Πάντα φυγές, αποδράσεις - συχνά ανέφικτες, ανεκπλήρωτες - ονειρεύονται οι άνθρωποι, από τραυματικές και αδιέξοδες πραγματικότητες, την αιχμαλωσία, τον πόνο, άρρωστες εξαρτήσεις και ενοχές, τυραννικά απωθημένα και λάθη, από τον ίδιο τον εαυτό τους ακόμα. Τα τραγούδια είναι καθρέφτης της διαχρονικής αυτής ανάγκης του ανθρώπου.
Στο Γ’ Στάσιμο της Ελένης του Ευριπίδη, οι γυναίκες του Χορού, αιχμάλωτες του βασιλιά Θεοκλύμενου στην Αίγυπτο εκφράζουν από τη μια την άδολη χαρά τους για τη λύτρωση και τη φυγή του Μενέλαου και της Ελένης, κι από την άλλη εύχονται να μπορούσαν να πετάξουν στον αγέρα σαν τους γερανούς:
Να μπορούσα να πετάξω στον αγέρα
σαν τα λιβυκά πουλιά που αφήνουν
μπόρες χειμωνιάτικες και πάνε,
φτερουγώντας στη σειρά, τον πρωτολάτη
πρόθυμα υπακούοντας, όταν
πάνω από ξερούς ή καρπισμένους
κάμπους τα οδηγάει κι όλο κράζει
αψηλά στον ουρανό πετώντας.
(Ευριπίδη, Ελένη, στ. 1621-1628, μτφρ. Τάσου Ρούσσου)
Στη δημοτικά μας τραγούδια η ίδια ακριβώς ευχή πηγάζει από την ανάγκη της ευρύχωρης, από ψηλά ματιάς, είτε πρόκειται για το "ένδοξο αλωνάκι", τον κάμπο του Μεσολογγιού, είτε για την ξενιτεμένη αγάπη:
«να' μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ' αψήλου, ν' αγνάντευα τη Pούμελη, το έρμο Mεσολόγγι,
πώς πολεμάει με την Tουρκιά, με τέσσερις πασάδες»
"Να 'μαν πουλί να πέταγα ψηλά στα κορφοβούνια
ν' αγνάντευα ολόγυρα στα μακρινά τα ξένα
νά 'βλεπα την αγάπη μου, νά 'βλεπα τον καλό μου,
σε τι σαντήρια κάθεται ..."
Την ίδια επιθυμία φυγής, από τον πόνο αυτή τη φορά, εκφράζουν και οι στίχοι του Χρήστου Κολοκοτρώνη. Μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Τραγουδάει η Πόλυ Πάνου
Σε ποιο βουνό απόψε που πονώ,
θα πάω να βρω τ' αθάνατο νερό.
Σε ποια οξιά θα βρω τη μοναξιά,
σε ποια πηγή θα γειάνω την πληγή.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Να 'μουν πουλί να πέταγα ψηλά,
τους στεναγμούς να ρίξω χαμηλά.
Πικρός καημός, τετράδιπλη χαρά,
να 'σαι φτωχός με πλούσια καρδιά.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Στο Γ’ Στάσιμο της Ελένης του Ευριπίδη, οι γυναίκες του Χορού, αιχμάλωτες του βασιλιά Θεοκλύμενου στην Αίγυπτο εκφράζουν από τη μια την άδολη χαρά τους για τη λύτρωση και τη φυγή του Μενέλαου και της Ελένης, κι από την άλλη εύχονται να μπορούσαν να πετάξουν στον αγέρα σαν τους γερανούς:
Να μπορούσα να πετάξω στον αγέρα
σαν τα λιβυκά πουλιά που αφήνουν
μπόρες χειμωνιάτικες και πάνε,
φτερουγώντας στη σειρά, τον πρωτολάτη
πρόθυμα υπακούοντας, όταν
πάνω από ξερούς ή καρπισμένους
κάμπους τα οδηγάει κι όλο κράζει
αψηλά στον ουρανό πετώντας.
(Ευριπίδη, Ελένη, στ. 1621-1628, μτφρ. Τάσου Ρούσσου)
Στη δημοτικά μας τραγούδια η ίδια ακριβώς ευχή πηγάζει από την ανάγκη της ευρύχωρης, από ψηλά ματιάς, είτε πρόκειται για το "ένδοξο αλωνάκι", τον κάμπο του Μεσολογγιού, είτε για την ξενιτεμένη αγάπη:
«να' μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ' αψήλου, ν' αγνάντευα τη Pούμελη, το έρμο Mεσολόγγι,
πώς πολεμάει με την Tουρκιά, με τέσσερις πασάδες»
"Να 'μαν πουλί να πέταγα ψηλά στα κορφοβούνια
ν' αγνάντευα ολόγυρα στα μακρινά τα ξένα
νά 'βλεπα την αγάπη μου, νά 'βλεπα τον καλό μου,
σε τι σαντήρια κάθεται ..."
Την ίδια επιθυμία φυγής, από τον πόνο αυτή τη φορά, εκφράζουν και οι στίχοι του Χρήστου Κολοκοτρώνη. Μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Τραγουδάει η Πόλυ Πάνου
Σε ποιο βουνό απόψε που πονώ,
θα πάω να βρω τ' αθάνατο νερό.
Σε ποια οξιά θα βρω τη μοναξιά,
σε ποια πηγή θα γειάνω την πληγή.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Να 'μουν πουλί να πέταγα ψηλά,
τους στεναγμούς να ρίξω χαμηλά.
Πικρός καημός, τετράδιπλη χαρά,
να 'σαι φτωχός με πλούσια καρδιά.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Μέσα στη ζωή που βρέθηκα,
για να πονώ, για να πονώ, βαρέθηκα.
Στο θεατρικό έργο του Βάρναλη "Άτταλος ο Τρίτος" (1971), ο Άτταλος, αφού χαρίζει το βασίλειό του, παίρνει την κιθάρα και τραγουδάει. Έτοιμος να φύγει από την ανθρωποσφαγή, τη γη που μόνο πληγή λογίζεται και τη λάσπη. Με αυτιά και μνήμη κλεισμένη συνειδητά στο κακό.
Σε δύο διαφορετικές εκδοχές μελοποίησης: Η πρώτη σε μουσική και ερμηνεία του Ν. Κυριαζή.
Η δεύτερη σε διασκευή και προσαρμογή στις απαιτήσεις του νέου κύματος από το Σταύρο Κουγιουμτζή με τον τίτλο "Γεια χαρά, καλή", ενταγμένη στο γνωστό δίσκο του «Όταν ανθίζουν πασχαλιές» (1971). Ερμηνεύει ο Γιάννης Καλατζής.
Πάνω στου πελάου
το σπιθάτ' αφρό
έστησα χορό,
φεύγω, αναχωρώ!
Έκανα φτερά
κι έγινα πουλί
γεια χαρά, καλή,
και μην κλαις πολύ.
Θάνατος εδώ
κι ανθρωποσφαγή.
Τούτ΄η μάβρη γη
κόκκινη πληγή.
Μέσα στην καρδιά
κόβω κάθε τι
που με συγκρατεί
με τη λάσπη αφτή,
Βούλωσα κι αφτιά
και μνημονικό,
για να μην ακώ
τίποτα κακό.
Ντύθηκα γαμπρός
από καινουργίς
άστρο της αυγής,
έβγα να με διεις.
Πάω για θεός
σε νησί τρανό
μες στο γαλανό
τον ωκεανό.
Άνεμος φυσά
παίρνει με και πα
κι η καρδιά χτυπά!
Όλα Χαρωπά!
Παίρνει με και πα
πούλουδο αλαφρό.
Πάντα με χορό
φέβγω, αναχωρώ!
Στους στίχους του Άλκη Αλκαίου, «τα πουλιά φεύγουν στα ξένα σαν τρένα εναέρια». «Η ψυχή, που δε χωράει ούτε στο σώμα, ούτε στα λόγια, ζητάει ουρανό.» Φυγή και δω, ανέφικτη μάλλον…. Μουσική και ερμηνεία: Αλκίνοος Ιωαννίδης.
Μια στήλη φως του δειλινού
τη γρίλια μου περνάει,
όνειρο η μέρα πάει
και πίσω δε γυρνά.
Ανοίγω το παράθυρο
στον τελευταίο ήλιο.
Κόλλησε το βινύλιο,
σ΄ ένα "ποτέ ξανά ".
Σαν όνειρο σ΄ αγάπησα
και πως να σε ξεχάσω.
Ποτέ μου δε σ΄ απόκτησα,
ποτέ δε θα σε χάσω.
Φεύγουν στα ξένα τα πουλιά
σαν εναέρια τρένα,
να παίρνανε και μένα
μαζί τους μια φορά.
Τις αλυσίδες τ΄ ουρανού
κάθε ψυχή ζητάει.
Στο σώμα δε χωράει
στα λόγια δε χωρά.
Σαν ουρανό σ΄ αγάπησα
και πως να σε ξεχάσω.
Ποτέ μου δε σ΄ απόκτησα,
ποτέ δε θα σε χάσω.
Αλλά η φυγή
μπορεί να είναι και απόδραση, διαρκής αυτή τη φορά, από ό,τι έχει οριστικά
τελειώσει, απ’ όπου νιώθει κανείς ξένος….. Και η φυγή αυτή φέρνει πιο κοντά
στην καρδιά, που από τη φύση της είναι πετούμενο, πιο κοντά στην αλήθεια, που
απελευθερώνει.
Στίχοι και μουσική: Ορφέας Περίδης
Στίχοι και μουσική: Ορφέας Περίδης
Ρίχνω στη νύχτα μια σπρωξιά
παίρνει φωτιά και ξημερώνει
στην τελευταία ρουφηξιά
κάνω όρκο να τελειώσει πια
ό,τι τελειώνει.
Μπαίνω στο τρένο την αυγή
για να με βρει σε άλλο μέρος
η μέρα ετούτη που θα μπει
να με γλιτώσει από κει
που ήμουνα ξένος.
Φεύγω, φεύγω, κάθε μέρα φεύγω
μέτρο μέτρο, όλο πιο μακριά
φεύγω, φεύγω, τόσα χρόνια φεύγω,
στην καρδιά μου όλο πιο κοντά.
Ρίχνω στα μάτια μου ένα φως
και κάνω ανάκριση μονάχος,
ο χωρισμένος μου εαυτός
είναι που χώρισε τον κόσμο
από λάθος.
Άραγε τι να φταίει τι
που ονειρευόμαστε στον ξύπνιο,
και να ‘ναι η λησμονιά αυτή
που ανοίγει πόρτες το πρωί
στον πρώτο χτύπο.
παίρνει φωτιά και ξημερώνει
στην τελευταία ρουφηξιά
κάνω όρκο να τελειώσει πια
ό,τι τελειώνει.
Μπαίνω στο τρένο την αυγή
για να με βρει σε άλλο μέρος
η μέρα ετούτη που θα μπει
να με γλιτώσει από κει
που ήμουνα ξένος.
Φεύγω, φεύγω, κάθε μέρα φεύγω
μέτρο μέτρο, όλο πιο μακριά
φεύγω, φεύγω, τόσα χρόνια φεύγω,
στην καρδιά μου όλο πιο κοντά.
Ρίχνω στα μάτια μου ένα φως
και κάνω ανάκριση μονάχος,
ο χωρισμένος μου εαυτός
είναι που χώρισε τον κόσμο
από λάθος.
Άραγε τι να φταίει τι
που ονειρευόμαστε στον ξύπνιο,
και να ‘ναι η λησμονιά αυτή
που ανοίγει πόρτες το πρωί
στον πρώτο χτύπο.
Από το «γοργοτάξιδο καράβι της Σιδώνας», που οδηγεί το Μενέλαο και την Ελένη πίσω «στ’ ακρογιάλια με τ’ απάνεμο λιμάνι / στου Περσέα τα λαμπρά παλάτια» (στ. 1593-4) σ’ ένα άλλο καράβι, της φυγής κι αυτό, που αναζητά μια πατρίδα… Οι στίχοι και η μουσική είναι του Νίκου Ζούδιαρη και ερμηνεύει η Γεωργία Νταγάκη:
Ένα καρά ένα καράβι της φυγής,
ένα γλυκό καράβι,
στα όνειρα, στα όνειρά μου έρχεται
και μπαίνει κάθε βράδυ...
Στην πλώρη γράφει λεύτερος
στην πρύμνη δεν αντέχω
κι έχει στα άλμπουρα ψηλά,
ό,τι εγώ δεν έχω...
Κι ο καπετάνιος με ρωτά
κι ο καπετάνιος λέει,
"μήπως πεινάς,
μήπως πεινάς, μήπως διψάς,
κι είσαι σκοτεινιασμένος" ;
"Μήτε πεινώ,
μήτε πεινώ, μήτε διψώ,
μα ψάχνω μια πατρίδα
γιατί δεν έχω μια μεριά,
να γύρω το κορμί μου,
αν με προδώσει η θάλασσα,
ο σκύλος κι η καλή μου"...
Ένα καρά ένα καράβι της φυγής
ένα γλυκό καράβι,
στα όνειρά, στα όνειρά μου έρχεται
και φεύγει κάθε βράδυ....
στα όνειρα, στα όνειρά μου έρχεται
και μπαίνει κάθε βράδυ...
Στην πλώρη γράφει λεύτερος
στην πρύμνη δεν αντέχω
κι έχει στα άλμπουρα ψηλά,
ό,τι εγώ δεν έχω...
Κι ο καπετάνιος με ρωτά
κι ο καπετάνιος λέει,
"μήπως πεινάς,
μήπως πεινάς, μήπως διψάς,
κι είσαι σκοτεινιασμένος" ;
"Μήτε πεινώ,
μήτε πεινώ, μήτε διψώ,
μα ψάχνω μια πατρίδα
γιατί δεν έχω μια μεριά,
να γύρω το κορμί μου,
αν με προδώσει η θάλασσα,
ο σκύλος κι η καλή μου"...
Ένα καρά ένα καράβι της φυγής
ένα γλυκό καράβι,
στα όνειρά, στα όνειρά μου έρχεται
και φεύγει κάθε βράδυ....
Η φυγή από μια σχέση, η δύναμη να λες αντίο, να επιλέγεις τη γόνιμη μοναχικότητα από το συμβιβασμό και την εξάρτηση. Οδυνηρή η φυγή, δύσκολη η απόφαση, με παλινδρομήσεις, αμφιβολίες και πάλη εσωτερική. Μουσική: Cocciante Riccardo & Gaudi & G. Irene Στίχοι: Νίκος Μωραΐτης, Ερμηνευτές: Ελεωνόρα Ζουγανέλη και Πάνος Μουζουράκης
Και τώρα πως φεύγουνε το βήμα πως κάνουνε μπροστά
τα μάτια πως κλείνουνε σ' αυτό που αγάπησε η καρδιά
είναι η μεγάλη ώρα να πεις το μένω ή το ζω
στη πόρτα απλώνω τα χέρια και θα βγω.
Φεύγω για μένα μια φορά
Μια φορά για μένα
Μα όπου κι αν πάω η καρδιά
με γυρνάει σε σένα.
Και τώρα πως φεύγουνε
που εγώ δε σου έφυγα ποτέ
το σώμα πως λύνουνε να τρέξει για το μεγάλο ναι
όσο ήμουνα μαζί σου ένιωθα μοναξιά
μα τώρα, τώρα είμαι μόνη αληθινά.
Φεύγω για μένα μια φορά
Μια φορά για μένα
Μα όπου κι αν πάω η καρδιά
με γυρνάει σε σένα.
Αυτά είναι τα δύσκολα
Αυτά είναι τα αδύνατα
Να πεις για μια φορά δε γυρίζω αληθινά
Αυτά είναι τα δύσκολα
Αυτά είναι τα απίστευτα
Να πεις για μια φορά θα τραβήξω αντίθετα.
Η φυγή με το βλέμμα στον ορίζοντα δεν είναι εύκολη υπόθεση!! Δεν θα μάθεις ποτέ να πετάς, αν δεν βρεθείς στην άκρη του γκρεμού. Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης & Αντώνης Σκαμνάκης
Μουσική: Αντώνης Σκαμνάκης
Ερμηνεία: Χαΐνηδες
Του ήλιου και της μοίρας τα ρολόγια
θολά και σκουριασμένα απ' τη βροχή
μιας μάνας δεν ακούσανε τα λόγια
και σέρνουν κύκλο πάλι απ' την αρχή.
Η ηδονή που 'ναι γραμμένη με κοντύλι
μες στης ψυχής το πιο βαθύ κιτάπι
μοιάζει με κόρη που συνάντησες το δείλι
στα μάτια την εκοίταξες κι εντράπη
Είσαι πουλί και θέλεις να πετάξεις
και όλο τον ορίζοντα κοιτάς
στην άκρη του γκρεμού αν δεν κοιτάξεις
ποτέ σου δε θα μάθεις να πετάς
Σφίγγεις τα χείλη και φορτώνεις σ' ένα κάρο
στάχυα τα όνειρά σου σε δεμάτια
τη νιότη σκιάχτρο αφήνεις πίσω για το χάρο
και ξεκινάς γι' ανεύρετα παλάτια.