία, επιστρέφει, επισκέπτεται και υποκλίνεται στο μεγαλείο της απλότητάς της ο γιος της.
Ισπανικής καταγωγής, μελαχροινή, με μικρή ίσια μύτη, έντονο βλέμμα, με κουρασμένη πρόωρα ομορφιά, παντοτινά όμορφη για τον ίδιο, τα χαρακτηριστικά της ξαναβρίσκει - τα αναζητά;- ο Καμύ στις πολυάριθμες γυναίκες της ζωής του.
Απομονωμένη λόγω του φυσικού της ελαττώματος σε έναν κόσμο σιωπηλό, αρκείται να παρατηρεί φευγαλέα τον γυιό της χαϊδεύοντάς τον με τη ματιά της και να αφουγκράζεται τα αισθήματά του χωρίς τίποτα να λέγεται. (Και τι να ειπωθεί με το περιορισμένο λεξιλόγιό της των 400 λέξεων, σημειώνει ο Καμύ). Καταδικασμένη από την αγραμματοσύνη της και τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης σε μια απομόνωση κοινωνική, αφήνει στον μικρό Αλμπέρ την αγωνία του εσωτερικού της κόσμου καθώς την παρατηρεί καθισμένη στην αιώνια θέση της σπάνιας ανάπαυλάς της δίπλα στο παράθυρο.
Με τη σειρά της εκείνη αγαπάει βαθιά, εσωτερικά τον γιο της, με τον τρόπο που οι παλιές γυναίκες αγαπούσαν τα παιδιά τους, χωρίς πολλά χάδια και φιλιά αλλά κρυφά καμαρώνοντάς τα σαν κάτι που αν το σφίξεις πολύ θα σπάσει, θα χαλάσει, θα χαθεί.
«Σου εύχομαι να μείνεις έτσι νέα και όμορφη, για πάντα» της γράφει τον Δεκέμβρη του 1959, λίγες μέρες πριν τον θάνατό του.
Η αθόρυβη και ταπεινή Κατρίν Σιντές-Καμύ, έκλεισε τα μάτια της το Σεπτέμβρη του ‘60, εννιά μόλις μήνες μετά τον χαμό του γιου της.
«Είμαστε όλοι ο πρώτος άνθρωπος»
Στην τσάντα του, μεταξύ άλλων, βρίσκουν και το χειρόγραφο του μυθιστορήματος που έγραφε και που ήδη έχει έναν τίτλο: Ο Πρώτος Άνθρωπος. Τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα, οι εκδόσεις Gallimard, χάρη στην επίπονη μεταγραφή του κειμένου από τη σύζυγο και την κόρη του συγγραφέα, Φρανσίν και Κατρίν Καμί, δημοσιεύουν επιτέλους αυτό το ύστατο γραπτό, έτσι ακριβώς όπως το βρήκαν: με λάθη, λέξεις που λείπουν, επαναλήψεις, ύφος αδέξιο και φράσεις δύσκαμπτες πολλές φορές, πρόσωπα που αλλάζουν όνομα από το ένα κεφάλαιο στο άλλο.
Πρόκειται για ένα πολύτιμο ντοκουμέντο, μια εξαιρετική μαρτυρία της παιδικής ηλικίας αυτού του γιου της θάλασσας, του σιρόκου και της καυτής άμμου της Αλγερίας που τόσο πολύ αγάπησε. Η ανακάλυψη της απελπισμένης αγάπης τον για τη μητέρα του και της απέραντης τρυφερότητας για τους δικούς του που δεν τους αρνήθηκε ποτέ και πάντα έλεγε γι ’ αυτούς:
«Ήταν και είναι πιο σπουδαίοι από μένα».
Σε μια συνέντευξή τον στην εφημερίδα της Βενετίας II Gazzettino (9 Ιουλίου 1959), ο Καμύ αποκαλύπτει πως είχε σκεφτεί να ονομάσει το μυθιστόρημά του Αδάμ, «... αν ήταν δυνατό να αποδώσει μ ’ αυτό τον τίτλο μια μυθική έννοια, αν όχι μυθολογική. (...) Πράγματι, ο καθένας μας, όπως κι εγώ, είναι κατά κάποιο τρόπο ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ της δικής του ιστορίας».
Πολλοί ίσως θελήσουν να δώσουν την ερμηνεία τους στον τίτλο του βιβλίου.Η Κατρίν Καμύ παρουσιάζει τη δική της: «Όλοι αυτοί που ζουν χωρίς ν' αφήσουν ίχνη, αλλά που συγχρόνως συνθέτουν σαν άτομα τον κόσμο είναι οι πρώτοι άνθρωποι».
Όλος ο Καμύ είναι εδώ, σ’ αυτό το βιβλίο, σ’ αυτό το παιδί που μεγαλώνει μπροστά στα μάτια μας: ευαισθησία, αφοσίωση, γενναιοδωρία, υπερηφάνεια, ευθύτητα, υπευθυνότητα, δίψα για το απόλυτο, απαίτηση... Κι επίσης μια απληστία για τη ζωή που συνυπάρχει πάντα με μια κρυφή θλίψη, άσβεστη, σαν μόνιμη επωδός της ύπαρξής του. Ο Καμύ τραγουδάει τη λάβα της ζωής με απλότητα, αλήθεια, σκληρότητα, με γλώσσα γυμνή και λιτή.
Ο Πρώτος Άνθρωπος είναι ένα βιβλίο όπου πρωταγωνιστεί ο χρόνος. Αυτός που στερεί τη μνήμη από τους φτωχούς ανθρώπους και τους καταδικάζει στη λησμονιά και την ανωνυμία, αυτός της αποικιοκρατούμενης Αλγερίας, ο χρόνος που αφιερώνουν κάποιοι γενναιόδωροι δάσκαλοι για να σώσουν τα παιδιά από την αμάθεια και τη μιζέρια και να τα οδηγήσουν σε φωτεινούς ορίζοντες. Ο χρόνος, ανέμελος κι ευχάριστος για το παιδί με τις συντροφιές φίλων, με τα παιχνίδια, με το διάβασμα εικονογραφημένων περιοδικών, με τη δουλειά στο βαρελάδικο κι εκείνος ο άλλος, βαρετός και άχρηστος στο κατηχητικό και στο σιδεράδικο, χρόνος κλεμμένος από τα σχολικά καθήκοντά του και τις διακοπές του. Ο χρόνος που σταμάτησε θανάσιμα για τον πατέρα στις πρώτες μάχες του 1914 και που ακινητοποίησε την αναλφάβητη μητέρα, κλεισμένη στη μοναξιά του κουφού. Ήταν άραγε ο ίδιος χρόνος που σαν προμήνυμα θανάτου έκανε τον Καμύ να σταματήσει το χειρόγραφό του με τις λέξεις:
«... να πεθάνει χωρίς να επαναστατήσει» και να γράψει στο Σημειώσεις και πλάνα του: «Το βιβλίο πρέπει να σταματά απότομα»;
Αυτή η μακριά, ατελείωτη εξομολόγηση εκφράζει άπλετα τα άγχη της, τις αμφιβολίες, τους φόβους, τον πόνο της, μας κάνει να νιώσουμε το συγγραφέα του Ξένου πιο οικείο, πιο αδερφικό. Ένα βιβλίο-φίλος που δε θα μας εγκαταλείψει αφού, όπως έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ στον Ρενέ Σαρ,
Σε μια συνέντευξή τον στην εφημερίδα της Βενετίας II Gazzettino (9 Ιουλίου 1959), ο Καμύ αποκαλύπτει πως είχε σκεφτεί να ονομάσει το μυθιστόρημά του Αδάμ, «... αν ήταν δυνατό να αποδώσει μ ’ αυτό τον τίτλο μια μυθική έννοια, αν όχι μυθολογική. (...) Πράγματι, ο καθένας μας, όπως κι εγώ, είναι κατά κάποιο τρόπο ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ της δικής του ιστορίας».
Πολλοί ίσως θελήσουν να δώσουν την ερμηνεία τους στον τίτλο του βιβλίου.Η Κατρίν Καμύ παρουσιάζει τη δική της: «Όλοι αυτοί που ζουν χωρίς ν' αφήσουν ίχνη, αλλά που συγχρόνως συνθέτουν σαν άτομα τον κόσμο είναι οι πρώτοι άνθρωποι».
Le Premier Homme, d'après l’œuvre d'Albert Camus, adaptation de Jacques Ferrandez
____________
Όλος ο Καμύ είναι εδώ, σ’ αυτό το βιβλίο, σ’ αυτό το παιδί που μεγαλώνει μπροστά στα μάτια μας: ευαισθησία, αφοσίωση, γενναιοδωρία, υπερηφάνεια, ευθύτητα, υπευθυνότητα, δίψα για το απόλυτο, απαίτηση... Κι επίσης μια απληστία για τη ζωή που συνυπάρχει πάντα με μια κρυφή θλίψη, άσβεστη, σαν μόνιμη επωδός της ύπαρξής του. Ο Καμύ τραγουδάει τη λάβα της ζωής με απλότητα, αλήθεια, σκληρότητα, με γλώσσα γυμνή και λιτή.
Ο Πρώτος Άνθρωπος είναι ένα βιβλίο όπου πρωταγωνιστεί ο χρόνος. Αυτός που στερεί τη μνήμη από τους φτωχούς ανθρώπους και τους καταδικάζει στη λησμονιά και την ανωνυμία, αυτός της αποικιοκρατούμενης Αλγερίας, ο χρόνος που αφιερώνουν κάποιοι γενναιόδωροι δάσκαλοι για να σώσουν τα παιδιά από την αμάθεια και τη μιζέρια και να τα οδηγήσουν σε φωτεινούς ορίζοντες. Ο χρόνος, ανέμελος κι ευχάριστος για το παιδί με τις συντροφιές φίλων, με τα παιχνίδια, με το διάβασμα εικονογραφημένων περιοδικών, με τη δουλειά στο βαρελάδικο κι εκείνος ο άλλος, βαρετός και άχρηστος στο κατηχητικό και στο σιδεράδικο, χρόνος κλεμμένος από τα σχολικά καθήκοντά του και τις διακοπές του. Ο χρόνος που σταμάτησε θανάσιμα για τον πατέρα στις πρώτες μάχες του 1914 και που ακινητοποίησε την αναλφάβητη μητέρα, κλεισμένη στη μοναξιά του κουφού. Ήταν άραγε ο ίδιος χρόνος που σαν προμήνυμα θανάτου έκανε τον Καμύ να σταματήσει το χειρόγραφό του με τις λέξεις:
«... να πεθάνει χωρίς να επαναστατήσει» και να γράψει στο Σημειώσεις και πλάνα του: «Το βιβλίο πρέπει να σταματά απότομα»;
Αυτή η μακριά, ατελείωτη εξομολόγηση εκφράζει άπλετα τα άγχη της, τις αμφιβολίες, τους φόβους, τον πόνο της, μας κάνει να νιώσουμε το συγγραφέα του Ξένου πιο οικείο, πιο αδερφικό. Ένα βιβλίο-φίλος που δε θα μας εγκαταλείψει αφού, όπως έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ στον Ρενέ Σαρ,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου