Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός ανέβασε τη θεατρική σεζόν 2011 -12 στο ανακαινισμένο θέατρο Ακροπόλ τον «Ερωτόκριτο» του Βιτζέντζου Κορνάρου, εμβληματικό για την ελληνική παράδοση έργο της αναγεννησιακής ελληνοκρητικής δημιουργίας.
Μιλώντας ο ίδιος για την επιλογή του αυτή λέει σε συνέντευξη που έδωσε στην Μαρία Κρύου για το περιοδικό Αθηνόραμα:
Είναι μια παιδική μου ανάμνηση ο «Ερωτόκριτος», γιατί τον έχω γνωρίσει μέσα από τη φωνή ενός ανθρώπου που ήταν μέσα στην οικογένειά μου, του Μάνου Κατράκη. Νομίζω ότι τώρα είναι η στιγμή για πολύ μεγάλα πράγματα και για εθνικά παραμύθια, αν μπορώ να το πω έτσι. Ο «Ερωτόκριτος» μιλά για την έννοια της αναγέννησης. Επειδή, λοιπόν, η αναγέννηση σήμερα σημαίνει το μεγάλο ξεκίνημα, σκέφτηκα να μιλήσω όχι γι’ αυτό που βλέπουμε, αλλά γι’ αυτό που θα θέλαμε. Δεν μπορώ να μιλήσω για το πώς ζούμε τώρα, αυτό το κάνει καλύτερα και η τελευταία σελίδα της εφημερίδας. Θέλω να μιλήσω γι’ αυτό που πρέπει να φανταστούμε τώρα για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε ως άνθρωποι και ως λαός. Ο «Ερωτόκριτος» πέρασε δικαίως στο στόμα του λαού, αλλά εγώ δεν το προσεγγίζω μέσα από τη λαϊκή σκέψη – και ο Σαίξπηρ πέρασε στον λαό, αλλά παραμένει η ελίτ του θεάτρου. Για μένα ο «Ερωτόκριτος» ταιριάζει περισσότερο στην τζαζ μουσική παρά στη λύρα. Τον αντιμετωπίζω περισσότερο σαν ένα είδος αφηγηματικού θεάτρου, με το οποίο πειραματίζομαι τα τελευταία δέκα χρόνια. Ξεκίνησα με τη «Νοσταλγό» του Παπαδιαμάντη το 2001, συνέχισα με την παράσταση «Αυτό που δεν τελειώνει» το 2003 στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, μια δραματουργική σύνθεση πάνω στην ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, με τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι το 2007 και τώρα με τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και τη «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Με αφορά πολύ αυτό το είδος όπου ο υποκριτής είναι και αφηγητής. Πιστεύω ότι στη λογοτεχνία, παράλληλα με τα σύγχρονα έργα, βρίσκεται το μέλλον.
Έχετε διασκευάσει τον «Ερωτόκριτο»;
Έχουμε διασκευάσει κάποια κομμάτια, αλλά το κείμενο ακούγεται στη γλώσσα του πρωτοτύπου. Προσπαθήσαμε να μη μεταφέρουμε απλώς την υπόθεση αλλά και το άρωμα του έργου, που είναι οι εικόνες του.
«Μα καλά, τώρα που καταρρέει το σύμπαν, τι μπορεί να πει στο κοινό η παλιά, έμμετρη μυθιστορία του Βιτσέντζου Κορνάρου, με τις περιπέτειες δυο ερωτευμένων νέων, του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας;».
Μην κάνετε αυτήν τη σκέψη. Δεν είναι πολιτικό θέατρο, βέβαια, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ πιο πολιτική επιλογή από τη σκηνική απόδοση, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, ενός εμβληματικού κειμένου του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, που γονιμοποίησε με το πιο βαθύ τρόπο την ομιλούμενη ελληνική γλώσσα και το λαϊκό φαντασιακό, σχετικά με τα δεινά αλλά και την απαράμιλλη δύναμη του έρωτα.
Γραμμένος στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα, λίγο πριν από την κατάκτηση της επί 4 αιώνες βενετοκρατούμενης Κρήτης από τους Τούρκους, ο Ερωτόκριτος μιλά τη γλώσσα την ελληνική με τόσο σίγουρο τρόπο που εκπλήσσει - και ταυτόχρονα συγκινεί. «Γιατί δεν είναι απλώς ένας φραστικός, είναι συνάμα ένα ψυχικός και σωματικός τρόπος, που μας φέρνει σύρριζα κοντά στον εαυτό μας», γράφει ο Σεφέρης στις Δοκιμές του. Έχει δίκιο.
H γλώσσα του Ερωτόκριτου καθιστά την επιλογή της σκηνικής μεταφοράς του πράξη πολιτική. Σε μια στιγμή της ιστορίας μας που όλα μοιάζουν υπό κατάρρευση, διασυρμένα και ταπεινωμένα, χωρίς προοπτική κι ελπίδα, τα δίστιχα του Ερωτόκριτου έρχονται να ζωντανέψουν την πιο βαθιά μνήμη, το αίσθημα του ανήκειν, την ελληνική συνείδηση. Θα έγραφα «εθνική» αντί για ελληνική, αλλά σήμερα που οι πολιτικοί -από τους γνωστούς μειοδότες έως τους καινούργιους «προφήτες»- επαναφέρουν στο λεξιλόγιό τους τη λέξη «πατρίδα» για να προσεγγίσουν ψηφοφόρους, η λέξη μοιάζει πρόσφορη σε παρανοήσεις. Η ελληνική γλώσσα, πάντως, είναι ο θησαυρός μας, είναι η Ακρόπολή μας, όπλο και φάρμακο μαζί, ό,τι μας διασώζει από τη διαλυτική δυναμική της εποχής.
Αυτό που συμβαίνει, λοιπόν, στο Ακροπόλ θα μπορούσε ν’ αποτυπωθεί ως εξής: ένα σύνολο ηθοποιών ζωντανεύει με την ανάσα και το σώμα του το γλωσσικό σύμπαν του Κορνάρου. Ο Λιβαθινός προφανώς δεν θέλησε μια φιλολογική σκηνική ανάγνωση, αλλά επεδίωξε να σωματοποιήσει τον λόγο, δείχνοντας ότι ο κρητικός δεκαπεντασύλλαβος δεν απέχει πολύ από τον τρόπο που μιλούν/τραγουδούν για τη ζωή τους οι ράπερ στα σύγχρονα γκέτο των δυτικών μεγαλουπόλεων. Από κάποια τραγούδια που εντάχθηκαν στην παράσταση (η μουσική του Δημήτρη Μαραμή δεν έκρυβε τις τζαζ αναφορές της), ξεκουράζοντας το κοινό από το μετρικό απαρέγκλιτο της ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας, φάνηκε πόσο καλά μπορεί να λειτουργούσε ο Ερωτόκριτος, αν μεταγράφονταν στη φόρμα του μιούζικαλ.
Την έννοια του παιχνιδιού υπηρετεί και το καρουζέλ που έστησε ως μοναδικό σκηνικό η Ελένη Μανωλοπούλου, ένα «αντικείμενο» που ακαριαία σε μεταφέρει στον μαγικό κύκλο της λογοτεχνίας («του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου» είναι ο πρώτος στίχος του Ερωτόκριτου, που παραπέμπει στον περίφημο τροχό της τύχης του ελισαβετιανού θεάτρου), της απολεσθείσας αθωότητας των παιδικών παιχνιδιών και του θεάτρου που την ξανακαινουργιώνει.
Πηγή: www.lifo.gr
Ο Χρήστος Σουγάρης κλέβει τις εντυπώσεις στο ρόλο του Ρήγα, Φωτογραφία © Κωστής Καλλιβρετάκης |
Φωτογραφία © Κωστής Καλλιβρετάκης |
«Ένα παραμύθι είναι ο Ερωτόκριτος δεν πρέπει να το ξεχνάμε και σαν παραμύθι νομίζω πρέπει και να ανεβαίνει. Ένα ενδιαφέρον σύγχρονο, ζωντανό, ερωτικό, ελληνικό παραμύθι», λέει για τον "Ερωτόκριτο", ο Στάθης Λιβαθινός
Η πασίγνωστη ερωτική ιστορία του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, -γραμμένη στην Κρητική διάλεκτο σε 10.012 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους από τον Βιτσέντζο Κορνάρο -, ακούγεται σήμερα ατόφια, από ένα θίασο συνόλου.
«Ο Ερωτόκριτος πάλλεται από επική δύναμη και λυρισμό, ενώ σίγουρα απηχεί την καλύτερη στιγμή στη λογοτεχνία του 17ου αιώνα», εξηγεί ο Στάθης Λιβαθινός, που επέλεξε το εμβληματικό αυτό έργο, δίνοντάς του αναμφισβήτητη ελληνική πνοή.
Το πρώτο μέρος της παράστασης εκτυλίσσεται μπροστά από το κόκκινο βελούδο της αυλαίας, με βασικό συντελεστή στη σύγχρονη απόδοσή του, τη μουσική του Δημήτρη Μαραμή, που δίνει στοιχεία ροκ και τζαζ στον "Ερωτόκριτο".
«Σαφώς υπάρχουν σύγχρονα στοιχεία στην παράσταση", επισημαίνει ο Λιβαθινός, "δεν υπάρχει η φολκλορική πλευρά της λύρας και των κρητικών μαντινάδων, γιατί νομίζω ότι αυτό είναι εξαντλημένο. Η παράστασή είναι και μοντέρνα και κλασική. Η μουσική είναι πιο τζαζ πιο ελεύθερη».
Όταν η αυλαία ανοίγει, ένα τεράστιο καρουζέλ στη μέση της σκηνής "γίνεται" το παλάτι, η φυλακή, ο τόπος του πόνου και της τιμωρίας, αλλά και ο τόπος της συνάντησης, της αναγνώρισης και της ευτυχίας των δύο ερωτευμένων παιδιών.
«Τα συναισθήματα που εξερευνά ο Κορνάρος έχουν μια αρχή καθαρά εφηβική, θα έλεγα μερικές φορές απόλυτη ίσως και λίγο επιπόλαιη. Όμως το πείσμα και η επιμονή των δύο νέων κάνουν τον έρωτα να νικήσει. Αυτό είναι ένας υπέροχος θρίαμβος», λέει ο σκηνοθέτης.
Σε ένα σύγχρονο πολιτισμό εθισμένο στην εικόνα, πως λειτουργεί ένα κείμενο της Κρητικής Αναγέννησης;
«Δεν απευθύνομαι μόνο σε αυτούς που είναι εθισμένοι στην εικόνα. Απευθύνομαι σε όλους όσους τους ενδιαφέρει το θέατρο. Το κείμενο του Ερωτόκριτου είναι ο πιο σύγχρονος κινηματογράφος, όπως και όλων των μεγάλων συγγραφέων γιατί η απαρχή του κινηματογράφου είναι στην καλή λογοτεχνία. Όλες οι εικόνες βρίσκονται στην αφήγηση».
'Αλλωστε ο Στάθης Λιβαθινός δηλώνει η ξεκάθαρα: «Με ενδιαφέρει πολύ το αφηγηματικό θέατρο. Οι ηθοποιοί σε αυτήν την συνθήκη είναι και λίγο λογοτέχνες και ποιητές και αφηγητές. Περνάνε από όλα τα στάδια. Σκοπός ήταν να κάνουμε μία παράσταση που να περιέχει λόγο, μουσική, θέαμα, αναπαράσταση και απαγγελία. Όλα αυτά τα στοιχεία δηλαδή που νομίζω ότι είχε κάπου κρυμμένα βαθιά μες το μυαλό του ο Κορνάρος, όταν έγραφε το έργο».
«Η παράσταση επιχειρεί να "εφεύρει" μια νέα -αρμόζουσα και συμβατή- θεατρική γλώσσα, προκειμένου να αφηγηθεί σκηνικά αυτό το γοητευτικό παραμύθι, που αν και δεν αποτελεί καθαρό θεατρικό υλικό με τη συμβατική έννοια, εντούτοις εμπεριέχει ενδιαφέροντα στοιχεία θεατρικότητας», αναφέρει ο σκηνοθέτης.
Ο Λιβαθινός τοποθετεί τρεις Ερωτόκριτους και τρεις Αρετούσες να περιδιαβαίνουν στη σκηνή, σταδιακά, ακόμη και ταυτόχρονα – εξαιρετική η σκηνή με τα τρία ζευγάρια διαφορετικής ηλικίας επάνω στα άλογα του καρουζέλ- και να μάχονται προκειμένου να επικρατήσει ο αιώνιος και παντοτινός έρωτάς τους. Πραγματικά αριστουργηματική σκηνοθετικά και σπάνια θεατρικά η σκηνή του κονταροχτυπήματος στο δεύτερο μέρος μέρος του έργου, όπου οι ίδιοι οι ηθοποιοί «μεταμορφώνονται» σε περήφανα άτια και... χλιμιντρίζουν.
Μιλώντας τώρα– προσωπικά- από τη σκοπιά ενός κλασικού φιλολόγου, η παράσταση είναι πραγματικά εξαιρετική όχι μόνο στο φαίνεσθαι (σκηνοθεσία- σκηνικά- κοστούμια), αλλά και στο είναι. Και όταν λέμε «είναι» εννοούμε τη γλώσσα της, που δεν είναι άλλη από την καθάρια και απόλυτα όμορφη γλώσσα του Κορνάρου, αυτό το κρητικό ιδίωμα που μοιάζει πολύ με την αρχαία ελληνική και ηχεί σε ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους σαν γάργαρο νερό. Ο Λιβαθινός πήρε το ρίσκο και έθεσε τους ηθοποιούς του αντιμέτωπους με το γλωσσικό αυτό «τέρας» του Κορνάρου και αυτοί όχι μόνο δεν το τρύπησαν διαμπερώς με τα κονταροχτυπήματά τους, όχι μόνο δεν το πετσόκοψαν με τα σπαθιά τους, αλλά κατάφεραν να συμπορευτούν μαζί του, να βγουν αλώβητοι από την αναμέτρηση αυτή και να το απογειώσουν με την καθαρή τους άρθρωση – δεν ακούσαμε ούτε ένα σαρδάμ, ούτε ένα κόμπιασμα της γλώσσας - και τη μουσικότητα όχι μόνο των λόγων, αλλά και του κορμιού τους συνάμα.
Αυτό, ωστόσο, που για τους φλογερούς εραστές της ελληνικής, είναι το μεγάλο ατού της παράστασης, είναι το στοιχείο που θα κουράσει, θα ζαλίσει και θα εκνευρίσει το μέσο κοινό (αυτά τα λέμε κρίνοντας από τα περιρρέοντα σχόλια του κοινού την ώρα, στο διάλειμμα και στο τέλος της παράστασης). Είναι λοιπόν λάθος ότι δεν υπάρχει πουθενά καμία σημείωση πως η παράσταση δεν είναι στη νεοελληνική γλώσσα.
Δεν θα πρέπει να παραληφθεί να αναφερθεί τέλος, πως βασικό, σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση παίζει η σε τζαζ αποχρώσεις μουσική του Δημήτρη Μαραμή, που ακούγεται ζωντανά και δένει αρμονικά με όλη την ατμόσφαιρα του κατά Λιβαθινόν Ερωτόκριτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου