Ο υπηρέτης μπήκε τρέχοντας κουβαλώντας ένα δέμα. Ο κύριος πήρε το δέμα και το απίθωσε πάνω στο τραπέζι. «Λύσε το», είπε. Το παλικάρι το έλυσε.
Ο κύριος έδειξε με το δάχτυλο του το δέρμα.
«Κοίτα εδώ, τσαγκάρη», είπε, «βλέπεις ετούτο το πετσί;»
«Το βλέπω, εντιμότατε».
«Ξέρεις, όμως, τι λογής είναι;»
Ο Σίμωνας άγγιξε το πετσί και είπε:
«Είναι καλό δέρμα».
«Καλό, βέβαια! Αυτό σου 'λειπε! Να πεις πως δεν είναι καλό. Τέτοιο πετσί, ηλίθιε, δεν ξανάδες στη ζωή σου. Είναι γερμανικό και κοστίζει είκοσι ρούβλια».
Ο Σίμωνας τρομοκρατήθηκε και είπε:
«Πού θα 'βλεπα ποτέ μου δέρμα σαν αυτό;»
«Έτσι μπράβο! Και τώρα, μπορείς να μου κάνεις μπότες;»
«Μάλιστα, εξοχότατε, μπορώ».
Τότε ο κύριος του φώναξε με δυνατή φωνή:
«Μπορείς! Μπορείς; Πρόσεξε! Μην ξεχνάς για ποιόνε θα φτιάξεις τις μπότες και τι λογής είναι το πετσί. Πρέπει να μου φτιάξεις μπότες που θα τις φορώ για ένα χρόνο, δίχως να ξεχειλώσουνε κι ούτε να ξηλωθούνε. Αν μπορείς να το κάνεις, πάρε το πετσί και κόφ' το. Αν όμως δεν μπορείς, πες το. Σε προειδοποιώ: αν οι μπότες που θα φτιάξεις ξηλωθούν ή ξεχειλώσουνε μέσα σ' ένα χρόνο, θα σε κλείσω στη φυλακή. Αν δεν ανοίξουν ούτε ξεχειλώσουν για ένα χρόνο, θα σε πληρώσω δέκα ρούβλια για τον κόπο σου».
|
The Shoemakers, by Pericles Tsirigotis |
Ο Σίμωνας είχε τρομάξει πολύ και δεν ήξερε τι να πει. Κοίταξε τον Μιχάλη και σκουντώντας τον με τον αγκώνα, του ψιθύρισε:
«Να τήνε πάρω τη δουλειά;» Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του, σαν να 'λεγε:
«Ναι, πάρ' τη».
Ο Σίμωνας έκανε ό,τι τόνε συμβούλεψε ο Μιχάλης κι ανέλαβε να φτιάξει μπότες που δε θα ξεχείλωναν ούτε και θ' άνοιγαν για έναν ολάκερο χρόνο.
Φωνάζοντας τον υπηρέτη του, ο κύριος του είπε να τραβήξει την μπότα απ' το αριστερό του πόδι που το τέντωσε.
«Πάρε τα μέτρα μου!» είπε.
Ο Σίμωνας πήρε ένα χαρτί μετρήματος σαράντα πέντε πόντους μάκρος, το ίσιωσε, γονάτισε, σκούπισε καλά τα χέρια του πάνω στην ποδιά του, για να μη λερώσει τις κάλτσες του κυρίου, και άρχισε να μετρά. Μέτρησε τη σόλα, την πατούσα γύρω γύρω κι άρχισε να μετρά τη γάμπα του ποδιού, μα το χαρτί ήταν πολύ κοντό. Η γάμπα του ποδιού ήταν χοντρή, σαν δοκάρι.
«Πρόσεξε μην τυχόν και με σφίγγει πολύ στο πόδι».
Ο Σίμωνας πήρε άλλη μια λουρίδα χαρτί. Ο κύριος στριφογύριζε τα δάχτυλα του μες στην κάλτσα του κοιτάζοντας ολόγυρα όσους ήταν στο καλύβι όταν πήρε το μάτι του τον Μιχάλη.
«Ποιον έχεις εκεί πέρα;» ρώτησε.
«Είναι ο τεχνίτης μου. Αυτός θα ράψει τις μπότες».
«Πρόσεξε καλά», είπε ο κύριος στον Μιχάλη, «μην ξεχάσεις πως πρέπει να τις φτιάξεις έτσι που να μου κρατήσουν ένα χρόνο».
Ο Σίμωνας κοίταξε κι αυτός τον Μιχάλη και είδε πως ο Μιχάλης δεν κοίταζε τον κύριο, μα τη γωνία πίσω απ' τον κύριο, σάμπως να έβλεπε κάποιον εκεί πέρα. Ο Μιχάλης κοίταζε κι όλο κοίταζε, ώσπου άξαφνα χαμογέλασε και φωτίστηκε το πρόσωπο του.
«Τι χασκογελάς εσύ κει πέρα, ηλίθιε;» άστραψε και βρόντηξε ο κύριος. «Θα 'κανες καλύτερα να φροντίσεις να 'ναι έτοιμες στην ώρα τους οι μπότες».
«Θα ετοιμαστούν στην ώρα τους», είπε ο Μιχάλης.
«Πρόσεξε καλά!» είπε ο κύριος και φόρεσε τις μπότες και το γούνινο πανωφόρι του που το τύλιξε γύρω του και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα ξέχασε να σκύψει και κουτούλησε την κεφάλα του πάνω στην κάσα της πόρτας. Βλαστήμησε κι έτριψε την κεφάλα του. Μετά πήρε τη θέση του μέσα στην άμαξα και ξεκίνησε.
Αφού πια έφυγε, ο Σίμωνας είπε:
«Φάτσα να σου πετύχει! Ούτε με βαριά δε θα μπορούσες να τον σκοτώσεις. Σχεδόν την ξεμασκάλισε την κάσα, μα δεν έπαθε ούτε γρατσουνιά!»
Κι η Ματριόνα πρόσθεσε:
«Ζώντας όπως ζει, πώς να μη γίνει σαν μουλάρι; Ούτε ο θάνατος ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει τίποτα σε τέτοιο αγκωνάρι!»
Τότε ο Σίμωνας είπε στον Μιχάλη:
«Εντάξει, τήνε πήραμε τη δουλειά, μα πρέπει να κοιτάξουμε μη βρούμε κάνα μπελά. Το δέρμα είν' ακριβό κι ο κύριος αράθυμος. Πρέπει να μην κάνουμε λάθη. Έλα, εσύ βλέπεις καλύτερα και τα χέρια σου πιάνουν πιο καλά από τα δικά μου. Πάρε, λοιπόν, αυτά τα μέτρα και άρχισε το κόψιμο. Εγώ θα αποτελειώσω το ράψιμο στα ψίδια».
Ο Μιχάλης έκανε ό,τι του 'πε. Πήρε το δέρμα, το άπλωσε πάνω στο τραπέζι, το δίπλωσε στα δυο, πήρε μια φαλτσέτα κι άρχισε να κόβει.
Η Ματριόνα κοντοζύγωσε και τον παρατηρούσε που έκοβε. Της έκανε μεγάλη εντύπωση ο τρόπος που το 'κανε. Η Ματριόνα είχε συνηθίσει να βλέπει να φτιάχνουν μπότες και τώρα κοίταζε κι έβλεπε πως ο Μιχάλης δεν έκοβε το δέρμα όπως συνήθως για μπότες αλλά το 'κοβε στρογγυλά.
Της ήρθε να πει κάτι, μα έκανε μέσα της: «Ίσως να μην καταλαβαίνω πώς πρέπει να φτιάχνονται οι μπότες για κυρίους. Φαντάζομαι πως ο Μιχάλης ξέρει πιο πολλά πάνω σ' αυτό. Καλύτερα να μην ανακατευτώ».
Ο Μιχάλης, αφού έκοψε το δέρμα, πήρε μια κλωστή και άρχισε να ράβει όχι με δυο άκρες, όπως ράβονται οι μπότες, αλλά με μια μόνο άκρη, όπως ράβονται οι μαλακές παντόφλες.
Και πάλι αναρωτήθηκε η Ματριόνα αλλά και πάλι δεν ανακατεύτηκε. Ο Μιχάλης έραβε σταθερά μέχρι το μεσημέρι. Τότε ο Σίμωνας σηκώθηκε για φαγητό, κοίταξε γύρω του και είδε πως ο Μιχάλης είχε φτιάξει παντόφλες από το δέρμα του κυρίου.
«Ιιιι!» μούγκρισε ο Σίμωνας και σκέφτηκε: «Πώς είναι δυνατόν ο Μιχάλης, που 'ναι μαζί μου έναν ολάκερο χρόνο και δε λάθεψε ποτέ του ως τα τώρα, να κάνει κάτι τόσο τρομερό; Ο κύριος παράγγειλε μπότες ψηλές, με βάρδουλα, κι ο Μιχάλης έφτιαξε μαλακές παντόφλες μονόσολες και χαράμισε το δέρμα. Τι θα πω τώρα στον κύριο; Δεν μπορώ να βρω πουθενά δέρμα σαν αυτό». Και, γυρίζοντας στον Μιχάλη, είπε:
«Τι κάνεις, φίλε; Με κατέστρεψες! Ξέρεις καλά ότι ο κύριος παράγγειλε μπότες ψηλές και κοίτα εσύ τι έκανες!»
Δεν πρόλαβε ν' αρχίσει το κατσάδιασμα στον Μιχάλη και «ρατ-τατ» ακούστηκε να χτυπάει το σιδερένιο γλωσσίδι που κρεμότανε στην πόρτα. Κάποιος χτυπούσε. Κοίταξαν έξω απ' το παράθυρο. Ένας άντρας είχε έρθει καβάλα στ' άλογο του που τώρα το 'δενε στον πάσσαλο. Άνοιξαν την πόρτα και μπήκε ο υπηρέτης που ήτανε με τον κύριο.
«Καλημέρα», είπε.
«Καλημέρα», αποκρίθηκε ο Σίμωνας. «Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
«Μ' έστειλε η κυρά μου για τις μπότες».
«Για τις μπότες;»
«Ναι, ο κύριος μου δεν τις χρειάζεται. Πέθανε».
«Είναι δυνατό;»
«Δεν πρόκαμε να φτάσει μέχρι το σπίτι, μετά που έφυγε από σας. Πέθανε στην άμαξα. Σαν φτάσαμε στο σπίτι και τρέξανε οι υπηρέτες να τόνε βοηθήσουν να κατέβει, κύλησε κάτω σαν σακί. Ήταν κιόλας πεθαμένος και τόσο ξυλιασμένος, που δεν μπορούσαν να τόνε βγάλουν απ' την άμαξα. Η κυρά μου μ' έστειλε εδώ να σας πω ότι ο κύριος που παράγγειλε μπότες για την αφεντιά του κι άφησε ένα κομμάτι δέρμα για να φτιαχτούν, δε χρειάζεται πια τις μπότες κι ότι πρέπει γρήγορα να φτιάξετε μαλακές παντόφλες για το πτώμα. "Περίμενε", μου είπε, "μέχρι να ετοιμαστούν και φέρτες πίσω μαζί σου". Να γιατί ήρθα».
Ο Μιχάλης μάζεψε τα υπολείμματα απ' το δέρμα, τα τύλιξε, πήρε τις μαλακές παντόφλες που 'χε φτιάξει, τις χτύπησε τη μια με την άλλη, τις σκούπισε με την ποδιά του και τις έδωσε μαζί με το ρολό το δέρμα στον υπηρέτη που τις πήρε και είπε:
«Αντίο, μαστόροι, και καλή σας μέρα».
Πέρασε άλλος ένας χρόνος, κι ακόμα ένας, κι ο Μιχάλης περνούσε τώρα τον έκτο χρόνο του μαζί με τον Σίμωνα. Ζούσε όπως πριν. Δεν πήγαινε πουθενά, μιλούσε μόνο σαν ήταν ανάγκη κι είχε χαμογελάσει μονάχα δυο φορές όλ' αυτά τα χρόνια — τη μια φορά όταν η Ματριόνα του έδωσε να φάει και μια δεύτερη φορά όταν ήρθε στο καλύβι τους ο κύριος. Ο Σίμωνας ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιημένος με τον παραγιό του. Ποτέ δεν τον ρωτούσε τώρα από πού ήταν και το μόνο που φοβόταν ήταν μήπως φύγει ο Μιχάλης.
Μια μέρα ήταν όλοι στο σπίτι. Η Ματριόνα μαγείρευε στο φούρνο. Τα παιδιά τρέχανε πέρα δώθε πάνω στους πάγκους, κοιτάζοντας έξω απ' το παράθυρο. Ο Σίμωνας έραβε στο ένα παράθυρο και ο Μιχάλης στερέωνε ένα τακούνι στο άλλο.Το ένα απ' τα παιδιά πλησίασε τρέχοντας πάνω στον πάγκο τον Μιχάλη, έσκυψε πάνω στον ώμο του και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο.
«Κοίτα, θείε Μιχάλη! Μια κυρία με τα κοριτσάκια της! Φαίνεται πως έρχεται καταδώ. Και το ένα κορίτσι είναι κουτσό».
Μόλις το παιδί το είπε αυτό, ο Μιχάλης παράτησε τη δουλειά του, γύρισε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω στο δρόμο.
Ο Σίμωνας παραξενεύτηκε. Ποτέ δε συνήθιζε ο Μιχάλης να κοιτάζει στο δρόμο, μα τώρα είχε κολλήσει στο τζάμι κοιτάζοντας κάτι. Ο Σίμωνας κοίταξε κι αυτός και είδε να 'ρχεται πραγματικά προς το καλύβι μια καλοντυμένη γυναίκα κρατώντας από το χέρι δυο κοριτσάκια με γούνινα πανωφόρια και μάλλινα κασκόλ. Τα κοριτσάκια μοιάζανε με δυο σταγόνες νερό, εκτός μονάχα ότι το ένα κούτσαινε στο αριστερό του πόδι και περπατούσε με δυσκολία.
Η γυναίκα ανέβηκε στο πρόστεγο και μπήκε στο διάδρομο. Ψαχουλεύοντας στην είσοδο, βρήκε το μάνταλο, το σήκωσε και άνοιξε την πόρτα. Άφησε πρώτα να περάσουν τα δυο κορίτσια και τ' ακολούθησε μες στο καλύβι.
«Καλημέρα, καλοί μου άνθρωποι!»
«Παρακαλώ, περάστε», είπε ο Σίμωνας. «Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
Η γυναίκα κάθισε στο τραπέζι. Τα δυο κοριτσάκια στριμώχνονταν κοντά στα γόνατα της, γιατί φοβόντουσαν αυτούς που ήταν στο καλύβι.
«Θέλω να μου φτιάξετε δερμάτινα παπούτσια γι' αυτά τα κοριτσάκια, για την άνοιξη».
«Να σας φτιάξουμε, μόλο που δεν έχουμε ξαναφτιάξει τέτοια παπούτσια. Ο παραγιός μου, ο Μιχάλης, είναι μάστορας σ' αυτό».
|
Shoemakers, by Jan Jozef, the Younger Horemans |
Ο Σίμωνας έριξε στον Μιχάλη μια ματιά και είδε πως είχε παρατήσει τη δουλειά του και καθόταν με τα μάτια του καρφωμένα πάνω στα κοριτσάκια. Ο Σίμωνας παραξενεύτηκε. Είναι αλήθεια πως τα κορίτσια ήταν πολύ όμορφα, με μαύρα μάτια, παχουλά, ροδομάγουλα• φορούσαν όμορφα τσεμπέρια και γούνινα πανωφόρια αλλά ο Σίμωνας εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει γιατί ο Μιχάλης τα κοίταζε με τον τρόπο αυτό — σάμπως να τα γνώριζε από πριν. Ένιωθε αμήχανος αλλά συνέχισε να κουβεντιάζει με τη γυναίκα κανονίζοντας την τιμή. Αφού κανόνισε την τιμή, ετοιμάστηκε να πάρει τα μέτρα. Η γυναίκα σήκωσε το ανάπηρο κορίτσι στα γόνατα της και είπε:
«Πάρε δυο φορές μέτρα απ' αυτό το κοριτσάκι. Φτιάξε ένα παπούτσι για το κουτσό ποδάρι και τρία για το γερό. Έχουνε και τα δυο το ίδιο νούμερο. Είναι δίδυμα».
Ο Σίμωνας πήρε τα μέτρα και, μιλώντας για το κουτσό κορίτσι, είπε:
«Πώς του συνέβη; Είναι τόσο όμορφο κορίτσι! Έτσι γεννήθηκε;»
«Όχι, η μητέρα του καταπλάκωσε το πόδι του».
Τότε μπήκε στη συζήτηση κι η Ματριόνα. Ποια ήταν, άραγε, αυτή η γυναίκα και τίνος ήταν τα παιδιά; Ρώτησε, λοιπόν:
«Δεν είσαι του λόγου σου, λοιπόν, η μητέρα τους;»
«Όχι, καλή μου γυναίκα. Δεν είμαι ούτε μητέρα τους ούτε καν συγγένισσά τους. Μου ήταν ολότελα ξένα αλλά τα υιοθέτησα».
«Δεν είναι παιδιά σας κι ωστόσο τ' αγαπάτε τόσο πολύ;»
«Πώς είναι δυνατό να μην τ' αγαπώ; Τα έθρεψα με το δικό μου γάλα. Είχα κι εγώ ένα παιδί αλλά το πήρε ο Κύριος. Το αγαπούσα τόσο, όσο αγαπώ τώρα αυτά».
«Τότε, ποιανού παιδιά είναι;»
Η γυναίκα, έχοντας αρχίσει να μιλάει, της είπε ολόκληρη την ιστορία.
«Πάνε κάπου έξι χρόνια από τότε που πέθαναν οι γονείς τους, κι οι δυο μέσα σε μια βδομάδα: ο πατέρας τους θάφτηκε την Τρίτη και η μητέρα τους πέθανε την Παρασκευή. Τα ορφανά τούτα γεννήθηκαν τρεις μέρες έπειτα απ' το θάνατο του πατέρα τους και η μητέρα τους δεν έζησε ούτε μια μέρα παραπάνω. Ο άντρας μου κι εγώ ζούσαμε τότε σαν χωρικοί στο χωριό. Ήμασταν γείτονες τους και ο αυλόγυρός μας ήτανε πλάι στο δικό τους.Ο πατέρας τους ήταν ένας άνθρωπος μοναχικός, ξυλοκόπος στο δάσος. Μια μέρα που κόβανε δέντρα, έπεσε πάνω του ένα απ' αυτά και τον έκανε λιώμα. Δεν πρόκαμαν να τόνε πάνε σπίτι κι ο δύστυχος παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό. Την ίδια βδομάδα η γυναίκα του γέννησε δίδυμα — τούτα εδώ τα κοριτσάκια. Ήταν φτωχιά και μόνη. Δεν είχε κανένα κοντά της, ούτε νέο ούτε γέρο. Μονάχη της γέννησε και μονάχη της βρήκε το θάνατο.
»Την άλλη μέρα το πρωί πήγα να την ιδώ, μα σαν μπήκα στο καλύβι, η δύστυχη κειτόταν κιόλας ξυλιασμένη. Πεθαίνοντας, γύρισε και καταπλάκωσε με το σώμα της το ποδαράκι του παιδιού. Ήρθανε τότε στο καλύβι οι χωριανοί, πλύνανε το σώμα της, την ετοιμάσανε, φτιάξανε κι ένα φέρετρο και τήνε θάψανε. Ήταν άνθρωποι καλοί. Τα μωρά είχαν απομείνει μοναχά τους. Τι θα γινότανε με τα μωρά; Εγώ ήμουνα η μόνη γυναίκα εκεί πέρα που 'χε μωρό στην αγκαλιά εκείνο τον καιρό. Φρόντιζα το δικό μου νιογέννητο, ηλικίας οχτώ βδομάδων. Έτσι, τα πήρα κοντά μου για λίγο καιρό. Οι χωρικοί μαζεύονταν κάθε τόσο κι όλο συλλογιζόντουσαν τι θ' απογίνουν τα παιδιά. Στο τέλος μου είπανε:
"Για την ώρα, Μαρία, καλύτερα να τα κρατήσεις εσύ τα κορίτσια κι αργότερα θα δούμε τι θα τα κάνουμε".
Έτσι, άρχισα να θηλάζω το γερό, παραμελώντας στην αρχή το σακάτικο. Φανταζόμουνα πως δε θα ζούσε. Μα ύστερα αναλογίστηκα: γιατί, τάχα, να υποφέρει το αθώο πλασματάκι; Το λυπήθηκα κι άρχισα κι αυτό να το ταΐζω. Έτσι, λοιπόν, θήλαζα το δικό μου το αγοράκι κι αυτά τα δυο —και τα τρία τους— από το στήθος μου. Ήμουνα νέα και γερή κι ο Θεός το 'δωσε να έχω τόσο πολύ γάλα, που καμιά φορά ξεχυνόταν μοναχό του. Τάιζα συνήθως δυο κάθε φορά, ενώ το τρίτο περίμενε. Όποτε χόρταινε καλά το ένα, θήλαζα το τρίτο. Κι ο Θεός το 'θελε αυτά τα δυο να μεγαλώσουν και το δικό μου να πεθάνει, προτού γίνει δυο χρονών. Και δεν είχα άλλα παιδιά, μόλο που δε μας λείπουν τα λεφτά. Ο άντρας μου δουλεύει αυτή τη στιγμή στο μύλο για τον έμπορο του καλαμποκιού. Πληρώνεται καλά και καλοζούμε. Αλλά δεν έχω δικά μου παιδιά και σκέφτομαι πόσο μόνη θα 'μουνα, δίχως αυτά τα κοριτσάκια! Πώς μπορώ να μην τ' αγαπώ! Αυτά είν' η χαρά της ζωής μου!»
|
The Invalid and the Birth,by William van Strydonck |
Κι έσφιξε πάνω της το κουτσό κοριτσάκι με το 'να χέρι της, ενώ με τ' άλλο σκούπιζε τα δάκρυα απ' τα μάγουλα της.
Η Ματριόνα αναστέναξε και είπε:
«Σωστά το λέει η παροιμία, "μπορεί κανείς να ζήσει δίχως μάνα ή πατέρα, μα δεν μπορεί να ζήσει δίχως το Θεό"».
Με τέτοια λόγια κουβεντιάζανε όταν, άξαφνα, ολάκερο το καλύβι φωτίστηκε, σάμπως να το πλημμύριζε καλοκαιρινό φως απ' τη γωνιά όπου καθόταν ο Μιχάλης. Όλοι κοιτάζανε προς αυτόν και τον είδανε καθισμένο εκεί πέρα, με τα χέρια του διπλωμένα πάνω στα γόνατα του, να κοιτάζει ψηλά και να χαμογελά.
Κάποια στιγμή έφυγε η γυναίκα μαζί με τα κορίτσια. Ο Μιχάλης σηκώθηκε απ' τον πάγκο, άφησε κάτω τη δουλειά του και έβγαλε την ποδιά του. Μετά, κάνοντας υπόκλιση στον Σίμωνα και στη γυναίκα του, είπε:
«Σας αποχαιρετώ, αφέντες μου. Ο Θεός με συγχώρεσε. Ζητώ κι από σας να με συγχωρέσετε, αν κάπου έσφαλα».
Κι εκείνοι είδαν πως ο Μιχάλης αχτιδοβόλαγε φως. Ο Σίμωνας σηκώθηκε, υποκλίθηκε μπροστά στον Μιχάλη και είπε:
«Βλέπω, Μιχαήλ, ότι δεν είσαι ένας άνθρωπος κοινός κι εγώ δεν μπορώ μήτε να σε κρατήσω μήτε να σε ρωτήσω το παραμικρό. Πες μου μονάχα αυτό: πώς γίνεται κι όταν σε βρήκα και σ' έφερα στο σπίτι ήσουνα μελαγχολικός κι όταν σου 'δωσε η γυναίκα μου να φας, της χαμογέλασες και φωτίστηκες ολάκερος; Μετά, τότε που 'ρθε ο κύριος να παραγγείλει τις μπότες κι εσύ χαμογέλασες πάλι κι έγινες ακόμα πιο φωτεινός; Και τώρα, όταν ετούτη η γυναίκα έφερε τα κοριτσάκια, εσύ χαμογέλασες για τρίτη φορά και φωτίστηκες σαν ήλιος; Πες μου, Μιχαήλ, γιατί λάμπει τόσο πολύ το πρόσωπο σου και γιατί χαμογέλασες τις τρεις εκείνες φορές;»
Κι ο Μιχαήλ αποκρίθηκε:
«Εκπέμπω φως επειδή τιμωρήθηκα κι επειδή τώρα ο Θεός με συγχώρεσε. Και χαμογέλασα τρεις φορές επειδή ο Θεός με έστειλε να μάθω τρεις αλήθειες κι εγώ τις έμαθα. Τη μια την έμαθα τότε που με λυπήθηκε η γυναίκα σου κι αυτός είν' ο λόγος που μ' έκανε να χαμογελάσω την πρώτη φορά. Τη δεύτερη την έμαθα τότε που ο πλούσιος παράγγειλε τις μπότες κι εγώ ξαναχαμογέλασα. Και τώρα, όταν αντίκρισα κείνα τα κοριτσάκια, έμαθα την τρίτη και τελευταία αλήθεια και χαμογέλασα για τρίτη φορά».
Και είπε ο Σίμωνας:
«Πες μου, Μιχαήλ, για ποιο λόγο σε τιμώρησε ο Θεός και ποιες ήταν οι τρεις αλήθειες που μπορώ να τις μάθω κι εγώ;»
Και αποκρίθηκε ο Μιχαήλ:
«Ο Θεός με τιμώρησε, επειδή δεν τον υπάκουσα. Ήμουνα άγγελος στον ουρανό και παράκουσα το Θεό. Μ' είχε στείλει ο Θεός να πάρω κάποιας γυναίκας την ψυχή. Κι ήρθα πετώντας κάτω στη γη κι αντίκρισα μια άρρωστη γυναίκα να κείτεται μονάχη της, μια γυναίκα που 'χε μόλις γεννήσει δυο δίδυμα κορίτσια. Σάλευαν ανήμπορα εκείνα στο πλευρό της μητέρας αλλά εκείνη δεν μπορούσε να τα σηκώσει και να τα φέρει ως το στήθος της. Όταν με είδε, κατάλαβε πως ο Θεός με είχε στείλει για να της πάρω την ψυχή και τότε έκλαψε και είπε:
"Άγγελε Κυρίου! Πριν από λίγο θάφτηκε ο άντρας μου που τόνε τσάκισε ένα δέντρο. Δεν έχω ούτε αδελφή ούτε θεία ούτε μητέρα: κανένα να φροντίσει για τα ορφανά μου. Μην πάρεις την ψυχή μου! Άφησε με να θηλάσω τα μωρά μου, να τα θρέψω και να τα στηρίξω στα πόδια τους, προτού πεθάνω. Τα παιδιά δεν μπορούνε να ζήσουνε δίχως μάνα ή πατέρα".
Κι εγώ την άκουσα. Έβαλα το 'να παιδί στο στήθος της, τ' άλλο στην αγκαλιά της και ξαναγύρισα στον Κύριο στον ουρανό. Πέταξα ως Αυτόν και είπα:
"Δεν μπόρεσα να πάρω την ψυχή της μητέρας. Ο άντρας της σκοτώθηκε από ένα δέντρο. Η γυναίκα έχει δυο δίδυμα παιδιά και παρακαλεί να μην της πάρουμε την ψυχή. Λέει η μητέρα: αφήστε με να θηλάσω και να θρέψω τα παιδιά μου, ώσπου να σταθούνε στα πόδια τους. Τα παιδιά δεν μπορούνε να ζήσουνε δίχως μάνα και πατέρα. Δεν της πήρα την ψυχή".
Και λέει τότε ο Κύριος:
"Ύπαγε — πάρε της μητέρας την ψυχή και μάθε τρεις αλήθειες: μάθε Τι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο, Τι δε δίνεται στον άνθρωπο και Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς. Όταν μάθεις αυτά τα πράγματα, θα επιστρέψεις στον ουρανό".
Έτσι, ξαναπέταξα στη γη και πήρα την ψυχή της μητέρας. Τα βρέφη πέσαν απ' τα στήθη της. Το σώμα της γύρισε πάνω στην κλίνη και καταπλάκωσε το ένα βρέφος στραγγουλίζοντας το πόδι του. Εγώ ανυψώθηκα πάνω απ' το χωριό θέλοντας να μεταφέρω την ψυχή της στο Θεό, μα ένας άνεμος άρπαξε, ξερίζωσε τα φτερά μου κι με γκρέμισε κάτω. Η ψυχή της πέταξε μόνη της στο Θεό, ενώ εγώ έπεσα καταγής στην άκρια του δρόμου».
Ο Σίμωνας κι η Ματριόνα κατάλαβαν ποιος ήταν αυτός που 'χε ζήσει μαζί τους, κατάλαβαν ποιον είχαν ντύσει και ταΐσει. Κι έκλαψαν από δέος και χαρά. Κι ο άγγελος τους είπε:
«Ήμουν μονάχος στα χωράφια, γδυμνός. Δε γνώρισα ποτέ ανθρώπινη ανάγκη τι θα πει, κρύο και πείνα, ωσότου έγινα άνθρωπος. Πεινούσα, κρύωνα και δεν ήξερα τι να κάνω. Σιμά στο χωράφι όπου 'χα πέσει είδα ένα αλτάρι χτισμένο για τον Κύριο και πήγα προς τα κει με την ελπίδα να βρω καταφύγιο. Μα το αλτάρι ήτανε κλειδωμένο και δεν μπορούσα να μπω. Έτσι, κάθισα καταγής πίσω από το αλτάρι για να προφυλαχτώ, τουλάχιστον, απ' τον άνεμο. Σουρούπωνε κι εγώ ήμουν πεινασμένος, παγωμένος και πονούσα. Άξαφνα άκουσα κάποιον να περνάει από το δρόμο. Κρατούσε ένα ζευγάρι παλιοπάπουτσα και μιλούσε μοναχός του. Για πρώτη φορά, αφότου γίνηκα άνθρωπος, αντίκριζα το θνητό πρόσωπο ενός ανθρώπου και το πρόσωπο του μου φάνηκε τρομερό και μ' έκανε ν' αποστρέψω το δικό μου. Κι άκουσα τον άνθρωπο να παραμιλά και να λέει πώς θα ' βρίσκε τρόπο να προφυλάξει το κορμί του από το κρύο το χειμώνα και να θρέψει γυναίκα και παιδιά. Κι εγώ συλλογίστηκα:
"Πεθαίνω απ' το κρύο και την πείνα και να ένας άνθρωπος που άλλο δε σκέφτεται, παρά μονάχα πώς να ντύσει τον εαυτό του και τη γυναίκα του και πώς να βρει ψωμί για να φάνε. Δεν μπορεί να με βοηθήσει".
Όταν με αντίκρισε ο άνθρωπος, σκυθρώπιασε και γίνηκε ακόμα τρομερότερος και με προσπέρασε. Απελπίστηκα τότε. Μα ξαφνικά τον άκουσα που ξαναγύριζε. Σήκωσα τα μάτια μου, τον είδα και δεν αναγνώρισα τον ίδιο άνθρωπο: λίγο πριν είχα δει το θάνατο στο πρόσωπο του, μα τώρα είχε ζωντανέψει και αναγνώρισα σ' αυτόν την παρουσία του Θεού. Ήρθε κοντά μου, μ' έντυσε, με πήρε μαζί του και μ' έφερε στο σπίτι του. Εγώ μπήκα στο σπίτι. Μια γυναίκα ήρθε να μας προϋπαντήσει και άρχισε να μιλά. Η γυναίκα ήταν ακόμα πιο τρομερή απ' όσο υπήρξε ο άντρας. Από το στόμα της έβγαινε το πνεύμα του θανάτου. Δεν μπορούσα ν' ανασάνω από την μπόχα του θανάτου που σκόρπιζε ολόγυρα της. Ήθελε να με διώξει, να με πετάξει έξω μες στην παγωνιά κι εγώ ήξερα πως αν το έκανε, θα πέθαινα. Άξαφνα ο άντρας της της μίλησε για το Θεό και η γυναίκα άλλαξε μονομιάς. Κι όταν μου έφερε να φάω και με κοίταξε, την κοίταξα κι εγώ και είδα πως ο θάνατος δεν κατοικούσε πια μέσα της. Είχε ζωντανέψει και αναγνώρισα και σ' αυτή την παρουσία του Θεού.
»Τότε θυμήθηκα το πρώτο μάθημα που μου 'χε αναθέσει ο Κύριος: "μάθε Τι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο". Και κατάλαβα πως μέσα στον άνθρωπο κατοικεί η αγάπη!
Χαιρόμουνα που ο Θεός είχε κιόλας αρχίσει να μου φανερώνει ό,τι είχε υποσχεθεί και τότε χαμογέλασα για πρώτη φορά. Αλλά δεν τα 'χα ακόμα μάθει όλα. Δεν ήξερα ακόμα Τι δε δίνεται στον άνθρωπο και Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς.
»Έμεινα μαζί σας και πέρασε ένας χρόνος. Κι ήρθε τότε ένας άνθρωπος που παράγγειλε μπότες που θα τις φορούσε για ένα χρόνο δίχως να ξεχειλώσουν ή να ξηλωθούν. Εγώ τον κοίταξα και, ξαφνικά, πίσω απ' τον ώμο του, αντίκρισα το σύντροφο μου — τον άγγελο του θανάτου. Κανείς εκτός από μένα δεν έβλεπε κείνο τον άγγελο. Εγώ, όμως, τον ήξερα και ήξερα πως πριν ο ήλιος βασιλέψει, θα έπαιρνε του πλούσιου την ψυχή. Και είπα μέσα μου: "Ο άνθρωπος αυτός κάνει ετοιμασίες για ένα χρόνο μετά και δεν ξέρει πως θα πεθάνει πριν νυχτώσει". Και θυμήθηκα τη δεύτερη φράση του Κυρίου, "μάθε Τι δε δίνεται στον άνθρωπο".
» Ο,τι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο το ήξερα κιόλας. Τώρα μάθαινα τι δεν του δίνεται. Δε δίνεται στον άνθρωπο το να ξέρει τις ανάγκες του. Και χαμογέλασα για δεύτερη φορά. Χαιρόμουν που είχα αντικρίσει το σύντροφό μου άγγελο, που χαιρόταν κι αυτός για το ότι ο θεός μού είχε αποκαλύψει τη δεύτερη αλήθεια.
«Ωστόσο, δεν τα γνώριζα ακόμα όλα. Δεν ήξερα Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς. Κι εξακολούθησα να ζω περιμένοντας πότε ο Κύριος θα μου αποκαλύψει το τελευταίο τούτο μάθημα. Τον έκτο χρόνο ήρθαν εδώ τα δίδυμα κορίτσια με τη γυναίκα. Κι εγώ αναγνώρισα τα κορίτσια και άκουσα με ποιο τρόπο είχαν κρατηθεί στη ζωή. Ακούγοντας την ιστορία, αναλογίστηκα:
"Η μητέρα τους με ικέτεψε για χάρη των παιδιών κι εγώ την πίστεψα όταν έλεγε πως τα παιδιά δεν μπορούνε να ζήσουν δίχως μάνα ή πατέρα. Όμως, ήρθε μια ξένη και τα θήλασε και τ' ανάθρεψε". Κι όταν η γυναίκα έδειξε την αγάπη της για τα παιδιά που δεν ήταν δικά της κι έκλαψε πάνω από το προσκεφάλι τους, είδα σ' αυτή το ζωντανό Θεό και κατάλαβα Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς. Και ήξερα πως ο Θεός μού είχε αποκαλύψει την τελευταία αλήθεια και είχε συγχωρέσει το αμάρτημα μου. Και τότε χαμογέλασα για τρίτη φορά».
|
Steven Daluz, Still |
Και το κορμί του αγγέλου γυμνώθηκε και ντύθηκε με φως, έτσι που να μην μπορεί να τον κοιτάξει ανθρώπου μάτι. Και η φωνή του γίνηκε πιο δυνατή, σάμπως να έβγαινε όχι απ' αυτόν αλλά ψηλά απ' τον ουρανό. Κι ο άγγελος είπε:
«Έμαθα πως όλοι οι άνθρωποι ζουν όχι από έγνοια για τον εαυτό τους αλλ' από αγάπη.
»Δεν ήτανε δοσμένο στη μητέρα να ξέρει τι χρειάζονταν τα παιδιά της για να ζήσουν. Ούτε και στον πλούσιο ήταν δοσμένο να ξέρει τι χρειαζόταν για τον εαυτό του. Ούτε κι είναι δοσμένο σ' οποιοδήποτε άνθρωπο να ξέρει αν, μόλις πέσει το βράδυ, θα χρειαστεί μπότες για το σώμα του ή μαλακές παντόφλες για το πτώμα του.
»Έμεινα στη ζωή, σαν ήμουν άνθρωπος, όχι από έγνοια για τον εαυτό μου, μα επειδή ήταν παρούσα η αγάπη σ' έναν περαστικό κι επειδή αυτός και η γυναίκα του με συμπόνεσαν και μ' αγάπησαν.
Έμειναν στη ζωή τα ορφανά όχι απ' την έγνοια της μητέρας τους, μα επειδή υπήρχε αγάπη μες στην καρδιά κάποιας γυναίκας, μιας ξένης γι' αυτά, που τα συμπόνεσε και τ' αγάπησε. Κι όλοι οι άνθρωποι μένουν στη ζωή όχι με τη σκέψη ότι ξοδιάζουν για την ευτυχία τους, μα επειδή μέσα στον άνθρωπο υπάρχει αγάπη.
»'Ηξερα ως τώρα πως ο Θεός έδωσε ζωή στους ανθρώπους και τη λαχτάρα να ζήσουν. Τώρα κατάλαβα περισσότερα απ' αυτό.
»Κατάλαβα πως ο Θεός δεν επιθυμεί να ζούνε ξέχωρα οι άνθρωποι και, λοιπόν, δεν τους αποκαλύπτει τι χρειάζεται ο καθένας για τον εαυτό του. Τους θέλει, όμως, να ζούνε ενωμένοι και, λοιπόν, αποκαλύπτει στον καθένα απ' αυτούς τι είναι αναγκαίο για όλους.
«Κατάλαβα τώρα πως οι άνθρωποι, μόλο που δείχνουν ότι ζουν από έγνοια για τον εαυτό τους, στην πραγματικότητα ζούνε μονάχα με την αγάπη. Όποιος έχει εντός του την αγάπη, έχει εντός του το Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη».
Κι ο άγγελος ανέπεμψε ύμνο στο Θεό και το καλύβι άρχισε να τρέμει απ' τη δύναμη της φωνής του. Η οροφή άνοιξε και μια κολόνα φωτιάς υψώθηκε από τη γη στα ουράνια. Ο Σίμωνας, η γυναίκα του και τα παιδιά του έπεσαν κάτω. Φτερά παρουσιάστηκαν πάνω στους ώμους του αγγέλου που ανυψώθηκε τώρα στους ουρανούς.
|
Steven Daluz |
Κι όταν ο Σίμωνας συνήλθε, το καλύβι ήταν όπως πριν και δεν υπήρχε κανείς μέσα σ' αυτό, εκτός απ' τη φαμίλια του.
Λέων Τολστόι, Ιστορίες
Μετάφραση: Φώντας Κονδύλης – Ανδρέας Αγγελάκης
Εικονογράφηση: Στάθης Σταυρόπουλος
Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1988
Όταν σου λέει το θέατρο ταξίδευε...
Η διασκευή και σκηνοθεσία του διηγήματος από τους τρεις ερμηνευτές του, Κουνέλα, Λαζαρίδου και Νανούρη, έξοχη, όπως και τα σκηνικά της Μανωλάκου και οι φωτισμοί της Αλεξιάδου!
Μέσα από τρεις τρίφυλλες ντουλάπες ξεπηδούν τα πρόσωπα του διηγήματος κι εκτυλίσσονται περιστατικά, ενώ στο προσκήνιο, με χαρακτήρα υπενθύμισης, λαμβάνει χώρα μια αντίστοιχη μεταφορά στο σήμερα της Ελλάδας: δυο χώρες, δυο κόσμοι, δυο εποχές. Το ζητούμενο όμως πάντα Ένα: αυτό, από το οποίο ζουν οι άνθρωποι.
Ο φτωχός παπουτσής, Συμεών, γίνεται ο μετανάστης ράφτης της γειτονιάς, κ. Γιώργος, για την ακρίβεια ο Ινδός κ. Μπαμπαλού που λατρεύει τη δουλειά του και τα υφάσματα, αλλά αναγκάζεται να κλείσει το ραφείο του. Το αφιλόξενο κρύο της χιονισμένης Ρωσίας γίνεται το γυμνό, σχεδόν νεκρό, τοπίο της πλατείας Ομονοίας, όπου τα λιγοστά κι αναιμικά δεντράκια διψούν για λίγο χώμα και νερό και γίνονται άνθρωποι-σκιές που βασανίζονται και ζητούν κι εκείνοι με τη σειρά τους βοήθεια, είτε οικονομική είτε –κυρίως!– ουσιαστική.
Έτσι, τη στιγμή που και οι άγγελοι ακόμη αποδεικνύονται “αδύναμοι”, ο άνθρωπος καλείται να φανεί δυνατός. Τι υπέροχο το παιχνίδι με τις σκιές, που άλλοτε συντελείται με την προσωποποίηση της σκιάς και παράστασή της με την έξοχη κούκλα –alter ego της Λαζαρίδου– σε κατασκευή Μάρθας Φωκά, και άλλοτε με το παιχνίδι τους στον τοίχο με τον ανάλογο σωστό φωτισμό, θυμίζοντας το παιχνίδι του Πήτερ Παν με τη δική του σκιά.
Από την άλλη, πόσο απολαυστικό να γίνεται κανείς μάρτυρας του ταξιδιού μέρους ή στοιχείων των σκηνικών από παράσταση σε παράσταση, και πόση ζωή αποκτούν εκείνα μέσα απ’ αυτό, όπως συνέβη εν προκειμένω με τη μία από τις τρεις ντουλάπες –την πιο ψηλή, σκέτο κομψοτέχνημα– την οποία είχαμε θαυμάσει στην παράσταση Κήπος στάχτες. Η μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα πλαισιώνει άριστα την παράσταση.
Οι ερμηνείες των τριών ηθοποιών, εξαιρετικές. Η Όλια Λαζαρίδου εξόχως απολαυστική, με μια αφήγηση ζωντανή και παραστατική, όπως και ο μονόλογός της αργότερα, με τον αντίστοιχο χειρισμό φωνής και έκφρασης, αλλά κι ένα θαυμαστό πλαστικό ντουέτο με την κούκλα-σκιά της, όπου αναρωτιέται κανείς ποια είναι η κούκλα και ποια η ζωντανή ηθοποιός. Πηγαίος ο Γιώργος Νανούρης, ως καλόκαρδος Συμεών, και άρτιος ο χειρισμός της κούκλας από τον ίδιο. Γάντι και ο ρόλος του Μιχαήλ για τον Κουνέλα, ο οποίος βρίσκεται στο στοιχείο του.
Ένας άγγελος τρυπωμένος μέσα στους κατατρεγμένους....
Ο άγγελος της ιστορίας υπάρχει, μόνο που είναι τρυπωμένος σε ανθρώπους που αν δεν τους προσπερνάμε με σιχασιά, πάντως με αδιαφορία.Υπάρχει μέσα στους σαλούς, τους μωρούς, τους κατατρεγμένους και περιφρονημένους. Η τουλάχιστον, εκεί τον βλέπω εγώ.
Θεωρητικά το πλαίσιο της ιστορίας θα μπορούσε να συμβεί σήμερα, αλλά δύσκολα πιστεύεις ότι κάποιος όχι μόνο θα έβαζε στο σπίτι του κάποιον άγνωστο, αλλά πως και θα τον βοηθούσε. Έχει κατακερματιστεί οριστικά η πίστη στον άλλο κι αυτή η τρύπα που την κουβαλάμε, είναι το βασικό βάσανο της ζωής μας στις μέρες μας κατά τη γνώμη μου.
...ζούμε τις εποχές της ατροφικής καρδιάς
"Στην πραγματικότητα θα μπορούσαμε να ζούμε από την αγάπη, αν, είχαμε διανύσει την απόσταση μέχρι τον διπλανό... Αυτό είναι το πιο χαμένο μας στοίχημα, και πρέπει να κερδηθεί. Κι ας μην το προλάβουμε εμείς όσο ζούμε, ας το ζήσουν οι επόμενοι...». «όλοι έχουμε μέσα μας το τυφλό ζώο, είναι στην ανθρώπινη φύση. Με την πνευματική καλλιέργεια, με την τέχνη, μπορεί αυτό να αλλάξει... Τι χρειάζεται ο άνθρωπος στη ζωή; Να είναι άνθρωπος, να βρει έναν οδηγό ζωής.
Προσωπικά έχω καταλήξει ότι ζούμε τις εποχές της ατροφικής καρδιάς. Το μυαλό δίνει τις ιδέες αλλά το κίνητρο βρίσκεται στην ψυχή, στην καρδιά», «Υπάρχει μέσα μου ένα κομμάτι “παιδί” που έχει ακόμα την ικανότητα να παραμυθιάζεται. Κι εγώ το τρέφω για να ζει...»
Όλια Λαζαρίδου