Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

«Αν δεν προλάβεις να πεθάνεις νέος, πεθαίνεις νάνος», Αργύρης Χιόνης, Το Μπονσάι,


"I grow old... I grow old...
I shall wear the bottoms of my trousers rolled."



T. S. ELIOT, The Love Song of J. Alfred Prufrock

____________________

Ελάτε τώρα, να σας μετρήσω, του είπε ο αστυνομικός, αφού είχε συμπληρώσει όλα τα άλλα στοιχεία του πάνω στο στο καινούργιο δελτίο ταυτότητας.

«Μα το ύψος μου αναφέρεται στην παλιά μου ταυτότητα», αντέδρασε αυτός·

Ο αστυνομικός χαμογέλασε ειρωνικά. «Τότε, ήσασταν είκοσι ετών τώρα, εξήντα πέντε. Ας κάνουμε μιαν επαλήθευση».

Αν και δεν καταλάβαινε τι νόημα είχε αυτή η επαλήθευση, ανέβηκε στο ειδικό βάθρο, ίσιωσε, σε στάση προσοχής, το κορμί του και ο αστυνομικός κατέβασε, ως το γυμνό κρανίο του, την κρύα μεταλλική μπάρα. «Ένα και εβδομήντα δύο», του ανακοίνωσε, με το ίδιο χαμόγελο.

Ένιωσε να του κόβονται τα πόδια. «Μα πώς είναι δυνατόν;» αναφώνησε. «Τι έγιναν αυτά τα τρία εκατοστά; Ποιος μου τα πήρε;»

«Ο χρόνος, ξέρετε... », αποκρίθηκε ο αστυνομικός, και το χαμόγελό του είχε τώρα μια χροιά συμπόνιας, «...ο χρόνος ροκανίζει τους σπονδύλους. Όσο μεγαλώνει κανείς, τόσο χαμηλώνει».

Στο άκουσμα αυτών των λόγων, άστραψε κάτι ξαφνικά μες στο μυαλό του κι είδε τον εαυτό του ως μπονσάι και τον χρόνο, διεστραμμένο Γιαπωνέζο κηπουρό, να τον μικραίνει και να τον μικραίνει...

«Α πώς γερνάω... πώς γερνάω...
Το πανταλόνι με μπατζάκια γυρισμένα θα φοράω» 



μουρμούρισε, συνειδητοποιώντας, για πρώτη φορά, την τραγικότητα αυτών των στίχων που, άλλοτε, του φαίνονταν απλώς αστείοι.

«Τι είπατε;» ρώτησε ο αστυνομικός.

«Μπα, τίποτε... Θυμήθηκα μονάχα κείνη τη ρήση των αρχαίων ημών προγόνων:
Ον οι θεοί φιλούσι, αποθνήσκει νέος... και ένα εβδομήντα πέντε».


Ο αστυνομικός γέλασε· αυτός όχι.

Επιμύθιο: Αν δεν προλάβεις να πεθάνεις νέος, πεθαίνεις νάνος.


Αργύρης Χιόνης, Το Μπονσάι, Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες, εκδόσεις Κίχλη


...όπως η αγριάδα...

Ο Αργύρης Χιόνης έζησε τα τα τελευταία του είκοσι χρόνια μέσα στη φύση και έξω από την κοινωνία. Ωστόσο, δεν υπήρξε ένας διανοούμενος πολυτελείας. Την κοινωνία την έφαγε με το κουτάλι και στη φύση αναζήτησε, όχι την απόδραση από τα καίρια προβλήματα αλλά, αντίθετα, το απόσταγμα της περιπέτειας της ζωής.

Είχε έναν νονό βιβλιοπώλη που τον μύησε στη γοητεία της λογοτεχνίας, όμως άργησε πολύ να της αφοσιωθεί.

Από τα 13 του καθάριζε βιτρίνες στου Λαμπρόπουλου (όταν πήγαινε στο Νυχτερινό Γυμνάσιο), πέρασε έπειτα στο λογιστήριο του πολυκαταστήματος, δούλεψε στη λαχαναγορά του Παρισιού όταν αυτοεξορίστηκε με τη δικτατορία και κατέληξε σε ένα τυπογραφείο στο Άμστερνταμ όπου έζησε 8 χρόνια.

Στην Ελλάδα επέστρεψε πια το 1977 με τρεις ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του, για να γίνει… ο μεταφραστής του Αστερίξ, να προκριθεί στον διαγωνισμό της ΕΟΚ και να ξαναξενιτευτεί για μια δεκαετία (1982-1992) ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Αυτός που είχε μεγαλώσει σε ένα προλεταριακό σπιτάκι στα Σεπόλια και άρχισε σπουδές στα 28 του στην Ολλανδία - «ιταλική φιλολογία για να διαβάσω τον Δάντη στο πρωτότυπο» - παραιτήθηκε από τας Ευρώπας «γιατί μπούχτισα από τις μεγαλουπόλεις και απογοητεύτηκα από το σινάφι».

Εγκαταστάθηκε στα 49 του σε ένα χωριό 24 χλμ. από το Κιάτο, το Θροφαρί με τους 30 κατοίκους τον χειμώνα, χωρίς αυτοκίνητο «γιατί δεν οδηγώ», και χωρίς συγκοινωνία, γιατί η Καποδίστρειος αποκέντρωση δεν ευνοεί τα χωριά… «Αλλά δεν μου λείπει τίποτα».


Καλλιεργούσε τις ελιές και τα αμπέλια του, διάβαζε, έγραφε και όπως η αγριάδα του βιβλίου του κι αυτός, με… ρεαλισμό και με όνειρο έφτασε διά του οριζοντίου ύψους πέρα από τα βουνά.



Mark Webster - Cypress Tree Ocean Seascape Oil Painting
__________________________

Διά του οριζοντίου ύψους.....

«Μια φορά και έναν καιρό, πλάι σε ένα πανύψηλο υπερήφανο κυπαρίσσι, ζούσε μια ελάχιστη ταπεινή αγριάδα, που ζήλευε το μπόι του κυπαρισσιού κι ήθελε να το φτάσει, γι’ αυτό και τεντωνότανε αδιάκοπα στις μύτες των ριζών της, πασχίζοντας να σηκωθεί πιο πάνω από το χώμα. Μάταιη προσπάθεια και αρκετά οδυνηρή γιατί, κάθε φορά που έκανε αυτή τη γυμναστική, για μέρες μετά την πόναγε ανυπόφορα η μέση της. 

Το κυπαρίσσι, που παρακολουθούσε αφ’ υψηλού τον αγώνα της αγριάδας, σειόταν και λυγιόταν καμαρωτό και της έλεγε υπεροπτικά, με προφορά σχεδόν εγγλέζικη, της Οξφόρδης: 

“Δεν γνωρίζετε τι χάνετε αγαπητή μου αγριάδα, εκεί στην επιφάνεια του εδάφους όπου βρίσκεσθε. Δίχως να θέλω διόλου να υπερηφανευθώ, σας πληροφορώ ότι από την κορυφή μου έχω απεριόριστη θέα του κόσμου και θα ήταν ακόμα πιο απεριόριστη, θα έβλεπα ως τη Γουατεμάλα, αν κάποια αναιδή βουνά, γύρω τριγύρω, δεν την περιόριζαν. 

Ωστόσο ευελπιστώ ή, μάλλον έχω τη βεβαιότητα ότι η βροχή θα λιώσει, σιγά σιγά, αυτά τα αναιδή βουνά και τότε θα δω τη Γουατεμάλα. Το σχέδιο αυτό είναι βεβαίως μακροπρόθεσμο, αλλά μπορώ να περιμένω, αφού ως γνωστόν, ζω επτακόσια χρόνια”. 

Η αγριάδα αν και δεν ήξερε ούτε που βρίσκεται αυτή η Γουατεμάλα ούτε αν τα βουνά λιώνουν από τη βροχή ούτε, ακόμη, αν είναι πολλά τα επτακόσια χρόνια, ακούγοντας αυτά τα ανήκουστα λόγια, ένιωθε την καρδιά της να μαραζώνει και, τις νύχτες που κοιμόταν, έβλεπε πάντα το ίδιο όνειρο. 

Ψήλωνε, λέει, ψήλωνε τόσο, που ξεπερνούσε κατά πολύ στο μπόι το κυπαρίσσι, ξεπερνούσε ακόμη και τα πιο ψηλά βουνά κι έβλεπε από κει πάνω όχι μόνο τη Γουατεμάλα αλλά και το Ακαλακούμπα, χώρα ακόμα πιο μακρινή, ακόμα πιο ωραία, όπου οι άνθρωποι χόρευαν ένα γρήγορο χορό που τόνε λέγανε ρούμπα. 

Βέβαια όταν ξύπναγε το πρώτο πράγμα που έβλεπε μπροστά της ήταν ένα σαλιγκάρι τόσο αργοκίνητο, που έμενε στο οπτικό πεδίο της όλη τη μέρα, προκαλώντας της κατάθλιψη και κάνοντας την να μην βλέπει την ώρα πότε θα ξανανυχτώσει, για να κοιμηθεί και να ονειρευτεί το μακρινό Ακαλακούμπα και τον γρήγορο χορό που τόνε λένε ρούμπα.

Έτσι ζούσαν κυπαρίσσι και αγριάδα, πλάι πλάι, αλλά το καθένα στον κόσμο του, ώσπου μια μέρα φθινοπωρινή (χρόνια πολλά, πάρα πολλά πριν τα επτακόσια), που ο ουρανός είχε ένα χρώμα μολυβί, μια λάμψη ξαφνική, ονόματι αστροπελέκι, χτύπησε κατακέφαλα το κυπαρίσσι και το έκαψε. Η βροχή που ακολούθησε, μπόρα τρικούβερτη, αντί να λιώσει τα βουνά που του κρύβαν τη Γουατεμάλα, τη στάχτη του έλιωσε και γκρίζα λάσπη την υπερηφάνεια του έκανε. 

Η αγριάδα, άναυδη στην αρχή, όταν συνήλθε κάπως, μακάρισε το ελάχιστο της μπόι και θρήνησε το κυπαρίσσι, που - πώς να το κάνουμε; - αν και φλύαρο και υπερφίαλο, της είχε χαρίσει το όνειρο των μεγάλων αποστάσεων, του απέραντου κόσμου. 

Μετά απ’ αυτό το θλιβερό γεγονός, σταμάτησε την έτσι κι αλλίως ανώφελη γυμναστική της και μόνο αραιά και που έβλεπε στον ύπνο της το εξωτικό Ακαλακούμπα. Κανένας όμως πια δεν χόρευε εκεί τη ρούμπα.

Ήτανε, βέβαια, ακόμα νεαρά και εστερείτο πείρας, που καν δεν γνώριζε τις φυσικές τις ιδιότητες. Έτσι, ένα ανοιξιάτικο πρωί, παραξενεύτηκε πολύ, νi;vθοντας να τη φαγουρίζουνε οι ρίζες της, κι ακόμα πιο πολύ παραξενεύτηκε σαν είδε, δύο μέρες τρεις αργότερα, λίγο πιο κεί, μεσ’ απ’ το χώμα να προβάλει ένα μικρό, χλωροπράσινο βλαστάρι αγριάδας.

Μπα, καινούργια απόχτησα γειτόνισσα!” ήταν η πρώτη σκέψη της, αλλά όταν είπε “καλωσόρισες, γειτόνισσα”, άκουσε, την ίδια ακριβώς στιγμή, να λέει και το βλαστάρι τα ίδια λόγια, να την καλοσωρίζει δηλαδή με την φωνή της. Το ίδιο έγινε, ακριβώς, άλλες δύο μέρες τρεις αργότερα, όταν καινούργιο εμφανίστηκε, πιο πέρα, βλασταράκι. 

Μπορεί, λοιπόν, να ήταν άπειρη, αλλά κουτή δεν ήταν.Έτσι, κατάλαβε ότι στον εαυτό της μίλαγε, αφού τα νέα αυτά βλαστάρια από τις ρίζες της ξεπήδαγαν και σαρξ εκ της σαρκός της ήσαν. 

Λόγια πολλά για να μην λέμε και χρόνο να μην κλέβουμε απ’ την αιωνιότητα, μέσα σε χρόνια ελάχιστα, πολύ πιο λίγα από τα επτακόσια, η αγριάδα είχε ρίζα τη ρίζα, καταβολάδα τη καταβολάδα, βλαστάρι το βλαστάρι, όλο το κάμπο καταχτήσει κι όλα τα βουνά ως τη κορφή τους και πιο πέρα. Για το πιο πέρα δεν μπορώ να πω, τα μάτια μου μονάχα ως τις βουνοκορφές την ακολούθησαν, πιο πέρα δεν άντεξαν. Έμαθα ωστόσο, από έγκυρες πηγές, πως έφτασε στο Ακαλακούμπα και πως στο δροσερό και καταπράσινο χαλί της χορεύουν τώρα γυμνοπόδαροι εραστές τη ρούμπα. 

Επιμύθιο Ι: Όσο πιο κοντά στη γη βρίσκεσαι, τόσο πιο μακριά από τ’ αστροπελέκια είσαι. 

Επιμύθιο ΙΙ: Δια του οριζοντίου ύψους, η απόστασις, έως το Ακαλακούμπα, καλύπτεται εις χρόνον κατά πολύ συντομότερον των επτακοσίων ετών. 


Αργύρης Χιόνης, Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες, εκδόσεις Κίχλη


2 σχόλια:

  1. Καταπληκτικό ... μείνε χαμηλός (και ταπεινός) και κατακυρίευσε τον κόσμο! ... τι δίδαγμα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καταπληκτικό ... μείνε χαμηλός (και ταπεινός) και κατακυρίευσε τον κόσμο! ... τι δίδαγμα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή