Είχε παραξενευτεί που ήξερα ένα ποίημά του απέξω......
Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε τον γνώρισα. Πάντως μετά την Κατοχή. Τον συναντούσαμε με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου στο σπίτι του ηθοποιού Αντώνη Γιαννίδη. Είχε πολύ παραξενευτεί όταν του είπα πως ξέρω ένα ποίημά του απέξω. Έβαλε τα γέλια.
- Εγώ κοντεύω να μην το θυμάμαι.
Με την αδελφή μου είχαμε ξεσχολίσει όλη την Ανθολογία του Αποστολίδη. Στην Κατοχή, μόλις πέφταμε στα κρεβάτια μας, πριν μας πάρει ο ύπνος, παραβγαίναμε ποια θα θυμηθεί πιο πολλά ποιήματα απέξω. Ένας ποιητής μόνο δεν μας άρεσε και δεν μαθαίναμε ούτε έναν στίχο του. Θα το πω κι ας γίνω ρεζίλι. Ήτανε ο Σικελιανός.
Του Κόλια ήτανε δημοσιευμένα στην Ανθολογία τρία ποιήματά του. «Ήθελα», «Οι γάτοι των φορτηγών» και «Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί». Εγώ προτιμούσα το πρώτο και θαρρώ πως με λίγη προσπάθεια ακόμα μπορώ να το θυμηθώ σχεδόν όλο.
Ήθελα
Ήθελα πάντα να 'μενα μικρό κι αγνό παιδί
που απ' το ψυχρό δωμάτιο του έξω ποτέ δε βγαίνει
και που, σκυφτό, παράξενα βιβλία φυλλομετρεί,
κι απέναντί του το κοιτούν παλιάτσοι αραδιασμένοι·
που έχει μια ήρεμη καρδιά και σα μικρού πουλιού δειλή,
και που άλλη δεν εγνώρισε γυναίκα απ' τη μαμά του·
που ώρες πολλές, σε μια γωνιά, μένει και διόλου δε μιλεί,
και κάποια κούκλα που αγαπά κρατάει σφιχτά σιμά του·
που τα ψυχρά απογέματα, τα φθινοπωρινά,
το δρόμο έξω κοιτάζοντας απ' το παράθυρό του,
άγνωστα μέρη σκέφτεται, ταξίδια μακρυνά,
που στα βιβλία που διάβασεν ή που είδε στ' όνειρό του...
Και μια βραδιά χειμερινή που όλα με χιόνι έχουν στρωθεί,
μες στο ψυχρό και θλιβερό δωμάτιό του πεθαίνει
κι ως Αρλεκίνος να τον πάρει ο Χάρος έχει ερθεί
κι απέναντί του τον κοιτούν παλιάτσοι συντριμμένοι
Το ποίημα αυτό ήταν δημοσιευμένο στο Πειραϊκό Βήμα και δεν είχε ενταχθεί σε κάποια ποιητική συλλογή (βρίσκεται στο βιβλίο Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, εκδόσεις Άγρα και στην Ανθολογία Ρένου Αποστολίδη ). Ήταν υπογεγραμμένο από τον Πέτρο Βαλχάλα: ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Καββαδίας στα πρώτα του κείμενα. Το εν λόγω ποίημα είναι γραμμένο το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 1928 έως τον Ιανουάριο του 1930.
Ήτανε Ιούλιος του 1945. Δεν είχαμε παντρευτεί ακόμα με τον Γιώργο, μα είχε ζητήσει επίσημα το χέρι μου από τον πατέρα μου. Ο ίδιος είχε φύγει στη Θεσσαλονίκη, τουρνέ με τον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών - την Ασπασία Παπαθανασίου, την Αλέκα Παΐζη, τον Τίτο Βανδή και άλλους. Τους ακολουθούσε ακόμα ως μουσικός του θιάσου ο Μάνος Χατζιδάκις. Δεν λέγεται πόσο λαχταρούσα να πάω να τους βρω. Τα εμπόδια όμως αξεπέραστα. Πρώτον, ο πατέρας μου δεν θα με άφηνε να πάω να βρω τον Γιώργο «εκτός έδρας» και ύστερα δεν θα μου έδινε λεφτά για τα ναύλα. Το πρώτο εμπόδιο είχα σκεφτεί πώς να το ξεπεράσω. Στην Κατοχή, είχα μαθητέψει στη «σχολή» του Κώστα Αξελού. Μας μάζευε πέντε έξι κοπέλες και μας έκανε μαθήματα. Ούτε όμως μαρξισμού, ούτε φιλοσοφίας, αλλά πώς να λέμε ψέματα στους γονείς μας αν έπρεπε να λείψουμε - για δουλειές της Αντίστασης - πολλές ώρες από το σπίτι ή και ολόκληρο βράδυ.
Το ψέμα, μας έλεγε, για να γίνεται πιστευτό πρέπει να διανθίζεται. Αν πείτε απλά πως πήγατε στο σπίτι της τάδε φίλης σας, μπορεί και να μη σας πιστέψουν. Αν πείτε όμως πως οι γονείς της τσακώθηκαν, πως ο πατέρας έφυγε βροντώντας την πόρτα και η μητέρα λιποθύμησε σχεδόν, πως πήγε να πέσει από την καρέκλα και πιάστηκε από το τραπεζομάντιλο που ήταν βυσσινί και τραβήχτηκε μαζί με μια κανάτα με νερό, που βρισκότανε στο τραπέζι, κι έπεσε το νερό πάνω στις παντόφλες της που ήτανε προπολεμικές με φουντάκια... κι έτσι συνέχιζε ολόκληρη ιστορία. Μας είχε χάνει ξεφτέρια και πάντα έπιανε το κόλπο. Τώρα λοιπόν κι εγώ είχα σκεφτεί μια ολόκληρη ιστορία, σε συνεννόηση με τη μητέρα μου και κάποια φίλη που είχε στη Θεσσαλονίκη, όπου υποτίθεται πως θα έμενα σπίτι της. Μπορούσα βέβαια και καμιά φορά να δω τον Γιώργο. Με τα ναύλα όμως δεν γινότανε τίποτα.
Πήγα στον Γιαννίδη να πω τον πόνο μου και βρήκα τον Κόλια εκεί. Μ’ άκουγαν κι οι δυο με προσοχή.
- Με τη θάλασσα πώς τα πας; με ρώτησε ξαφνικά ο Κόλιας. Ζαλίζεσαι;
- Έχεις ακούσει ποτέ Σαμιώτισσα να παθαίνει ναυτία; απάντησα με ύφος Μπουμπουλίνας.
- Σπουδαία τότε, έκανε όλο χαρά ο Κόλιας. Πέρνα αύριο από το σπίτι να τα κανονίσουμε. Θα σε στείλω κατάστρωμα άναυλα.
Έτρεξα την άλλη μέρα σπίτι του, αφού είχα το βράδυ πει στον πατέρα μου πως η φίλη της μαμάς μού στέλνει εισιτήριο πρώτης θέσης.
Ο Κόλιας με υποδέχτηκε καταχαρούμενος, μ’ έβαλε στην τραπεζαρία κι άρχισε να ψάχνει μια στοίβα εφημερίδες που ήτανε κάτω στο πάτωμα. Αφού τις σκόρπισε, άρχισε να φωνάζει:
- Ζένιαααααααα. Ζένιααααααααα.
Εμφανίστηκε η αδελφή του η Ζένια, μια όμορφη λεπτοκαμωμένη γυναίκα.
- Τι ξεφωνίζεις, το βαπόρι σου βούλιαξε; είπε με μια απαλή τραγουδιστή φωνή.
Ύστερα με πρόσεξε κι ήρθε και μ’ αγκάλιασε. Ο Κόλιας συνέχισε ν’ ανακατεύει τις εφημερίδες και γύρισε θυμωμένος στη Ζένια.
- Πού την έβαλες τη σημερινή εφημερίδα; Η Ζένια απάντησε ήρεμα ήρεμα:
- Εγώ πού την έβαλα; Εσύ την πήρες από τα χέρια μου και τη διάβαζες στην τουαλέτα.
Ο Κόλιας έμεινε μια στιγμή άφωνος, ύστερα έκανε ένα «ωχ» και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο.
- Έτσι είναι αυτός, είπε γελώντας η Ζένια. Χάνει τα πάντα και τα γυρεύει από μένα.
Σε λίγο εμφανίστηκε ο Κόλιας μουτρωμένος.
- Καταλαβαίνεις; Τη σελίδα με τα ατμόπλοια βρήκα να μεταχειριστώ.
- Μη μου πεις πως έψαξες στο καλάθι με τα χαρτιά; έκανε έντρομη η Ζένια.
- Και πού ήθελες να ψάξω, στο ψυγείο; απάντησε τσατισμένος ο Κόλιας κι ύστερα πρόσθεσε θριαμβευτικά: Το βρήκα όμως.
- Τρέχα να πλύνεις τα χέρια σου και μετά μας λες τι βρήκες, είπε η Ζένια και τον έσπρωξε στην πόρτα βγαίνοντας μαζί του.
Σε λίγο γύρισε ο Κόλιας κι είπε μ’ ένα παιδιάστικο, πονηρό χαμόγελο:
- Δυσκολεύτηκα λιγάκι γιατί δεν διακρίνονταν καλά οι ώρες, μα έβγαλα άκρη.
Η άκρη ήτανε πως μεθαύριο έφευγα για τη Θεσσαλονίκη.
- Βιάσου, έκανε εκείνος, μη σου τον φάει καμιά θεατρίνα.
«..θαλασσοπόρα, ναι, μα θα ξυλιάσεις μ’ αυτό το πράγμα»
Δώσαμε ραντεβού στον Ηλεκτρικό για τον Πειραιά. Είχα να μπω σε πλοίο πριν από τον πόλεμο. Το τελευταίο ταξίδι για τη Σάμο.
Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, ο Κόλιας μ’ έπιασε σφιχτά από το χέρι σάμπως και ήτανε να με χάσει. Δεν θυμάμαι πώς το λέγανε το πλοίο. Εκείνος έσπρωχνε τον κόσμο κι ανεβαίναμε σκάλες, ώσπου φτάσαμε στο κατάστρωμα.
- Κάτσε δω και μην κουνήσεις, μου είπε και με τοποθέτησε σε μια γωνιά.
Κόσμος, γυναίκες και παιδιά με μπόγους, καλάθια και βαλίτσες παίρνανε θέση στο κατάστρωμα. Φορούσα το καινούργιο μου φουστανάκι για τον Γιώργο που θα με προϋπαντούσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Σε λίγο γύρισε ο Κόλιας μαζί μ’ έναν καμαρότο που κρατούσε ένα πλιάν σκαμνάκι και μου είπε.
- Ο Σάββας είναι δικός μου, θα σε προσέχει.
Βάλανε το σκαμνάκι σε μια γωνιά και με... τοποθέτησαν. Ύστερα ο Κόλιας πρόσεξε το φουστανάκι, μου και το κοίταζε, νόμισα πως του άρεσε.
- Είπαμε πως είσαι θαλασσοπόρα, μα θα ξυλιάσεις μ’ αυτό το πράγμα.
Αυτό το «πράγμα» ήτανε το καινούργιο μου φουστανάκι που φύλαγα για τον Γιώργο. Άνοιξα το μικρό βαλιτσάκι που είχα μαζί μου κι έβγαλα ένα μάλλινο ζακετάκι που μου είχε χώσει μέσα την τελευταία στιγμή η μαμά μου.
Ο Κόλιας με φίλησε σταυρωτά, μου ευχήθηκε καλό ταξίδι και είπε να του φιλήσω τον ψηλό - εννοούσε τον Γιώργο.
Καθισμένη στη γωνιά μου, στο πλιάν σκαμνάκι, τον έβλεπα να φεύγει και να γυρίζει το κεφάλι κάθε τόσο να με κοιτάζει και να μου χαμογελάει με το παιδιάστικο χαμόγελό του.
Νομίζω πως δεν τον ξαναείδα. Όταν γυρίσαμε από τη Θεσσαλονίκη, ο Κόλιας ταξίδευε κι εμείς μόλις που προλάβαμε να παντρευτούμε κι άρχισαν οι περιπέτειές μας.
Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, ο Κόλιας μ’ έπιασε σφιχτά από το χέρι σάμπως και ήτανε να με χάσει. Δεν θυμάμαι πώς το λέγανε το πλοίο. Εκείνος έσπρωχνε τον κόσμο κι ανεβαίναμε σκάλες, ώσπου φτάσαμε στο κατάστρωμα.
- Κάτσε δω και μην κουνήσεις, μου είπε και με τοποθέτησε σε μια γωνιά.
Κόσμος, γυναίκες και παιδιά με μπόγους, καλάθια και βαλίτσες παίρνανε θέση στο κατάστρωμα. Φορούσα το καινούργιο μου φουστανάκι για τον Γιώργο που θα με προϋπαντούσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Σε λίγο γύρισε ο Κόλιας μαζί μ’ έναν καμαρότο που κρατούσε ένα πλιάν σκαμνάκι και μου είπε.
- Ο Σάββας είναι δικός μου, θα σε προσέχει.
Βάλανε το σκαμνάκι σε μια γωνιά και με... τοποθέτησαν. Ύστερα ο Κόλιας πρόσεξε το φουστανάκι, μου και το κοίταζε, νόμισα πως του άρεσε.
- Είπαμε πως είσαι θαλασσοπόρα, μα θα ξυλιάσεις μ’ αυτό το πράγμα.
Αυτό το «πράγμα» ήτανε το καινούργιο μου φουστανάκι που φύλαγα για τον Γιώργο. Άνοιξα το μικρό βαλιτσάκι που είχα μαζί μου κι έβγαλα ένα μάλλινο ζακετάκι που μου είχε χώσει μέσα την τελευταία στιγμή η μαμά μου.
Ο Κόλιας με φίλησε σταυρωτά, μου ευχήθηκε καλό ταξίδι και είπε να του φιλήσω τον ψηλό - εννοούσε τον Γιώργο.
Καθισμένη στη γωνιά μου, στο πλιάν σκαμνάκι, τον έβλεπα να φεύγει και να γυρίζει το κεφάλι κάθε τόσο να με κοιτάζει και να μου χαμογελάει με το παιδιάστικο χαμόγελό του.
Νομίζω πως δεν τον ξαναείδα. Όταν γυρίσαμε από τη Θεσσαλονίκη, ο Κόλιας ταξίδευε κι εμείς μόλις που προλάβαμε να παντρευτούμε κι άρχισαν οι περιπέτειές μας.
Η προτομή του Νίκου Καββαδία στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς
Ήθελα πάντα να ’μενα μικρό κι αγνό παιδί ......
Πριν από λίγα χρόνια είχα πάει στην Κεφαλονιά καλεσμένη σ’ ένα σχολείο. Κάνοντας μια βόλτα στην πλατεία είδα μπροστά μου τον Κόλια. Δηλαδή την προτομή του. Φορούσε το κασκέτο του και κοίταζε μ’ ένα θλιμμένο παιδικό βλέμμα τη θάλασσα. Κι ύστερα από τόσα πολλά χρόνια, μου ήρθανε στον νου οι στίχοι του και τους απάγγειλα από μέσα μου εκεί μπροστά του.
Ύστερα θυμήθηκα το ζεστό φιλικό του χέρι που μ’ έσερνε σπρώχνοντας τον κόσμο για να φτάσουμε στο κατάστρωμα του βαποριού, που θα με πήγαινε στον Γιώργο πριν μου τον φάνε οι θεατρίνες.
Πριν από λίγα χρόνια είχα πάει στην Κεφαλονιά καλεσμένη σ’ ένα σχολείο. Κάνοντας μια βόλτα στην πλατεία είδα μπροστά μου τον Κόλια. Δηλαδή την προτομή του. Φορούσε το κασκέτο του και κοίταζε μ’ ένα θλιμμένο παιδικό βλέμμα τη θάλασσα. Κι ύστερα από τόσα πολλά χρόνια, μου ήρθανε στον νου οι στίχοι του και τους απάγγειλα από μέσα μου εκεί μπροστά του.
Ήθελα πάντα να ’μενα μικρό κι αγνό παιδί
Που απ’ το ψυχρό δωμάτιό του έξω ποτέ δε βγαίνει
Και που σκυφτό παράξενα βιβλία φυλλομετρεί
Κι απέναντι του το κοιτούν παλιάτσοι αραδιασμένοι.
Ύστερα θυμήθηκα το ζεστό φιλικό του χέρι που μ’ έσερνε σπρώχνοντας τον κόσμο για να φτάσουμε στο κατάστρωμα του βαποριού, που θα με πήγαινε στον Γιώργο πριν μου τον φάνε οι θεατρίνες.
Άλκη Ζέη, Μια ανάμνηση από τον Νίκο Καββαδία, Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά (σελ. 59-65), εκδόσεις Μεταίχμιο
Ο Νίκος Καββαδίας στο κατάστρωμα του «Ιωνία», έργο του Γιάννη Τσαρούχη (1950).