Timothy Peach & Stefania Rocca, Resurrezione (2001), Paolo & Vittorio Taviani
Για το Νιεχλιούντοφ κείνο το πρωινό της Ανάστασης έμεινε μια από τις πιο ζωντανές και δυνατές αναμνήσεις. [...]
Όλα ήταν γιορταστικά, πανηγυρικά, χαρούμενα και πολύ όμορφα: και οι παπάδες με τ’ ανοιχτόχρωμα ασημένια, με χρυσούς σταυρούς άμφια, και ο διάκος και οι βοηθοί ντυμένοι όλοι τους τα γιορτινά ασημένια και χρυσά στιχάρια, και οι καλοντυμένοι εθελοντές ψαλτάδες με τα λαδωμένα μαλλιά, και τα πασχαλινά τροπάρια, και οι αδιάκοπες ευλογίες στους πιστούς από τους παπάδες με τις τρεις λαμπάδες τους μαζί, στολισμένες με άνθη και με τ’ατέλειωτα «Χριστός ανέστη! Χριστός ανέστη!» Όλα ήταν όμορφα, μα πιο όμορφη απ’ όλα ήταν η Κατιούσια με το λευκό της φόρεμα και τη θαλασσιά ζώνη, με τον ωραίο φιόγκο στα μαύρα μαλλιά της και τα μάτια να λάμπουν από τη μεγάλη χαρά της.
Ο Νιεχλιούντοφ καταλάβαινε πως τον κοιτάζει χωρίς να γυρίζει το κεφάλι της.
[....] ένας μικρός βοηθός με το χάλκινο μπρίκι στο χέρι, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στον κόσμο, πέρασε πλάι στην Κατιούσια και χωρίς να προσέξει την άγγιξε χαμηλά με το στιχάρι του. Από σεβασμό, σίγουρα, στο Νιεχλιούντοφ λοξοδρόμησε κι άγγιξε την Κατιούσια.
Ο Νιεχλιούντοφ παραξενεύτηκε: πώς τούτος εδώ ο ανθρωπάκος δεν καταλαβαίνει πως όλα μέσα στην εκκλησία αλλά και σ’ όλο τον κόσμο υπάρχουν μόνο για την Κατιούσια και πως είναι δυνατό να τα περιφρονήσει όλα στον κόσμο εξόν μόνον απ’ αυτή, γιατί αυτή είναι το κέντρο του κόσμου. Για χάρη της έλαμπε το χρυσάφι στο εικονοστάσι κι ήταν αναμένα όλα τα κεριά στο πολύφωτο και στα μανουάλια, για χάρη της έψελναν συνέχεια «Πάσχα κυρίου, ευφρανθείτε λαοί». Και όλα τα καλά του κόσμου δεν ήταν παρά μόνο γι αυτή. Έτσι νόμιζε ο Νιεχλιούντοφ κάθε φορά που αντίκρυζε τη λυγερή της φιγούρα στο λευκό φόρεμα με τις πιέτες, το συγκρατημένο χαρούμενο πρόσωπό της που στο ύφος του έβλεπε πως η μελωδία στη δική του ψυχή είναι ίδια με κείνη στη δική της ψυχή.[...]
Εικονογραφημένη σελίδα στην αγγλική έκδοση της Ανάστασης του Λ. Τολστόι από τον Leonid Pasternak (1911)
«...όλα είναι καλά, όλα είναι όμορφα, σ’ αγαπώ»
«Ναι, ναι, χρυσή μου, όλα είναι καλά, όλα είναι όμορφα, σ’ αγαπώ», έλεγε η δική του ματιά.
Αυτές κατέβηκαν από το νάρθηκα, και κείνος πήγε κοντά στην Κατιούσια. Δεν είχε σκοπό ν’ αλλάξει φιλί, μα ήθελε να βρίσκεται πιο κοντά της.
— Χριστός ανέστη! είπε η Ματριόνα Πάβλοβνα σκύβοντας το κεφάλι και χαμογελώντας· το ύφος της σήμαινε πως σήμερα όλοι είναι ίσοι, και σκούπισε το στόμα της με το διπλωμένο σα μπογαλάκι μαντιλάκι της και του πρότεινε τα χείλη της.
— Αληθώς ανέστη, απάντησε ο Νιεχλιούντοφ και φιλήθηκαν.
Κείνος γύρισε ύστερα και κοίταξε την Κατιούσια: ήταν κατακόκκινη και βιάστηκε να πάει κοντά του.
— Χριστός ανέστη, Ντμήτρη Ιβάνοβιτς.
— Αληθώς ανέστη, είπε κείνος. Φιλήθηκαν δυο φορές και σα να δίσταζαν να το τριτώσουν, και σα ν’ αποφάσισαν πως πρέπει, ξαναφιλήθηκαν, και χαμογέλασαν και οι δύο.
— Μα δε θα πάτε κοντά στον παπά; ρώτησε ο Νιεχλιούντοφ.
— Όχι, εμείς, Ντμήτρη Ιβάνοβιτς, θα καθήσουμε δω, είπε η Κατιούσια λαχανιάζοντας βαριά σαν ύστερα από χαρούμενη εργασία και κοιτάζοντάς τον κατάματα με τα υποταχτικά, αθώα, ερωτευμένα μάτια της.
Evgeniy Matveev and Tamara Syomina in Voskreseniye (1960)
Στον έρωτα ανάμεσα σ’έναν άντρα και μια γυναίκα υπάρχει πάντα μια στιγμή όπου ο έρωτας αυτός φτάνει στο ζενίθ του όπου δεν υπάρχει σ’αυτόν καμιά συναίσθηση, καμιά κρίση και τίποτα το αισθησιακό. Μια τέτοια στιγμή ήταν για το Νιεχλιούντοφ η νύχτα κείνη της Ανάστασης.
Κάθε φορά που θυμόταν τώρα την Κατιούσια, η στιγμή κείνη σκέπαζε όλα τ’ άλλα: ξεχνούσε το κεφαλάκι με τα μαύρα, ίσια, στιλπνά μαλλιά, το λευκό φόρεμα με τις πιέτες που έσφιγγε παρθενικά τη λεπτή μέση της και το στρογγυλό στήθος της, κι αυτό το ρόδινο χρώμα, κι αυτά τα συμπαθητικά, γυαλιστερά από την αϋπνία μαύρα μάτια, και σ’ όλη την ύπαρξή της τα δυο κύρια γνωρίσματα: την αγνότητα της παρθενικής αγάπης όχι μόνο γι αυτόν — κείνος το ήξερε αυτό — μα και της αγάπης για όλους και για όλα, όχι μόνο για τα ωραία που υπάρχουν στον κόσμο, αλλά και για κείνο το ζητιάνο που μαζί του είχε αλλάξει το φίλημα της πασχαλινής αγάπης.
Ήξερε πως κείνη είχε μέσα της αυτή την αγάπη, γιατί την ένιωθε κι ο ίδιος κείνη τη νύχτα και κείνο το πρωινό, κι ένιωθε πως σ’ αυτή την αγάπη αυτός γινόταν ένα μ’ αυτή.
Αχ, αν όλ’ αυτά είχαν περιοριστεί σε κείνο το αίσθημα! «Ναι, η φριχτή αυτή σκηνή ξετυλίχτηκε λίγο ύστερα από κείνη τη νύχτα της Ανάστασης!» σκεφτόταν τώρα καθισμένος κοντά στο παράθυρο της αίθουσας των ενόρκων.
Timothy Peach & Stefania Rocca, Resurrezione (2001), Paolo & Vittorio Taviani
— Κατιούσια, στάσου μια στιγμή, είπε.
Κείνη γύρισε και κοίταξε.
— Τι θέλετε; είπε και κοντοστάθηκε.
— Να, τίποτα, μόνο...
Έκανε μια προσπάθεια για να πάρει θάρρος, θυμήθηκε τι κάνουν σε παρόμοιες περιπτώσεις γενικά όλοι οι άντρες στη θέση του και αγκάλιασε την Κατιούσια από τη μέση.
Κείνη στάθηκε και τον κοίταξε στα μάτια.
— Δεν πρέπει, Ντμήτρη Ιβάνοβιτς, δεν πρέπει, ψιθύρισε κόκκινη, δακρυσμένη, και με το σκληρό δυνατό χέρι της τράβηξε το χέρι που την είχε αγκαλιάσει.
Ο Νιεχλιούντοφ την άφησε, και για μια στιγμή ένιωσε όχι μόνο άβολα, ντροπή, μα και αηδία για τον εαυτό του. Θα 'πρεπε να ’χει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, μα δεν κατάλαβε πως αυτή η αδεξιότητα και η ντροπή του ήταν τα καλύτερα συναισθήματα της ψυχής του που γύρευαν να εκδήλωθούν απεναντίας, του φάνηκε πως αυτό είναι μια ανοησία του, πως πρέπει να κάνει όπως κι ότι κάνουν όλοι.
Έτρεξε και την έφτασε ακόμα μια φορά, την αγκάλιασε ξανά και τη φίλησε στο λαιμό. Αυτό το φιλί δεν έμοιαζε καθόλου με κείνα τα δυο φιλιά: το ένα αθώο, ανυποψίαστο πίσω από την πασχαλιά, και το άλλο σήμερα το πρωί στην εκκλησία. Αυτό ήταν τρομερό, κι έτσι το κατάλαβε και κείνη.
— Μα τι κάνετε κει; είπε με μια τέτοια φωνή που λες πως κείνος είχε θρυμματίσει κάτι τρομερά πολύτιμο, και το ’βαλε στα πόδια σαν κυνηγημένη. [.....]
Fredric March and Anna Sten play the romantic leads in the United Artists film «We Live Again», based on Leo Tolstoy's novel «Resurrection»(1934)
— Μα τι κάνετε τώρα; Γίνονται αυτά τα πράγματα; Τι θέλετε, δηλαδή, ν’ ακούσουν οι θείες σας, έλεγαν τα χείλη της, μα η καρδιά της, η ψυχή της, το κορμί της έλεγαν: «Είμαι όλη δική σου».
Κι ο Νιεχλιούντοφ αυτό μονάχα καταλάβαινε.
— Έλα, άνοιξε για ένα λεφτό. Σε ικετεύω, έλεγε κείνος στα κουτουρού.
Η Κατιούσα άκουγε ασάλευτη, αμίλητη, μα σε λίγο κείνος άκουσε το ψαχούλεμά της για να πιάσει το μάνταλο. Τον σήκωσε, και κείνος μπήκε από τη πόρτα πριν καλά-καλά να του ανοίξει.
Την άρπαξε όπως ήταν με το χοντρό σκληρό πουκάμισό της, ξεμπράτσωτη, την πήρε στην αγκαλιά του και τράβηξε για το δωμάτιό του.
— Αχ! μα τι κάνετε; μουρμούριζε η Κατιούσια.
Μα κείνος δεν έδινε σημασία στα λόγια της — προχωρούσε, προχωρούσε με το πολύτιμο φορτίο του.
— Αχ, δεν πρέπει, αφήστε με, του ’λεγε, μα όλο και σφιγγόταν πάνω του.
Η Κατιούσια έφυγε από κοντά του τρέμοντας, αμίλητη, χωρίς ν’ ακούει τι της έλεγε- κείνος βγήκε στη βεράντα και στάθηκε προσπαθώντας να καταλάβει τι σημασία είχε η πράξη του.
Στην αυλή το σκοτάδι ήταν πιο αραιό - κάτω στο ποτάμι τα τριξίματα από το λιώσιμο του πάγου είχαν δυναμώσει — προστέθηκε τώρα σ’ αυτά και το κελάρυσμα του νερού. Η καταχνιά άρχισε να κατακάθεται, και μακριά, ψηλά πίσω του φάνηκε το μισοφέγγαρο φωτίζοντας μουντά τη σκιαχτερή σκοτεινιά.
«Τι να ’ναι, τάχα, αυτό που έκανα — μεγάλη ευτυχία ή μεγάλη δυστυχία;» απορούσε. «Δε βαριέσαι, ούτε ο πρώτος είμαι, ούτε ο τελευταίος», είπε μέσα του και πήγε για ύπνο.
Evgeniy Matveev and Tamara Syomina in Voskreseniye (1960)
Αποφάσισα να σας παντρευτώ......
Το πρόσωπό της πήρε ξαφνικά μια έκφραση τρόμου. Τ’ αλλοιθωρούτσικα μάτια της έμειναν καρφωμένα πάνω του — κοίταζαν μα δεν κοίταζαν αυτόν.
— Και τι χρειάζεται αυτό; είπε σηκώνοντας κακιωμένα τα φρύδια.
— Πιστεύω πως έχω καθήκον μπροστά στο θεό να το κάνω.
— Τι σχέση έχει μ’ αυτό ο θεός; Τ’ ειν’ αυτά που λέτε; Θεός; — ποιος θεός; Έπρεπε τότε να είχατε σκεφτεί το θεό — είπε και σταμάτησε με το στόμα ανοιχτό.
— Γιατί να ηρεμήσω; Νομίζεις πως είμαι μεθυσμένη; Εγώ, και μεθυσμένη να ’μαι, θυμάμαι τι λέω, πήρε κατήφορο ξαφνικά κι έγινε κατακόκκινη. Είμαι μια κατάδικη για τα κάτεργα, και πόρνη, και σεις ένας άρχοντας, ένας πρίγκηπας, γιατί να λερώνεσαι μαζί μου. Πήγαινε στις πριγκήπισές σου — η δική μου αξία είναι δέκα ρουβλάκια.
— Όσο σκληρά κι αν μου μιλήσεις, δε θα μπορέσεις να εκφράσεις κείνο που έχω στην καρδιά μου, είπε ήρεμα, μα τρέμοντας ολόκληρος ο Νιεχλιούντοφ, δε θα μπορέσεις να φανταστείς πόσο νιώθω φταίχτης απέναντι σου!..
— «Νιώθω φταίχτης...» τον περιγέλασε κείνη κακιωμένη. Τότε δεν ένιωθες, αλλά μου ’δωσες να πάρω με το ζόρι εκατό ρούβλια. Να η αξία σου...
— Το ξέρω, το ξέρω, μα τι να γίνει τώρα; είπε ο Νιεχλιούντοφ. Τώρα αποφάσισα να μη σ’ εγκαταλείψω. Το λέω και θα το κάνω.
—Κι εγώ σου λέω πως δε θα το κάνεις! του είπε και γέλασε δυνατά.
— Κατιούσια! άρχισε, κι άγγιξε το χέρι της.
— Φύγε, το καλύτερο που έχεις να κάνεις. Εγώ δεν είμαι παρά μια κατάδικη, εσύ ένας πρίγκηπας, και δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ, του ’βάλε τις φωνές, αλλιώτικη τώρα από το θυμό, και τράβηξε το χέρι της. Θέλεις να σωθείς κρεμασμένος από μένα, συνέχισε βιαστικά για να προφτάσει, λες, να πει τον πόνο της. Έκανες το κέφι σου σε τούτη τη ζωή, θέλεις με μένα να σωθείς και στην άλλη! Σε μισώ και σένα, και τα γυαλιά σου, και τα χοντρά, απαίσια μούτρα σου. Φύγε, φύγε, σου λέω! φώναξε και σηκώθηκε απότομα όρθια. [......]
— Θέλετε να με παντρευτείτε — αυτό δε θα γίνει ποτέ. Προτιμώ να κρεμαστώ! Αυτό έχω να σας πω.
—Έτσι κι αλλιώς, εγώ θα σε βοηθάω.
— Αυτό είναι δική σας δουλειά. Εγώ από σας δε θέλω τίποτα. Αυτό σας το λέω σοβαρά, του είπε. Γιατί να μην πεθάνω τότε; πρόστεσε κι άρχισε να κλαίει με παράπονο.
Ο Νιεχλιούντοφ δε μπορούσε να μιλήσει: τον πήραν κι αυτόν τα δάκρυα.
Κείνη σήκωσε τα μάτια, τον κοίταξε με απορία λες, κι άρχισε να σκουπίζει με τη μαντίλα της τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά της.....[...]
Ήταν αναστατωμένη. Όλα όσα της είχε πει ο Νιεχλιούντοφ τη γύρισαν σε κείνο τον κόσμο όπου είχε υποφέρει κι απ’ όπου είχε φύγει χωρίς να τον καταλάβει, μα με το μίσος γι αυτόν. Τώρα έχασε κείνη την ξεγνοιασιά όπου ζούσε, και η ζωή με τη σκέψη στα παλιά ήταν μαρτύριο.
«ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ λοιπόν», σκεφτόταν ο Νιεχλιούντοφ βγαίνοντας από τη φυλακή και μόλις τώρα καταλαβαίνοντας πέρα για πέρα όλο το λάθος του. Αν δεν είχε προσπαθήσει να επανορθώσει το σφάλμα του, ποτέ δε θα ένιωθε τι μεγάλο έγκλημα είχε κάνει· ακόμα, κι αυτή δε θα καταλάβαινε όλο το κακό που της είχε γίνει. Μόνο τώρα όλ’ αυτά έγιναν φανερά σε όλη τους τη φρίκη. Τώρα μόλις είδε κείνο που είχε κάνει στην ψυχή αυτής της γυναίκας, και κείνη είδε και κατάλαβε τι της είχε συμβεί. Ως τώρα ο Νιεχλιούντοφ έπαιζε με τα αισθήματά του: καμάρωνε τον εαυτό του, τη μεταμέλειά του· τώρα, απλώς τον είχε κυριέψει τρόμος. Να την παρατήσει, — το ’βλεπε — τώρα δε μπορούσε, αλλά ταυτόχρονα δε μπορούσε και να φανταστεί τι θα βγει από τις καινούργιες σχέσεις του μαζί της.
Οι άνθρωποι είναι σαν τα ποτάμια.....
—Έτσι κι αλλιώς, εγώ θα σε βοηθάω.
— Αυτό είναι δική σας δουλειά. Εγώ από σας δε θέλω τίποτα. Αυτό σας το λέω σοβαρά, του είπε. Γιατί να μην πεθάνω τότε; πρόστεσε κι άρχισε να κλαίει με παράπονο.
Ο Νιεχλιούντοφ δε μπορούσε να μιλήσει: τον πήραν κι αυτόν τα δάκρυα.
Κείνη σήκωσε τα μάτια, τον κοίταξε με απορία λες, κι άρχισε να σκουπίζει με τη μαντίλα της τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά της.....[...]
Ήταν αναστατωμένη. Όλα όσα της είχε πει ο Νιεχλιούντοφ τη γύρισαν σε κείνο τον κόσμο όπου είχε υποφέρει κι απ’ όπου είχε φύγει χωρίς να τον καταλάβει, μα με το μίσος γι αυτόν. Τώρα έχασε κείνη την ξεγνοιασιά όπου ζούσε, και η ζωή με τη σκέψη στα παλιά ήταν μαρτύριο.
«ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ λοιπόν», σκεφτόταν ο Νιεχλιούντοφ βγαίνοντας από τη φυλακή και μόλις τώρα καταλαβαίνοντας πέρα για πέρα όλο το λάθος του. Αν δεν είχε προσπαθήσει να επανορθώσει το σφάλμα του, ποτέ δε θα ένιωθε τι μεγάλο έγκλημα είχε κάνει· ακόμα, κι αυτή δε θα καταλάβαινε όλο το κακό που της είχε γίνει. Μόνο τώρα όλ’ αυτά έγιναν φανερά σε όλη τους τη φρίκη. Τώρα μόλις είδε κείνο που είχε κάνει στην ψυχή αυτής της γυναίκας, και κείνη είδε και κατάλαβε τι της είχε συμβεί. Ως τώρα ο Νιεχλιούντοφ έπαιζε με τα αισθήματά του: καμάρωνε τον εαυτό του, τη μεταμέλειά του· τώρα, απλώς τον είχε κυριέψει τρόμος. Να την παρατήσει, — το ’βλεπε — τώρα δε μπορούσε, αλλά ταυτόχρονα δε μπορούσε και να φανταστεί τι θα βγει από τις καινούργιες σχέσεις του μαζί της.
Εικονογραφημένη σελίδα στην αγγλική έκδοση της Ανάστασης του Λ. Τολστόι από τον Leonid Pasternak (1911)
Μια από τις πιο συνηθισμένες και διαδομένες προλήψεις είναι πως κάθε άνθρωπος έχει ορισμένες ατομικές του ιδιότητες, πως είναι άνθρωποι καλοί, κακοί, έξυπνοι, χαζοί, δραστήριοι, αργοκίνητοι κ.λ. Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Μπορούμε να πούμε για τον άνθρωπο πως πιο συχνά συμβαίνει να είναι καλός παρά κακός, πιο συχνά έξυπνος παρά χαζός, πιο συχνά δραστήριος παρά αργοκίνητος, και αντίστροφα - μα δε θα είναι αλήθεια αν πούμε για έναν άνθρωπο πως είναι καλός ή έξυπνος, και για έναν άλλο ότι είναι κακός ή χαζός. Έτσι διαιρούμε πάντα τους ανθρώπους. Κι αυτό δεν είναι σωστό. Οι άνθρωποι είναι σαν τα ποτάμια: το νερό σε όλα είναι όμοιο και παντού το ίδιο, αλλά το κάθε ποτάμι συμβαίνει να είναι εδώ στενό, εκεί γρήγορο, εδώ πλατύ, εκεί ήρεμο, εδώ καθαρό, εκεί ψυχρό, εκεί θολό, εκεί ζεστό.
Έτσι και οι άνθρωποι. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του σπέρματα όλων των ανθρωπίνων ιδιοτήτων και πότε φανερώνει μία, πότε άλλη, και συμβαίνει συχνά να μη μοιάζει καθόλου με τον εαυτό του παραμένοντας συνέχεια στο μεταξύ ο ίδιος άνθρωπος. Σε κάμποσους ανθρώπους οι μεταβολές αυτές συμβαίνει να γίνονται πολύ απότομα. Κι ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν και ο Νιεχλιούντοφ. Οι μεταβολές του αυτές είχαν και φυσικά και ψυχικά αίτια. Και μια τέτοια μεταβολή του είχε συμβεί τώρα, την περίοδο αυτή.
Η εντύπωση του θριάμβου και της χαράς από το φρεσκάρισμα που ένιωθε ύστερα από τη δίκη και ύστερα από την πρώτη συνάντηση με την Κατιούσια πέρασε εντελώς και τη θέση τους πήρε ύστερα από το τελευταίο ραντεβού ο φόβος, ακόμα και η αντιπάθεια γι αυτή. Αποφάσισε, ωστόσο, να μην την εγκαταλείψει, να μην αλλάξει τη γνώμη του να την παντρευτεί, φτάνει μόνο να το θελήσει κι αυτή· μα αυτό του φαινόταν βαρύ και ανυπόφορο.
«Ναι, ναι, είναι ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος»
Η Μάσλοβα ήταν κιόλας εκεί και βγήκε από το κιγκλίδωμα ήρεμη και δισταχτική. Πήγε κοντά στο Νιεχλιούντοφ και κοιτάζοντας πλάι του είπε:
— Να με συγχωρείτε, Ντμήτρη Ιβάνοβιτς, που μίλησα άσχημα προχτές.
— Όχι εγώ να συχωρέσω σας... έκανε ν’ αρχίσει ο Νιεχλιούντοφ.
— Όπως και να ’ναι, να με αφήσετε ήσυχη, πρόστεσε, και στα μάτια της που αλλοιθώρισαν τρομερά κοιτάζοντάς τον ο Νιεχλιούντοφ διάβασε ξανά μια έκφραση γεμάτη έξαψη και κακία.
— Γιατί να σας αφήσω ήσυχη;
— Γιατ’ έτσι.
— Τι θα πει γιατ’ έτσι;
Τον κοίταξε ξανά με κακία, όπως του φάνηκε.
— Αυτό έχω να σας πω. Να με αφήσετε ήσυχη, ειλικρινά σας το λέω. Δε μπορώ, δε γίνεται. Αφήστε τ’ αυτά — τα χείλη της έτρεμαν. Σώπασε λίγο και πρόστεσε: Αυτ’ είναι η αλήθεια. Καλύτερα το ’χω να πάω να κρεμαστώ.
Ο Νιεχλιούντοφ καταλάβαινε πως αυτή της η άρνηση φανερώνει μίσος ενάντιά του, μνησικακία, μα φανέρωσε και κάτι άλλο — καλό και σπουδαίο. Αυτή η επιβεβαίωση, σε εντελώς ήρεμη κατάσταση, της προηγούμενης άρνησής της έσβησε στην ψυχή του Νιεχλιούντοφ όλες αυτές τις αμφιβολίες και τον ξανάφερε στην προηγούμενη κατάσταση της σοβαρότητας, του θριάμβου και της συγκίνησης που είχε βρεθεί στις επαφές του με την Κατιούσια.
— Κατιούσια, σου το λέω κι άλλη μια φορά, είπε με πολλή σοβαρότητα. Σου ζητώ να στεφανωθούμε. Αν δε θελήσεις, και όσο καιρό δε θα θέλεις, εγώ, όπως και πριν, θα είμαι εκεί όπου θα είσαι, και θα ’ρθω εκεί που θα σε πάνε.
— Αυτό είναι δική σας δουλειά· εγώ δεν έχω τι άλλο να πω, είπε και ξανά τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν.
Σώπασε κι αυτός — δεν είχε το κουράγιο να μιλήσει.[.....]
«Ναι, ναι, είναι ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος», σκεφτόταν ο Νιεχλιούντοφ. Ύστερα από τις προηγούμενες αμφιβολίες του κατάλαβε για πρώτη φορά, βεβαιώθηκε πως ο έρωτας είναι ακατανίκητος.
Την αγαπάει όχι για τον εαυτό του, αλλά γι αυτή και για το θεό...
Ο θυρωρός στο νοσοκομείο γνώρισε το Νιεχλιούντοφ και του είπε πως η Μάσλοβα δεν είναι κει.
— Πού βρίσκεται;
— Είναι ξανά στη φυλακή.
— Και γιατί την πήγαν στη φυλακή ξανά; ρώτησε ο Νιεχλιούντοφ.
— Τι κόσμος, κύριέ μου! Είπε ο θυρωρός χαμογελώντας με περιφρόνηση. Είχε κάτι πάρε - δώσε με τον αρχινοσοκόμο, και ο διευθυντής της είπε να τα μαζέψει.
Ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό του Νιεχλιούντοφ πόση σημασία είχε γι αυτόν η Μάσλοβα και η ψυχική της κατάσταση. Η πληροφορία αυτή τον άφησε άναυδο. Ένιωσε κάτι παρόμοιο με κείνο που νιώθει κάποιος μαθαίνοντας για μια ξαφνική μεγάλη συφορά του. Η στενοχώρια του δε λέγεται. Η πρώτη εντύπωση από την πληροφορία αυτή ήταν η ντροπή. Με τη χαρούμενη σκέψη για την αλλαγή που φαντάστηκε πως γινόταν στην ψυχή της, τώρα έβλεπε τον εαυτό του να γελοιοποιείται.
Ολ’ αυτά τα λόγια της πως δε θέλει να δεχτεί τη θυσία του, και τα παράπονα, και τα δάκρυα — ολ’ αυτά δεν ήταν, σκέφτηκε, παρά πονηριές μιας διεφθαρμένης γυναίκας που μοναδική επιθυμία είχε πώς να μπορέσει να τον εκμεταλλευτεί καλύτερα. Του φαινόταν πως στην τελευταία επίσκεψή του είχε παρατηρήσει τα σημάδια αυτής της αδιόρθωτης ξετσιπωσιάς που παρουσιάστηκαν τώρα. Όλα αυτά πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό του τη στιγμή που φορούσε μηχανικά το καπέλο του κι έβγαινε υπό το νοσοκομείο της φυλακής.
«Και τώρα τι πρέπει να γίνει; μονολογούσε. Με συνδέει, τάχα, τίποτα μαζί της; Δεν έχω τάχα, αποδεσμευτεί τώρα, ύστερα απ’ αυτή τη διαγωγή της;»
Από τις απορίες του αυτές κατάλαβε πως, θεωρώντας τον εαυτό του αποδεσμευμένο και έχοντάς την εγκαταλείψει, θα τιμωρήσει όχι αυτή, όπως ήταν η επιθυμία του, αλλά τον εαυτό του, και με τη σκέψη αυτή κατατρόμαξε.
«Όχι! Αυτό που έγινε δε μπορεί να μεταβάλει αλλά μόνο να στερεώσει την απόφασή μου. Ας κάνει του κεφαλιού της, αυτό που θέλει η ψυχή της. Είχε πάρε-δώσε με τον αρχινοσοκόμο — κι ύστερα; ας είχε — αυτή είναι η δουλειά της. Δική μου δουλειά είναι να κάνω κείνο που απαιτεί από μένα η συνείδησή μου, μονολογούσε. Η συνείδησή μου απαιτεί να θυσιάσω την ελευθερία μου για να εξαγοράσω το αμάρτημά μου, και η απόφασή μου να την παντρευτώ, έστω και τυπικά, και να την ακολουθήσω όπου και να τη στείλουν, παραμένει αμετάβλητη», μονολογούσε πεισματικά, και, βγαίνοντας από το νοσοκομείο, τράβηξε με σταθερό βήμα για τη μεγάλη πύλη της φυλακής.[.....]
Ήθελε να μιλήσει μαζί της όπως την τελευταία φορά μα δε μπορούσε, όπως το ήθελε, να της δώσει το χέρι: τόσο του ήταν τώρα αντιπαθητική.
— Σας έφερα άσχημα νέα, είπε μονότονα, χωρίς να την κοιτάζει και χωρίς να της δίνει το χέρι. Το Σενάτ απόρριψε την αίτηση.
— Εγώ, έτσι κι αλλιώς, το ’ξερα, είπε κείνη με παράξενη φωνή, σα να λαχάνιαζε.
Ο Νιεχλιούντοφ μια άλλη φορά θα τη ρωτούσε γιατί το λέει αυτό· τώρα, μόνο που την κοίταξε. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα.
Μα τα δάκρυα όχι μόνο δεν τον μαλάκωσαν — απεναντίας, τώρα θύμωσε πιο πολύ μαζί της.
Ο Νιεχλιούντοφ, παρ’ όλη την αντιπάθεια που ένιωθε τώρα για τη Μάσλοβα, το θεώρησε αναγκαίο να της πει πως λυπάται για την απόρριψη.
— Μην απελπίζεστε, είπε. Η άλλη αίτηση, στον αυτοκράτορα, μπορεί να πιάσει, και ελπίζω να...
— Μα δεν είναι γι αυτό... είπε παραπονιάρικα και κοιτάζοντάς τον λοξά με βουρκωμένα μάτια.
— Και τότε γιατί;
— Περάσατε από το νοσοκομείο, και σίγουρα θα σας είπαν για μένα...
— Και τι σημασία έχει, αυτό είναι δική σας υπόθεση, είπε ψυχρά κείνος, κατσουφιασμένος.
Η οργή από την προσβολή του εγωισμού του πάνω που πήγαινε να μαλακώσει φούντωσε μέσα του με καινούργια δύναμη μόλις κείνη του θύμισε το νοσοκομείο. «Εγώ, ένας άνθρωπος του κόσμου που θα το θεωρούσε ευτυχία της να με παντρευτεί κάθε κοπέλα της υψηλής κοινωνίας, πρότεινα σ’ αυτή εδώ τη γυναίκα να την παντρευτώ, και τούτη δε μπορούσε να περιμένει, κι άρχισε τα πάρε-δώσε με τον αρχινοσοκόμο», σκεφτόταν κοιτάζοντάς την με μίσος.
— Ελάτε, υπογράψτε την αίτηση, είπε, έβγαλε από την τσέπη του ένα μεγάλο φάκελο και το ακούμπησε πάνω στο γραφείο.
Κείνη σκούπισε τα δάκρυα με την άκρη της μαντήλας κάθησε και ρώτησε πού και τι να γράψει. Της έδειξε τι και πού να το γράψει· κείνη κάθησε διορθώνοντας με το αριστερό χέρι το μανίκι του δεξιού.
Ο Νιεχλιούντοφ στεκόταν από πάνω της και κοίταζε αμίλητος τη λογισμένη ράχη της που πότε-πότε τρανταζόταν από συγκρατημένους λυγμούς· και στην ψυχή του πάλευαν δυο αισθήματα; του κακού και του καλού, του προσβλημένου του εγωισμού και του οίκτου γι αυτή που υπόφερε· και νίκησε το δεύτερο αίσθημα.
Δε μπορούσε να θυμηθεί ποιο γεννήθηκε πρώτο: πρώτα τη λυπήθηκε τάχα, ή πρώτα θυμήθηκε τον εαυτό του, τις αμαρτίες του, την ατιμία του — την ίδια με τη δική της που γι αυτή την κατηγορούσε; Μα ξαφνικά, την ίδια στιγμή ένιωσε ένοχος απέναντί της και τη λυπήθηκε.
Η Μάσλοβα υπόγραψε την αίτηση, σκούπισε το μελάνι από το δάχτυλό της στη μπλούζα της, σηκώθηκε και τον κοίταξε.
— Όποιο και να ’ναι το αποτέλεσμα και ότι και να γίνει, τίποτα δε θα μεταβάλει την απόφασή μου, της είπε.
Η σκέψη πως τη συγχωρούσε δυνάμωσε μέσα του το αίσθημα του οίκτου και της τρυφερότητας γι αυτή, και δοκίμασε να την παρηγορήσει.
— Αυτό που είπα, αυτό και θα κάνω. Όπου και να σας στείλουν, θα είμαι μαζί σας.
— Είναι ανώφελο, βιάστηκε να τον διακόψει μ’ ένα ύφος πολύ χαρούμενο.
— Σκεφτείτε τι θα σας χρειαστεί για το δρόμο.
— Τίποτα το ιδιαίτερο, φαντάζομαι. Ευχαριστώ.
Ο διευθυντής πήγε κοντά τους, και ο Νιεχλιούντοφ, θέλοντας να προλάβει την παρατήρηση, την αποχαιρέτησε και βγήκε ήρεμος, χαρούμενος, με την καρδιά γεμάτη αγάπη για όλους τους ανθρώπους — κι ολ’ αυτά για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλο βαθμό. Πετούσε στα ύψη από τη χαρά του γιατί πίστευε πως καμιά πράξη της Μάσλοβα δε μπορεί να τον κάνει να μην την αγαπάει. Ας έχει πάρε-δώσε με τον αρχινοσοκόμο — αυτό είναι δική της δουλειά: τούτος την αγαπάει όχι για τον εαυτό του, αλλά γι αυτή και για το θεό.[...]
....γιατί είχε τάχα πάρε-δώσε με άντρες....
Το διώξιμο από το νοσοκομείο γιατί είχε τάχα πάρε-δώσε με άντρες τη στενοχώρησε πολύ — ύστερα από τη συνάντησή της με το Νιεχλιούντοφ οι στενές σχέσεις με άντρες που την αήδιαζαν εδώ και πολύ καιρό της έγιναν τώρα πιο αηδιαστικές. Η σκέψη ότι, κρίνοντάς την από το παρελθόν της και από τη σημερινή της θέση ο κάθε άντρας, μαζί και ο κασιδιάρης νοσοκόμος, θεωρούσε ότι έχει το δικαίωμα να την ενοχλεί, και ύστερα να βλέπει ξαφνικά πως κείνη δεν έχει διάθεση για τέτοια τη στενοχωρούσε αφάνταστα και την έκανε να λυπάται τον εαυτό της, πνιγμένη στα δάκρυα.
Σήμερα, βγαίνοντας να δει το Νιεχλιούντοφ, ήθελε να του δικαιολογηθεί για κείνη την τόσο άδικη κατηγορία που σίγουρα θα είχε μάθει. Μα, αρχίζοντας να δικαιολογείται, κατάλαβε πως κείνος πιστεύει ότι οι δικαιολογίες της δεν κάνουν τίποτ’άλλο παρά να επιβεβαιώνουν τις υποψίες του, βούρκωσαν τα μάτια της, και σώπασε.
Η Μάσλοβα δεν έπαψε να σκέφτεται και να διαβεβαιώνει τον εαυτό της ότι, όπως του το είχε τονίσει στη δεύτερη συνάντησή τους, δεν τον είχε συχωρέσει και τον μισούσε, μα τώρα πια από καιρό ξανάρχισε να τον αγαπάει, και τον αγαπούσε έτσι και τόσο που χωρίς να θέλει έκανε όλα κείνα που ήθελε κείνος απ’ αυτή: σταμάτησε να πίνει, να καπνίζει, παράτησε την κοκεταρία και πήγε να δουλέψει στο νοσοκομείο της φυλακής. Ολ’αυτά τα’κανε γιατί ήξερε πως είναι δική του επιθυμία.
Αν αρνιόταν τόσο κατηγορηματικά κάθε φορά που της το θύμιζε να δεχτεί τη θυσία του να την παντρευτεί, αυτό γινόταν γιατί της άρεσε να του λέει και να του ξαναλέει κείνα τα περήφανα λόγια που του είχε πει την πρώτη φορά, και, το σπουδαιότερο, γιατί είχε στο μυαλό της την ιδέα πως ο γάμος μαζί της θα τον κάνει δυστυχισμένο. Το πήρε απόφαση να μη δεχτεί τη θυσία του, μα, έτσι κι αλλιώς, τη στενοχωρούσε η σκέψη πως την περιφρονεί, νομίζει πως είναι ακόμα τέτοια που ήταν, και δεν τη βλέπει πόσο είχε αλλάξει. Η υποψία του ότι αυτή είχε κάνει κάτι άσχημο στο νοσοκομείο τη βασάνιζε περισσότερο από την πληροφορία πως είχε οριστικά καταδικαστεί σ’ εξορία στη Σιβηρία.
Η Κατιούσια δε θέλει τη δική μου θυσία, θέλει τη δική της...
Η αποστολή με τη Μάσλοβα έφευγε στις τρεις το απόγευμα από το σιδηροδρομικό σταθμό, και ο Νιεχλιούντοφ, για να προλάβει την έξοδό της από τις φυλακές και να πάει μαζί ως το σταθμό, σκόπευε να βρίσκεται στην πύλη πριν από τις δώδεκα.
Ταχτοποιώντας τα πράγματά του και τα χαρτιά του είδε το ημερολόγιό του, γύρισε δυο τρία φύλλα του και στάθηκε στην τελευταία εγγραφή. Είχε σημειώσει πριν φύγει για την Πετρούπολη:
«Η Κατιούσια δε θέλει τη δική μου θυσία, θέλει τη δική της. Νίκησε και νίκησα. Με κάνει να χαίρομαι γι αυτή την εσωτερική αλλαγή που, νομίζω — φοβάμαι να το πιστέψω, γίνεται σ’ αυτή, Φοβάμαι να το πιστέψω, μα έχω την εντύπωση πως ξαναγεννιέται».
Πιο κάτω ήταν γραμμένο: «Πέρασα στιγμές πολύ δύσκολες και πολύ χαρούμενες. Έμαθα πως η διαγωγή της στο νοσοκομείο δεν ήταν καλή. Και ξαφνικά η στενοχώρια μου δε λέγεται. Δεν περίμενα να στενοχωρηθώ τόσο πολύ. Μιλούσα μαζί της με αντιπάθεια και μίσος· ύστερα θυμήθηκα ξαφνικά πόσες φορές ήμουν — είμαι και τώρα, αν και νοερά — ένοχος γιατί τη μισούσα, και την ίδια στιγμή τα ’βαλα με τον εαυτό μου, και λυπήθηκα κείνη, κι ένιωσα μεγάλη χαρά. Μόνο να μπορούσε, πες, κανείς να βλέπει πάντα έγκαιρα το δοκάρι στο μάτι του, πόσο θα ήταν καλύτερα».[...]
«Από αύριο αρχίζει μια καινούργια ζωή — αντίο παλιά, και για πάντα. Πολλές εντυπώσεις έχουν συγκεντρωθεί, μα δε μπορώ ακόμα να τις συναρμολογήσω».
Ό,τι και να σκεφτόταν τώρα, ό,τι και να ’κανε, η διάθεσή του γενικά ήταν αυτό το αίσθημα του οίκτου και της τρυφερότητας όχι μόνο γι αυτή, αλλά και για όλο τον κόσμο. Το αίσθημα αυτό λες και αποκάλυψε στην ψυχή του Νιεχλιούντοφ ένα χείμαρρο αγάπης που ποτέ πριν δεν είχε βρει διέξοδο, και τώρα έτρεχε με κατεύθυνση προς όλους τους ανθρώπους που συναντούσε μπροστά του.
Αν αυτή παντρευτεί, τότε η δική του παρουσία περιττεύει...
— Λοιπόν, τι λέτε; είπε η Μαρία Πάβλοβνα. Ερωτευμένος, τρελά ερωτευμένος. Ποτέ δεν το περίμενα να είναι ο Βλαντίμηρ Σίμονσον ερωτευμένος τόσο ανόητα, τόσο παιδιάστικα. Είναι περίεργο και, για να πω την αλήθεια, λυπηρό, πρόστεσε κι αναστέναξε.
— Μα αυτή, η Κάτια; Εσείς, πώς νομίζετε το βλέπει αυτό; ρώτησε ο Νιεχλιούντοφ.
— Αυτή; Η Μαρία Πάβλοβνα σταμάτησε θέλοντας, σίγουρα ν’ απαντήσει με όσο το δυνατό πιο μεγάλη ακρίβεια στην ερώτηση. Αυτή; Δε βλέπετε — παρόλο το παρελθόν της, είναι ένας από τους πιο ηθικούς χαρακτήρες... κι έχει τόσο λεπτά αισθήματα... Σας αγαπάει, σας αγαπάει ειλικρινά και είναι ευτυχισμένη που μπορεί να σας ωφελήσει, έστω και αρνητικά εμποδίζοντάς σας να συνδέσετε τη δική σας τύχη με τη δική της. Γι αυτή ο γάμος με σας θα ήταν μια τρομερή κατάρρευση, χειρότερη από κάθε άλλη προηγούμενη, και γι αυτό ποτέ δε θα, συμφωνούσε σ’ αυτό. Αφήνω που η παρουσία σας την ανησυχεί, τη στενοχωρεί.
—Τι να κάνω, λοιπόν, τότε — να εξαφανιστώ;
Η Μαρία Πάβλοβνα έσκασε το χαριτωμένο παιδικό της χαμόγελο.
— Ναι, ενμέρει.
— Και τι θα πει να εξαφανιστώ εν μέρει;
— Υπερβάλλω, ίσως· γι αυτή ήθελα να σας πω ότι, σίγουρα, βλέπει πόσο ανόητη είναι αυτή η υπερβολική, η τρελή αγάπη του (κείνος την κρατάει μυστική), μα και την κολακεύει, και την κάνει να φοβάται. Δε μου πέφτει λόγος, μα μου φαίνεται πως από την πλευρά του είναι το πιο συνηθισμένο αντρικό αίσθημα, αν και καμουφλαρισμένο — κείνος λέει πως η αγάπη αυτή τονώνει τις δυνάμεις του και πως είναι μια αγάπη πλατωνική. Μα εγώ ξέρω καλά πως κι αν ακόμα είναι μια εξαιρετική αγάπη, στη βάση της βρίσκεται χωρίς άλλο κάποια βρωμιά.......
Η Μαρία Πάβλοβνα είχε πάρει φόρα στο αγαπημένο της θέμα και ξεγλίστρησε από την ερώτηση.
— Καλά όλ’ αυτά, μα εγώ τι πρέπει να κάνω, είπε ο Νιεχλιούντοφ.
— Νομίζω ότι πρέπει να της μιλήσετε. Το καλύτερο είναι να ξεκαθαριστούν όλα. Να μιλήσετε μαζί της.
Ένα παράξενο αίσθημα κυρίεψε το Νιεχλιούντοφ μόλις έμεινε μόνος του στο καμαράκι ...
Κείνο που του είχε πει ο Σίμονσον του έλυνε τα χέρια από την υποχρέωση που είχε αναλάβει και που σε στιγμές αδυναμίας του φαινόταν βαριά και περίεργη, αλλά παράλληλα τα λόγια του Σίμονσον όχι μόνο τον δυσαρέστησαν μα και τον στενοχώρησαν. Μαζί με την εντύπωση αυτή έβλεπε και πως η πρόταση του Σίμονσον υποβάθμιζε τον αποκλειστικό χαρακτήρα της δικής του θυσίας, κι έτσι περιόριζε την αξία της στα μάτια τα δικά του και των άλλων.
Αν ένας τόσο καλός άνθρωπος που δεν τον συνδέει τίποτα μαζί της ήθελε να ενώσει την τύχη του με τη δική της, τότε αυτή η θυσία δεν ήταν τόσο σημαντική. Μπορεί να τον έτρωγε ένα απλό αίσθημα ζήλειας: είχε τόσο συνηθίσει την αγάπη της που δε μπορούσε να το χωνέψει πως ήταν δυνατό αυτή ν’αγαπήσει άλλον. Γκρεμιζόταν και το παλιό του σχέδιο — να ζήσει κοντά της όλα τα χρόνια της τιμωρίας της. Αν αυτή παντρευτεί το Σίμονσον, τότε η δική του παρουσία περιττεύει, και θα ’πρεπε να σκεφτεί έναν καινούργιο τρόπο ζωής.
Έτσι και οι άνθρωποι. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του σπέρματα όλων των ανθρωπίνων ιδιοτήτων και πότε φανερώνει μία, πότε άλλη, και συμβαίνει συχνά να μη μοιάζει καθόλου με τον εαυτό του παραμένοντας συνέχεια στο μεταξύ ο ίδιος άνθρωπος. Σε κάμποσους ανθρώπους οι μεταβολές αυτές συμβαίνει να γίνονται πολύ απότομα. Κι ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν και ο Νιεχλιούντοφ. Οι μεταβολές του αυτές είχαν και φυσικά και ψυχικά αίτια. Και μια τέτοια μεταβολή του είχε συμβεί τώρα, την περίοδο αυτή.
Η εντύπωση του θριάμβου και της χαράς από το φρεσκάρισμα που ένιωθε ύστερα από τη δίκη και ύστερα από την πρώτη συνάντηση με την Κατιούσια πέρασε εντελώς και τη θέση τους πήρε ύστερα από το τελευταίο ραντεβού ο φόβος, ακόμα και η αντιπάθεια γι αυτή. Αποφάσισε, ωστόσο, να μην την εγκαταλείψει, να μην αλλάξει τη γνώμη του να την παντρευτεί, φτάνει μόνο να το θελήσει κι αυτή· μα αυτό του φαινόταν βαρύ και ανυπόφορο.
Stefania Rocca as Katiuscia Maslova, Resurrezione (2001), Paolo & Vittorio Taviani
Η Μάσλοβα ήταν κιόλας εκεί και βγήκε από το κιγκλίδωμα ήρεμη και δισταχτική. Πήγε κοντά στο Νιεχλιούντοφ και κοιτάζοντας πλάι του είπε:
— Να με συγχωρείτε, Ντμήτρη Ιβάνοβιτς, που μίλησα άσχημα προχτές.
— Όχι εγώ να συχωρέσω σας... έκανε ν’ αρχίσει ο Νιεχλιούντοφ.
— Όπως και να ’ναι, να με αφήσετε ήσυχη, πρόστεσε, και στα μάτια της που αλλοιθώρισαν τρομερά κοιτάζοντάς τον ο Νιεχλιούντοφ διάβασε ξανά μια έκφραση γεμάτη έξαψη και κακία.
— Γιατί να σας αφήσω ήσυχη;
— Γιατ’ έτσι.
— Τι θα πει γιατ’ έτσι;
Τον κοίταξε ξανά με κακία, όπως του φάνηκε.
— Αυτό έχω να σας πω. Να με αφήσετε ήσυχη, ειλικρινά σας το λέω. Δε μπορώ, δε γίνεται. Αφήστε τ’ αυτά — τα χείλη της έτρεμαν. Σώπασε λίγο και πρόστεσε: Αυτ’ είναι η αλήθεια. Καλύτερα το ’χω να πάω να κρεμαστώ.
Ο Νιεχλιούντοφ καταλάβαινε πως αυτή της η άρνηση φανερώνει μίσος ενάντιά του, μνησικακία, μα φανέρωσε και κάτι άλλο — καλό και σπουδαίο. Αυτή η επιβεβαίωση, σε εντελώς ήρεμη κατάσταση, της προηγούμενης άρνησής της έσβησε στην ψυχή του Νιεχλιούντοφ όλες αυτές τις αμφιβολίες και τον ξανάφερε στην προηγούμενη κατάσταση της σοβαρότητας, του θριάμβου και της συγκίνησης που είχε βρεθεί στις επαφές του με την Κατιούσια.
— Κατιούσια, σου το λέω κι άλλη μια φορά, είπε με πολλή σοβαρότητα. Σου ζητώ να στεφανωθούμε. Αν δε θελήσεις, και όσο καιρό δε θα θέλεις, εγώ, όπως και πριν, θα είμαι εκεί όπου θα είσαι, και θα ’ρθω εκεί που θα σε πάνε.
— Αυτό είναι δική σας δουλειά· εγώ δεν έχω τι άλλο να πω, είπε και ξανά τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν.
Σώπασε κι αυτός — δεν είχε το κουράγιο να μιλήσει.[.....]
«Ναι, ναι, είναι ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος», σκεφτόταν ο Νιεχλιούντοφ. Ύστερα από τις προηγούμενες αμφιβολίες του κατάλαβε για πρώτη φορά, βεβαιώθηκε πως ο έρωτας είναι ακατανίκητος.
Evgeniy Matveev and Tamara Syomina in Voskreseniye (1960)
— Πού βρίσκεται;
— Είναι ξανά στη φυλακή.
— Και γιατί την πήγαν στη φυλακή ξανά; ρώτησε ο Νιεχλιούντοφ.
— Τι κόσμος, κύριέ μου! Είπε ο θυρωρός χαμογελώντας με περιφρόνηση. Είχε κάτι πάρε - δώσε με τον αρχινοσοκόμο, και ο διευθυντής της είπε να τα μαζέψει.
Ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό του Νιεχλιούντοφ πόση σημασία είχε γι αυτόν η Μάσλοβα και η ψυχική της κατάσταση. Η πληροφορία αυτή τον άφησε άναυδο. Ένιωσε κάτι παρόμοιο με κείνο που νιώθει κάποιος μαθαίνοντας για μια ξαφνική μεγάλη συφορά του. Η στενοχώρια του δε λέγεται. Η πρώτη εντύπωση από την πληροφορία αυτή ήταν η ντροπή. Με τη χαρούμενη σκέψη για την αλλαγή που φαντάστηκε πως γινόταν στην ψυχή της, τώρα έβλεπε τον εαυτό του να γελοιοποιείται.
Ολ’ αυτά τα λόγια της πως δε θέλει να δεχτεί τη θυσία του, και τα παράπονα, και τα δάκρυα — ολ’ αυτά δεν ήταν, σκέφτηκε, παρά πονηριές μιας διεφθαρμένης γυναίκας που μοναδική επιθυμία είχε πώς να μπορέσει να τον εκμεταλλευτεί καλύτερα. Του φαινόταν πως στην τελευταία επίσκεψή του είχε παρατηρήσει τα σημάδια αυτής της αδιόρθωτης ξετσιπωσιάς που παρουσιάστηκαν τώρα. Όλα αυτά πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό του τη στιγμή που φορούσε μηχανικά το καπέλο του κι έβγαινε υπό το νοσοκομείο της φυλακής.
«Και τώρα τι πρέπει να γίνει; μονολογούσε. Με συνδέει, τάχα, τίποτα μαζί της; Δεν έχω τάχα, αποδεσμευτεί τώρα, ύστερα απ’ αυτή τη διαγωγή της;»
Από τις απορίες του αυτές κατάλαβε πως, θεωρώντας τον εαυτό του αποδεσμευμένο και έχοντάς την εγκαταλείψει, θα τιμωρήσει όχι αυτή, όπως ήταν η επιθυμία του, αλλά τον εαυτό του, και με τη σκέψη αυτή κατατρόμαξε.
«Όχι! Αυτό που έγινε δε μπορεί να μεταβάλει αλλά μόνο να στερεώσει την απόφασή μου. Ας κάνει του κεφαλιού της, αυτό που θέλει η ψυχή της. Είχε πάρε-δώσε με τον αρχινοσοκόμο — κι ύστερα; ας είχε — αυτή είναι η δουλειά της. Δική μου δουλειά είναι να κάνω κείνο που απαιτεί από μένα η συνείδησή μου, μονολογούσε. Η συνείδησή μου απαιτεί να θυσιάσω την ελευθερία μου για να εξαγοράσω το αμάρτημά μου, και η απόφασή μου να την παντρευτώ, έστω και τυπικά, και να την ακολουθήσω όπου και να τη στείλουν, παραμένει αμετάβλητη», μονολογούσε πεισματικά, και, βγαίνοντας από το νοσοκομείο, τράβηξε με σταθερό βήμα για τη μεγάλη πύλη της φυλακής.[.....]
Dolores Del Rio, Rod La Rocque, Leo Tolstoy «Resurrection».
The film was directed by Edwin Carewe (1927)
Η Μάσλοβα φορούσε ξανά την άσπρη φούστα και τη μπλούζα της φυλακής κι ένα μαντίλι στο κεφάλι. Πήγε κοντά στο Νιεχλιούντοφ και, βλέποντάς τον με ψυχρό, εχθρικό ύφος, έγινε κατακόκκινη κι άρχισε να παίζει νευρικά με την άκρη της μπλούζας της βλέποντας κάτω στο δάπεδο. Η σύγχυσή της σήμαινε για το Νιεχλιούντοφ πως ο θυρωρός δεν του είχε πει ψέματα.
Ήθελε να μιλήσει μαζί της όπως την τελευταία φορά μα δε μπορούσε, όπως το ήθελε, να της δώσει το χέρι: τόσο του ήταν τώρα αντιπαθητική.
— Σας έφερα άσχημα νέα, είπε μονότονα, χωρίς να την κοιτάζει και χωρίς να της δίνει το χέρι. Το Σενάτ απόρριψε την αίτηση.
— Εγώ, έτσι κι αλλιώς, το ’ξερα, είπε κείνη με παράξενη φωνή, σα να λαχάνιαζε.
Ο Νιεχλιούντοφ μια άλλη φορά θα τη ρωτούσε γιατί το λέει αυτό· τώρα, μόνο που την κοίταξε. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα.
Μα τα δάκρυα όχι μόνο δεν τον μαλάκωσαν — απεναντίας, τώρα θύμωσε πιο πολύ μαζί της.
Ο Νιεχλιούντοφ, παρ’ όλη την αντιπάθεια που ένιωθε τώρα για τη Μάσλοβα, το θεώρησε αναγκαίο να της πει πως λυπάται για την απόρριψη.
— Μην απελπίζεστε, είπε. Η άλλη αίτηση, στον αυτοκράτορα, μπορεί να πιάσει, και ελπίζω να...
— Μα δεν είναι γι αυτό... είπε παραπονιάρικα και κοιτάζοντάς τον λοξά με βουρκωμένα μάτια.
— Και τότε γιατί;
— Περάσατε από το νοσοκομείο, και σίγουρα θα σας είπαν για μένα...
— Και τι σημασία έχει, αυτό είναι δική σας υπόθεση, είπε ψυχρά κείνος, κατσουφιασμένος.
Η οργή από την προσβολή του εγωισμού του πάνω που πήγαινε να μαλακώσει φούντωσε μέσα του με καινούργια δύναμη μόλις κείνη του θύμισε το νοσοκομείο. «Εγώ, ένας άνθρωπος του κόσμου που θα το θεωρούσε ευτυχία της να με παντρευτεί κάθε κοπέλα της υψηλής κοινωνίας, πρότεινα σ’ αυτή εδώ τη γυναίκα να την παντρευτώ, και τούτη δε μπορούσε να περιμένει, κι άρχισε τα πάρε-δώσε με τον αρχινοσοκόμο», σκεφτόταν κοιτάζοντάς την με μίσος.
— Ελάτε, υπογράψτε την αίτηση, είπε, έβγαλε από την τσέπη του ένα μεγάλο φάκελο και το ακούμπησε πάνω στο γραφείο.
Κείνη σκούπισε τα δάκρυα με την άκρη της μαντήλας κάθησε και ρώτησε πού και τι να γράψει. Της έδειξε τι και πού να το γράψει· κείνη κάθησε διορθώνοντας με το αριστερό χέρι το μανίκι του δεξιού.
Ο Νιεχλιούντοφ στεκόταν από πάνω της και κοίταζε αμίλητος τη λογισμένη ράχη της που πότε-πότε τρανταζόταν από συγκρατημένους λυγμούς· και στην ψυχή του πάλευαν δυο αισθήματα; του κακού και του καλού, του προσβλημένου του εγωισμού και του οίκτου γι αυτή που υπόφερε· και νίκησε το δεύτερο αίσθημα.
Δε μπορούσε να θυμηθεί ποιο γεννήθηκε πρώτο: πρώτα τη λυπήθηκε τάχα, ή πρώτα θυμήθηκε τον εαυτό του, τις αμαρτίες του, την ατιμία του — την ίδια με τη δική της που γι αυτή την κατηγορούσε; Μα ξαφνικά, την ίδια στιγμή ένιωσε ένοχος απέναντί της και τη λυπήθηκε.
Η Μάσλοβα υπόγραψε την αίτηση, σκούπισε το μελάνι από το δάχτυλό της στη μπλούζα της, σηκώθηκε και τον κοίταξε.
— Όποιο και να ’ναι το αποτέλεσμα και ότι και να γίνει, τίποτα δε θα μεταβάλει την απόφασή μου, της είπε.
Η σκέψη πως τη συγχωρούσε δυνάμωσε μέσα του το αίσθημα του οίκτου και της τρυφερότητας γι αυτή, και δοκίμασε να την παρηγορήσει.
— Αυτό που είπα, αυτό και θα κάνω. Όπου και να σας στείλουν, θα είμαι μαζί σας.
— Είναι ανώφελο, βιάστηκε να τον διακόψει μ’ ένα ύφος πολύ χαρούμενο.
— Σκεφτείτε τι θα σας χρειαστεί για το δρόμο.
— Τίποτα το ιδιαίτερο, φαντάζομαι. Ευχαριστώ.
Ο διευθυντής πήγε κοντά τους, και ο Νιεχλιούντοφ, θέλοντας να προλάβει την παρατήρηση, την αποχαιρέτησε και βγήκε ήρεμος, χαρούμενος, με την καρδιά γεμάτη αγάπη για όλους τους ανθρώπους — κι ολ’ αυτά για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλο βαθμό. Πετούσε στα ύψη από τη χαρά του γιατί πίστευε πως καμιά πράξη της Μάσλοβα δε μπορεί να τον κάνει να μην την αγαπάει. Ας έχει πάρε-δώσε με τον αρχινοσοκόμο — αυτό είναι δική της δουλειά: τούτος την αγαπάει όχι για τον εαυτό του, αλλά γι αυτή και για το θεό.[...]
Evgeniy Matveev and Tamara Syomina in Voskreseniye (1960)
Το διώξιμο από το νοσοκομείο γιατί είχε τάχα πάρε-δώσε με άντρες τη στενοχώρησε πολύ — ύστερα από τη συνάντησή της με το Νιεχλιούντοφ οι στενές σχέσεις με άντρες που την αήδιαζαν εδώ και πολύ καιρό της έγιναν τώρα πιο αηδιαστικές. Η σκέψη ότι, κρίνοντάς την από το παρελθόν της και από τη σημερινή της θέση ο κάθε άντρας, μαζί και ο κασιδιάρης νοσοκόμος, θεωρούσε ότι έχει το δικαίωμα να την ενοχλεί, και ύστερα να βλέπει ξαφνικά πως κείνη δεν έχει διάθεση για τέτοια τη στενοχωρούσε αφάνταστα και την έκανε να λυπάται τον εαυτό της, πνιγμένη στα δάκρυα.
Σήμερα, βγαίνοντας να δει το Νιεχλιούντοφ, ήθελε να του δικαιολογηθεί για κείνη την τόσο άδικη κατηγορία που σίγουρα θα είχε μάθει. Μα, αρχίζοντας να δικαιολογείται, κατάλαβε πως κείνος πιστεύει ότι οι δικαιολογίες της δεν κάνουν τίποτ’άλλο παρά να επιβεβαιώνουν τις υποψίες του, βούρκωσαν τα μάτια της, και σώπασε.
Η Μάσλοβα δεν έπαψε να σκέφτεται και να διαβεβαιώνει τον εαυτό της ότι, όπως του το είχε τονίσει στη δεύτερη συνάντησή τους, δεν τον είχε συχωρέσει και τον μισούσε, μα τώρα πια από καιρό ξανάρχισε να τον αγαπάει, και τον αγαπούσε έτσι και τόσο που χωρίς να θέλει έκανε όλα κείνα που ήθελε κείνος απ’ αυτή: σταμάτησε να πίνει, να καπνίζει, παράτησε την κοκεταρία και πήγε να δουλέψει στο νοσοκομείο της φυλακής. Ολ’αυτά τα’κανε γιατί ήξερε πως είναι δική του επιθυμία.
Αν αρνιόταν τόσο κατηγορηματικά κάθε φορά που της το θύμιζε να δεχτεί τη θυσία του να την παντρευτεί, αυτό γινόταν γιατί της άρεσε να του λέει και να του ξαναλέει κείνα τα περήφανα λόγια που του είχε πει την πρώτη φορά, και, το σπουδαιότερο, γιατί είχε στο μυαλό της την ιδέα πως ο γάμος μαζί της θα τον κάνει δυστυχισμένο. Το πήρε απόφαση να μη δεχτεί τη θυσία του, μα, έτσι κι αλλιώς, τη στενοχωρούσε η σκέψη πως την περιφρονεί, νομίζει πως είναι ακόμα τέτοια που ήταν, και δεν τη βλέπει πόσο είχε αλλάξει. Η υποψία του ότι αυτή είχε κάνει κάτι άσχημο στο νοσοκομείο τη βασάνιζε περισσότερο από την πληροφορία πως είχε οριστικά καταδικαστεί σ’ εξορία στη Σιβηρία.
Stefania Rocca as Katiuscia Maslova, Resurrezione (2001), Paolo & Vittorio Taviani
Η αποστολή με τη Μάσλοβα έφευγε στις τρεις το απόγευμα από το σιδηροδρομικό σταθμό, και ο Νιεχλιούντοφ, για να προλάβει την έξοδό της από τις φυλακές και να πάει μαζί ως το σταθμό, σκόπευε να βρίσκεται στην πύλη πριν από τις δώδεκα.
Ταχτοποιώντας τα πράγματά του και τα χαρτιά του είδε το ημερολόγιό του, γύρισε δυο τρία φύλλα του και στάθηκε στην τελευταία εγγραφή. Είχε σημειώσει πριν φύγει για την Πετρούπολη:
«Η Κατιούσια δε θέλει τη δική μου θυσία, θέλει τη δική της. Νίκησε και νίκησα. Με κάνει να χαίρομαι γι αυτή την εσωτερική αλλαγή που, νομίζω — φοβάμαι να το πιστέψω, γίνεται σ’ αυτή, Φοβάμαι να το πιστέψω, μα έχω την εντύπωση πως ξαναγεννιέται».
Πιο κάτω ήταν γραμμένο: «Πέρασα στιγμές πολύ δύσκολες και πολύ χαρούμενες. Έμαθα πως η διαγωγή της στο νοσοκομείο δεν ήταν καλή. Και ξαφνικά η στενοχώρια μου δε λέγεται. Δεν περίμενα να στενοχωρηθώ τόσο πολύ. Μιλούσα μαζί της με αντιπάθεια και μίσος· ύστερα θυμήθηκα ξαφνικά πόσες φορές ήμουν — είμαι και τώρα, αν και νοερά — ένοχος γιατί τη μισούσα, και την ίδια στιγμή τα ’βαλα με τον εαυτό μου, και λυπήθηκα κείνη, κι ένιωσα μεγάλη χαρά. Μόνο να μπορούσε, πες, κανείς να βλέπει πάντα έγκαιρα το δοκάρι στο μάτι του, πόσο θα ήταν καλύτερα».[...]
«Από αύριο αρχίζει μια καινούργια ζωή — αντίο παλιά, και για πάντα. Πολλές εντυπώσεις έχουν συγκεντρωθεί, μα δε μπορώ ακόμα να τις συναρμολογήσω».
Stefania Rocca as Katiuscia Maslova, Resurrezione (2001), Paolo & Vittorio Taviani
Ένας χείμαρρος αγάπης που πρώτη φορά πλημμύριζε την καρδιά του...
Από το Νίζνι ως το Περμ ο Νιεχλιούντοφ πέτυχε να συναντήσει την Κατιούσια όλες κι όλες δυο φορές. Και τις δυο φορές τη βρήκε κλεισμένη στον εαυτό της και κακόκεφη. Στις ερωτήσεις του αν είναι καλά κι αν έχει ανάγκη από τίποτα του απάντησε με υπεκφυγές, συγχυσμένη και όπως του φάνηκε, με κείνες τις εχθρικές διαθέσεις που είχε δείξει κάμποσες φορές άλλοτε.
Κι αυτή η κακοκεφιά της που την προκαλούσαν μόνο οι άντρες που δεν την άφηναν σε χλωρό κλαρί στενοχωρούσε αυτή την περίοδο το Νιεχλιούντοφ. Φοβόταν μήπως, επηρεασμένη από τις δύσκολες κι εξευτελιστικές συνθήκες όπου βρισκόταν όσο θα κρατούσε το ταξίδι, ξαναπέσει σε κείνη την παλιά κατάσταση της δυσαρμονίας με τον ίδιο τον εαυτό της και της απελπισίας στη ζωή που την έκανε κάποτε να τα βάζει μαζί του, να καπνίζει και να πίνει για να ξεχάσει. Μα δε μπορούσε με κανέναν τρόπο να τη βοηθήσει, γιατί όλο αυτό τον πρώτο καιρό του ταξιδιού δεν του ήταν δυνατό να τη συναντάει.
Μόνο τότε που είδε πως την έβαλαν μαζί με τους πολιτικούς όχι μόνο πείστηκε πως οι φόβοι του ήταν αβάσιμοι, μα, απεναντίας, σε κάθε συνάντησή τους παρατηρούσε πως κείνη η εσωτερική αλλαγή που τόσο δυνατά επιθυμούσε να δει σ’ αυτή παίρνει ολοένα και πιο συγκεκριμένη μορφή. Στην πρώτη συνάντησή τους στο Τομσκ ξανάγινε τέτοια που ήταν πριν από την αναχώρηση: ούτε κατσουφιασμένη, ούτε συγχυσμένη μόλις τον είδε. Απεναντίας τον υποδέχτηκε με χαρά και ειλικρίνεια, και τον ευχαρίστησε για όλα όσα είχε κάνει γι αυτή, ιδιαίτερα γιατί απ' αυτόν γνώρισε τους ανθρώπους που ανάμεσά τους βρισκόταν τώρα.
Ύστερα από δυο μήνες πορεία και στάσεις η αλλαγή που έγινε μέσα της φάνηκε και στο παρουσιαστικό της. Αδυνάτισε, μαύρισε, λες και είχε μπει σε ηλικία· στους κροτάφους και κοντά στο στόμα φάνηκαν ρυτίδες, δεν άφηνε τα μαλλιά της να κατεβαίνουν στο μέτωπο — τα ’δενε μ' ένα μαντίλι, και ούτε στο ντύσιμό της, ούτε στο χτένισμά της, ούτε στη συμπεριφορά της έβλεπες την παλιά κοκεταρία. Κι αυτή η αλλαγή που είχε γίνει και γινόταν μέσα της έκανε το Νιεχλιούντοφ να νιώθει μια ιδιαίτερη χαρά.
Resurrezione (1944) by Flavio Calzavara
Doris Duranti as Katiuscia Maslova, Claudio Gora as Dimitri Neklindoff
Η καρδιά του ήταν τώρα πλημμυρισμένη από ένα αίσθημα γι αυτή που ποτέ ως τώρα δεν το είχε δοκιμάσει. Το αίσθημα αυτό δεν έμοιαζε καθόλου ούτε με το πρώτο ρομαντικό πάθος, ούτε ακόμα λιγότερο με κείνο τον αισθησιακό έρωτα που θα νιώσει αργότερα, ούτε και με την ικανοποίηση από ένα καθήκον που είχε εκτελεστεί, όχι χωρίς αυτοθαυμασμό — είχε αποφασίσει ύστερα από την καταδίκη της να την παντρευτεί. Το αίσθημα αυτό της ικανοποίησης ήταν κείνο το απλό αίσθημα του οίκτου και της τρυφερότητας που είχε δοκιμάσει στην πρώτη συνάντησή τους στις φυλακές και αργότερα με καινούργια δύναμη, ύστερα από τη σκηνή στο νοσοκομείο που υπερνικώντας την αντιπάθειά του τη συχώρεσε για τη φανταστική ιστορία με τον αρχινοσοκόμο (ότι ήταν ψεύτικη αποδείχτηκε αργότερα)· ήταν τα ίδια αισθήματα, με μόνη τη διαφορά ότι το χτεσινό ήταν προσωρινό και το τωρινό ήταν μόνιμο.
Ό,τι και να σκεφτόταν τώρα, ό,τι και να ’κανε, η διάθεσή του γενικά ήταν αυτό το αίσθημα του οίκτου και της τρυφερότητας όχι μόνο γι αυτή, αλλά και για όλο τον κόσμο. Το αίσθημα αυτό λες και αποκάλυψε στην ψυχή του Νιεχλιούντοφ ένα χείμαρρο αγάπης που ποτέ πριν δεν είχε βρει διέξοδο, και τώρα έτρεχε με κατεύθυνση προς όλους τους ανθρώπους που συναντούσε μπροστά του.
Tamara Syomina in Voskreseniye (1960)
— Λοιπόν, τι λέτε; είπε η Μαρία Πάβλοβνα. Ερωτευμένος, τρελά ερωτευμένος. Ποτέ δεν το περίμενα να είναι ο Βλαντίμηρ Σίμονσον ερωτευμένος τόσο ανόητα, τόσο παιδιάστικα. Είναι περίεργο και, για να πω την αλήθεια, λυπηρό, πρόστεσε κι αναστέναξε.
— Μα αυτή, η Κάτια; Εσείς, πώς νομίζετε το βλέπει αυτό; ρώτησε ο Νιεχλιούντοφ.
— Αυτή; Η Μαρία Πάβλοβνα σταμάτησε θέλοντας, σίγουρα ν’ απαντήσει με όσο το δυνατό πιο μεγάλη ακρίβεια στην ερώτηση. Αυτή; Δε βλέπετε — παρόλο το παρελθόν της, είναι ένας από τους πιο ηθικούς χαρακτήρες... κι έχει τόσο λεπτά αισθήματα... Σας αγαπάει, σας αγαπάει ειλικρινά και είναι ευτυχισμένη που μπορεί να σας ωφελήσει, έστω και αρνητικά εμποδίζοντάς σας να συνδέσετε τη δική σας τύχη με τη δική της. Γι αυτή ο γάμος με σας θα ήταν μια τρομερή κατάρρευση, χειρότερη από κάθε άλλη προηγούμενη, και γι αυτό ποτέ δε θα, συμφωνούσε σ’ αυτό. Αφήνω που η παρουσία σας την ανησυχεί, τη στενοχωρεί.
—Τι να κάνω, λοιπόν, τότε — να εξαφανιστώ;
Η Μαρία Πάβλοβνα έσκασε το χαριτωμένο παιδικό της χαμόγελο.
— Ναι, ενμέρει.
— Και τι θα πει να εξαφανιστώ εν μέρει;
— Υπερβάλλω, ίσως· γι αυτή ήθελα να σας πω ότι, σίγουρα, βλέπει πόσο ανόητη είναι αυτή η υπερβολική, η τρελή αγάπη του (κείνος την κρατάει μυστική), μα και την κολακεύει, και την κάνει να φοβάται. Δε μου πέφτει λόγος, μα μου φαίνεται πως από την πλευρά του είναι το πιο συνηθισμένο αντρικό αίσθημα, αν και καμουφλαρισμένο — κείνος λέει πως η αγάπη αυτή τονώνει τις δυνάμεις του και πως είναι μια αγάπη πλατωνική. Μα εγώ ξέρω καλά πως κι αν ακόμα είναι μια εξαιρετική αγάπη, στη βάση της βρίσκεται χωρίς άλλο κάποια βρωμιά.......
Η Μαρία Πάβλοβνα είχε πάρει φόρα στο αγαπημένο της θέμα και ξεγλίστρησε από την ερώτηση.
— Καλά όλ’ αυτά, μα εγώ τι πρέπει να κάνω, είπε ο Νιεχλιούντοφ.
— Νομίζω ότι πρέπει να της μιλήσετε. Το καλύτερο είναι να ξεκαθαριστούν όλα. Να μιλήσετε μαζί της.
Ένα παράξενο αίσθημα κυρίεψε το Νιεχλιούντοφ μόλις έμεινε μόνος του στο καμαράκι ...
Κείνο που του είχε πει ο Σίμονσον του έλυνε τα χέρια από την υποχρέωση που είχε αναλάβει και που σε στιγμές αδυναμίας του φαινόταν βαριά και περίεργη, αλλά παράλληλα τα λόγια του Σίμονσον όχι μόνο τον δυσαρέστησαν μα και τον στενοχώρησαν. Μαζί με την εντύπωση αυτή έβλεπε και πως η πρόταση του Σίμονσον υποβάθμιζε τον αποκλειστικό χαρακτήρα της δικής του θυσίας, κι έτσι περιόριζε την αξία της στα μάτια τα δικά του και των άλλων.
Αν ένας τόσο καλός άνθρωπος που δεν τον συνδέει τίποτα μαζί της ήθελε να ενώσει την τύχη του με τη δική της, τότε αυτή η θυσία δεν ήταν τόσο σημαντική. Μπορεί να τον έτρωγε ένα απλό αίσθημα ζήλειας: είχε τόσο συνηθίσει την αγάπη της που δε μπορούσε να το χωνέψει πως ήταν δυνατό αυτή ν’αγαπήσει άλλον. Γκρεμιζόταν και το παλιό του σχέδιο — να ζήσει κοντά της όλα τα χρόνια της τιμωρίας της. Αν αυτή παντρευτεί το Σίμονσον, τότε η δική του παρουσία περιττεύει, και θα ’πρεπε να σκεφτεί έναν καινούργιο τρόπο ζωής.
Evgeniy Matveev and Tamara Syomina in Voskreseniye (1960)
«Τι σύζυγος θα είμαι — στο κάτεργο;»
Δεν πρόφτασε να το καλοσκεφτεί γιατί άνοιξε η πόρτα ....Μπήκε η Κατιούσια — αυτή είχε ανοίξει την πόρτα.
Πήγε κοντά του με γρήγορα βήματα.
— Μ’έστειλε η Μαρία Πάβλοβνα, είπε σταματώντας δίπλα του, πολύ κοντά.
— Ναι, θέλω να μιλήσουμε. Καθήστε. Κουβέντιασα με το Βαλντίμηρ Ιβάνοβιτς.
Κείνη κάθησε, σταύρωσε τα χέρια πάνω στα γόνατά της και φαινόταν ήρεμη· μα μόλις ο Νιεχλιούντοφ ανάφερε τ’ όνομα του Σίμονσον το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο.
— Και τι σας έλεγε;
— Μου είπε πως θέλει να σας παντρευτεί.
Το πρόσωπό της ζάρωσε — τη στενοχώρησε αυτό που άκουσε. Δεν είπε τίποτα και μόνο χαμήλωσε τα μάτια.
— Ζητάει τη γνώμη μου ή τη συμβουλή μου. Του είπα πως είναι στο χέρι το δικό σας, πως εσείς θ’ αποφασίσετε.
— Τι σημαίνει αυτό; Γιατί; είπε και κοίταξε στα μάτια το Νιεχλιούντοφ με κείνη την παράξενη λοξή ματιά της που τόσο πολύ τον συγκινούσε. Τρία τέσσερα δευτερόλεφτα κοιταζόντουσαν αμίλητοι στα μάτια. Και η ματιά αυτή είπε πολλά και στον ένα και στον άλλο.
— Εσείς θ’ αποφασίσετε, ξαναείπε ο Νιεχλιούντοφ.
— Τι ν’ αποφασίσω εγώ; Όλα έχουν αποφασιστεί από καιρό.
— Όχι, εσείς θ’ αποφασίσετε αν δεχόσαστε την πρόταση του Βλαντίμηρ Ιβάνοβιτς, είπε ο Νιεχλιούντοφ.
—Τι σύζυγος θα είμαι — στο κάτεργο; Γιατί να πάρω στο λαιμό μου και το Βλαντίμηρ Ιβάνοβιτς; είπε κείνη κι έσμιξε τα φρύδια στενοχωρημένη.
— Ναι, μα αν πάρετε χάρη;
— Αχ, αφήστε με. Δεν έχω τίποτ’ άλλο να πω, νεύριασε, σηκώθηκε και βγήκε από το καμαράκι.
Πήγε κοντά του με γρήγορα βήματα.
— Μ’έστειλε η Μαρία Πάβλοβνα, είπε σταματώντας δίπλα του, πολύ κοντά.
— Ναι, θέλω να μιλήσουμε. Καθήστε. Κουβέντιασα με το Βαλντίμηρ Ιβάνοβιτς.
Κείνη κάθησε, σταύρωσε τα χέρια πάνω στα γόνατά της και φαινόταν ήρεμη· μα μόλις ο Νιεχλιούντοφ ανάφερε τ’ όνομα του Σίμονσον το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο.
— Και τι σας έλεγε;
— Μου είπε πως θέλει να σας παντρευτεί.
Το πρόσωπό της ζάρωσε — τη στενοχώρησε αυτό που άκουσε. Δεν είπε τίποτα και μόνο χαμήλωσε τα μάτια.
— Ζητάει τη γνώμη μου ή τη συμβουλή μου. Του είπα πως είναι στο χέρι το δικό σας, πως εσείς θ’ αποφασίσετε.
— Τι σημαίνει αυτό; Γιατί; είπε και κοίταξε στα μάτια το Νιεχλιούντοφ με κείνη την παράξενη λοξή ματιά της που τόσο πολύ τον συγκινούσε. Τρία τέσσερα δευτερόλεφτα κοιταζόντουσαν αμίλητοι στα μάτια. Και η ματιά αυτή είπε πολλά και στον ένα και στον άλλο.
— Εσείς θ’ αποφασίσετε, ξαναείπε ο Νιεχλιούντοφ.
— Τι ν’ αποφασίσω εγώ; Όλα έχουν αποφασιστεί από καιρό.
— Όχι, εσείς θ’ αποφασίσετε αν δεχόσαστε την πρόταση του Βλαντίμηρ Ιβάνοβιτς, είπε ο Νιεχλιούντοφ.
—Τι σύζυγος θα είμαι — στο κάτεργο; Γιατί να πάρω στο λαιμό μου και το Βλαντίμηρ Ιβάνοβιτς; είπε κείνη κι έσμιξε τα φρύδια στενοχωρημένη.
— Ναι, μα αν πάρετε χάρη;
— Αχ, αφήστε με. Δεν έχω τίποτ’ άλλο να πω, νεύριασε, σηκώθηκε και βγήκε από το καμαράκι.
Resurrezione (1944) by Flavio Calzavara
Doris Duranti as Katiuscia Maslova, Claudio Gora as Dimitri Neklindoff
Ευνοϊκή απόφαση, καινούργιες περιπλοκές...
[...] ..το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο και η καρδιά του σφίχτηκε. Ήταν απόφαση στην αίτηση της Κατιούσια. Τι έλεγε η απόφαση; Ήταν τάχα αρνητική; Ο Νιεχλιούντοφ διάβασε μονορούφι το χαρτί με τα μικρά δυσανάγνωστα γράμματα και πήδησε από τη χαρά του. Η απόφαση ήταν ευνοϊκή.
«Γραφείο της αυτού αυτοκρατορικής μεγαλειότητος για τις αιτήσεις προς τον ανώτατο άρχοντα. Υπόθεση τάδε, γραφείο τάδε, ημερομηνία... Με διαταγή του γενικού διευθυντή του γραφείου της αυτού αυτοκρατορικής μεγαλειότητας κλπ., κλπ., γνωστοποιείται στην αστή Εκατερίνα Μάσλοβα ότι η αυτού αυτοκρατορική μεγαλειότητα ύστερα από σεβαστή εισήγηση, αποφασίζει τη μετατροπή της ποινής της ανωτέρω από καταναγκαστικά έργα σε εκτόπιση σε περιοχή γειτονική της Σιβηρίας».
Το νέο ήταν ευχάριστο και σπουδαίο: έγινε κείνο που επιθυμούσε ο Νιεχλιούντοφ για την Κατιούσια αλλά και για τον εαυτό του τον ίδιο. Η αλήθεια είναι ότι η μεταβολή αυτή
στη θέση της Μάσλοβα σήμαινε καινούργιες περιπλοκές στις κοινές τους σχέσεις. Όσο παράμενε κατάδικη στα κάτεργα, ο γάμος που της πρότεινε ήταν εικονικός και η σημασία του ήταν ότι αλάφρωνε τη θέση της. Τώρα, τίποτα δεν τους εμπόδιζε να ζήσουν μαζί. Μα ο Νιεχλιούντοφ δεν ήταν έτοιμος γι αυτό.
Εξάλλου, ήταν και οι σχέσεις της με το Σίμονσον. Τι σήμαιναν τα χτεσινά της λόγια; Κι αν δεχόταν να ενώσει την τύχη της με κείνη του Σίμονσον, θα ήταν καλό αυτό ή άσχημο; Δε μπορούσε με κανέναν τρόπο να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του, και τώρα έβαλε τέρμα στις απορίες του αυτές. «Ολ’ αυτά θα ξεκαθαριστούν αργότερα, είπε μέσα του· τώρα είναι ανάγκη να τη δω όσο γίνεται πιο γρήγορα για να της ανακοινώσω το ευχάριστο νέο και να την απελευθερώσω».
Timothy Peach & Stefania Rocca, Resurrezione (2001), Paolo & Vittorio Taviani
Πόσο καλή γυναίκα είσαστε!
[....] άκουσε να πλησιάζουν βήματα, η πόρτα του γραφείου άνοιξε, και, όπως είχε γίνει πολλές φορές ως τώρα, μπήκε ο φύλακας και πίσω του η Κατιούσια με μαντήλι στο κεφάλι και με τη ρόμπα της φυλακής — την είδε και μια δυνατή συγκίνηση τον κυρίεψε.
«Θέλω να ζήσω, θέλω να κάνω οικογένεια, θέλω παιδιά, θέλω να ζήσω σαν άνθρωπος», έλεγε και ξανάλεγε μέσα του βλέποντάς την να μπαίνει με γρήγορα βήματα και να κοιτάζει κάτω.
Σηκώθηκε κι έκανε δυο-τρία βήματα για να την υποδεχτεί — το πρόσωπό της του φάνηκε αυστηρό, εχθρικό. Ήταν ξανά τέτοιο που ήταν και τότε που του τα κοπανούσε. Άλλαξε χρώματα, τα δάχτυλά της έστριφταν νευρικά την ρόμπα της, και μια τον κοίταζε, μια κατέβαζε τα μάτια.
— Ξέρετε πως πήρατε χάρη; είπε ο Νιεχλιούντοφ.
— Ναι, μου το είπε ο φύλακας.
— Μόλις κοινοποιηθεί η απόφαση, θα σας απολύσουν, και μπορείτε να μείνετε όπου θέλετε. Θα δούμε».
Του ’κοψε τη φόρα:
— Τι να δούμε; Όπου θα βρίσκεται ο Βλαντίμηρ Ιβάνοβιτς, εκεί θα είμαι κι εγώ μαζί του.
Παρόλη την ταραχή της η Μάσλοβα το είπε αυτό χωρίς να σηκώσει τα μάτια της, γρήγορα, καθαρά, σα να ήταν προετοιμασμένη τι θα πει.
— Έτσι λοιπόν! είπε ο Νιεχλιούντοφ.
— Τι δηλαδή, Ντμήτρη Ιβάνοβιτς, αν αυτός θέλει να ζήσω μαζί του — σταμάτησε τρομαγμένη και διόρθωσε: να είμαι κοντά του, τι άλλο καλύτερο; Εγώ αυτό θα το θεωρώ ευτυχία. Τι άλλο έχω να κάνω;
«Ένα από τα δυο συμβαίνει: ή ερωτεύτηκε το Σίμονσον και δεν τη χρειάζεται τη θυσία που είχα στο νου μου να της προσφέρω, ή εξακολουθεί να μ’ αγαπάει και για το καλό μου με απαρνιέται και βάζει τελεία και παύλα στις σχέσεις μας ταυτίζοντας την τύχη της με κείνη του Σίμονσον», σκέφτηκε ο Νιεχλιούντοφ και ντράπηκε. Κατάλαβε πως κοκκινίζει.
— Αν τον αγαπάτε... είπε.
— Τον αγαπώ, δεν τον αγαπώ, αυτό δεν έχει σημασία. Αυτά τώρα τα ’χω αφήσει· ο Βλαντίμηρ Ιβάνοβιτς είναι εξαίρετος.
— Ναι, βέβαια, είπε ο Νιεχλιούντοφ. Είναι ένας θαυμάσιος άνθρωπος, κι εγώ νομίζω...
Κείνη του ξανάκοψε τη φόρα — φοβόταν να μην της πει πολλά και δε θα μπορέσει κείνη να του απαντήσει σ’ όλα.
— Όχι, Ντμήτρη Ιβάνοβιτς, πρέπει να με συχωρέσετε αν δεν κάνω κείνο που θέλετε σεις, είπε κοιτάζοντάς τον κατάματα με αινιγματικό ύφος. Αυτή είναι η κατάληξη. Πρέπει να κάνετε και σεις τη ζωή σας.
Του είπε κείνο το ίδιο που ο Νιεχλιούντοφ σκεφτόταν πριν από λίγο — τώρα σκεφτόταν άλλα πράγματα, διαφορετικά. Όχι μόνο ένιωθε ντροπή, μα λυπόταν για όλα κείνα που έχανε μαζί της.
— Δεν το περίμενα αυτό, της είπε.
— Δε βλέπω το λόγο γιατί να μένετε δω και να βασανίζεστε. Αρκετά έχετε υποφέρει, είπε και χαμογέλασε παράξενα.
— Δεν έπαθα τίποτα, είμαι μια χαρά, και θα ήθελα να σας βοηθήσω ακόμα, αν μπορούσα.
— Δε μας χρειάζεται τίποτα. Πρόφερε το «μας» ρίχνοντας μια ματιά στο Νιεχλιούντοφ. 'Εχετε τόσα πολλά κάνει για μένα. Χωρίς εσάς... Θέλησε να προστέσει κάτι ακόμα, μα η φωνή της άρχισε να τρέμει.
— Δεν υπάρχει λόγος να μ’ ευχαριστείτε, της είπε.
— Ποιος ο λόγος να κάνουμε τώρα λογαριασμό; Τους λογαριασμούς τους κάνει ο θεός, είπε κείνη και τα μαύρα μάτια της γυάλισαν βουρκωμένα.
— Πόσο καλή γυναίκα είσαστε!
— Εγώ, καλή; του είπε κλαμένη τώρα, κι ένα παραπονιάρικο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. [.....]
— Λοιπόν, μπορώ να φύγω τώρα; είπε ....
— Δε σας λέω αντίο· θα σας ξαναδώ, είπε ο Νιεχλιούντοφ.
— Συχωρέστε με, είπε κείνη μόλις ακουστά. Οι ματιές τους συναντήθηκαν, και από την παράξενη λοξή δική της και από το παραπονιάρικο χαμόγελό της που συνόδεψε κείνο το «συχωρέστε με» αντί γι αντίο ο Νιεχλιούντοφ κατάλαβε πως από τις δυο εικασίες για το λόγο της απόφασής της σωστή ήταν η δεύτερη: τον αγαπούσε και πίστευε πως, ταυτίζοντας την τύχη της με τη δική του, θα χαλάσει τη ζωή του, απεναντίας, πηγαίνοντας με το Σίμονσον, του χάριζε την ελευθερία, και τώρα χαιρόταν που έκανε κείνο που ήθελε και ταυτόχρονα στενοχωριόταν γιατί τον αποχωριζόταν.
Του έσφιξε το χέρι, γύρισε απότομα και βγήκε από το γραφείο.
Ο Νιεχλιούντοφ πήγε και κάθησε σ’ έναν ξύλινο καναπέ — και ξαφνικά ένιωσε τρομερά κουρασμένος. Δεν τον είχε κουράσει ούτε η αϋπνία, ούτε το ταξίδι, ούτε η συγκίνηση — κατάλαβε πως τον είχε κουράσει όλη η ζωή του.
Τολστόη Λέων, Ανάσταση, μτφρ. - επιμέλεια - διορθώσεις Αντρέας Σαραντόπουλος, εκδοτικός οίκος Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος Α.Ε.
Timothy Peach, Resurrezione (2001), Paolo & Vittorio Taviani
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου