«Εκεί επωλείτο η ευθυμία...»
«.......η Παλαιά Αγορά...υπόγεια με δεκαπέντε και είκοσι σκαλοπάτια κάτω, όπου ήτο κόπος ν' αναβή τις πλέον, άμα άπαξ κατέβαινεν. Εκεί επωλείτο η ευθυμία. Με είκοσι ή τριάντα λεπτά ηγόραζέ τις μεγάλην δόσιν, μέγα ποσόν ευθυμίας. Με εξήντα λεπτά ηγόραζον ολόκληρον την ευθυμίαν.»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις
«Ο παπα-Αλύπας επήγε κ' εγκατεστάθη οριστικώς εις το νεόκτηστον σταυροπηλιακόν και πατριαρχικόν Κοινόβιον του Ευαγγελισμού………Ως ηγούμενος διέπρεψε, κ' εφημίσθη μάλιστα το Αλυπιακόν μοσχάτον, όπου αυτός περιτέχνως κατεσκεύαζε. Ήτο φερωνύμως κατάλληλον διά ν’ ανακουφίζει τας λύπας, τους καημούς και τα βάσανα του κόσμου τούτου».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα μαύρα κούτσουρα
Οίνος ο παυσίλυπος....
Στον περίβολο του Ιερού Ναού των Αγίων Αναργύρων στου Ψυρρή, διασώζεται μέχρι σήμερα το κελί, όπου έζησε φιλοξενούμενος από τον παιδικό του φίλο, μοναχό Νήφωνα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Την εποχή εκείνη είχε έρθει από τη Σκιάθο ο Νικόλαος Διανέλλος, ο καλύτερος του φίλος από τα εφηβικά του χρόνια, τα δύσκολα χρόνια της ματαίωσης, με προορισμό το Άγιο Όρος, όπου θα μόναζε.
Ο Νήφων όμως ανέβαλλε διαρκώς την αναχώρησή του, γνωρίστηκε με τους επιτρόπους και τους ιερείς του ναού και του παραχώρησαν το καμαράκι να μένει. Στο καμαράκι, που είχε ένα πατάρι, αρκετά μεγάλο, κοιμόταν ο μοναχός, πάνω σ’ ένα αχυρένιο στρώμα και κει αργότερα φιλοξένησε και τον Αλέξανδρο.
Κοντά στους Αγίους Αναργύρους ήταν η ταβέρνα του Καχριμάνη, εκεί πήγαινε ο Παπαδιαμάντης με τον Νήφωνα και έτρωγαν. Κάθονταν αρκετές ώρες κουτσοπίνοντας και συζητώντας. Ο Νήφων τον μύησε στα μυστικά του οίνου και τα ’πιναν οι δυο τους στο ταβερνομπακάλικο του Καχριμάνη καθημερινά σχεδόν.
«Το Μπακάλικο του Καχριμάνη», Σαρρή 15 και Αγίων Ασωμάτων. Στο ισόγειο διώροφης οικίας, της πρώτης οθωνικής περιόδου, στεγαζόταν το Μπακάλικο του Καχριμάνη, όπου σύχναζε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, όταν έμενε στου Ψυρρή.
____________________
Το «αλυπιακόν μοσχάτον»
«Ο Νήφων έπαιξε ρόλο στη ζωή του Παπαδιαμάντη, πιθανότατα επειδή έφερε πάνω του κάποια φευγαλέα παπαδιαμαντικά γνωρίσματα. Αποσχηματισμένος μοναχός, με σχέδια ζωής πάνω από τις δυνάμεις του, καψοκαλύβας καί ερημοσπίτης, θύμιζε άνθρωπο που κάποιος τον είχε μουντζώσει. Επιπλέον, ήταν μέγας πότης - πέθανε από το πιοτό- και αποτελούσε ιδανική συντροφιά για το μπακάλικο του Καχριμάνη. Αυτός ήταν ο διδάσκαλος του μεγάλου παπαδιαμαντικού ελαττώματος, του αλκοολισμού, που βοήθησε τα μάλα τη λογοτεχνία του και τη ζωή του. Εξωθημένος σε μια πενιχρή περιθωριακή ζωή, σε λαϊκούς χώρους με συντροφιά κάποια ναυάγια της ζωής, ο Αλέξανδρος θα δεχθεί ως φυσικό συγγενή του το κρασί. Μέχρι τέλους θα του μείνει πιστός.
Στη ζωή ενός στερημένου λυπομανούς που δεν χαρίζεται στις νεανικές του επιθυμίες, το κρασί μπορεί κάλλιστα να κρατήσει τον ρόλο ερωτικού υποκατάστατου. Σαν ευεργετικός εμβολιασμός του τραυματισμένου εγώ, η έκσταση της μέθης χαρίζει αναψυχή και παραμυθία, χωρίς να στερεί το παραμικρό από τους άλλους. Είναι μια καθαρά ιδιωτική και ανακουφιστική αυτοπάθεια.
Είναι μήπως σύμπτωση ότι επέμενε τόσο στο «αλυπιακόν μοσχάτον»; Από χαρακτήρα, ο Παπαδιαμάντης δεν έπινε για να ξεσπάσει, για να αλλάξει τον κόσμο γύρω του ή να φανερώσει τα κρυφά που τον καταδυνάστευαν. Το κρασί, αντίθετα, του χάριζε μια εσωτερική γαλήνη, το σπίθισμα της πνευματικής μεταρσίωσης που τόσο το είχε ανάγκη, και τόσο τίμησε τους τόπους όπου σύχναζε και τους συμποτικούς αδελφούς. Αν κάθε μέθη σέρνει μέσα της και ένα ερωτικό λείψανο, ο Αλέξανδρος τιμούσε τον «έρωτά» του, γι’ αυτό κατέληγε ομαλά σε ψαλμωδίες. «Και ο απονύχτερος βακχευτής ήρχιζε, μετά τρυφερής μεσοφωνίας, μετά ψιθύρου και παθητικού τόνου να υποτερετίζη...»
Το άλλο πάθος του ήταν το κάπνισμα. Τα «ψιλά Αγρινίου, του Βάρκα...» τα αγόραζε χύμα, με την οκά, και το τραπέζι του στην εφημερίδα ήταν κατάστικτο από καψίματα. Πότης, καπνιστής, άνθρωπος που ήξερε το καλό φαγητό επειδή είχε σπουδάσει την πείνα - αλλά ποτέ τρεχέδειπνος -, ο νέος συγγραφέας θα αφήσει στην Ιστορία των γραμμάτων αυτή τη φιγούρα του άπλυτου, του κακοντυμένου, του λιγομίλητου επαρχιώτη, που θα κέρδιζε πολλά σαν συγγραφέας επειδή είχε χάσει πολλά σαν άνθρωπος.
Κάτι από αυτή την εικόνα διασώζει το πορτραίτο του Δ. Χατζόπουλου:
«Ο κ. Παπαδιαμάντης, ο εκ της νήσου Σκιάθου συγγραφεύς, ο ιδιόρρυθμος, ο εκκεντρικός, ο Μπεμ, ο Μένιππος φιλόσοφος, ο άνθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών, ο θαυμάσιος τύπος, ο ειλικρινής χαρακτήρ, ο περιφερόμενος συχνάκις ανά τας οδούς με το τετριμμένον και ξεθωριασμένον έπανωφόριον, με την ράβδον παραμάσχαλα...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου