Leonid Pasternak: To the Relatives (1891) |
Η «Αννα Καρένινα» (1875-77) αποτελεί ένα αποκαλυπτικό πανόραμα της ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα και μία ανατομία της ανθρώπινης ψυχής, σπουδή πάνω στις επιθυμίες, τους φόβους και τις αντιφάσεις της ανδρικής και της γυναικείας φύσης με φόντο την αυτοκρατορική Ρωσία σε μία περίοδο ταξικών συγκρούσεων και κοινωνικών αλλαγών.
Η αριστοκράτισσα Καρένινα, στη δίνη ενός παράφορου έρωτα που
αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις, θα τολμήσει τη μετάβαση από το σύζυγο Αλεξέι
Καρένιν, που εμπνέει τη σιγουριά και την κοινωνική αποδοχή, στον Αλεξέι
Βρόνσκι, τον εραστή που ισοδυναμεί με το αβέβαιο μέλλον και τον ηθικό
στιγματισμό. Το ανεξέλεγκτο πάθος θα φέρει την προσωρινή χειραφέτηση, πριν από
την ταπείνωση και την αυτοκαταστροφή. Ο Τολστόι αφηγείται με συμπόνια το δράμα
της μοιχαλίδας του και, παρά τις προϋπάρχουσες ηθικές αναστολές του, τη
μεταμορφώνει σε τραγική ηρωίδα.
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=344170
Στο απόσπασμα
που ακολουθεί ο συγγραφέας - αφηγητής διεισδύει στην ψυχή, τις σκέψεις και τις εσωτερικές
συγκρούσεις της Ντάριας Αλεξάντροβνα. (η Ντάρια Αλεξάντροβνα
είναι παντρεμένη με τον αδερφό της Άννας, Στεπάν Αρκάντιτς)
ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
- Τι σκέψεις κάνει για τη ζωή της η Ντάρια Αλεξάντροβνα; Πόσο ικανοποιημένη είναι; Ποιες είναι οι πραγματικές της επιθυμίες και σε ποιο βαθμό νιώθει να τις έχει πραγματοποιήσει; Τι είδους συγκρίσεις κάνει; Πώς αντιλαμβάνεται τη μητρότητα και πώς το δικαίωμα στον έρωτα; Πιστεύετε ότι αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα γυναίκας της αριστοκρατικής τάξης της εποχής της;
- Μπορείτε να βρείτε ομοιότητες και διαφορές με τη ζωή και τις ανησυχίες της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου και της Ελένης Μπούκουρα - Αλταμούρα (Ελένη ή ο Κανένας) στα αντίστοιχα αποσπάσματα που διαβάσατε και επεξεργαστήκατε;
Η Ντάρια Αλεξάντροβνα ξεκίνησε και πάλι κατά τις δέκα να συνεχίσει το ταξίδι της. Στο σπίτι, έχοντας να φροντίσει τα παιδιά, δεν της έμενε ποτέ καιρός να σκεφτεί. Γι' αυτό τώρα, σε κείνο το τετράωρο ταξίδι, όλες οι καταχωνιασμένες σκέψεις ορμήσανε ξάφνου στο μυαλό της και ξανασκέφτηκε απ' την αρχή τη ζωή της, όπως δεν το 'χε κάνει ποτέ άλλοτε και την εξέτασε απ' όλες τις μεριές. Παραξενευότανε και η ίδια με τις σκέψεις της. Στην αρχή σκέφτηκε τα παιδιά της, για τα οποία ανησυχούσε, παρόλο που η πριγκίπισσα και η Κίττυ (σ' αυτην βασιζόταν περισσότερο) της είχαν υποσχεθεί πώς θα τα προσέχουν. Μα σε λίγο, τα προβλήματα του παρόντος παραμερίστηκαν και άρχισε να σκέφτεται το προσεχές μέλλον. Σκεφτότανε πως φέτος το χειμώνα έπρεπε να νοικιάσουν στη Μόσχα καινούργιο διαμέρισμα, ν' αλλάξουν τα έπιπλα στο σαλόνι και να ράψουν μια γούνα για τη μεγαλύτερη κόρη. Ύστερα άρχισαν να την απασχολούν προβλήματα του απώτερου μέλλοντος: Πώς θα βγάλει τα παιδιά στον κόσμο. « Με τα κορίτσια κάπως θα τα καταφέρω, σκεφτότανε, μα τ' αγόρια ; »
Βέβαια, του κάνω μάθημα τώρα του Γκρίσα, μα τι θα γίνει αν μείνω έγκυος; Φυσικά, στον Στίβα δεν μπορεί να υπολογίζει κανείς. Μπα, θα βρεθούν καλοί άνθρωποι που θα με βοηθήσουν να τα βγάλω στον κόσμο· μ' αν ξαναμείνω έγκυος... Και της πέρασε η σκέψη πως δεν ήτανε σωστό αυτό που έλεγε η Γραφή πως τάχατες ο θεός καταράστηκε τις γυναίκες να γεννούν με λύπες τα τέκνα των. «Η γέννα δεν είναι τίποτα, η εγκυμοσύνη είναι το μαρτύριο », σκέφτηκε αυτή μόλις θυμήθηκε την τελευταία της εγκυμοσύνη και το θάνατο του τελευταίου παιδιού της. Και θυμήθηκε τη συζήτηση που είχε με μια μικρομάνα στο χάνι. Όταν τη ρώτησε αν έχει παιδιά, η όμορφη χωριάτισσα απάντησε εύθυμα:
- Είχα ένα κοριτσάκι, μα με γλίτωσε ο Θεός, τη σαρακοστή το θάψαμε.
- Δηλαδή, δεν το λυπάσαι; ρώτησε η Ντάρια Άλεξάντροβνα.
- Τι να λυπηθώ ; Ο γέρος έχει και δίχως της μπόλικα αγγόνια. Μήτε να δουλέψω μ' άφηνε μήτε τίποτις, έπρεπε βλέπεις να τη φροντίζω. Έβγαλα έναν μπελά απ' το κεφάλι μου.
Η απάντηση αυτή της φάνηκε της Ντάρια Αλεξάντροβνα ανατριχιαστική, παρόλο που η μικρομάνα της τα 'πε όλ' αυτά χαμογελώντας καλόκαρδα, τώρα όμως ξαναθυμότανε, χωρίς να το θέλει, τα λόγια της. Σ' αυτά τα κυνικά λόγια υπήρχε και μια δόση αλήθειας.
«Μα και γενικά, σκεφτότανε η Ντάρια Αλεξάντροβνα, ξαναφέρνοντας στη μνήμη της τα δεκαπέντε χρόνια της έγγαμης ζωής της, η εγκυμοσύνη, οι εμετοί, η άμβλυνση της σκέψης, η αδιαφορία πού νιώθεις για το καθετί και, το κυριότερο, η ασχήμια... Η Κίττυ, η νέα, η όμορφη Κίττυ ασχήμυνε τόσο κι εγώ, όταν είμαι έγκυος γίνομαι... δεν είναι να με δει άνθρωπος, το ξέρω. Γεννάς, υποφέρεις, τυραννιέσαι κι ύστερα κείνη η τελευταία στιγμή... κι ύστερα πρέπει να θηλάσεις, κείνες οι άγρυπνες νύχτες, κείνοι οι τρομεροί πόνοι...»
Vladimir Makovsky, Mother and Daughter (1886) |
Η Ντάρια Άλεξάντροβνα ανατρίχιασε μόλις θυμήθηκε τους πόνους που υπέφερε, όταν μετά την κάθε της γέννα σκάγαν οι θηλές της. «Ύστερα οι αρρώστιες των παιδιών, αυτός ο ασταμάτητος τρόμος· ύστερα η ανατροφή, οι κακές τους έξεις, η μόρφωσή τους, τα λατινικά - ολ' αυτά είναι τόσο ακατανόητα και δύσκολα. Και πάνω απ' όλα, ο θάνατος των παιδιών ». Και πάλι θυμήθηκε το θάνατο του τελευταίου της παιδιού που εξακολουθούσε να ματώνει τη μητρική καρδιά της- ήταν μωρό ακόμα και το θήλαζε όταν πέθανε ξάφνου από ανεμοβλογιά και τώρα θυμήθηκε την κηδεία του, τη γενική αδιαφορία μπροστά σε κείνο το μικρό ροζ φέρετρο και τον δικό της τον μοναχικό πόνο που της ξέσκιζε την καρδιά, τότε που κοίταζε το χλομό μικρούλι μέτωπο με τα κατσαρά μαλλάκια στους κροτάφους, το μισάνοιχτο κι απορεμένο στοματάκι, που το πρόσεξε την τελευταία στιγμή όταν βάλανε στο φέρετρο το ροζ καπάκι με τον χρυσοκέντητο σταυρό.
«Και γιατί όλ' αυτά ; Τι θα προκύψει απ' όλ' αυτά ; Θα ζήσω όλη τη ζωή μου, χωρίς στιγμή ν' αναπαυτώ, άλλοτε περιμένοντας παιδί, άλλοτε θηλάζοντας, πάντα θυμωμένη, γκρινιάρα, θα βασανίζομαι και θα βασανίζω τους άλλους, κι ό άντρας μου θα με σιχαίνεται και τα παιδιά μου θα γίνουν δυστυχισμένα, κακοαναθρεμμένα και πάμφτωχα. Αφού από τώρα, αν δε μέναμε το καλοκαίρι στους Λέβιν, δεν ξέρω πώς θα ζούσαμε. Φυσικά, ο Κόστια και η Κίττυ έχουν τόσο τακτ που ξεχναμε πως μας φιλοξενούν αυτό όμως δεν μπορεί να συνεχιστεί. Θ' αποκτήσουν κι αυτοί παιδιά και δε θα μπορούνε πια να μας βοηθήσουν κι από τώρα βάρος τούς είμαστε. Θα καταντήσουμε να ζητήσουμε βοήθεια απ' τον πατέρα που μας τα 'δωσε όλα και δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του; Ώστε λοιπόν δε θα μπορέσω να τα βγάλω στον κόσμο μονάχη μου, θα χρειαστεί να ζητήσω τη βοήθεια άλλων και να ταπεινωθώ. Ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση, κι αν ακόμα δεν πεθάνουν τα παιδιά και τα καταφέρω όπως όπως να τ' αναθρέψω, πάλι στην καλύτερη περίπτωση, δε θα γίνουν παλιάνθρωποι. Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να εύχομαι. Και για να γίνει αυτό, πόσα βάσανα, πόσοι κόποι! Πήγαν χαμένα τα χρόνια της ζωής μου ! » Ξαναθυμήθηκε αυτά που της είπε η μικρομάνα και πάλι ένιωσε σιχασιά μα δεν μπορούσε να μη συμφωνήσει πως στα λόγια της υπήρχε και μια δόση σκληρής αλήθειας.
Emily Shanks: Hiring a Governess |
Το αμάξι πέρναγε μέσ' απ'το χωριό κατηφορίζοντας προς μια μικρή γέφυρα. Κείνη την ώρα πέρναγαν απ' τη γέφυρα κάμποσες χωριάτισσες συζητώντας δυνατά, ζαλωμένες με δεμάτια κλαδιά. Οι κυράτσες σταμάτησαν στη γέφυρα, κοιτάζοντας με περιέργεια τ' αμάξι. Τα πρόσωπα τους φάνηκαν στην Ντάρια Αλεξάντροβνα εύθυμα, γεμάτα υγεία. «Όλοι ζούνε, όλοι απολαμβάνουν τη ζωή, συνέχισε τις σκέψεις της η Ντάρια Αλεξάντροβνα, καθώς τ'αμάξι βγήκε απ'το χωριό, ανέβηκε μια ανηφόρα και άρχισε να κυλάει χοροπηδώντας ανάλαφρα στον κατήφορο, κι εγώ είμαι σαν φυλακισμένη, σαν απόβλητη, σκοτώνομαι όλη μέρα με τις τόσες μου φροντίδες και τώρα μόλις συνήλθα για λίγο και μπόρεσα να σκεφτώ. Όλοι ζούνε: κι αυτές οι χωριάτισσες και η αδελφή μου η Ναταλία και η Βάρενκα και η Άννα, που πάω τώρα να τη δω και μόνο εγώ δεν ζω.
" Όλοι τα βάζουν με την Άννα. Και γιατί; Μήπως τάχα εγώ είμαι καλύτερη ; Εγώ τουλάχιστον έχω έναν άντρα που τον αγαπώ. Όχι πως θα 'θελα να τον αγαπώ, πάντως τον αγαπώ, η Άννα όμως δεν αγαπούσε τον δικό της. Τι φταίει λοιπόν αυτή; Θέλει να ζήσει. Αυτή τη λαχτάρα μας την εμφύσησε ο ίδιος ο Θεός. Καθόλου απίθανο να έκανα κι εγώ το ίδιο. Κι ως τα τώρα δεν ξέρω αν έκανα καλά που την άκουσα κείνες τις φρικτές μέρες που ήρθε και με βρήκε στη Μόσχα. Έπρεπε τότε να παρατήσω τον άντρα μου και ν' αρχίσω τη ζωή μου απ' την αρχή. Θα μπορούσα ν' αγαπήσω και ν' αγαπηθώ πραγματικά. Μήπως τώρα είμαι καλύτερα ; Δεν του 'χω καμιά εκτίμηση. Μου χρειάζεται, σκεφτόταν για τον άντρα της, και τον ανέχομαι. Είναι καλύτερο αυτό; Τότε, μπορούσα ακόμα ν' αρέσω, δεν είχα χάσει την ομορφιά μου", σκεφτόταν η Ντάρια Αλεξάντροβνα και ένιωσε την επιθυμία να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Είχε ένα καθρεφτάκι στον ταξιδιωτικό της σάκο και θέλησε να το βγάλει, είδε όμως τις πλάτες του αμαξά και του υπαλλήλου και κατάλαβε πως θα ντραπεί αν γυρίζανε και την έβλεπαν κι αποφάσισε να μη βγάλει το καθρεφτάκι.
Μα και χωρίς να κοιταχτεί στον καθρέφτη, είχε την εντύπωση πως και τώρα δεν ήταν αργά και θυμήθηκε τον Σεργκέι Τβάνοβιτς πού της φερνότανε με πολλή αβρότητα, θυμήθηκε τον φίλο του Στίβα, τον Τουρόβτσιν, που γιατροπόρεψε μαζί της τα παιδιά, τότε που είχανε σκαρλατίνα και ήταν ερωτευμένος μαζί της. Και υπήρχε κι ένας άλλος νέος, που, όπως της είπε γελώντας ο άντρας της, έβρισκε πώως ηταν η πιο όμορφη απ' όλες τις αδελφές. Κι η Ντάρια Αλεξάντροβνα άρχισε να πλάθει μέ τη φαντασία της τα πιο φλογερά και απίθανα ειδύλλια. «Η Άννα έκανε πολύ καλά και δεν πρόκειται να την κατηγορήσω ποτέ μου. Είναι ευτυχισμένη, κάνει ευτυχισμένον κι έναν άλλο άνθρωπο και σίγουρα δεν έχει τα χάλια μου μα διατηρεί τη δροσιά της, την εξυπνάδα της και το κέφι της για ζωή », σκεφτόταν η Ντάρια Αλεξάντροβνα και ένα πονηρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της, ιδιαίτερα επειδή την ώρα που σκεφτότανε το ειδύλλιο της Άννας, φανταζότανε παράλληλα και ένα σχεδόν παρόμοιο ειδύλλιο για τον εαυτό της μ' έναν φανταστικό άντρα, προικισμένο με όλες τις χάρες και ερωτευμένο μαζί της. Η Ντόλλυ, όπως και η Άννα, τα ομολογούσε όλα στον άντρα της. Και βλέποντας την έκπληξη και την ταραχή του Στεπάν Αρκάντιτς, δεν μπορούσε να μη χαμογελάσει.
ΛΕΩΝ
ΤΟΛΣΤΟΪ , ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ, ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI, σελ.
904—908(εκδόσεις ΑΓΡΑ)
Konstantin Savitsky: Family Quarrel (1890) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου