"Η ιδανική μου πατρίδα"
Πατρίδα μου είναι και η καθημερινότητα του καφενείου.
Του ανταμώματος και της επικοινωνίας.
Του κουτσομπολιού και της έντονης πολιτικής συζήτησης.
Της διαρκούς διαφωνίας. Αλλά και του καφέ.
|
- Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν'οι κάμποι; Μην είναι τ'άσπαρτα ψηλά βουνά; Μην είναι ο ήλιος της που χρυσολάμπει; Μην είναι τ'άστρα της τα φωτεινά; Όχι δεν με έπιασε πατριωτικός οίστρος, μήτε παραμιλώ από τα όσα συμβαίνουν τελευταία. Κοιτάζω τριγύρω μου και βλέπω μία χώρα με τους μισούς στα κάγκελα και τους άλλους μισούς στα πρόθυρα της αφασικής παράλυσης. Και ειλικρινά στο λέω, έρχονται στιγμές που με πιάνει η απόγνωση.
- «Η ιδανική μου πατρίδα". Δυστυχώς "ιδανική", όχι "πραγματική". Τι προσπάθησα να κάμω; Να απομονώσω όλα τα νοσηρά της χαρακτηριστικά και να εστιάσω στις μεγαλοσύνες του πνεύματός της. Περιδιαβαίνοντας το Μουσείο Χατζηκυριάκου Γκίκα, δοκίμασα να συζητήσω τη σύγχρονη πολιτιστική μας ταυτότητα, αφαιρώντας από αυτήν όλα όσα μας πληγώνουν -τα υπονοώ σε κάποια σημεία, αλλά δεν τα αφήνω να κυριαρχήσουν στο κείμενο
- Ένα μουσείο που συζητάει με τον πιο εύστοχο τρόπο, την ουσία της ελληνικότητας -έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία εκατό χρόνια.
- Δεν πρόκειται για μια απλή επίσκεψη σε ένα μουσείο, είναι αναστοχασμός σε μία σύνθετη πολιτιστική ταυτότητα. Την ταυτότητα που φέρουμε (σε ένα βαθμό) όλοι μας. Και που εναπόκειται στην προσωπική μας ευθύνη και ιδιοσυγκρασία, να αξιοποιήσουμε ή να απαξιώσουμε.
- Ένα παράπονο για ετούτη την πατρίδα που έχει γεννήσει το σημαντικό, αλλά στο δια ταύτα της αφήνεται στο φαιδρό και το ανόητο. Μία πατρίδα που αυτοκτονεί (αφού πρώτα φάει τα παιδιά της). (Σκέψεις ενός Πιγκουίνου που παραμιλάει, προσπαθώντας να ανασυνθέσει τα θραύσματα του σπασμένου ποτηριού της πατρίδας, μπας και μπορέσουμε να ξαναπιούμε ποτές νερό).
Είναι η φύση ασφαλώς, και πάντα οι άνθρωποι
Του
Νίκου Ξυδάκη
10 Σεπτεμβρίου 2013
Δύο ώρες οδήγηση από την Αθήνα,
και ο ορίζοντας ανοίγει. Σε λιγότερο από ένα εικοσιτετράωρο σκέφτεσαι αλλιώς.
Είναι η φύση ασφαλώς, το χώμα και τα δέντρα, οι μυρωδιές, οι ήχοι και η
σιγαλιά, τα χρώματα του φθινοπωρινού ουρανού, το φως ιλαρόν* και ο χαιρετισμός
του αποσπερίτη στον Άγιο Τρύφωνα, οι φορτωμένες φυρικιές, καστανιές, καρυδιές,
οι κομψότατοι αμπελώνες στους μαλακούς λόφους, οι τραγανές ρώγες που περιμένουν
το χέρι του τρυγητή. Είναι το μαλακό αργιλόχωμα και το κυμάτισμα των γρύλλων
από πλαγιά σε πλαγιά, είναι το έναστρο στερέωμα και η πόλη στο βάθος, από 1.100
μέτρα υψόμετρο. Είναι η φύση ασφαλώς.
Σε αυτό τον τόπο, ευλογημένο από
θεούς παλαιούς και θεούς νέους, ζουν άνθρωποι που ζουν ακόμη αρμονικά με τη
φύση, δεν την βιάζουν, δεν την εξαντλούν, τη σέβονται και δρέπουν τους καρπούς
της. Που γνωρίζουν την ιστορία του τόπου και τις παραδόσεις του, αλλά και το
παρόν δυναμικό του, τα ανοίγματά του στο μέλλον. Η Αρκαδία είναι το αρχέτυπο
βάσει του οποίου οικοδομήθηκε η αρκαδική εικόνα της Τοσκάνης, το ευγενές μείγμα
βουκολικής ουτοπίας και ανθρώπινης επέμβασης ― ο Γιάννης το επαναλαμβάνει καθώς
αποθαυμάζουμε το οικοσύστημα του οροπεδίου της Τεγέας.
Είναι η φύση ασφαλώς. Αλλά και οι
άνθρωποι που την αφουγκράζονται και την καλλιεργούν, που ακούνε τις πολιτισμικές
συνηχήσεις και τις παραγωγικές δυνατότητες. Άνθρωποι της γνώσης και της
επιχειρηματικότητας, της πρωτογενούς παραγωγής και της μεταποίησης μοναδικών
προϊόντων, της βιομηχανίας και της τεχνολογίας, της παροχής υπηρεσιών υψηλής
ποιότητας. Ο Γιάννης, η Αμαλία, ο Χρήστος, άνθρωποι της γενιάς μου, με παρόμοια
βιώματα και αγωνίες, ευφυείς, ευαίσθητοι, ριψοκίνδυνοι, ακάματοι, νοικοκύρηδες.
Ανοιχτοί στο καινούργιο. Άφοβοι. Στα λόγια του Γιάννη και της Αμαλίας, αλλά
κυρίως στα έργα τους, αναγνωρίζω τις κρυμμένες, τις λανθάνουσες δυνάμεις του
σήμερα λαβωμένου ελληνισμού. Δυνάμεις παραγωγών και εμπόρων, δημιουργών,
λογίων, καλλιτεχνών, πατριωτών, ταξιδευτών. Οινοποιούς που σκέφτονται ολιστικά
και οικουμενικά, μαθηματικούς που έγιναν μάνατζερ, δάσκαλους που είναι και
ξενοδόχοι, ελαιοπαραγωγούς ντιζάινερ, μηχανικούς, κινηματογραφιστές, γιατρούς
και γραφιάδες, καλογέρους που καλλιεργούν αμπέλια.
Είναι η φύση ασφαλώς. Ο θηλυκός
Πάρνωνας, οι λόφοι των νυμφών και των κλεφταρματολών ― μα ιδού, η φύση είναι
και ιστορία, είναι συνέχεια, είναι οι άνθρωποι λοιπόν, που έφυγαν από τον
χαμηλό ορίζοντα του παλιού χωριού και τώρα επιστρέφουν υπό άλλους όρους, να
ανοίξουν τον ορίζοντα, να βλαστήσουν στο μέλλον.
Η γη. Το καλό κρασί το φτιάχνει η
τεχνολογία, το μεγάλο κρασί το φτιάχνει το αμπέλι, μας λέει ο Γιάννης ανάμεσα
σε προγραμματιζόμενες μηχανές μέσα σε κλιματιζόμενα κτίρια. Τον πιστεύω
ακαριαία, γιατί θυμάμαι πώς εξηγούσε νωρίτερα το ταίριασμα κάθε ράτσας
σταφυλιού με το έδαφος και τον προσανατολισμό του αμπελότοπου, τα αργιλώδη, τις
μαρμαριές, τα σχιστολιθικά. Και με ποια λάμψη στα μάτια έβλεπε ήδη μπροστά του
ολοζώντανη μια Ελλάδα να παράγει προϊόντα κορυφαίας ποιότητας, με ονομασία
προέλευσης, με τόπο καταγωγής, με σφραγίδα ανθρώπων. Είδα κι εγώ μαζί του αυτή
την Ελλάδα που ξυπνά από τον λήθαργο και το σοκ, από τον φόβο και τον πόνο, από
τη φαγωμάρα, και αποτινάσσει το κηφηναριό** και τα παράσιτα. Υψώσαμε τα
ποτήρια: εγώ ειμί η άμπελος , υμείς τα κλήματα. Οι άνθρωποι πάντα.
* ιλαρός: χαρωπός, φαιδρός, εύθυμος.
** κηφηναριό : σύνολο ανθρώπων
τεμπέληδων και αργόσχολων
Soufiane Zahir , The Bridge Abstract |
Η ΕΛΛΑΔΑ, ΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΦΥΡΕΣ
ΤΟ ΜΟΤΙΒΟ ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΙΟ, παμπάλαιο, καθιερωμένο από τη γεωγραφία και την Ιστορία και μεταδιδόμενο από τον έναν διπλωμάτη στον άλλον κι από επισκέπτη σε επισκέπτη. Ήταν λοιπόν δύσκολο να μην το υιοθετήσει και ο πάπας Ιωάννης-Παύλος ο Β', ο όποιος, στις συζητήσεις του με την πολιτειακή, πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία της χώρας, επανέλαβε πως « η Ελλάδα είναι γέφυρα ». Μια γέφυρα ανάμεσα στον ελληνισμό και το χριστιανισμό, ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα στα Βαλκάνια και την Ευρώπη, ανάμεσα στη Μεσόγειο και τον Βορρά, ανάμεσα στον ισλαμισμό και τον δυτικό χριστιανισμό. Μπορεί ή Ελλάδα να μην απλώνει την αίγλη της σε «τρεις ηπείρους και πέντε θάλασσες», όπως ορέγονται οι κατά φαντασίωση επίγονοι του μεγαλεξανδρισμού, μπορεί να μην είναι ακριβώς ο άξονας από τον οποίο κρίνεται οπωσδήποτε το ευρωπαϊκό μέλλον των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής, όπως θέλουν να πιστεύουν οι ηγέτες της, η θέση της πάντως στην υδρόγειο εμφανίζεται «κομβική», έστω κι αν υπάρχουν αναρίθμητες άλλες εξίσου ή και περισσότερο κομβικές.
Διπλό, εν πάση περιπτώσει, το ερώτημα: πώς ακριβώς βλέπουμε και ζούμε οι νεότεροι Έλληνες το γεφυράκι μας, και πόσο υπερεκτιμούμε τον διαμεσολαβητικό ρόλο που μας αποδίδεται. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι ζούμε εδώ όπου ζούμε, έχει ευνοήσει την αυτογνωσία μας η την παρεμπόδισε; Μήπως παγιδευτήκαμε, έτσι ώστε άλλοτε να αισθανόμαστε μειονεκτικά - σαν να υπολειπόμαστε επειδή βρισκόμαστε σε κάποια περιφέρεια, σε κάποια χωματερή της Ιστορίας η σε μια υποσημείωση στον πυθμένα των σελίδων της -, και άλλοτε σαν αυθέντες στον ομφαλό του κόσμου, από τον οποίο διέρχονται όλα τα νήματα, όλα τα δίκτυα; Εμείς οι γεφυρωτές σκεφτήκαμε άραγε ποτέ, έως το επώδυνο βάθος, ποιες ακριβώς γέφυρες - πόσο ανθεκτικές και βατές, και πόσο γνήσιες- μας συνδέουν με την ελληνική αρχαιότητα, επί παραδείγματι, ή με όση ουσία του χριστιανισμού ενδέχεται να έχει μείνει άθικτη ύστερα από τη μακραίωνη δράση τόσων κιβδηλοποιών; Ποια γεφύρια υπηρετούν πράγματι την επαφή και τη σύνδεση και ποια στέκουν σαν ανυπέρβατοι δείκτες χωρισμού, σαν απαγορευτικοί όροι ή και σαν επιχειρήματα υπέρ του απομονωτισμού;
Πρόδηλο είναι πως, όταν οι προσεγγίσεις της πνευματικής μας «χωροταξίας» και του ιδιοσυγκρασιακού μας «τόπου» υπακούνε στο ασφυκτικό δίλημμα «Ανατολή ή Δύση;», «Ευρώπη ή Ανατολή;», «Βαλκάνια ή Ευρώπη;», συρόμαστε προς μιαν απάντηση είτε συναισθηματικά εξογκωμένη (οπότε υμνολογούμε την ευδαιμονική τάχα Ανατολή και αρνιόμαστε τη δήθεν ψυχρή, ανέορτη και ανέραστη Δύση) είτε άγαρμπα ιδεολογικοποιημένη και βίαια «εκσυγχρονιστική», οπότε δηλώνουμε φανατικοί της φωτεινής Εσπερίας και αρνητές της οπισθοδρομικής Ανατολής. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, απλώς σπεύδουμε να εξορύξουμε τον έναν από τους δύο οφθαλμούς μας, χάρη στους οποίους μπο¬ρούμε να μελετήσουμε - άρα και να βιώσουμε - τον κόσμο σαν μεικτό και ποικίλο, πολυδιάστατο και πολυφωνικό, και όχι εγκλωβισμένο σε διλημματικούς βρόχους και ξύλινα πλαίσια. Κι ο κόσμος μας, ανατολίτικα δυτικός η δυτικά ανατολικός, χρωστάει πολλά, σχεδόν τα πάντα, σ'αυτήν ακριβώς τη γενέθλια ποικιλία του, στην ανοιχτοσύνη του. Βεβαίως, δεν έχουμε ευλογηθεί μόνο εμείς από μια τέτοια τύχη, αλλά γιατί να είμαστε εμείς εκείνοι που πρώτοι θα απαρνηθούν αυτή τη θέση μεταιχμίου ή μετεώρου; Γιατί να ορφανέψουμε οικειοθελώς, φονεύοντας τον έναν από τούς πατέρες μας; Γιατί πρέπει να δηλώσουμε αποκλειστικά Δυτικοί ή αποκλειστικά Ανατολικοί; Γιατί να ταυτίσουμε στενόμυαλα και στενόκαρδα τη μεν Δύση με τον οικονομισμό ή τον καθωσπρεπισμό (ή, σε αντίστροφη ανάγνωση, με το φως ), τη δε Ανατολή με τον «έκλυτον βίον» και τη ραστώνη (ή με την απόλυτη ελευθερία ); Γιατί δηλαδή να δηλώσουμε απόντες από το μέγιστο μάθημα της Ιστορίας, τον συγκρητισμό;
Αλλά ας επανέλθουμε στη ροπή μας να αποδίδουμε στον φυλετικό η εθνικό εαυτό μας το ρόλο της γέφυρας, του διαμέσου, και μάλιστα του υπέρτερου διαμέσου, ανάμεσα σε μύρια όσα, ανάλογα με το τι μας υπαγορεύει κάθε φορά η πεποίθηση ότι στη γέννησή μας παραστάθηκαν γενναιόδωροι οι θεοί. Αν λοιπόν πιστέψουμε τούς αναρίθμητους δημόσιους ρήτορες (στις τάξεις τους συνωθούνται πολιτικοί, ιερωμένοι, στρατιωτικοί, δημοσιογραφούντες, «πνευματικοι ταγοί», αλλά και φίρμες του θεάματος και του ακροάματος ), οι Έλληνες δεν γεφυρώνουμε απλώς τη Δύση με την Ανατολή αλλά το πνεύμα με το σώμα, θαρρείς και οι άλλοι λαοί, είτε εκ δεξιών μας διαβιούν είτε εξ ευωνύμων, δεν τα πάνε καλά ούτε με το ένα ούτε με το άλλο. Γεφυρώνουμε επίσης, σαν απόγονοι των αρχαίων και κληρονόμοι της περιουσίας τους, όλο τον υπόλοιπο κόσμο με τη δημοκρατία (εδώ γεννήθηκε ), με την ποίηση (εδώ γεννήθηκε), με το θέατρο και τη μουσική (κι αυτά εδώ λέμε ότι γεννήθηκαν), με τους κυκλικούς χορούς (κι αυτοί εδώ λέμε ότι γεννήθηκαν, και μάλιστα, εις πείσμα των οφθαλμών μας, εξακολουθούμε να ισχυριζόμαστε ότι δεν χορεύονται πουθενά αλλού στην οικουμένη), και βέβαια με τους αγνούς Ολυμπιακούς αγώνες.
Γεφυρώνουμε επίσης τούς μισούς (τουλάχιστον) λαούς της γης με τη γλώσσα τους, τη δική τους γλώσσα, εφόσον -σύμφωνα με το τροπάρι πού μας αρέσει να ψέλνουμε, για να μας πάρει ο ύπνος και να δούμε τον εαυτό μας στον ταιριαστό ρόλο του κοσμοκράτορα-, αν δεν δανείζονταν από τη δική μας ανώτερη γλώσσα αναρίθμητα λήμματα, δεν θα είχαν ξεπεράσει ακόμα το στάδιο της πρωτόγονης σκέψης και έκφρασης. Τέλος, γεφυρώνουμε τη γη και τους ανθρώπους της με τον Θεό τον ίδιο, σαν μοναδικοί έμπιστοι μεσίτες του, εφόσον εμείς είμαστε τελικά ο περιούσιος λαός, όπως βεβαιώνουν και οι ιεράρχες μας.
Με τόση γεφυροποιία, κι ακόμα δυσκολευόμαστε να στεριώσουμε ένα γεφυράκι πού να μας συνδέει και να μας συμφιλιώνει με τον απωθημένο εαυτό μας, εκείνον που ταράζεται από την υπερβολή και τη ματαιοδοξία και δεν μπορεί να κατασταλάξει ανάμεσα στο μηδέν και το άπειρον όπου μετεωρίζεται.
Παντελής Μπουκάλας, Υποθέσεις ΙΙ, εκδόσεις ΑΓΡΑ, (επιφυλλίδα στην εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15 /7/2001)
έκλυτος βίος < ἐκλύω = ελευθερώνω: ακόλαστη ζωή, παραδομένη στις ηδονές.
κιβδηλοποιός < κίβδηλ(ος) -ο- + -ποιός : παραχαράκτης, αυτός που κατασκευάζει πλαστά νομίσματα.
βρόχος : η θηλιά της αγχόνης, (μτφ.) για κτ. που σφίγγει, που πνίγει όπως η θηλιά.
ραστώνη: ραθυμία, νωθρότητα
ταγός :πνευματικός αρχηγός, καθοδηγητής
συνωθούμαι :συνωστίζομαι
μετεωρίζομαι:αιωρούμαι
«ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΖΕΙΣ. ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ;»
[….] Πόσες και πόσες φορές άραγε δεν φτάσαμε πολλοί εξ ημών (έστω κι αν την πονάμε την πατρίδα μας, έστω κι αν την ελέγχουμε σκληρά ακριβώς επειδή την πονάμε) να ανακεφαλαιώσουμε μια κουβέντα με φίλους και γνωστούς (στο καφενείο, στην ταβέρνα, στην καλοκαιρινή βεράντα, ακόμα και στην περιφορά του επιταφίου) ανασύροντας το κλισέ « Έλα μωρέ τώρα, στην Ελλάδα ζεις, μην το ψάχνεις »...Πόσες και πόσες φορές δεν φτάσαμε να πιστεύουμε ότι μόνο με τη φόρμουλα αυτή είναι δυνατόν να ερμηνευτούν μέχρις ενός σημείου όσα γίνονται στη χώρα μας, όλα τα στραβά και τ' ανάποδα που βιαζόμαστε να πιστέψουμε ότι μόνο εδώ συμβαίνουν: η καταβαράθρωση του Χρηματιστηρίου και τα αναμμένα τσιγάρα πού πετιούνται από το παράθυρο του αυτοκινήτου σε δρόμο δασικό, τα σκουπίδια στους εθνικούς δρυμούς, στις θάλασσες αλλά και στους αρχαιολογικούς χώρους, ή έπαυλη στη θέση του ενός ορόφου πού επιτρέπει ή πολεοδομία, τα τριπλοπαρκαρίσματα εκεί ακριβώς όπου απαγορεύεται ή στάθμευση, ή εξόφθαλμα δόλια διαιτησία στα γήπεδα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ, το μπάζωμα των ποταμών και των ρεμάτων, τα φακελάκια, οι πονηρές πατέντες στα ταξίμετρα, τα ρουσφέτια, ή ακαταμάχητη διαφθορά, οι αμέτρητες Ένορκες Διοικητικές Εξετάσεις που η κατάληξή τους επιβεβαιώνει ότι ο κάλαθος των αχρήστων αποτέλεσε άλμα για την ανθρωπότητα όπως και ό τροχός, η κληροδοσία βουλευτικών εδράνων, πανεπιστημιακών εδρών ή αρχηγικών κομματικών θώκων από τον παππού στον εγγονό και από τον μπαμπά στον μπέμπη που θα' ρθει ώρα και θα περιλάβει κι αυτός την πατρίδα για να την ξανασώσει, μιας και δεν την έσωσε επαρκώς ό κληροδότης του, το νυστέρι πού « μπαίνει βαθιά στο κόκαλο » με την ίδια συχνότητα που έβαζε τα τρίποντα ο Παναγιώτης Φασούλας μια φορά κι έναν καιρό, οι δημόσιες παραλίες όπου ξεφυτρώνουν οι βιλίτσες των επιτηδείων με την ευλογία της ναοδομίας, κτλ.
Δεν είναι βέβαια αυτά η Ελλάδα, δεν είναι μόνον αυτά, γιατί και η καλοσύνη αντέχει και η φιλαλληλία και η ανιδιοτέλεια και η συνέπεια στη δουλειά και η ομορφιά του τόπου (όσο κι αν τον λεηλατούμε), κι ένα σωρό άλλα που σπεύδουμε να τα παραγράψουμε γιατί δεν τα συγχωρεί το απαξιωτικό σχήμα που έχουμε κατασκευάσει. Δεν ισχύει καλά και σώνει η ομοιοκατάληκτη απόφανση του Διονύση Σαββόπουλου, «στην Ελλάδα ζεις, δεν υπάρχει ελπίς». Αλλά κι αν δεχτούμε το αυτονόητο, ότι αποτελούν και αυτά γνωρίσματα του κοινωνικού και πολιτικού μας βίου, ποιος ενέχεται άραγε; Ποιος φταίει που το δόγμα το οποίο εξισώνει την Ελλάδα με την πάσαν ευτέλεια εκτοξεύεται σαν να αληθεύει όσο και το πυθαγόρειο θεώρημα; Και εν πάση περιπτώσει, απαλλάσσεται των ευθυνών όποιος προλάβει ν' αρπαχτεί από αυτήν την κατεδαφιστική εξίσωση και να εκσφενδονίσει τα απαξιωτικά ρήματά του εναντίον όλων μα όλων των υπολοίπων; Η « Μοίρα » ευθύνεται τάχα που ή χώρα παρουσιάζεται σαν θερμοκήπιο του κακού, εν αντιθέσει με τις υπόλοιπες, πού ή ξιπασιά μας τις παρασταίνει σαν κήπους θαυμάτων;Μαζί τη φτιάχνουμε την Ελλάδα, την καθημερινότητα της Ελλάδας. Από το πόστο του ό καθένας, στο μέτρο του και με τον τρόπο του. Άρχοντες και αρχόμενοι, κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι, βόρειοι και νότιοι, ολυμπιακοί, παναθηναϊκοί κι ό,τι άλλο, ορεινοί και νησιώτες, ορθόδοξοι, μουσουλμάνοι και αδιάφοροι, όλοι τη φτιάχνουμε κι όλοι μαζί τη χαλάμε. Μπορεί ό λόγος ή η πράξη των πολιτικών και των λοιπών ταγών να βαραίνει περισσότερο, αυτό όμως δεν αποτελεί άλλοθι για κανέναν, κι ας συγκαταλέγεται στους «ανωνύμους» ή στους « λοιπούς πολίτες» (αλίμονο άλλωστε αν η Ελλάδα, ή οποιαδήποτε χώρα, ισούται με τούς «επωνύμους» της ).
Αν πράγματι «αυτή είναι η Ελλάδα...», αν δεν έχει πολλά κοινά στοιχεία με το φωτεινό και πανίσχυρο είδωλό της το οποίο δοξολογούμε όταν μας κυριεύει το σύνδρομο του μεγαλείου, αν τη μειώνουν τα προβλήματά της καθώς και η συμπεριφορά των «ιδιοκτητών-χρηστών» της, ας μην αναζητούμε το φταίξιμο στο «κακό το ριζικό μας», στο «Θεό που μας μισεί» ή στις γνωστές «συνωμοσίες ανθελλήνων».
Ας την αγαπήσουμε λοιπόν γι' αυτό που πράγματι είναι, ταπεινό πάντως ωραίο και πολύτιμο, κι όχι γι' αυτό που λένε οι παραληρηματικές ψευδαισθήσεις μας πως είναι, τάχα «ομφαλός του κόσμου » ή ό,τι άλλο μεγαλοπρεπές. Κι όταν την κρίνουμε, να μη λησμονούμε ότι οφείλουμε να κρίνουμε πρωτίστως τον εαυτό μας και να μην τον απαλλάσσουμε. Και το τίμιο θα ήταν να συντάσσει τον έλεγχό μας η αυστηρότητα της αγάπης κι όχι η σνομπίστικη λογική όσων εξαπολύουν το πόρισμα «στην Ελλάδα ζεις, τι περιμένεις...», γιατί πιθανόν δεν χώνεψαν ποτέ την «άδικη μοίρα» που τους έγραψε να γεννηθούν στα χαμηλά Βαλκάνια κι όχι στα ύψη των δυτικών μητροπόλεων.
Παντελής Μπουκάλας, Υποθέσεις ΙΙ, εκδόσεις
ΑΓΡΑ, (επιφυλλίδα στην εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22 /7/2001)
καταβαράθρωση : πλήρης αποτυχία, μεγάλη καταστροφή ενός προσώπου ή ενός έργου
ή θεσμού
εξόφθαλμος -η -ο : (μτφ.) που πολύ εύκολα γίνεται
αντιληπτός ή κατανοητός
θώκος : (επίσ.)
ειδικό κάθισμα σε περίοπτη θέση, το οποίο προορίζεται για ανώτατο αξιωματούχο. 2. το αντίστοιχο αξίωμα:
ενέχομαι (μόνο
στο ενεστ. θ.) : είμαι αναμεμειγμένος σε πράξη κολάσιμη
ή επιλήψιμη
ξιπασιά : αλαζονεία, καυχησιολογία
απαξιώνω : θεωρώ, κρίνω κτ. ως ανάξιο λόγου ή
ανάρμοστο, δεν καταδέχομαι να κάνω κτ.
Η Ελλάδα των τρελών αντιφάσεων
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΛΟΓΟΥ
Παίρνοντας στοιχεία από τα παραπάνω κείμενα και από εκείνα της 1ης ενότητας του βιβλίου σας, γράψτε ένα άρθρο στο οποίο να αποτυπώνεται η δική σας ιδέα / αντίληψη για το τι είναι Ελλάδα.
Θυμηθείτε ότι το άρθρο:
• Έχει επικαιρικό χαρακτήρα. Αφορμάται από επίκαιρο γεγονός, το οποίο σχολιάζει ή ερμηνεύει.
• Δε χρειάζεται προσφώνηση
• Έχει ύφος απρόσωπο, σοβαρό, αντικειμενικό, αλλά και απλό, ώστε να γίνεται κατανοητό στο ευρύ κοινό
• Η λειτουργία της γλώσσας είναι αναφορική/κυριολεκτική
• Έχει τίτλο που είναι ευσύνοπτος, περιεκτικός, αφορά στο σύνολο του θέματος κι όχι σε μια επιμέρους πτυχή του. Μπορεί να περιέχει σχόλιο είτε με τη μορφή λεκτικού/αξιολογικού χαρακτηρισμού είτε με τη χρήση σημείων στίξης.
Ένας επιτυχημένος τίτλος κερδίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τον προδιαθέτει θετικά. Απαραίτητες προδιαγραφές ενός επιτυχημένου τίτλου:
Η Ελλάδα των τρελών αντιφάσεων
Δίπολα, αντινομίες, αμφιταλαντεύσεις και ανακολουθίες στα όρια του παραλογισμού. Η Ελλάδα επιβιώνει στους αιώνες μέσα από τη σύνθεση των αντιθέτων και καταφέρνει να γράφει μία από τις πιο γριφώδεις Ιστορίες του κόσμου, καταβάλλοντας όμως και το ανάλογο τίμημα.
H Αθήνα, όπως έγραφε στα 1915 ο Γάλλος αρχαιολόγος Γουστάβος Φουζέρ, είναι η μόνη πόλη στον κόσμο όπου μερικές καταστάσεις, που αλλού θα φαίνονταν υπερβολές μυθιστοριογράφου, δεν αγγίζουν την παραδοξολογία.
Μία πόλη -μία χώρα- που οι κάτοικοί της μιλούσαν και έγραφαν άλλοτε στην καθαρεύουσα, άλλοτε στη δημοτική, ονειρεύονταν την Κωνσταντινούπολη για πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους -οι Πολίτες πάλι όδευαν προς την Αθήνα- αγκάλιαζαν με θέρμη οτιδήποτε προερχόταν από την Ευρώπη (αρχιτεκτονική, ντύσιμο, μαγειρική, μουσική) και ταυτόχρονα υποκλίνονταν στο αρχαίο παρελθόν: Μία χώρα στην οποία ο ιδιωτικός παράγοντας υπερίσχυε του κράτους και τη στερέωση του οποίου στήριξαν οι ευεργέτες, που έχτισαν τα πάντα, ενώ αναφωνούσαν δια στόματος Αλέξανδρου Σούτσου «ουδ’ ελάχιστη συνδρομή λαβόντες παρά της Κυβερνήσεως».
Κανείς δεν ξέρει πότε πραγματικά ξεκινούν όλα αυτά, σίγουρα όμως εντείνονται μετά τη συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους. Εκεί που ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο συγκρούονται οι συνειδητές ιδεολογίες που βασίζονται στη συστηματική σκέψη της Ευρώπης, με τις αυθόρμητες νοοτροπίες της ανατολίτικης παράδοσης και ο διανοούμενος Μάρκος Ρενιέρης δημοσιεύει (1842) το άρθρο «Τι είναι η Ελλάς; Ανατολή ή Δύσις;», δίλημμα που δεν έχει απαντηθεί ακόμη και σήμερα και δεν έχει υπάρξει συμφωνία στο ποιον δρόμο θέλουμε να ακολουθήσουμε.
Μετέωροι και ωραίοι
Το κακό είναι ότι στην περίπτωσή μας η αντιφατικότητα όχι μόνο συνεχίστηκε και στη μετέπειτα ιστορία μας, αλλά -χωρίς διάθεση μεμψιμοιρίας- μας κατατρύχει ανά τους αιώνες. Έχουμε Θερμοπύλες αλλά και Εφιάλτη, έχουμε τον Επιτάφιο του Περικλή αλλά και την καταδίκη του για κακοδιαχείριση, έχουμε το 1821 αλλά και τον εμφύλιο, έχουμε τον Κολοκοτρώνη πρώτα θριαμβευτή ύστερα φυλακισμένο, έχουμε το έπος του 1940 και τον αδελφοκτόνο Γράμμο και τόσες άλλες ανακολουθίες που αν συγκεντρωθούν μαζί γράφεται βιβλίο. Στα παραπάνω παραδείγματα, αλλά και όσα θα ακολουθήσουν από τον ελληνικό κοινωνικό βίο του σήμερα, η ύπαρξη δύο τελείως διαφορετικών, εντελώς αντίθετων πόλων είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Μοιάζει αυτή η χώρα να ταλαντεύεται σαν το απόλυτο, αιώνιο, να εκκρεμεί ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο και η ταλάντωση να είναι πηγή δημιουργικότητας, αλλά και αιτία δεινών. Γιατί η ύπαρξη αντιφάσεων μαρτυρεί την ανάγκη τους να υπάρχουν, αλλά και τα όρια ανοχής της κοινωνίας, όρια που ενίοτε ξεπερνιούνται. Οι Εικόνες καταγράφουν μερικά από τα σπουδαιότερα σύγχρονα ελληνικά δίπολα που έχουν παρεισφρήσει στο DNA μας και στα οποία όλοι έχουμε πάρει θέση.
Αντιθετικές ιδεολογίες
Το Δημόσιο και ο ιδιωτικός τομέας: Αμφίσημες και οι δύο έννοιες, φορτισμένες από άλλους αρνητικά και από άλλους θετικά, πέρασαν από τα σαράντα κύματα και ακόμα υποφέρουν. Το Δημόσιο -παραδοσιακό αποκούμπι και στόχος ζωής για γενιές Ελλήνων- έδωσε τη θέση του σε ένα νέο Δημόσιο το οποίο έχει περισσότερη ανασφάλεια από ό,τι στο παρελθόν, με την κατεδάφιση του «ιδεώδους» της εύκολης και μόνιμης εργασίας να συνεχίζεται. Άρση της μονιμοποίησης, εθελούσιες έξοδοι, ελαστικές εργασιακές σχέσεις και κάπου στη γωνία παραμονεύει η ιδιωτικοποίηση. Αντίθετα, η επιχειρηματικότητα, αφού πρώτα δαιμονοποιήθηκε τη δεκαετία του ‘80, έζησε κι αυτή τη χρυσή εποχή της, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά.
Πριν από λίγες μέρες, ο Δημήτρης Μαύρος, Δ.Σ. της MRB Hellas, παρουσίασε τα πορίσματα της έρευνας «Εταιρική κοινωνική ευθύνη και υπεύθυνη κατανάλωση 2008». Θέμα της έρευνας ήταν η σχέση των Ελλήνων με την εταιρική κοινωνική ευθύνη και ο τρόπος με τον οποίο βλέπουν οι Έλληνες τη σύγχρονη εταιρεία. Τα αποτελέσματα ανάγκασαν τον ερευνητή να χρησιμοποιήσει εκφράσεις που συνήθως αποφεύγει. «Σε αυτήν τη χώρα οι γέννες γίνονται με τα πόδια να έρχονται πρώτα», είπε, εννοώντας ότι είμαστε ανάποδοι και εξήγησε γιατί το κλίμα είναι τόσο εχθρικό απέναντι στον ιδιωτικό τομέα. «Ο Έλληνας ενθουσιάζεται και απογοητεύεται εύκολα. Σήμερα νιώθει απογοήτευση από τις επιχειρήσεις». Τονίζοντας την έντονα αντιφατική συμπεριφορά των Ελλήνων παρουσίασε ένα πολύ ιδιαίτερο εύρημα: το 75% των Ελλήνων θεωρούν ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να συνεργάζονται με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις (π.χ. Greenpeace), αν θέλουν να αλλάξουν το προφίλ τους και να δείξουν κοινωνικά υπεύθυνο πρόσωπο, ενώ την ίδια στιγμή οι μισοί Έλληνες πιστεύουν ότι οι σχέσεις των οργανώσεων αυτών με τις επιχειρήσεις βλάπτουν τις πρώτες! Θα αποφασίσετε;
Εργασία και χαρά
Συνεχίζουμε με τα των εργασιακών γιατί εκεί φαίνεται πως ο Έλληνας ζει σε έναν απίστευτο... παραλογισμό. Οι Έλληνες εργάζονται αρκετά πάνω από το μέσο όρο των Ευρωπαίων, καθώς οι εργασιακές ώρες τους ανέρχονται σε περίπου 43 την εβδομάδα όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 41, ενώ οι αργίες δεν είναι τόσο πολλές όσο νομίζουμε. Από την άλλη, ο βασικός μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται σε περίπου 70-75% του μέσου ευρωπαϊκού. Η απίστευτη στα μάτια οποιουδήποτε Βορειοευρωπαίου αντίφαση του να εργαζόμαστε περισσότερο και να αμειβόμαστε λιγότερο από αυτούς (και να πληρώνουμε για έναν καφέ ή ένα μπουκάλι φρέσκο γάλα πολύ περισσότερο) είναι απλώς αδιανόητη, αλλά για μας μοιάζει απόλυτα φυσική.
Πατρίκιοι και πληβείοι αγρότες
Τα θερμοκήπια της Ιεράπετρας αξίζουν χρυσάφι. Ακόμα και σήμερα, τρεις δεκαετίες μετά την είσοδο της χώρα μας στην ΕΕ οι επιδοτήσεις αλλά και οι κλιματολογικές συνθήκες εξασφαλίζουν στους αγρότες της Κρήτης υψηλά εισοδήματα. Το κατά κεφαλήν αγροτικό εισόδημα στον Νομό Λασιθίου είναι ένα από τα τρία μεγαλύτερα στην Ευρώπη, όταν στον Νομό Φωκίδας ή σε ορισμένες περιοχές της Ηπείρου είναι από τα χαμηλότερα. Οι δύο ταχύτητες αγροτών ήταν πάντα ένα από τα εντυπωσιακά ελληνικά δίπολα. Η συνεχιζόμενη υποστήριξη αγροτικών μοντέλων όπως αυτά του θεσσαλικού κάμπου, εκτός από κατασπατάληση της ενέργειας (π.χ. το βαμβάκι που καλλιεργείται εκεί είναι υδροβόρο) ευνοεί το χάσμα μεταξύ των φτωχών και πλούσιων αγροτών διότι, όπως μας επεσήμανε ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Αλέξανδρος Σαρρής, «ευνοούνται καλλιέργειες που θέλουν μεγάλες εκτάσεις και τις μεγάλες εκτάσεις κατέχουν οι ισχυροί αγρότες».
Αντιφατικές νοοτροπίες
Χρέη και μεγάλη ζωή: «Ήθελα κι εγώ να νιώσω όπως οι εκείνοι που είχαν έναν λογαριασμό στην Ελβετία». Έτσι δικαιολόγησε ένας από τους εγχώριους εμπλεκόμενους στο σκάνδαλο της Siemens, τη συμμετοχή του στο κύκλωμα «τρωκτικών» που γέμισε τις τσέπες του. Τον πιστεύουμε διότι γνωρίζουμε την ψυχοσύνθεση του στερημένου για πολλά χρόνια λαού. Ταυτόχρονα όμως, οι τράπεζες, οι ελληνικές αυτήν τη φορά, βρίσκονται χαμηλά στην εκτίμηση των πολιτών, όπως έχει διαφανεί σε έρευνες εταιρικής φήμης και εμπιστοσύνης. Λογαριασμοί στην Ελβετία και υπανάπτυξη στην ελληνική ύπαιθρο, ταξίδια για ψώνια στο Λονδίνο ή το Μιλάνο και μεγάλα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας είναι το δίπολο που βιώνει αυτή η χώρα, ήδη από τη δεκαετία του ’50. Τι κι αν οι Έλληνες χρωστούν «ένα κάρο» λεφτά στις τράπεζες εξαιτίας δανείων και καρτών (το 51,4% των Ελλήνων χρωστά σε δάνεια και κάρτες, ενώ ο δανεισμός αντιστοιχεί στο 41% του ΑΕΠ); Αφού το λέει και η σχιζοφρενική παροιμία μας: Η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
Ωχαδερφισμός και εθελοντισμός
Λένε πως οι σύγχρονες ρίζες του ωχαδερφισμού βρίσκονται στη δεκαετία του ’80, όταν το Κράτος μεγάλωσε και κάποιος άλλος έπρεπε να τα σκεφτεί όλα και να αναλάβει -αντί για εμάς- όλες τις ευθύνες. Το 2004 μια νέα πτυχή της ελληνικής πραγματικότητας ανέτειλε και, ως φαίνεται, θα αποτελέσει το νέο δίπολο του 21ου αιώνα. Οι εθελοντές των Ολυμπιακών συνεχίζουν σήμερα μια παράδοση που βρίσκεται κόντρα στον παραδοσιακό ελληνικό ωχαδερφισμό. Πριν από λίγες ημέρες μιλούσαμε με τον δήμαρχο Βύρωνα, Νίκο Χαρδαλιά, ο οποίος μέσω του Συνδέσμου Προστασίας Ανάπτυξης Υμηττού συντονίζει, μεταξύ άλλων, το έργο δεκάδων εθελοντών. «Είναι άνθρωποι σαν όλους εμάς, από όλες τις οικονομικές κοινωνικές τάξεις που κανονίζουν και παίρνουν τις άδειές τους, έτσι ώστε να βρίσκονται στο βουνό για να το προσέχουν», λέει με ικανοποίηση για το επίπεδο των ανθρώπων που φυλάνε καλοκαιριάτικα τον Υμηττό. Την ίδια στιγμή ο ίδιος δεν χάνει την ευκαιρία να χτυπήσει την άλλη πλευρά του σύγχρονου Νεοέλληνα, όλους εκείνους που με κάποιας αμφίβολης αξιοπιστίας τίτλους ιδιοκτησίας, σέρνουν τον δήμο στα δικαστήρια και διεκδικούν ότι απέμεινε από το βουνό.
Μέσα και έξω από το «κουτί»
Ο Γιάννης Αναστασάκος της AGB Hellas συνηθίζει να λέει ότι «άλλο το τι ισχυριζόμαστε για τη σχέση μας με την τηλεόραση κι άλλο αυτό που πραγματικά δείχνουν τα μηχανάκια της εταιρείας». Κι έχει δίκιο. Ο μέσος όρος τηλεθέασης στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει τις 3 ώρες την ημέρα κι ας αναθεματίζουμε όλοι μας το Μέσο. Ταυτόχρονα, οι καφετέριες στην Ελλάδα βογκάνε από το καθισιό των Νεοελλήνων, σε σημείο που οι μαγαζάτορες να πουλούν αβλεπί τον καφέ 5 ευρώ. Πώς εξηγείται ότι έχουμε έναν από τους υψηλότερους δείκτες τηλεθέασης παγκοσμίως και ταυτόχρονα φημιζόμαστε για τα «τραπεζάκια έξω»; Πώς τα προλαβαίνει όλα ο μπαγάσας ο Έλληνας; Διάθεση να υπάρχει.
Διατροφή και σκουπίδια
Όποιος κάνει μια βόλτα στο Ηράκλειο Κρήτης θα εκπλαγεί από τον αριθμό των υπέρβαρων και των παχύσαρκων παιδιών που κυκλοφορούν. Στην πόλη - σύμβολο του νησιού, που φημίζεται για την εξαιρετική διατροφή, δεν υπάρχουν πολλές λεπτές σιλουέτες. Σύμφωνα με έρευνες τα Ελληνόπουλα είναι αυτή τη στιγμή τα πιο παχύσαρκα παιδιά στην Ευρώπη, ενώ η Κρήτη είναι μία από τις περιοχές στις οποίες το πρόβλημα είναι έντονο. Η μεσογειακή διατροφή, πλούσια σε φυτικά κι όχι σε ζωικά έλαια, όσπρια, λαχανικά, έχει αντικατασταθεί από το fast food, το σουβλάκι, τις τηγανητές πατάτες και την πίτσα, με το 60% των Ελλήνων να παραγγέλνει ή να τρώει «απ’ έξω», δύο φορές την εβδομάδα......
Ολόκληρο το άρθρο εδώ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΛΟΓΟΥ
Παίρνοντας στοιχεία από τα παραπάνω κείμενα και από εκείνα της 1ης ενότητας του βιβλίου σας, γράψτε ένα άρθρο στο οποίο να αποτυπώνεται η δική σας ιδέα / αντίληψη για το τι είναι Ελλάδα.
Θυμηθείτε ότι το άρθρο:
• Έχει επικαιρικό χαρακτήρα. Αφορμάται από επίκαιρο γεγονός, το οποίο σχολιάζει ή ερμηνεύει.
• Δε χρειάζεται προσφώνηση
• Έχει ύφος απρόσωπο, σοβαρό, αντικειμενικό, αλλά και απλό, ώστε να γίνεται κατανοητό στο ευρύ κοινό
• Η λειτουργία της γλώσσας είναι αναφορική/κυριολεκτική
• Έχει τίτλο που είναι ευσύνοπτος, περιεκτικός, αφορά στο σύνολο του θέματος κι όχι σε μια επιμέρους πτυχή του. Μπορεί να περιέχει σχόλιο είτε με τη μορφή λεκτικού/αξιολογικού χαρακτηρισμού είτε με τη χρήση σημείων στίξης.
Ένας επιτυχημένος τίτλος κερδίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τον προδιαθέτει θετικά. Απαραίτητες προδιαγραφές ενός επιτυχημένου τίτλου:
- Να χρησιμοποιεί διάφορα σημεία στίξης
- Φορτισμένες λέξεις ή φράσεις, κυρίως επίθετα
- Συγκινησιακή χρήση της γλώσσας: λογοπαίγνια, οξύμωρα σχήματα, παρηχήσεις, μεταφορές, υπερβολές, προσωποποιήσεις, παρομοιώσεις, υπερβατά
- Να είναι ελλειπτικός: συνήθως παραλείπονται άρθρα, ρήματα κι εύκολα εννοούμενες λέξεις, όπως σύνδεσμοι και προθέσεις
- Αν υπάρχει ρήμα, συνήθως σε γ΄ πρόσωπο και χρόνο ενεστώτα (διάρκεια ή παραστατικότητα) ή αόριστο (γεγονός τετελεσμένο)
- Να συνοψίζει το περιεχόμενο του άρθρου και να προβάλλει τη σπουδαιότητα του θέματος και την οπτική γωνία του συντάκτη του
- Αφού μελετήσετε τη θεωρία για τους τρόπους σύνδεσης των προτάσεων (παράταξη, υπόταξη, ασύνδετο σχήμα), μπορείτε να δοκιμάσετε τη σχετική άσκηση αυτοαξιολόγησης. (κάντε κλικ στο σύνδεσμο και ανοίξτε το συμπιεσμένο αρχείο που κατεβάσατε)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου