Ανώνυμος, Ο Ρωσσαγγλογάλλος from Georgia Dimitropoulou
Ἴσως, τέλος πάντων, προσμένετε νὰ μᾶς δώσῃ τὴν ἐλευθερίαν κανένας ἀπὸ τοὺς ἀλλογενεῖς δυνάστας; Ὦ Θεέ μου! Ἕως πότε, ὦ Ἕλληνες, νὰ πλανώμεθα τόσον ἀστοχάστως; Διατί νὰ μὴν στρέψωμεν καὶ μίαν φορὰν τοὺς ὀφθαλμούς μας εἰς τὰ ἀπελθόντα, διὰ νὰ καταλάβωμεν εὐκολώτερα καὶ τὰ μέλλοντα; Ποῖος ἀγνοεῖ, ὅτι ὁ κύριος στοχασμὸς τῶν ἀλλογενῶν δυναστών εἶναι εἰς τὸ νὰ προσπαθήσουν νὰ κάμουν τὸ ἴδιόν των ὄφελος μὲ τὴν ζημίαν τῶν ἄλλων;
Καὶ ποῖος στοχαστικὸς ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ πιστεύσῃ, ὅτι ὅποιος ἀπὸ τοὺς ἀλλογενεῖς δυνάστας ἤθελε κατατροπώσει τὸν ὀθωμανόν, ἤθελε μᾶς ἀφήσει ἐλευθέρους; Ὤ, ἀπάτη ἐπιζήμιος! Μὴν εἶσθε, ἀδελφοί μου, τόσον εὐκολόπιστοι. Ἀναγνώσετε τὴν ἱστορίαν καὶ μάθατε, ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἔταξαν τῶν Ἑλλήνων καὶ διαυθέντευσιν καὶ ἐλευθερίαν, ἀλλ᾿ ἀφοῦ ἐμβῆκαν εἰς τὴν Ἑλλάδα, εὐθὺς τὴν ἐκήρυξαν ἐπαρχίαν τους. Ἴδετε καὶ τὰ τωρινὰ παραδείγματα, ὁποὺ ἡ πολυποίκιλος στροφὴ τῆς γαλλικῆς στάσεως μᾶς παρασταίνει. Ὁ δυνάστης των μὲ ταξίματα μεγάλα καὶ μὲ τοιαῦτα μέσα, ἀπόκτησεν ὅσα κατὰ τὸ παρὸν ἔχει, καὶ πῶς ἐσεῖς νομίζετε νὰ σᾶς δοθῇ ἡ ἐλευθερία ἀπὸ ἀλλογενεῖς; Πῶς νὰ μὴν εἰπῇ τινάς, ὅτι ὀνειρεύεσθε ἔξυπνοι; Καὶ εἰς τί, παρακαλῶ σας, θεμελιώνετε τὰς ἐλπίδας σας; Εἰς τὴν ἀρετὴν τῶν ἀλλογενῶν δυναστών ἴσως; Ἐλπίζετε νὰ κινηθοῦν εἰς σπλάγχνος ἐκεῖνοι διὰ τὰς δυστυχίας τὰς ἐδικάς μας;
Δὲν ἠξεύρετε, ὦ Ἕλληνες, ὅτι ἡ ἀρετὴ τὴν σήμερον δὲν εὑρίσκεται εἰς τοὺς θρόνους; Δὲν ἠξεύρετε, ὅτι οἱ Ἕλληνες μισοῦνται δοῦλοι, ἐπειδὴ ἤθελε τοὺς φθονήσει ἐλευθέρους κάθε μεγάλη δυναστεία ἀπὸ τὰς παρούσας τῶν ἀλλογενῶν; Ἀλλά, τέλος πάντων, ὑποθέτοντας κανένα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δυνάστας ὁπωσοῦν φιλέλληνα, δὲν ἠξεύρετε, ὅτι μόνος του δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ τὸ οὐδέν, καὶ ὅτι οἱ ἐπίτροποί του ἢ εἶναι ἐχθροί μας, ἢ εἶναι ἀδιάφοροι, ἤ, τέλος πάντων, ἄσωτοι καὶ διεφθαρμένοι τὰ ἤθη; Τί στοχάζεσθε, τέλος πάντων, ἂν ἡ Ἑλλὰς ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸν ζυγὸν διὰ χειρὸς ἄλλου δυνάστου, νὰ γίνῃ ἀληθῶς εὐτυχής; Ὦ ἀλήθεια, ἀλήθεια! Διατί δὲν ἀπομακραίνεις τοιαύτην ἀπάτην ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας; Διατί δὲν τοὺς μανθάνεις, ὅτι ὅσοι πατῶσιν εἰς θρόνον εἶναι ὅλοι τύραννοι;
απόσπασμα από τον « Ύμνο εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού
Δύο αἴτια εἶναι, ὦ Ἕλληνές μου ἀκριβοί, ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον μᾶς φυλάττουσι δεδεμένους εἰς τὰς ἁλύσους τῆς τυραννίας, εἶναι δὲ τὸ ἀμαθὲς ἱερατεῖον καὶ ἡ ἀπουσία τῶν ἀρίστων συμπολιτῶν............
Αὐτοί οἱ ἀμαθέστατοι, ἀφοῦ ἀκούσουν ἐλευθερίαν, τοὺς φαίνεται μία ἀθανάσιμος ἁμαρτία. Τί λοιπὸν διδάσκουσι τὸν ἁπλούστατον λαόν; Τί στοχάζεσθε νὰ λέγωσιν οἱ ἱεροκήρυκες ἐπ᾿ ἐκκλησίας; Φέρουσιν ἴσως τὰς παραβολὰς τοῦ Εὐαγγελίου, διὰ νὰ παρακινήσωσιν τοὺς ἀκροατὰς εἰς τὴν ὁμόνοιαν; Ἐξηγοῦσιν ἴσως τὴν πρώτην καὶ μεγάλην ἐντολὴν τοῦ «Ἀγάπα τὸν πλησίον σου, ὡς ἑαυτόν»; Λέγουσιν ἴσως ποτέ, ποῖος εἶναι ὁ πλησίον καὶ ποῖος ὁ ξένος; Ἀναφέρουσι ποτὲ τὸ ρητόν: «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος»; Ἐξηγοῦσι ποτὲ τί ἐστὶ πατρίς; Λέγουσι πῶς καὶ πότε καὶ ποῖοι πρῶτον πρέπει νὰ τὴν βοηθήσουν; Φέρουσι ποτὲ τὰ παραδείγματα τοῦ Θεμιστοκλέους, τοῦ Ἀριστείδους, τοῦ Σωκράτους καὶ ἄλλων μυρίων ἐναρέτων καὶ σοφῶν; Μᾶς εἶπον ποτὲ ποῖοι ἦτον, καὶ πόθεν κατάγονται; .........
Φεῦ! βαβαὶ τῆς ἀθλιότητός μας! Οἱ ἱεροκήρυκες ἀρχινοῦν ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνην καὶ τελειώνουν εἰς τὴν νηστείαν. Πῶς θέλεις λοιπὸν νὰ ἐξυπνήσουν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν ὁμίχλην τῆς τυραννίας; Οἱ ἱεροκήρυκες, οἱ ὁποῖοι ἦτον εἰς χρέος νὰ τοὺς ἀποδείξωσι τὴν ἀλήθειαν, δὲν τὸ κάμνουσι. Ἀλλὰ τί ἀποκρίνονται αὐτοὶ οἱ φιλόζωοι καὶ αὐτόματοι ψευδοκήρυκες: «Ὁ Θεός, ἀδελφοί, μᾶς ἔδωσεν τὴν τυραννίαν ἐξ ἁμαρτιῶν μας, καὶ πρέπει, ἀδελφοί, νὰ τὴν ὑποφέρωμεν μὲ καλὴν καρδίαν καὶ χωρὶς γογγυσμόν, καὶ νὰ εὐχαριστηθῶμεν εἰς ὅ,τι κάμνει ὁ Θεός». .....................
Ἀκούσατε, λοιπόν, ὅσοι Ἕλληνες εὑρίσκεσθε ἔξω ἀπὸ τὴν κοινὴν πατρίδα μας, καὶ ἐσεῖς οἱ ἴδιοι εὐεργέται αὐτῆς, τὴν ἀλήθειαν γυμνήν..... Ἕλληνες, ἐπιστρέψετε εὐθὺς εἰς τὴν πατρίδα σας. Εὐεργέται τῆς Ἑλλάδος, μισεύσετε παραχρῆμα διὰ τὴν πατρίδα σας............
Ἕως τὴν σήμερον, ἴσως, ἠμποροῦσαν νὰ δικαιολογηθῶσι λέγοντες, ὅτι «ἐξενιτεύθημεν, διὰ νὰ συνάξωμεν τὰ φῶτα τῆς μαθήσεως, ὁποὺ εἰς τὴν πατρίδα μας δὲν εὑρίσκαμεν, ἐξενιτεύθημεν, διὰ νὰ κερδίσωμεν καὶ νὰ ὠφελήσωμεν τὸ γένος μας».... Διατί τώρα λοιπόν, ὁποὺ ἀποκτήσατε τὰ ὅσα ἠθέλατε, δὲν ἐπιστρέφετε εἰς τὴν πατρίδα σας; Διατί, ἀστοχάστως θαυμάζοντες, λέγετε: «Πῶς νὰ μὴν εὑρέθη ἕως τώρα εἰς τὴν Ἑλλάδα ἓν ἄξιον ὑποκείμενον, διὰ νὰ τὴν ἐλευθερώσῃ;» καὶ ἐνταυτῷ μένετε μακρὰ ἀπὸ αὐτήν;
Ὅλοι σας, λοιπόν, οἱ φιλοπάτριδες, καὶ ἐσεῖς ἀκόμη ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον ἐφανήκατε ἀχάριστοι εἰς τὴν πατρίδα, ἀκούσετε δι᾿ ἀγάπην της καὶ διὰ τιμὴν τοῦ ἑαυτοῦ σας, ἀκούσατε προσεκτικῶς τὴν γλυκεῖαν φωνήν της. Ἀνοίξατε τὰ ὦτα τοῦ νοός σας καὶ προσέξετε εἰς τοὺς λόγους τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀσθενὴς καὶ γεμάτη ἀπὸ πληγάς, μὲ θλιβερὰν φωνὴν σᾶς ὁμιλεῖ λέγουσα:
«Ὦ Ἕλληνες! Ὦ τέκνα μου! Ποῦ μὲ ἀφήσετε; Πῶς δὲν σᾶς πονεῖ δι᾿ ἐμέ; Διατί μ᾿ ἐπαρατήσατε; Διατί φεύγετε καὶ δὲν ἐπιστρέφετε πλέον; Τί σᾶς ἔκαμα καὶ δὲν μ᾿ ἐνθυμεῖσθε; Εἰς τί σᾶς ἔβλαψα καὶ δὲν μὲ ἀγαπᾶτε; Ποία μήτηρ ἐστάθη δυστυχεστέρα ἀπὸ ἐμένα; Τί οὖν, ἀγαπητοί; Τί στοχάζεσθε; Τί ἀποφασίζετε;»
Εἶναι ἡ πατρὶς ὁποὺ φωνάζει εἰς τέτοιον τρόπον. Αὐτὴ εἶναι ὁποὺ κλαίει καὶ ὀδύρεται. Ἡ ἀπουσία σας ποτὲ δὲν τὴν ὠφέλησεν, τώρα ὅμως τὴν ἀφανίζει.
Παράλληλα κείμενα (εργασία σε ομάδες)
Φύλλο εργασίας 1ο
Ο πλασματικός «Ρωσσαγγλογάλλος», έρχεται σε επαφή με τέσσερις εκπροσώπους της κυρίαρχης ελληνικής τάξης, έναν μητροπολίτη, ένα φαναριώτη, έναν έμπορο κι έναν προεστό. Πώς περιγράφει ο ανώνυμος συγγραφέας τη στάση καθενός απ’ αυτούς απέναντι στα δεινά του υπόδουλου Ελληνισμού;
Ο Μητροπολίτης:
Εγώ τον ζυγόν δεν τον γνωρίζω,
τρώγω και πίνω με ευθυμίαν.
Αυτή του Τούρκου η τυραννία
σε μένα είναι ζωή μακαρία.
Το ράσον τούτο αφού εφόρεσα,
ζυγόν κανένα εγώ δεν γνώρισα.
|
Οι ξένοι συναντούν τον ΄Ελληνα χριστιανό ηγεμόνα της Βλαχιάς και τον ρωτούν τι κάνει για τη δυστυχισμένη Ελλάδα.
Της Ελλάδος η ελευθερία
εις εμέ είναι πτωχεία
|
Για την Ελλάδα, αν τυραννιέται λίγο του μέλει. Αυτοί άρχισαν να παρακούν και να ζητούν ελευθερία.
Δια τούτο και μεις συμφωνούμε
με τους Τούρκους και τους βαρούμε,
επειδή όλοι μας το θεωρούμε
πως θέλει λείψει ό,τι βαστούμε.
|
Σκλάβος είμαι δοξασμένος
απ' τους Τούρκους αγαπημένος.
Πρέπει εγώ εξ εναντίας,
ως πιστός πάσης Τουρκίας,
την Ελλάδα ν' αφανίζω
και τους Τούρκους να δωρίζω.
Τότε ημπορώ να ζήσω,
όταν τους Γραικούς εκδύσω.
|
Ο μεγαλοπραματευτής και τοκογλύφος, επίσης δεν ενδιαφέρεται για τήν απελευθέρωση της Ελλάδας. Οι ξένοι τον βρίσκουν σε στιγμές ανησυχίας. Περιμένει καράβια φορτωμένα από τη Μπαρμπαριά κι όσο δεν τα βλέπει να έρχονται χάνει τον ύπνο του.
Το γένος μου το κλαίω, ότ' είναι στο ζυγό
μα για ελευθερία δε δίνω οβολό.
Εγώ άσπρα δανείζω εις όσους αγρικώ
ότι εχω να τα λάβω με κέρδος αρκετό.
Ημείς το πλείστον μέρος εκ των πραγματευτών
θέλομεν πάντα άσπρα, κι ας εχομεν ζυγόν.
|
Τέλος, ο κοτσάμπασης, παραπονείται:
Αχ το γένος μου πολλά με κατατρέχει,
Μοι λέγει, τάχα, πως τ’ άρπαξα τα έχει
.......................................................................
Αυτό φίλοι μου το παράπονον έχω,
Και εις τους Τούρκους διά τούτο προστρέχω
Και ομολογεί:
Τους φτωχούς σκληρά τους τυραννούσα,
όμως τους Τούρκους πολλά τους αγαπούσα.
Και όστις Έλλην Τούρκον εκαταλάλει
τον επρόδιδα, να βάλουν γνώσ' οι άλλοι.
|
Η ελληνική ποίηση, Ανθολογία-Γραμματολογία, τόμος Α, εισαγωγή, σελ. 43-47
Φύλλο εργασίας 2ο
Να συγκρίνετε τα δεινά της σκλαβιάς όπως τα περιγράφει στους στ. 1–6 ο Ρωσσαγγλογάλλος με τα αντίστοιχα δεινά που διεκτραγωδούνται στο θούριο του Ρήγα (στ.1-20). Να εντοπίσετε ομοιότητες και διαφορές, τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στο ύφος. Ποια η πρόθεση του ομιλητή σε κάθε περίπτωση; (προσέξτε το πρόσωπο που χρησιμοποιεί ο καθένας)
Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
Καλλιό 'ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!
Τι σ' ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ' ώραν στη φωτιά.
Βεζίρης, Δραγουμάνος, Αφέντης κι αν σταθής,
ο Τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθής·
δουλεύεις όλ' ημέρα σε ό,τι κι αν σοι πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν το αίμα σου να πιη.
O Σούτζος* κι ο Μουρούζης*, Πετράκης*, Σκαναβής*,
Γκίκας* και Μαυρογένης*, καθρέπτης είν' να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν, κι αγάδες, με άδικον σπαθί·
κι αμέτρητ' άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά 'φορμή.
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ' ώραν στη φωτιά.
Βεζίρης, Δραγουμάνος, Αφέντης κι αν σταθής,
ο Τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθής·
δουλεύεις όλ' ημέρα σε ό,τι κι αν σοι πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν το αίμα σου να πιη.
O Σούτζος* κι ο Μουρούζης*, Πετράκης*, Σκαναβής*,
Γκίκας* και Μαυρογένης*, καθρέπτης είν' να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν, κι αγάδες, με άδικον σπαθί·
κι αμέτρητ' άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά 'φορμή.
Ρήγα Βελεστινλή, Απάνθισμα κειμένων, Βουλή των Ελλήνων
Φύλλο εργασίας 3ο
Πώς παρουσιάζονται οι ξένοι, φιλέλληνες ή μη, στο παρακάτω απόσπασμα από την Ελληνική Νομαρχία; Συγκρίνετε με την εντύπωση που σας δημιουργεί ο Ρωσσαγγλογάλλος.
Ἴσως, τέλος πάντων, προσμένετε νὰ μᾶς δώσῃ τὴν ἐλευθερίαν κανένας ἀπὸ τοὺς ἀλλογενεῖς δυνάστας; Ὦ Θεέ μου! Ἕως πότε, ὦ Ἕλληνες, νὰ πλανώμεθα τόσον ἀστοχάστως; Διατί νὰ μὴν στρέψωμεν καὶ μίαν φορὰν τοὺς ὀφθαλμούς μας εἰς τὰ ἀπελθόντα, διὰ νὰ καταλάβωμεν εὐκολώτερα καὶ τὰ μέλλοντα; Ποῖος ἀγνοεῖ, ὅτι ὁ κύριος στοχασμὸς τῶν ἀλλογενῶν δυναστών εἶναι εἰς τὸ νὰ προσπαθήσουν νὰ κάμουν τὸ ἴδιόν των ὄφελος μὲ τὴν ζημίαν τῶν ἄλλων;
Καὶ ποῖος στοχαστικὸς ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ πιστεύσῃ, ὅτι ὅποιος ἀπὸ τοὺς ἀλλογενεῖς δυνάστας ἤθελε κατατροπώσει τὸν ὀθωμανόν, ἤθελε μᾶς ἀφήσει ἐλευθέρους; Ὤ, ἀπάτη ἐπιζήμιος! Μὴν εἶσθε, ἀδελφοί μου, τόσον εὐκολόπιστοι. Ἀναγνώσετε τὴν ἱστορίαν καὶ μάθατε, ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἔταξαν τῶν Ἑλλήνων καὶ διαυθέντευσιν καὶ ἐλευθερίαν, ἀλλ᾿ ἀφοῦ ἐμβῆκαν εἰς τὴν Ἑλλάδα, εὐθὺς τὴν ἐκήρυξαν ἐπαρχίαν τους. Ἴδετε καὶ τὰ τωρινὰ παραδείγματα, ὁποὺ ἡ πολυποίκιλος στροφὴ τῆς γαλλικῆς στάσεως μᾶς παρασταίνει. Ὁ δυνάστης των μὲ ταξίματα μεγάλα καὶ μὲ τοιαῦτα μέσα, ἀπόκτησεν ὅσα κατὰ τὸ παρὸν ἔχει, καὶ πῶς ἐσεῖς νομίζετε νὰ σᾶς δοθῇ ἡ ἐλευθερία ἀπὸ ἀλλογενεῖς; Πῶς νὰ μὴν εἰπῇ τινάς, ὅτι ὀνειρεύεσθε ἔξυπνοι; Καὶ εἰς τί, παρακαλῶ σας, θεμελιώνετε τὰς ἐλπίδας σας; Εἰς τὴν ἀρετὴν τῶν ἀλλογενῶν δυναστών ἴσως; Ἐλπίζετε νὰ κινηθοῦν εἰς σπλάγχνος ἐκεῖνοι διὰ τὰς δυστυχίας τὰς ἐδικάς μας;
Δὲν ἠξεύρετε, ὦ Ἕλληνες, ὅτι ἡ ἀρετὴ τὴν σήμερον δὲν εὑρίσκεται εἰς τοὺς θρόνους; Δὲν ἠξεύρετε, ὅτι οἱ Ἕλληνες μισοῦνται δοῦλοι, ἐπειδὴ ἤθελε τοὺς φθονήσει ἐλευθέρους κάθε μεγάλη δυναστεία ἀπὸ τὰς παρούσας τῶν ἀλλογενῶν; Ἀλλά, τέλος πάντων, ὑποθέτοντας κανένα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δυνάστας ὁπωσοῦν φιλέλληνα, δὲν ἠξεύρετε, ὅτι μόνος του δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ τὸ οὐδέν, καὶ ὅτι οἱ ἐπίτροποί του ἢ εἶναι ἐχθροί μας, ἢ εἶναι ἀδιάφοροι, ἤ, τέλος πάντων, ἄσωτοι καὶ διεφθαρμένοι τὰ ἤθη; Τί στοχάζεσθε, τέλος πάντων, ἂν ἡ Ἑλλὰς ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸν ζυγὸν διὰ χειρὸς ἄλλου δυνάστου, νὰ γίνῃ ἀληθῶς εὐτυχής; Ὦ ἀλήθεια, ἀλήθεια! Διατί δὲν ἀπομακραίνεις τοιαύτην ἀπάτην ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας; Διατί δὲν τοὺς μανθάνεις, ὅτι ὅσοι πατῶσιν εἰς θρόνον εἶναι ὅλοι τύραννοι;
Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, (Δ, 94-96)
Φύλλο εργασίας 4ο
Ποια γνώμη έχουν για την ξένη βοήθεια στη σκλαβωμένη Ελλάδα ο Ανδρέας Κάλβος και ο Διονύσιος Σολωμός στα ποιήματα που ακολουθούν; Συμφωνούν με την άποψη του Ανώνυμου ποιητή του Ρωσσαγγλογάλλου;
Τῆς θαλάσσης καλύτερα φουσκωμένα τὰ κύματα νὰ πνίξουν τὴν πατρίδα μου ὡσὰν ἀπελπισμένην, ἔρημον βάρκαν. | Καλύτερα, καλύτερα διασκορπισμένοι οἱ Ἕλληνες νὰ τρέχωσι τὸν κόσμον, μὲ ἐξαπλωμένην χεῖρα ψωμοζητοῦντες· |
Στὴν στεριάν, στὰ νησία καλύτερα μίαν φλόγα νὰ ἰδῶ παντοῦ χυμένην, τρώγουσαν πόλεις, δάση, λαοὺς καὶ ἐλπίδας. | Παρὰ προστάτας νἄχωμεν. Μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν πλούτη ἢ μεγάλα ὀνόματα, μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν σκήπτρων ἀκτῖνες. |
Α. Κάλβος, Αἱ Εὐχαί (στρ.α΄- δ΄)
9
Mε τα ρούχα αιματωμένα
Ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
Να γυρεύης εις τα ξένα
Άλλα χέρια δυνατά.
Mε τα ρούχα αιματωμένα
Ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
Να γυρεύης εις τα ξένα
Άλλα χέρια δυνατά.
10
Mοναχή το δρόμο επήρες,
Εξανάλθες μοναχή·
Δεν είν' εύκολες οι θύρες,
Εάν η χρεία τες κουρταλεί.
Mοναχή το δρόμο επήρες,
Εξανάλθες μοναχή·
Δεν είν' εύκολες οι θύρες,
Εάν η χρεία τες κουρταλεί.
11
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
Αλλ' ανάσασιν καμιά·
Άλλος σου έταξε βοήθεια
Και σε γέλασε φρικτά.
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
Αλλ' ανάσασιν καμιά·
Άλλος σου έταξε βοήθεια
Και σε γέλασε φρικτά.
12
Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου,
Οπού εχαίροντο πολύ,
Σύρε να 'βρης τα παιδιά σου,
Σύρε, ελέγαν οι σκληροί.
Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου,
Οπού εχαίροντο πολύ,
Σύρε να 'βρης τα παιδιά σου,
Σύρε, ελέγαν οι σκληροί.
απόσπασμα από τον « Ύμνο εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού
Φύλλο εργασίας 5ο
Να συγκρίνετε την άποψη του ανώνυμου ποιητή του Ρωσσαγγλογάλλου με τις σκέψεις που κάνει ο Λόρδος Βύρωνας για τους ξένους στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα στο απόσπασμα από το πολύστιχο ποίημά του "Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ" (σελ.41-42 του βιβλίου σας)
Θεόδωρος Βρυζάκης, Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι |
Εδώ, στην πέτρα τη βαριά, τώρα ας καθίσω μόνος·
σε μαρμαρένιο κι άσειστον ακόμα στυλοβάτη,
εδώ που ο παντοδύναμος και διαλεχτός σου θρόνος
ήταν, του Κρόνου ω Oλύμπιε γιε, ψάχνοντας δώθε κάτι
πάντα κανείς απ' το κρυφό το μεγαλείο θα βρει.
Ω απίστευτο· μήδε κι αυτό της φαντασίας το μάτι
δεν πλάθει ό,τι με κάματο* λες σβήσαν οι καιροί.
Μα οι στύλοι οι περήφανοι δε θεν απ' το διαβάτη
καν να στενάξει· πάνω τους ο Τούρκος ξαποσταίνει*
με δίχως έννοια, κι ο Ρωμιός σφυρίζει και διαβαίνει.
σε μαρμαρένιο κι άσειστον ακόμα στυλοβάτη,
εδώ που ο παντοδύναμος και διαλεχτός σου θρόνος
ήταν, του Κρόνου ω Oλύμπιε γιε, ψάχνοντας δώθε κάτι
πάντα κανείς απ' το κρυφό το μεγαλείο θα βρει.
Ω απίστευτο· μήδε κι αυτό της φαντασίας το μάτι
δεν πλάθει ό,τι με κάματο* λες σβήσαν οι καιροί.
Μα οι στύλοι οι περήφανοι δε θεν απ' το διαβάτη
καν να στενάξει· πάνω τους ο Τούρκος ξαποσταίνει*
με δίχως έννοια, κι ο Ρωμιός σφυρίζει και διαβαίνει.
Μ' απ' όλους όσους το Ναό κουρσέψαν κει ψηλά,
όπου η Παλλάδα ίσαμε* χτες λημέρευε μονάχη,
πονώντας και μη θέλοντας ν' αφήσει τα στερνά
της δύναμής της λείψανα· σαν ποια πατρίδα νά 'χει
γραφτό ήταν ο υστερότερος στη φαύλην αρπαγή;
Καληδονία*, κοκκίνισε, γιατί είχε μάνα εσένα.
Αγγλία, δόξα σου, που εσύ δεν είχες τέτοια γέννα,
τι δεν αγγίζει ελεύθερο παρά όποιος σκλαβοβγεί.
Και όμως εβιάσαν και έφεραν κάθε ιερό θλιμμένο
πα σε γιαλό πολύν καιρόν αποτροπιασμένο.
όπου η Παλλάδα ίσαμε* χτες λημέρευε μονάχη,
πονώντας και μη θέλοντας ν' αφήσει τα στερνά
της δύναμής της λείψανα· σαν ποια πατρίδα νά 'χει
γραφτό ήταν ο υστερότερος στη φαύλην αρπαγή;
Καληδονία*, κοκκίνισε, γιατί είχε μάνα εσένα.
Αγγλία, δόξα σου, που εσύ δεν είχες τέτοια γέννα,
τι δεν αγγίζει ελεύθερο παρά όποιος σκλαβοβγεί.
Και όμως εβιάσαν και έφεραν κάθε ιερό θλιμμένο
πα σε γιαλό πολύν καιρόν αποτροπιασμένο.
Oι Πίκτοι* να και σήμερα τι θε ν' αφήσουν χνάρια
περήφανα· ρημάγματα ναούς και Παρθενώνες,
που σεβαστήκαν Βάνδαλοι, Γότθοι, Τουρκιά κι αιώνες.
Ω της Αθήνας τα στερνά παντέρμα απομεινάρια!
Όσοι ν' αρπάξουν σκέφτηκαν απ' τη γαλάζια χώρα,
μοιάζει η καρδιά τους η στεγνή το στέρφο* τους κεφάλι,
στους βράχους της πατρίδας τους που κόβουν τ' ακρογιάλι.
Και, ωιμέ, προστάτες αχαμνοί* μπρος στους βωμούς της τώρα,
να, τα παιδιά της, που ο καημός της μάνας τους σπαράζει
τα σίδερά τους νιώθοντας με πιο πικρό μαράζι.
περήφανα· ρημάγματα ναούς και Παρθενώνες,
που σεβαστήκαν Βάνδαλοι, Γότθοι, Τουρκιά κι αιώνες.
Ω της Αθήνας τα στερνά παντέρμα απομεινάρια!
Όσοι ν' αρπάξουν σκέφτηκαν απ' τη γαλάζια χώρα,
μοιάζει η καρδιά τους η στεγνή το στέρφο* τους κεφάλι,
στους βράχους της πατρίδας τους που κόβουν τ' ακρογιάλι.
Και, ωιμέ, προστάτες αχαμνοί* μπρος στους βωμούς της τώρα,
να, τα παιδιά της, που ο καημός της μάνας τους σπαράζει
τα σίδερά τους νιώθοντας με πιο πικρό μαράζι.
Τώρα, το κρένει Βρετανός, ποιος το 'λπιζε, στοχάσου,
πως η Αλβιόνα* έχει χαρές στων Αθηνών το κλάμα.
Μα οι σκλάβοι κι αν τους σπάραξαν, ωιμέ! με τ' όνομά σου,
μη στην Ευρώπη, είναι ντροπή, μην πεις το ανόσιο δράμα.
Η ρήγισσα του πέλαγου, η ελεύθερη η Αγγλία,
από τη ματωμένη τους πατρίδα να ξεσπά
τ' απομεινάρια τα στερνά που ανθίζαν στα μνημεία.
Ναι, διαφεντεύτρα ευγενική που ο κόσμος αγαπά,
με χέρι στρίγγλας ρήμαξες συντρίμμια, που και χρόνια
και τύραννοι σεβάστηκαν, μ' αγάπη ή ζηλοφθόνια.
πως η Αλβιόνα* έχει χαρές στων Αθηνών το κλάμα.
Μα οι σκλάβοι κι αν τους σπάραξαν, ωιμέ! με τ' όνομά σου,
μη στην Ευρώπη, είναι ντροπή, μην πεις το ανόσιο δράμα.
Η ρήγισσα του πέλαγου, η ελεύθερη η Αγγλία,
από τη ματωμένη τους πατρίδα να ξεσπά
τ' απομεινάρια τα στερνά που ανθίζαν στα μνημεία.
Ναι, διαφεντεύτρα ευγενική που ο κόσμος αγαπά,
με χέρι στρίγγλας ρήμαξες συντρίμμια, που και χρόνια
και τύραννοι σεβάστηκαν, μ' αγάπη ή ζηλοφθόνια.
Λ. Μπάυρον, Τα τραγούδια του για την Ελλάδα, μτφρ. Στέφανος Μύρτας
Φύλλο εργασίας 6ο
Ποιους θεωρεί «συνεργούς της τυραννίας» ο ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας στο παρακάτω απόσπασμα και γιατί;
Δύο αἴτια εἶναι, ὦ Ἕλληνές μου ἀκριβοί, ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον μᾶς φυλάττουσι δεδεμένους εἰς τὰς ἁλύσους τῆς τυραννίας, εἶναι δὲ τὸ ἀμαθὲς ἱερατεῖον καὶ ἡ ἀπουσία τῶν ἀρίστων συμπολιτῶν............
Αὐτοί οἱ ἀμαθέστατοι, ἀφοῦ ἀκούσουν ἐλευθερίαν, τοὺς φαίνεται μία ἀθανάσιμος ἁμαρτία. Τί λοιπὸν διδάσκουσι τὸν ἁπλούστατον λαόν; Τί στοχάζεσθε νὰ λέγωσιν οἱ ἱεροκήρυκες ἐπ᾿ ἐκκλησίας; Φέρουσιν ἴσως τὰς παραβολὰς τοῦ Εὐαγγελίου, διὰ νὰ παρακινήσωσιν τοὺς ἀκροατὰς εἰς τὴν ὁμόνοιαν; Ἐξηγοῦσιν ἴσως τὴν πρώτην καὶ μεγάλην ἐντολὴν τοῦ «Ἀγάπα τὸν πλησίον σου, ὡς ἑαυτόν»; Λέγουσιν ἴσως ποτέ, ποῖος εἶναι ὁ πλησίον καὶ ποῖος ὁ ξένος; Ἀναφέρουσι ποτὲ τὸ ρητόν: «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος»; Ἐξηγοῦσι ποτὲ τί ἐστὶ πατρίς; Λέγουσι πῶς καὶ πότε καὶ ποῖοι πρῶτον πρέπει νὰ τὴν βοηθήσουν; Φέρουσι ποτὲ τὰ παραδείγματα τοῦ Θεμιστοκλέους, τοῦ Ἀριστείδους, τοῦ Σωκράτους καὶ ἄλλων μυρίων ἐναρέτων καὶ σοφῶν; Μᾶς εἶπον ποτὲ ποῖοι ἦτον, καὶ πόθεν κατάγονται; .........
Φεῦ! βαβαὶ τῆς ἀθλιότητός μας! Οἱ ἱεροκήρυκες ἀρχινοῦν ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνην καὶ τελειώνουν εἰς τὴν νηστείαν. Πῶς θέλεις λοιπὸν νὰ ἐξυπνήσουν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν ὁμίχλην τῆς τυραννίας; Οἱ ἱεροκήρυκες, οἱ ὁποῖοι ἦτον εἰς χρέος νὰ τοὺς ἀποδείξωσι τὴν ἀλήθειαν, δὲν τὸ κάμνουσι. Ἀλλὰ τί ἀποκρίνονται αὐτοὶ οἱ φιλόζωοι καὶ αὐτόματοι ψευδοκήρυκες: «Ὁ Θεός, ἀδελφοί, μᾶς ἔδωσεν τὴν τυραννίαν ἐξ ἁμαρτιῶν μας, καὶ πρέπει, ἀδελφοί, νὰ τὴν ὑποφέρωμεν μὲ καλὴν καρδίαν καὶ χωρὶς γογγυσμόν, καὶ νὰ εὐχαριστηθῶμεν εἰς ὅ,τι κάμνει ὁ Θεός». .....................
Ἀκούσατε, λοιπόν, ὅσοι Ἕλληνες εὑρίσκεσθε ἔξω ἀπὸ τὴν κοινὴν πατρίδα μας, καὶ ἐσεῖς οἱ ἴδιοι εὐεργέται αὐτῆς, τὴν ἀλήθειαν γυμνήν..... Ἕλληνες, ἐπιστρέψετε εὐθὺς εἰς τὴν πατρίδα σας. Εὐεργέται τῆς Ἑλλάδος, μισεύσετε παραχρῆμα διὰ τὴν πατρίδα σας............
Ἕως τὴν σήμερον, ἴσως, ἠμποροῦσαν νὰ δικαιολογηθῶσι λέγοντες, ὅτι «ἐξενιτεύθημεν, διὰ νὰ συνάξωμεν τὰ φῶτα τῆς μαθήσεως, ὁποὺ εἰς τὴν πατρίδα μας δὲν εὑρίσκαμεν, ἐξενιτεύθημεν, διὰ νὰ κερδίσωμεν καὶ νὰ ὠφελήσωμεν τὸ γένος μας».... Διατί τώρα λοιπόν, ὁποὺ ἀποκτήσατε τὰ ὅσα ἠθέλατε, δὲν ἐπιστρέφετε εἰς τὴν πατρίδα σας; Διατί, ἀστοχάστως θαυμάζοντες, λέγετε: «Πῶς νὰ μὴν εὑρέθη ἕως τώρα εἰς τὴν Ἑλλάδα ἓν ἄξιον ὑποκείμενον, διὰ νὰ τὴν ἐλευθερώσῃ;» καὶ ἐνταυτῷ μένετε μακρὰ ἀπὸ αὐτήν;
Ὅλοι σας, λοιπόν, οἱ φιλοπάτριδες, καὶ ἐσεῖς ἀκόμη ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον ἐφανήκατε ἀχάριστοι εἰς τὴν πατρίδα, ἀκούσετε δι᾿ ἀγάπην της καὶ διὰ τιμὴν τοῦ ἑαυτοῦ σας, ἀκούσατε προσεκτικῶς τὴν γλυκεῖαν φωνήν της. Ἀνοίξατε τὰ ὦτα τοῦ νοός σας καὶ προσέξετε εἰς τοὺς λόγους τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀσθενὴς καὶ γεμάτη ἀπὸ πληγάς, μὲ θλιβερὰν φωνὴν σᾶς ὁμιλεῖ λέγουσα:
«Ὦ Ἕλληνες! Ὦ τέκνα μου! Ποῦ μὲ ἀφήσετε; Πῶς δὲν σᾶς πονεῖ δι᾿ ἐμέ; Διατί μ᾿ ἐπαρατήσατε; Διατί φεύγετε καὶ δὲν ἐπιστρέφετε πλέον; Τί σᾶς ἔκαμα καὶ δὲν μ᾿ ἐνθυμεῖσθε; Εἰς τί σᾶς ἔβλαψα καὶ δὲν μὲ ἀγαπᾶτε; Ποία μήτηρ ἐστάθη δυστυχεστέρα ἀπὸ ἐμένα; Τί οὖν, ἀγαπητοί; Τί στοχάζεσθε; Τί ἀποφασίζετε;»
Εἶναι ἡ πατρὶς ὁποὺ φωνάζει εἰς τέτοιον τρόπον. Αὐτὴ εἶναι ὁποὺ κλαίει καὶ ὀδύρεται. Ἡ ἀπουσία σας ποτὲ δὲν τὴν ὠφέλησεν, τώρα ὅμως τὴν ἀφανίζει.
Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, ἤτοι Λόγος περὶ Ελευθερίας
Φύλλο εργασίας 7ο
Να συγκρίνετε την προσωποποιημένη Ελλάδα έτσι όπως παριστάνεται στο Ρωσσαγγλογάλλο, στο παρακάτω απόσπασμα από το Σάλπισμα Πολεμιστήριον του Αδαμάντιου Κοραή και στις χαλκογραφίες που ακολουθούν. Ποιες ομοιότητες διακρίνετε;
Όσα, φίλοι και αδελφοί, αναγνώσετε εις την παρούσαν εγκύκλιον επιστολήν, μη τα νομίσετε συμβουλάς ιδικάς μου, αλλ' ελεεινολογίας και παράπονα της Eλλάδος, της οποίας την εικόνα βλέπετε· διότι άλλα δεν γράφω πλην όσα ήθελε σας ειπεί η κοινή μήτηρ ημών και πατρίς, η δυστυχής Eλλάς, αν ελάμβανε φωνήν και γλώσσαν. Φαντάσθητε λοιπόν, ότι έχετε προ οφθαλμών την ημετέραν μητέρα την παλαιάν εκείνην και περίφημον εις όλα τα έθνη και εις όλους τους αιώνας Eλλάδα, η οποία με μαύρα και εξεσχισμένα φορέματα, εις όλα τα μέλη του σώματος πληγωμένη από τους βαρβάρους τυράννους, με λυτούς της κεφαλής τους πλοκάμους, ανυπόδητος και σχεδόν γυμνή, οδυρομένη και κλαίουσα την αθλίαν κατάστασιν εις την οποίαν την έρριψεν η θηριότητης των Tούρκων, τρέχει προς ημάς τα τέκνα της, μας δείχνει τα κατεσχισμένα της φορέματα, μίαν προς μίαν μάς ανακαλύπτει τας πληγάς της, μας βάφει με τα αίματά της, μας βρέχει με τα δάκρυά της, εναγκαλίζεται και ασπάζεται έκαστον από ημάς κατ' ιδίαν, και ζητεί από όλους κοινώς εκδίκησιν......
από το Σάλπισμα Πολεμιστήριον του Αδαμάντιου Κοραή, 1801
Οι σύγχρονοι καιροί παίρνουν σχήματα του παρελθόντος......
Το 1975, ο Kάρολος Kουν ανέβασε στο υπόγειο του Θεάτρου Tέχνης τους «Προστάτες» του Μήτσου Ευθυμιάδη (1945 - 2003), ένα σπονδυλωτό θέαμα πάνω στην ξενοκρατία και τις ρίζες της στην ελληνική ιστορία, γεμάτο μουσική και τραγούδια του Χρήστου Λεοντή.
Τραγουδά ο Μανώλης Μητσιάς
Μια φορά κι έναν καιρό, στον τόπο τούτο το μικρό
ζούσαν κάτι φουκαράδες, οι ραγιάδες.
Κοτζαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα.
Τη δεκάτη ο τσιφλικάς, δώστου κόψιμο ο πασάς
κι υπαγόρευε το ράσο: «Σφάξε με αγά μ' ν' αγιάσω».
Κοτζαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα.
Κι έτσι οι τρεις από κοινού πίναν το αίμα του λαού
αφού τότε τσιφλικάδες ήσανε οι μπουρζουάδες.
Κοτζαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα.
Αν ήξερα ανάγνωση, γραφή
αν ήταν, αν ήταν το σπαθί δικό μου
δεν θα μου τρώγαν τώρα το ψωμί
Θα αρνιόμουν την κλεψιά για ριζικό μου
Πονώ για τις μελλούμενες γενιές
Τους δουλευτές της φάμπρικας, τους γερομάχους
Πλύστρες, χαμάληδες και φοιτητές
Τους οικοδόμους, τους ξωμάχους.
Κουράστηκα δε μου μεινε σταλιά
δύναμη να σηκώσω το κεφάλι
απότυχα για άλλη μια φορά
τώρα με κυβερνούνε άλλοι
Χάθηκε η επανάστασή μας
και δεν ήρθε η νεκρανάστασή μας
όπως γράφει η ιστορία
στα μαθητικά βιβλία
Μπρος λοιπόν ολιγαρχία
βάλε αγέρα στα πανιά
για μια νέα τυραννία
των αστών την κοινωνία
Ζώσαμε οι ραγιάδες τ’ άρματά μας
θέλοντας να ζήσουν τα παιδιά μας
σε μια νέα κοινωνία
με ψωμί κι ελευθερία
Μα την ανεξαρτησία
που κερδήθηκε σκληρά
μας την πήρε η ολιγαρχία
με απάτη και με βία
Μπρος λοιπόν ολιγαρχία
βάλε αγέρα στα πανιά
για μια νέα τυραννία
των αστών την κοινωνία
Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο.....
ίσως ν’ αξίζει μόνο που τολμάμε.......
Στίχοι, μουσική, τραγούδι: Νικόλας Άσιμος
Από τον πρώτο του δίσκο μακράς διάρκειας Ο Ξαναπές (1982)
Είπαμε πως θα καταργήσουμε τα σύνορα είπαμε,
είπαμε πως θα διαλύσουμε το κράτος,
κι αφήσαμε τους εαυτούς τους ίδιους μας κι αφήσαμε
μες στο γλοιώδικο περίβλημά τους.
Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
μια βολεμένη και ευφυής δικαιολογία
διατηρούμε την εσώτερη τη βρώμα μας
μ’ επαναστατική φρασεολογία.
Τα θλιβερά δε σπάσαν τα καλούπια μας
υποχθονιακές ψυχρές προκαταλήψεις
ύπουλα βράζεις μέσα μας αρρώστεια μας
αγκομαχάς, για δεν το λες να μας αφήσεις.
Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
μια ξοφλημένη και ευφυής δικαιολογία
διατηρούμε την αισχρότερη μιζέρια μας
μ’ επαναστατική φρασεολογία.
Δύσκολο μονοπάτι σε τραβήξαμε σε τραβήξαμε,
ατέλειωτο και δε σε ξεπερνάμε ατέλειωτο,
μας μπόλιασες βουβό μ’ απογοήτευση
κι ίσως ν’ αξίζει μόνο κι ίσως ν’ αξίζει, που τολμάμε.
Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
σαν ξεχασμένα να τελειώσουν παραμύθια
παρά τα τόσα όνειρά μας που συντρίφτηκαν
μες στα συντρίμμια ολοκληρώνεσαι αλήθεια.
Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
διατηρούμε την εσώτερη μιζέρια μας
μ’ επαναστατική φρασεολογία.
Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.......................... (Ο. Ελύτης.)