Ο Νιλ Πόστμαν
μιλάει στο Θ. Λάλα (απόσπασμα), εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 27/5/2001
Αλήθεια, πιστεύετε ότι σήμερα ζούμε σε μια εποχή δικτατορίας των Μέσων;
«Σε κάποιον βαθμό, ναι, το πιστεύω. Κακά τα ψέματα... Η τηλεόραση έχει αποκτήσει τεράστια δύναμη και μπορεί να λέει στους ανθρώπους τι πρέπει να πιστεύουν και τι όχι. Η κοινωνία όμως που ζούμε επιτρέπει ταυτοχρόνως σε ανθρώπους σαν κι εμένα να ασκούν κριτική στα media, να ανησυχούν για όλα αυτά και να προειδοποιούν τους ανθρώπους για τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Και εδώ, στην Αθήνα, υπάρχουν διανοούμενοι οι οποίοι ανησυχούν γι' αυτά τα πράγματα. Η δικτατορία από τους διανοουμένους κινδυνεύει, γι' αυτό και σοφά σκεφτόμενη προσπαθεί να τους περιθωριοποιήσει ή να τους γελοιοποιήσει. Σήμερα η δικτατορία των Μέσων προσπαθεί να γελοιοποιήσει τη σκέψη. Παρακολουθήστε μια πολιτική ή άλλη συζήτηση στην τηλεόραση. Ο παρουσιαστής επιδιώκει τη σύρραξη μεταξύ των συνομιλητών αλλά αμέσως αντιδρά στην οργανωμένη σκέψη, όταν αυτή πάει να διατυπωθεί. Δεν επιτρέπει σε κανέναν να μιλήσει πάνω από τριάντα δευτερόλεπτα... για να μην κάνει κοιλιά το πρόγραμμα. Μας πώς μπορεί να διατυπωθεί μια σοβαρή σκέψη σε τριάντα δευτερόλεπτα; Αδύνατον... Γι' αυτό το μόνο που μας μένει από αυτές τις συζητήσεις είναι η διαμάχη. Τίποτε άλλο το ουσιαστικό. Στην τηλεόραση δεν παράγεται σκέψη. Γι' αυτό και στην τηλεόραση θανατώνεται η ουσία. Τίποτε το ουσιαστικό δεν λέγεται, τίποτε το ουσιαστικό δεν γίνεται στην τηλεόραση. Η τηλεόραση είναι τόσο δημοφιλής γιατί δεν ανησυχεί κανέναν, γιατί βοηθάει διατηρώντας μας απαθείς να σπρώξουμε τον χρόνο».
Αν ο στόχος όλων των Μέσων είναι να μας «πουλήσουν» ως κοινό στους διαφημιστές, τότε γιατί, αντί να ποντάρουν στην καλή είδηση που θα λειτουργούσε σαν κράχτης καλής διάθεσης, παρουσιάζουν μόνο κακές ειδήσεις, και μάλιστα μ' αυτόν τον τρόπο;
«Κάνετε ένα βασικό λάθος στον συλλογισμό σας... Η τηλεόραση δεν δείχνει μόνο κακές ειδήσεις· οι καλές ειδήσεις της τηλεόρασης είναι οι διαφημίσεις. Σου λένε, ας πούμε, ότι έγινε σεισμός στην Αθήνα, αναταραχές στη Βηρυτό... Ακούστε τώρα και κάτι ευχάριστο: "Μπορείτε να ταξιδέψτε στην Αργεντινή με πέντε δολάρια λιγότερο και εξοφλώντας το εισιτήριό σας σε 24 δόσεις... " ή "Αγοράσετε τη νέα σοκολάτα που σας κάνει να νιώσετε τη γλύκα της ζωής... " ή "Δοκιμάσετε τη νέα λιχουδιά στα McDonald's και ταξιδέψτε για λίγο στον παράδεισο της γευστικής απόλαυσης...". Με άλλα λόγια η τηλεόραση μας δίνει μια μικρή ποσότητα ανησυχίας για να νιώσουμε ακόμη πιο ευτυχισμένοι που μπορούμε να παραμένουμε καταναλωτές όταν κάπου αλλού έχουν πέσει τα σουπερμάρκετ ή οι άνθρωποι δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι τους γιατί οι βόμβες πέφτουν σαν το χαλάζι».
Οι καλές ειδήσεις λοιπόν στην τηλεόραση είναι πάντοτε οι διαφημίσεις.
«Οι κακές ειδήσεις υπάρχουν απλώς για να τραβήξουν το ενδιαφέρον μας και να μας προετοιμάσουν για τις "καλές". Συνήθως όμως οι κακές ελέγχονται πάρα πολύ προσεκτικά. Ακόμη κι αν έγινε σεισμός στο Περού με θύματα 3.000 ανθρώπους δηλαδή μια τεράστια καταστροφή τα κανάλια δεν θα σου μεταφέρουν την είδηση με λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να σε κάνουν να στενοχωρηθείς ή να μελαγχολήσεις. Διότι αν μελαγχολήσεις, δεν θα σε νοιάζει πλέον να καταναλώσεις αυτοκίνητα ή δημητριακά. Θα λειτουργήσεις όπως λειτουργούσαν και οι αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι είχαν μια διαρκή ανησυχία για τα πράγματα γύρω τους και αυτό δεν το θέλουν. Εξήντα δευτερόλεπτα λοιπόν για τον σεισμό στο Περού είναι αρκετά. "Τρεις χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους... " αλλά ως εκεί... αρκετά. "Προχωράμε τώρα στο επόμενο θέμα... Οι χορηγοί της εκπομπής έχουν να σας πουν κάτι που σας ενδιαφέρει... Αυτό που ακούει ο τηλεθεατής να του τάζουν οι διάφορες εταιρείες τον ανεβάζει και έτσι γλιτώνει από τη μελαγχολία και την περίσκεψη μιας κακής είδησης».
Αν κατάλαβα καλά τα λεγόμενά σας, για τους διαφημιστές ο καλός καταναλωτής είναι αυτός που έχει μάθει να γυρίζει την πλάτη του στην ουσία της ζωής.
«'Οχι αυτός που γυρίζει την πλάτη του αλλά αυτός που έχει πεισθεί πια ότι το νόημα της ζωής κρύβεται στο να καταναλώνεις. Οι διαφημιστές θέλουν να έχει ένα νόημα η ζωή μας, όχι όμως αυτό που θεωρούσαν νόημα της ζωής άνθρωποι σαν τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα ή τον Τόμας Τζέφερσον. Θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι ο δρόμος για τον Παράδεισο περνάει από την κατανάλωση, ότι εκεί κρύβεται όλο το νόημα της ζωής. Στην Αμερική υπάρχει μια θεωρία που αναφέρεται πια ως ανέκδοτο: "Νικητής είναι αυτός που θα πεθάνει με τα περισσότερα παιχνίδια". Αν τελικώς πιστέψουμε ότι η ζωή αξίζει μόνο όταν μπορούμε να αγοράζουμε ή να έχουμε όλο και περισσότερα πράγματα, τότε η τηλεόραση θα έχει κάνει τέλεια τη δουλειά της. Αυτό όμως καταντά τυραννία: ένας ολόκληρος κόσμος να πιστεύει ότι σκοπός της ύπαρξής του επάνω στη Γη είναι να μαζεύει πράγματα. Οι άνθρωποι δυστυχώς είναι έτοιμοι να πιστέψουν εύκολα σε αυτές τις ανοησίες.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την συνέντευξη εδώ: http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=133666
Ο διαπρεπής
αμερικανός αναλυτής Νιλ Πόστμαν μιλάει στο «Βήμα» και στον Αλέξη
Παπαχελά , 06/02/2000
Όταν τίθεται το
ερώτημα κατά πόσον ο συνδυασμός τηλεόρασης και Internet θα αποδειχθεί χρήσιμος
στην πληροφόρηση του μέσου πολίτη, ο Πόστμαν είναι σαφής: «Όλοι εμείς
στην Αμερική πάσχουμε από υπερβολική δόση πληροφόρησης (info overdose). Οι
περισσότερες πληροφορίες που παίρνουμε μέσα από τα ΜΜΕ μας είναι εντελώς
άχρηστες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον μέσο πολίτη που δεν αναζητεί την
ειδικευμένη πληροφορία. Το ζήτημα είναι ότι έχουμε αποκτήσει εξάρτηση και
πιστεύουμε ότι όλα τα δεδομένα και στοιχεία μάς είναι απολύτως χρήσιμα». Ο
ίδιος, αν και γνώστης των νέων τεχνολογιών, αρνείται να πάρει κομπιούτερ γιατί
νιώθει ήδη να κατακλύζεται από χείμαρρο άχρηστων πληροφοριών. «Θεωρώ
ότι όταν έχω πρόσβαση σε μία βιβλιοθήκη με δύο εκατομμύρια βιβλία η
ενημέρωσή μου είναι επαρκής. Αλλιώς αισθάνομαι δέσμιος της
τεχνολογίας, αντί η τεχνολογία να αποτελεί ένα μέσο που
αποδεικνύεται χρήσιμο σε εμένα».
Ο αμερικανός
συγγραφέας του 19ου αιώνα Χένρι Θορό υποστήριζε κάτι ανάλογο όταν άρχισαν οι
πρώτες τηλεγραφικές συνδέσεις ανάμεσα σε πόλεις της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ: «Είναι
πολύ καλό το γεγονός ότι συνδέθηκε το Βερμόντ με το Μέιν με τηλεγραφική γραμμή. Αν
όμως το Βερμόντ δεν έχει τίποτε να πει στο Μέιν, ποιος ο λόγος να
χρησιμοποιούν τον τηλέγραφο;».
Ο Πόστμαν πιστεύει
εξάλλου ότι όσοι θεωρούν πως το Internet και οι νέες interactive τεχνολογίες
συνεισφέρουν στην ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών έχουν λάθος: «Υπάρχουν άνθρωποι που εκτιμούν ότι το
Internet θα αλλάξει το πολιτικό μας σύστημα στην κατεύθυνση της άμεσης
δημοκρατίας καθώς θα είναι δυνατόν να έχεις ένα δημοψήφισμα κάθε εβδομάδα για
το αν πρέπει να στείλουμε στρατεύματα στο Κοσσυφοπέδιο ή αν είναι καλός ο
πρόεδρός μας. Μερικοί πάλι λένε ότι ο κόσμος του Internet θα μοιάζει με
τον 5ο αιώνα π.Χ. και την τότε αθηναϊκή δημοκρατία. Μου φαίνεται
παράξενο να λέμε ότι είναι καλή ιδέα να βασιζόμαστε σε ένα σύστημα χρήστες του
οποίου είναι τώρα μόνο το 15% της κοινωνίας μας».
Ο Πόστμαν διατυπώνει
ανησυχίες για την υπερσυγκέντρωση των ΜΜΕ στα χέρια λιγοστών επιχειρήσεων. «Βαδίζουμε σε έναν κόσμο που θυμίζει τον κόσμο του Όργουελ. Υπάρχει κίνδυνος για τη δημοκρατία από τη στιγμή που
χάνεται η πολυφωνία στα μέσα έκφρασης και μειώνονται οι επιλογές για την
ενημέρωση του πολίτη».
Ο Πόστμαν καταλήγει
όμως σε μια κινδυνολογική πρόβλεψη και ερμηνεία των όσων συμβαίνουν τις ημέρες
αυτές στον χώρο των ΜΜΕ. Στο τελευταίο βιβλίο του γράφει: «Υπάρχουν οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που θα εξυπηρετηθούν
καλύτερα αν επιτρέψουν σε έναν μεγάλο, ημιαγράμματο
πληθυσμό να ψυχαγωγείται μέσα από τον μαγικό κόσμο των virtual παιχνιδιών
κομπιούτερ. Στην ουσία θα αφήσουν αυτό τον
κόσμο να χρησιμοποιείται από τους κομπιούτερ αντί να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος. Υπό αυτή την έννοια τα κομπιούτερ θα παραμείνουν κάτι
μυστήριο, στα χέρια και στον έλεγχο μιας
μικρής γραφειοκρατικής ελίτ».
Η θεώρηση των ενημερωτικών προγραμμάτων ως είδους
θεατρικής παράστασης, σκηνοθετημένης κατά τρόπο ώστε κυρίως να ψυχαγωγεί, επιτείνεται
από ορισμένα χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων η μέση διάρκεια κάθε ιστορίας
που είναι σαράντα πέντε δευτερόλεπτα. Ο τηλεοπτικός παραγωγός πρέπει να είναι
σίγουρος ότι το κοινό δίνει προτεραιότητα και μεγάλη σημασία σε κάθε γεγονός το
οποίο μπορεί να τεκμηριωθεί με εικόνες, οι οποίες με ευκολία συντρίβουν τις
λέξεις και βραχυκυκλώνουν την ενδοσκόπηση. Ο ύποπτος δολοφονίας που προσάγεται
σε ένα αστυνομικό τμήμα, το θυμωμένο πρόσωπο ενός εξαπατημένου καταναλωτή, η
αποβίβαση του Προέδρου από ένα ελικόπτερο στον κήπο του Λευκού Οίκου, όλα αυτά
είναι πάντα συναρπαστικά ή ευχάριστα και ικανοποιούν με ευκολία τις απαιτήσεις
ενός ψυχαγωγικού σόου. [...]
Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι η
τηλεόραση αλλοιώνει την έννοια «ενημερωμένος», δημιουργώντας ένα είδος
πληροφοριών που, ίσως καλύτερα στο σύνολό τους, θα ονομάζονταν παραπληροφόρηση.
Πρόκειται για παραπλανητική πληροφόρηση, άστοχη, άσχετη, αποσπασματική ή
επιφανειακή, που δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι κάτι γνωρίζουμε, αλλά στην
ουσία αποπροσανατολίζει.
Λέγοντας αυτά δε θέλω να υποδηλώσω ότι οι
τηλεοπτικές ειδήσεις ηθελημένα έχουν στόχο να στερήσουν τους τηλεθεατές από τη
συνεκτική και σχετική κατανόηση του κόσμου τους. Θέλω να πω ότι, όταν οι ειδήσεις
παρουσιάζονται με συσκευασία ψυχαγωγίας, κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο.
Υποστηρίζοντας ότι τα τηλεοπτικά ενημερωτικά σόου ψυχαγωγούν και δεν
ενημερώνουν, λέω κάτι πολύ πιο σοβαρό από το ότι στερούμαστε την αυθεντική
ενημέρωση. Λέω ότι χάνουμε την αίσθηση του τι σημαίνει να είμαστε καλά
ενημερωμένοι. Η άγνοια μπορεί να διορθωθεί. Αλλά τι πρέπει να κάνουμε, αν θεωρούμε
την άγνοια γνώση;
Διασκευασμένο απόσπασμα από το βιβλίο «Διασκέδαση
μέχρι θανάτου» του Neil Postman, εκδόσεις Κατάρτι
Τα ΜΜΕ και
το διαδίκτυο του Βαγγέλη Γιακουμή
Πολλοί νέοι σήμερα περνούν αρκετές ώρες καθημερινά
μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή τους. Διαβάζουν σε διαφορετικές γλώσσες, τουιτάρουν,
στέλνουν μηνύματα, γράφουν greeklish, googlaρουν, κάνουν chat με γνωστούς ή
αγνώστους, ρισκάρουν στο fb, επικοινωνούν διαδικτυακά. Αποφεύγουν να
ενημερώνονται από τα παραδοσιακά ΜΜΕ, πολύ περισσότερο από τις εφημερίδες πλην
τις αθλητικές. Τις οπαδικές!
Εμπιστεύονται περισσότερο, όχι αυτό που θα ακούσουν
φευγαλέα από την τηλεόρασή τους αλλά αυτό που θα διαβάσουν μέσα σε ένα site ή
κάποιο blog επώνυμο ή ανώνυμο και ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες που διαθέτει ο
κάθε ένας, ή την κουλτούρα, τη γνώση και τον πολιτισμό, πιστεύει ή δεν πιστεύει
αυτό που διαβάζει στην οθόνη του υπολογιστή του.
Η τηλεόραση το ισχυρότερο επικοινωνιακό μέσο στη
χώρα μας αλλά και διεθνώς, όπου δεν είναι σοβαρή και δεν σέβεται τον μέσο
τηλεθεατή, παραδίδει σταδιακά ζωτικό χώρο στις νέες μορφές επικοινωνίας
διαδραστικές ή αμφίδρομες όπως είναι σήμερα το διαδίκτυο.
Δυστυχώς όμως για άλλη μια φορά ό,τι ξεκίνησε στην
χώρα μας ξεκίνησε λάθος. Όπως στα ιδιωτικά ΜΜΕ το 1989 που μέσα σε ένα βράδυ
άνοιξαν και επέβαλαν στρεβλά στους τηλεθεατές έναν συγκεκριμένο τρόπο
παρακολούθησης με αποτέλεσμα σήμερα τόσα χρόνια και μετά να προκαλούν σοκ και
δέος, έτσι και σε ορισμένα όχι τα περισσότερα ευτυχώς διαδικτυακά μέσα
δημιουργήθηκαν προφανώς για να εξυπηρετήσουν άλλους σκοπούς. Προσωπικές φιλοδοξίες,
συναλλαγές παντός είδους, ποικίλες δραστηριότητες, πίεση για άνομες στοχεύσεις
κ.ο.κ. Υπάρχουν βεβαίως και τα σοβαρά ενημερωτικά, γνώμης, εξειδικευμένα.
Πραγματικά αν το καλοσκεφτεί κανείς αυτό, λίγα
είναι τα διαδικτυακά μέσα που προσφέρουν πραγματική ενημέρωση και γνώση.
Επαγγελματισμό και υπευθυνότητα. Που έχουν υπογραφή και πρόσωπο στο φως, που
δεν λειτουργούν στο σκοτάδι. Η πολιτεία είχε μια ευκαιρία να ρυθμίσει
κατά το δικαιότερο αυτό τον νέο τρόπο ενημέρωσης που προσφέρουν τα διαδικτυακά
μέσα. Τα πρώτα σε επισκεψιμότητα τέτοια μέσα δεν είναι και απαραίτητα τα πιο
έγκυρα. Και συνήθως όχι τα πιο αθώα ή που διαθέτουν άλλοθι για τις υποτιθέμενες
καλές τους προθέσεις. Δεν έβαλε κανόνες, όπως δεν μπήκαν και στην τηλεόραση
κανόνες.
Εμείς οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι αυτολογοκριθήκαμε
κάνοντας πως έχουμε αριστερή σκέψη δεν θελήσαμε να πιέσουμε και να ζητήσουμε
από μόνοι μας να μπούνε κανόνες που εν τέλει εμάς τους ίδιους θα διασφάλιζαν.
Όσοι τόλμησαν κάτι τέτοιο, περίπου, τους έστησαν στα πέντε μέτρα. Τους είπαν
συντηρητικούς, δεξιούς, μικρόνοους. Προσωπικά δεν θέλησα ποτέ να επιβάλω το ένα
ή το άλλο. Τελευταία όμως διαπιστώνοντας τη δύναμη του διαδικτύου, διαπίστωσα
το εξής: πως ο καθένας ό,τι θέλει γράφει, ό,τι θέλει κάνει post, ο,τι θέλει
κάνει γενικώς, έχοντας απίστευτη ελευθερία και εξουσία του γραπτού λόγου την
οποία δεν μπορεί αλλού πουθενά να βρει. Το κάνει με την ίδια ευκολία, επώνυμα ή
ανώνυμα βγάζοντας από τα βάθη της ψυχής του διάφορα απωθημένα.
Πού θέλω να καταλήξω. Για να μην γίνουμε σε μερικά χρόνια
παθητικοί θεατές του διαδικτύου όπως είμαστε ως τηλεθεατές, πρέπει επιτέλους να
διακρίνουμε πού παρέχεται η σωστή γνώση, η αντικειμενική πληροφόρηση, η
ανόθευτη και άδολη ενημέρωση (αν υπάρχει) ώστε αυτό που λέγεται από τον
οποιονδήποτε να ισχύει και να μην είναι απλώς λόγια του αέρα όπως γίνεται μέχρι
τώρα. Θα τα καταφέρουμε;
Ένα βλέμμα
μόνον διά της αγάπης
Τι δεν καταλαβαίνει ο μοντέρνος γονιός από το ακόμη
πιο μοντέρνο παιδί του; Τι διαφεύγει; Δεν έχω εύκολη απάντηση, αλλά τολμώ να πω
ότι το «χάσμα» - όσο υπάρχει - είναι νοητικό και, κυρίως, συναισθηματικό. Όταν
λέω νοητικό δεν εννοώ μόνο τη νέα ψηφιακή κουλτούρα, τους υπολογιστές, το
διαδίκτυο - που και αυτά πάντως παίζουν το ρόλο τους. Εννοώ το συνολικό πλέγμα
πληροφορίας και ψυχαγωγίας, εντός του οποίου μεγαλώνει το παιδί, εννοώ την
τηλεόραση, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, τα περιοδικά· αυτό το ποτάμι σημάτων - ό,τι αποκαλούμε infotainment στον
ενήλικο κόσμο - εκπαιδεύει το παιδί υπερβολικά πολύ, τόσο πολύ που δεν μπορούν
να το ανταγωνιστούν η οικογένεια και το σχολείο.
Η οικογένεια δεν μπορεί, διότι από καιρό έχει πάψει
να είναι ο βασικός εκπαιδευτής του παιδιού: οι σημερινοί γονείς τρέχουν από
δουλειά σε δουλειά για να καταλήξουν αγχωμένοι στο σπίτι. Το ρόλο τους ζητούν
να τον αναπληρώνει το σχολείο, αλλά κι αυτό δεν μπορεί αντεπεξέλθει στις
πολλαπλές απαιτήσεις. Δεν μπορεί να αναπληρώσει τη, συχνά λειψή, βασική
κοινωνικοποίηση του παιδιού, που κανονικά θα έπρεπε να δώσει το οικογενειακό περιβάλλον.
Και δεν μπορεί επίσης να ανταγωνιστεί την ακαταμάχητη καταιγίδα της τηλεόρασης
και των ψηφιακών μέσων.
Πολλοί από τους σημερινούς γονείς δεν είναι
τεχνοαναλφάβητοι - κάθε άλλο. Άρα το χάσμα δεν είναι τεχνικό, γνωστικό. Οι
δυσκολίες επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης πηγάζουν από τις χρήσεις της
τεχνολογίας και τις προσδοκίες. Για το γονιό το διαδίκτυο είναι εργαλείο
και μια θαυμαστή δυνατότητα. Για το παιδί είναι ένα οικείο παράθυρο διαρκώς
ανοιχτό, σε έναν κόσμο χωρίς ορατά σύνορα. Για το γονιό η τηλεόραση είναι ένα
αναγκαίο κακό, ένα υπνωτικό για μετά τη δουλειά, μια ταινία- είναι επίσης ένας
νεωτερισμός που δεν τον έχει χωνέψει
κατά βάθος. Για το παιδί είναι η τάξη του κόσμου, είναι το κέρας της Αμάλθειας,
ένας αγωγός που εκπαιδεύει και ψυχαγωγεί αδιάκοπα· και κυρίως ένας μηχανισμός
που το ενηλικιώνει αιφνίδια, που διαλύει τα παραμύθια και τον Άγιο Βασίλη, που
σαρώνει το μαγικό προστατευτικό κλουβί της παιδικής ηλικίας, και βάζει το
παιδί σε μια πάμφωτη εξωοικιακή πραγματικότητα.
Ν. Γ. Ξυδάκη
«Ένα βλέμμα μόνον διά της αγάπης», εφημ. Η Καθημερινή, 29-2-2004