Φωτογραφία συνάντησης στο σπίτι των Κατακουζηνών στην οδό Πινδάρου, με τον Marc Chagall και Έλληνες καλλιτέχνες.
Πάνω σειρά από αριστερά: Αλέξανδρος και Μαρσέλ Κοντοπούλου, πιο δεξιά ο Άγγελος Κατακουζηνός, Vava Chagall, Λητώ Κατακουζηνού, Marc Chagall, Λίζα Μιχελή, Τζούλια Παπανούτσου, Λιλή Αρλιώτη και στο άκρο αριστερά ο Γιάννης Στεφανέλλης. Κάτω σειρά από αριστερά: Γιάννης Μόραλης, Τώνης Σπητέρης, Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Νικολάου.
Ο Marc Chagall στην Αθήνα
«Λητώ, μόλις φτάσαμε με τη Vava. Ήρθαμε να δουλέψω τις ζωγραφιές Δάφνις και Χλόη για την εικονογράφηση του νέου τεύχους του περιοδικού Verve που θα εκδώσει ο Teriade. Θα θέλαμε να πάμε μαζί σας στη Μυτιλήνη να δω από κοντά το τοπίο όπου γεννήθηκε ο μύθος. Τι λέει ο Άγγελος, που είναι τόσο απασχολημένος, θα τα καταφέρει να ’ρθείτε;»
«Θα τα πούμε αργότερα, Μαρκ. Στο μεταξύ, έρχομαι αμέσως να σας βρω».
Κι από κείνη την ώρα ούτε βήμα χωρίς εμάς οι Chagall. Φυσικά, ο Βαλής μου μόνο τα μεσημέρια και τα βράδια τούς έβλεπε. Ο Marc Chagall, ευχάριστος, χαριτωμένος, όλο νιάτα και κέφι, ας ήταν χρονών και χρονών, πρώτη φορά στην Ελλάδα, χαιρότανε τα πάντα σαν μικρό παιδί. Η Vava, η γυναίκα του, όμορφη, μελαχρινή Ρωσίδα, σιωπηλή και συγκρατημένη, τα φλογερά μάτια της μονάχα φανέρωναν τη σιδερένια θέληση της.
Στο μεταξύ μαθεύτηκε πως ο Marc Chagall βρισκόταν στην Ελλάδα κι αρχίνησαν από διάφορους ζωγράφους αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα.
«Μα δεν θα τον δούμε κι εμείς; Δεν θα τον φέρετε στο ατελιέ μας να του δείξουμε τα έργα μας; Πολύ εγωιστικό να τον κρατάτε απομονωμένο μόνο για τον εαυτό σας».
Μπήκε στη μέση κι ο αγαπητός φίλος μας Αλέκος Πατσιφάς.
Μπήκε στη μέση κι ο αγαπητός φίλος μας Αλέκος Πατσιφάς.
«Λητώ, θα τους κάνετε εχθρούς όλους αυτούς που αγαπάνε τόσο πολύ τον Άγγελο κι εσένα».
«Μα τι θες να κάνουμε, Αλέκο, πρακτικά είναι αδύνατο. Δεν μπορεί ο Chagall να τρέχει από ατελιέ σε ατελιέ. Εδώ ήρθε για να δουλέψει».
Τέλος, τη λύση μάς την έδωσε ο ίδιος ο Chagall. «Να μαζευτούν όσοι θέλουν σ’ ένα χώρο, να φέρουν μερικά έργα τους, να πιούμε ένα ποτό, κι έτσι θα γνωρίσω και τους ίδιους τους ζωγράφους και τη δουλειά τους. Αυτό έγινε τώρα τελευταία στη Ρώμη και πέτυχε πολύ».
Τέλος, τη λύση μάς την έδωσε ο ίδιος ο Chagall. «Να μαζευτούν όσοι θέλουν σ’ ένα χώρο, να φέρουν μερικά έργα τους, να πιούμε ένα ποτό, κι έτσι θα γνωρίσω και τους ίδιους τους ζωγράφους και τη δουλειά τους. Αυτό έγινε τώρα τελευταία στη Ρώμη και πέτυχε πολύ».
«Θαυμάσια λύση, Μαρκ». Το είπα στον Αλέκο Πατσιφά κι ανέλαβε εκείνος πολύ ευγενικά τις συνεννοήσεις, «Δυστυχώς, ο Βαλής δεν μπορεί να φύγει από την Αθήνα», είπα στους Chagall εκείνο το πρωινό. «Λυπάται πάρα πολύ, αλλά ένας άρρωστός του στο νοσοκομείο δεν πάει καθόλου καλά και δεν μπορεί να τον αφήσει».
Η απογοήτευσή τους πολύ μεγάλη «Τότε, έλα εσύ μαζί μας, Λητώ». «Συγχωρέστε με, φίλοι μας, αλλά χωρίς τον Βαλή δεν πάω ποτέ πουθενά. Θα σας συνοδεύσω, όμως, ως το καράβι και στη Μυτιλήνη θα φροντίσω να σας περιποιηθούν πάρα πολύ»
Οι Chagall ανένδοτοι. Τότε ο Βαλής σκέφτηκε τον Πόρο. «Θα πάτε κει σ’ ένα σπίτι γνωστό και θα πεταγόμαστε κι εμείς πότε πότε». Κι ο Βαλής τον έπεισε, όπως γινόταν πάντα με τον Chagall. Εκείνο το μεσημέρι θα τους πήγαινα να πάρουν το καράβι στις τρεις. Το πρωί τηλεφωνεί ο Πατσιφάς.
Οι Chagall ανένδοτοι. Τότε ο Βαλής σκέφτηκε τον Πόρο. «Θα πάτε κει σ’ ένα σπίτι γνωστό και θα πεταγόμαστε κι εμείς πότε πότε». Κι ο Βαλής τον έπεισε, όπως γινόταν πάντα με τον Chagall. Εκείνο το μεσημέρι θα τους πήγαινα να πάρουν το καράβι στις τρεις. Το πρωί τηλεφωνεί ο Πατσιφάς.
«Εντάξει, Λητώ. Κανονίστηκε για σήμερα το βράδυ».
«Αλέκο, δεν γίνεται τώρα πια, φεύγουν σήμερα το μεσημέρι, σου το είχα πει, αργήσατε».
Φωνές, κακό, ο Αλέκος. «Εξαιτίας σας θα με κάνετε να μαλώσω με όλους τους καλλιτέχνες. Τι ήθελα και μπλέχτηκα, Θεέ μου, τι ήθελα».
Στο τέλος η καλή μου η καρδιά λειτούργησε. «Μη σεκλετίζεσαι. Θα πείσω τους Chagall να φύγουν αύριο. Και πού θα γίνει η συγκέντρωση, Αλέκο;»
«Μα στο σπίτι σας, φυσικά».
«Τρελάθηκες; Την τελευταία στιγμή και να μην ξέρουμε τίποτα; Τι, στο καλό, κάνατε όλες ετούτες τις μέρες;»
«Να, προσπαθούσαν να βρουν μια ημερομηνία που να ταιριάζει σ’ όλους και χασομερήσαμε».
«Και δεν μου λες, μας ρωτήσατε αν θέλουμε όλη αυτή τη φασαρία στο σπίτι μας; Πώς το βάλατε στον νου σας;»
«Μα, Λητώ μου, σπίτι σας δεν γίνονται όλες οι καλλιτεχνικές συγκεντρώσεις της Αθήνας; Απ’ την αρχή όλοι, κι εγώ μαζί, το πήραμε σαν δεδομένο».
«Καλά», είπα έξαλλη, μην έχοντας άλλη διέξοδο. «Αργά, όμως, κατά τις δέκα, όταν θα ’χει τελειώσει και το ιατρείο του ο Βαλής».
Κι αρχίνησα έναν μαραθώνιο οργάνωσης. Γιατί σε μια βραδιά στο σπίτι μας θα ’πρεπε να υπάρχουν και άλλοι πολλοί ζωγράφοι. Θυμήθηκα πως βρισκόταν στην Αθήνα ένας κορυφαίος Αμερικανός κριτικός και τον κάλεσα μαζί με τον Αμερικανό μορφωτικό ακόλουθο. Τηλεφώνησα και στον φίλο μας πρέσβη της Γαλλίας Baelen, θαυμαστή του Chagall και πολύ καλό ζωγράφο. Φυσικά, όλοι ήταν πρόθυμοι να ’ρθουν, αλλά και όλοι κάπου είχανε να πάνε.
Τελικά, δεν ήξερα αν θα ’ρχονταν το βράδυ τριακόσια άτομα ή μοναχά εκείνο το πρώτο μικρό γκρουπ. Τέλος πάντων, ξεθεωμένη, άφησα ένα μήνυμα στον Βαλή ότι αναβλήθηκε η αναχώρηση των Chagall και πως θα τους πάω για μπάνιο, χωρίς να τολμώ να του πω ακόμα τι τον περίμενε.
Και σε ρωτώ, Λητώ, ποιος είναι ο τρελός εδώ μέσα.....
Μπαίνοντας στο σπίτι μας, βλέπω την είσοδο γεμάτη κάδρα. Προχωρώ στο χολ, τι να δω; Φίσκα από ζωγραφιές. Παντού, χάμω, στις καρέκλες, στα ντιβάνια. Παναγιά μου, λαχτάρησα, τι θα γίνει απόψε, τι θα γίνει;
Μπαίνοντας στο σπίτι μας, βλέπω την είσοδο γεμάτη κάδρα. Προχωρώ στο χολ, τι να δω; Φίσκα από ζωγραφιές. Παντού, χάμω, στις καρέκλες, στα ντιβάνια. Παναγιά μου, λαχτάρησα, τι θα γίνει απόψε, τι θα γίνει;
«Τέλειωσε ο κύριος;» ρώτησα την κοπέλα.
«Ναι, κυρία, τώρα μόλις έφυγε ο τελευταίος άρρωστος. Ξέρετε, κυρία, δεν φαίνεται τόσο καλά ο κύριος. Κάθεται σκυφτός και κρατάει το κεφάλι του στα δυο του χέρια».
Σαν τρελή έτρεξα στο γραφείο του.
«Βαλή μου, τι έχεις;»
Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε. Το βλέμμα του με κάρφωσε στη θέση μου.
«Λητώ», μου είπε αυστηρά. «Ή εγώ είμαι τρελός ή εσύ. Κάποιος τρίτος πρέπει να ’ρθει να το διαπιστώσει».
«Τι συμβαίνει, Βαλή μου, εξήγησέ μου».
«Άκου, Λητώ», η φωνή του παγερή με κοκάλωσε. «Το απόγευμα, την ώρα της εργασίας μου, παίρνω ένα τηλεφώνημα από έναν άγνωστό μου Γάλλο κόμη. “Με συγχωρείτε που σας ενοχλώ, αλλά ήθελα να μάθω αν είναι με σμόκιν η αποψινή σας δεξίωση”. “Κάνετε λάθος, κύριε”, του λέω και του κλείνω το τηλέφωνο. Με ξαναπαίρνει για να κάνει και πάλι την ίδια ερώτηση. Και αμέσως πήγε το μυαλό μου πως κάτι πάλι θα είχες σκαρώσει δίχως να μου το πεις και του απαντώ: “Μια και γνωρίζετε καλύτερα από μένα τι γίνεται στο σπίτι μου, τότε σας ευχαριστώ για τις πληροφορίες σας”. Και κλείνω απότομα το τηλέφωνο σ’ αυτόν τον ευγενή κόμητα, που φυσικά δεν είναι υπεύθυνος για τα τρελά φερσίματά σου. Στο αναμεταξύ δεν έπαψαν να χτυπάνε τα κουδούνια μας. Και σε ρωτώ, Λητώ, ποιος είναι ο τρελός εδώ μέσα, μπορείς να μου πεις;»
Έξαλλος τώρα ο Βαλής μου.
«Αγάπη μου», έπεσα στα πόδια του, «σ’ εκλιπαρώ, περίμενε να περάσει η αποψινή φουρτούνα, γιατί τώρα δεν στέκω στα πόδια μου. Κι έχω ακόμη πολλή δουλειά. Πρέπει να φροντίσω και για τους καλεσμένους μας. Τώρα δεν προφταίνω να σου εξηγήσω».
Άγγελος και Λητώ Κατακουζηνού, δεκαετία 1930.
«Το σπίτι σας, είναι miroir aux alouettes»
Κι έφυγα απ’ το γραφείο για να προλάβω να τακτοποιήσω τους πίνακες. Κι ήρθαν όλοι οι καλεσμένοι μας κι ακόμα κι άλλοι που δεν περίμενα. Κι οι καλλιτέχνες, που εκείνη την εποχή ήταν μαλλιά κουβάρια μεταξύ τους, μόνοιασαν για ένα βράδυ στο σπίτι μας.
Κι ο Μαρίνος Καλλιγάς: «Το σπίτι σας», μας είπε φεύγοντας, «είναι miroir aux alouettes (καθρέφτης που τραβάει τις σιταρήθρες). Καταφέρατε να συγκεντρώσετε όλους τους καλλιτέχνες που αλληλομάχονται. Την προσεχή πανελλήνια έκθεση, σας παρακαλώ, να την οργανώσετε εσείς». Ο έξοχος, ο εκλεκτός μας φίλος ο Μαρίνος Καλλιγάς... Το ίδιο βράδυ, σαν μείναμε μονάχοι, ο Βαλής με αγκάλιασε και με φίλησε τόσο ορμητικά που παρά λίγο να σκάσω.
Στον γυρισμό απ’ τον Πόρο, πριν φύγουν για το Παρίσι, ο Chagall μάς χάρισε έναν θαυμάσιο μικρό πίνακά του ζωγραφισμένο για μας. Τίτλος του: Το ξανθό κεφάλι της Λητώς μες στου Chagall το γαλάζιο.
Στον γυρισμό απ’ τον Πόρο, πριν φύγουν για το Παρίσι, ο Chagall μάς χάρισε έναν θαυμάσιο μικρό πίνακά του ζωγραφισμένο για μας. Τίτλος του: Το ξανθό κεφάλι της Λητώς μες στου Chagall το γαλάζιο.
Marc Chagall, Το ξανθό κεφάλι της Λητώς στου Chagall το γαλάζιο, υδατογραφία σε χαρτί
Λητώ Κατακουζηνού, Marc Chagall - Πανελλήνια έκθεση ζωγραφικής στο σπίτι μας,
Άγγελος Κατακουζηνός ο Βαλής μου, εκδόσεις Μικρή άρκτος (σελ. 229-235)
Ο Chagall ήρθε στην Ελλάδα δύο φορές κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του για την έκδοση του Δάφνις και Χλόη, το 1952 και το 1954.
Άρχισε την παραγωγή των χαρακτικών το 1957 και σε τέσσερα χρόνια φιλοτέχνησε πάνω από 1.000 πλάκες για τα 47 έργα της συλλογής η οποία δημοσιεύθηκε το 1961. Τα δέκα χρόνια που χρειάστηκαν για την ολοκλήρωση του μνημειακού αυτού έργου φανερώνουν τόσο την προσήλωση του Chagall στη λεπτομέρεια και στην αναζήτηση του ιδανικού αποτελέσματος όσο και τη φροντίδα την οποία επεφύλασσε στους συνεργάτες του καλλιτέχνες ο Teriade.
Valentina Brodsky with Marc Chagall