Έαρ με ρίμες γίνεται;
Όταν το 1965 ο Μάριος Χάκκας τυπώνει με δικά του έξοδα την ποιητική συλλογή "Όμορφο Καλοκαίρι", η αρρώστια δεν έχει εισβάλει ακόμα απειλητικά στη ζωή του, ωστόσο το χιούμορ και η σάτιρα έως σαρκασμού διαποτίζουν τις φράσεις του, αποδίδοντας το ουσιώδες της ζωής και της τέχνης.
Αξιοποιημένα στο έπακρο και μάλιστα μεταβολισμένα τα επιτεύγματα του σουρεαλισμού, δημιουργούν στο έργο του μια ατμόσφαιρα ιλαροτραγωδίας. Συγκερασμός του βιωματικού και του μυθοπλαστικού στοιχείου, εξομολογητικό ύφος, λατρεία της λέξης, όχι της κούφιας, εκείνης που έχει κερδηθεί με αίμα και πασχίζει "να μετατρέψει το παγερό στερέωμα που φέρνει σβούρα από πάνω μας τυχαία και άσκοπα, σ' ένα απέραντο λούνα -παρκ."
Ρίμες
Έφυγαν οι φίλοι
φύλλα που σκορπίσαν
έφυγαν οι φίλοι
πύλη που την κλείσαν
χείλη που σιωπήσαν
δύσαν μες στο στέρνο
οι στερνοί μου φίλοι
μύλοι που γυρίσαν
ήσαν και μ’αφήσαν.
Φύλλο μαραμένο
Μένω με ραμμένο
στόμα στη σιωπή
στην οπή π’ανοίξαν
νύξαν με νυστέρι
κι άφησαν εμένα
μ’ένα αστέρι
χαίνουσα πληγή.
Μάριος Χάκκας, Όμορφο Καλοκαίρι, Κέδρος, Άπαντα
«Μπούχτισα πια από αρμονίες, κάτι χέρια - αστέρια και περιστέρια-μαχαίρια με κάνουν να ξερνάω, ενώ αγάλλομαι στη δυσαρμονία, έστω αστέρια-τσουτσούνες κι ας μην του ταιριάζει, ας δυσαρμονίσουμε και μια φορά, αρκετά μας ταλαιπώρησαν οι εύκολες ρίμες, οι κραυγές των ηλεκτρικών μπουζουκιών, οι μπουάτ κι οι μπουτίκ που δεν έχουνε σχέση καμιά με τα μπούτια», γράφει στο "Κοινόβιο", το τελευταίο του βιβλίο, το ρέκβιεμ της ζωής του, που κυκλοφόρησε την επαύριο του θανάτου του, τον Ιούλιο του 1972.
«Μπαίνω σε μια εκκλησία κι ακούω πίσω από τις εικόνες μια φωνή αυστηρή: «Ου περιπατήσεις εν τη σκοτία……». Σκωτία; Αναρωτιέμαι. Τι ζητάει η Σκωτία σ’ αυτή την υπόθεση; «αλλ’ έξεις ζωήν αιώνιον», συνεχίζει η φωνή και δεν καταλαβαίνω γιατί μπερδεύεται εδώ ο Αλέξης. Ζωή αιώνιο ναι, αλλά τι θέλει ο Αλέξης. Γρίφος. Είναι να μην μπλέξεις με τη μεταφυσική. [….]
«Ώστε στη Σκωτία λοιπόν;», λέω απορώντας.
«Κι ο Αλέξης , πώς εξηγείται ο Αλέξης; Όχι πως μ’ενδιαφέρει πολύ να ’χω «ζωήν αιώνιον», αλλά έτσι από περιέργεια ρωτάω»
«Α λέξεις, α αναφορικό και το ρήμα στο μέλλοντα λέξω και ερώ, δηλαδή αυτά που θα πεις, αυτά μόνο μπορούν να φτάσουν στην αιωνιότητα»
«Ώστε λέξεις και έρως», συνέχιζα να μουρμουρίζω.
«Πρέπει να γράφεις κι ίσως τα γραπτά σου μείνουν και μετά από σένα»
Μάριος Χάκκας, Τα τελευταία μου, Το Κοινόβιο, Άπαντα, εκδόσεις Κέδρος
Ο άνθρωπος που ονειρεύεται
Ο άνθρωπος που ρεύεται
Ο άνθρωπος που ράβει και ρέβει
Ο άνθρωπος που ρέμβει τα ερέβη.
Ο άνθρωπος που ξυπνάει πρωί
Ο άνθρωπος που ξυπνάει βράδυ
Ο άνθρωπος που ξυπνάει κανονικά
Ο άνθρωπος που δεν ξυπνάει.
Μ’όλους αυτούς που γεράσαμε
άσαμε τα τελευταία τραγούδια μας
άσημοι.
Σελίδες (κείμενα που πρωτοδημοσιεύτηκαν στο περιοδικό ΑΝΤΙ, 1977), Άπαντα, Κέδρος
Αν και τα πεζά του Μάριου Χάκκα είναι κλάσεις ανώτερα, η ποίησή του δεν παύει να είναι «ποίηση από τη ζωή», όχι σκέτες λέξεις, ποίηση που «έχει κρατήσει την καραβάνα της απελπισίας στα γόνατα».
"Τώρα που ξέρω πως δεν κερδίζονται οι άνθρωποι ή έστω κι ένα κορίτσι με σκέτες λέξεις, παρά μόνο με αίμα· τώρα που καταλαβαίνω πως δεν γίνεται να φτάσεις στο ποίημα από διαβάσματα και μόνο, σ’ ένα κάποιο επίτευγμα με χαμομήλια· ασ’ τους να νομίζουν αυτοί που μάτωσαν στις παρανυχίδες μονάχα και βγάζουν κραυγές: « Ωχ, ωχ! Αιμορραγώ σ’ όλο το σώμα». «Κάλπες, αφού πρόκειται για το δείκτη του αριστερού σας χεριού. Ποιο όλο το σώμα σας;» Γι αυτό και γράφουν νερόβραστα ποιήματα, πιπιλίζουν ονόματα με θαυμασμό και προσπαθούν να μοιάσουν κάποια πρότυπα τους χωρίς να περάσουν μέσα απ’ τη φωτιά και την κόλαση που προϋποθέτει το ποίημα. Εμ, δε γίνεται.
Κάποτε είδα ανθρώπους που τρώγανε αποβραδίς μια χαρά έχοντας την καραβάνα στα γόνατα, χρόνια τρώγανε σε τούτη τη στάση χωρίς κανένα παράπονο, και το πρωί παίρνανε μεταγωγή για το τρελοκομείο, γιατί ξαφνικά νιώσαν να σπάει η πλάτη και να πετάγεται η καρδιά προς τα έξω. «Η πλάτη μου», όλο λέγαν, «η πλάτη μου», κι έπεφτε η καραβάνα απ’ τα γόνατα αφήνοντας δυο κόμπους λάδι ανεξίτηλο λεκέ στο τσιμέντο. Μαύρισε η ψυχή κι έκανε τούτο το ρήγμα κι έφερε τούτη την πτώση, παρά την επίμονη θέληση των ανθρώπων να κρατήσουν την καραβάνα στα γόνατα.
«Να μιλήσω για ήρωες, να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης.» Οπωσδήποτε όχι. Πάει καιρός που δε βρίσκομαι σ’ αυτήν τη γραμμή. Δε σημαίνει δηλαδή ότι όποιος κράτησε αυτή τη θεόρατη καραβάνα στα γόνατα φτάνει στο ποίημα. Αλλ’ οπωσδήποτε απ’ αυτούς κάποιος. Μ’ άλλα λόγια, αν έχεις ξοδέψει γι αυτήν την υπόθεση έστω και μια τρίχα απ’ τους όρχεις σου.
Γι αυτό: σε τάιζε η μαμά σου το αυγουλάκι σου και μάλιστα φρέσκο; Καθόσουνα στα πρώτα θρανία, ήσουνα σπαζοδιαβάστρα, καλό παιδί, έκανες ό,τι σου έλεγε ο δάσκαλος; Είχες την Κυριακή χαρτζιλίκι, πήρες γυναίκα με προίκα και όμορφη; (Μερικές από τις ερωτήσεις για τη σύνταξη βιογραφικού σημειώματος μπροστά στο ποιητοδικείο). Άντε, παιδάκι μου, μην ταλαιπωρείς τα γραφτά. Δε σε θέλει το ποίημα. Οι λέξεις σου είναι κούφιες. Ναι, ξέρω, πέρασες κι ένα κοκίτη και τώρα έχεις στρυφνό προϊστάμενο που σε επιπλήττει άμα κάνεις κανένα λαθάκι. Καλά. Καλά. Κάνε μια εντριβή με οινόπνευμα και το πρωί θα είσαι περδίκι. Κοίταξε, μην κρατάς τα αέρια μέσα σου, άσε να φεύγουν προβληματισμοί κι ανησυχίες.
Τώρα που έκανα τα πνευμόνια μου μαύρα καπνίζοντας παλιοτσίγαρα το ‘να πάνω στο άλλο. Με την ίδια φωτιά, τη νεανική, πήγα κρεσέντο. Τώρα που ωρίμασα μαζί με το νεφρό μου που έσκασε καρπούζι στον ήλιο. Τώρα που το είδα χωρίς καμιά φρίκη ν’ ανοίγει τριαντάφυλλο, ούτε αίμα, ούτε τίποτα, μόνο τρακ και φάνηκε ζαχαρωμένη ντομάτα. Κοβαλτιώθηκα, μπούχτισα, τσουρουφλίστηκα ολόκληρος. Μόλις τώρα φτάνω των δασκάλων την κόλαση. Όχι εξωτερικά, λέγοντας Ρίλκε και Μπέκετ, μιμούμενος φράσεις τους, όχι. Ξεκινώντας απ’ τη δική μου ζωή, λαχαίνω τις σκέψεις μου μες τα γραφτά τους κι αυτή ας πούμε η σύμπτωση με κάνει να χαίρομαι και να σκυλιάζω ταυτόχρονα. Χαίρομαι γιατί ο δρόμος που τράβηξα, που μόνος μου διάλεξα αν θέλετε, που η ίδια η ζωή μου καθόρισε, δεν είναι άγονος, αφού κι άλλοι, και μάλιστα δάσκαλοι φτάσαν στο ίδιο επίτευγμα, κι είναι μια απόδειξη, όπως όταν μετά σκληρό διαγώνισμα βγαίνεις και τρέχεις στις λύσεις κι είναι όλα σωστά. Απ’ την άλλη μεριά σκυλιάζω γιατί πρόλαβαν αυτοί και κατέγραψαν τον ανθρώπινο πόνο κι εγώ τώρα πρέπει να πάω πιο πέρα δίνοντας ίσως και τ’ άλλο νεφρό.
Στέκομαι συλλογισμένος κι ανοίγω φανταστικό διάλογο με τον Ρίλκε, τον Μπέκετ, τον Μίλερ Χένρι και άλλους, πεισμωμένος και τους φωνάζω, ό,τι γράψατε σεις σ’ ένα βιβλίο εγώ θα το περάσω σε μια μόνο σελίδα, σε μια μόνο φράση. Γιατί να μην έχω κι ένα τρίτο νεφρό; Τότε, αυτήν την απέραντη απελπισία που φτάσαν οι δάσκαλοι, ίσως μπορούσα να την μετατρέψω σε κάποια ελπίδα και πίστη. Να πάρω πηλό και να πλάσω απ’ την αρχή έναν άνθρωπο, κι αυτό το παγερό στερέωμα που φέρνει σβούρα από πάνω μας τυχαία και άσκοπα να μετατρέψω σε λούνα πάρκ. Να στήσω πυγολαμπίδες πάνω στην άσφαλτο. Να κάνω τους ανθρώπους να δουν τη μεταμεσονύκτια ομορφιά των ηλεκτρικών στύλων καθώς υποκλίνονται ευγενικά στις λεωφόρους. Ίσως μπορέσω να φτάσω ξανά στις πρώτες αφέλειες συγκροτώντας μια πίστη που θα διαλύεται μόλις χάνει κανείς το νεφρό του.
Δε θέλω χρόνο. Ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση, γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν οι άλλοι, την καταγράψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω παραπέρα.
Μ’ άλλα λόγια, είναι στην κυριολεξία πρόβλημα τρίτου νεφρού. Αν ήταν πρόβλημα χρόνου μονάχα, δεν είχα παρά να καταφύγω στο τεχνητό. Παίρνουν το αίμα από τη φλέβα και το διοχετεύουν στη μηχανή. Εκεί το χτυπάνε όπως το γάλα που του αφαιρούνε το βούτυρο, για να το ξαναφέρουνε καθαρότερο στην αρτηρία. Οχτώ ολόκληρες ώρες συνεχίζεται το ίδιο βιολί, δυο και τρεις φορές την εβδομάδα. Ένα μηχάνημα μέλος του σώματος σου έξω από το σώμα σου επιμηκύνει το χρόνο σου, σου δίνει παράταση για τρία, ίσως και τέσσερα χρόνια, κερδίζεις μ’ αυτό κάτι, δε λέω, μα τι να ξοδέψεις, πλαστικά σωληνάκια και φίλτρα; Βίδες, παξιμάδια και ρεύμα;
Παίρνεις μια κάποια παράταση, ίσα ίσα που προλαβαίνεις να πετάξεις ένα βιβλίο γεμάτο ούρα, ένα μπουκάλι με σκέψεις για το πώς έγινε το ναυάγιο, τον ύπουλο ύφαλο, τις απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθείς σε μια σαθρή σχεδία δίχως σχέδια, για το μεγάλο σαρωτικό κύμα που έρχεται. Κάποτε πλησιάζει το τέλος, γιατί κάθε φορά και περισσότερα ούρα κυκλοφορούνε στο αίμα σου. Τόσο ήτανε, λες, ρίχνεις μια τελευταία ματιά στα γραφτά σου και βάζεις τον τίτλο: Το τελευταίο μπουκάλι. Ιστορίες που μιλάνε για φλέβες και ούρα, ζαλάδες, πόνους, μιζέριες, μια επιχείρηση που κερδίζει όσο για να πληρώνει το λογιστή. Μόνο φύρα, κανένα περίσσευμα.
Αλλά εγώ που ήθελα να εκσφενδονίσω βεγγαλικά τις φράσεις, καταυγάζοντας έστω και για μια μόνη στιγμή αυτή την αιώνια νύχτα; Πώς να ηλεκτροφωτίσω το στερέωμα με μπλε, μοβ και κόκκινα αστέρια χωρίς να ξοδεύω ζωή; Μ’ αυτό το τραπέζι νεφρό;
Μιλάω για μια ποίηση από τη ζωή, όχι καλά και σώνει για τη ζωή, πολύ περισσότερο με κάποιο σκοπό. Έτσι βρίσκω την ποίηση για την ποίηση του Mallarmé, mal armé. Θα ‘θελα αυτούς που έχουν αυτό το μεράκι να ‘χουν αγγίξει έστω με το μικρό δακτυλάκι την καραβάνα της απελπισιάς, να ‘ναι, μ’ άλλα λόγια, bon armé και alarmé. Γι αυτό αναφέρθηκα στην αρχή σε κάτι φιόγκους (το αυγουλάκι τους και μάλιστα φρέσκο) που γράφουνε ανούσια ποιήματα, χάνονται μέσα στις λέξεις, γιατί δε δώσανε γι αυτή την υπόθεση σταγόνα αίμα. Δε γίνεται. Δε γίνεται."
Το τρίτο νεφρό, Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες, Άπαντα, Κέδρος
Περίπτωση θανάτου
II
Τα φύλλα αργοπεθαίνουν κιτρινίζοντας
μέσα στον πάγο της σιωπής.
Ο χειμωνιάτικοι αέρας κοκαλώνει τις ελπίδες.
Τα χέρια μου δέντρα γυμνά
και να που τα σιδερένια μου παπούτσια
ψαχουλεύουν τα χαλίκια.
Μέσα μου γίνεται το μεγάλο βήμα της αναχώρησης.
Θα κινήσω στο δρόμο της αναζήτησης.
Δε δύναμαι άλλο να διδάξω το χαμόγελο
πώς να ζεσταίνεις τα λουλούδια και τ' αστέρια.
Και φεύγω Άι Βασίλης που άδειασε το μπόγο του
πουλί π' ανοίγει τα φτερά του
άνθρωπος που αλαργεύει τα βήματά του από το θάνατο.
Το βλέμμα μου οσμίστηκε τους δρόμους.
Τώρα τα μάτια μου τρέχουν στους δρόμους.
III
Ένας χτικιασμένος γλόμπος ελεεί τυφλές κάμπιες.
Τι να μας κάνει μια λάμπα των δέκα κεριών;
Μπορεί να στενέψει τις κόρες των ματιών μας;
Αγκαλιάζαμε την Απριλιάτικη πλάση
ενώ τα μάτια μας αχόρταγα στήνανε σκάλες
για την υποδοχή των λουλουδιών.
Τώρα μ' αυτό το κιτρινιάρικο φως
να φυτρώσουμε φτερά στη ράχη της κάμπιας.
Η παγωνιά του χειμώνα
δεν άφησε να φυτρώσουν οι σπόροι στα λιβάδια
κι οι πλαστικές μαργαρίτες μένουν αμάδητες.
Με ποιες παπαρούνες θα προϋπαντήσω την άνοιξη;
Ποιο μπουκέτο θα χαρίσω στους ανθρώπους;
Θα κάνω ένα μάτσο τις κάμπιες της ψυχής μου.
Αύριο θα γίνουν χρυσαλίδες.
IV
Οι άνθρωποι πάνω στις βαθιές αυλακιές
που τους είχε χαράξει ο χειμώνας
πέρασαν τις παρδαλές νερομπογιές της άνοιξης
κι έτσι μασκαρεμένοι τράβηξαν στη λεωφόρο
να την υποδεχτούν τρώγοντας λουκουμάδες και μπουγάτσα.
Πώς να μη ξεθωριάσουν τούτα τα χρώματα
όταν γερές μπαλταδιές σού κομματιάζουν τη σκέψη
όταν η παγωνιά φωλιάζει μέσα σου:
Δεν υπάρχει λοιπόν μια ακρούλα ανέπαφη ν' αποθέσουμε τις πράξεις μας;:
Κάτω απ' τα κυπαρίσσια θα θάψουμε ό,τι δε ζει.
Ένα σκουλήκι σαλεύει.
Αύριο θα είναι ένα ζουζούνι ίσως μια πεταλούδα.
Αυτό θα κρατήσω μέσα μου για την υποδοχή.
Νεκρώσιμη ακολουθία
Ι
Εβδομάς προλήψεως ατυχημάτων
ψυχικών βεβαίως, δηλαδή
πώς θα πατάμε στην καρδιά
ανώδυνα και μαλακά
χωρίς τραντάγματα
και περιττούς μελοδραματισμούς.
Γέμισαν οι παραλίες ψόφια γατιά
οι δρόμοι ξεκοιλιασμένους σκύλους.
Μα πού θα πάει. αυτή η κατάσταση;
Τώρα τελευταία μάλιστα
άρχισαν ν' αυτοκτονούνε τ' αστέρια
Και τα σκοτάδια πλήθυναν
έτσι που κουτουλάμε
σε πεθαμένα δέντρα.
Ευτυχώς έμειναν οι πυγολαμπίδες
ν' αναβοσβήνουν παρήγορα
σαν τα φανάρια της τροχαίας
μετά τα μεσάνυχτα.
ΙΙ
Μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας
ότι όσοι έχουν οξύτατη όραση
θα επιζήσουν της πρώτης κρίσεως
των καρδιακών κρίσεων
της οικονομικής κρίσεως
ακόμη και της εσχάτης κρίσεως
αρκεί ν’ αντέξουν τις κρίσεις συνειδήσεως.
Κατά τα άλλα
πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι
γιατί δεν άρχισε να βρέχει βατράχια
αν και θα επινοηθούν ειδικά αλεξιβρόχια
αποσμητικά κατά της αηδίας
έως ότου εξοικειωθούμε με την μπόχα
των νεκρών αισθημάτων κι ελπίδων.
ΙΙΙ
Βρωμόμυγες, κρεατόμυγες, χρυσόμυγες.
Τι θα γίνει αλήθεια με τις κοινές μύγες
που συνωθούνται στο νεκροτομείο;
Αν θα καλλιεργήσουμε ένα είδος μύγας
Μέσα μας ας είναι το τελειότερο.
Τέλος πάντων.
Πρέπει να μεριμνήσουμε.
Λαμβάνει έκταση επιδημίας αυτή η έκλυση ηθών.
Να κάνουμε έκκληση
επίκληση στις ηθικές μας αρχές
παράκληση προς τον ύψιστο
να μας απαλλάξει
ή να μας μετεξελίξει
σε μύγες, κορέους, κουνούπια
να λείψει το δισυπόστατο του χαρακτήρα μας
να μεταβληθούμε στους τρόμους μας
ψύλλοι, ψείρες και κάνθαροι.
ΙV
Ύστερα η έννοια του θανάτου
για τα όντα είναι ανύπαρχτη.
Μόνο οι θάλασσες πεθαίνουν
κι αδειάζουν οι στιγμές
η εσπέρα ξεψυχάει ασπαίροντας
η τελευταία πνοή του ανέμου
το κύμα που αγγίζει το τέλος του
στα ξεβρασμένα φύκια.
Μόνο τα πράγματα λιποθυμούν
και τα αισθήματα βυθίζονται.
Νεκροταφείο καϊκιών
σκελετωμένες βάρκες
γλαρόπουλα δίχως φτερά
με ξεσκισμένες σάρκες
στ' όνειρο μέσα της ακμής
του απέριττου Αιγαίου
πριν από το ναυάγιο
της παιδικής χίμαιρας.
V
Κι αν πεθάνουν τα ψάρια
επιζούν τα αμφίβια
ίσως ίσως κι οι θαλάσσιες χελώνες
κι αν χαθούν οι αντιλόπες
σώζονται οι χαμαιλέοντες.
Καμιά στενοχώρια για τη ζωή.
Τι σημασία έχει πώς θα υπάρξεις;
Μάριος Χάκκας, Όμορφο Καλοκαίρι, Κέδρος, Άπαντα
Στάθηκα στις δαιδαλώδεις πόλεις
ΙΙΙ
Για να φτάσουμε στην καρδιά των πραγμάτων
έπρεπε να μπούμε από τους υπονόμους
ή τους εξαεριστήρες σα διαρρήχτες
με μάσκες και τα ανάλογα σύνεργα.
Εμείς ξέραμε
ότι το κτίριο ήτανε κούφιο
ότι οι διάδρομοι οδηγούσαν σε άλλους διάδρομους
πως οι εσωτερικοί τοίχοι είχαν τη διαφάνεια σελοτέι
πως το αντικλείδι ταίριαζε σ'όλες τις κάμαρες.
Εμείς ξέραμε
πως οι ωραίοι κίονες στην πρόσοψη
με τα ψηφιδωτά και τα καλλίγραμμα σχήματα
που εντυπωσιάζουν τους περαστικούς
θα κατέρρεαν σύντομα
και κανείς δε θα νοιάζονταν
για το παιδί που χάθηκε στα ερείπια.
ΙV
Ουδέν καινόν. Όλα κενά
τα δοχεία νυκτός οι κάλαθοι απορριμμάτων
μάτια χαμηλωμένα μάταια
στοιχίζονται στις άδειες λέξεις των εφημερίδων
ζυγίζονται στη γραμμή των συνεδριάσεων
μοιάζοντας παίχτες των φλίπερς
πού εγκατέλειψαν τη δεξιοτεχνία
μια και το μηχάνημα πάντα κερδίζει.
Ώρες ώρες μας κατέχει ή σκέψη
της τελευταίας βροντής μιας μπόρας πού πέρασε
γλάρων πού τα φτερά τους δε θα μεγαλώσουν ποτέ.
Παιχνίδια κουρντισμένα από μιαν άλλη εποχή
και τώρα ανοίγοντας την αποθήκη
κουνάμε τα χέρια μας κάνουμε θόρυβο
εξαντλώντας την τελευταία δύναμη του ελατηρίου.
V
Τα ποιήματά μας δεν ολοκληρώθηκαν
και τόσες άλλες πράξεις μας
σαν το σπίτι που το χτίζαμε
και το εγκαταλείψαμε μισό
χωρίς μωσαϊκά κι εγκαταστάσεις.
Κάποιος τής παρέας παντρεύτηκε
δεν έκανε παιδιά
κι άρχιζε να χαρτοπαίζει για να ξεχάσει.
Ένας άλλος στα πενήντα του
αποφάσισε να ασχοληθεί με την καθαριότητα
και τους Συλλόγους των Νέων.
Ο Τάκης που για καιρό αναπαύτηκε
στο στρωματέξ του ερωτισμού
σκεπάζει με άκρα προφύλαξη
την προχωρημένη φαλάκρα.
Κι ο Θόδωρος κατεβαίνει
τα σκαλοπάτια της απελπισίας
με μικρές στάσεις στους ορόφους.
Ο Μήτσος πήρε τις κυλιόμενες σκάλες κι έφυγε βαριεστημένος.
Άλλοι περιμένουν το ασανσέρ.
Μάριου Χάκκα Άπαντα, εκδόσεις Κέδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου