«Η ζωή μου κυλούσε μέσα από τη μητέρα μου. Ζούσε μέσα μου σε βαθμό ψύχωσης. Θα είχα πεθάνει παιδί, πιστεύω, αν είχε πεθάνει εκείνη. Στη ζωή ενός ανθρώπου, θαρρώ, η μητέρα είναι, με απόλυτο τρόπο, το πιο παράξενο, το πιο απρόβλεπτο, το πιο ασύλληπτο πρόσωπο που συναντά»
Marguerite Duras
Οικογένεια αγάπης και μίσους... Όπως όλες οι οικογένειες
Μέρος της ιστορικής συνέντευξης που είχε παραχωρήσει η Μαργκερίτ Ντυράς στις 24 Σεπτεμβρίου του 1984 στον Γάλλο δημοσιογράφο Μπερνάρ Πιβό κατά τη διάρκεια της τηλεοπτικής του εκπομπής Apostrophes. Η συνέντευξη αυτή δόθηκε λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου της «Ο εραστής» και αφού μόλις είχε τελειώσει τη θεραπεία αποτοξίνωσης.
Μέρος της ιστορικής συνέντευξης που είχε παραχωρήσει η Μαργκερίτ Ντυράς στις 24 Σεπτεμβρίου του 1984 στον Γάλλο δημοσιογράφο Μπερνάρ Πιβό κατά τη διάρκεια της τηλεοπτικής του εκπομπής Apostrophes. Η συνέντευξη αυτή δόθηκε λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου της «Ο εραστής» και αφού μόλις είχε τελειώσει τη θεραπεία αποτοξίνωσης.
- Πείτε μας για τη μητέρα σας.
- «Ήταν δασκάλα στη Γαλλία. Στις αποικίες δίδασκε στα σχολεία των ιθαγενών. Ζήσαμε όλα τα παιδικά μας χρόνια μέσα στη ζούγκλα».
- Μετά αγοράζει ένα κομμάτι γης.
- Συνέχισε να διδάσκει. Είχε τρία παιδιά. Ήθελε να πλουτίσει για χάρη μας. Η γαλλική κυβέρνηση οικοπεδοποιούσε τη γη στη δυτική Καμπότζη. Ήταν εκεί οι μεγάλες φυτείες καουτσούκ».
- Κάπως τις έλεγαν στην αποικιοκρατία...
- «Ναι, κάπως τις έλεγαν. Νομίζω τις έλεγαν κόκκινες φυτείες. Η μητέρα μου ήθελε να φυτέψει ρύζι. Μάζεψε τις οικονομίες 20 ετών σε ρευστό. Δεν είχε ποτέ λογαριασμό σε τράπεζα. Ζούσε στη ζούγκλα δίχως σύζυγο. Με τρία παιδιά, δασκάλα στα ιθαγενή σχολεία, στην κατώτατη βαθμίδα της κοινωνίας των λευκών. Πήρε ένα κτήμα που πλημμύριζε από τη θάλασσα. Εξεγείρεται εναντίον του Σινικού Πελάγους».
- Χτίζει φράγματα που καταβροχθίζονται από καβούρια.
- «Και από την παλίρροια».
- Λέτε ότι το είχε στο αίμα της... ήταν τρελή εκ γενετής.
- «Ναι. Δεν ξέρω πώς ακριβώς. Η αφέλειά της γεννούσε μια τρέλα. Όταν ήρθε στη Γαλλία ήταν πια τρελή».
Ναι. Είναι, ολοφάνερα, ακόμα μια παιδούλα. Ακόμα αδύνατη, ακόμα δίχως καλά-καλά στήθος. Τα μαλλιά μακριά, καστανοκόκκινα, σγουρά, φορά τα τοπικά σαμπό από ελαφρό ξύλο και δερμάτινα λουριά. Έχει ανοιχτά πράσινα μάτια με καστανές ραβδώσεις. Τα ίδια, λένε, με του πεθαμένου πατέρα. Αυτή ήταν η παιδούλα. Φοράει την ίδια πουκαμίσα με τη μητέρα, από άσπρο βαμβακερό, με μετακινούμενες τιράντες, φτιαγμένη από τη Ντο.
Ανοίγει τις δυο άκρες της κουνουπιέρας, τις χώνει γρήγορα κάτω απ’ το στρώμα, κι έτσι γρήγορα περνά από το άνοιγμά της και την ξανακλείνει. Η μητέρα δεν κοιμόταν. Ανακαθίζει δίπλα στην παιδούλα και πλέκει τα μαλλιά της για τη νύχτα. Το κάνει μηχανικά, χωρίς να κοιτάζει.
Μακριά, μόλις ακουγόταν ο αχός απ’ το ποταμοχώρι που έσβηνε μόνο την ημέρα.
Η παιδούλα ρωτά:
— Είδες τον Πάολο;
— Ήρθε, έφαγε στην κουζίνα με τον Θαν. Και ξανάφυγε.
Η παιδούλα λέει πως πήγε ως τη γιορτή για να δει μήπως ήταν εκεί, μα η γιορτή είχε ήδη τελειώσει, δεν υπήρχε κανείς. Λέει ακόμα πως θα πάει να τον ψάξει πιο αργά, πως ξέρει πού μπορεί να έχει κρυφτεί. Πως είναι ήσυχη όταν αυτός βρίσκεται έξω, μακριά απ’ το σπίτι. Πως ξέρει ότι απ’ την ώρα που ξέφυγε την περιμένει πάντα, για να μη γυρίσει μόνος στο σπίτι - στην περίπτωση που ο Πιερ θα ήταν εδώ και θα τον περίμενε να τον χτυπήσει πάλι.
Η μητέρα λέει πως αυτή αντίθετα φοβάται όταν είναι έξω, τα φίδια, τους τρελούς... κι ακόμα μήπως φύγει... έτσι... μήπως ξαφνικά δεν αναγνωρίζει πια τίποτα κι εξαφανιστεί. Λέει πως αυτό μπορεί να συμβεί μια μέρα με τέτοιου είδους παιδιά.
Η παιδούλα όμως φοβάται τον Πιερ. Μήπως σκοτώσει τον Πάολο. Μην και τον σκοτώσει, λέει, δίχως καλά-καλά να ξέρει πως τον σκοτώνει.
Λέει ακόμα:
— Δεν είν’ αλήθεια αυτά που λες. Δεν φοβάσαι για τον Πάολο. Μόνο για τον Πιερ φοβάσαι.
Η μητέρα δεν σχολιάζει τα λόγια της κόρης της. Αφήνεται να την κοιτάζει, ώρα πολλή, γλυκιά μονομιάς, πέρα από τις κουβέντες της στιγμής. Και αλλάζει τη συζήτηση:
— Τι θα γράψεις στα βιβλία σου;
Η παιδούλα φωνάζει:
— Για τον Πάολο. Για σένα. Για τον Πιερ επίσης, αλλ’ αυτό θα ’ναι για να τον κάνω να πεθάνει.
Στρέφεται απότομα προς τη μητέρα της, κλαίει σφιγμένη πάνω της. Κι ύστερα βογκάει υπόκωφα:
— Μα γιατί τον αγαπάς τόσο, κι όχι εμάς, ποτέ...
Η μητέρα ψεύδεται:
— Σας αγαπώ εξίσου και τα τρία μου παιδιά.
Η παιδούλα εξακολουθεί να φωνάζει. Σου ’ρχεται να της το βουλώσεις. Να τη χαστουκίσεις.
— Λες ψέματα, ψέματα. Είσαι μια ψεύτρα. Απάντησε έστω για μια φορά... Γιατί τον αγαπάς τόσο κι εμάς όχι;
Σιωπή. Κι η μητέρα απαντά στενάζοντας:
— Δεν ξέρω γιατί.
Μακριά σιωπή. Και προσθέτει:
— Ποτέ δεν ήξερα...
Η παιδούλα πέφτει πάνω στο σώμα της μητέρας και την φιλά κλαίγοντας. Σφραγίζει με το χέρι το στόμα της για να μη μιλήσει πια γι’ αυτή την αγάπη.
Η μητέρα αφήνεται στις ύβρεις, στην κακομεταχείριση. Βρίσκεται πάντα σ’ αυτή την άλλη περιοχή της ζωής, στην περιοχή της τυφλής προτίμησης. Απομονωμένη. Χαμένη. Λυτρωμένη από κάθε οργή.
Η παιδούλα ικετεύει, αλλά δεν θα καταφέρει τίποτα.
— Εάν δεν φύγει από το σπίτι, μια μέρα θα σκοτώσει τον Πάολο. Το ξέρεις. Κι αυτό είναι το πιο τρομερό...
Χωρίς φωνή, υπόκωφα, η μητέρα λέει πως το ξέρει. Πως να, μόλις χτες το βράδυ έγραψε στη Σαϊγκόν για να ζητήσει τον επαναπατρισμό του γιου της στη Γαλλία.
Η παιδούλα στυλώνεται. Βγάζει μια πνιγμένη κραυγή ανακούφισης μαζί και πόνου.
— Αλήθεια;
— Ναι.
— Είσαι σίγουρη;
Η μητέρα διηγείται:
— Αυτή τη φορά, ναι. Προχθές έκλεψε πάλι όπιο απ’ το χασισοπωλείο. Πλήρωσα πάλι, για τελευταία φορά. Κι ύστερα έγραψα στη Διεύθυνση Επαναπατρισμού. Κι αυτή τη φορά ταχυδρόμησα το γράμμα την ίδια νύχτα.
Η παιδούλα έσφιξε τη μητέρα. Η μητέρα δεν κλαίει: είναι σαν νεκρή.
Η παιδούλα κλαίει βουβά:
—Τι φοβερό να φτάσουμε ως εδώ... τι φοβερό.
Η μητέρα λέει πως μάλλον, ναι, μα πως δεν ξέρει πια... Πως ναι, πράγματι πρέπει να ’ναι τρομερό, μα πως αυτή δεν ξέρει πια τίποτα. Μητέρα και κόρη είναι σφιχταγκαλιασμένες. Η μητέρα πάντα αδάκρυτη. Τη νέκρωσε η ζωή.
Η παιδούλα ρωτάει εάν ο ίδιος το ξέρει πως θα φύγει.
Η μητέρα λέει πως όχι. Πως το πιο δύσκολο απ’ όλα είναι να του δώσει να καταλάβει πως έφτασε το τέλος.
Η μητέρα χαϊδεύει τα μαλλιά της κόρης της. Λέει:
— Δεν πρέπει να πονάς γι ’ αυτόν. Είναι τρομερό για μια μάνα να το λέει, όμως σου το λέω: δεν αξίζει τον κόπο. Πρέπει να το ξέρεις: ο Πιερ δεν το αξίζει να υποφέρεις για χάρη του.
Η παιδούλα σιωπά. Η μητέρα προσθέτει:
— Θέλω να πω πως δεν αξίζει πια τον κόπο να σώσουμε τον Πιερ. Γιατί ο Πιερ τέλειωσε, είναι πολύ αργά, είναι χαμένος.
Η παιδούλα φωνάζει μέσα σε λυγμούς:
— Γι’ αυτό τον αγαπάς.
— Δεν ξέρω καλά... Μάλλον. Ναι, είναι και γι’ αυτό... Μα κι εσύ γι’ αυτό κλαις. Για τον ίδιο λόγο.
Η μητέρα παίρνει την παιδούλα στην αγκαλιά της. Και της λέει:
— Όμως κι εσάς σας αγαπώ πολύ, τον Πάολο κι εσένα...
Η παιδούλα είχε απομακρυνθεί από τη μητέρα και την είχε κοιτάξει. Είδε πως είχε μιλήσει με αφέλεια. Η παιδούλα ήθελε να ουρλιάξει, να τη βρίσει, να τη σκοτώσει. Απλά, της είχε χαμογελάσει.
Η μητέρα είχε μιλήσει κι άλλο σ’ αυτό το «μικρό κορίτσι», το τελευταίο της παιδί, του ομολόγησε πως είπε ψέματα για τους λόγους που υποχρέωναν τον επαναπατρισμό του Πιερ, το να χωριστούνε. Πως δεν ήταν το όπιο η μόνη αιτία.
Η μητέρα διηγείται :
«Πριν ένα ή δυο μήνες, δεν ξέρω πια, ήμουν στο δωμάτιο της Ντο, ο Πάολο κι εσύ ήρθατε να δειπνήσετε. Δεν εμφανίστηκα. Το κάνω καμιά φορά, δεν το ξέρετε - για να μπορώ να σας βλέπω και τους τρεις μαζί, κρύβομαι στην κάμαρα της Ντο. Ο Θαν ήρθε, όπως συνήθως κι έβαλε στο τραπέζι το τι-κο και το ρύζι. Μετά βγήκε.
»Τότε ο Πάολο σερβιρίστηκε. Ο Πιερ ήρθε αμέσως μετά. Ο Πάολο είχε πάρει το πιο μεγάλο κομμάτι του τι-κο κι εσύ τον είχες αφήσει, όταν ήρθε ο Πιερ, φοβήθηκες. Ο Πιερ δεν κάθησε αμέσως. Κοίταξε το άδειο του πιάτο και το πιάτο του Πάολο. Γέλασε. Το γέλιο του ήταν στριγκό, τρομαχτικό. Είπα μέσα μου πως όταν πέθαινε θα είχε το ίδιο χαμόγελο. Ο Πάολο στην αρχή γέλασε, μετά είπε:
»— Για να γελάσουμε το ’κανα.
»Ο Πιερ πήρε το κομμάτι το κρέας από το πιάτο του Πάολο και το έβαλε στο δικό του. Και το έφαγε - σαν σκύλος θα ’λεγε κανείς. Και ούρλιαξε: ναι, έτσι, σαν σκύλος.
»— Ηλίθιε. Ξέρεις καλά πως τα μεγάλα κομμάτια είναι για μένα.
»Εσύ τότε έβαλες τις φωνές. Ρώτησες:
»— Γιατί για σένα;
»Και είπε:
»—Γιατί έτσι.
»Είχες φωνάξει πολύ δυνατά. Φοβήθηκα μήπως σ’ ακούσουν απ’ το δρόμο. Είχες φωνάξει:
»— Θα ’θελα να πεθάνεις.
»Ο Πιερ έσφιξε τις γροθιές του έτοιμος να σπάσει τα μούτρα του Πάολο. Ο Πάολο άρχισε να κλαίει. Ο Πιερ φώναξε:
»—Έξω! Έξω αμέσως!
»Εσύ κι ο Πάολο φύγατε τρέχοντας.»
Η παιδούλα ζητάει συγγνώμη απ’ τη μητέρα της που πριν από λίγο της είχε αντιμιλήσει. Κλαίνε μαζί, ξαπλωμένες στο κρεβάτι.
Η μητέρα λέει:
— Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω πως πρέπει να αμφιβάλλω και για μένα την ίδια. Πως ο Πάολο βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο, εξ αιτίας μου. Όμως μόλις χθες έγραψα στη Σαϊγκόν για τον επαναπατρισμό του. Ο Πιερ... έγινε πια για μένα πιο καταστροφικός από οποιονδήποτε άλλον...
Σιωπή. Η μητέρα γυρίζει προς την κόρη της - αυτή τη φορά κλαίγοντας.
— Εάν δεν ήσουν εδώ ο Πάολο θα ήταν νεκρός εδώ και καιρό. Και το ’ξέρα. Αυτό είναι το πιο τρομερό: το ήξερα.
Μακριά σιωπή.
Μια λύσσα πιάνει την παιδούλα. Φωνάζει:
— Δεν το ξέρεις, όμως αγαπώ τον Πάολο όσο τίποτα στον κόσμο. Πιο πολύ κι από σένα. Κι απ’ όλα. Ο Πάολο ζει με το φόβο σου και το φόβο του Πιερ εδώ και καιρό. Είναι σαν τον καλό μου ο Πάολο, σαν παιδί μου, είναι για μένα ο πιο μεγάλος θησαυρός...
—Το ξέρω.
Η παιδούλα στριγκλίζει:
— Όχι. Δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις τίποτα.
Η παιδούλα ηρεμεί. Αγκαλιάζει τη μητέρα της. Γλυκαίνει ξαφνικά και της μιλά, της εξηγεί:
— Δεν ξέρεις τίποτα πια. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό. Τίποτα. Πιστεύεις πως ξέρεις, μα δεν ξέρεις τίποτα. Δεν ξέρεις πια παρά μόνο γι' αυτόν, για τον Πιερ. Για τον Πάολο κι εμένα δεν ξέρεις πια τίποτα. Δεν φταις εσύ. Έτσι γίνεται. Δεν είναι τίποτα. Τίποτα. Δεν πρέπει να υποφέρεις γι’ αυτό.
Σιωπή.
Το πρόσωπο της μητέρας είναι πετρωμένο, τρομαγμένο.
Το πρόσωπο της παιδούλας είναι το ίδιο τρομοκρατημένο. Είναι άκαμπτες, η μια απέναντι στην άλλη. Και ξαφνικά χαμηλώνουν τα μάτια από ντροπή.
Εκείνη που χαμηλώνει πρώτη τα μάτια είναι η μητέρα. Και σιωπά. Σαν σκοτωμένη. Κι ύστερα θυμάται το παιδί που ’ναι έξω και φωνάζει:
Πήγαινε, ψάξε για τον Πάολο... πήγαινε γρήγορα... ξαφνικά άρχισα να φοβάμαι γι’ αυτόν.
Το τραγούδι της «μακρινής παιδικής ηλικίας..
- «Ήταν δασκάλα στη Γαλλία. Στις αποικίες δίδασκε στα σχολεία των ιθαγενών. Ζήσαμε όλα τα παιδικά μας χρόνια μέσα στη ζούγκλα».
- Μετά αγοράζει ένα κομμάτι γης.
- Συνέχισε να διδάσκει. Είχε τρία παιδιά. Ήθελε να πλουτίσει για χάρη μας. Η γαλλική κυβέρνηση οικοπεδοποιούσε τη γη στη δυτική Καμπότζη. Ήταν εκεί οι μεγάλες φυτείες καουτσούκ».
- Κάπως τις έλεγαν στην αποικιοκρατία...
- «Ναι, κάπως τις έλεγαν. Νομίζω τις έλεγαν κόκκινες φυτείες. Η μητέρα μου ήθελε να φυτέψει ρύζι. Μάζεψε τις οικονομίες 20 ετών σε ρευστό. Δεν είχε ποτέ λογαριασμό σε τράπεζα. Ζούσε στη ζούγκλα δίχως σύζυγο. Με τρία παιδιά, δασκάλα στα ιθαγενή σχολεία, στην κατώτατη βαθμίδα της κοινωνίας των λευκών. Πήρε ένα κτήμα που πλημμύριζε από τη θάλασσα. Εξεγείρεται εναντίον του Σινικού Πελάγους».
- Χτίζει φράγματα που καταβροχθίζονται από καβούρια.
- «Και από την παλίρροια».
- Λέτε ότι το είχε στο αίμα της... ήταν τρελή εκ γενετής.
- «Ναι. Δεν ξέρω πώς ακριβώς. Η αφέλειά της γεννούσε μια τρέλα. Όταν ήρθε στη Γαλλία ήταν πια τρελή».
- «Δεν είδε ποτέ το έργο γιατί έπαιζε το πιάνο». Η προσωπογραφία στο «Φράγμα του Ειρηνικού»... ανταποκρίνεται λοιπόν στη μητέρα σας; «Είχε αγαπήσει υπερβολικά τη ζωή». «Ήταν αυτή η αγιάτρευτη ελπίδα, που την έκανε να χάσει κάθε ελπίδα. Αυτή η ελπίδα την είχε φθείρει τόσο, δεν τη νέκρωνε ούτε ο ύπνος ούτε ο θάνατος»
- «Ναι».
- Όταν σκυλοβρίζει αυτούς που την εξαπάτησαν, τους λέει την κατάρα μου να 'χετε.
«Γαλουχήθηκα με την ιστορία του οικοπέδου σε αυτή την απίστευτη γη του φράγματος. Πηγαίναμε εκεί στις διακοπές. Η μητέρα μου ήταν ο κινηματογράφος για μένα».
Μια μάνα αποκαμωμένη, χαμένη στην περιοχή της τυφλής προτίμησης.....
Η μουσική είναι η μητέρα, μια κυρία Γαλλίδα, που παίζει πιάνο στο διπλανό δωμάτιο.
Η μητέρα δεν περιμένει τίποτα. Είναι στο κέντρο του βασιλείου της: αυτής εδώ της οικογένειας...
Η μητέρα δεν εμποδίζει πια τίποτα. Δεν θα εμποδίσει πια τίποτα.
Θ' αφήσει να γίνει ό,τι είναι να γίνει. Είναι μια μάνα αποκαμωμένη.
- «Ναι».
- Όταν σκυλοβρίζει αυτούς που την εξαπάτησαν, τους λέει την κατάρα μου να 'χετε.
«Γαλουχήθηκα με την ιστορία του οικοπέδου σε αυτή την απίστευτη γη του φράγματος. Πηγαίναμε εκεί στις διακοπές. Η μητέρα μου ήταν ο κινηματογράφος για μένα».
- Ο μεγάλος αδερφός σας; Λέτε: «Ένα κάθαρμα...». Ήταν ένα κάθαρμα;
- «Ναι. Και όμως τους αθωώνω όλους. Αυτό είναι "Ο εραστής". Αθωώνω ακόμη και τον αδερφό μου. Μετά από αυτό... δεν αισθάνομαι πια τέτοια μνησικακία γι' αυτόν».
- «Ναι. Και όμως τους αθωώνω όλους. Αυτό είναι "Ο εραστής". Αθωώνω ακόμη και τον αδερφό μου. Μετά από αυτό... δεν αισθάνομαι πια τέτοια μνησικακία γι' αυτόν».
- Επειδή πέθανε;
- «Ο μικρός αδερφός πέθανε, όχι ο μεγάλος...».
- Μου είναι δύσκολο να καταλάβω την οικογένειά σας.
- «Οικογένεια αγάπης και μίσους... Όπως όλες οι οικογένειες».
- Ίσως μερικές δεν είναι τόσο μοναδικές όσο η δική σας.
- «Όταν βλέπω παιδιά απόλυτα, ευγενικά, τακτικά, λέω ότι υπάρχει κάτι διεστραμμένο σε αυτά. Οι γονείς λένε "όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις". Έτσι ανατρέφονται τα παιδιά. Είναι μια εκγύμναση. Η μητέρα μου ήταν ταυτόχρονα τα πάντα, η δυστυχία, η αγάπη, η αδικία, η φρίκη».
- Θα είχατε γίνει συγγραφέας αν ήταν πλούσια η μητέρα σας;
- «Με ρωτάτε; Νομίζω ναι».
- Θα είχατε γίνει συγγραφέας οπωσδήποτε.
- «Αυτό ξεπερνούσε και τη μητέρα μου ακόμη. Ίσως την ξεπερνούσε και ο μικρός αδελφός. Τον σκότωσε ο μεγάλος αδελφός».
- Τον συγχωρήσατε;
- «Ναι, μα δεν μπορώ να ξεπεράσω αυτή την απώλεια».
- Αισθανόσασταν ντροπή για τη μητέρα σας;
- «Ναι. Είχα κάθε λόγο. Ντυνόταν όπως να 'ναι. Δεν φόρεσε ποτέ καλά παπούτσια, ήταν πάντα στραβοπατημένα, με κοντές κάλτσες. Οι μητέρες ήταν εκθαμβωτικές στο σχολείο, εκείνη ερχόταν αναμαλλιασμένη».
- Σήμερα ντρέπεστε που ντραπήκατε γι' αυτήν;
- «Όχι, δεν ήταν κάτι σημαντικό».
- Ντρεπόταν για τη σχέση σας με τον Κινέζο;
- «Δεν ήξερε τίποτα».
- Μα τρώγατε μαζί.
- «Ναι, αλλά δεν ήξερε».
- Δεν το πιστεύω.
- «Ήμασταν ρατσιστές ως αποικιοκράτες. Θα ήταν χείριστο αν μάθαινε για τον Κινέζο. Δεν είναι αστείο αυτό που σας λέω. Δεν το έμαθε».
- Αυτός κάνει το τραπέζι στους δικούς σας. Δεν του μιλάνε, τον αγνοούν. Ετρωγαν πολύ;
- «Τεράστιες ποσότητες. Δεν είχαμε ξαναπάει σε εστιατόριο. Τα αδέλφια μου οργίασαν. Ηταν τελείως άξεστοι άνθρωποι. Η μητέρα μου δεν έμαθε αγωγή στα παιδιά της. Ήμαστε σαν καθυστερημένοι. Ήμαστε σαν ζώα. Τρομεροί. Η ακριβής λέξη είναι πρωτόγονοι. Δεν ντρέπονταν μπροστά του. Επίσης, ήταν κίτρινος και εμείς λευκοί». [........]
- Ξαναβρίσκουμε τη μητέρα σας σε ένα γαλλικό πύργο. Ενώ ήταν τόσο φτωχή απέκτησε πύργο στη Γαλλία;
- «Ξεκίνησε ένα σχολείο για μιγάδες και ινδοκινέζους πάμπλουτους. Κέρδισε χρήματα και αγόρασε ακίνητα. Τα πούλησε όλα για τον μεγάλο αδελφό μου».
- Ο αδερφός που αποκαλείτε κάθαρμα πέθανε.
- «Έτσι τον λέω».
- Πώς πέθανε;
- «Στο δωμάτιό του, πριν από μερικά χρόνια».
- Η μητέρα σας;
- «Πρέπει να 'ναι 20 χρόνια από τότε που πέθανε».
- Αγαπούσε παθολογικά τον μεγάλο αδερφό;
- «Ήταν το παιδί της. Εγώ δεν είχα παρά μόνο ένα παιδί. Δεν ξέρω πώς γίνονται τέτοιες αδικίες. Η μητέρα είναι ένα θαύμα. Αγαπάει όλα της τα παιδιά εξίσου».
- Θάφτηκαν μαζί;
Marguerite Duras et son frère Paul, 1930
Μια μάνα αποκαμωμένη, χαμένη στην περιοχή της τυφλής προτίμησης.....
Η μητέρα δεν περιμένει τίποτα. Είναι στο κέντρο του βασιλείου της: αυτής εδώ της οικογένειας...
Η μητέρα δεν εμποδίζει πια τίποτα. Δεν θα εμποδίσει πια τίποτα.
Θ' αφήσει να γίνει ό,τι είναι να γίνει. Είναι μια μάνα αποκαμωμένη.
Στην κρεβατοκάμαρα της μητέρας και της παιδούλας. Η μητέρα είναι ξαπλωμένη. Δεν κοιμάται. Περιμένει τη μικρή της. Νάτην. Έρχεται απ' έξω.
Ναι. Είναι, ολοφάνερα, ακόμα μια παιδούλα. Ακόμα αδύνατη, ακόμα δίχως καλά-καλά στήθος. Τα μαλλιά μακριά, καστανοκόκκινα, σγουρά, φορά τα τοπικά σαμπό από ελαφρό ξύλο και δερμάτινα λουριά. Έχει ανοιχτά πράσινα μάτια με καστανές ραβδώσεις. Τα ίδια, λένε, με του πεθαμένου πατέρα. Αυτή ήταν η παιδούλα. Φοράει την ίδια πουκαμίσα με τη μητέρα, από άσπρο βαμβακερό, με μετακινούμενες τιράντες, φτιαγμένη από τη Ντο.
Ανοίγει τις δυο άκρες της κουνουπιέρας, τις χώνει γρήγορα κάτω απ’ το στρώμα, κι έτσι γρήγορα περνά από το άνοιγμά της και την ξανακλείνει. Η μητέρα δεν κοιμόταν. Ανακαθίζει δίπλα στην παιδούλα και πλέκει τα μαλλιά της για τη νύχτα. Το κάνει μηχανικά, χωρίς να κοιτάζει.
Marguerite Duras, 1930
Η παιδούλα ρωτά:
— Είδες τον Πάολο;
— Ήρθε, έφαγε στην κουζίνα με τον Θαν. Και ξανάφυγε.
Η παιδούλα λέει πως πήγε ως τη γιορτή για να δει μήπως ήταν εκεί, μα η γιορτή είχε ήδη τελειώσει, δεν υπήρχε κανείς. Λέει ακόμα πως θα πάει να τον ψάξει πιο αργά, πως ξέρει πού μπορεί να έχει κρυφτεί. Πως είναι ήσυχη όταν αυτός βρίσκεται έξω, μακριά απ’ το σπίτι. Πως ξέρει ότι απ’ την ώρα που ξέφυγε την περιμένει πάντα, για να μη γυρίσει μόνος στο σπίτι - στην περίπτωση που ο Πιερ θα ήταν εδώ και θα τον περίμενε να τον χτυπήσει πάλι.
Η μητέρα λέει πως αυτή αντίθετα φοβάται όταν είναι έξω, τα φίδια, τους τρελούς... κι ακόμα μήπως φύγει... έτσι... μήπως ξαφνικά δεν αναγνωρίζει πια τίποτα κι εξαφανιστεί. Λέει πως αυτό μπορεί να συμβεί μια μέρα με τέτοιου είδους παιδιά.
Η παιδούλα όμως φοβάται τον Πιερ. Μήπως σκοτώσει τον Πάολο. Μην και τον σκοτώσει, λέει, δίχως καλά-καλά να ξέρει πως τον σκοτώνει.
Λέει ακόμα:
— Δεν είν’ αλήθεια αυτά που λες. Δεν φοβάσαι για τον Πάολο. Μόνο για τον Πιερ φοβάσαι.
Η μητέρα δεν σχολιάζει τα λόγια της κόρης της. Αφήνεται να την κοιτάζει, ώρα πολλή, γλυκιά μονομιάς, πέρα από τις κουβέντες της στιγμής. Και αλλάζει τη συζήτηση:
— Τι θα γράψεις στα βιβλία σου;
Η παιδούλα φωνάζει:
— Για τον Πάολο. Για σένα. Για τον Πιερ επίσης, αλλ’ αυτό θα ’ναι για να τον κάνω να πεθάνει.
Στρέφεται απότομα προς τη μητέρα της, κλαίει σφιγμένη πάνω της. Κι ύστερα βογκάει υπόκωφα:
— Μα γιατί τον αγαπάς τόσο, κι όχι εμάς, ποτέ...
Η μητέρα ψεύδεται:
— Σας αγαπώ εξίσου και τα τρία μου παιδιά.
Η παιδούλα εξακολουθεί να φωνάζει. Σου ’ρχεται να της το βουλώσεις. Να τη χαστουκίσεις.
— Λες ψέματα, ψέματα. Είσαι μια ψεύτρα. Απάντησε έστω για μια φορά... Γιατί τον αγαπάς τόσο κι εμάς όχι;
Σιωπή. Κι η μητέρα απαντά στενάζοντας:
— Δεν ξέρω γιατί.
Μακριά σιωπή. Και προσθέτει:
— Ποτέ δεν ήξερα...
Η παιδούλα πέφτει πάνω στο σώμα της μητέρας και την φιλά κλαίγοντας. Σφραγίζει με το χέρι το στόμα της για να μη μιλήσει πια γι’ αυτή την αγάπη.
Η μητέρα αφήνεται στις ύβρεις, στην κακομεταχείριση. Βρίσκεται πάντα σ’ αυτή την άλλη περιοχή της ζωής, στην περιοχή της τυφλής προτίμησης. Απομονωμένη. Χαμένη. Λυτρωμένη από κάθε οργή.
Η παιδούλα ικετεύει, αλλά δεν θα καταφέρει τίποτα.
— Εάν δεν φύγει από το σπίτι, μια μέρα θα σκοτώσει τον Πάολο. Το ξέρεις. Κι αυτό είναι το πιο τρομερό...
Χωρίς φωνή, υπόκωφα, η μητέρα λέει πως το ξέρει. Πως να, μόλις χτες το βράδυ έγραψε στη Σαϊγκόν για να ζητήσει τον επαναπατρισμό του γιου της στη Γαλλία.
Η παιδούλα στυλώνεται. Βγάζει μια πνιγμένη κραυγή ανακούφισης μαζί και πόνου.
— Αλήθεια;
— Ναι.
— Είσαι σίγουρη;
Η μητέρα διηγείται:
— Αυτή τη φορά, ναι. Προχθές έκλεψε πάλι όπιο απ’ το χασισοπωλείο. Πλήρωσα πάλι, για τελευταία φορά. Κι ύστερα έγραψα στη Διεύθυνση Επαναπατρισμού. Κι αυτή τη φορά ταχυδρόμησα το γράμμα την ίδια νύχτα.
Η παιδούλα έσφιξε τη μητέρα. Η μητέρα δεν κλαίει: είναι σαν νεκρή.
Η παιδούλα κλαίει βουβά:
—Τι φοβερό να φτάσουμε ως εδώ... τι φοβερό.
Η μητέρα λέει πως μάλλον, ναι, μα πως δεν ξέρει πια... Πως ναι, πράγματι πρέπει να ’ναι τρομερό, μα πως αυτή δεν ξέρει πια τίποτα. Μητέρα και κόρη είναι σφιχταγκαλιασμένες. Η μητέρα πάντα αδάκρυτη. Τη νέκρωσε η ζωή.
Η παιδούλα ρωτάει εάν ο ίδιος το ξέρει πως θα φύγει.
Η μητέρα λέει πως όχι. Πως το πιο δύσκολο απ’ όλα είναι να του δώσει να καταλάβει πως έφτασε το τέλος.
Η μητέρα χαϊδεύει τα μαλλιά της κόρης της. Λέει:
— Δεν πρέπει να πονάς γι ’ αυτόν. Είναι τρομερό για μια μάνα να το λέει, όμως σου το λέω: δεν αξίζει τον κόπο. Πρέπει να το ξέρεις: ο Πιερ δεν το αξίζει να υποφέρεις για χάρη του.
Η παιδούλα σιωπά. Η μητέρα προσθέτει:
— Θέλω να πω πως δεν αξίζει πια τον κόπο να σώσουμε τον Πιερ. Γιατί ο Πιερ τέλειωσε, είναι πολύ αργά, είναι χαμένος.
Η παιδούλα φωνάζει μέσα σε λυγμούς:
— Γι’ αυτό τον αγαπάς.
— Δεν ξέρω καλά... Μάλλον. Ναι, είναι και γι’ αυτό... Μα κι εσύ γι’ αυτό κλαις. Για τον ίδιο λόγο.
Η μητέρα παίρνει την παιδούλα στην αγκαλιά της. Και της λέει:
— Όμως κι εσάς σας αγαπώ πολύ, τον Πάολο κι εσένα...
Η παιδούλα είχε απομακρυνθεί από τη μητέρα και την είχε κοιτάξει. Είδε πως είχε μιλήσει με αφέλεια. Η παιδούλα ήθελε να ουρλιάξει, να τη βρίσει, να τη σκοτώσει. Απλά, της είχε χαμογελάσει.
Η μητέρα είχε μιλήσει κι άλλο σ’ αυτό το «μικρό κορίτσι», το τελευταίο της παιδί, του ομολόγησε πως είπε ψέματα για τους λόγους που υποχρέωναν τον επαναπατρισμό του Πιερ, το να χωριστούνε. Πως δεν ήταν το όπιο η μόνη αιτία.
Η μητέρα διηγείται :
«Πριν ένα ή δυο μήνες, δεν ξέρω πια, ήμουν στο δωμάτιο της Ντο, ο Πάολο κι εσύ ήρθατε να δειπνήσετε. Δεν εμφανίστηκα. Το κάνω καμιά φορά, δεν το ξέρετε - για να μπορώ να σας βλέπω και τους τρεις μαζί, κρύβομαι στην κάμαρα της Ντο. Ο Θαν ήρθε, όπως συνήθως κι έβαλε στο τραπέζι το τι-κο και το ρύζι. Μετά βγήκε.
»Τότε ο Πάολο σερβιρίστηκε. Ο Πιερ ήρθε αμέσως μετά. Ο Πάολο είχε πάρει το πιο μεγάλο κομμάτι του τι-κο κι εσύ τον είχες αφήσει, όταν ήρθε ο Πιερ, φοβήθηκες. Ο Πιερ δεν κάθησε αμέσως. Κοίταξε το άδειο του πιάτο και το πιάτο του Πάολο. Γέλασε. Το γέλιο του ήταν στριγκό, τρομαχτικό. Είπα μέσα μου πως όταν πέθαινε θα είχε το ίδιο χαμόγελο. Ο Πάολο στην αρχή γέλασε, μετά είπε:
»— Για να γελάσουμε το ’κανα.
»Ο Πιερ πήρε το κομμάτι το κρέας από το πιάτο του Πάολο και το έβαλε στο δικό του. Και το έφαγε - σαν σκύλος θα ’λεγε κανείς. Και ούρλιαξε: ναι, έτσι, σαν σκύλος.
»— Ηλίθιε. Ξέρεις καλά πως τα μεγάλα κομμάτια είναι για μένα.
»Εσύ τότε έβαλες τις φωνές. Ρώτησες:
»— Γιατί για σένα;
»Και είπε:
»—Γιατί έτσι.
»Είχες φωνάξει πολύ δυνατά. Φοβήθηκα μήπως σ’ ακούσουν απ’ το δρόμο. Είχες φωνάξει:
»— Θα ’θελα να πεθάνεις.
»Ο Πιερ έσφιξε τις γροθιές του έτοιμος να σπάσει τα μούτρα του Πάολο. Ο Πάολο άρχισε να κλαίει. Ο Πιερ φώναξε:
»—Έξω! Έξω αμέσως!
»Εσύ κι ο Πάολο φύγατε τρέχοντας.»
Η παιδούλα ζητάει συγγνώμη απ’ τη μητέρα της που πριν από λίγο της είχε αντιμιλήσει. Κλαίνε μαζί, ξαπλωμένες στο κρεβάτι.
Η μητέρα λέει:
— Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω πως πρέπει να αμφιβάλλω και για μένα την ίδια. Πως ο Πάολο βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο, εξ αιτίας μου. Όμως μόλις χθες έγραψα στη Σαϊγκόν για τον επαναπατρισμό του. Ο Πιερ... έγινε πια για μένα πιο καταστροφικός από οποιονδήποτε άλλον...
Σιωπή. Η μητέρα γυρίζει προς την κόρη της - αυτή τη φορά κλαίγοντας.
— Εάν δεν ήσουν εδώ ο Πάολο θα ήταν νεκρός εδώ και καιρό. Και το ’ξέρα. Αυτό είναι το πιο τρομερό: το ήξερα.
Μακριά σιωπή.
Μια λύσσα πιάνει την παιδούλα. Φωνάζει:
— Δεν το ξέρεις, όμως αγαπώ τον Πάολο όσο τίποτα στον κόσμο. Πιο πολύ κι από σένα. Κι απ’ όλα. Ο Πάολο ζει με το φόβο σου και το φόβο του Πιερ εδώ και καιρό. Είναι σαν τον καλό μου ο Πάολο, σαν παιδί μου, είναι για μένα ο πιο μεγάλος θησαυρός...
—Το ξέρω.
Η παιδούλα στριγκλίζει:
— Όχι. Δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις τίποτα.
Η παιδούλα ηρεμεί. Αγκαλιάζει τη μητέρα της. Γλυκαίνει ξαφνικά και της μιλά, της εξηγεί:
— Δεν ξέρεις τίποτα πια. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό. Τίποτα. Πιστεύεις πως ξέρεις, μα δεν ξέρεις τίποτα. Δεν ξέρεις πια παρά μόνο γι' αυτόν, για τον Πιερ. Για τον Πάολο κι εμένα δεν ξέρεις πια τίποτα. Δεν φταις εσύ. Έτσι γίνεται. Δεν είναι τίποτα. Τίποτα. Δεν πρέπει να υποφέρεις γι’ αυτό.
Σιωπή.
Το πρόσωπο της μητέρας είναι πετρωμένο, τρομαγμένο.
Το πρόσωπο της παιδούλας είναι το ίδιο τρομοκρατημένο. Είναι άκαμπτες, η μια απέναντι στην άλλη. Και ξαφνικά χαμηλώνουν τα μάτια από ντροπή.
Εκείνη που χαμηλώνει πρώτη τα μάτια είναι η μητέρα. Και σιωπά. Σαν σκοτωμένη. Κι ύστερα θυμάται το παιδί που ’ναι έξω και φωνάζει:
Πήγαινε, ψάξε για τον Πάολο... πήγαινε γρήγορα... ξαφνικά άρχισα να φοβάμαι γι’ αυτόν.
Marguerite Duras, 1930
Κάποτε-κάποτε, όταν ήταν πολύ μικρά, η μητέρα τα πήγαινε να δουν τη νύχτα την εποχή της ξηρασίας. Τους έλεγε να κοιτάξουν καλά τον ουρανό, μπλε σαν το καταμεσήμερο και πως φωτίζεται η γη ως την άκρια του ματιού. Και ν’ αφουγκραστούν καλά τους ήχους της νύχτας, τα καλέσματα των ανθρώπων, τα γέλια τους, τα τραγούδια τους, κι ακόμα τα κλάματα των σκύλων, που προαισθάνονταν το θάνατο, όλ’ αυτά τα μηνύματα που μιλούσαν ταυτόχρονα για την κόλαση της μοναξιάς και την ομορφιά των ύμνων που τραγουδούσαν αυτή τη μοναξιά, ακόμα κι αυτά έπρεπε να τ’ ακούσουν.
Έλεγε πως ό,τι κρύβουμε συνήθως από τα παιδιά πρέπει αντίθετα να τους το λέμε, τη δουλειά, τους πολέμους, τους χωρισμούς, την αδικία, τη μοναξιά, το θάνατο. Ναι, πρέπει να μαθαίνουμε στα παιδιά κι αυτή τη πλευρά της ζωής, ταυτόχρονα ανελέητη και μοιραία, έτσι όπως τα μαθαίνουμε να κοιτάζουν τον ουρανό, την ομορφιά της εγκόσμιας νύχτας.
Τα παιδιά ζητούσαν συχνά απ’ τη μητέρα να τους εξηγήσει τι εννοεί με όλα αυτά. Η μητέρα απαντούσε πάντα στα παιδιά της πως δεν ήξερε, πως κανένας δεν ήξερε. Και πως κι αυτό ακόμα θα ’πρεπε να το ξέρουν. Να ξέρουν πάνω απ’ όλα: πως δεν ξέρουμε τίποτα. Πως και οι μητέρες που έλεγαν ότι τα ξέρουν όλα, κι αυτές στην πραγματικότητα δεν ήξεραν τίποτα.
Η μητέρα. Τους θύμιζε επίσης πως αυτή η χώρα, η Ινδοκίνα, είναι η πατρίδα τους, η πατρίδα των παιδιών της. Πως είχαν γεννηθεί εδώ και πως εδώ είχε συναντήσει τον πατέρα τους, το μόνο άντρα που είχε αγαπήσει. Αυτό τον άντρα που δεν είχαν γνωρίσει αφού ήταν πολύ μικρά όταν πέθανε κι ακόμα τόσο μικρά μετά το θάνατό του, ώστε να μη μπορεί να τους μιλήσει πολύ για να μη σκιάσει τα παιδικά τους χρόνια.
Κι ακόμα πως ο χρόνος κύλησε γρήγορα και πως η αγάπη για τα παιδιά της είχε κατακλύσει τη ζωή της. Κι ύστερα η μητέρα έκλαιγε. Κι ο Θαν τραγουδούσε σε μια γλώσσα άγνωστη την ιστορία των παιδικών του χρόνων στα σύνορα του Σιάμ όταν η μητέρα τον είχε βρει και τον είχε φέρει στο μπανγκαλόου με τ’ άλλα της παιδιά. Για να του μάθει τα γαλλικά, έλεγε, να πλένεται και να τρώει καλά κάθε μέρα.
Η παιδούλα, θυμόταν κι αυτή, κι έκλαιγε μαζί του καθώς ο Θαν τραγουδούσε το τραγούδι που τ’ όνόμαζε της «μακρινής παιδικής ηλικίας» και που με μόνο το σκοπό του Απελπισμένου βαλς διηγόταν όλα όσα είπαμε παραπάνω.
Μαργκερίτ Ντυράς, Ο Εραστής Της Βόρειας Κίνας, εκδόσεις Εξάντας (σελ. 9-11, 21-32)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου