Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

"Η αγάπη ως αποστολή ή φάρμακο για μουχλιασμένες καρδιές", Ιωάννα Καρυστιάνη, Το φυλλάδιο



Η Ιωάννα Καρυστιάνη γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1952 στα Χανιά της Κρήτης από γονείς Μικρασιάτες. 

  • Οι γονείς μου ήταν Μικρασιάτες. Εκεί τους ξέβρασε το κύμα της προσφυγιάς το 1922. Η μάνα μου άφησε τη Σμύρνη στα 13 της κι ο πατέρας μου τα Βουρλά στα 11 χρόνια του. Πέρασαν πολλά. Στην Κατοχή έχασαν τα δυο πρώτα αγόρια τους, τριών και δύο χρόνων. Οι γονείς μου θυμούνταν χωρίς να μισούν κι αγωνίζονταν χωρίς να παραπονιούνται. Αγάπησαν τα Χανιά. Είδαν την πόλη σαν αγκαλιά για τα επτά παιδιά που ανέθρεψαν στα μεταπολεμικά χρόνια. Και οι δυο έφυγαν από τη ζωή το 2010, πρώτος ο πατέρας μου στα 99 και λίγο μετά η μάνα μου, στα 101. 

  • Είχα πολύ ευτυχισμένη παιδική ηλικία, κι ας μην έπιασα ποτέ ως παιδί αγοραστό παιχνίδι ή παιδικό βιβλίο, κι ας φορούσα, με τρεις αδελφές μεγαλύτερες, ρούχα τέταρτο χέρι. Έτσι ζούσανε πάνω-κάτω σε όλα τα σπίτια. 

  • Πολύ μικρή, στα 6, στα 8, νόμιζα πως πόλη σημαίνει Χανιά και το Παρίσι, το Λονδίνο, η Μόσχα, η Νέα Υόρκη, που έβλεπα στους σινεμάδες, ήταν ψέματα του κινηματογράφου. Άκουγα στο ραδιόφωνο τραγούδια-αφιερώσεις σε μετανάστες και στο μυαλό μου το Μόναχο, το Σικάγο και η Μελβούρνη είχαν βενετσιάνικο Φάρο, ταμπακαριά, Σπλάντζια για Μικρασιάτες και «Απόλλωνα», τον κινηματογράφο δίπλα στο σπίτι μας. Υπήρξα η μασκότ του, στο τζάμπα. Και τις καθημερινές είχα το ελεύθερο να τρυπώνω και να βλέπω ακόμα και τις ακατάλληλες ταινίες. Αργότερα, στην εφηβεία, τα σοκάκια γύρω απ’ το λιμάνι, με αέρα, βροχή και δίχως τουρίστες τότε, έγιναν στα μάτια μου η παπαδιαμαντική Σκιάθος. Τα Χανιά, λοιπόν, μου έκαναν ως πραγματικότητα, μου έλυναν και τη φαντασία.




Σπούδασε νομικά. Επαγγελματικά ασχολήθηκε με το σκίτσο και την εικονογράφηση (με το όνομα "Ιωάννα"). Δούλεψε στην εφημερίδα "Ριζοσπάστης", στα περιοδικά "Τέταρτο", "Ένα", "Εικόνες", και σε ξένες εφημερίδες.


Ένα σκίτσο στο τσεπάκι


Με γκρι και γκρίζο
  • Στην Αθήνα πήγα το 1970, στα 18. Στο σχολείο, στο σπίτι, μιλούσα πολύ γρήγορα και με φώναζαν «δικηγόρο» και «πολυβόλο». Βρέθηκα, λοιπόν, στη Νομική χωρίς να το πολυσκεφτώ. Όλη μου η φούρια ήταν να πάρω μέρος στον χαμό μιας μεγαλούπολης. 


Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη λογοτεχνία το 1994, με τη συλλογή διηγημάτων "Η κυρία Κατάκη". Ακολούθησε το μυθιστόρημα "Μικρά Αγγλία", το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, το 1998, και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας και για το λογοτεχνικό βραβείο Balkanika. Το επόμενο μυθιστόρημά της, "Κουστούμι στο χώμα", τιμήθηκε με το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού "Διαβάζω" το 2001.

Άλλα έργα της: 

Ο Άγιος της μοναξιάς (2003)
Σουέλ (2006, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2007)
Τα σακιά (2010, Βραβείο Μυθιστορήματος περιοδικού “Διαβάζω” 2011)
Καιρός σκεπτικός (2011) Συλλογή Διηγημάτων
Νύφες, σενάριο 

Είναι παντρεμένη με τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη και μητέρα των σκηνοθετών Αλέξανδρου Βούλγαρη ("Κλαις;", "Ροζ") και Κωνσταντίνας Βούλγαρη ("Γιούπι", "Με τα φώτα νυσταγμένα", "Βαλς Σεντιμεντάλ").

"Στον γαλαξία των ωραίων ψυχών η καλοσύνη ξελασπώνει και συγχωρεί τα λάθη των ανθρώπων." Πηγή: www.lifo.gr


Το φυλλάδιο 

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ αδελφή Ουρανία. Έχω να γράψω ολόκληρο γράμμα από την εποχή που ο συγχωρεμένος ο Ιάκωβος ήταν στρατιώτης, στα χρόνια του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της Φρειδερίκης.
Τότε, επί είκοσι οκτώ μήνες έκανα καθημερινή εξάσκηση. Του έγραφα τι κεντώ, πού πάω, πόσα εξοικονομώ, πόσο τον αγαπώ και να προσέχει με τα πολυβόλα του πυροβολικού.
Αυτά στη γνωστή μας, τότε, δίφυλλη με ρίγες κόλλα, σύνολον τέσσερις σελίδες τη φορά.


Η κυρία Σοφία διαβάζει και ξαναδιαβάζει αυτές τις γραμμές. Είναι ικανοποιητικές ως αρχή; Πώς θα έπρεπε να ξεκινήσει την επιστολή μετά από την πολύχρονη αποχή από αλληλογραφίες; Και μήπως στη σημερινή εποχή είναι εντελώς άσκοπη η όλη ιστορία με φακέλους, γραμματόσημα και ταχυδρομεία;

Υπάρχει το τηλέφωνο. Και με την αδελφή της λένε σε δυο λεπτά τα βασικά, πως είναι καλά, πως πορεύονται, πως τα παιδιά τους έχουν τη ζωή τους, όλα μακριά, το ένα τράβηξε το άλλο, πέντε πρώτα εξαδέλφια στην ίδια αμερικάνικη πολιτεία, στην ίδια δουλειά, στην ίδια γειτονιά, συντροφευμένα. Βεβαίως οι δυο αδελφές λένε βιαστικά και τα τρέχοντα, αν χάλασε η κλειδαριά ασφαλείας, αν έφτιαξε η κεραία της τηλεόρασης.

Ευλογημένο λοιπόν το τηλέφωνο. Στρέφει το κεφάλι της προς τη συσκευή, στο επιπλάκι του χολ. Την κοιτάζει για κάμποσο. Και ξαναπιάνει το μπικ, ευτυχώς είναι μπλε. Οι μαύρες λέξεις δεν ταιριάζουν στην περίσταση.

Ουρανία μου, μέσα στο φάκελο, εκτός από τα χρήματα για να πάρεις ένα μούλτι, το δωράκι μου για την εορτή σου, σου εσωκλείω και το φυλλάδιο της ψησταριάς Τα σουβλάκια του Παρασκευά. Όταν ανέβαινες, μία στα τρία, στα τέσσερα χρόνια στον Πειραιά, εκεί σε πήγαινα για τα μπιφτεκάκια και τη μία μπίρα στα δύο. Τότε λεγόταν Τα σουβλάκια του Περικλή. Ο Παρασκευάς είναι γιος του, πρώην πατωματζής. Ανέλαβε την επιχείρηση μόλις επέστρεψε από τη Θεσσαλονίκη, διαζευγμένος, κακήν κακώς, όπως ακούστηκε.

Νέα διακοπή. Σκέφτεται πως η Ουρανία αποκλείεται να έχει ξεχάσει το στέκι. Ήταν και στα εγκαίνια, το '74.0 Ιάκωβος, με το που γύρισε από την επιστράτευση για την Κύπρο, εκεί έπιασε δουλειά, πέρασε το νιπτηράκι και τη λεκάνη της τουαλέτας.

Διαβάζοντας η αδελφή της θα θυμηθεί και τα ωραία κάδρα στους τοίχους, χορευτές με στολές στο ύπαιθρο.

Για τα υπόλοιπα φροντίζει η κυρία Σοφία.

Το φυλλάδιο είναι πολύ κατατοπιστικό. Έχει σε πετυχημένες φωτογραφίες τη σουβλιστή κότα, τα καλαμάκια στα κάρβουνα και την ξεροψημένη μπάλα του γύρου. Εξέτασε με προσοχή τον κατάλογο με τις ποικιλίες, τις συνοδευτικές γαρνιτούρες και τις νέες, ακόμη πιο προσιτές, τιμές. Φυσικά, δε γίνεται να το δείξεις στο χωριό, για να παραγγέλνουν σουβλάκια από του Παρασκευά, άλλωστε τα αμνοερίφια και τα χοιρινά του Μυλοποτάμου και όλης της Κρήτης μας είναι ανώτερα όλων.

"Beautiful young people are an accident of  nature, but beautiful old people are a work of art."



Γερνάμε μόλις σταματήσουμε να αγαπάμε και να εμπιστευόμαστε. 

(Madame de Choiseul)



Η πρώτη σελίδα γέμισε, δίχως την παραμικρή μουντζούρα, γιατί η κυρία Σοφία λέει από μέσα της δυο και τρεις φορές την κάθε πρόταση πριν τη βάλει στο χαρτί. Όμως, είναι άραγε σωστό που γράφει στο τραπέζι της κουζίνας; Δίπλα στο πιάτο με τις φλούδες του πορτοκαλιού; Πάνω στο μουσαμά με τις πυραμίδες της Αιγύπτου;

Ωστόσο εδώ είναι η μόνιμη θέση της, συντροφιά με το γαλάζιο τρανζιστοράκι της ανάμεσα στη γαλάζια ψωμιέρα και στο γαλάζιο ρολόι, που δείχνει οκτώ και τέταρτο. Κιόλας;

Ξαναπιάνει το μπικ.

Ουρανία μου, ο Παρασκευάς θα μπορούσε να είναι γιος σου, ακόμη και δικός μου γιος, αφού δεν έχει πατήσει τα πενήντα. Θα τα κλείσει, όπως μου είπε, στις 8 Σεπτεμβρίου του 2012 και, πρώτα ο Θεός, εκείνη την ημέρα, θα κερνάει τους πελάτες πιροσκία, ποντιακή συνταγή, αφού το παλληκάρι είναι από τη δραματική φυλή των Ποντίων.

Εγώ όμως αγωνιώ. Θα αντέξει το σουβλατζήδικο ως τότε; Με την τρέχουσα κατάσταση κλείνουν πολλά καταστήματα και επιχειρήσεις. Μόνο στη γειτονιά μου, πάει ο απέναντι με τις μπουγάτσες-πίτσες-κασερόπιτες, πάνε τα έπιπλα γραφείου, τα είδη προικός της Βολιώτισσας, με τα έξωμα και τα μεγάλα στήθη, θα τα θυμάσαι, το ημιυπόγειο του καημένου του Λεωνίδα και τα πουκάμισα-πουλόβερ τον πιο καημένον τον Βαγγέλη, πον έχει πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις, ταΐζει τρία συγγενικά σπίτια.

Προσεύχομαι να σωθεί ο Παρασκευάς. Τόσος κόπος, τόση κούραση μέσα στη ζέστη της φωτιάς.

Τα μάγουλα, το σαγόνι και ο λαιμός τον είναι διαρκώς μέσα στον ιδρώτα. Φοράει μόνο φανέλα, αμάνικη. Κοιτώ τα γερά του μπράτσα, τις καψαλισμένες τρίχες στα χέρια του.


Το μπικ κάτω, έτοιμη και η δεύτερη σελίδα. Τη διαβάζει φωναχτά, αργά. Είναι στρωτή η γραφή; Κυλάει; Έχει νόημα; Έχει και παραέχει. Περιγράφει κυρίως τον σημερινό Πειραιά. Και πώς αγωνίζεται ένα κατάστημα τριάντα έξι ετών. Οφείλει να προχωρήσει. Με θάρρος.

Ξαναδιαβάζει τις δυο τελευταίες γραμμές, ώστε να υπάρχει σύνδεση.

Εδώ και τρεις μήνες πηγαίνω καθημερινά στο μαγαζί, για να παρακολουθώ αυτόν τον εργατικό άνθρωπο.
Τον θαυμάζω που είναι διαρκώς απασχολημένος. Στέκομαι και τον κοιτώ καθώς μου ετοιμάζει το καθημερινό σουβλάκι. Μην ανησυχείς, δεν το τρώω, απαγορεύεται με πίεση δεκαπέντε και δεκαεφτά και δεκαοχτώ, εκεί ανεβαίνει στις στενοχώριες.

Προτιμώ να μπαίνω στο ψητοπωλείο όταν έχει ουρά για να παρατηρώ αυτό τον ήρωα της βιοπάλης για περισσότερη ώρα, πώς στριφογυρίζει σβέλτα, πώς πιάνει την τσιμπίδα, πώς πελεκάει το γύρο, πώς αλείφει τις πίτες.

Άλλες φορές φροντίζω να είναι μόνος του, για ν αλλάξω μαζί του και δυο κουβέντες.

Τι σταθμό ακούτε; τον ρωτώ. Ντέρτι, μου λέει, που βάζει συνέχεια λαϊκά. Κυρία Σοφία, μου προτείνει συχνά, μην κάνετε τον κόπο να έρχεστε, ένα τηλέφωνο και σας στέλνω την παραγγελία με το παιδί. Άπαπα, τον σταματώ, το περπάτημα είναι ωραία συνήθεια. Αλλά, συνεχίζει, με ειλικρινές ενδιαφέρον για το άτομο μου, στην ηλικία σας δεν κάνει να τρώτε αυτό το φαΐ και μάλιστα κάθε βράδυ. Το σουβλάκι από τα χεράκια σας, κύριε Παρασκευά, είναι φάρμακο, του απαντώ.

Και είναι, Ουρανία μου. Φάρμακο που ξεμούχλιασε την καρδιά μου.

Λέγεται πως η πρώτιστη έγνοια κάθε ανθρώπου είναι τα μέλη της οικογενείας τον. Τι γίνεται όμως όταν ζουν στον Μυλοπόταμο και στη Βαλτιμόρη; Θα σου πω εγώ τι γίνεται. Διαλέγει κάποιον συνάνθρωπο από τους γύρω του και βάζει ομπρός την ανάγκη του να φροντίζει, να παραστέκεται. Εγώ ξεχώρισα τον Παρασκευά. Αυτός έγινε η αποστολή μου.


Image Gallery of Heart Winning Smile of Old People (12 Photos)
http://www.pinterest.com/pin/495536765219166158/


Τώρα το χέρι, της τρέχει. Βρήκε το κολάι της και τίποτε δεν τη σταματά.

Τριάντα ημέρες επί δύο ευρώ, του κάνω τζίρο εξήντα ευρώ μηνιαίως, το εν ενδέκατον της σύνταξης. Ο καλύτερος τρόπος ενίσχυσης όμως είναι άλλος. Παίρνω με τρόπο από τον πάγκο του δίπλα στο ταμείο ένα μάτσο φυλλάδια και επιστρέφοντας σπίτι τα μοιράζω στα γραμματοκιβώτια. Αψηφώντας τους τσαντάκηδες και τους κινδύνους της νύχτας, οργώνω άφοβη τους δρόμους. Διαλέγω πολυκατοικίες και κτήρια γραφείων που απέχουν το πολύ πεντακόσια μέτρα από το μαγαζί του.

Εννοείται, προσέχω να μη με πάρουν χαμπάρι, γιατί ποιος ξέρει τι θα σκεφτούν βλέποντας μία, έστω καλοστεκούμενη, εβδομηντάρα να κάνει την εργασία φοιτητού.

Ωστόσο μία φορά δεν κρατήθηκα. Πέτυχα τους μαθητές του φροντιστηρίου των γερμανικών στο σχόλασμα και τους έπιασα έναν-έναν, θα ήταν είκοσι. Και φυλλάδιο τους έδωσα και τους είπα τα καλύτερα, πως ο Παρασκευάς χρησιμοποιεί τα πιο φρέσκα, τα πιο αγνά υλικά, πως στην ηλικία τους το σουβλάκι είναι δυναμωτικό και, επιτέλους, είναι ελληνικό, όχι σαν τις ξενόφερτες πίτσες και τα βλαβερά κρουασάν στα σακουλάκια. Με κοίταζαν περίεργα οι νεαροί και οι νεαρές, κάνα δυο χασκογέλασαν κιόλας, πού να καταλάβουν την αιτία και την ουσία της πράξης μου.

Έτσι το σκέφτεται και ακριβώς έτσι το γράφει, προτού αναφέρει και τις λοιπές πρωτοβουλίες της.

Και στο τηλέφωνο. Είτε μιλώ με την Πολυξένη είτε με τη Μαργαρώ, τις παλιές συναδέλφισσες στα υποδήματα, πάντοτε υπενθυμίζω πως είναι χρέος τους να παραγγέλνουν για τους γιους και τα εγγόνια τους ψητά από του Παρασκευά, διότι είναι έντιμος, νοικοκύρης, βασανισμένος Πόντιος και, αλίμονο μας, αν κλείσει, χαθήκαμε.

Για το χατίρι του δε θα ξαναψηφίσω ΠΑΣΟΚ, το αποφάσισα. Του το είπα μάλιστα όταν τις προάλλες, στις 14 Δεκεμβρίου, του φορτώθηκα να με πάρει μαζί του στη διαδήλωση της επομένης. Δεν είσαι με τα καλά σου, κυρία Σοφίκα, μπορεί να πέσουν δακρυγόνα, να χρειαστεί να το βάλομε στα πόδια, μου είπε κάπως ξερά, μήπως συνετιστώ.

Η αλήθεια είναι πως δεν υπολόγισα καλά την κατάσταση μου. Καθώς είχα φορέσει τακούνια, τη Σταδίου δεν την έβγαλα όλη. Κάθισα σ ένα πεζούλι κι έκανα συντροφιά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Ως εμάς έφτασαν οι καπνοί.

Πάντως, ευχαριστήθηκα κόσμο. Ωραίο συναίσθημα.

Κακώς δεν πήγαινα και παλιότερα, να χορτάσω αντίσταση, ο Ιάκωβος ήταν κατά. Αντιστέκομαι όμως τώρα και τα υστερνά τιμούν τα πρώτα.

Πεντέμισι σελίδες. Ρεκόρ. Τις ξαναδιαβάζει και διαπιστώνει πως μέχρις εδώ τα Χριστούγεννα δεν κάνουν αισθητή την παρουσία τους στο εορταστικό γράμμα, δεν υπάρχουν καθόλου για την ακρίβεια. Ωστόσο υπάρχουν γραμμένα τα βράδια της. Κοιτάζει το ρολόι, εννιά και είκοσι.

Κοιτάζει πάλι και προς το χολάκι, το τηλέφωνο που κάθεται βουβό δίπλα στο παλιό ψηλό βάζο με τους δυο ξεφλουδισμένους κύκνους, ο ένας δεν έχει καθόλου λαιμό, ο άλλος δεν έχει ούτε κεφάλι.

Άλλη μια ματιά στις σελίδες, άλλη μια ματιά στο ρολόι, εννιάμισι νταν.
Τι περιμένει; Αυτή η ησυχία βασιλεύει επίτηδες, για να γράψει και τα υπόλοιπα.




Ουρανία μου, θα έχεις ξεσυνηθίσει να διαβάζεις μεγάλα γράμματα, αλλά απόψε περνώ κι εγώ την ώρα μου γράφοντας, πρώτον διότι βρήκα αυτές τις παλιές λευκές κόλλες να μου παραπονούνται άγραφες, δεύτερον διότι δε θα ήταν φρόνιμο να βγω, λόγω ελαφρού κρυολογήματος και τρίτον διότι έφαγα ξύλο και πονούν ο δεξιός μου ώμος και ο αριστερός γοφός.

Άρπαξα το κρύο προχθές που έγινα μούσκεμα από τη βροχή, καθώς είχα βάλει σκοπό να πάω για διανομή φυλλαδίων σε δύο συνδέσμους οπαδών του Ολυμπιακού, θα τα γλιστρούσα κάτω από τις πόρτες. Αυτό κι έκανα, μόνο που αφαίρεσα τα φυλλάδια άλλων ψητοπωλείων και εστιατορίων. Τα αφαιρώ και από γραμματοκιβώτια, όταν εξέχουν. Κρατώ πάντοτε μία μεγάλη αδιαφανή σακούλα γι αυτό το σκοπό.

Δυστυχώς, αν και ήταν πολύ αργά, ο δρόμος δίχως περαστικούς, με είδαν δύο νεαροί με μοτοσακό, γιοι ενός ανταγωνιστή του Παρασκευά.

Κατέβηκαν αμέσως από τη μηχανή και με ζύγωσαν. Με έβρισαν με λόγια που αδυνατώ να επαναλάβω, γιατί με πονούν περισσότερο και από τις γροθιές που δέχτηκα.

Έτσι έχουν τα πράγματα, παραμονή Χριστουγέννων.

Η ώρα πάει δέκα και μισή και ο Παρασκευάς δεν τηλεφώνησε ούτε χθες ούτε σήμερα, που δε φάνηκα για το καθιερωμένο σουβλάκι. Δεν πρόσεξε καν την απουσία μου; Σκέπτομαι πως θα έχει πολλή δουλειά, κάτι οι μοναχικοί εργένηδες, κάτι τα εκατοντάδες φυλλάδια που σίγουρα έπιασαν τόπο.

Για τελευταία φορά τον είδα προχθές το πρωί, σώα ακόμη. Περνούσα όλως τυχαίως και μπήκα να τον καλημερίσω. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία να του μιλήσω και για τη Μάχη της Κρήτης. Καθώς δεν είχε ακόμη ανάψει φωτιά να γίνει το μαγαζάκι φούρνος, να τρέχουν οι ιδρώτες, είδα τα πυκνά μαύρα του μαλλιά στεγνά και φουντωτά, με καλοχτενισμένες σκάλες, σαν μαύρο σκουφί με ωραία πλέξη. Καθάριζε κρεμμύδια και άκουγε Ντέρτι, αυτό που πλέον ακούω κι εγώ ανελλιπώς, καθότι κομμένη μαχαίρι η τηλεόραση με τους οικονομολόγους και το τούρκικο σίριαλ. Καλώς τον μπελά, με χαιρέτισε κι αμέσως έπιασε να σιγοτραγουδάει μαζί με το ραδιόφωνο «του Βοτανικού ο μάγκας». Όπως καταλαβαίνεις, Ουρανία μου, τον έκανα κι εγώ λίγο σεκόντο.

I love this

Μέσα σε κάθε γέρο υπάρχει ένας νέος που αναρωτιέται τι στο καλό συνέβη.
Terry Pratchett


Αυτά είναι τα πραγματικά νέα μου. Όλα τα υπόλοιπα κυλούν όπως εδώ και χρόνια, όπως τα συνοψίζαμε τηλεφωνικώς.

Φτάνει, το γράμμα κινδυνεύει να γίνει βιβλίο. Η κυρία Σοφία φαντάζεται τα μάτια της μεγάλης της αδελφής, πίσω από τα γυαλιά, να το καταφέρνουν γραμμή-γραμμή.

Κι εκείνη στο τραπέζι της κουζίνας θα κάθεται. Με τις σελίδες και το χρωματιστό φυλλάδιο απλωμένα στον αγαπημένο της μουσαμά με τα κανιστράκια, άλλα φορτωμένα με φράουλες, άλλα με κεράσια. Της Ουρανίτσας της αρέσει που ζει μονάχη, στο κουμάντο του νοικοκυριού της. Ζωή να 'χουν οι Αμερικάνοι μας, λέει συχνά, κάνουν άνω κάτω τον Αύγουστο με τις αλλιώτικες συνήθειες και τις απαιτήσεις τους.

Ούτε η κυρία Σοφία αγαπά τον Αύγουστο στην Κρήτη, πολλή η φασαρία. Χάνεται η αρχοντική μοναξιά στα ψηλά. Προτού διπλώσει τις κόλλες, κάτι τελευταίο, πιο κρητικό, είναι μάλλον απαραίτητο.

Θυμούμαι τους αετούς που πετούν στους ουρανούς του χωριού. Θέλω, αδελφή μου, έστω μία φορά ακόμη, προτού μας προδώσουν τα πόδια μας, να βγούμε μαζί στα βουνά να τους ατενίσουμε.
Υπολογίζω να έρθω για τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Είναι ωραία τότε στις εκκλησιές.
Λόγω νηστείας είναι κλειστά και τα σουβλατζήδικα.
Τις ευχές μου για το Νέον Έτος.

Η αδελφή σου Σοφία

Καιρός Σκεπτικός, εκδόσεις Καστανιώτης, σελ. 169-180



"Καιρός σκεπτικός", ήρωες που μοχθούν και ποθούν και πενθούν ......



  • Με το Καιρός Σκεπτικός επέστρεψα ξανά μετά από χρόνια στα διηγήματα. Αυτό έγινε γιατί όσα ζούμε μου επέβαλαν τον χαρακτήρα του επείγοντος και η μικρή φόρμα ανταποκρίνεται στα γρήγορα. Ένιωθα καταπλακωμένη από ποσά, τόσα τα χρέη, τόσα τα ελλείμματα, τα πανωτόκια, οι μίζες, οι φευγάτες καταθέσεις, οι φόροι, τα χαράτσια, οι δόσεις, αμάν-αμάν η δόση, μη χάσουμε τη δόση, πάνω απ’ όλα η δόση. Ξέφυγα, λοιπόν, στα κλεφτά, με απλές ιστορίες εδώ κι εκεί, σε γειτονιές κι επαρχίες, με ήρωες που μοχθούν και ποθούν και πενθούν και πορεύονται μονάχοι, ερήμην του πολιτικού συστήματος. 

  • Προτιμώ τις συνηθισμένες μέρες του χρόνου και όχι τις τυμπανοκρουσίες των κατορθωμάτων του, ιδού τα Χριστούγεννα, χειροκροτήστε την Πρωτοχρονιά, εμπρός για τα γιούργια των εορτών και τη γενική επιστράτευση του Πάσχα. Οι χρονιάρες μέρες των εννέα διηγημάτων του Καιρός Σκεπτικός δεν είναι πολύ γιορτινές, δεν βασιλεύουν τα παιδάκια, οι περισσότεροι ήρωες είναι μεγάλης ηλικίας, οι ιστορίες σημαδεύονται από την κρίση, αλλά φωτίζουν καημούς και συναισθήματα που σιγοκαίνε στις καρδιές ολοχρονίς και μοναξιές ανθεκτικές στα χρόνια. 

  • Τους ηλικιωμένους ανθρώπους δεν τους απέφευγα και δεν τους βαριόμουνα ούτε στα νιάτα μου, γι’ αυτό είναι και πολύ συχνά ήρωες στα βιβλία μου. Κυνηγούσα τη ματιά τους, τα χέρια τους, τα λόγια τους. Καφεδάκι, τσιπουράκι και κουβέντα για τα κηπευτικά, τα πρόβατα, τους κεραυνούς, τους τραγουδιστές, τον πόλεμο, τις νηοπομπές, τα ερωτικά, τα κομματικά. Τώρα που υφίστανται τη μαγική και απηνή δίωξη των συντάξεων πείνας και της αναδουλειάς ή ανεργίας των παιδιών κι εγγονών τους, σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι ποια κυβέρνηση, ποιοι πολιτικοί θα σκιστούν να τους δώσουν μια χαρά, μια μεγάλη χαρά, να την προλάβουν όσο ζουν; 

Πηγή: www.lifo.gr




Touching

 Μεγαλώνοντας ανακαλύπτουμε ότι δεν είμαστε το κέντρο του σύμπαντος.
Ann Landers ( 1918-2002).



)

Στο σπίτι της στην Άνδρο η Ιωάννα μιλάει για το τοπίο της Άνδρου, τον καιρό, τους καιρούς, τη λογοτεχνία και διαβάζει κομμάτια από τα διηγήματα του βιβλίου της "Καιρός Σκεπτικός"



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου