Τα ποιήματά μου κουβαλούν μια βαθύτερη μελαγχολία...
Γεννημένη στα 1901 στη Θεσσαλονίκη, η Χρυσούλα Αργυριάδου το γένος Πεντζίκη, πέρασε τα παιδικά της χρόνια κλεισμένη στο σπίτι, λόγω μιας σειράς ασθενειών που την ταλαιπωρούσαν. Οι ατέλειωτες ώρες του αναγκαστικού εγκλεισμού, οι ώρες της περισυλλογής και της μελέτης, άναψαν μέσα της τη σπίθα της αναζήτησης. Οι μεγάλες της αγάπες κατόπιν, τα άλογα και οι αποδράσεις. Ονειρευόταν να μπαρκάρει σε καράβι ως ναυτικός, επιβιβάστηκε όμως στο καράβι της ποίησης στα 37 της χρόνια, στα χρόνια της κατοχής.
Η ποίηση «χτύπησε», τη Ζωή Καρέλλη στο κεφάλι - όψιμα, αλλά όχι αργά - μια μέρα του 1938. Ήταν ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό και πήγαινε στο νεκροταφείο Ευαγγελιστρίας για κάποιο μνημόσυνο.
Αναλαμβάνοντας με πλήρη ευθύνη τη μοίρα της, μετά τη διάψευση και τον αφανισμό του θρησκευτικού αισθήματος, όπως το είχε ζήσει στο περιβάλλον της προπολεμικής αστικής τάξης της Θεσσαλονίκης, με τους αυστηρούς της αστούς, η Ζωή Καρέλλη στρέφεται εντός και έτσι αρχίζει την ποιητική και υπαρκτική της διαδρομή με την πρώτη της συλλογή «Πορεία Ι» (1940). Πρόκειται για μια συνολική καταγραφή των αναζητήσεων και της προβληματικής της: Η θρησκευτική μεταφυσική, ο αισθησιακός ερωτισμός και η αμαρτία, η διάθεση για ζωή και η ηθική της αναστολή. Ο θάνατος, ο χρόνος, οι μνήμες "οικείων πεθαμένων", η αδυναμία για την ανθρώπινη σχέση είναι το έδαφος και το κλίμα του έργου της.
10 Απριλίου 1938
Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη που περιέχω.
Είμαι το διεσταλμένο ρόδο δίχως σεμνότητα,
είμαι ο καρπός που αποστάζει ασύστολα χυμό,
είμαι η θερμότατη καλοκαιρινή μέρα
που αντηχεί το φως, την πυράδα του ήλιου.
Είμαι βαρύς από τον ίδιο τον εαυτό μου,
υποφέρω την έννοια του εαυτού μου,
σε βάρος αισθήσεων υπέρμετρο.
Πολύχρωμο έντομο με έντονο χνούδι χρωμάτων
να πετάξω δεν δύναμαι πια.
Πού ν' αποθέσω τον εαυτό μου;
Η ζωή πιο ωραία,
ισάξια του θανάτου, με πληρώνει.
Κύριε, μη με παραδίνεις στις δυνάμεις που περιέχω.
Να καταστρέψει η αρμονία
την ηδονή που αναθρώσκει,
να συνθέσω τη γαλήνη.
Τα λόγια μου σπρώχνονται
στα στόματα απ' το σώμα μου
όπως η ζωή που αναβλύζει απ' τη γη
στην ορμή απ' το θερμό φως.
Στους νεκρούς ανάμεσα πέρασα
γεμάτος ζωής προσφορά,
πώς θα μου απαντήσει
η σιωπηλή ζωή;
Έκραξα στους ζωντανούς ανάμεσα,
ποιοι είναι οι επιζώντες
και δεν ακούω ομιλία καμιά;
Με διαπερνούν τα πρόσωπα,
ανόητοι περιπατητές της Κυριακής ημέρας,
άσχημος όχλος.
Περιέχω τον δρόμο με τα βρόμικα χαρτιά,
με τ' ακατάλληλα σκουπίδια,
κατέχω τη στεκούμενη κατάσταση
της στατικής αηδίας στάσιμης,
μιλώ τα φθαρμένα λόγια της κοινής αντίληψης,
χαμογελώ στα πρόσωπα τα βδελυρά κι αδιάφορα
χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, δεν υπάρχω,
βρίσκομαι στην αποσύνθεση.
Από τη συλλογή "Πορεία" (1940)
Αρρώστια
Όλο τους πεθαμένους σκέφτομαι αυτές τις μέρες.
Πλούσια από θάνατο η μνήμη μου
τους φέρνει εμπρός μου ζωντανούς.
Μιλούνε ορισμένα απ’ τα λόγια τους:
- «Ένα πουκάμισο χρώμα σαν το καΐσι».
- «Να σε φιλήσω, γιατί πέθανα».
- «Ζητούσα να σας δω και ήρθα».
Πρόσωπα, λόγια πολλά, που τα κρατώ
σαν ξένα, θέλω δικά μου να τα κάνω
και δεν μπορώ, γιατί δεν εννοώ
το θάνατο, αρνιέμαι να τον καταλάβω.
Όμως ούτε και τη ζωή, έτσι,
μπορώ ν’ αγγίζω, όπως θέλω
να την κρατήσω, που βλέπω τις κινήσεις
των ζωντανών, σα να ’ναι μες στη μνήμη μου
κι αυτές και δεν μπορώ να τις αγγίξω
ζωντανές. Τις χαίρομαι συχνά,
τις αγαπώ, τις βλέπω εκστατικά,
κι άξαφνα γίνονται σαν από πεθαμένους.
Από τη συλλογή "Η εποχή του θανάτου" (1948)
Ενάντια στο χρόνο
Διαλύομαι
Διαλύομαι
στην έννοια του χρόνου,
προχωρώ αόριστα χάνομαι.
Στ' αόρατα του χρόνου
προχωρώ αόριστα χάνομαι.
Στ' αόρατα του χρόνου
δάχτυλα συμφύρομαι, συντρίβομαι
κι η ζωή μου άνεμος της στιγμής,
φωνή απομένει εναγώνια,
αφανίζομαι και ζητώ
στου θανάτου το νόημα
καταφύγιο απίθανο εκεί,
να βρεθώ ακατάλυτη παρουσία.
Ουσία της δικής μου αιτίας,
παρουσία που μου ανήκεις
και με σένα παιδεύομαι,
ύπαρξη του δικού μου χρόνου
της ζωής ποιαν ονομασία να βρω,
για να φωνάξω, την αμφιβολία μου
να σκορπίσω, να υπάρχω
μέσα στον χρόνο εισέρχομαι
και βγαίνω αόρατο σχήμα.
Λαλίστε λόγια, φωνάξτε! Είμαι.
Δεν μετριέται η αλήθεια του χρόνου
που φέρνω.
Χρόνος θλίψης
Τουτ' οι τρεις μήνες που πέρασαν,
Τουτ' οι τρεις μήνες που πέρασαν,
είν' έντεκα χρόνια.
Όλες οι περίλυπες ώρες,
ὀλ' οι στριμωγμένοι καημοί
φούσκωσαν τον μετρημένο χρόνο
που πάει να ραΐσει.
Έτσι ο καιρός τούτος
Όλες οι περίλυπες ώρες,
ὀλ' οι στριμωγμένοι καημοί
φούσκωσαν τον μετρημένο χρόνο
που πάει να ραΐσει.
Έτσι ο καιρός τούτος
βαρύς, ακίνητος, σταθερός,
επίμονος μ' αφάνισε,
με τσάκισε με το βάρος του,
πότε σιγά σιγά βαραίνοντας,
πότε απότομα σπρώχνοντας,
όπως οι νεκροί, κύμα δυνατό
που ξεσπά, σπρώχνουν τους ζωντανούς
μ' όλο το φοβερό εκείνο βάρος
της ζωής που πέρασε.
Έτσι πέρασε η ζωή μου
τούτη, τούτον τον καιρό
αξεδιάλυτο. Μυστηριώδεις
ριπές περνούσαν πάνω στην ψυχή μου
κι' ας έδειχνα τον καθρέφτη, ατάραχο,
του προσώπου μου.
Τώρα πήρα το πρόσωπό μου
στα χέρια και το κοιτάζω.
Γιατί μέσα σε τόσο λίγον καιρό
φάνηκαν τούτες οι αυλακιές,
τούτες οι εκφράσεις;
Πολύ θυμούμαι,
θα με σκοτώσουν οι αναμνήσεις.
Κύματα διαρκώς ξεσπούν
τόνα στ' άλλο επάνω, σχεδόν ίδια,
διαφορετικά κιόλας, ακούραστα,
αναμνήσεις μονάχες, ανήκουν
μονάχα σε μένα, δεν δίνονται,
δεν χωρούν πουθενά.
Έρχονται,
δε θα φύγουμε ποτέ, λεν,
αν δε μας δώσεις εξήγηση.
Πού να βρω τα πορίσματα;
Δεν ξέρω τίποτα
κι ακούω πότε τα ίχνη της σιωπής,
πότε τη βλέπω και δέομαι.
Έντεκα περίμενα χρόνια,
σ' αυτούς τους τρεις, μήνες
απόσωσα την εγκαρτέρηση.
Η σιωπή, ο χρόνος κι' η δική μου ζωή
δεν συνδέονται. Οι αναμνήσεις
αδέσμευτες, ανεξήγητες χαλούν
τον χρόνο της ζωής μου.
Από τη συλλογή "Η φαντασία του χρόνου" (1949)
Ψυχή, μη λησμονείς
Ψυχή, μη λησμονείς την έπαρση.
το άσπονδο που τρέφεις,
σαν έρωτας σκληρότατος υπάρχει
και εισχωρεί ως το μεδούλι του σκελετού,
που συγκρατεί του σώματος την ύψωση.
Μη λησμονείς την έπαρση,
φαρμάκι αδυσώπητο, φάρμακο δυνατό
κρατάει την έκφραση άκαμπτη
και δυναμώνει η γνώση του χωρισμού.
Ποιος χωρισμός θα σε βαστάξει ανένδοτη
κι ακέρια; Πώς ημπορεί
μια τέτοια να συγχωρήσει προσφορά;
Ω συμφορά, τα χέρια της αγάπης παραλύουν
και προχωρεί στο δρόμο της πορείας,
εξόριστος ο άνθρωπος.
Δίχως της συγκατάβασης τη χάρη,
στεγνών' η δύναμη την ευφορία του σώματος.
Σα θάνατος αδιέξοδος η δύναμη της έπαρσης,
σπάνιο, απαίσιο χάρισμα της μοναξιάς αγέρωχης.
Μη λησμονείς την έπαρση.
Μονάχα, όταν σου γίνει δοκιμασία, ψυχή,
θα μάθεις τη σημασία
της άκρατης, σφοδρής υπερηφάνειας
το ακόρεστο μυστικό.
Μοναξιά
Πού θα πάμε, ψυχή, μ’ όλη τούτη
την εξορία που μέσα μας φέρνουμε;
Μαζί μας κανένας κι η μοναξιά
έγινε τόσο παράξενη, που είναι ίδια
με τη συντροφιά των πολλών ανθρώπων.
Μιλάς και σωπαίνεις και τα πράγματα
μένουν αδιάλλαχτα, σα να μην υπάρχει
θέληση καμιά, να τα κυβερνήσει.
Αστειότερες, οι θλιβερές προσπάθειες,
γιατί τόση απαισιοδοξία;… Σαν το τίποτα
να μεγάλωσε, να φούσκωσε αλλόκοτα,
δείχνει ένα πρόσωπο παράφορο δίχως μορφή,
έτοιμο να σκάσει, να βγάλει απ’ το νου,
όλα τα πλήθη που το κρατούν
και τώρα διασπώνται, σαν το τίποτα
να γίνετ’ ένα μυρμήγκιασμα.
Α, τι αθλιότητα περιέχουν
τα μάτια τής μοναξιάς!
Φύγετε τόσο μακριά,
που ποτέ να μη συναντήσετε πια
την μονάχην εικόνα σας,
καθώς φαίνεται, σήμερα, ολόκληρη.
Από τη συλλογή Της μοναξιάς και της έπαρσης (1951)
Καρκίνος
[...]
Σε κάθε σκαλοπάτι αχνάρια
από αίμα και λάσπη.
Μην τα πατήσεις νομίζοντας
πως εσύ θα τα σβήσεις.
Κοίταξέ τα καλά,
αίμα και λάσπη.
Όλα τα σκαλοπάτια είναι ίδια.
Κάποτε νομίζεις πως θα σε φέρουν
ψηλά, όπου δεν υπάρχουν πια
αυτά τα σημάδια.
Γελιέσαι. Κοίταξέ τα καλά,
αίμα και λάσπη.
Αυτά είναι τ' ανθρώπινα αχνάρια
τ' αληθινά. Ούτε βρίσκονται ποτέ
άλλα. Μη γελιέσαι.
Κοίταξέ τα καλά.
Να θυμάσαι, το σώμα είναι πάντα
αίμα και λάσπη.
Eίναι λυπητερό πράγμα ένας άρρωστος άντρας.
Άρρωστος στην πλήρη ακμή του.
Oι άντρες είναι καμωμένοι να μένουν δυνατοί.
Tο αισθάνονται αυτό
κι όταν πέσουν στο στρώμα
έχουν την έκφραση του προσώπου περίλυπη.
Kάποτε το βλέμμα τους χάνεται.
Σα ν' απορούν γι' αυτό που τους συμβαίνει.
Σα να μη μπορούν να καταλάβουν την αδυναμία τους,
θυμώνουν κι αγαναχτούν,
ύστερα όμως είναι πιο λυπημένοι.
Έχουν μιαν άλλη μελαγχολία στην αρρώστια τους.
Παραδίνονται σαν παιδιά.
Σαν εκείνα τα παιδιά που έχουν πρόωρη γνώση.
Σε κοιτάζουν στα μάτια,
περιμένουν να τους βεβαιώσεις...
Όχι μόνο πως θα γίνουν καλά,
όχι πως δεν έχουν τίποτα,
μα πως η δύναμή τους είναι ακέρια.
Πως εσύ το θέλεις και τους περιποιείσαι
κι αυτοί το δέχονται.
Δέχονται την περιποίηση για το χατίρι σου.
Eίναι λυπητερό να βλέπεις έναν άντρα άρρωστο,
να βλέπεις να κείτεται ένας λεβέντης.
Σε σφάζει το βλέμμα του.
Σε παρακαλεί μ' έναν τρόπο που σου πονεί.
Σε πειράζει που δέχεται τη βοήθειά σου.
Σε πειράζει να αισθάνεσαι χτυπημένη την περηφάνεια του,
την υπομονή του.
Γι' αυτό δε θα πιστέψεις
πως εκείνος δεν είναι ο πιο δυνατός κοντά σου.
Tούτο περιμένει να δει στο βλέμμα σου,
για να γιάνει.
Aυτό πρέπει να σου μαθαίνει η αγάπη σου.
Πως δεν του φτάνει μονάχα να τον αγαπάς.
Θέλει ακόμα πιο πολύ,
να πιστεύεις πάντα σ' αυτόν.
Από τη συλλογή Αντιθέσεις (1957)
Η Ζωή Καρέλλη με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στην παραλία της Θεσσαλονίκης εν έτει1959
Πάθος να δημιουργήσω, όχι να επιζήσω
«Έζησα απόλυτα την εποχή μου. Πέρασα τα χρόνια της δύσκολης ζωής μου υπεύθυνα. Δεν αφέθηκα στις ευκολίες του πολιτισμού. Σήμερα η κοινωνία δεν είναι ευχαριστημένη. Γιατί δεν υπάρχει εκλεκτικότητα στην εκλογή».
«Έχω φτάσει την παγερή αδιαφορία για ό,τι αφορά τα μετά θάνατον. Έχω παραδεχτεί το κενό, το μηδέν και με κυριεύει της ζωής το πάθος».
«Δεν φοβάμαι καθόλου ότι θα πεθάνω. Μια εποχή πέρασα από κάτι τέτοιο. Ότι περνάει η ζωή και ο καθένας δεν μπορεί να κάνει όσα θέλει. Ζω ακόμα έντονα, αν και τελευταίως αρρώστησα. Μέσα μου γίνεται διαρκώς μια μάχη. Είναι το πάθος να δημιουργήσω και όχι να επιζήσω».
Andrew Wyeth, Christina's world
Τόσο….
Τόσο είναι το πάθος μου της ζωής
που θα μπορούσα να πεθάνω,
Τόσο ζω που καταλαβαίνω
πόσο πεθαίνω.
Τόση είναι η ζωή μου
που με πεθαίνει.
Τόσο μπορώ να ζήσω
που μπορώ ν’ αδιαφορήσω αν ζω.
Τόσο ζητώ να ζήσω
που δεν αντέχω να ζω.
Από τη συλλογή «Το Πλοίο» (1955)
Διονυσιασμός
Τι μπορούν να γνωρίζουν οι μέτρια ζώντες
απ' το μαρτύριο το υπέροχο, της ζωής......
Τι απ' το φως αυτό μπορούν
να αισθανθούν, να πάρουν, να δεχτούν
εκείνοι που τόσο λίγο ζουν
και τη λαχτάρα πόνο βαθύ την αγνοούν......
Όσοι μονάχα ζουν χωρίς το πάθος
της ζωής, δίχως παραφορά και μέθη,
δεν ακούν και του θανάτου πίσω τους τα βήματα.
Από τη συλλογή Το πλοίο (1955)
Τελείως...
Δόσε την πάσα δύναμη
του σώματος και της ψυχής, του νου,
να ετοιμαστεί η πάσα φαντασία.Τελείωνε τον εαυτό σου
στην κάθε κίνησή σου, αλογάριαστα
ξοδέψου, τίποτα να μην απομείνει μέσα σου,
τίποτα να μην αφεθεί,
δίχως ν' αποδοθεί για να δοθεί
όπως πρέπει η ολόκληρη στιγμή.
Τώρα που ξέρεις
πως τελειώνεται εν εαυτή,
τώρα που τούτη η δική σου γνώση
δίνει στη ματαιότητα
την ιδιαίτερη, καινούργια της μορφή,
για να μη φοβηθεί
το σώμα σου την εκμηδένιση,
ζήσε την πάσα καλλονή του,
δείξε την αρετή του την ανθρώπινη,
τελείως...
Από τη συλλογή Αντιθέσεις (1957)
Εστάμπα
Από τις άκρες των δαχτύλων της κυλάει φως,
από τα δάχτυλά της κυλάει ένας ήχος οπάλινος.
Γέρνει τα δάχτυλά της και γλιστράν οι σταγόνες στιλπνές.
Ξεφεύγουν μικρές διάφανες φωνές και στη μια παλάμη
έχει τον άγνωστο καρπό που τον κυβερνά το ευλύγιστο λύγισμα
του μικρού δικού της καρπού
Από τις άκρες των δαχτύλων της κυλάει φως,
από τα δάχτυλά της κυλάει ένας ήχος οπάλινος.
Γέρνει τα δάχτυλά της και γλιστράν οι σταγόνες στιλπνές.
Ξεφεύγουν μικρές διάφανες φωνές και στη μια παλάμη
έχει τον άγνωστο καρπό που τον κυβερνά το ευλύγιστο λύγισμα
του μικρού δικού της καρπού
Από τη συλλογή Αντιθέσεις (1957)
Αγάπησα τη γλώσσα, αχ Θεέ μου πόσο...
Στη Ζωή Καρέλλη δεν είναι μονάχα ο βαθύς προβληματισμός πάνω στα πράγματα, αλλά και η σημασία που δίνει στην εκλογή της λέξης. ΄Όχι μόνο στο ζύγιασμά της, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο οι λέξεις συνδέονται, την ιδιαίτερη σημασία που δίνει στον λυρικό λόγο.
Η πνευματικότητά της αναδύεται από την διαμόρφωση του ποιητικού υλικού, την πετυχημένη διασύνδεση των στοιχείων και την πύκνωση των εντυπώσεων, χωρίς καθόλου να λησμονείται η αυστηρότητα που σ’ αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται. Διατηρώντας την ικανότητα να παρακολουθεί τα πάθη της με διαυγή ματιά, έχει την δύναμη να τα περιγράψει σε όλη την ακαταδάμαστη ορμή τους.
Σ’ αυτήν οφείλουμε την αποκατάσταση του επιθέτου στην ελληνική ποίηση, το οποίο, μετά την επί δεκαετίες χρήση του για να εκφράσει πρόσκαιρους ενθουσιασμούς ή το μεγαλεπήβολο των συναισθημάτων, εξοβελίστηκε σχεδόν από την ποίηση μετά τον πόλεμο.
Τα επίθετά της, ο τρόπος της εκφοράς των μέσα στην όλη ποιητική της οικονομία, δίνουν την αίσθηση κτερισμάτων σε τάφο, ενέχουν δηλαδή θέση ουσιαστικού, όπως τα συνοδεύοντα τον νεκρό στη μετά θάνατο ζωή του, όπλα, σκεύη και κοσμήματα.
«Είναι στιγμές που με πιάνει ένα είδος λωλάδα. Θυμάσαι τους στίχους του Αχιλλέα, όταν σκοτώθηκε ο Πάτροκλος και κλαίει πάνω στο σώμα του. Τι επίθετα, τι πολύτιμες λέξεις! Λυπάμαι που θα πεθάνω και δεν μπορώ να γράψω αυτό για την ελληνική γλώσσα. Η σύνθεσή της, ορίζει να την προσέξεις. Σε κάθε σχεδόν ελληνική λέξη είναι δεμένος ο ένας λόγος με τον άλλον. Είναι ο παλμός του ανθρώπου με τα πράγματα, ο δεσμός του. Η σύνθεση του λόγου στα ελληνικά, στα αρχαία ιδίως φαίνεται αυτό, έχει όλο το βάρος, το πάθος του ανθρώπου να εκφραστεί σωστά και αληθινά. Δεν υπάρχει στην ελληνική γραμματική λέξη που να μην έχει ένα βαθύτατο αίσθημα της ζωής, της συμβίωσης των ανθρώπων, και της προσπάθειας των ανθρώπων για συμβίωση. Με πιάνει δέος. Γιατί υπάρχει συνάμα και μια ψυχραιμία, θα την έλεγες ώρες-ώρες ψυχρότητα. ΄Εχει εμπειρίες αφάνταστες. Δεν ζαλίζεται, φτάνει σε έναν κολοφώνα για να εκφραστεί, να μπορέσει να διαμορφώσει τη λέξη».
«... Στην πλήρη γοητεία σου»
Ωραιότατη με την πλήρη εμορφιά!
Πολύμορφη, στιλπνή και τόσο βαθειά.
Θάλασσα πλατειά,
χρυσοπάρυφη,
ρόδινη και μαβιά,
ιώδης και χρυσοπόρφυρη.
Τα νερά σου διάφανα και πυκνά,
φαιά ή διαυγή λάμπουν
κι' άλλοτε πηχτά φαίνονται και πότε
διαφορετικά, μένοντας ίδια.
Κι' είσαι συ απειράριθμη κυμαινομένη,
είσαι συ γοητεύουσα, μαγική,
ψιθυρίζουσα μυστικά κινουμένη,
απατηλή επιφάνεια ησυχάζουσα
και η μαινομένη, εσύ, έξαφνα,
πρασινωπή, αφρίζουσα εξεγειρομένη
συσπάσαι οργισμένη, τινάζεσαι,
η ορμή σου ηχηρή ηχηρότατη,
συστρεφομένη αναδίνεις τ' αμέτρητα κύματα
και πότε
ήμερη εσύ λαμπρότατη,
γαληνεμένη, φωτεινή κοιμωμένη,
της γης αγκάλη ερωτική,
τ' ουρανού γαλανή ερωμένη.
Της Σελήνης II
Αργυρόηχη, μελίχροη, χρυσορόδινη,
μειλιχόμειδη ερωμένη, ασύλληπτη.
Ηδονή ομιχλώδης η χάρη σου,
η καλλονή πάρα πολύ σιωπηλή,
βασίλισσα
στο μαβί, στιλπνό στερέωμα,
του σκοταδιού αργυρή αρχόντισσα, μακρινή.
Είναι το φως σου παράξενα οδυνηρό
και μαγικό, σαν τη σκιά
εκείνων που αγαπήσαμε τρυφερά
και ξανάρχονται να μας ψιθυρίσουν,
να πουν για τ' ανύπαρχτα, για τα φανταστικά,
για κείνα τα μυστικά,
που μόνο οι ανήσυχες ψυχές
έχουν μέσα τους.
Παρηγοριά εκείνων που γνωρίζουν τη μοναξιά,
την πλήρη ονείρων κατάσταση
που το φως σου ξυπνά,
καθώς τις σκιές διαπερνά,
δίχως να τις κυνηγά να φύγουν.
Τόσο υπερήφανη, ασυγκίνητη στην εμορφιά σου
λάμψη διαβρωτική, ύπουλα διαπεραστική
εντός μου σταλάζεις
τα μυστικά της νύχτας.
Από τη συλλογή «Το πλοίο» (1955)
Το πλοίο
Οι εκδοχές όλες υπάρχουν,
της φαντασίας περιοχές,
απ' όπου περνάς,
όπου πήγες κι όπου θα πας.
Τρικυμίες πολλές, τιμωρίες,
η γαλήνη αδιάφορη, πυκνή
κι οδυνηρή κάποτε.
Κι ύστερα πάλι σαν αρχή,
ξεκίνημα πάλι, απ' την αρχή...
Ως πότε μπορεί ν' αρχίζει
κανείς τη ζωή του;
Καθώς ξεκινά πάντοτε, την αχάραχτη αυγή,
αφήνοντας το ξένο λιμάνι,
όπου ηδονικά, ίσως έχει ξεκουραστεί.
Αφού ακόμα και την επιστροφή
έχεις φανταστεί.
Εσένα που ξέρεις τι σε περιμένει,
τι σου απομένει να κάνεις;
Πού θα πας,
πού να βρεθείς θέλεις;
Για σένα δεν υπάρχει ούτε Ιθάκη,
δεν υπάρχει επιστροφή πραγματική
για σε που γνωρίζεις,
πως η πορεία του πλοίου υπάρχει,
μονάχα η ζωή σου για να ξοδευτεί.
Τι σου ψιθυρίζει λοιπόν
η φοβερή εκείνη φωνή,
καθώς η ψυχή σου οδηγεί
την πορεία τού πλοίου;
Τι λοιπόν σου έχει πει,
μίλησε...
Δεν σου δίδαξε ακόμα
η αποτρόπαια αυτή και θαυμάσια φωνή,
πως μονάχα η σιωπή μπορεί
να χορτάσει την αστείρευτη δίψα σου
για την ιδανική πλάνη;
Από τη συλλογή Το πλοίο (1955)
Ivan Aivazovsky, Ship in the Stormy Sea, 1887
Όμορφη και αβέβαιη εφηβεία.....
Η Ζωή Καρέλλη προτιμούσε να συναναστρέφεται με νέους ανθρώπους. Δεν της άρεσε να μιλά για τα παλιά. «Είναι τώρα ένας νέος κόσμος. Παλιά οι νέοι εξαρτώνταν από τους παλιότερους. Σήμερα οι πιο παλιοί εξαρτώνται από τους «άγνωστους» νέους. Φέρνουν έναν καινούριο κόσμο. Μακάρι να ‘ναι καλύτερος. Οι νέοι έχουν μέσα τους τον βαθύ καημό της αβεβαιότητας. Σήμερα δυστυχώς γίνονται πολλές παραχωρήσεις. Πολλές φορές καταντούν οι άνθρωποι να γίνονται λαχεία, σαν αυτά που αγοράζουν. Οι νέοι δεν πρέπει να ξεχάσουν την ψυχή τους». Μπορεί ο ηλεκτρισμός να κινεί τον κόσμο, ο εσωτερικός ηλεκτρισμός της ψυχής όμως κινεί τον άνθρωπο.
Γιάννης Τσαρούχης
Tου Kαλοκαιριού, III
Άψογα και προπάντων ζωντανά,
ωραία σώματα νεανικά,
τούτη ζητώ τη βεβαιότητα.
Mη μου θυμίσεις την αρετή,
έχει γεράσει, φόρεσε γυαλιά
με σκελετό χρυσό, φυλάγει
από το φως τ' άχροα μάτια της.
Έχει αραιά μαλλιά, κοκκινωπά,
ασπριδερή επιδερμίδα, όλο φακίδες
κιτρινωπές.
με σκελετό χρυσό, φυλάγει
από το φως τ' άχροα μάτια της.
Έχει αραιά μαλλιά, κοκκινωπά,
ασπριδερή επιδερμίδα, όλο φακίδες
κιτρινωπές.
Πες, αν μπορεί
να καταλάβει μια τέτοια γυναίκα
την υπερηφάνεια που χαρίζει ο ήλιος
στο λαμπρό σώμα, εφηβικό,
εκείνου του εφήβου ακριβώς,
που στάθηκε γυμνός και όρθιος,
στην πλώρη της άσπρης βάρκας.
να καταλάβει μια τέτοια γυναίκα
την υπερηφάνεια που χαρίζει ο ήλιος
στο λαμπρό σώμα, εφηβικό,
εκείνου του εφήβου ακριβώς,
που στάθηκε γυμνός και όρθιος,
στην πλώρη της άσπρης βάρκας.
Περνούσε το βαποράκι
της συγκοινωνίας για τα θαλάσσια λουτρά
και οι παχιές γυναίκες με τα πολλά παιδιά,
χειροκροτούσαν απ' το πλοίο έξαλλες.
της συγκοινωνίας για τα θαλάσσια λουτρά
και οι παχιές γυναίκες με τα πολλά παιδιά,
χειροκροτούσαν απ' το πλοίο έξαλλες.
(από τα Ποιήματα, Eρμής 1996)
Nεότητα Δύσκολων Xρόνων
Tί θα κάνουν οι νεώτατοι, οι ωραίοι,
με την τραγικήν εφηβεία,
ραγισμένο κρύσταλλο της ψυχής,
αφανισμένο λουλούδι, άγουρο χαλασμένο καρπό,
κίτρινο της αυγής χρώμα μελαγχολικό;
Aρχίζει μέρα συννεφιασμένη,
μ' αδιέξοδον ουρανό, βαρύ, φορτωμένο
καταιγίδες φανερές κι ύπουλες.
Tί θα κάνουν εκείνοι, που έχουν
τα ωραία, τα φοβερά εκείνα μάτια
της νεότητας καθαρά κι αμετάπειστα;
Tα κλειστά βλέφαρά του, πολύ σκιερά,
της μονήρους αμαρτίας σημάδι,
έμοιαζαν φτερά πεταλούδας πελώριας,
όμως νυχτερινής, δίχως τα λαμπρά χρώματα.
Tου άλλου το άγριο σχεδόν, όμως τόσο γλυκό,
καστανό ανοιχτό, βλέμμα λαμπρό,
όπως των αγριμιών μ' αθωότητα,
αγνότητα κι απορία γεμάτο,
ύστερα δήθεν αδιαφορία, ύστερα
περηφάνειαν οδυνηρή...
Tι θα κάνουν
οι έφηβοι, όταν τόσο πολύ
γνωρίζουν και δεν μπορούν να ελπίζουν,
καθώς αρχινούν τη ζωή;
Λαχταράν ουρανό, καθαρό φως
και στον γαλάζιο πόντο ν' αρμενίσουν
ελεύθεροι να πιστέψουν ζητούν
στην ανθρώπινη δύναμή τους ακέρια.
Tους έταξαν την πλήρη ελευθερία,
η θυσία του αίματος να πληρωθεί.
Πιο βαριά η δουλειά τούς δένει
κι η προσπάθεια που αυξαίνει επίπονη,
δεν αφήνει το άνθισμα ευτυχίας καλής.
Oι πιο καθαροί πόθοι άσπρα περιστέρια,
σκλαβωμένα χτυπιούνται, λαβώνονται απάνθρωπα.
Tι ξέρουν αυτοί και δεν μιλούν;
Ποια σκληρότητα έμαθαν;
O Aχιλλέας κι ούτ' ο Oδυσσέας
δεν ξεκινούν στους πολέμους, πιστεύοντας
στους ωραίους, κοντά στους ανθρώπους θεούς.
Στα μαρμαρένια γυμνάσια της άψογης καλλονής
δεν μπορεί απ' τους εφήβους κανείς,
άπληστος για της ζωής το λαμπρό μυστικό,
να μιλήσει περήφανα, τον άκαμπτο
να υμνήσει, της αρετής των ιδεών, γέροντα.
Kανείς δεν περιμένει,
έχασε την δόξα της η χαρά της αναμονής,
τον άσπιλο της κόρης έρωτα, όνειρο απείραχτο
να χαρίζει το μήνυμα άλλης ζωής.
Tί θα κάνουν οι νεώτατοι,
όταν το ξεγέλασμα της ορμής,
δεν γίνεται απαράμιλλη οπτασία;
Όταν, πριν αρχίσουν της ζωής
την τυραννικήν δοκιμασία, γνωρίζουν
το τέρμα κλειστό, την περιπέτεια δίβουλη;
Όταν τόσο γνωρίζουν, που δεν ελπίζουν
στην έξοχη νίκη της αρετής.
Άγγελος δεν φαίνεται κανείς,
της πικρίας το ποτήρι να του προσφέρει.
Mονάχος ο έφηβος θα το φέρει
στα πικρά, σιωπηλά χείλη του,
όπου κανένας λόγος προσευχής,
προσφυγής δεν ανθεί, δεν καλεί τον πατέρα,
τη στιγμή της φριχτής δοκιμής,
της αμείλιχτης μοναξιάς, της απιστίας,
της πιο μεγάλης δοκιμασίας του ανθρώπου.
Από τα Ποιήματα, Eρμής 1996
Cassandra Barney - Hortensia
«Την ελευθερία τη βρήκα στην ποίηση»
«Συνήθως στην εποχή μου η μόρφωση στα κορίτσια ήταν ένα στόλισμα («με τα πολλά χαρίσματα κεκοσμημένη δεσποινίς»), αλλά σε μένα βρέθηκε να 'ναι η ψυχή μου αυτό το πράγμα, η οποία ολοένα γίνονταν πιο έντονη. Όχι ότι ο άνδρας μου δεν ήταν άνθρωπος άξιος αγάπης και σεβασμού και εκτίμησης, αλλά υπάρχει ένας χωρισμός.»
«Είναι φανερό λοιπόν, πόσο αυτό το ποίημα, πέρα από κάθε κοινή μαρτυρία και διαμαρτυρία, εκφράζει την αγωνία και τον αγώνα της γυναίκας να στηριχτεί και να σταθεί μόνη της μέσα στον εαυτό της και τον κόσμο, με μια συνέπεια όμως που μόνο η βαθύτερη “βάσανος” θα μπορούσε να δικαιώσει. Και μόνο βάζοντας η Καρέλλη το θηλυκό άρθρο (“η” άνθρωπος) σε αντιπαράθεση με το αρσενικό, θα μπορούσε να δει κανείς αυτή την αντικατάσταση σαν μια δίκαιη αλλά δραματική απόπειρα να εντάξει το θηλυκό γένος μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη πέρα από διαφορές και διακρίσεις των δύο φύλων»
Cassandra Barney - Pandora
Η άνθρωπος
Εγώ, γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.
Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα, εγώ ή εκείνος;
Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως πότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καημός;
Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.
Πώς θα δω το πρόσωπό μου,
την ψυχή μου πώς θα παραδεχτώ,
όταν τόσο παλεύω
και δεν μπορώ ν' αρμοστώ.
"Ότι διά σου αρμόζεται
γυνή τω ανδρί."
Δεν φαίνεται ακόμα το τραγικό
του απρόσωπου, ούτε κι εγώ
δεν μπορώ να το φανταστώ ακόμα, ακόμα.
Τι θα γίνει που τόσο καλά,
τόσα πολλά ξέρω και γνωρίζω καλύτερα,
πως απ' το πλευρό του δεν μ' έβγαλες.
Και λέω πως είμαι ακέριος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι εγώ έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτε, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ' τον ήλιο
κι έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ' εκείνον ν' αντισταθώ
και δεν θέλω από κείνον τίποτα
να δεχτώ και δε θέλω να περιμένω.
Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δι' εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν' αγαπώ,
εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.
Από τη συλλογή Αντιθέσεις (1957)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου