''Σε μια αναζήτηση της ταυτότητας''
''Μια φωνή και μια μαρτυρία είναι αρκετή για την ιστορική δικαίωση των παθών ενός λαού ''
Η Thea Halo, αμερικανίδα υπήκοος, ποντιακής καταγωγής από μητέρα και ασσυριακής καταγωγής από πατέρα, είναι συγγραφέας και ζωγράφος που έχει βραβευθεί για τα ποιήματα και τα δοκίμιά της. Έχει παρουσιάσει τα έργα της σε εκθέσεις στη Νέα Υόρκη και αλλού. Ζει στη Νέα Υόρκη. Το βιβλίο της ''Ούτε το όνομά μου'' αποτελεί την ιστορία της μητέρας της για την κόλαση που ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τσαρλς Έβανς Χιουζ απέδωσε στη ''βαρβαρική απανθρωπιά των Τούρκων''. Συνολικά τρία εκατομμύρια χριστιανοί της Τουρκίας (Έλληνες, Αρμένιοι, Ασσύριοι) σφαγιάστηκαν, ενώ εκατομμύρια άλλοι εξορίστηκαν. Έτσι, έληξε με βάρβαρο τρόπο η τρισχιλιόχρονη ιστορία και παρουσία τους στη Μ. Ασία.
Εξαιτίας των συστηματικών προσπαθειών διαφόρων κυβερνήσεων και ενδιαφερομένων να αποσιωπήσουν τις βαρβαρότητες της χώρας τους, όπως η Τουρκία, και να δημιουργήσουν μια πλασματική ιστορία, οι μαρτυρίες όσων επιβίωσαν, όπως της μητέρας της συγγραφέως, συχνά παρέχουν τις πιο αυθεντικές και έγκυρες πηγές της αλήθειας.
Κεντρικό πρόσωπο στην αφήγηση είναι η μητέρα της Thea Halo, η Θυμία-Σάνο, "η Ελληνίδα Αννα Φρανκ" για πολλούς, που έζησε το 1920 τη γενοκτονία των Ποντίων.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, η συγγραφέας μαζί με τη μητέρα της φτάνουν από την Αμερική στην Άγκυρα σε μια αναζήτηση, μετά τον ξεριζωμό, του χωριού της Θυμίας-Σάνο, στον Πόντο.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η Θυμία- Σάνο αφηγείται στην κόρη της την ιστορία της ζωής της. Περιγράφει την ευτυχισμένη παιδική ηλικία της στα βουνά του Πόντου και τις συνήθειες και τα έθιμα των Ποντίων. Το μέρος αυτό του βιβλίου κλείνει με τον διωγμό τους από τους Τούρκους. Το τραγικότερο από όλα, όπως τονίζεται, είναι ότι οι Τούρκοι επιζητούσαν τον ολοκληρωτικό αφανισμό των Ελλήνων και δεν αρκούνταν στον διωγμό τους.
Το τρίτο μέρος περιγράφει τον ξεριζωμό των Ποντίων. Η Θυμία-Σάνο στην πορεία θανάτου έχασε όλη της την οικογένεια. Στα 15 της παντρεύτηκε τον Ασσύριο Αβραάμ Χάλο και έτσι βρέθηκε στην Αμερική.
Στο τέταρτο μέρος περιγράφει τη ζωή της στην Αμερική.
Στο πέμπτο και τελευταίο μέρος ξαναγυρίζουμε στο παρόν, στην πορεία τους προς το Αϊοντόν, όπου φτάνουν και αναζητούν το σπίτι της μητέρας της συγγραφέως.
«Όταν φτάσαμε και είδα αυτούς τους έρημους λόφους, η καρδιά μου μαύρισε. Ίσως και να σταμάτησε να χτυπάει. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτή ήταν η γη μας. Η περιοχή γύρω από το Αϊοντόν έμοιαζε να είναι αυτή που ήξερα, αλλά η περιοχή που έλεγε η γυναίκα ότι ήταν δική μας μου φαινόταν πολύ απότομη. Πίστευα ότι ήταν πολύ πιο επίπεδη στην κορυφή του λόφου. Και πίστευα ότι τουλάχιστον θα είχαν κρατήσει τα σπίτια. Πίστευα ότι θα τα κατοικούσαν. Αν το σκεφτεί κανείς, χιλιάδες χρόνια ιστορία και ολόκληρη η ζωή μας αθροιζόταν σε ένα σωρό από πέτρες. Αλλά όταν είδα εκείνο το μικρό μοσχαράκι δεμένο στο γέρικο δέντρο, η καρδιά μου σκίρτησε.
"Περίμενε με", είχα πει στη Μάτα τη μέρα που έφυγα. Έμοιαζε η μικρή μου Μάτα να με περίμενε όλα εκείνα τα χρόνια, όπως της είχα ζητήσει. Ήθελα να πάω κοντά της και να την αγκαλιάσω από το λαιμό. Ήθελα να τρίψω το πρόσωπο μου πάνω στο χνουδωτό δικό της, όπως είχα κάνει με τη Μάτα όταν ήμουν παίδι. Όμως, φοβόμουν να την ακουμπήσω. Φοβόμουν ότι θα εξαφανιζόταν αν την ακουμπούσα. Φοβόμουν ότι θα εξαφανιζόταν, όπως είχαν εξαφανιστεί και όλα τα άλλα.
Μόνο πρόσφατα είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι τι θα είχε γίνει αν ο πατέρας μου είχε αρνηθεί να αφήσει τη γη μας και αν είχαμε κρυφτεί ανάμεσα στους Τούρκους, όπως είχε κάνει ο θείος μου. Δε γνωρίζω, όμως, τι απέγινε ο θείος μας και έτσι ποτέ δε θα μάθω ποια θα ήταν η μοίρα μας.
Καμιά φορά, όταν κάθομαι μόνη, κλείνω τα μάτια μου και βλέπω τον ήλιο να περνάει μέσα από τα σύννεφα και να λούζει τα περιβόλια της νιότης μου. Βλέπω τη μητέρα μου που απλώνει τα ρούχα στη χορταριασμένη πλαγιά. Και όταν αρχίζω να τραγουδάω, ακούω τη φωνή του πατέρα μου να σμίγει με τη δική μου, καθώς λέω τα τραγούδια που έλεγε και αυτός καθισμένος κοντά στη φωτιά. Σκέφτομαι αυτά τα απλά πράγματα που ο καθένας νομίζει ότι δε θα τελειώσουν ποτέ, τα πράγματα που θεωρεί δεδομένα, όπως τις αναπνοές που παίρνει, και που συνδέουν τα μεγάλα γεγονότα. Στην ουσία, αυτά είναι η πραγματικότητα. Είναι τα φτερά της πεταλούδας, το δόντι του καρχαρία, οι ρίζες της δυνατής οξιάς. Αυτές είναι οι κλωστές που φτιάχνουν το ύφασμα που υφαίνεται. Αν και τα πόδια μου έχουν γεράσει και η πλάτη μου είναι πλέον λίγο γυρτή και τα μάτια μου δε διακρίνουν πια τα έντονα χρώματα της αυγής χωρίς να κουραστούν, ακόμα και στις πιο σκοτεινές μου ώρες, χρειάζεται μονάχα να δω ένα λουλούδι να γέρνει το ωραίο του πρόσωπο για να ρουφήξει το νερό της βροχής ή να ακούσω τα παιδιά μου να γελάνε, για να ξέρω ότι η ζωή είναι ωραία. Η αναπνοή είναι το δώρο του Θεού. Η ζωή είναι η επιβράβευση μας. Τα υπόλοιπα εξαρτώνται από μας».
Στο τέλος του βιβλίου η σκυτάλη της αφήγησης επανέρχεται στα χέρια της συγγραφέως.
Η μητέρα μου μιλούσε λες και κάποιος μυστικός κόσμος της είχε δώσει δύναμη όλ' αυτά τα χρόνια. Η τελευταία της φράση κόλλησε στο μυαλό μου: «Τα υπόλοιπα εξαρτώνται από μας». Εγώ το πίστευα αυτό; Υποθέτω πως ένα κομμάτι μου το πίστευε, αλλά υπήρχε και το άλλο κομμάτι μου που δεν έπαυε να με προβληματίζει για το τι γίνεται όταν πρέπει να παλέψουμε με άλλους; Όταν η δική μας η ζωή βρίσκεται στα δικά τους τα χέρια; Όταν αυτοί ελέγχουν τη μοίρα μας; Τότε πράγματι εξαρτάται από εμάς;
Όταν είχα σταθεί στη γη της μητέρας μου, για πρώτη φορά στη ζωή μου μπόρεσα να τη δω στ αλήθεια να τρέχει παιδί κάτω στην πλαγιά με τη Μάτα δίπλα της. Έβλεπα τα μακριά της μαύρα μαλλιά. Το φόρεμα της που ανέμιζε και φούσκωνε στον αέρα. Έβλεπα και τους άλλους να τρέχουν, τη Χριστοδούλα και τον Γιάννη και τη μικρή Ναστασία. Είδα και τη γιαγιά μου όπως την είχε περιγράψει η μητέρα μου, που άπλωνε τα ρούχα σε ένα πανέμορφο πράσινο λόφο, ενώ η Μαθεία και η Μαρία ήταν ξαπλωμένες στην κούνια τους. Και ο παππούς μου εκεί ήταν και στοίβαζε τα ξύλα για το δύσκολο χειμώνα και ο προπάππους μου ακόμα, με τους ελαφρά γυρτούς ώμους και το γκριζωπό του μουστάκι, καθόταν δίπλα στη φωτιά. Και η γυναίκα του ακόμα, καθόταν και έπλεκε δίπλα του. Για πρώτη φορά στη ζωή μου τους έβλεπα να στέκονται μπροστά μου, λες και ήταν ζωντανοί.
Αυτό έψαχνα όλη μου τη ζωή; Την κληρονομιά μου; Ποια ήμουν και τι ήμουν; Γι αυτό είχα αυτή τη μανία με τα ταξίδια από τόσο νεαρή ηλικία; Κανένας τουριστικός οδηγός δε θα μπορούσε να παίξει αυτό τον ρόλο. Ένιωθα αλλαγμένη κατά έναν ανεξήγητο τρόπο. Είχα ιστορία. Είχα λαό δικό μου. Είχα αγάπη που ξεπερνούσε τα όρια του παρόντος. Αγάπη που ξεπερνούσε τη διάρκεια της δικής μου ζωής και τη βραχύτητά της. Μια αγάπη που ήταν κατά κάποιο τρόπο αρχαία και συνδεόταν με τις απαρχές του χρόνου.
Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα τη μητέρα μου που καθόταν δίπλα μου και κατάλαβα τι ακριβώς εξαρτιόταν από εμάς. Τι μπορούμε να κάνουμε με αυτό. Όχι αυτά που κάνουμε με όσα δε γίνεται να ελέγξουμε. Μα αυτά που κάνουμε με όσα μπορούμε να ελέγξουμε.
Και τότε κατάλαβα γιατί είχα γίνει από παιδί προστάτιδα της μητέρας μου. Κατάλαβα τι ήταν αυτό που είχε και επιχειρούσα πάντα να προστατεύσω. Ήταν η αθωότητα της. Η γενναιοδωρία της. Η άνευ όρων αγάπη της που της επέτρεπε να τα καταφέρνει σαν μητέρα μας, ανεξάρτητα από τα εμπόδια που βάζαμε εμείς ή κάποιοι άλλοι στο δρόμο της. Δεν υπήρχε τίποτε που να μην μπορείς να αγαπήσεις στη μητέρα μου. Μπορούσες να χωθείς στη μεγάλη της αγκαλιά και όλα σου τα προβλήματα να εξαφανιστούν.
Αλλά αυτή η αθωότητα που νόμιζα ότι προστάτευα στη μητέρα μου δεν ήταν τελικά καθόλου αθωότητα. Καταλάβαινα τώρα ότι αυτό ήταν μια βαθιά εδραιωμένη γνώση του κόσμου, μια βαθιά εδραιωμένη σοφία. Η άνευ όρων αγάπη και γενναιοδωρία της μητέρας μου δε βασίζονταν στην άγνοια του κόσμου, αλλά στη βαθιά γνώση των παιχνιδιών που παίζει η μοίρα και του αβέβαιου ελέγχου που έχουμε σε όλους αυτούς που αγαπάμε.
«Ίσως επιτέλους να βρίσκονται εκεί που πραγματικά ανήκουν», είπε η μητέρα μου. «Ίσως και να υπάρχουν στον αέρα... στο χορτάρι... στις πέτρες που κάποτε αποτελούσαν το σπιτικό τους και στα αγριολούλουδα που έχουν το δικό τους μερίδιο στη γη».
Η μητέρα μου γύρισε και κοίταξε τη Μαύρη Θάλασσα μέσα από τη σκιά των πεύκων. Λαμπύριζε σαν διαμάντι.
Η συγχώρεση είναι μια διαδικασία που πρέπει να ξεκινάει αφού κάνει το πρώτο βήμα αυτός που έσφαλε ή συμβαίνει μέσα σε αυτόν που έχει υποστεί το άδικο ανεξάρτητα από το τι κάνει ο άλλος;
«Η συγχώρεση έχει να κάνει αποκλειστικά με το άτομο που έχει υποστεί την πληγή. Μερικές φορές μπορεί τα άτομα που σου έχουν προκαλέσει το πρόβλημα να μην ξέρουν καν ότι τους έχεις συγχωρέσει».
Αν αυτός που σε έχει τραυματίσει δεν νιώθει μετανιωμένος ή πιστεύει ότι δεν έχει κάνει κακό, συνεχίζεις να τον συγχωρείς και πάλι;
«Η συγχώρεση είναι αποκλειστικά για το δικό σου καλό, οπότε ναι. Στην περίπτωση της μητέρας μου, για παράδειγμα, ή ίδια λέει ότι απλώς θέλει να ακούσει μια συγγνώμη για εκείνον τον διωγμό από την τουρκική κυβέρνηση. Βέβαια, να σας πω ότι ποτέ δεν μίσησε τους Τούρκους και ούτε έμαθε και σε εμάς να τους μισούμε. Οταν καμιά φορά τής λες για τους τούρκους πολίτες που έκαναν τις ασχήμιες και τα εγκλήματα, σου λέει: “Τι θα μπορούσαν να κάνουν;”. Την καταλαβαίνω απόλυτα, γιατί, κοιτώντας τη δική μου ζωή στις ΗΠΑ, και εγώ ήμουν εντελώς εναντίον της εισβολής στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, αλλά δεν έκανα κάτι για αυτό. Ούτε καν μια πορεία διαμαρτυρίας. Οι τούρκοι πολίτες τότε δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε γιατί θα τους σκότωναν. Αυτό η μητέρα μου το καταλάβαινε τότε, το καταλαβαίνει και τώρα, γι’ αυτό το μόνο που θέλει είναι μια επίσημη συγγνώμη από τη σημερινή κυβέρνηση της Τουρκίας, παρ’ ότι η συγκεκριμένη δεν έχει να κάνει σε τίποτε με εκείνη την κυβέρνηση των διωγμών».
Ο Τάσος Λειβαδίτης έχει γράψει ότι «όταν λες “μισώ”, ο πρώτος φόνος του κόσμου ξαναγίνεται μέσα σου».
«Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό και πολύ ωραίο. Αυτό για το οποίο αισθάνεσαι δυνατό μίσος τώρα είναι εκείνο για το οποίο πιθανόν να είχες αισθανθεί την ίδια ισχυρή αγάπη κάποτε. Η μητέρα μου λέει ότι “η ζωή είναι τόσο όμορφη, γιατί να την ξοδέψω μισώντας κάποιον;”».
Πώς αισθάνεστε εσείς ή η μητέρα σας για τους χριστιανούς που αποφάσισαν να αλλάξουν τη θρησκεία τους για να μείνουν τότε εκεί;
«Θυμάμαι να συναντώ κάποιους Ελληνες που πραγματικά είναι θυμωμένοι με αυτούς, αλλά εγώ δεν θεωρώ ότι είναι τόσο φοβερό. Όπως όμως σας είπα, το πρώτο καθήκον σου είναι να επιβιώσεις. Και αν νιώθεις ότι πρέπει να αλλάξεις τη θρησκεία σου για να προστατεύσεις τον εαυτό σου και την οικογένειά σου, ποια είμαι εγώ που μπορώ να σου πω: “Δεν μπορείς να προστατεύσεις την οικογένειά σου, άσ’ τους να πεθάνουν”. Αυτή είναι μια απόφαση που οι άνθρωποι παίρνουν για τον εαυτό τους και δεν αισθάνομαι άσχημα για αυτούς. Και με έναν τρόπο, αυτός είναι ο λόγος που δεν διακηρύσσω το μίσος εναντίον των Τούρκων. Δεν βίωσα εγώ αυτό τον διωγμό, η μητέρα μου τον βίωσε και αν η μητέρα μου τους συγχωρεί, ποια είμαι εγώ να τους μισώ;».
Είναι πιο εύκολο να συγχωρέσεις έναν εχθρό από έναν φίλο;
«Δεν είμαι σίγουρη, πρέπει να το σκεφτώ. Ίσως ένας φίλος μοιάζει να είναι περισσότερο προδότης, γιατί τον ξέρεις και τον εμπιστεύεσαι. Του έχεις πει την ιστορία σου, τη ζωή σου και μετά σε προδίδει. Ενας εχθρός είναι ένας εχθρός, δεν περιμένεις πραγματικά περισσότερα από αυτόν και δεν έχεις επενδύσει τίποτε σε αυτόν. Ισως, τελικά, είναι ευκολότερο να συγχωρέσεις έναν εχθρό από έναν φίλο. Αν μιλάμε συγκεκριμένα για τους Ελληνες και τους Τούρκους, ίσως οι Ελληνες περίμεναν περισσότερα από αυτούς ακριβώς επειδή ζούσαν χρόνια ως γείτονες, ο ένας δίπλα στον άλλον».
Λένε ότι το κακό με τη ζωή δεν είναι ότι κρατάει λίγο, είναι ότι αρχίζει αργά. Νομίζετε ότι αυτό ισχύει για τη μητέρα σας;
«Κοιτάξτε, η μητέρα μου συγκεκριμένα άρχισε την ενήλικη ζωή της νωρίς αφού την “πέταξαν” από μικρό παιδί μέσα σε αυτήν και έτσι έχασε την παιδική της ηλικία. Μέσα στη ζωή μας όμως υπάρχουν πολλές μικρότερες ζωές που ζούμε. Η ζωή είναι όπως όταν διηγείσαι μια ιστορία που, ενώ νομίζεις ότι είναι μία, υπάρχουν πολλές μικρές ιστορίες μέσα σε αυτήν».
Αυτές οι μικρότερες ζωές όμως, που αποτελούν τη ζωή μας, μπορεί να έρθουν οποιαδήποτε στιγμή, ακόμη και λίγο πριν από το τέλος.
«Ναι! Ετσι ακριβώς έγινε και με τη Σάνο. Ξεκίνησε από ένα μέρος στην Τουρκία, που δεν είναι καν μια κουκκίδα στον χάρτη, και ήρθε στη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, τη Νέα Υόρκη, όπου έπρεπε να περάσουν 80 χρόνια και τώρα στο τέλος της ζωής της έγινε τόσο γνωστή στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Για αυτήν όμως το πιο σπουδαίο είναι ότι στη Βόρεια Ελλάδα την αποκαλούν “γιαγιά όλων των Ποντίων”».
Τα όνειρα που έχουν οι άνθρωποι πρέπει να είναι μεγαλύτερα από τις πληγές τους. Πιστεύετε ότι αυτές οι μεγάλες πληγές για ένα εννιάχρονο κορίτσι, όπως ήταν τότε η μητέρα σας, το έκαναν να έχει ακόμη μεγαλύτερα όνειρα;
«Μερικοί άνθρωποι δεν ξεπερνούν ποτέ τις πληγές τους και δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να πάει μπροστά και να προοδεύσει. Αυτό μπορεί να συμβεί για πολλούς λόγους, ακόμη και για λόγους ενοχής. Όπως η ενοχή του “γιατί επέζησα εγώ, ενώ οι άνθρωποι που αγαπούσα δεν επέζησαν;”. Έτσι, δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να ζήσει πραγματικά, γιατί δεν του συγχωρούν το γεγονός ότι επέζησε. Η Σάνο ποτέ δεν είπε “γιατί επέζησα;”, πολλές φορές μου είπε το εξής: “Αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι ήμουν ένα μικρό κορίτσι με άγνοια, που απλώς ήθελα να επιβιώσω. Ένιωθα ότι αυτό ήταν το καθήκον μου. Αυτό μόνο”. Βέβαια, ήταν πολύ θλιμμένη και πληγωμένη για ό,τι συνέβη στους δικούς της ανθρώπους και αυτό που δεν ήθελε με τίποτε είναι να ξεχαστεί η οικογένειά της και ό,τι έγινε σε όλους αυτούς τους ανθρώπους τότε. Το βιβλίο μου της έδωσε τη σιγουριά που περίμενε ότι δεν θα ξεχαστούν».
Το «Ούτε το όνομα μου» είναι επίσης ένα βιβλίο για τα ωραία πράγματα της ζωής.
«Ήθελα να δείξω την ομορφιά του ελληνοποντιακού πολιτισμού, τουλάχιστον σε αυτά τα τρία χωριά, και τι χάθηκε πραγματικά, γιατί μόνο βλέποντας την ομορφιά αυτού που ήταν κάποτε μπορεί κανείς να καταλάβει πλήρως την τραγωδία και την αδικία αυτού που έχει καταστραφεί», λέει η Θεία Χάλο σε συνέντευξη που δόθηκε στον Khatchig Mouradian, Αρμένιο δημοσιογράφο της αρμενικής εφημερίδας Aztag του Λιβάνου το 2004.
«Εκθειασμός σ’ αυτό που χάθηκε, κάνει την ανάμνηση αγαπητή», είπε ο Σαίξπηρ.
Σε μια συνέντευξη, είπατε: «Να θυμάσαι, δεν σημαίνει να υποδαυλίζεις το μίσος μέσα και έξω. Το μίσος καταστρέφει ό,τι είναι καλό και καθαρό στο παρελθόν και στο παρόν. Σημαίνει απλώς να μην σβήσουμε αυτό που μας ανήκει.
«Δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν τα συναισθήματα μίσους, ιδίως για τα θύματα της γενοκτονίας και τους αμέσους απογόνους τους, έτσι δεν είναι;».
Η μητέρα μου έζησε αυτή τη Γενοκτονία.
Έχασε όλη την οικογένειά της και την περιουσία της στην ηλικία των 10 ετών. Έζησε δίπλα-δίπλα με τους Τούρκους. Τα τουρκικά χωριά περιέβαλαν τα ελληνικά χωριά. Η μητέρα μου είπε ότι ανταλλάσσονταν προϊόντα και δεν είχαν πρόβλημα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι κανένας Τούρκος δεν επιτέθηκε ποτέ σε Έλληνα, Αρμένιο ή Ασσυρίο. Φυσικά, υπήρξαν κάποιοι, για διάφορους λόγους.
Όμως, σε γενικές γραμμές ζούσαν ειρηνικά. Έχω ακούσει αμέτρητες ιστορίες των Αρμενίων, Ασσυρίων και των Ελλήνων, που εξιστορούν πώς οι Τούρκοι έχουν σώσει τις ζωές των οικογενειών τους.
Η μητέρα μου λέει ότι πρέπει να κατηγορηθούν εκείνοι που ευθύνονται, δηλαδή η τουρκική κυβέρνηση.
Αν αρχίσουμε να διακρίνουμε τους ανθρώπους σε μια χώρα και να ξεχάσουμε ότι όσα διέπραξαν ήταν αντικείμενο επιβολής μιας πολιτικής από την κυβέρνηση, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να απαλλαγούμε από το μίσος.
Η φυλετική νοοτροπία είναι διάχυτη και συνεχίζεται χωρίς διακοπή μέχρι σήμερα, γιατί υπάρχουν μίση που πάνε πίσω χιλιάδες χρόνια μεταξύ σχεδόν όλων των φυλών του κόσμου. Πρέπει να μάθουμε να αναγνωρίσουμε το παρελθόν χωρίς να το ξαναζούμε.
Δεν καταλαβαίνουμε πόσο το παρελθόν μας έχει επηρεάσει. Επειδή γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νέα Υόρκη, μπορώ να πω ότι δεν επηρεάστηκα, αλλά δεν είναι αλήθεια.
Οι γονείς μου έζησαν τη γενοκτονία. Με μεγάλωσαν και δεν ξέρουμε με τι λεπτούς τρόπους, η ζωή και οι δυσκολίες τους μας έχουν επηρεάσει.
Είμαστε προϊόν των γονιών μας. Αν δεν αναγνωρίσουμε το παρελθόν τους, και δεν το αγκαλιάσουμε σαν μέρος του εαυτού μας, δεν θα αγκαλιαστούμε πλήρως. Μόνο όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε από πού προερχόμαστε μπορούμε πραγματικά να καταλάβουμε ποιοι είμαστε.
Και πότε φτάσατε εσείς η ίδια σε αυτή την κατανόηση;
Καταρχάς όταν επισκέφθηκα την Τουρκία. Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα να συνδέομαι με την κληρονομιά μου.
Εδώ στην Αμερική, κανείς δεν ξέρει ποιοι είναι οι Έλληνες του Πόντου.
Και όλοι μου λένε ότι δεν μπορώ να είμαι Ασσύρια, επειδή οι Ασσύριοι δεν υπάρχουν πια.
Σκέφτηκα: «Πώς μπορώ να είμαι κάτι που δεν υπάρχει;»
Δεν είχα κληρονομιά μέχρι να σταθώ στη γη της μητέρας μου, και έπειτα του πατέρα μου.
Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα να συνδέομαι με αυτούς τους ανθρώπους, που είναι τελικά ο λαός μου.
Και αφού έγραψα την ιστορία της μητέρας μου, που περιείχε τη Γενοκτονία των Ποντίων, των Ασσυρίων και των Αρμενίων, ξεκίνησα να κάνω έρευνες για τη γενική ιστορία, για το βιβλίο, και συνειδητοποίησα πόσο σημαντική ήταν η ιστορία τους.
Η σκέψη ότι λαοί αυτοί είχαν ζήσει σε μια γη για τρεις χιλιάδες χρόνια και περισσότερο, είναι μια πολύ ισχυρή διαθήκη και δεν μπορούν απλώς να αφαιρεθούν από το πρόσωπο γης και ούτε μπορεί η μνήμη τους να πάψει να υπάρχει, εδώ αλλά και όπου αλλού στη γη!
Αυτό που σίγουρα ολοκληρώνει μια γενοκτονία, είναι όταν κανείς δεν έχει ακούσει για τον λαό σου.
Κάποιοι με ρωτούν γιατί ονόμασα το βιβλίο μου «Ούτε το όνομά μου».
Ο λόγος είναι ότι η μητέρα μου έχασε τα πάντα, την οικογένεια της, το σπίτι της, τη γλώσσα της και τη χώρα της, ακόμη και το όνομά της.
Αλλά πολλοί Έλληνες Πόντιοι και Ασσύριοι, μου είπαν ότι ο τίτλος έχει μεγαλύτερη σημασία γι 'αυτούς.
Σημαίνει ότι ακόμη και τα επίθετα, Έλληνας Πόντιος και Ασσύριος, χάθηκαν από τον κόσμο.
Ήταν μια ενδιαφέρουσα αποκάλυψη για μένα.
Πολλοί Αρμένιοι αποδίδουν μεγάλη σημασία στα εδάφη που έχασαν. Γενοκτονία για αυτούς δεν είναι «απλώς» η εξόντωση ενάμιση εκατομμυρίου Αρμενίων, αλλά και η απέλαση ενός ολόκληρου λαού από τη γη του, καθώς και η εξόντωση ενός πολιτισμού.
Όταν μιλάτε για την «γη του πατέρα σας» και τη «γη της μητέρας σας», τρέφεστε με τα ίδια συναισθήματα;
Σχεδόν κάθε αρχαίος πολιτισμός έχει αυτό το δεσμό με τη γη.
Τι άλλο είναι ένα μέρος που το ονομάζουμε «σπίτι μας»;
Όταν στάθηκα σε αυτή τη γη, για πρώτη φορά στη ζωή μου, μπόρεσα να αισθανθώ πραγματικά τους προγόνους μου, τους παππούδες μου.
Έγιναν πραγματικότητα για μένα, για πρώτη φορά.
Ήταν μέρος αυτής της γης τους, όπως τα βράχια, τα δέντρα, τα βότανα.
Ο ιδρώτας τους και το αίμα τους ανακατεύτηκε με τη γη για χιλιάδες χρόνια.
Πώς μπορεί κάποιος να φύγει μακριά, χωρίς να αισθανθεί ότι ένα μέρος του εαυτού του έμεινε πίσω, όπως ένα ακρωτηριασμένο χέρι ή πόδι που εξακολουθεί να στέλνει μηνύματα στον εγκέφαλο, ακόμη και όταν δεν είναι εκεί.
Μια μέρα η μητέρα μου είπε: «Ξέρεις, όταν γεννηθείς σε μια χώρα, υπάρχει πάντα ένα κομμάτι του εαυτού σου που εξακολουθεί να αισθάνεται ότι αυτή η χώρα είναι το αληθινό σπίτι σου.»
''Μια φωνή και μια μαρτυρία είναι αρκετή για την ιστορική δικαίωση των παθών ενός λαού ''
Εξαιτίας των συστηματικών προσπαθειών διαφόρων κυβερνήσεων και ενδιαφερομένων να αποσιωπήσουν τις βαρβαρότητες της χώρας τους, όπως η Τουρκία, και να δημιουργήσουν μια πλασματική ιστορία, οι μαρτυρίες όσων επιβίωσαν, όπως της μητέρας της συγγραφέως, συχνά παρέχουν τις πιο αυθεντικές και έγκυρες πηγές της αλήθειας.
Κεντρικό πρόσωπο στην αφήγηση είναι η μητέρα της Thea Halo, η Θυμία-Σάνο, "η Ελληνίδα Αννα Φρανκ" για πολλούς, που έζησε το 1920 τη γενοκτονία των Ποντίων.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, η συγγραφέας μαζί με τη μητέρα της φτάνουν από την Αμερική στην Άγκυρα σε μια αναζήτηση, μετά τον ξεριζωμό, του χωριού της Θυμίας-Σάνο, στον Πόντο.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
Το μόνο που ξέρω
Είναι ότι σίγουρα
Δεν ξέρω τίποτα.
Μα αυτό είναι το μόνο
που ξεχνάω πιο συχνά.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η Θυμία- Σάνο αφηγείται στην κόρη της την ιστορία της ζωής της. Περιγράφει την ευτυχισμένη παιδική ηλικία της στα βουνά του Πόντου και τις συνήθειες και τα έθιμα των Ποντίων. Το μέρος αυτό του βιβλίου κλείνει με τον διωγμό τους από τους Τούρκους. Το τραγικότερο από όλα, όπως τονίζεται, είναι ότι οι Τούρκοι επιζητούσαν τον ολοκληρωτικό αφανισμό των Ελλήνων και δεν αρκούνταν στον διωγμό τους.
Τα δάκρυα είναι μέσα μου βαθιά,
Ακόμα κι αν ξέρω πάντα
ότι πονώ,
Ίσως και να πρέπει τότε
Εκεί που 'ναι το κλάμα να βρεθώ.
Η Σάνο και ο Αβραάμ την ημέρα του γάμου τους, 24 Μαρτίου 1925 |
Το τρίτο μέρος περιγράφει τον ξεριζωμό των Ποντίων. Η Θυμία-Σάνο στην πορεία θανάτου έχασε όλη της την οικογένεια. Στα 15 της παντρεύτηκε τον Ασσύριο Αβραάμ Χάλο και έτσι βρέθηκε στην Αμερική.
Η ΕΞΟΡΙΑ
Στα μακρινά ταξίδια μου
Ζωές πολλές είδα να ξετυλίγονται στο δρόμο,
Λες και η κάθε ζωή ήταν μαντίλα κεντημένη.
Ξανά και ξανά
είδα τον πρώτο κόμπο καθεμιάς,
Το σχέδιο απ όπου ξεκινά,
Να λύνεται, να πέφτει,
Κι ο υφαντής στη σκόνη να χάνεται.
Της δικιάς μου ζωής το νήμα είδα
Να ξετυλίγεται κόμπο κόμπο,
Μέχρι που όλα τα πολύτιμα του κόσμου μου κομμάτια
Πεσμένα στο δρόμο πίσω μου έβλεπα,
Σαν άχρηστα και παραπεταμένα.
Μα ο μεγάλος κόμπος, ο κόμπος του Θεού μου,
Δεμένος παρέμενε για να ξαναϋφάνω.
Μυστήριο ήταν τα σχέδια του Θεού για μένα.
Στο τέταρτο μέρος περιγράφει τη ζωή της στην Αμερική.
ΑΜΕΡΙΚΑ, ΑΜΕΡΙΚΑ
Σαν παιδί χαμένο
Χωρίς της μάνας το φουστάνι να με οδηγεί
Έκανα το μεγάλο βήμα
Και πέρασα από τον παλιό κόσμο στον νέο
Αφήνοντας πίσω τη θλίψη μου,
στην άλλη παραλία.
Στο πέμπτο και τελευταίο μέρος ξαναγυρίζουμε στο παρόν, στην πορεία τους προς το Αϊοντόν, όπου φτάνουν και αναζητούν το σπίτι της μητέρας της συγγραφέως.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ
Σαν περιπλανώμενος τουρίστας
Γυρνούσα στη γη
Ψάχνοντας για κάτι
Που δεν μπορούσα να ορίσω
Μέχρι που στάθηκα στην πλαγιά
Εκεί που κάποτε ζούσαν εκείνοι
Ατενίζοντας το μεγαλείο
Των ουρανών τους
"Περίμενε με", είχα πει στη Μάτα τη μέρα που έφυγα. Έμοιαζε η μικρή μου Μάτα να με περίμενε όλα εκείνα τα χρόνια, όπως της είχα ζητήσει. Ήθελα να πάω κοντά της και να την αγκαλιάσω από το λαιμό. Ήθελα να τρίψω το πρόσωπο μου πάνω στο χνουδωτό δικό της, όπως είχα κάνει με τη Μάτα όταν ήμουν παίδι. Όμως, φοβόμουν να την ακουμπήσω. Φοβόμουν ότι θα εξαφανιζόταν αν την ακουμπούσα. Φοβόμουν ότι θα εξαφανιζόταν, όπως είχαν εξαφανιστεί και όλα τα άλλα.
Μόνο πρόσφατα είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι τι θα είχε γίνει αν ο πατέρας μου είχε αρνηθεί να αφήσει τη γη μας και αν είχαμε κρυφτεί ανάμεσα στους Τούρκους, όπως είχε κάνει ο θείος μου. Δε γνωρίζω, όμως, τι απέγινε ο θείος μας και έτσι ποτέ δε θα μάθω ποια θα ήταν η μοίρα μας.
Καμιά φορά, όταν κάθομαι μόνη, κλείνω τα μάτια μου και βλέπω τον ήλιο να περνάει μέσα από τα σύννεφα και να λούζει τα περιβόλια της νιότης μου. Βλέπω τη μητέρα μου που απλώνει τα ρούχα στη χορταριασμένη πλαγιά. Και όταν αρχίζω να τραγουδάω, ακούω τη φωνή του πατέρα μου να σμίγει με τη δική μου, καθώς λέω τα τραγούδια που έλεγε και αυτός καθισμένος κοντά στη φωτιά. Σκέφτομαι αυτά τα απλά πράγματα που ο καθένας νομίζει ότι δε θα τελειώσουν ποτέ, τα πράγματα που θεωρεί δεδομένα, όπως τις αναπνοές που παίρνει, και που συνδέουν τα μεγάλα γεγονότα. Στην ουσία, αυτά είναι η πραγματικότητα. Είναι τα φτερά της πεταλούδας, το δόντι του καρχαρία, οι ρίζες της δυνατής οξιάς. Αυτές είναι οι κλωστές που φτιάχνουν το ύφασμα που υφαίνεται. Αν και τα πόδια μου έχουν γεράσει και η πλάτη μου είναι πλέον λίγο γυρτή και τα μάτια μου δε διακρίνουν πια τα έντονα χρώματα της αυγής χωρίς να κουραστούν, ακόμα και στις πιο σκοτεινές μου ώρες, χρειάζεται μονάχα να δω ένα λουλούδι να γέρνει το ωραίο του πρόσωπο για να ρουφήξει το νερό της βροχής ή να ακούσω τα παιδιά μου να γελάνε, για να ξέρω ότι η ζωή είναι ωραία. Η αναπνοή είναι το δώρο του Θεού. Η ζωή είναι η επιβράβευση μας. Τα υπόλοιπα εξαρτώνται από μας».
Sano and Thea Halo in 1989 |
Στο τέλος του βιβλίου η σκυτάλη της αφήγησης επανέρχεται στα χέρια της συγγραφέως.
Η μητέρα μου μιλούσε λες και κάποιος μυστικός κόσμος της είχε δώσει δύναμη όλ' αυτά τα χρόνια. Η τελευταία της φράση κόλλησε στο μυαλό μου: «Τα υπόλοιπα εξαρτώνται από μας». Εγώ το πίστευα αυτό; Υποθέτω πως ένα κομμάτι μου το πίστευε, αλλά υπήρχε και το άλλο κομμάτι μου που δεν έπαυε να με προβληματίζει για το τι γίνεται όταν πρέπει να παλέψουμε με άλλους; Όταν η δική μας η ζωή βρίσκεται στα δικά τους τα χέρια; Όταν αυτοί ελέγχουν τη μοίρα μας; Τότε πράγματι εξαρτάται από εμάς;
Όταν είχα σταθεί στη γη της μητέρας μου, για πρώτη φορά στη ζωή μου μπόρεσα να τη δω στ αλήθεια να τρέχει παιδί κάτω στην πλαγιά με τη Μάτα δίπλα της. Έβλεπα τα μακριά της μαύρα μαλλιά. Το φόρεμα της που ανέμιζε και φούσκωνε στον αέρα. Έβλεπα και τους άλλους να τρέχουν, τη Χριστοδούλα και τον Γιάννη και τη μικρή Ναστασία. Είδα και τη γιαγιά μου όπως την είχε περιγράψει η μητέρα μου, που άπλωνε τα ρούχα σε ένα πανέμορφο πράσινο λόφο, ενώ η Μαθεία και η Μαρία ήταν ξαπλωμένες στην κούνια τους. Και ο παππούς μου εκεί ήταν και στοίβαζε τα ξύλα για το δύσκολο χειμώνα και ο προπάππους μου ακόμα, με τους ελαφρά γυρτούς ώμους και το γκριζωπό του μουστάκι, καθόταν δίπλα στη φωτιά. Και η γυναίκα του ακόμα, καθόταν και έπλεκε δίπλα του. Για πρώτη φορά στη ζωή μου τους έβλεπα να στέκονται μπροστά μου, λες και ήταν ζωντανοί.
Αυτό έψαχνα όλη μου τη ζωή; Την κληρονομιά μου; Ποια ήμουν και τι ήμουν; Γι αυτό είχα αυτή τη μανία με τα ταξίδια από τόσο νεαρή ηλικία; Κανένας τουριστικός οδηγός δε θα μπορούσε να παίξει αυτό τον ρόλο. Ένιωθα αλλαγμένη κατά έναν ανεξήγητο τρόπο. Είχα ιστορία. Είχα λαό δικό μου. Είχα αγάπη που ξεπερνούσε τα όρια του παρόντος. Αγάπη που ξεπερνούσε τη διάρκεια της δικής μου ζωής και τη βραχύτητά της. Μια αγάπη που ήταν κατά κάποιο τρόπο αρχαία και συνδεόταν με τις απαρχές του χρόνου.
Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα τη μητέρα μου που καθόταν δίπλα μου και κατάλαβα τι ακριβώς εξαρτιόταν από εμάς. Τι μπορούμε να κάνουμε με αυτό. Όχι αυτά που κάνουμε με όσα δε γίνεται να ελέγξουμε. Μα αυτά που κάνουμε με όσα μπορούμε να ελέγξουμε.
Και τότε κατάλαβα γιατί είχα γίνει από παιδί προστάτιδα της μητέρας μου. Κατάλαβα τι ήταν αυτό που είχε και επιχειρούσα πάντα να προστατεύσω. Ήταν η αθωότητα της. Η γενναιοδωρία της. Η άνευ όρων αγάπη της που της επέτρεπε να τα καταφέρνει σαν μητέρα μας, ανεξάρτητα από τα εμπόδια που βάζαμε εμείς ή κάποιοι άλλοι στο δρόμο της. Δεν υπήρχε τίποτε που να μην μπορείς να αγαπήσεις στη μητέρα μου. Μπορούσες να χωθείς στη μεγάλη της αγκαλιά και όλα σου τα προβλήματα να εξαφανιστούν.
Αλλά αυτή η αθωότητα που νόμιζα ότι προστάτευα στη μητέρα μου δεν ήταν τελικά καθόλου αθωότητα. Καταλάβαινα τώρα ότι αυτό ήταν μια βαθιά εδραιωμένη γνώση του κόσμου, μια βαθιά εδραιωμένη σοφία. Η άνευ όρων αγάπη και γενναιοδωρία της μητέρας μου δε βασίζονταν στην άγνοια του κόσμου, αλλά στη βαθιά γνώση των παιχνιδιών που παίζει η μοίρα και του αβέβαιου ελέγχου που έχουμε σε όλους αυτούς που αγαπάμε.
«Ίσως επιτέλους να βρίσκονται εκεί που πραγματικά ανήκουν», είπε η μητέρα μου. «Ίσως και να υπάρχουν στον αέρα... στο χορτάρι... στις πέτρες που κάποτε αποτελούσαν το σπιτικό τους και στα αγριολούλουδα που έχουν το δικό τους μερίδιο στη γη».
Η μητέρα μου γύρισε και κοίταξε τη Μαύρη Θάλασσα μέσα από τη σκιά των πεύκων. Λαμπύριζε σαν διαμάντι.
Thea Halo, Ούτε το όνομά μου, εκδόσεις Γκοβόστη, σελ. 488-491
«Όταν λες “μισώ”, ο πρώτος φόνος του κόσμου ξαναγίνεται μέσα σου».
Τάσος Λειβαδίτης
Η συγγραφέας Thea Ηalo, σε επίσκεψή της στην Αθήνα το 2010, μιλάει στον Μάκη Προβατά για τα πράγματα όπως πλέον τα βλέπει μέσα από την απίστευτη ιστορία της μητέρας της – μια ιστορία που τη «βάδισε» μαζί της κατά το ταξίδι τους στην Ανατολία.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 516, σελ. 22-27, 5/09/2010.
Η Thea Ηalo κατά την επίσκεψή της στην Ελλάδα το 2010 φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη |
Η συγχώρεση είναι μια διαδικασία που πρέπει να ξεκινάει αφού κάνει το πρώτο βήμα αυτός που έσφαλε ή συμβαίνει μέσα σε αυτόν που έχει υποστεί το άδικο ανεξάρτητα από το τι κάνει ο άλλος;
«Η συγχώρεση έχει να κάνει αποκλειστικά με το άτομο που έχει υποστεί την πληγή. Μερικές φορές μπορεί τα άτομα που σου έχουν προκαλέσει το πρόβλημα να μην ξέρουν καν ότι τους έχεις συγχωρέσει».
Αν αυτός που σε έχει τραυματίσει δεν νιώθει μετανιωμένος ή πιστεύει ότι δεν έχει κάνει κακό, συνεχίζεις να τον συγχωρείς και πάλι;
«Η συγχώρεση είναι αποκλειστικά για το δικό σου καλό, οπότε ναι. Στην περίπτωση της μητέρας μου, για παράδειγμα, ή ίδια λέει ότι απλώς θέλει να ακούσει μια συγγνώμη για εκείνον τον διωγμό από την τουρκική κυβέρνηση. Βέβαια, να σας πω ότι ποτέ δεν μίσησε τους Τούρκους και ούτε έμαθε και σε εμάς να τους μισούμε. Οταν καμιά φορά τής λες για τους τούρκους πολίτες που έκαναν τις ασχήμιες και τα εγκλήματα, σου λέει: “Τι θα μπορούσαν να κάνουν;”. Την καταλαβαίνω απόλυτα, γιατί, κοιτώντας τη δική μου ζωή στις ΗΠΑ, και εγώ ήμουν εντελώς εναντίον της εισβολής στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, αλλά δεν έκανα κάτι για αυτό. Ούτε καν μια πορεία διαμαρτυρίας. Οι τούρκοι πολίτες τότε δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε γιατί θα τους σκότωναν. Αυτό η μητέρα μου το καταλάβαινε τότε, το καταλαβαίνει και τώρα, γι’ αυτό το μόνο που θέλει είναι μια επίσημη συγγνώμη από τη σημερινή κυβέρνηση της Τουρκίας, παρ’ ότι η συγκεκριμένη δεν έχει να κάνει σε τίποτε με εκείνη την κυβέρνηση των διωγμών».
Ο Τάσος Λειβαδίτης έχει γράψει ότι «όταν λες “μισώ”, ο πρώτος φόνος του κόσμου ξαναγίνεται μέσα σου».
«Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό και πολύ ωραίο. Αυτό για το οποίο αισθάνεσαι δυνατό μίσος τώρα είναι εκείνο για το οποίο πιθανόν να είχες αισθανθεί την ίδια ισχυρή αγάπη κάποτε. Η μητέρα μου λέει ότι “η ζωή είναι τόσο όμορφη, γιατί να την ξοδέψω μισώντας κάποιον;”».
Πώς αισθάνεστε εσείς ή η μητέρα σας για τους χριστιανούς που αποφάσισαν να αλλάξουν τη θρησκεία τους για να μείνουν τότε εκεί;
«Θυμάμαι να συναντώ κάποιους Ελληνες που πραγματικά είναι θυμωμένοι με αυτούς, αλλά εγώ δεν θεωρώ ότι είναι τόσο φοβερό. Όπως όμως σας είπα, το πρώτο καθήκον σου είναι να επιβιώσεις. Και αν νιώθεις ότι πρέπει να αλλάξεις τη θρησκεία σου για να προστατεύσεις τον εαυτό σου και την οικογένειά σου, ποια είμαι εγώ που μπορώ να σου πω: “Δεν μπορείς να προστατεύσεις την οικογένειά σου, άσ’ τους να πεθάνουν”. Αυτή είναι μια απόφαση που οι άνθρωποι παίρνουν για τον εαυτό τους και δεν αισθάνομαι άσχημα για αυτούς. Και με έναν τρόπο, αυτός είναι ο λόγος που δεν διακηρύσσω το μίσος εναντίον των Τούρκων. Δεν βίωσα εγώ αυτό τον διωγμό, η μητέρα μου τον βίωσε και αν η μητέρα μου τους συγχωρεί, ποια είμαι εγώ να τους μισώ;».
Είναι πιο εύκολο να συγχωρέσεις έναν εχθρό από έναν φίλο;
«Δεν είμαι σίγουρη, πρέπει να το σκεφτώ. Ίσως ένας φίλος μοιάζει να είναι περισσότερο προδότης, γιατί τον ξέρεις και τον εμπιστεύεσαι. Του έχεις πει την ιστορία σου, τη ζωή σου και μετά σε προδίδει. Ενας εχθρός είναι ένας εχθρός, δεν περιμένεις πραγματικά περισσότερα από αυτόν και δεν έχεις επενδύσει τίποτε σε αυτόν. Ισως, τελικά, είναι ευκολότερο να συγχωρέσεις έναν εχθρό από έναν φίλο. Αν μιλάμε συγκεκριμένα για τους Ελληνες και τους Τούρκους, ίσως οι Ελληνες περίμεναν περισσότερα από αυτούς ακριβώς επειδή ζούσαν χρόνια ως γείτονες, ο ένας δίπλα στον άλλον».
Λένε ότι το κακό με τη ζωή δεν είναι ότι κρατάει λίγο, είναι ότι αρχίζει αργά. Νομίζετε ότι αυτό ισχύει για τη μητέρα σας;
«Κοιτάξτε, η μητέρα μου συγκεκριμένα άρχισε την ενήλικη ζωή της νωρίς αφού την “πέταξαν” από μικρό παιδί μέσα σε αυτήν και έτσι έχασε την παιδική της ηλικία. Μέσα στη ζωή μας όμως υπάρχουν πολλές μικρότερες ζωές που ζούμε. Η ζωή είναι όπως όταν διηγείσαι μια ιστορία που, ενώ νομίζεις ότι είναι μία, υπάρχουν πολλές μικρές ιστορίες μέσα σε αυτήν».
Αυτές οι μικρότερες ζωές όμως, που αποτελούν τη ζωή μας, μπορεί να έρθουν οποιαδήποτε στιγμή, ακόμη και λίγο πριν από το τέλος.
«Ναι! Ετσι ακριβώς έγινε και με τη Σάνο. Ξεκίνησε από ένα μέρος στην Τουρκία, που δεν είναι καν μια κουκκίδα στον χάρτη, και ήρθε στη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, τη Νέα Υόρκη, όπου έπρεπε να περάσουν 80 χρόνια και τώρα στο τέλος της ζωής της έγινε τόσο γνωστή στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Για αυτήν όμως το πιο σπουδαίο είναι ότι στη Βόρεια Ελλάδα την αποκαλούν “γιαγιά όλων των Ποντίων”».
Τα όνειρα που έχουν οι άνθρωποι πρέπει να είναι μεγαλύτερα από τις πληγές τους. Πιστεύετε ότι αυτές οι μεγάλες πληγές για ένα εννιάχρονο κορίτσι, όπως ήταν τότε η μητέρα σας, το έκαναν να έχει ακόμη μεγαλύτερα όνειρα;
«Μερικοί άνθρωποι δεν ξεπερνούν ποτέ τις πληγές τους και δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να πάει μπροστά και να προοδεύσει. Αυτό μπορεί να συμβεί για πολλούς λόγους, ακόμη και για λόγους ενοχής. Όπως η ενοχή του “γιατί επέζησα εγώ, ενώ οι άνθρωποι που αγαπούσα δεν επέζησαν;”. Έτσι, δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να ζήσει πραγματικά, γιατί δεν του συγχωρούν το γεγονός ότι επέζησε. Η Σάνο ποτέ δεν είπε “γιατί επέζησα;”, πολλές φορές μου είπε το εξής: “Αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι ήμουν ένα μικρό κορίτσι με άγνοια, που απλώς ήθελα να επιβιώσω. Ένιωθα ότι αυτό ήταν το καθήκον μου. Αυτό μόνο”. Βέβαια, ήταν πολύ θλιμμένη και πληγωμένη για ό,τι συνέβη στους δικούς της ανθρώπους και αυτό που δεν ήθελε με τίποτε είναι να ξεχαστεί η οικογένειά της και ό,τι έγινε σε όλους αυτούς τους ανθρώπους τότε. Το βιβλίο μου της έδωσε τη σιγουριά που περίμενε ότι δεν θα ξεχαστούν».
Η Thea Ηalo από την παρουσίαση του βιβλίου της στην Ελλάδα (Δημοτική Βιλιοθήκη Ψυχικού) |
«Η μνήμη είναι ο μόνος δρόμος προς το σπίτι μας»
Terry Tempest William, Αμερικανός συγγραφέας
Το «Ούτε το όνομα μου» είναι επίσης ένα βιβλίο για τα ωραία πράγματα της ζωής.
«Ήθελα να δείξω την ομορφιά του ελληνοποντιακού πολιτισμού, τουλάχιστον σε αυτά τα τρία χωριά, και τι χάθηκε πραγματικά, γιατί μόνο βλέποντας την ομορφιά αυτού που ήταν κάποτε μπορεί κανείς να καταλάβει πλήρως την τραγωδία και την αδικία αυτού που έχει καταστραφεί», λέει η Θεία Χάλο σε συνέντευξη που δόθηκε στον Khatchig Mouradian, Αρμένιο δημοσιογράφο της αρμενικής εφημερίδας Aztag του Λιβάνου το 2004.
«Εκθειασμός σ’ αυτό που χάθηκε, κάνει την ανάμνηση αγαπητή», είπε ο Σαίξπηρ.
Σε μια συνέντευξη, είπατε: «Να θυμάσαι, δεν σημαίνει να υποδαυλίζεις το μίσος μέσα και έξω. Το μίσος καταστρέφει ό,τι είναι καλό και καθαρό στο παρελθόν και στο παρόν. Σημαίνει απλώς να μην σβήσουμε αυτό που μας ανήκει.
«Δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν τα συναισθήματα μίσους, ιδίως για τα θύματα της γενοκτονίας και τους αμέσους απογόνους τους, έτσι δεν είναι;».
Η μητέρα μου έζησε αυτή τη Γενοκτονία.
Έχασε όλη την οικογένειά της και την περιουσία της στην ηλικία των 10 ετών. Έζησε δίπλα-δίπλα με τους Τούρκους. Τα τουρκικά χωριά περιέβαλαν τα ελληνικά χωριά. Η μητέρα μου είπε ότι ανταλλάσσονταν προϊόντα και δεν είχαν πρόβλημα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι κανένας Τούρκος δεν επιτέθηκε ποτέ σε Έλληνα, Αρμένιο ή Ασσυρίο. Φυσικά, υπήρξαν κάποιοι, για διάφορους λόγους.
Όμως, σε γενικές γραμμές ζούσαν ειρηνικά. Έχω ακούσει αμέτρητες ιστορίες των Αρμενίων, Ασσυρίων και των Ελλήνων, που εξιστορούν πώς οι Τούρκοι έχουν σώσει τις ζωές των οικογενειών τους.
Η μητέρα μου λέει ότι πρέπει να κατηγορηθούν εκείνοι που ευθύνονται, δηλαδή η τουρκική κυβέρνηση.
Αν αρχίσουμε να διακρίνουμε τους ανθρώπους σε μια χώρα και να ξεχάσουμε ότι όσα διέπραξαν ήταν αντικείμενο επιβολής μιας πολιτικής από την κυβέρνηση, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να απαλλαγούμε από το μίσος.
Η φυλετική νοοτροπία είναι διάχυτη και συνεχίζεται χωρίς διακοπή μέχρι σήμερα, γιατί υπάρχουν μίση που πάνε πίσω χιλιάδες χρόνια μεταξύ σχεδόν όλων των φυλών του κόσμου. Πρέπει να μάθουμε να αναγνωρίσουμε το παρελθόν χωρίς να το ξαναζούμε.
Δεν καταλαβαίνουμε πόσο το παρελθόν μας έχει επηρεάσει. Επειδή γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νέα Υόρκη, μπορώ να πω ότι δεν επηρεάστηκα, αλλά δεν είναι αλήθεια.
Οι γονείς μου έζησαν τη γενοκτονία. Με μεγάλωσαν και δεν ξέρουμε με τι λεπτούς τρόπους, η ζωή και οι δυσκολίες τους μας έχουν επηρεάσει.
Είμαστε προϊόν των γονιών μας. Αν δεν αναγνωρίσουμε το παρελθόν τους, και δεν το αγκαλιάσουμε σαν μέρος του εαυτού μας, δεν θα αγκαλιαστούμε πλήρως. Μόνο όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε από πού προερχόμαστε μπορούμε πραγματικά να καταλάβουμε ποιοι είμαστε.
H Thea Halo στον φωτεινό χάρτη του Πόντου αναζητάει το χωριό της τον Άγιο Αντώνιο Σύλλογος Ποντίων στο Χορτοκόπι Καβάλας |
Και πότε φτάσατε εσείς η ίδια σε αυτή την κατανόηση;
Καταρχάς όταν επισκέφθηκα την Τουρκία. Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα να συνδέομαι με την κληρονομιά μου.
Εδώ στην Αμερική, κανείς δεν ξέρει ποιοι είναι οι Έλληνες του Πόντου.
Και όλοι μου λένε ότι δεν μπορώ να είμαι Ασσύρια, επειδή οι Ασσύριοι δεν υπάρχουν πια.
Σκέφτηκα: «Πώς μπορώ να είμαι κάτι που δεν υπάρχει;»
Δεν είχα κληρονομιά μέχρι να σταθώ στη γη της μητέρας μου, και έπειτα του πατέρα μου.
Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα να συνδέομαι με αυτούς τους ανθρώπους, που είναι τελικά ο λαός μου.
Και αφού έγραψα την ιστορία της μητέρας μου, που περιείχε τη Γενοκτονία των Ποντίων, των Ασσυρίων και των Αρμενίων, ξεκίνησα να κάνω έρευνες για τη γενική ιστορία, για το βιβλίο, και συνειδητοποίησα πόσο σημαντική ήταν η ιστορία τους.
Η σκέψη ότι λαοί αυτοί είχαν ζήσει σε μια γη για τρεις χιλιάδες χρόνια και περισσότερο, είναι μια πολύ ισχυρή διαθήκη και δεν μπορούν απλώς να αφαιρεθούν από το πρόσωπο γης και ούτε μπορεί η μνήμη τους να πάψει να υπάρχει, εδώ αλλά και όπου αλλού στη γη!
Αυτό που σίγουρα ολοκληρώνει μια γενοκτονία, είναι όταν κανείς δεν έχει ακούσει για τον λαό σου.
Κάποιοι με ρωτούν γιατί ονόμασα το βιβλίο μου «Ούτε το όνομά μου».
Ο λόγος είναι ότι η μητέρα μου έχασε τα πάντα, την οικογένεια της, το σπίτι της, τη γλώσσα της και τη χώρα της, ακόμη και το όνομά της.
Αλλά πολλοί Έλληνες Πόντιοι και Ασσύριοι, μου είπαν ότι ο τίτλος έχει μεγαλύτερη σημασία γι 'αυτούς.
Σημαίνει ότι ακόμη και τα επίθετα, Έλληνας Πόντιος και Ασσύριος, χάθηκαν από τον κόσμο.
Ήταν μια ενδιαφέρουσα αποκάλυψη για μένα.
Όταν μιλάτε για την «γη του πατέρα σας» και τη «γη της μητέρας σας», τρέφεστε με τα ίδια συναισθήματα;
Σχεδόν κάθε αρχαίος πολιτισμός έχει αυτό το δεσμό με τη γη.
Τι άλλο είναι ένα μέρος που το ονομάζουμε «σπίτι μας»;
Όταν στάθηκα σε αυτή τη γη, για πρώτη φορά στη ζωή μου, μπόρεσα να αισθανθώ πραγματικά τους προγόνους μου, τους παππούδες μου.
Έγιναν πραγματικότητα για μένα, για πρώτη φορά.
Ήταν μέρος αυτής της γης τους, όπως τα βράχια, τα δέντρα, τα βότανα.
Ο ιδρώτας τους και το αίμα τους ανακατεύτηκε με τη γη για χιλιάδες χρόνια.
Πώς μπορεί κάποιος να φύγει μακριά, χωρίς να αισθανθεί ότι ένα μέρος του εαυτού του έμεινε πίσω, όπως ένα ακρωτηριασμένο χέρι ή πόδι που εξακολουθεί να στέλνει μηνύματα στον εγκέφαλο, ακόμη και όταν δεν είναι εκεί.
Μια μέρα η μητέρα μου είπε: «Ξέρεις, όταν γεννηθείς σε μια χώρα, υπάρχει πάντα ένα κομμάτι του εαυτού σου που εξακολουθεί να αισθάνεται ότι αυτή η χώρα είναι το αληθινό σπίτι σου.»
Η Sano Halo (Eυθυμία Βαρυτιμιάδου) πέθανε στα 105 της χρόνια φέτος στις 30 Απριλίου 2014.
Στις 9 Μαΐου του 2009 η Γιαγιά του Πόντου γιόρτασε τα εκατοστά γενέθλιά της στη Μονή της Παναγίας Σουμελά στο Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ.
Στις 12 Ιουνίου 2009 είχε απονεμηθεί τιμητικά η ελληνική υπηκοότητα σε μητέρα και κόρη, κάτι το οποίο αποτελούσε διακαή πόθο και των δύο και βέβαια πάγιο αίτημα των Ποντίων της Αμερικής.
Καταπληκτικό βιβλίο! Το διάβασα πριν μερικά χρόνια μέσα σε 2 μέρες! Επειδή οι προπαππούδες μου ήρθαν όλοι κυνηγημένοι από τον Πόντο, ήταν σαν να ζούσα τα όσα περιγράφονται μέσα εκεί! Σε μερικά σημεία μάλιστα τα δάκρυα έφευγαν μόνα τους χωρίς να μπορώ να το ελέγξω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταλαβαίνω, αν και δεν κουβαλάω τέτοιες μνήμες....
ΑπάντησηΔιαγραφή