Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος) -H εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή
...εκτελέσεις, χαράματα στο Σκοπευτήριο...
Ανεβήκαμε σκάλες, κατεβήκαμε σκάλες, υπόγεια, πηγάδια, κατακόμβες, μουχλιασμένοι τοίχοι και πάνω τους μεγάλα καρφιά, φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια, εκτελέσεις, χαράματα στο Σκοπευτήριο, πυροβολισμοί, φεύγαν ομαδικά τα σπουργίτια, περνούσε, το φορτηγό, ένας σκούφος πεταμένος, στερνή γραφή «πεθαίνω· ζήτω», κι οι άλλες μεγάλες γραφές στις μάντρες, τραγούδια μες στους βομβαρδισμούς, πράσινα λαμπιόνια, συσκότιση, το μεγάλο ασανσέρ του χειρουργείου, πώς φύγανε, ήρθαν άλλοι, κι οι μανάδες στο νεκροτομείο, μεγάλα σώματα γυμνά, αίμα, φάλαγγας, στάλα τη στάλα το νερό στο μέτωπο, τακ τακ τακ, κοιμήσου, ο προβολέας στα μάτια, σου πήραν το ρολόι, την τσατσάρα, τη ζώνη, μελανές αράδες στην πλάτη του Λουκά, θυμάσαι; κι έλεγα μέσα μου τη «Λαοκρατία» για ν’ αντέξω, φέραν τους νεκρούς μέσα στις κουβέρτες, αυτά τα παπούτσια ήταν πολύ μεγάλα, μια γλάστρα βασιλικός μπροστά στο λάκκο, κι ύστερα σημαίες, πολλές σημαίες και διάπλατα συνθήματα, κι ύστερα βουβαμάρα και μπιστολιές, πόρτες ανοίγουν, κλείνουν, σίδερα, κάγκελα, μισό τσιγάρο, τρελοί, κουτσοί, τυφλοί, Θεέ και Κύριε, η γριά πεσμένη μπρούμυτα στις πλάκες, άδειο το παγούρι του στρατιώτη, ήπιαν και θάλασσα και το κάτουρό τους, το σκοινί δεμένο στο δέντρο, τι θα φέρει πάλι ετούτη η νύχτα; ψυχιατρεία, σανατόρια, νεκροθάλαμοι, εφτά μαχαιριές στο στήθος του, Παναγιά μου — φώναξε η συνυφάδα κι έφερε τη λεκάνη με ζεστό νερό, του ’πλυνε τα πόδια, τα σκούπισε σε μιαν άσπρη φλοκάτη πετσέτα κι ύστερα δάγκωσε την πετσέτα και μούγκρισε, δεν έκλαιγε, μούγκριζε σα γελάδα στο ποτάμι πλάι στις καλαμιές, όχι η μαύρη αγελάδα του Ορέστη ούτε η άλλη με το διαμαντένιο στέμμα που έπινε νερό κι έκλαιγε, γιατί έρχονταν κι οι στίχοι να πουν τα δικά τους, έτσι, λέει, ν’ αλαφρώσουν οι καρδιές και να πεις «χαλάλι, ωρέ παιδί μου», και πώς να το πεις δα; τι να σου κάνουν κι οι φουκαράδες οι στίχοι; καλά το ’πε και κάποιος:
Θυμάσαι πώς μίλησαν οι νεκροί της Αντίστασης στην Καισαριανή;
Ω ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο,
ατελέσφορο,
οι νεκροί δεν ανασταίνονται, υπάρχουν.
Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος)-Λεπτομέρεια Εμφυλίου Πολέμου (Επιτάφιος), τρίπτυχο, 1961
Γιατί ανήμπορο λοιπόν; Αφού οι νεκροί υπάρχουν και δεν έχουν ανάγκη από ανάσταση; Με το ποίημα υπάρχουν. Ναι, ναι, μη μου πεις, πολύ βοηθάνε τα ποιήματα, δίνουν κουράγιο, συμβουλεύουν, ανοίγουν κάποια παράθυρα, μπαίνει φως, ανοίγουν δρόμους, περπατάμε, περπατάει η ιστορία. Θυμάσαι πώς μίλησαν οι νεκροί της Αντίστασης στην Καισαριανή; Άκου:
Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί· κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες –
η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά
χαράματα.
Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον
Είδατε
τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ ανοίγουν στο μέλλον. Ε-
μείς
μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνον
θυμηθείτε το: αν η Ελευθερία
δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας.
Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί· κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες –
η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά
χαράματα.
Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον
Είδατε
τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ ανοίγουν στο μέλλον. Ε-
μείς
μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνον
θυμηθείτε το: αν η Ελευθερία
δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας.
Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος)-Λεπτομέρεια Εμφυλίου Πολέμου (Επιτάφιος), τρίπτυχο, 1961
Πόσα «γεια σας» μας είπαν. Πόσα «γεια σας» είπαμε. Φύγανε. Μέσα στις πράξεις τους μένουν και μες στα ποιήματα.
Γιάννης Ρίτσος, Αισθητικές μεταπλάσεις, Ο γέροντας με τους χαρταϊτούς, Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων, εκδόσεις Κέδρος
Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος)-Διαδήλωση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου