Giulio Romano(1499 - 1546)
Η Θέτιδα δίνει στον Αχιλλέα τα όπλα του
|
Ξημέρωμα της 27ης μέρας της Ιλιάδας (4η της μάχης)
Το θαυμαστό στοιχείο (Στ. 1 –39)
- Η Θέτιδα με την πραγματική μορφή της (επιφάνεια) φέρνει την καινούρια πανοπλία στον Αχιλλέα, που θρηνεί ακόμη το νεκρό φίλο του.
- Ενδυναμώνει την ψυχή του Αχιλλέα – του υποδεικνύει τι πρέπει να κάνει: να συγκαλέσει συνέλευση, να συμφιλιωθεί με τον Αγαμέμνονα και μετά να οπλιστεί για τη μάχη.
- Προστατεύει από τη σήψη το νεκρό σώμα του Πάτροκλου, στάζοντας αμβροσία και νέκταρ στα ρουθούνια του νεκρού, ώστε να μείνει αναλλοίωτος.
Θέτιδα και ακόλουθες παραδίδουν τα όπλα στον Αχιλλέα
Αττική Μελανόμορφη Υδρία, 575–550 π. Χ. Λούβρο
|
- Αχιλλέας : πιστός, αφοσιωμένος φίλος, αγωνιά όχι μόνο για την τιμή του Πάτροκλου, την οποία είναι έτοιμος να αποκαταστήσει εκδικούμενος το θάνατό του, αλλά και για τη συντήρηση του νεκρού σώματός του. Ευγνώμων και υπάκουος ως γιος, σπεύδει να υλοποιήσει τις υποδείξεις της μητέρας του. Υπεύθυνος, ώριμος, κατασταλαγμένος και συνετός δεν διστάζει να αναγνωρίσει δημόσια το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί, να απαρνηθεί το θυμό του και να δείξει μεγαθυμία. Τιμά και αναγνωρίζει το αξίωμα του αρχιστράτηγου, αντιπαρέρχεται την προσφορά εξιλαστήριων δώρων χωρίς όμως να την αρνείται και δηλώνει έτοιμος και αποφασισμένος να πολεμήσει και να εκδικηθεί.
- Αγαμέμνονας: αν και διατηρεί το ηγεμονικό του ύφος, τίποτα δε θυμίζει τον αλαζονικό, προκλητικό και αυταρχικό αρχιστράτηγο της ραψωδίας Α. Αμήχανος και με απολογητική διάθεση αναγνωρίζει τα λάθη του μεταθέτοντας τις ευθύνες σε ανώτερες θεϊκές δυνάμεις. Ωστόσο ομολογεί την αδικία που διέπραξε και δηλώνει πρόθυμος να αποκαταστήσει με τιμητικά δώρα τον Αχιλλέα, να κλείσει έτσι τους λογαριασμούς του και να ανακουφιστεί.
Το μυθικό
παράδειγμα – παραλληλισμός Δία – Αγαμέμνονα
- Ο Αγαμέμνονας δίνει διέξοδο στην αμηχανία του αιτιολογώντας την άπρεπη συμπεριφορά του.
- Υψώνει την περιπέτειά του στο επίπεδο της θεϊκής περιπέτειας, μετριάζει / εξανεμίζει την προσωπική του ευθύνη.
- Ο Δίας, χαρούμενος για τη μοίρα του μελλογέννητου Ηρακλή, καυχιέται στους θεούς , χωρίς να σκεφτεί πως θίγει τη γυναίκα του. Η Άτη (σε μια ώριμη γι’ αυτό στιγμή) θολώνει το νου του και δεν αντιλαμβάνεται το δόλο της Ήρας. Πόνεσε και πονάει όταν βλέπει να βασανίζεται ο γιος του.
- Ο Αγαμέμνονας, κυριευμένος από την αλαζονεία της εξουσίας, αδικεί τον Αχιλλέα. Η Άτη (σε μια ώριμη γι’ αυτό στιγμή) θολώνει το νου του και δεν αντιλαμβάνεται το μέγεθος και τις συνέπειες της άδικης πράξης του. Υποφέρει με τις ήττες του στρατού του, αλλά δεν έχει εξουσία πάνω στην Άτη και μόνο να πληρώσει μπορεί ικανοποιώντας τον αδικημένο ήρωα.
ΑΛΚΜΗΝΗ-ΑΜΦΙΤΡΥΩΝ-ΗΡΑΚΛΗΣ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ House of the Vettii ΠΟΜΠΟΙΙΑ |
- Κόρη του Δία. Προσωποποίηση – θεοποίηση της τύφλωσης του νου που παρασύρει τον άνθρωπο να πει λόγια και να κάνει έργα που δεν θα έκανε, αν ήταν κύριος του εαυτού του. Διαθέτει μεγάλη δύναμη, γερά πόδια, είναι αγέραστη και δεν περπατάει στο χώμα, αλλά στα κεφάλια των ανθρώπων (συσκοτίζει το νου – καταργεί προσωρινά την ευθυκρισία).
- Πράξεις ανεξήγητες αποδίδονται από τους ομηρικούς ανθρώπους σε δυνάμεις υπερφυσικές, κυρίως στον Δία και στην Άτη. Απ’ όπου όμως κι αν είναι υποκινημένη μια πράξη, οι συνέπειές της βαραίνουν αυτόν που την έκανε άσχετα από τις προθέσεις του.Ο άνθρωπος που παρασύρθηκε από την Άτη πληρώνει για το σφάλμα του. Θεϊκή παρέμβαση και προσωπική ευθύνη συνυπάρχουν. Ο Αγαμέμνονας, αν και φρόντισε να μετριάσει την ευθύνη του, προθυμοποιείται να επανορθώσει προσφέροντας δώρα εξιλέωσης στον Αχιλλέα.
- Μετά το τέλος της συνέλευσης, οι Μυρμιδόνες οδηγούν τη Βρισηίδα μαζί με όλα τα δώρα στη σκηνή του Αχιλλέα, όπου αυτή βλέπει το νεκρό Πάτροκλο και ξεσπάει σε μοιρολόι.Τονίζει την
καλοσύνη του Πάτροκλου, μα κλαίει μαζί και τη δική της μοίρα, την παλιά και την
καινούρια χωρίς την προστασία του Πάτροκλου:
«Πάτροκλ’, εμέ της άμοιρης, ω πολυαγαπημένε,
σ’ άφησα ωιμένα ζωντανόν όταν αναχωρούσα,
γύριζ’, ω βασιλέα μου, να σ’ έβρω απεθαμένον.
Από κακό σ’ άλλο κακό με κατατρέχ’ η μοίρα.
Τον άνδρα οπού μου έδωκαν οι σεβαστοί γονείς μου
τον είδα εμπρός στα τείχη μας αιματοκυλισμένον,
και της μητρός μου τρεις υιούς, αδέλφι’ αγαπητά μου,
μου επήρεν όλα ομού του ολέθρου η μαύρ’ ημέρα.
Κι ενώ τον θείον άνδρα μου,
τον Μύνητα, ο Πηλείδης
μου φόνευε και πάτησε την
πόλην του, συ μόνος
να κλαίω συ δεν μ’ άφηνες,
και νύμφην να με κάμεις
του Αχιλλέως μου’λεγες,
στην Φθίαν να με φέρεις
να γίνουν οι χαρές αυτού,
που οικούν οι Μυρμιδόνες.
Γι’ αυτήν σου την γλυκύτητα τόσο πικρά σε κλαίω.».
Είπε. Μαζί της έκλαιαν τον Πάτροκλον κι οι άλλες
και αντί
εκείνου η καθεμιά θρηνούσε τους νεκρούς της.
(Ραψωδία Τ στ. 287-302,
μτφρ. Ι. Πολυλά)
Henri Motte, Η Βρισηίδα θρηνεί τον Πάτροκλο |
- Στο μεταξύ οι Αχαιοί ετοιμάζονται έχοντας και τον Αχιλλέα ανάμεσά τους. Ο ποιητής μάς παρουσιάζει με λεπτομέρειες την εμφάνιση του ήρωα, την καινούρια πανοπλία του και την ετοιμασία του αμαξιού του με ηνίοχο τον Αυτομέδοντα.
- Ο γιος του Πηλέα είναι πανέτοιμος να εκδικηθεί το θάνατο του φίλου του, αν και ξέρει ότι αυτό θα φέρει πιο κοντά και το δικό του τέλος. Του το θυμίζει άλλωστε με τρόπο «θαυμαστό» το άλογό του, ο Ξάνθος. Το όμορφο άλογο, με φωνή που του έδωσε η Ήρα, προφητεύει το θάνατο του ήρωα:
«Για τώρα θα σε σώσωμεν, ανδράγαθε
Αχιλλέα,
αλλ’ είναι η ώρα σου κοντά, δεν
πταίμ’ εμείς αλλ’ είναι
μέγας θεός ο αίτιος κι ανίκητ’
είναι η μοίρα.
Και όχι από αμέλειαν ποτέ και οκνηριά δική
μας
απ’ τ’ άρματα τον Πάτροκλον
εγύμνωσαν οι Τρώες.
Αλλ’ ο εξαίσιος των θεών τον φόνευσεν, ο
Φοίβος,
μες στους προμάχους κι έδωσε στον Έκτορα
την δόξαν.
Και του Ζεφύρου την πνοήν οπού γοργότατ’
είναι,
μπορούμ’ εμείς να φθάσωμεν. Αλλά και
σένα η μοίρα
από θεόν και από θνητόν διόρισε να
πέσεις.».
(Ραψωδία Τ στ.
408-417, μτφρ. Ι. Πολυλά)
- Ο Αχιλλέας ξέρει τώρα κάτι ακόμα για το θάνατό του, μα δεν του δίνει σημασία∙ μένει ακλόνητος στην απόφασή του και βγαίνει να την κάνει πράξη:
Εβάρυνεν ο Αχιλλεύς και τού’πε:
«Προμαντεύεις
Ξάνθε, σ’ εμέ τον θάνατον; Και μόνος το
γνωρίζω
ότι θα πέσω εδώ μακράν των ποθητών γονέων
η μοίρα μου διόρισεν. Αλλ’ όμως δεν θα
παύσω,
πριν ή τους Τρώας αρκετά στην μάχην
τρικυμίσω.».
(Ραψωδία Τ στ. 419-423,
μτφρ. Ι. Πολυλά)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου