Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

«Είναι η σελήνη, του αμπελιού....», Τσέζαρε Παβέζε, «ο μέγας μοναχικός»

Cesare Pavese (έργο του Gianfranco Alessio)

... να περιμένεις το φως και ν’ ανυπομονείς...

Από μικρός είχα την υποψία ότι όποιος δεν κοιμόταν δεν θα γερνούσε ποτέ. Ή μήπως ο χρόνος εμφανιζόταν στις αναμνήσεις, κατά τη διάρκεια των διακοπών που σταματούσα έκπληκτος από τον ίδιο μου τον εαυτό, όταν νόμιζα ότι ξυπνούσα έτσι όπως ξυπνάει κανείς το πρωί και γνώριζα ότι μια ακόμα μέρα είχε περάσει, μια ακόμα ζωή, μια ακόμα συνάντηση. 

Η παρουσία των άλλων ήταν μια ευκαιρία που είχα να ζω και να δραπετεύω στο χρόνο, και την αναζητούσα με επιμονή ανεξάντλητη ακόμα και στη βαθιά νύχτα. Μέσα στη νύχτα, στο σκοτάδι, αυτή η παρουσία επανεμφανιζόταν και με ανάγκαζε να συζητώ σαν να είχα κάποιο συνομιλητή, και μου ήταν εύκολο να διασκεδάσω με τον ίδιο τον εαυτό μου, γιατί η μέρα και οι διακοπτόμενες συζητήσεις μου άφηναν την ήσυχη διαβεβαίωση ότι η συνομιλία μου με τους άλλους θα ξανάρχιζε την επαύριο ωστόσο τρεφόμουν στη μοναξιά. Πραγματικά, εκείνα τα χρόνια ο χρόνος εμφανιζόταν μόνον όταν κοιμόμουν ή ξανασκεφτόμουν το παρελθόν. Τα δύο πράγματα γίνονταν ένα, γιατί έβγαινα — ξυπνούσα — ξαναβλέποντας το φως και το παρόν με την ίδια δύσπιστη ανατριχίλα. Η ευχαρίστησή μου να επιστρέφω στον κόσμο, ήταν κάθε φορά ανανεωμένη.

Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι οι γέροι, οι οποίοι κοιμούνται ελάχιστα, περνούν τις ώρες του ξύπνου, και ιδιαίτερα εκείνες της αυγής, αναλογιζόμενοι το παρελθόν. Να είσαι ξύπνιος σημαίνει να σκέφτεσαι και να ζεις, να περιμένεις το φως και ν’ ανυπομονείς. Όντας γέροι και εξοικειωμένοι με το χρόνο, οι πείσμονες αισθήσεις τους και το αδύναμο αίμα τους θα έπρεπε να είχαν ανάγκη περισσότερο από τον πάταγο και το θόρυβο της ζωής. Αυτή η ζωή ήταν καμωμένη από πρόσωπα και πράγματα, από κρότους και φωνές, ήταν μια συνεχής ανταπόκριση, μια κίνηση που δεν είχε παρελθόν. Δεν καταλάβαινα αν θα μου ήταν βολετό να σταματήσω, έστω και από πλήξη και ν’ αφεθώ, όπως εκείνοι, στις αναμνήσεις. Που θα σήμαινε να νιώθεις το χρόνο και το θάνατο.


Όσο για μένα, ακόμα και οι πιο μακρινές αναμνήσεις με εξέπλητταν σαν αποκαλύψεις. Ήταν επίσης άλλο τόσο ζωηρές που με ξανατοποθετούσαν στο παρόν. Το πιο περίεργο γεγονός — αν και συχνά το προκαλούσα στην τέχνη — ήταν το ν’ αντιλαμβάνομαι ότι μια χειρονομία, κάποιο χρώμα, μια φωνή, τα είχα ήδη γνωρίσει ή ακούσει ποιος ξέρει πότε, και γι’ αυτό ανάβλυζαν από την ίδια τη συνείδησή μου μάλλον παρά από τα πράγματα γύρω μου. Με αυτή την υποψία, με αυτή τη βεβαιότητα να αισθάνομαι ριζωμένος στον κόσμο, δοκίμαζα έναν συγκρατημένο ενθουσιασμό, που, αν και εκ φύσεως ήταν περιορισμένος στα μάτια μου και στο κορμί μου, κατόρθωνε να με συνταράξει στο πέρασμά του όπως μια ανθρώπινη συνάντηση. Κι αυτά τα πάντοτε αναπάντεχα ξυπνήματα είχαν πραγματικά κάτι από την παρουσία κάποιου άλλου, την παρουσία ενός φίλου κι ακόμα κάτι από εκείνη τη σιωπηλή παρουσία αυτού που γρήγορα θα γίνει φίλος και που σιωπώντας περπατά στο πλευρό μας και μας κοιτά. 

Πράγματα που δεν είχαν ειπωθεί διαφαίνονταν στο βάθος στη στιγμή όπως ένα αντικείμενο γνωστό φαντάζει στο νερό του πυθμένα μιας στέρνας, και θ’ αρκούσε λίγη τόλμη να βουτήξεις το χέρι σου, και ν’ αγγίξεις τη μακρινή ασύλληπτη παρουσία. Αυτό συνέβαινε ιδιαίτερα πάνω στην αλλαγή των εποχών, όταν ο αέρας διαπερνιέται ολόκληρος από τα ρίγη του παρελθόντος, που δροσερά κι ανέλπιστα μας ξαναφέρνουν παλιές βεβαιότητες. Αυτό το παρελθόν, αυτά τά ρίγη, σαν να μου χάριζαν πρόσθετη ζωή, σάμπως την αίσθηση ότι κάτω από την εύθραυστη στιγμή να είχε συγκεντρωθεί ένας θησαυρός δικός μου που έπρεπε μόνο ν’ αναγνωρίσω.


Γι’ αυτό κάποιες νύχτες του Απρίλη ή του Οκτώβρη τίποτα δεν αγαπούσα περισσότερο, ξαναμπαίνοντας στο σπίτι μετά από πολλή συζήτηση με κάποιο φίλο συνομήλικο, από το να καθυστερούμε τον αποχαιρετισμό. Σιωπούσαμε ή συζητούσαμε για πράγματα αδιάφορα· στον αέρα περνούσαν φώτα αμυδρά, ήχοι, φωνές μακρινές. Μέσα από τις γωνίες στις στέγες κοίταζαν πού και πού τ’ αστέρια, κι άλλοτε μέσα από τα κλώνια κάποιου δέντρου. Όπως σ’ ένα παράξενο παιγνίδι ανέτειλε η σελήνη: σχεδιάζοντας θέατρα σκιών ανάμεσα στα σπίτια ή πάνω στο λόφο πέρα απ’ το ποτάμι κομματιασμένη πάνω στα χόρτα και χυμένη στον ουρανό.

Ο φίλος μου λούφαζε ακίνητος· εγώ ένιωθα να με διαπερνά στις αισθήσεις, στο δέρμα, η πνοή από άλλες νύχτες σαν και τούτη.


Είναι η σελήνη, του αμπελιού!

Ένα βράδυ, η σελήνη ανέτειλε στο φρύδι του λόφου. Οι μακρινές λεύκες ήταν μαύρες· η σελήνη, τεράστια, γεμάτη. Σταματήσαμε. Εγώ είπα: 

«Όλα τα χρόνια, αν και ποτέ δεν θυμάμαι καλά, τον Σεπτέμβρη η σελήνη είναι η ίδια. Εσύ το ήξερες ότι ήταν κίτρινη;»

Ο φίλος κοίταξε τη σελήνη, και συλλογιζόταν. Μου φαινόταν πραγματικά ότι δεν την είχα δει ποτέ έτσι, ενώ είχα συγχρόνως μια γεύση στο στόμα ότι χαιρετίζω σ’ αυτή κάτι το παλιό, κάτι το παιδικό, τόσο που είπα: 

«Είναι η σελήνη, του αμπελιού! Από μωρό πίστευα ότι τα τσαμπιά των σταφυλιών τα κάνει και τα ωριμάζει η σελήνη».
«Δεν ξέρω», είπε ο φίλος. «Για μένα είναι πάντα ίδια».

Τώρα το ρίγος μού πέρασε και η σελήνη με τη γεύση της του τρύγου μάς κοίταζε και τους δυο, σαν μια ύπαρξη που γνώριζα και ξανασυναντούσα. Και, όπως για μια ύπαρξη, το παρελθόν της δεν μετρούσε για μένα που ήμουν νέος και είχα καταφέρει να της πάω αντίθετα και να της μιλήσω, και ν’ ανεβώ μέχρι κει πάνω ανάμεσα στις λεύκες, μες στους γλυκούς ατμούς του θέρους που από πάντα υπάρχουν και ποτέ δεν γερνούν. 


Ο φίλος μου σιωπούσε, κι εγώ σκεφτόμουν ήδη την ευχαρίστηση που θα δοκίμαζα την επαύριο, φέρνοντας μαζί μου κάτω από τον ήλιο τη βεβαιότητα ότι και η νύχτα επίσης είναι ζωντανή.

Έτσι περνούσαν εκείνες οι μέρες μου, μονότονες και δροσερές, μες στις καινοτομίες τους. Δεν φανταζόμουν πως μια μέρα θ’ αντίκριζα τη χαρμόσυνη αναστάτωσή τους σαν μια σταματημένη ανάμνηση.

Τσέζαρε Παβέζε, Ο χρόνος, Ο κύριος Πέτρος και άλλα διηγήματα, 
Οι κλασικοί της Νεφέλης

Cesare Pavese (έργο του Poalo Galetto)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου