Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Χρήστος Βακαλόπουλος, "εξαίσιος καφενόβιος, αγκυροβολημένος στο παρόν, ένας άντρας του ενεστώτος χρόνου"


Οι νεκροί - σιωπηλοί των σιωπηλών - υπάρχουν πλέον μονάχα στην καρδιά μας.....

Αποσπάσματα και συρραφές από ένα βιβλίο που περιεχόμενο έχει το πένθος και πιλότο το βλέμμα ενός σκληραγωγημένου είρωνα, που τόσο καίρια είχε διαισθανθεί το ανούσιο, ώστε είχε την ευγένεια να το καταδικάζει με τις μακριές σιωπές του.
Σαν τα παιδιά, λοιπόν, που παίζουν μπροστά στον ανδριάντα του αγέλαστου προγόνου, αλλάζουμε ψίθυρους και βλέμματα για να ξαναβρούμε την ανασφαλή άνεση των ζωντανών. Οι νεκροί - σιωπηλοί των σιωπηλών και οι δυο τους πια - υπάρχουν πλέον μονάχα στην καρδιά μας. Και ακόμα βαθύτερα.


Ο Κωστής Παπαγιώργης αποχαιρετά το φίλο του Χρήστο Βακαλόπουλο,
"Γεια σου Ασημάκη", εκδόσεις Καστανιώτη (1993)


Στασίδι στην Καλλιδρομίου.....

Μου είναι δύσκολο να θυμηθώ με ακρίβεια πότε έπιασε στασίδι ο Χρήστος στο «Cafe» της Καλλιδρομίου - είναι βέβαιο, πάντως, ότι δεν πάνε πάνω από έξι επτά χρόνια.[από το 1993 που εκδόθηκε το βιβλίο, λίγο μετά το θάνατο του Βακαλόπουλου στις 29 Ιανουαρίου του ίδιου χρόν
ου]

Το
 «Dolce» («Φίλιον» σήμερα), ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, ήταν ο δημόσιος χώρος που τον τραβούσε. Περνούσε από ’κει τακτικά, σχεδόν κάθε μεσημέρι, και — έχοντας 
ουσιαστικά συναντηθεί με τον εαυτό το — απολάμβανε το πήγαιν’ έλα της Σκουφά, αλλάζοντας κουβέντες με τους παρακαθήμενους, τρώγοντας κρουασάν και πίνοντας εσπρέσο. Ύστερα, μόλις το μεσημέρι με τα καμώματά του ξεθύμαινε, έπαιρνε το δρόμο για την Ασημάκη Φωτήλα 30-32 και αραιά τον πρώτο καιρό, έκανε κατά τις τέσσερις το απόγευμα σκάλα στο «Παρασκήνιο».


"Παρασκήνιο", Καλλιδρομίου, Η σαββατιάτικη λαϊκή αγορά

Οι πόλεις ψιθυρίζουν.....

Αν και ήταν γέννημα θρέμμα της πρωτεύουσας και της οχληρής πολυκοσμίας, είχε την λεπτότητα να μην αισθάνεται φτηνές μνησικακίες γι’ αυτό που είναι σήμερα η Αθήνα. «Οι πόλεις ψιθυρίζουν», έγραφε, «γιατί δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν έτσι όπως τις κάρφωσαν στο έδαφος» (Οι πτυχιούχοι, σελ. 90, εκδόσεις Ερατώ. 1984)

Δεν ξέρω αν μπήκε ποτέ στον πειρασμό να κάνει έναν περίπατο γύρω από το λόφο του Στρέφη — οπού παλιά έκανε σκασιαρχείο ο πατέρας του —, πάντως για όλη την περιοχή της Καλλιδρομίου είχε κάνει από νωρίς πολύ ειδικές σκέψεις: 

«Η Τσιμισκή είναι στυγνή και μονοκόμματη, ενώ η Βουλγαροκτόνου διαθέτει τη γλύκα της υπερηφάνειας. Καθόλου παράξενο που στη Βουλγαροκτόνου μαζεύτηκαν οι ταβέρνες και τα μπαρ. Από την άλλη, οι Βυζαντινοί κατέφυγαν στα Εξάρχεια γιατί όταν κινδυνεύουν ανηφορίζουν γρήγορα προς το Στρέφη και το Λυκαβηττό, καβαλάνε τα σύννεφα και γίνονται καπνός. Διάλεξαν τους κάθετους δρόμους, αυτούς που αγγίζουν τους λόφους, κι άφησαν τους παράλληλους στους ήρωες του ’21» (Οι πτυχιούχοι, σελ. 156)

«Σκεφτόμαστε με τον Άλκη να γράψουμε ένα μυθιστόρημα στους δρόμους. Θα γράφαμε ένα κομμάτι στη γωνία Ιπποκράτους και Λασκάρεως κι από κάτω θα γράφαμε: η συνέχεια στη γωνία Ιπποκράτους και Κομνηνών. Όλοι οι τοίχοι της πόλης θα γέμιζαν με τα κομμάτια του μυθιστορήματος. Για μια βδομάδα όλα τα αυτοκίνητα θα κυκλοφορούσαν από γωνία σε γωνία για να διαβάσουν τις συνέχειες». («Υπόθεση Best-Seller, σελ. 59, εκδόσεις Καστανιώτης»

Η σαββατιάτικη λαϊκή αγορά, που αρχίζει από τη Χαριλάου Τρικούπη και τελειώνει λίγο πριν από τη Σπυρίδωνος Τρικούπη, ξέρω ότι άρεσε ιδιαίτερα στο Χρήστο. Ήταν, άλλωστε, το χαρμόσυνο γεγονός της γειτονιάς του. Αυτή η φωνακλάδικη παράσταση με τους αεικίνητους μανάβηδες που πασχίζουν να σε φορτώσουν με μήλα, λάχανα, ντομάτες και κουνουπίδια ήταν δωρεάν χαρά για έναν άνθρωπο παρατηρητικό, που κοίταζε τα πάντα και δεν αγόραζε τίποτα. Ποτέ δεν τον θυμάμαι να κρατάει μια νάιλον σακούλα με φρούτα (τα λίγα πορτοκάλια, στο δυάρι του, τα ψώνιζε η μητέρα του). Παρότι περνούσε μέσα από όλες αυτές τις γεύσεις, το μόνο που επιθυμούσε ήταν ο καφές. 



Ο Χρήστος Βακαλόπουλος (άκρη δεξιά) με τους ηθοποιούς (από αριστερά) Χαρά Αγγελούση, Ανδρέα Τσάφο και Γιώτα Φέστα ‒από την πρώτη ταινία μικρού μήκους του Βακαλόπουλου «Βεράντες» (1984). Η φωτογραφία κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου του «Οι πτυχιούχοι». 

Μας πήρε καιρό να σιγουρέψουμε τις κουβέντες μας...

Στην αρχή, εφόσον ήμουνα ο μόνος γνωστός του στο «Παρασκήνιο», ερχόταν από σκοπού για ν’ αλλάξουμε μερικές κουβέντες — που, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, μας πήρε πολύ καιρό να τις σιγουρέψουμε. Ο λόγος; Κάτι απλό και κωμικό, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα.

Στην πρώτη πρώτη επαφή με έναν άνθρωπο, η παρεξήγηση παραμονεύει για να πιάσει δουλειά. Μοιάζοντας ο καθένας μας με τα σκυλιά του Ηράκλειτου, που γαβγίζουν όλους τους ξένους, μόλις νιώθουμε την ξένη παρουσία, σπεύδουμε να σηκώσουμε λοίδορα το φρύδι. Ενώ στις χρόνιες συναναστροφές οι ατέλειες και τα κουσούρια είναι καθημερινό και νόστιμο ψωμί, στην πρώτη αντιμετώπιση κάθε στραβοτιμονιά μπαίνει κάτω από μεγεθυντικό φακό.

Τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας μας, από το ’82 ως το ’86 πάνω κάτω, στις σπάνιες φορές πού τύχαινε να τον συναντήσω — πάντα βράδυ, δηλαδή, σε κάποιο από τα γνωστά μπαρ — ήμουνα μονίμως εκτός εαυτού, οπότε κάθε επαφή ήταν αδύνατη. «Θα σου εξηγήσω τι εννοώ», πρόλαβα να του πω ένα χειμωνιάτικο βράδυ στο «Βαλτάσαρ», σαν απολογία για κάτι κρυάδες που του είχα γράψει με ψευδώνυμο σε ένα βραχύβιο περιοδικό. «Δεν έχω αντίρρηση, αλλά πώς θα γίνει αυτό, αφού, όποτε σε βλέπω, είσαι πιωμένος;» μου απάντησε με τη γνωστή του ψυχράδα. Μόλις έβλεπε τα παρατράγουδα ο Χρήστος, είχε την συνήθεια να παίρνει το αόρατο καπέλο του και να αλλάζει συντροφιά. 

Αφότου όμως αρρώστησα, είχαμε πια την άνεση να καθόμαστε ήσυχοι τα απογεύματα και να χαιρόμαστε τον καφέ του Αρβανίτη. «Είδες που έχουν και οι αρρώστιες τα καλά τους;» σχολίαζε με κείνο το λαρυγγόφωνο γέλιο του, που είχε κάτι σκιές βραχνάδας.




«Στην αρχή σνομπάκιας, μετά κόμπλας και αμήχανος». 

Εξωτερικά, η θωριά του ανθρώπου ήταν πάντα περιποιημένη και άθιχτη. Το ψαρό μαλλί, φροντισμένο και σταθερό, ζητούσε κάθε τόσο ένα ελαφρό πέρασμα του δεξιού χεριού. Χωρίς γένια — ξυριζόταν καθημερινά —, με μακό φανελάκι, καθαρό πουκάμισο, μπλουτζίν και, τους κρύους μήνες, πλεχτό και σακάκι. Αν τον έκρινες «ρουχομορφικά», έβλεπες έναν άνθρωπο που έχει μια σωστή αναλογία με τα ρούχα του. Μη ξέροντας την στενή σχέση του με το σπίτι, τον ρωτούσα πόθεν η τόση καθαριότητα• και η απόκριση ήταν ένα σταθερό και αυτάρεσκο χαμόγελο. 

Πάνω του δεν είχε καμιά από τις κινήσεις του παρορμητικού, του σουρουκλεμέ ή της φύσης που τάχα δεν βολεύεται με τον εαυτό της. Καθόταν λίγο σκυφτός στο τραπέζι, έπαιζε το γόνατο πάνω κάτω και το δεξί χέρι πήγαινε διαρκώς στον αντίστοιχο μηρό. Ίσως τα πόδια του περίσσευαν λίγο. Δεν ξέρω αν έδινε την εντύπωση πως υπήρχε ειδικός λόγος, πάντως η κινησιολογία του είχε κάτι το μελετημένο, λες και όλα είχαν σταθμισθεί άπαξ διά παντός.

Βάδιζε με βήματα λίγο πιο μεγάλα από το συνηθισμένο και έστρεφε την μύτη του παπουτσιού ελαφρά προς τα έξω, αν και μικρός είχε παίξει ποδόσφαιρο. Στους ώμους παρουσίαζε ένα ανάλαφρο κύρτωμα, όπως όταν πιάνουν τα πρώτα κρύα και βρεθείς νύχτα μόνο με το πουκάμισο, αν και νομίζω ότι όλα ξεκινούσαν από την μέση. Το πανωκόρμι του είχε μια ανεπαίσθητη κλίση προς τα μπρος, όπως όταν φτύνουμε με σφιγμένα χείλη και σημαδεύουμε προσεχτικά το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού. 

Στομάχι ούτε κατά διάνοια, χνότο καθαρό και βλέμμα που κοίταζε λίγο κατάματα κι ύστερα χανόταν «εκτός πεδίου», σάμπως να παρακολουθεί τους θαμώνες ενός φανταστικού μπαρ. Όταν γελούσε έδειχνε ούλα και δόντια πέρα πέρα, όπως οι Αμερικάνοι ηθοποιοί, αλλά οι οδοντοστοιχίες του δεν είχαν τίποτα το αμερικάνικο. Λίγο προτού πεθάνει, μετά από ένα αποκαλυπτικό χαμόγελο, τον ρώτησα αν έφτιαξε τα δόντια του- και με συστολή απάντησε ότι βρήκε καιρό και γι’ αυτό. Να ζεις με πολλά χαλασμένα δόντια — από τις χημειοθεραπείες, όπως έμαθα— και να πεθαίνεις με το στόμα λαμπίκο είναι φλέγμα αμειγώς βακαλοπουλικό.

Φυσιογνωμικά ήταν το αντίθετο του στρογγυλοπρόσωπου και του baby face. Η μορφή του άρχιζε με ένα μάλλον στενό μέτωπο και ολοκληρωνόταν μετά από ώρα σε ένα ισχυρό πιγούνι. Είχε κάτι το σκελετωμένο αυτό το πρόσωπο; Πιθανώς άφηνε την εντύπωση ότι είχε δεχθεί μια ύπουλη επίθεση από τα μέσα, που σταμάτησε, ευτυχώς, προτού κάνει εμφανείς καταστροφές. Για να θυμίσουμε κριτήρια του 19ου αιώνα, που έχουν πλέον εγκαταλειφθεί, εφόσον η έμφαση συγκεντρωνόταν γύρω από το στόμα και όχι στα μάτια, θα πρέπει να ανήκε στην κατηγορία των ατόμων που ανακάλυψαν το νου τους λόγω χαρακτήρα, αντί να σπαταλήσουν το μυαλό τους για να φέρουν σε λογαριασμό έναν ανοικονόμητο ψυχισμό. 

Χωρίς σπλήνα τα τελευταία χρόνια και με ένα χρώμα που θύμιζε καμιά φορά μεσογειακή αναιμία, ήταν ένας άνδρας γοητευτικός, που δεν κοκκίνιζε ποτέ. Γενικά οι συγκινήσεις του, κι αν προδίδονταν, έψαχναν τον προδότη τους στον τόνο της φωνής ή στις αμήχανες χειρονομίες.

«Πώς σου είχε φανεί;» ρωτούσα σε ένα μπαρ μια κοπέλα που τον γνώρισε στο Παρίσι. «Στην αρχή σνομπάκιας, μετά κόμπλας και αμήχανος»



...το καλό χαρτί στα δικά του χέρια και το γέλιο στα χείλη του.

Εν πάση περιπτώσει, ο Βακαλόπουλος είχε τη δική του εκφραστική. Αρχικά δεν ήταν φλύαρος. Η πολυλογία, απτό γνώρισμα αδυναμίας — αφού μιλώντας ακατάσχετα ζητάς να πείσεις, με αποτέλεσμα να πείθεις, τελικά, για το αντίθετο—, δεν ήταν μέσα στις ζωτικές ανάγκες του. Του ταίριαζε η συζήτηση με τις μεγάλες παύσεις, όπως κανείς ξεφυλλίζει ένα ενδιαφέρον σύγγραμμα και μέσα μέσα εντοπίζει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό. Ο τόνος του υποδήλωνε πάντα την υπόμνηση: πρόσεξε κι αυτό! Η ρητορική του ήταν μια τεράστια αρμάθα από εισαγωγικά. Δεν υπήρχε συνάντηση μαζί του που να μην κάνει —μιλώντας για τα πιο άσχετα πράγματα— μια αξιοπρόσεχτη ανακοίνωση. Ειδικότερα, είχε ανάγκη τη σημαντική σκέψη, που συνάγεται από ένα ευτελές πράγμα.

Αν η φωνή του ομιλητή είναι νερό που πάνω του ιριδίζουν νοήματα και συγκινήσεις, ο Χρήστος διέθετε —πώς να το πω;— ένα σοφό νερό, που δεν δεχόταν εύκολα το ξένο θυμικό.

Συχνά στις συζητήσεις ο άλλος σου κλέβει την έμφαση και σ’ αφήνει σύξυλο να σκέφτεσαι: «Μα καλά, με κοροϊδεύει; Με διδάσκει με τα δικά μου λόγια;» Αυτός σπάνια έκλεβε συγκινή
σεις. Όχι πως του περίσσευαν, αλλά στη συνάφεια δεν παραδινόταν. Ήταν χαρακτήρας δηλωτικός, με ισχυρό κέντρο και εξπρεσιονιστικά κίνητρα, όχι ψυχισμός άμορφος, που μετά από κάθε συνάντηση κουβαλάει στην πλάτη του, όπως πολλοί από μας, την ξένη σφραγίδα. Μιλούσε με κάποια χαρτοπαικτική υστεροβουλία: στο τέλος το καλό χαρτί ήταν συνήθως στα δικά του χέρια και το γέλιο στα χείλη του.




Ήθελε να περισώσει το απαρατήρητο...

Οι υπερευαίσθητοι άνθρωποι, αν δεν χάνονται σε παιδαριώδεις ονειροπολήσεις, καταλήγουν ρέκτες της παρατήρησης, με αποτέλεσμα να γίνεται η καρδιά τους μια απίθανη κρύπτη από ιδιότυπα συμπεράσματα. Από πολύ νέος ο Βακαλόπουλος αιχμαλώτιζε περιστατικά και, κοιτώντας τα από τις πιο διαφορετικές γωνιές, σαν ζωγράφος που ετοιμάζεται να απεικονίσει ένα πρόσωπο, τα ξεψάχνιζε κανονικά. Αυτό τον βοήθησε να αναδειχθεί σε φοβερό παρατηρητή — και, κατ’ επέκταση, σε μέγιστο γνώστη του δημόσιου βίου. 

Ό,τι έλεγε για πράγματα κοινού ενδιαφέροντος είχε μια βαθύτητα που ξάφνιαζε ομόσπονδους και άσπονδους φίλους. Ήταν ένα σπάνιο είδος βιρτουόζου των κοινωνικών σχέσεων — δεινότητα που τον εξώθησε, με τον καιρό, να έχει το φέρεσθαι ενός αυτομαθούς εμπειρογνώμονα, που σε κάθε συνάντηση έπρεπε να πει το λογάκι του.

«Κάθε βδομάδα άλλαζε γνώμη», μου παρατήρησε ένας κοινός φίλος. Αξίζει να πούμε ότι οι πολύ έξυπνοι άνθρωποι είναι, κατά κανόνα, κοιλόγνωμοι. Ευπαθείς σαν το ζυγό του φαρμακοτρίφτη, με το παραμικρό σαρίδι αποφαίνονται. Ο Χρήστος λάτρευε τη στιγμή, συνεπώς δεν σκεφτόταν τις γενικές αρχές, όταν μυριζόταν λαγό. Σε έναν ανήσυχο νου το βασικό δεν είναι η πίστη στις γενικές πεποιθήσεις — που αυθωρεί γίνονται παρωπίδες—, αλλά η εμπιστοσύνη στο ένστικτό του που βλέπει τις παραμικρές διαφορές. Ο Χρήστος είχε αυτό τον καημό. Ήθελε να περισώσει το απαρατήρητο. 

Ήταν, άλλωστε, το διακριτικό του σημείο. Με τις πρώτες επαφές καταλάβαινε αν ο άλλος κουβαλάει κάποια προσωπική μοίρα, μια δική του ματιά, ή αν είναι το γνωστό άθροισμα από τις πλαστογραφημένες κουβέντες που κάνουν ασταμάτητα το γύρο της πόλης. Ζώντας ανάμεσα σε ανυποψίαστους, δηλαδή ανάμεσα σε άτομα που δεν έχουν ανακαλύψει τον εαυτό τους —τέτοιοι είναι πάντα οι «άλλοι»—, τι άλλο μένει σε έναν έξυπνο άνθρωπο από το να το παραξηλώσει; Εξ ου και οι επιθέσεις και οι κατηγορίες.

Θυμάμαι κάποιο μεσημέρι στο «Παρασκήνιο», που είχε δεχθεί την απροσδόκητη επίθεση από έναν μεθυσμένο φίλο. Τα πυρά ήταν συμβατικά, αλλά επικίνδυνα: «Και ποιοι είστε εσείς, που τολμάτε να γράφετε; Και τι είναι αυτά που λέτε; Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι» κ.τ.λ., κ.τ.λ. Ο Χρήστος ήταν ιδανικός στο να βρίσκει απαντήσεις σε ανάλογες εχθρικές απορίες, μόνο που ο πυρφόρος κατήγορος δεν ρωτούσε, απαντούσε μόνος του, για να απολαμβάνει βαθύτερα το θυμό του, πλάθοντας με κάθε νέο ουίσκι και μια νέα απορία. Η παράσταση πήγε του μάκρους και θα είχε άσκημη κατάληξη, αν ο Βακαλόπουλος δεν ήταν προικισμένος με κείνη τη δυσεύρετη ικανότητα να σβήνει τα λόγια του άλλου, όπως παλιά οι νεωκόροι βύθιζαν τα αναμμένα κεριά στο νερό. 

Γενικά, δε νομίζω ότι ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που τα ξένα λόγια λεηλατούν το μέσα τους, ούτε μάντεψα ποτέ ότι ανάλογα περιστατικά τον έκαναν να κοιμάται στα καρφιά. Στα ώριμα χρόνια του, δηλαδή την εποχή της Καλλιδρομίου, έδινε την εντύπωση ότι είχε γλιτώσει από το φτηνό πνεύμα της διχόνοιας και από τους γνωστούς διχασμούς προσωπικότητας. Φιτίλι και λάδι καίγονταν και φώτιζαν, χωρίς να επιτρέπουν να σκεφτείς αν είναι δύο πράγματα που ενώθηκαν στην τύχη ή από εξωτερική ανάγκη. Το λάδι του το έκαψε γρήγορα ο Χρήστος —τουλάχιστον λίγο πιο γρήγορα από εμάς—, αλλά όσο ζούσε είχε άγγελο.



«Καθημερινός με τα καθημερινά, αιώνιος με τα αιώνια»

Σάμπως να ζούσε σαρανταοκτάωρα και όχι εικοσιτετράωρα, όπως όλος ο κόσμος, ο Χρήστος είχε βρει τον καιρό να κάνει περίτεχνες σκέψεις για το καθημερινό φέρεσθαι. Επειδή και του λόγου μου ασκούμαι χρόνια στην τέχνη του ωρολογοποιού της καθημερινής ζωής, ομολογώ ότι σχεδόν στα πάντα, στην παραμικρή «βίδα», τον έβρισκα υποψιασμένον και ξεσκολισμένον. 

Παρόμοιοι άθλοι στην αυτοδιδαχή δεν οφείλονται ποτέ σε επίκτητες γνώσεις, αλλά σε μια χρονοβόρο δοκιμασία του εγώ, που μέσα από επίπονους συγχρωτισμούς πρέπει να περισώσει κάποια από τα χρώματά του. Η λεπτή απόλαυση στις συζητήσεις μαζί του πήγαζε όχι μόνο από τη γνώση της ψυχοπαθολογίας του φιλόδοξου — γιατί, συχνά, αυτό ήταν το θέμα—, αλλά κυρίως από συμπεράσματα που είχαν γίνει σάρκα του. Σε αυτό ήταν συνεπής μέχρις αφέλειας: έδινε τον εαυτό του ως παράδειγμα.

Δεν γίνεται αλλιώς. Η φρικαλέα μόδα να ρετάρει κανείς για πράγματα που δεν κουβαλάει πάνω του, άρα δεν τα έχει πληρώσει, να γίνεται μεγαλοδικηγόρος ξένων υποθέσεων και ξένων πόνων, δεν ήταν του γούστου του. Στο Χρήστο έβρισκα κάτι ανακουφιστικές ανακωχές του ασίγαστου πολέμου που ζούμε όλοι μας ανάμεσα στον άνθρωπο εν γένει και στην αβόλευτη ιδιαιτερότητα μας. Η ανθρωπότητα πέφτει πάνω σου να σε ισοπεδώσει εν ονόματι των πολλών, ενώ εσύ, παιδί συμπτώσεων και περίπλοκων συγκυριών, στην κυριολεξία έκθετο της τύχης, έχεις ανάγκη να ζεις με την ανεπανάληπτη φωνή σου, τους συνειρμούς σου και τον αργαλειό του ακάματου διαβόλου που μοχθεί μέσα σου. Άριστος στις μιμήσεις, ο Χρήστος είχε μάθει σειρά ολόκληρη από απατηλά σφυρίγματα, για να ξεγελάει το ποδοβολητό.

Συνάμα, ήταν παλιοσειρά της καθημερινής ζωής και γενναιόδωρος υποστηρικτής της, επειδή είχε τρόπο να γλυτώνει από το συρφετό, ανεβαίνοντας — όποτε μπορούσε— την αθέατη κλίμακα που διαθέτει κάθε προφυλαγμένη εσωτερικότητα. Το παλαιό σχήμα «καθημερινός με τα καθημερινά και αιώνιος με τα αιώνια» ισχύει πάντα. Δεν έχει σημασία αν «κάηκε» η αιωνιότητα. Μας έμεινε το κενό της. Και το κενό, αν μη τι άλλο, προσφέρεται για ταξίδι. Κάθε άνθρωπος που «φεύγει», που «σαλτάρει», που «χάνεται», εκεί αρμενίζει. Η αιωνιότητα είναι ένα αδιανόητο δάσος από πεθαμένους. Είναι πια ζήτημα ψυχής τι κάνει ο καθένας με αυτό το ζήτημα — και, επιπλέον, πρόβλημα καθημερινής ζωής. Στο «καφενείο για πεθαμένους» του Χάινε, μου αρέσει να φαντάζομαι το Χρήστο στην ίδια στάση, με τον ίδιο καφέ, με τα ίδια λόγια, τα ίδια ρούχα, με το ύφος του ανθρώπου που ξέρει ότι η αυταπάτη δεν θα τον σώσει. Το αιώνιο, με άλλα λόγια, μπορεί να είναι και μια πολύ καθημερινή υπόθεση. Απλώς χρειάζεται μυαλό.




Κι οι «μαχαιριές» μέσα στο πρόγραμμα....

Οι υπερωρίες στα διανοητικά ζητήματα φέρνουν συνήθως μοναξιά, μελαγχολία, ή οδηγούν —όπως στην περίπτωσή του— σε αυστηρή επιλογή προσώπων. Το τρανταχτό «ναι», που κρύβει μια σταθερή φιλία, έχει για προσάναμμα ποικίλες απορρίψεις.

Ο Χρήστος είχε την δική του ιστορία με την επίδειξη ταυτότητος, με το μικρό και το μεγάλο θέατρο της καθημερινής ζωής. Η στάση του είχε τραφεί από δίκες ημετέρων, όπου η καταδίκη, όταν απαγγελθεί, εκφράζεται με την τήρηση μιας απόστασης ασφαλείας. Ας μην ξεχνάμε ότι ανδρώθηκε —το ’67 ήταν μόλις 11 χρονών— σε μια εποχή που το σκάφος της αθηναϊκής ζωής γνώριζε αλλόκοτους κλυδωνισμούς. 



Στο μεγάλο στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό του — γιατί ο Χρήστος ζούσε ένα στοίχημα —  βασικό του μέλημα ήταν να διασωθεί μέσα από μια γενιά ανθρώπων που σταμάτησαν στα «λεφτά», στην «πρέζα», στην «τρέλα», στην εύκολη «επιτυχία» ή «αποτυχία», στην «οικογένεια» ή στην «φυγή». Πέρα από το γεγονός ότι θέτει ευθέως το θέμα της επιβίωσης μέσα στην κοινότητα, κάθε συντροφιά μοιάζει με μαχαίρια που αλληλοτροχίζονται. Άρα οι «μαχαιριές» είναι μέσα στο πρόγραμμα.

Όταν βλέπουμε ανθρώπους με τα δικά μας παλιά κουσούρια, γινόμαστε μανούλες στην τέχνη της περιφρόνησης. Τα πιο ανθεκτικά εφόδια είναι τα ναυάγια των άλλων. Δεν με ξάφνιαζε, λοιπόν, που έβλεπα το Χρήστο να σχολιάζει μονίμως τα ξένα παραπατήματα. Πάνω σ' αυτό περιττεύουν οι ντροπές και οι υποκρισίες. Εφόσον πάντα αφορά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, η κριτική των άλλων ασκείται με διάφορα συστήματα από απωθήσεις, μικρότητες και στενοκεφαλιές, όπου, μόνο αν υπάρχει μυαλό, ενδέχεται να μη μοιάσεις με ό,τι επικρίνεις.



Όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος....

Ο Βακαλόπουλος ήταν η Ευτυχία από το πολύ μυαλό. Ένας τέτοιος άνθρωπος αποκλείεται να μη χορηγεί στον εαυτό του κάποια περιθώρια εξαχρείωσης απέναντι στην αλλότρια ανικανότητα. Έλεγε και ξανάλεγε: «Όχι στα λεφτά, καλύτερα να ζούμε μόνο με καφέ». Άλλωστε η φαυλότητα έχει ένα μεγάλο μεράκι: φοράει κουδούνια. Κι ό,τι κουδουνίζει, το δείχνουν από μακριά. Έτσι γινόταν πάντα κι έτσι θα γίνεται.

«Λάθος επάγγελμα για έναν φιλόδοξο», συνήθιζε να λέει για ένα γνωστό γιαπόπαιδο, που όπου βρεθεί χτυπάει το τούμπανο. 

Για κάποιον άλλο, που έχει διαβεί την ηλικία των ψευδαισθήσεων χωρίς να τις αποχωριστεί, ήταν πιο κατηγορηματικός: «Είναι πλέον ένας τσακισμένος άνθρωπος»

 «Ευτυχώς που γράφει και ξέρουμε τι τρώει», σχολίαζε γελώντας για τα γραφτά κάποιου, που έχει ζηλέψει τη δόξα του Αμιέλ και δεν χάνει την ευκαιρία να περιγράφει το δείπνο του. 

Όταν άκουγε για αποστόλους ιδεών, η επωδός ήταν γνωστή: «Αυτός δεν γαμάει, είναι φανερό»

 «Περίεργος τύπος», έλεγε για ένα γνωστό νούμερο, «έρχεται, πίνει δύο ποτά και μετά φεύγει τρεκλίζοντας»

Αντίθετα, έβρισκε πάντα επαινετικά λόγια για πρόσωπα που, αργά ή γρήγορα, βρήκαν τρόπο να τους βγει η καραμπόλα. Αυτή ήταν μια από τις έμμονες ιδέες του Χρήστου. Όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος.

Όταν χάσεις στα χαρτιά, μετά δεν έχει νόημα να παίρνεις σβάρνα τις ρούγες και να δείχνεις με παράπονο πόσο καλή ήταν η χαρτωσιά σου. Οριστικά ταγμένος με τους κερδισμένους της παρτίδας, ο Χρήστος παρωδούσε τη συμπεριφορά όλων όσοι δε λένε να κοιμηθούν εκεί που έστρωσαν. 




Τα ψυχωτικά τετ-α-τετ, τα μαγαρισμένα ψιθυρίσματα και οι φτηνές συνενοχές δεν τον ενθουσίαζαν. Στη νεοελληνική συνάφεια όλα κρίθηκαν στις μεγάλες παρέες που σε περνούν διά πυρός και σιδήρου, όχι στα στέκια των απόμερων σπερμολόγων. Στα φροντιστήρια της κακίας, άλλωστε, διδάσκουν πάντα οι χαμένοι. Αμισθί, φυσικά.

Ο Χρήστος ήξερε από πρώτο χέρι τον τρόπο που οι άλλοι — απολύτως απαραίτητοι και άχρηστοι, κατά την περίπτωση — σε καταβροχθίζουν και σε εμέσουν ανά πάσα στιγμή. Γνώριζε, μάλιστα, ότι για να κατακτήσεις κάτι πρέπει υποχρεωτικά να περάσεις από αυτή την κανιβαλική δοκιμασία. Αν το ’χεις, θα αντέξεις• αν δεν το ’χεις, θα σε φάνε λάχανο. Ό,τι ξεστόμιζε, λοιπόν, για πρόσωπα και πράγματα βασιζόταν σε μια πεπειραμένη εκτίμηση των ψυχοφθόρων κινδύνων της συντροφιάς — που, μαγαζάκι χωρίς πόρτα, διημερεύει και διανυκτερεύει για να γλωσσοδέρνεται.

Ο άνθρωπος που συναναστράφηκα αρκετά χρόνια ήταν η χαρακτηριστική φιγούρα των δημόσιων χώρων — γέννημα θρέμμα του «γεια χαρά, κάτσε». Άτομο με ειδικό στιλ εισόδου στο κατάστημα, ερευνητικό βλέμμα που ψάχνει την καλή συντροφιά και αποφεύγει τους ψειριασμένους.

Ο Βακαλόπουλος ήξερε να κάτσει εκεί που πρέπει, ήξερε πώς θα «τσιμπήσει» στην ενδιαφέρουσα συζήτηση και, πάνω απ’ όλα, ήξερε πότε θα φύγει. Νομίζω ότι οι  αναχωρήσεις του ήταν ένα από τα πιο αξιοπρόσεχτα στοιχεία της κινησιολογίας του — που, χωρίς υπερβολή, μπορούμε να την ταυτίσουμε με ένα σημαντικό μέρος του χαρακτήρα του — αυτού τουλάχιστον που επεδείκνυε στους χώρους όπου εμφανιζόταν τακτικά: «Βρούτο», «Dolce», «Παρασκήνιο», «Ένοικο» και «Άμα λάχει».



Το παρελθόν όλων μας στα λαϊκά τραγούδια έχει γραφτεί.....

Τα τραγούδια είναι καλό να σ' τα μάθουν οι παρέες. Όπως είναι πολύ καλό - ψυχοσωτήριο στην κυριολεξία - να συναναστραφείς συντροφιές που πίνουν και τραγουδάνε - ......

«Οι άνθρωποι των γραμμάτων δεν γλεντάνε!», μου έλεγε συχνά και η σκέψη του ήταν τόσο σωστή, ώστε ίσχυε εν μέρει και για τον ίδιο. 

Κατά μία έννοια το παρελθόν όλων μας έχει "γραφτεί" στα λαϊκά τραγούδια. Ακόμα κι αν δεν έχεις, το τραγούδι σου χαρίζει αμέσως τη βαθύτητα ενός παρελθόντος. Τι σημασία έχει αν δεν είσαι βασάνης;Τραγουδάς και γίνεσαι. Όπως στους έρωτες μόνο οι άτυχες στιγμές αντέχουν στο χρόνο, στο τραγούδι εκδηλώνεται μια σπαραξικάρδια ανάγκη των συμποτών να θυμηθούν ή να επινοήσουν δυστυχίες. 

Μη λυπάσαι που φεύγω.....

Στην δέκα και είκοσι το βράδυ της 29ης Ιανουαρίου του 1993 ο Χρήστος πεθαίνει.

Στην κηδεία του, (1η Φεβρουαρίου στο Νεκροταφείο Ζωγράφου), οι μουσικοί της τελευταίας του ταινίας "Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε", ζητούν την άδεια να παίξουν κάτι την ώρα της ταφής. Διακριτικά, σε χαμηλούς τόνους, παίζουν το "Μη λυπάσαι που φεύγω", ένα λαϊκό  τραγούδι που είχε διαλέξει ο Χρήστος για την ταινία.

Πηγές
  • Κωστή Παπαγιώργη, Γεια σου, Ασημάκη, εκδόσεις Καστανιώτη
  • http://christosvakalopoulos.gr/



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου