Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

«Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη...», Γιώργος Σεφέρης, Αθήνα, 1944


Οδοφράγματα στα Δεκεμβριανά. Αθήνα, Δεκέμβριος 1944
Βούλα Θεοχάρη Παπαϊωάννου, Μουσείο Μπενάκη
_______________

«Η ιστορία για σένα τελειώνει και ξαναρχίζει από κει:
Ο ημεροδείκτης δείχνει Δεκέμβρης 
Το ρολόι σταμάτησε στο ’44.» 

Γιάννης Δάλλας, Χρονοδείκτες, εκδόσεις Γαβριηλίδης

Ο Γιώργος Σεφέρης στο σπίτι της οδού Κυδαθηναίων 9 στην Πλάκα


Οδός Κυδαθηναίων 9

Ο Γιώργος Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα απο την Αίγυπτο στις 22 Οκτωβρίου 1944, μετά από τριάμισι χρόνια απουσίας: 

Κυριακή 22 Οκτώβρη

[...] Σήμερα κλείνω ακριβώς τριάμισι χρόνια από τότε που έφυγα από τον Πειραιά στις 22 τ’ Απρίλη 1941.
Η πιο όμορφη, η πιο αλαφριά μέρα του κόσμου.

Δευτέρα, 23 Οκτώβρη

Σπίτι.

Τον Δεκέμβρη του 1944 ο  Γιώργος Σεφέρης ζει στο μεσοπολεμικό διώροφο της οικογένειας Σεφεριάδη, στην οδό Κυδαθηναίων 9 στην Πλάκα, στο κέντρο των μαχών και καταγράφει στα ημερολόγιά του γεγονότα, εντυπώσεις, εικόνες, σκέψεις....

Οικία Σεφεριάδη -Τσάτσου (απο το βιβλίο της Ιωάννας Τσάτσου "οδός Κυδαθηναίω​ν 9") 

Κυριακή, 3 Δεκέμβρη. Οδός Κυδαθηναίων

Προχτές κυβερνητική κρίση· παραίτηση των αριστερών υπουργών πάνω στο στρατιωτικό.
Σήμερα ηλεχτρικό δεν υπάρχει· γενική απεργία. Συλλαλητήριο: νεκροί.

Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου. Διαδήλωση στην Αθήνα των οπαδών του ΕΑΜ. "Ξαφνικά ακούστηκαν πυροβολισμοί κι ακολούθησε μια ριπή".
Dmitri Kessel
Δευτέρα, 4 Δεκέμβρη

Κηδεία των νεκρών του χτεσινού συλλαλητήριου. Χτυπιούνται στο Θησείο.

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου. Κηδεία των θυμάτων της διαδήλωσης της προηγούμενης ημέρας. «Ήταν πιτσιλισμένο με αίμα». Dmitri Kessel

Τετάρτη, 6 Δεκέμβρη. Τ’ Αι-Νικόλα

Μαύρη μέρα. Από την αυγή ο αλληλοσπαραγμός.

Τα προαισθήματά μου και οι βραχνάδες, εδώ και δυόμισι χρόνια, βγαίνουν αληθινά.

Ξύπνησα κατά τις 05.00' από βαριούς, αραιούς κρότους: όλμοι ή χειροβομβίδες. Άνοιξα το παράθυρό μου, που βλέπει προς την Ακρόπολη. Πάνω στον ουρανό που χάραζε βόλια βυσσινιά από τ’ αριστερά προς τα δεξιά. Από το δρόμο, κάπου, μια απόμακρη φωνή χωνιού, μόνο δυο λέξεις άρπαξε τ’ αυτί μου : «. . . το αίμααα. .. του λαούουου...»

Σε λίγο όλο το σπίτι ήταν στο πόδι· στο δωμάτιο των παιδιών της Ιωάννας, πάνω από το δικό μου, ένα βόλι πήγε και σφηνώθηκε στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι. Όλμοι, πολυβόλα και λιανοτούφεκα δυνάμωσαν στ’ αναμεταξύ και δε σταμάτησαν.

Από το παράθυρο του γραφείου, μεσ’ απ’ τα κλειστά παντζούρια φαινότανε καθαρά η οδός Κυδαθηναίων. Ελασίτες κρατούσαν τις γωνιές. Στη γωνιά Κόδρου, τρεις χαρακωμένοι στον αυλόγυρο της Σωτήρας· ο ένας με πολιτικά κι ένα βραχύκανο, φαίνεται ο αρχηγός τους από τον τρόπο που του φέρνουνται οι άλλοι. Μάτι κυνηγού που έχει στήσει καρτέρι. Μια στιγμή βγάζει τσιγάρο· το βάζει σε μια κοντή πίπα και ψάχνεται για σπίρτα· ο άλλος του δίνει φωτιά.

Στη γωνιά Νίκης, ένας παραφυλάει μπρούμουτα στραμμένος προς το Σύνταγμα· κοντά του, καθισμένος αμέριμνα στο πεζούλι ενός χαμηλού παραθύρου, ένας άλλος, άοπλος, παίζει με τα χέρια του.

Σε λίγο όταν γύρισα πάλι στο παράθυρο, ο Ελασίτης της γωνιάς Νίκης σκοτωμένος με το χέρι στο μέτωπο κρατώντας ένα μαντίλι χακί, λίγο παραπάνω από την πόρτα μας. Το όπλο του είχε μείνει στη θέση που τον πρωτοείδα, πλάι σ’ ένα αυλάκι αίμα, και παρακάτω το κράνος του.

Νωρίς μετά το μεσημέρι θόρυβος από τανκ· ένα από την οδό Πέτα· ένα άλλο κατέβηκε το στενό δρόμο Κυδαθηναίων σπάζοντας τις πέτρες του πεζοδρόμιου, πίσω του Άγγλοι αλεξιπτωτιστές με βυσσινιά σκουφιά. Λένε μεταξύ τους : «Come along, boys», δείχνουν κάτι και προχωρούν.

Νυχτώνει· πάλι στο παράθυρο του γραφείου. Ο πρωινός σκοτωμένος δεν είναι πια στη θέση του· τον έχει αντικαταστήσει ένας άλλος. Ένας διαβάτης προχωρεί δειλά, τον βλέπει και γυρίζει πίσω. Μένει μόνο ένα άσπρο σκυλάκι που τρέχει και χάνεται.

ΑΘΗΝΑ. ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ '44. Η περιοχή που ελεγχόταν από τους Βρετανούς και τους δεξιούς Έλληνες τέλειωνε στην Ακρόπολη.
Dmitri Kessel

Πέμπτη, 7 Δεκέμβρη

Όλη τη νύχτα πυροβολικό· κατά τον Αρδηττό. Στον ουρανό λίγες σφαίρες σαν αναμμένα κάστανα. Τώρα, 12.30', ησυχία έπειτα από σποραδικό τουφεκίδι ή πολυβολισμούς. Από το μέρος Κυδαθηναίων, κάτω από το γραφείο, ερημιά.

Ο χτεσβραδινός σκοτωμένος ακόμη στη θέση του, πεσμένος μπρούμουτα. Χακί παντελόνι και μαβί κοντοσάκακο που αφήνει να φαίνεται μια γυμνή λουρίδα από τη μέση του. Δυο γυναίκες βγαίνουν στον αυλόγυρο της Σωτήρας· μια γριά κι ένα κοριτσάκι· τα μάτια της μικρής σαν τα μάτια τρομαγμένου ποντικού, κατάμαυρα. Κοιτάζουν ολοτρόγυρα, βλέπουν το σκοτωμένο, κάτι λένε, σταυροκοπιούνται και φεύγουν. Από το άλλο μέρος της Σωτήρας, το μπροστινό, λίγοι άνθρωποι τρυπώνουν σ’ ένα μαγαζί σα νυφίτσες και βγαίνουν κρατώντας κάτι στο χέρι.

Κάπου-κάπου μια σφαίρα ή μια ριπή πολυβόλου.

Άγγλοι με βυσσινιά σκουφιά περνούν. Προφυλάγουνται στα κουφώματα, ή στέκουνται στη μέση του δρόμου με μιτραγιέτες. Δεν έχουν το νευρικό ή τεντωμένο ύφος των δικών μας. Ένας, καθώς περιμένει, ξύνει το νύχι του.

Κανόνι· βαριές κανονιές από μακριά.

Ένα φορτηγό αυτοκίνητο στάθηκε μπροστά στην πόρτα μας, μ’ ένα άσπρο χαρτί κολλημένο στο μέτωπο όπου είναι ζωγραφισμένο με μπλε μολύβι το γράμμα Χ. Πίσω του κάτι αλητόπαιδα κι ένας χωροφύλακας με κράνος κι ένα τουφέκι υπερβολικά μακρύ για τα χρόνια μας. Μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά μισανοίγει τα παντζούρια από το αντικρινό υπόγειο· τους κάνει νόημα να πάρουν το σκοτωμένο δείχνοντας τη μύτη της, όπως όταν θες να πεις πως κάτι βρωμά. Οι άλλοι σηκώνουν τους ώμους και φεύγουν. Μένουν οι Άγγλοι μ’ έναν ηλικιωμένο της γειτονιάς που κάνει χειρονομίες απελπισμένου. Φεύγουν κι αυτοί κατά την οδό Φιλελλήνων·η γυναίκα από το υπόγειο τους φωνάζει: «God bless you».

Έπαψε το κανόνι. Αριά και που λίγο πολυβόλο. Ένας κόκορας, που δεν έπαψε ούτε στη χτεσινή κοσμοχαλασιά, κηρύχνει τα δικαιώματα της ζωής. Σαν ξύπνησα σήμερα το πρωί συλλογιζόμουνα ότι η ειδυλλιακή Πλάκα είναι το μέρος οπού έγινε η πρώτη μάχη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας με τη σοβιετική Ρωσία. Ήταν πραγματικά η πρώτη μάχη του Δυτικού και του Ανατολικού κόσμου.

Τ’ απόγεμα μεγάλη κίνηση στο δρόμο μας. Ένα μικρό αγγλικό αρχηγείο εγκαθίσταται στ’ αντικρινό μας σπίτι. Μας ζητούν να τους δώσουμε ένα ισόγειο διαμέρισμα για πρόχειρο χειρουργείο· πήραν το εμπρός· οι ένοικοι έχουν φύγει προτού αρχίσουν οι ταραχές· λένε πως ήταν εαμίτες. Οι Άγγλοι έρχουνται πάνω και κάνουν εγκατάσταση συρμάτων από τα παράθυρα για το φως και τον ασύρματο. Οι αξιωματικοί πολύ απασχολημένοι, κλειστοί, χωρίς ευγένεια στους τρόπους· οι άντρες καλύτεροι. Ένας που δένει τα σύρματα μου λέει:

«Δε μας αρέσει αυτή η δουλειά, αλλά πρέπει να την κάνουμε» (εννοούσε τούτο τον πόλεμο).

Βρετανοί στρατιώτες καλύπτουν τους δρόμους που οδηγούν στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. 
Dmitri Kessel

Παρασκευή, 8 Δεκέμβρη

Βγήκα με τον Άγγελο. Φιλελλήνων, Σύνταγμα, Σταδίου ως την οδό Κοραή· τα πράγματα μοιάζουν πιο ήσυχα. Από τις ταράτσες Φιλελλήνων σποραδικές ριπές πολυβόλων. Λίγοι χωροφύλακες στους δρόμους ή παιδιά με σήματα οργανώσεων στο μπράτσο, που ζητούν ταυτότητες. Πρόσωπα κουρασμένα, ρουφημένα, αξούριστα. Δυο-τρεις γνωστοί· άλλοι για να ψουνίσουν, άλλοι για να χαζέψουν. Δε βρήκαμε ν’ αγοράσουμε τίποτε άλλο παρά λίγα γλυκά. 

Σάββατο, 9 Δεκέμβρη

Το πρωί στο Υπουργείο· καμιά δουλειά. Ελάχιστοι υπάλληλοι συζητούν. Πέρασα από του Γ. Καρτάλη·μακριά συζήτηση, που δε φωτίζει τίποτε.

Κυριακή, 10 Δεκέμβρη

Από τις 05.30' μεγάλο κακό τριγύρω στο σπίτι : κανόνια, πολυβόλα, από τη μεριά της Ακρόπολης και από τη μεριά του Μακρυγιάννη. Αργότερα έμαθα πως το μέτωπο ήταν : Αναφιώτικα - Μακρυγιάννη - Νεκροταφείο. Τώρα, 15.15', ο μεγάλος σάλαγος έχει περάσει, έτοιμος να ξαναρχίσει κάθε τόσο· τα πολυβόλα κρατούν το ίσο· αεροπλάνα φέρνουν γύρα την Ακρόπολη. Σήμερα δεν είχαμε ψωμί το μεσημέρι. Φούρνοι κλειστοί, μπακάληδες άδειοι· τι θα κάνει ο φτωχόκοσμος; Καταστροφή και σκοτωμός. Οι πιο προφυλαγμένοι, εκείνοι που θα έπρεπε να πληρώσουν πρώτοι· όπως πάντα.

Έχω την εντύπωση ότι βρίσκομαι στο προσκέφαλο ενός ετοιμοθάνατου, ανάμεσα σε υστερικούς τρελούς που τους κατέχει η μανία να τον αποτελειώσουν μια ώρα αρχύτερα. Καθένας έχει αφεθεί στους αυτοματισμούς του και στην αντοχή των νεύρων του, όση κι αν είναι.

Κάτω στο μικρό χειρουργείο πολλοί λαβωμένοι το πρωί. Δυο, πάνω στο σπίτι των Τσάτσων, περιμένουν με πρόχειρους επιδέσμους· ο ένας, λένε, μπορεί να χάσει το πόδι του.

Όλες αυτές τις μέρες τρομερή κρίση μέσα μου· αδύνατο να γράψω τώρα για όλα αυτά.
Ωστόσο, το σκεπτόμουνα με τη Μαρώ χτες βράδυ, δεν το μετάνιωσα που γύρισα στην Αθήνα.

Δευτέρα, 11 Δεκέμβρη

Σήμερα μιλούν για γενική επίθεση του ΕΛΑΣ από το βορρά. Αναφέρουν χτεσινή σύγκρουση των ελασιτών με την Ορεινή Ταξιαρχία στην Καισαριανή. Βαριές απώλειες, καθώς λένε, των ελασιτών : 300 νεκροί. Το κράτος των Αθηνών είναι ακόμη πολύ περιορισμένο: Από το Κολονάκι στην Ομόνοια (διασταύρωση Ασκληπιού - Σκουφά κατέχεται από ελασίτες). Πατησίων ως το Μουσείο· οδός Πειραιώς μόνο η αρχή. Πρέπει να τελειώνει το ταχύτερο τούτη η ιστορία, ειδεμή δε θα μείνει κανένας στην Ελλάδα.

Κάθε τόσο, τριγύρω στο σπίτι τουφεκίδι, θαρρείς στην τύχη.

ΑΘΗΝΑ. ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ '44. 
Η "πρώτη γραμμή" ήταν λίγα τετράγωνα πιο κάτω, στην πλατεία Ομονοίας. 
Dmitri Kessel

Τρίτη, 12 Δεκέμβρη

Νωρίς απομεσήμερο, καθώς κοιτάζω από το παράθυρο κατά τη Σωτήρα, βλέπω έναν Άγγλο στρατιώτη να κάνει νόημα σ’ έναν άλλον ένα σοβαρό νόημα. Από το βάθος του δρόμου ξεπρόβαλε ένα καροτσάκι· το τραβούσε ένας εργατικός, ένας άλλος περπατούσε στο πλάι του. Από την κάσα του καροτσιού ξεπερνούσαν δυο ανθρώπινα πόδια μόνο με κάλτσες· πιο ψηλά από τις κάλτσες ξεχώριζε μια μαβιά σάρκα κι ένα πανί με αράδες σκέπαζε όλο το υπόλοιπο κορμί: Ο αδιαφόρετος θάνατος που σεργιανά με το καρότσι στους δρόμους. Ο υστερισμός της αυτοκαταστροφής σ’ όλη τη χώρα.

Νέοι που προτιμούν το αυτόματο όπλο από την ανθρωπιά· γέροι, ξεμωραμένοι σαράφηδες· στ’ αναμεταξύ ένα κοπάδι που το συγκλονίζει ο πανικός φόβος. Ποιος μπορεί να καθίσει και να λογαριάσει ψύχραιμα τα δεδομένα της τρομακτικής κρίσης που ζούμε αυτές τις μέρες.

ΑΘΗΝΑ. ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ '44. 
Θάβαμε τους νεκρούς μας συχνά τα τελευταία τέσσερα χρόνια…πολύ συχνά.
Dmitri Kessel

Κυριακή, 17 Δεκέμβρη

Το τερατώδες είναι ότι μέσα σ' αυτό το σπαραγμό δεν μπορείς να στηριχτείς ούτε σε μια φωτεινή στιγμή κανενός. Οι καλύτεροι σε βαθιά απόγνωση· αυτοί είναι και οι πιο αδύνατοι. Οι άλλοι, ρομπότ: ρομπότ του μίσους και της καταστροφής ή ρομπότ της κατεργαριάς: δεν έχω τη διάθεση να σημειώσω, όπως άλλοτε, τα καθημερινά περιστατικά πού δείχνουν ως πού μπορεί να φτάσει ο ξεπεσμός.

Αδύνατο να γράψω· αδύνατο να διαβάσω· τα νεύρα βυθισμένα μέσα σ' αυτή τη φρίκη, όπως μέσα σ' ένα ποτήρι νερό.

Από μια εβδομάδα χωρίς νερό, το ψωμί ανύπαρχτο, οι μπακάληδες αδειανοί· τους σκοτωμένους τους θάβουν επί τόπου. Ο Βασιλικός Κήπος βρωμά. Χτες οι όλμοι ή οι οβίδες των 75, που πέφτουν εδώ και κάμποσες μέρες τριγύρω στην «Μπρετάνια», σκότωσαν τρεις-τέσσερις ανθρώπους στην οδό Φιλελλήνων, απέναντι στη Ρούσικη εκκλησιά, την ώρα που βγαίνει ο κόσμος για να ψουνίσει κατά τις 12.30'. (Η κυκλοφορία επιτρέπεται 12-14).

Σήμερα, καθώς περνούσα για να πάω στο Υπουργείο, το αίμα έμενε ακόμη εκεί απλωμένο στο πεζοδρόμιο και στον τοίχο. Γυρίζοντας σπίτι, μπροστά στην πόρτα, ένα τζιπ. στο πίσω κάθισμα ένα σώμα αναγερτό με το ξανθό κεφάλι κρεμασμένο, όθε έτρεχε το αίμα όπως αδειάζεις ένα αιγινήτικο κανάτι. Διάκρινα τ' αστέρια ενός Εγγλέζου, λοχαγού και είδα το πρόσωπό του. Η μύτη και το στόμα ήταν ένα κομμάτι κρέας, σα να τα είχε οργώσει με τα νύχια του αρπαχτικό όρνιο.

ΑΘΗΝΑ. ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ '44. 
Dmitri Kessel

Δευτέρα, 18 Δεκέμβρη

Νυχτώνει· κρότοι της μάχης που άρχισε από τις 04.30'  Πολυβόλο, όπως χτυπάς ένα χάρακα πάνω σε τραπέζι με ρυθμό μετρονόμου. Πιο πίσω άλλα βόλια σα ν’ αδειάζεις ένα σακούλι όσπρια σε μπρούντζινο σινί και βαρύτεροι βρόντοι σα να καρφώνουν ή να ρίχνουν σ’ ένα αμπάρι μεγάλες αδειανές κάσες. Αεροπλάνα στριφογυρνούν στον αέρα, βουτούν και αδειάζουν τα πολυβόλα τους. Αρχίζει η τρίτη εβδομάδα του πολέμου. Στο κάτω σπίτι τρεις νεκροί : ένας πατέρας και δυο παιδάκια από όλμο στην οδό Αδριανού.

Η τραγωδία σήμερα είναι που κανείς δεν έχει σαφή συνείδηση των διεθνών δεδομένων της κρίσης που περνά ο τόπος : Αγγλική πολιτική και Ρωσική πολιτική. Οι φόβοι που δεν έπαψα να λέω στο Κάιρο, ως το σημείο να παρεξηγηθώ, γίνουνται τώρα απειλές τρομαχτικά παρούσες. Κανείς ωστόσο δε μοιάζει να γυρεύει τέτοια πράγματα εδώ, ψύχραιμα, επίμονα. Το αιώνιο παλιό, προπολεμικό θέμα: η γραμμή της αντίστασης των Δημοκρατιών. Το μόνιμο ερώτημα.

Τρίτη, 19 Δεκέμβρη

«Οι απαίσιοι, οι πεπωρωμένοι, οι ελεεινοί!» Αυτά για κάποιους λίγο -πολύ ημιεπίσημους αγγλικούς και αμερικάνικους κύκλους. Με κοιτάζουν σα να ρωτούν. Λέω : «Δεν πρόκειται αν είναι αυτοί πεπωρωμένοι, αλλά τι πρέπει να κάνουμε εμείς.» — Ο θυμός ξεφουσκώνει, τα χέρια που χειρονομούσαν πέφτουν. — «Α! αυτό είναι άλλο ζήτημα...» ψιθυρίζουν.

Συνηθισμένες αντιδράσεις για τις μέρες που ζούμε στην Ελλάδα. Γεμίζουν μ’ έξαλλα λόγια και θυμό το κενό της απόφασης — και νομίζουν πως σκέπτονται.
Αίσθημα πολιτικής απομόνωσης. Φριχτό αίσθημα.


"Στο σαλόνι της Μεγάλης Βρετανίας δύο Ελληνοαμερικανοί συζητούν με αξιωματικούς της ρώσικης στρατιωτικής αποστολής".
Dmitri Kessel

Τετάρτη, 20 Δεκέμβρη

Όλες ετούτες οι μέρες πεντάμορφες, γλυκύτατες· εννοώ αν μπορούσε κανείς να τις κοιτάξει. Γιατί υπάρχει η φρίκη που σκεπάζει τα μάτια. Όχι όπως τη φαντάζεται κανείς σε ώρες εφιαλτικές, αλλά με το γνώριμο πρόσωπο του φίλου, του συγγενή, του καθημερινού διαβάτη.

Φριχτό αίσθημα πως είμαι άχρηστος και μόνος ανάμεσα σε τρελούς και σε ψεύτες.

Σήμερα μια προκήρυξη που έριξαν τα αεροπλάνα: Οι εχθροί χρησιμοποιούν κανόνια· από αύριο στις 09.00, τα κανόνια θα καταστρέφουνται με κάθε μέσο, της στεριάς, του αέρα, της θάλασσας· οι πληθυσμοί που κατοικούν σε ακτίνα 500 μέτρων από τη θέση κανονιού πρέπει να φυγουν.

Αποτέλεσμα: έξαλλοι άνθρωποι στους δρόμους με μπογαλάκια, με μωρά, στα χέρια, γριές κοιτάζοντας πού να τρυπώσουν. Αυτοί οι άνθρωποι ζούνε, ένας θεός το ξερει, χωρίς φαί, χωρίς κάρβουνο, χωρίς φως εδώ και δεκαπέντε μέρες, αφήνοντας κατά μέρος τα χρόνια της σκλαβιάς. Το μόνο που τους έμενε, μια στέγη· πάει κι αυτό· πόλεμος γίνεται.


Κορίτσι με κούκλα σε παράθυρο.
Αθήνα, Δεκέμβρης 1944
Dmitri Kessel

Πέμπτη, 21 Δεκέμβρη

Πρέπει ν’ αναβάλουμε το γιόρτασμα των Χριστουγέννων, έλεγε κάποιος Άγγλος τις προάλλες. Ποιων Χριστουγέννων;

Δεν έχει σκοτεινιάσει ακόμη. Αυτές οι ώρες μετά το μεσημέρι είναι οι καλύτερες· κουράζουν οι νύχτες χωρίς φως. Σήμερα, ίσως πρώτη φορά από τότε που άρχισε το κακό, διάβασα λίγο. Στο βάθος, κάπου πίσω από το Ζάππειο και τον Φιλόπαππο, βαριοί γδούποι από κανόνια και εκρήξεις. Αεροπλάνα πολυβολούν. Η Ελλάδα, αλίμονο η Ελλάδα: ένα σταυρωμένο κορμί κι όλοι το καρφώνουν, λυσσασμένοι.

Κατά βάθος προβλήματα και λάθη όπως εδώ κι ένα χρόνο. Δεν έχω εκπλήξεις, κι όμως το να μην ξαφνίζεσαι σε κάνει ύποπτο. Έπρεπε να γίνει τούτο το μακελειό για να μάθουν εδώ την πείρα της Μέσης Ανατολής, αν τη μάθουν ποτέ.

Η ΑΘΗΝΑ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΑΤΥΧΗ ΠΟΛΗ. Πολλά κτίρια είχαν σωριαστεί σε ερείπια.
Αθήνα, Δεκέμβρης 1944
Dmitri Kessel
___________

Κυριακή, Παραμονή Χριστουγέννων

Κλείνει η τρίτη εβδομάδα του πολέμου. Η Πλάκα οπωσδήποτε ήσυχη. Αλλά τριγύρω, ατέλειωτα, ο θόρυβος της μάχης. Οι δρόμοι γεμάτοι πρόσφυγες. Διηγούνται φρικιαστικές σκηνές: ομήρους, εκτελέσεις.

Άρρωστος από προχτές: ρίγη και πόνοι. Κάνει κρύο. Levesque εδώ ως τις 16.00'. Μου δείχνει τις μεταφράσεις του· κάποτε πολύ καλές, υποθέτω: αισθάνομαι τέλεια ανικανότητα να κρίνω μετάφραση από οτιδήποτε δικό μου.

Μιλάμε για τον Σικελιανό που είδε: είναι, του είπε, με το μέρος εκείνων που σκοτώνουνται. Αλλά φτάνει άραγε να σκοτώνεσαι; Τι άλλο έκανε η χιτλερική νεολαία.

Το καλύτερο σήμερα: από την κάμαρά μου άκουσα θαμπά και απόμακρα φωνές παιδιών — τα κάλαντα.

Η Αθήνα δέχτηκε χτυπήματα απο βόμβες πυροβολικού και ρουκέτες.
Αθήνα, Δεκέμβρης 1944
Dmitri Kessel

Δευτέρα, Χριστούγεννα

Ψάχνω να βρω ένα χωρίο του Αισχύλου και  πέφτει το μάτι μου στο «Ίτε παίδες Ελλήνων...»

 — Αλίμονο. Θυμούμαι όλες τούτες τις μέρες:

I said to my soul, he still, and wait without hope For hope would he hope for the wrong thing; wait without love
For love would be love of the wrong thing; there is yet faith...
The wrong thing είναι σίγουρο, ό,τι και να διαλέξεις σήμερα.

Μετά το βραδινό φαγητό μαθαίνω για το τηλεφώνημα περί Churchill στον «Ajax» το πολεμικό. Η αυτοκρατορία μοιάζει να συγκινείται σοβαρά από τα ελληνικά πράγματα. Πρώτη φορά στην Ιστορία μας τόσο σοβαρό δείγμα: Βάζει εμπρός το σώμα του πρωθυπουργού της.


Τρίτη, 26 Δεκέμβρη

Υπουργείο Εξωτερικών. Περίεργο, δεν αναμετρούν τη βαρύτητα του ταξιδιού του Churchill. Προτιμούν να πιστέψουν τη φήμη που έχει πλατιά κυκλοφορήσει ότι πρόκειται για έναν ενδιάμεσο σταθμό στον πηγαιμό του κάπου αλλού, για να συναντήσει Ρούζβελτ και Στάλιν. Ταξίδι Churchill ανήμερα Χριστούγεννα, μόνο για την Ελλάδα, τους φαίνεται υπέρογκο. Άλλοι φοβούνται συνδιαλλαγή με τους αντάρτες, άλλοι πως ήρθε ο Churchill για να κομίσει γην και ύδωρ: Μετρούν με τα ντόπια μέτρα.

Απόγεμα σύσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών : Churchill. Παρόντες ακόμη ο Macveagh, ο Baelen και ο Popov — η Διεθνής Τροπή.

26 Δεκεμβρίου. Σύσκεψη στο υπουργείο εξωτερικών των εκπροσώπων όλων των πολιτικών δυνάμεων της χώρας παρουσία του Winston Churchill. Η πόλη είναι χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και η σύσκεψη γίνεται με λάμπες θυέλλης όπως μεταφέρει ο ίδιος ο φωτογράφος, Dmitri Kessel: "Συνέχισα να φωτογραφίζω χρησιμοποιώντας το δραματικό φωτισμό του δωματίου".
_________________

Τετάρτη, 27 Δεκέμβρη

Συνέχεια σύσκεψης. Αντάρτες αδιάλλακτοι· κανένα αποτέλεσμα. Αντιβασιλεία.

Παρασκευή, 29 Δεκέμβρη

Μου διηγούνται : Ένας Άγγλος αξιωματικός κι ένας Έλληνας στη γραμμή της μάχης. Απέναντί τους ένας μικρόσωμος εαμίτης πυροβολούσε και σταυροκοπιούνταν πριν από κάθε ριξιά.

— Τι κάνει αυτός; ρώτησε ο Άγγλος. 

— Κάνει το σταυρό του και μας πυροβολεί.

— Μα δεν μπορεί, θα είναι κατά λάθος μ’ αυτούς.

Ο Έλληνας τον σάρωσε με μια ριπή.

Κρίμα, είπε ο Άγγλος, στερήσατε την πατρίδα σας από κάποιον που θα γίνουνταν καλός πολίτης.

Ο R. Levesque εδώ· τον βοηθώ όσο μπορώ στις μεταφράσεις του. Σε μια διακοπή θυμάται τον ισπανικό πόλεμο· ανθρώπους καταδικασμένους σε θάνατο από τις δυο μεριές. Ξαναθυμήθηκα τον Lorca. Ο σκοτωμός του μου άφησε την αίσθηση της ηλίθιας καταστροφής· σα να είχαν ξεθεμελιώσει βάναυσα κι αδιάντροπα μιαν ολόκληρη πολιτεία.

26 Δεκεμβρίου. Ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και ο Winston Churcill, μετά τη συνάντησή τους. "Αυτός θα ήταν ο διαιτητής και θα προσπαθούσε να δώσει ένα τέλος στον εμφύλιο πόλεμο".
____________

Σάββατο, 30 Δεκέμβρη

Σκοτωμοί, πρόσφυγες, κρύο, κι αυτό το γάβγισμα του πολυβόλου. Το πρωί τηλεγράφημα από το Λονδίνο. Ο βασιλιάς διορίζει τον Δαμασκηνό αντιβασιλέα. Η πολιτική ιντελλιγκέντσια έχει χρεοκοπήσει πέρα για πέρα στην Ελλάδα.
Τον Δαμασκηνό τον γνώρισα λίγο, αφού γύρισα. Έχει μια στερεή φρονιμάδα χωρικού, τούτο τουλάχιστο, δύναμη. Είναι δημοκρατικός· όχι φανατικός μαινόμενος· και τούτο πλεονέκτημα. Πήγαμε και τον είδαμε. Τον ρωτήσαμε πώς του φαίνεται η αντιβασιλεία· μας αποκρίθηκε με την ακόλουθη παραβολή:

— Σαν ήμουν μικρός, το σχολειό μου ήταν στο άλλο χωριό, μιάμιση ώρα δρόμος από το δικό μου. Κάποτε μου πήραν καινούρια τσαρούχια για τη Λαμπρή. Τα ’βαλα στο δισάκι μου και ξεκίνησα για το σχολειό μου με τα παλιά, για να μην τα χαλάσω. Όμως κάθε τόσο σταματούσα, τα ’βγαζα απ’ το δισάκι μου, τα χάιδευα και τα καμάρωνα τα καινούρια μου τσαρούχια. Εκείνη τη μέρα έβαλα τρεις ώρες ως το σχολειό μου. Η αντιβασιλεία είναι σαν τα καινούρια μου τα τσαρούχια.

Ήταν πλαγιασμένος στο κρεβάτι του, υπερβολικά μεγάλος για τη στενή κάμαρα, καθώς μου φάνηκε. Τα μάτια του έλαμπαν καθώς μας διηγούνταν αυτή την ιστορία· είχε κέφι. Δεν ξέρει καμιά ξένη γλώσσα· μόνο σαν τον έστειλαν εξορία στη Φανερωμένη, στηΣαλαμίνα, αποστήθισε, για να περάσει την ώρα, υποθέτω, ένα γαλλικό λεξικό.

Ο αρχαιολόγος που εξακολουθεί να νομίζει πως τ’ ακρωτηριασμένα σώματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά σπασμένα αγάλματα κτλ., κτλ.

Κυριακή, 31 Δεκέμβρη

Υπουργείο Εξωτερικών : Ορκωμοσία αντιβασιλέως. Έπειτα στη Γαλλική Πρεσβεία.

Ο αντιβασιλέας και αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός στο γραφείο του.
Dmitri Kessel
_______________

Γιώργος Σεφέρης «Μέρες Δ'» (σελ. 371 - 383), Εκδόσεις Ίκαρος 

Πρωτοχρονιά 1945. Κυδαθηναίων 9

Νομίζω, κανένας χρόνος σαν αυτόν πού πέρασε: τίποτε πιο φριχτό από τους δυο τελευταίους μήνες.

Παρασκευή, 12 Γενάρη

Όταν δεν μπορείς να γράψεις ολόκληρο το αίσθημά σου και ολόκληρη τη σκέψη σου, όλα τούτα γίνουνται γρήγορα βαρετά. Τι ολόκληρο μας έχει μείνει;

Όλες αυτές τις μέρες, η ελεεινή μονοτονία της ωμότητας, του σαδιστικού πείσματος της καταστροφής. Χτες, έκανα ένα γύρο στη λαβωμένη πολιτεία: Αθηνάς, Πειραιώς, Γ' Σεπτεμβρίου, Αγίου Κωσταντίνου, Πλατεία Κάνιγγος. Χαλάσματα, χαλάσματα· σπίτια τιναγμένα, σμπαραλιασμένα, μ’ αυτό το αλλόκοτο και φοβερό χιούμορ που παίρνουν τα έργα των ανθρώπων όταν ξεχαρβαλωθούν και αχρηστευτούν. Κατοικίες ανοιγμένες σαν τα σπασμένα καρύδια, αφήνοντας να φαίνουνται από μέσα τα ίχνη της ζωής που γύρεψε να προστατευτεί, να φτιάξει μιαν ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. 

Στην προθήκη του Προμπονά (οδός Πειραιώς, το κατάστημα των κηλεπιδέσμων), μια κούκλα φυσικό μέγεθος πίσω από τα σπασμένα τζάμια· γυμνή, στηθόδεσμος, και μια ζώνη για την κήλη. Ένα βόλι τής έχει καρφώσει το δεξί βυζί κι ένα άλλο το μηρό κάτω από τον κορσέ.

Μου διηγούνται: Ο Σικελιανός: «Κι εγώ που νόμιζα πως οι Έλληνες είναι ώριμος λαός». Καζαντζάκης: «Μήπως είναι υπερώριμος;» 

Αισθάνομαι κάποιο κενό καθώς ακούω τέτοιες κουβέντες.

Οι εφημερίδες δημοσιεύουν σήμερα τη χτεσινή ανακωχή Scobie - ΕΛΑΣ.

Η ΑΘΗΝΑ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΑΤΥΧΗ ΠΟΛΗ. Πολλά κτίρια είχαν σωριαστεί σε ερείπια.
Αθήνα, Δεκέμβρης 1944
Dmitri Kessel

Γενάρης

ΓΥΜΝΟΠΑΙΔΙΑ, Υ.Γ.

Η θάλασσα που σε πήρε μακριά
τόσο απαλή σαν τον κόρφο μητέρας
αυτή το ξέρει.

Ό,τι ρωτούσες σαν ήσουν παιδί
τέτοια ψελλίζουν τώρα οι γερόντοι·
φαντασίες για ανώφελα αντικείμενα
σαν κλειδωμένες κασέλες πνιγμένων θαλασσινών.
Κοίταξε· φοβούνται το φως του ήλιου
φοβούνται να ιδούν·
παραμιλούν, δεν έχουν άλλο.

Παιδιά μεγάλωσαν πεινώντας
ξεριζώνοντας δέντρα ερημώνοντας τα βουνά·
άλλα παιδιά ρωτούν και σ’ αποκρίνουνται
γιατί πήγαν ένα βήμα παρακάτω—
στην ανηφόρα; στην κατηφόρα;
δεν ξέρω, το ίδιο κάνει·
κι έχουν ακόμη πολλές φωτιές
ν’ ανάψουν για τ’ αϊ-Γιαννιού το πανηγύρι.

Έλεγα κάποτε, το αίμα
φέρνει το αίμα κι άλλο αίμα 
το πήραν για παράσταση σαλτιμπάγκων,
άχρηστα παραμύθια.
Ψιθύριζα ακόμη, βαριές οι πέτρες
κι ασήκωτες οι μυλόπετρες
που άκουσες μια βραδιά να σταματούν
στο σύνορο του καιρού,
και τραγικά τα νέα κορμιά που βούλιαξαν—

«Τριμμένα ρούχα» λέγαν οι φαρμακοί.
μα πώς θα ντυθούμε στην παγωνιά
όταν δεν έχουμε καινούρια;
Και τι να πεις στους φίλους σου
σαν έχουν πίκρα και σωπαίνουν
και τα περιπαθή τραγούδια τα γλεντούν
μόνο οι μεγάλες πόρνες;

Και τούτο ακόμη· να ξεχωρίσεις
μια στιγμή ζωής, να ξεχωρίσεις
τον άνεμο που κλονίζει τα τριαντάφυλλα
και τα τριαντάφυλλα, στο μικρό περιβόλι
σε μια φούχτα γης—
και τούτο το προσπάθησα, θα ’λεγα
όχι καθόλου σαν είδος στοχασμού
αλλά σαν είδος ανάσας
δικής μου, δικής σας,
ή καλύτερα σαν είδος μιας φωνής·
άνεμος η φωνή και διαβαίνει.

Η θάλασσα που σε πήρε μακριά
και σε ξανάφερε στο γνώριμο λιμάνι
χαρίζοντάς σου τη σιγή μπροστά στη σκάλα
την ανεξάντλητη του μεσημεριού,
ξέρει να σου εξηγήσει
τη Μεγάλη Παρασκευή και το Πάσχα.

"Ο Ronald Scobie και ο Harold Alexander στον εξώστη του Μεγάρου Σλήμαν".
Dmitri Kessel
______________

Πέμπτη, 6 Δεκέμβρη

Πόσο έντονα ξανάρχουνται, με την ατμόσφαιρα της εποχής, εικόνες από το φριχτό πόλεμο της Αθήνας πάει ένας χρόνος. Προτιμώ να έχω πεθάνει παρά να ξαναϊδώ τέτοιες μέρες......

Σάββατο, Δεκέμβρης

ΘΕΟΦΙΛΟΣ


Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη
μαύρος σαν τα νερά του Αχέροντα, χωρίς όνειρα,
χωρίς μνήμη, κι ούτε ένα φυλλαράκι δάφνη.
Ο ξύπνος χαρακώνει τη λησμονιά σαν το μαστιγωμένο δέρμα
κι η παραστρατημένη ψυχή αναδύεται κρατώντας
συντρίμμια από χθόνιες ζωγραφιές, ορχηστρίς
μ’ ανώφελες καστανιέτες, με πόδια που τρεκλίζουν
μωλωπισμένες φτέρνες απ’ τη βαριά ποδοβολή
στην καταποντισμένη σύναξη εκεί πέρα.

Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη.
Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ’ τον άλλον.
Τον ένα χρόνο η Πάργα τον άλλο οι Συρακούσες·
κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία
γεμάτα ανθρώπους εξαντλημένους, σακάτηδες, χωρίς πνοή
και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο
και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα
και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά.

Αδειανοί δρόμοι, βλογιοκομμένα πρόσωπα σπιτιών
εικονολάτρες και εικονομάχοι σφάζουνταν όλη νύχτα.
Παραθυρόφυλλα μανταλωμένα. Στην κάμαρα
το λίγο φως χώνουνταν στις γωνιές
σαν το τυφλό περιστέρι.—

Γιώργος Σεφέρης «Μέρες Ε'» (σελ. 11 - 14, 24), Εκδόσεις Ίκαρος 

Όσοι Αθηναίοι αναζητούσαν χαμένους συγγενείς περπατούσαν ανάμεσα στα πτώματα κλείνοντας τις μύτες τους με μαντήλια.
Αθήνα, Δεκέμβρης 1944
Dmitri Kessel

______________

Η Αθήνα ήταν μια άτυχη πόλη.....

«Η Αθήνα ήταν μια άτυχη πόλη. Πέρασε άθικτη τη γερμανική κατοχή,αλλά στον εμφύλιο πόλεμο δέχτηκε χτυπήματα από βόμβες πυροβολικού και ρουκέτες. Πολλά κτίρια είχαν σωριαστεί σε ερείπια. Οι Αθηναίοι ξεχύθηκαν σαν χαμένοι στους δρόμους. Αλλοι έψαχναν για τρόφιμα κι άλλοι αναζητούσαν τους συγγενείς τους που είχαν χαθεί στη διάρκεια των μαχών.

Στα περίχωρα, είχαν τοποθετηθεί σε μακριές σειρές πτώματα σχεδόν σε αποσύνθεση. Οσοι Αθηναίοι αναζητούσαν χαμένους συγγενείς, περπατούσαν ανάμεσα τους κλείνοντας τις μύτες τους με μαντήλια. Μέρες πολλές αφότου άφησα την πόλη είχα μαζί μου αυτή τη μυρωδιά του θανάτου.»

Dmitri Kessel, Ουκρανός φωτογράφος, που για λογαριασμό του “Life” απαθανάτισε με το φακό του τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 44 στην Ελλάδα.

Ο Dmitri Kessel, με στολή αμερικάνου στρατιωτικού.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου